Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

"Beach Rats", a film by Eliza Hittman




 


«Beach Rats», μιὰ ταινία τῆς Eliza Hittman
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἀνθρώπινο εἶδος ὀργανώθηκε σὲ ὁμάδες καθόρισε καὶ τὰ πρότυπα ποὺ τὸ κάθε μέλος τῆς ὁμάδας πρέπει νὰ σέβεται ἀλλά, κυρίως, νὰ ἀκολουθεῖ. Συμπεριφορὲς καὶ παρεκκλίσεις πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ καθορισμένα πλαίσια δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν ἀποδεