Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Djuna Barnes, (1892-1982), a tribute





Τζούνα Μπαρνς (1892-1982), αφιέρωμα
 
Η αγάπη γίνεται το απόθεμα της καρδιάς, ανάλογο από κάθε άποψη με τα «ευρήματα» ενός τάφου. Όπως στον τάφο αποτυπώνεται η θέση όπου βρισκόταν το σώμα, τα ρούχα, τα σκεύη που χρειαζόταν στην άλλη ζωή, έτσι και στην καρδιά του ερωτευμένου θα χαραχτεί, σαν ανεξίτηλη σκιά, εκείνο που αγαπάει.
Τζούνα Μπαρνς
 
Προλεγόμενα
Ό,τι και να γράψουμε για τούτο το τολμηρό πλάσμα θα είναι λίγο. Δεν ξέρω βέβαια πόσοι γνωρίζουν την Djuna Barnes μια και στη χώρα μας κυκλοφορεί μόνο ένα της έργο, εξαντλημένο βέβαια και αυτό προ πολλού. Πόσοι είχαν την τύχη να βυθιστούν στην μαγεία της γραφής της, πέρα από το αν έχουν ενσκήψει στα του βίου της. H Djuna Barnes -όπως θα διαβάσετε πιθανότατα σε κάθε βιογραφία της- δεν είναι απλά μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της μοντέρνας αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Είναι η εικονοκλάστης, είναι η ποιήτρια, είναι η αγωνίστρια για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, είναι η ζωγράφος, είναι η γενναία, η ασυμβίβαστη που με την γραφή της και την τόλμη με την οποία χειρίζεται τα θέματά της, άνοιξε νέους δρόμους στο μυθιστόρημα και την ποίηση.
Όταν το 1936 εκδόθηκε το Το δάσος της νύχτας, ένα κορυφαίο έργο που με τον καιρό έγινε σύμβολο μιας γενιάς καλλιτεχνών, όλοι είχαν να πουν ένα καλό λόγο. Ο Γκράχαμ Γκρην (Henry Graham Greene) θα πει μιλώντας γι' αυτό: «Ένα βιβλίο που μαρτυρεί την ύπαρξη μιας νέας συγγραφέως προικισμένης με μια εντυπωσιακή εκφραστικότητα [...] έναν πηγαίο πλούτο εικόνων και υπαινιγμών, μία ζοφερή γονιμότητα του λόγου, ακαταμάχητη και τρομακτική σαν την τρικυμισμένη θάλασσα». Ο Τ.Σ. Έλιοτ, που μάλιστα θα πρωτοστατήσει για να εκδοθεί το έργο, θα το συνοδεύσει μ’ ένα θερμό πρόλογο. Πρόλογο τον οποίο παραθέτουμε στο αφιέρωμά μας.
Τούτο το οριακό έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μυθιστόρημα της νυχτερινής περιπλάνησης των ανθρώπινων παθών και φόβων. Το μυθιστόρημα καταγράφει, την ερωτική συνάντηση δύο γυναικών και τον αποχαιρετισμό τους, με φόντο το Παρίσι και τη Βιέννη του Μεσοπολέμου, αλλά αυτό δίνει την ευκαιρία στην Barnes να πλάσει χαρακτήρες μοναδικούς και απρόβλεπτους. Ούτως ή άλλως Το Δάσος της νύχτας, πέρα από μια λαμπρή άσκηση γραφής, είναι μια σπουδή του πεπρωμένου και του έρωτα.
Γεννημένη στην Κορνουάλη το 1892 η Barnes θα σπουδάσει καλές τέχνες στη Νέα Υόρκη για να ασχοληθεί τελικά με όλα τα λογοτεχνικά είδη: διήγημα, ποίηση, μυθιστόρημα, επιφυλλίδες και άρθρα στον τύπο, τα οποία συχνά συνοδεύονταν από δική της εικονογράφηση. Θα εγκατασταθεί στο Παρίσι του μεσοπολέμου για να γνωρίσει τον καλλιτεχνικό του αναβρασμό, και να πρωτοστατήσει στους αγώνες για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών. Θα προκαλέσει το κοινωνικό κατεστημένο τόσο με τα εικονοκλαστικά κείμενά της, αλλά και τον ασυμβίβαστο τρόπο ζωής της και τις ομοφυλοφιλικές ερωτικές της σχέσεις. Από το 1940 με δικής επιλογή θα απομονωθεί στο μικρό διαμέρισμά της του Γρήνουιτς Βίλατζ, όπου και θα αρχίσει το μεγάλο ταξίδι της αιωνιότητας, το 1982, σε ηλικία ενενήντα χρονών.


  
Solita Solano και Djuna Barnes, Παρίσι 1922. «Au Cafe», φωτογραφία του Maurice Branch

Γνωρίζοντας την Τζούνα Μπαρνς (Djuna Barnes, 1892-1982)
Η Τζούνα Μπαρνς γεννήθηκε το 1892 στο Cornwall-on-Hudson, μια αποικία καλλιτεχνών στα βόρεια της Νέας Υόρκης. Ο Αμερικανός πατέρας της ήταν ζωγράφος και η Αγγλίδα μητέρα της συγγραφέας. Στην παιδική της ηλικία οι γονείς της ασχολήθηκαν προσωπικά με τη μόρφωσή της, ενώ φαίνεται πως μεγάλη ήταν η επιρροή της γιαγιάς της την οποία, όπως μας λέει και στο Δάσος της νύχτας, «αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλον». Ήταν μια ιδιόρρυθμη Πουριτανή που θαύμαζε μια σειρά από συγγραφείς και ιστορικά πρόσωπα, τα οποία αργότερα εμφανίζονται στο έργο της Μπαρνς: Τζωρτζ Έλιοτ, Έ. Μπροντέ, Μεγάλη Αικατερίνη, Σαβοναρόλα, Ό. Ουάιλντ, Σαίξπηρ, ο «θείος» Δάντης κ.α.
Γύρω στα 1900 η Μπαρνς πηγαίνει στη Νέα Υόρκη όπου και σπουδάζει ζωγραφική στο Pratt Institute και στο Arts Students League. Τα κείμενά της εκείνης της εποχής συνοδεύονται από σχέδια, στην αρχή μάλιστα έντονα επηρεασμένα από τον Beardsley. Μερικά από αυτά απαγορεύονται από τη λογοκρισία. Οι γνώσεις της για τη ζωγραφική διαφαίνονται σε πολλά σημεία των βιβλίων της αλλά αποκαλύπτονται και στον τρόπο της γραφής της, μ’ αυτές τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες-πινελιές που κάνουν τον αναγνώστη να νιώθει συχνά ότι μάλλον βλέπει έναν πίνακα παρά διαβάζει μια φράση ή μια παράγραφο.
Από το 1913 έχει τακτική στήλη στην εφημερίδα The Brooklyn Daily Eagle, ενώ κείμενά της δημοσιεύονται και σ’ άλλες εφημερίδες και περιοδικά (New York Press, New York Magazine, New York Tribune κ.α.). Τα θέματά της ποικίλλουν, από τις αίθουσες χορού, την Τσάιναταουν, τους μποέμ του Γκρήνουιτς Βίλαντς, το Μανχάταν, τα πλήθη της παραλίας του Κόνεϋ Άιλαντ, μέχρι τις σουφραζέτες, το φεμινιστικό κίνημα, το ιταλικό θέατρο και τα κακόφημα μπαρ της περιοχής του Μπάουερυ. Γράφει για το τσίρκο και τους ανθρώπους του, τα εργατικά επαναστατικά συνδικάτα, τους πυγμάχους και τους στρατιώτες. Παίρνει συνεντεύξεις από διασημότητες της εποχής: Τζέημς Τζόυς, Κοκό Σανέλ, Λίλιαν Ράσελ κ.α.
Τα γραπτά της (χρονογραφήματα, σύντομα διηγήματα, συνεντεύξεις) ξαφνιάζουν με την πρωτοτυπία και την μοναδική κομψότητα του ύφους του. Είναι ξέχειλα από τη χαρά της ζωής αλλά και από μια ολοφάνερη θλίψη για το πόσο λίγοι αντιλαμβάνονται την ομορφιά του κόσμου, που οι άλλοι προσπερνούν αδιάφοροι και ασυγκίνητοι, κυνηγώντας πράγματα ευτελή. Η Μπαρνς ανακαλύπτει αυτή την ομορφιά σε πράγματα και πρόσωπα απρόσμενα, βλέπει και φέρνει στην επιφάνεια κρυφές ευαισθησίες. Κάτω από την πένα της ο ταχυδρόμος, το παιδί του ασανσέρ, ο σερβιτόρος, ο αστυνομικός αποκαλύπτονται ποιητές και φιλόσοφοι. Άνθρωποι που συχνά προσπερνούμε χωρίς να προσέξουμε αποκτούν μια μοναδική γοητεία. Μέσα από τα κέιμενά της αναδύεται μια άλλη όψη της Νέας Υόρκης, μια πόλη των εκκεντρικών, μια μυθική –αλλά όχι φανταστική- πόλη, στην οποία όλα μπορούν να συμβούν και όλα συμβαίνουν.
Το γράψιμο της αποφέρει αρκετά ώστε να μπορεί να συντηρεί τη μητέρα της και τους τρεις μικρούς αδελφούς της όταν ο πατέρας της τους εγκαταλείπει και ξαναπαντρεύεται. Ο δικός της γάμος με τον εκδότη Κ. Λέμον κρατάει μόλις δύο χρόνια. Μετά το χωρισμό τους, φεύγει για το Παρίσι όπου συναντά τον Τζόυς και τον Πάουντ και γίνεται μια από τις κεντρικές μορφές του κινήματος των μοντερνιστών. Στο Παρίσι αρχίζει η δεκάχρονη σχέση της με την χαράκτρια Θέλμα Γουντ. Όταν αυτή η σχέση τελειώνει, το 1931, της συμπαρίσταται ηθικά και οικονομικά η συγγραφέας Πέγκυ Γκούγκενχάιμ, στο σπίτι της οποίας στην Αγγλία καταφεύγει και γράφει το Δάσος της νύχτας.
Η φίλη της και συγγραφέας Έμιλυ Χολμς Κόλμαν μίλησε γι’ αυτό το έργο στον Τ.Σ. Έλιοτ΄ο οποίος φρόντισε να εκδοθεί το 1936 μ’ ένα θερμό πρόλογό του. Το βιβλίο γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία και επανεκδόθηκε αρκετές φορές. Το κύριο θέμα του απηχεί το χωρισμό της Μπαρνς και της Θέλμα Γουντ. Ο τίτλος αποτελεί συνένωση των λέξεων night, νύχτα –«η τρομερή νύχτα που αλλάζει τους χαρακτήρες των ανθρώπων»- και wood, ξύλο, δάσος, αλλά και το επίθετο της Θέλμα. Ιδωμένο μέσα στη εποχή του, το βιβλίο θα έπρεπε να θεωρηθεί ιδιαίτερα γενναίο, καθώς η εξομολόγηση τέτοιων ανορθόδοξων ερωτικών σχέσεων γινόταν δύσκολα αποδεκτή και οδηγούσε συνήθως στην κοινωνική απομόνωση. Η Μπαρνς όμως ελάχιστα συμβιβάστηκε στη ζωή και το έργο της με την τρέχουσα ηθική. Γράφοντας για «να ξορκίσει το δαίμονά της», προχωράει στην κατακρήμνιση των προτύπων συμπεριφοράς, την απομυθοποίηση της ανδροκρατικής κοινωνίας και της οικογενειακής ζωής, την αποδέσμευση του ανθρώπου –κι όχι μόνο της γυναίκας- από τις παραδοσιακές εξουσίες (βασιλεία, αριστοκρατία, θρησκεία, οικογένεια). Παραπέμπει έτσι σε μια συνειδητοποίηση και παραδοχή του εαυτού μας όπως είναι, όχι όπως θα έπρεπε ή θα θέλαμε να είναι, και μέσα από αυτή την παραδοχή, στην κατάκτηση της αληθινής, εσωτερικής ελευθερίας και ίσως της ρευστής, φευγαλέας εκείνης κατάστασης που συνήθως ονομάζεται ευτυχία, αλλά ίσως να μην είναι άλλο από την πνευματική γαλήνη αυτή που τόσο απεγνωσμένα ζητά η Νόρα/Τζούνα/ Μπαρνς στο Δάσος της νύχτας.
Η αινιγματική αυτή γυναίκα, ανάμεσα στους στενούς φίλους της οποίας συγκαταλέγονται ο Ρ. Μακάλμον, η Γ. Στάιν, η Α. Γουάιτ, ο Ντ. Τόμας και πολλοί άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες, απομονώθηκε το 1940 σ’ ένα μικρό διαμέρισμα του Γκρήνουιτς Βίλατζ. Πέθανε μόνη το 1982, έξι μέρες μετά τα ενενηκοστά της γενέθλια.
Πηγή:

Παναγιώτης Ι. Χατζηδάκης από το βιβλίο, Το δάσος της νύχτας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992.


 
Εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου Το δάσος της νύχτας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια

 
Πρόλογος του Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ για το Δάσος της νύχτας,
Όταν μου ζητούν να προλογίσω ένα πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο, πάντα νιώθω πως τα λίγα βιβλία που αξίζει να προλογισθούν είναι εκείνα ακριβώς τα οποία θα ήταν αυθάδεια να προλογίσει κανείς. Έχω ήδη διαπράξει δύο τέτοιες «αυθάδειες»· αυτή είναι η Τρίτη και, αν δεν είναι η τελευταία, κανείς δεν θα εκπλαγεί περισσότερο απ’ ό,τι εγώ ο ίδιος. Μπορώ να δικαιολογήσω αυτόν τον πρόλογο με τον εξής τρόπο: Μερικές φορές, τείνει κανείς να φαντάζεται πως οι άλλοι άνθρωποι θα αντιληφθούν, με την πρώτη ανάγνωση ενός βιβλίου, όλα όσα ο ίδιος κατόρθωσε να διακρίνει στην πορεία μιας σταδιακής εξοικείωσής του μ’ αυτό. Έχω διαβάσει το Δάσος της νύχτας αρκετές φορές, στο χειρόγραφο, στα τυπογραφικά δοκίμια και στην τελική έκδοση. Αυτό που μπορώ να κάνω για τους άλλους αναγνώστες –με προϋπόθεση ότι αν διαβάσουν καθόλου αυτό τον πρόλογο θα τον διαβάσουν στην αρχή- είναι να χαράξω τα σημαντικότερα στάδια της δικής μου αξιολόγησης του βιβλίου. Γιατί μ’ αυτό το βιβλίο χρειάστηκα κάμποσο χρόνο μέχρι να φτάσω σε μια συνολική εκτίμηση του νοήματός του.
Περιγράφοντας το Δάσος της νύχτας, με σκοπό να προσελκύσω αναγνώστες για την αγγλική έκδοση, είπα ότι «θα γοητεύσει πρωταρχικά αυτούς που διαβάζουν ποίηση». Αυτό ήταν αρκετό για τη σύντομη διατύπωση που απαιτεί μια διαφήμιση, χαίρομαι όμως που μου δίνεται η ευκαιρία να το αναπτύξω λιγάκι. Δεν ήθελα να υπαινιχτώ ότι η ειδοποιός διαφορά του βιβλίου είναι κυρίως λεκτική και ακόμη λιγότερο ότι η εκπληκτική του γλώσσα καλύπτει μια κενότητα περιεχομένου. Αν ο όρος «μυθιστόρημα» εξακολουθεί να σημαίνει ένα βιβλίο στο οποίο ζωντανοί χαρακτήρες δημιουργούνται και παρουσιάζονται σε μια γεμάτη νόημα σχέση μεταξύ τους κι αν δεν έχει καταντήσει υπερβολικά υποτιμητικός για να είναι κατάλληλος, τότε το βιβλίο αυτό είναι ένα μυθιστόρημα. Και δεν θέλω να πω ότι η τεχνοτροπία της δεσποινίδος Μπαρνς είναι «ποιητική πεζογραφία», αλλά εννοώ ότι τα περισσότερα σύγχρονα μυθιστορήματα δεν έχουν πραγματικά «γραφεί». Επιτυγχάνουν την όποια αυθεντικότητα διαθέτουν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, με μια ακριβή καταγραφή των θορύβων που τα ανθρώπινα όντα της εποχής μας παράγουν συνήθως στις καθημερινές απλές ανάγκες τους για επικοινωνία. Το μέρος εκείνο ενός τέτοιου μυθιστορήματος, που δεν απαρτίζεται από αυτούς τους ήχους, συνίσταται σε ένα πεζό λόγο όχι περισσότερο ζωντανό από ό,τι η γραφή ενός ικανού δημοσιογράφου ή ενός δημοσίου υπαλλήλου. Ένα ολότελα ζωντανό πεζό κείμενο απαιτεί από τον αναγνώστη του κάτι στο οποίο ο συνηθισμένος αναγνώστης μυθιστορημάτων δεν είναι προετοιμασμένος να ανταποκριθεί. Όταν λέω λοιπόν ότι το Δάσος της νύχτας θα γοητεύσει πρωταρχικά αυτούς που προτιμούν την ποίηση, δεν σημαίνει ότι δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά ότι είναι ένα μυθιστόρημα τόσο καλό, που μονάχα ευαισθησίες εξασκημένες στην ποίηση μπορούν να το εκτιμήσουν πραγματικά. Η γραφή της δεσποινίδος Μπράνς έχει τον χαρακτηριστικό ρυθμό της πεζογραφίας και ένα μουσικό σχήμα διαφορετικό από αυτό του στίχου. Αυτός ο ρυθμός του πεζού λόγου μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο πολυσύνθετος ή περίτεχνος, ανάλογα με τις επιδιώξεις του συγγραφέα, αλλά είτε απλός είτε πολύπλοκος, είναι ακριβώς αυτός που εξυψώνει στην κορυφαία του ένταση το θέμα που πρόκειται να εξιστορηθεί.
Όταν διάβασα το βιβλίο για πρώτη φορά, βρήκα το εναρκτήριο μέρος μάλλον αργό και μακρόσυρτο, μέχρι την εμφάνιση του γιατρού. Σ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης ανάγνωσης είχα την εντύπωση πως μονάχα ο γιατρός έδινε ζωντάνια στο βιβλίο. Πίστευα ακόμη ότι το τελευταίο κεφάλαιο ήταν περιττό. Τώρα είμαι πεπεισμένος πως το τελευταίο κεφάλαιο είναι ουσιώδες, δραματικά αλλά και μουσικά. Ήταν ωστόσο αισθητό ότι, καθώς οι υπόλοιποι χαρακτήρες μετά από επανειλημμένες αναγνώσεις ζωντάνευαν για μένα, η μορφή του γιατρού δεν υποβιβαζόταν με κανένα τρόπο. Αντίθετα, όταν τον έβλεπε κανείς ως συστατικό στοιχείο μιας ολόκληρης σύνθεσης, κατέληγε να προσλαμβάνει μια διαφορετική και βαθύτερη σημασία. Έπαυε να είναι ο έξοχος ηθοποιός μιας κατά τα άλλα μη πειστικής παράστασης, τη επανεμφάνιση του οποίου περιμένει κανείς ανυπόμονα. Αλλά, ενώ στην πραγματική ζωή ένας τέτοιος χαρακτήρας μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι απορροφά εντελώς τη συζήτηση και καταπνίγει το διάλογο καλύπτοντας τους λιγότερο ομιλητικούς ανθρώπους, στο βιβλίο ο ρόλος του είναι εντελώς διαφορετικός. Στην αρχή βέβαια ακούμε μονάχα το γιατρό να μιλά χωρίς να καταλαβαίνουμε γιατί μιλά. Σταδιακά όμως μαθαίνει κανείς να αντιλαμβάνεται πως μαζί με τον εγωισμό και την καυχησιολογία του ο γιατρός Ματθαίος Μέγας Κίκκος Άλατος Δάντης Ο’ Κόννορ διαθέτει επίσης μια απεγνωσμένη ανιδιοτέλεια και μια βαθιά ταπεινοφροσύνη. Η ταπεινοφροσύνη του σπάνια εμφανίζεται τόσο έντονα όσο στην ανατριχιαστική σκηνή μέσα στην άδεια εκκλησία, αυτή του δίνει όμως, από την αρχή μέχρι το τέλος, την ανίσχυρη εξουσία που ασκεί ο ίδιος πάνω στους ανίσχυρους. Οι μονόλογοί του, σπινθηροβόλοι και πνευματώδεις καθώς είναι από μόνοι τους, δεν υπαγορεύονται από αδιαφορία για τα άλλα ανθρώπινα όντα αλλά, αντίθετα, από μια υπερευαίσθητη συνείδηση της υπάρξεώς τους. Όταν η Ντόρα πάει να τον δει μέσα στη νύχτα (Πως είναι η νύχτα, Φύλακας;) αυτός καταλαβαίνει αμέσως πως το μόνο που μπορεί να κάνει εκείνη («ήταν εξαιρετικά αμήχανος, επειδή περίμενε κάποιον άλλο») –ο μόνος τρόπος για να «σώσει την κατάσταση»- είναι να μιλά ακατάπαυστα, έστω κι αν εκείνη δεν καταλαβαίνει σχεδόν τίποτε απ’ ό,τι της λέει, αλλά ξαναγυρνά πάλι και πάλι στη μονομαχία της. Η αποστροφή που νιώθει ενάντια σ’ αυτή την έμφυτη ροπή που τον κάνει να στραγγίζει εντελώς τον εαυτό του για να βοηθήσει τους άλλους, δίχως να δέχεται καμιά επικουρία σε αντάλλαγμα, τον εξωθεί στο τέλος σε ένα παράφορο ξέσπασμα: «Όλοι εκείνοι που πέρασαν από τη ζωή μου και την έκαναν δυστυχισμένη, που έρχονται σε μένα για να μάθουν για τον εξευτελισμό και τη νύχτα». Αλλά τον περισσότερο καιρό μιλά για να καταπνίξει ένα σιγανό ακόμη μοιρολόι και παράπονο της ανθρωπότητας, να κάνει περισσότερο υποφερτή την ντροπή της και λιγότερο αναξιοπρεπή τη δυστυχία της.
Βέβαια, ένας χαρακτήρας σαν το γιατρό Ο’ Κόννορ δεν θα μπορούσε να είναι αυθεντικός, όταν στέκει μόνος του σ’ ένα μουσείο ομοιωμάτων. Ένας τέτοιος χαρακτήρας χρειάζεται άλλους, εξίσου πραγματικούς, για να πραγματώσει τη δική του αυθεντικότητα. Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε ένα χαρακτήρα του βιβλίου που να μην παρέμεινε ζωντανός στη μνήμη μου. Ακόμη και ο Φέλιξ και το παιδί του είναι τυραννικά υπαρκτοί. Μερικές φορές οι χαρακτήρες ζωντανεύουν τόσο ξαφνικά με μια φράση, που μένει κανείς κατάπληκτος, σαν να είχα αγγίξει ένα κέρινο ομοίωμα για να ανακαλύψει πως ήταν ένας ζωντανός αστυνομικός. Ο γιατρός λέει στη Νόρα: «Τα βόλευα μέχρι που ήρθες εσύ και αναποδογύρισες τις πέτρες μου με μια κλωτσιά και πετάχτηκα έξω όλος μάτια και μούσκλια». Η Πόμπιν Βόουτ (που είναι η πιο αινιγματική απ’ όλους επειδή τη βρίσκουμε εντελώς αληθινή, χωρίς να καταλαβαίνουμε τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας την έκανε να φαίνεται έτσι) είναι «το όραμα της αντιλόπης που κατεβαίνει μια αλέα, στεφανωμένη με άνθη πορτοκαλιάς και πέπλο νυφικό, και με τη μια οπλή υψωμένη σε λιτή χειρονομία φόβου» και, παρακάτω, έχει «κροτάφους όπως εκείνους των νεαρών ζώων που βγάζουν κέρατα, λες και ήταν κοιμισμένα μάτια». Άλλες φορές πάλι, μια κατάσταση, την οποία είχαμε ήδη αντιληφθεί συγκεχυμένα, συμπυκνώνεται με τρομακτική ένταση σε μια φράση, όπως τη στιγμή που η Ντόρα, αντικρίζοντας το γιατρό στο κρεβάτι, σκέφτεται ξαφνικά: «Θεέ μου! Τα παιδιά ξέρουν κάτι που δεν μπορούν να εκφράσουν· τους αρέσει η Κοκκινοσκουφίτσα στο κρεβάτι μαζί με το λύκο».
Το βιβλίο όμως δεν είναι απλώς συλλογή πορτρέτων. Οι χαρακτήρες είναι σφιχτοδεμένοι μεταξύ τους όπως είναι οι άνθρωποι στην πραγματική ζωή, περισσότερο με αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε τύχη ή πεπρωμένο, παρά εξαιτίας μιας συνειδητής επιλογής του ενός για τη συντροφιά του άλλου. Το κέντρο του ενδιαφέροντος εστιάζεται περισσότερο στην όλη σύνθεση που σχηματίζουν, παρά σ’ οποιοδήποτε συστατικό στοιχείο αυτής της σύνθεσης. Τους χαρακτήρες φτάνουμε να τους γνωρίζουμε σιγά-σιγά μέσα από την επιρροή που ασκεί ο ένας πάνω στον άλλο και μέσα από αυτά που λένε μεταξύ τους για τους άλλους. Τέλος, θα έπρεπε να περιττεύει να το επισημάνω –αλλά ίσως για κάποιον που διαβάζει το βιβλίο για πρώτη φορά χρειάζεται να ειπωθεί- το βιβλίο αυτό δεν είναι ψυχοπαθητική μελέτη. Στην επιφάνεια είναι ορατές οι δυστυχίες που οι άνθρωποι υποφέρουν εξαιτίας των ιδιαίτερων παρεκκλίσεων της ψυχοσύνθεσής τους. Ο βαθύτερος στόχος όμως είναι η πανανθρώπινη καταπίεση και δυστυχία. Στις φυσιολογικές ζωές αυτή η δυστυχία είναι τις περισσότερες φορές κρυφή. Συχνά, πράγμα που είναι και το πιο τραγικό απ’ όλα, είναι συγκαλυμμένη για τον ίδιο τον πάσχοντα περισσότερο αποτελεσματικά απ’ ό,τι είναι για το θεατή. Ο άρρωστος δεν γνωρίζει τι είναι αυτό που δεν πάει καλά· εν μέρει θέλει να μάθει, αλλά περισσότερο θέλει να κρύψει την αλήθεια από τον εαυτό του. Στην πουριτανική ηθική της νεότητάς μου ήταν σιωπηλά αποδεκτό ότι, αν κάποιος ήταν οικονόμος, δραστήριος, έξυπνος, προσγειωμένος και αρκετά συνετός ώστε να μην παραβαίνει τις κοινωνικές συμβάσεις, τον περίμενε μια ευτυχισμένη και «επιτυχημένη» ζωή. Η αποτυχία ήταν αποτέλεσμα κάποιας ιδιαίτερης αδυναμίας ή διαστροφής του ατόμου και αυτός που ήταν «καθωσπρέπει» δεν έπρεπε να έχει εφιάλτες. Σήμερα είναι μάλλον σύνηθες να θεωρούμε δεδομένο πως για κάθε ατομική δυστυχία ευθύνεται η «κοινωνία» και πως αυτό επανορθώνεται μέσα από εξωτερικές αλλαγές. Στη βάση τους οι δυο φιλοσοφίες είναι ίδιες, όσο διαφορετικές κι αν φαίνονται διαφορετικές στην πράξη. Νομίζω πως, στο βαθμό που προσκολλώμεθα σε υλικά αγαθά και υποτάσσουμε τη θέλησή μας σε εφήμερους στόχους, μας τρώει όλους το ίδιο σαράκι. Αν κοιταχθεί κάτω από αυτό το πρίσμα το Δάσος της νύχτας φαίνεται να έχει ένα νόημα ακόμη πιο βαθυστόχαστο. Το να αντιμετωπίσουμε αυτή την ομάδα ανθρώπων σαν μια αποκρουστική παρέλαση τεράτων δεν σημαίνει μονάχα ότι δεν έχουμε συλλάβει το νόημα, αλλά ότι διατρανώνουμε τις επιλογές μας και σκληραίνουμε τις καρδιές μας υποπίπτοντας στο προαιώνιο αμάρτημα του εγωισμού.
Θα είχα θεωρήσει την προηγούμενη παράγραφο ανάρμοστη και ίσως υπερβολικά εξεζητημένη για έναν πρόλογο που σκοπό είχε να είναι μια απλή επαινετική εισήγηση για ένα βιβλίο που θαυμάζω πολύ, αν δεν είχε ήδη εμφανιστεί μια (τουλάχιστον) κριτική, που ενώ είχε πρόθεση να επαινέσει το βιβλίο, θα μπορούσε στην πραγματικότητα να παρασύρει τον αναγνώστη ώστε να ξεκινήσει το διάβασμα μ’ αυτή τη λανθασμένη αντίληψη. Γενικά, όταν κανείς προσπαθεί να προλάβει λανθασμένες κατευθύνσεις του αναγνώστη, διακινδυνεύει να τον σπρώξει σε κάποια άλλη απρόβλεπτη παρανόηση. Το βιβλίο αυτό είναι έργο δημιουργικής φαντασίας, όχι φιλοσοφική πραγματεία. Όπως είπα και στην αρχή, έχω τη επίγνωση ότι είναι αυθάδεια και μόνο το ότι το προλογίζω. Έπειτα, το να έχει διαβάσει κανείς ένα βιβλίο αρκετές φορές δεν του δίνει απαραίτητα και τη δυνατότητα να πει τα σωστά λόγια σ’ αυτούς που δεν το έχουν διαβάσει ακόμη. Εκείνο όμως που θα ήθελα να προετοιμάσω τον αναγνώστη να ανακαλύψει είναι το σπουδαίο επίτευγμα του ύφους του, η ομορφιά της έκφρασης, το σπινθηροβόλο πνεύμα, η λαμπρή απόδοση των χαρακτήρων και μια πνοή φρίκης και ολέθριας μοίρας που θυμίζει έντονα την ελισαβετιανή τραγωδία.
Πηγή:

1937, Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ (από το βιβλίο, Το δάσος της νύχτας, μτφ. Παναγιώτης Ι. Χατζηδάκης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992).


Έργο της  Τζούνα Μπαρνς


Έργα της Τζούνα Μπαρνς που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα:
The Book of Women, 1915, ποιητική συλλογή.
A Book, 1923.
Ryder, 1928, με πολλές επανεκδόσεις, αφιερωμένο στη Θέλμα Γουντ. Είναι ένα μυθιστόρημα όπου αφηγείται με τρόπο εικονοκλαστικό και αποκαλυπτικό την ιστορία της οικογένειάς της.
Night among thw Horses.
Nightwood (Το δάσος της νύχτας), 1936 με πολλές επανεκδόσεις.
Antiphon, 1958. Πρόκειται για ένα δραματικό ποίημα εμπνευσμένο από τη σχέση της με τον Έλιοτ και αφιερωμένο στη Θέλμα Γουντ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ο Σεφέρης ρωτά τον Έλιοτ ποιοι είναι οι αξιόλογοι νέοι ποιητές στην Αγγλία, εκείνος υπόσχεται να του στείλει το Antiphon.
Selecte Works, 1962.
Creatures in Alphabet, 1982.
Smoke and Other Early Stories, 1985, συλλογή από κείμενα που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες της Νέας Υόρκης από το 1914 ως το 1916.
I could never be lonely without a husband, 1985, συλλογή από τις ιδιότυπες συνεντεύξεις της με διασημότητες της εποχής.
New York, 1989, συλλογή από κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της Νέα Υόρκης από το 1913 ως το 1919, με θέμα την πόλη και τους κατοίκους τη.
Πολλά από τα σχέδια και τα χειρόγραφα της Μπαρνς φυλάσσονται σήμερα στη Συλλογή Σπάνιων Βιβλίων και Λογοτεχνικών Χειρογράφων του Πανεπιστημίου του Μαίρυλαντ.


Έργο της  Τζούνα Μπαρνς


Έργα της Τζούνα Μπαρνς στα ελληνικά
- Αποχρώσεις, (συλλογικό), μετ. Γιώργος Δεπάστας, Ολκός, 1995.
- Το δάσος της νύχτας, μετ. Παναγιώτης Χατζηδάκης, Αλεξάνδρεια, 1992.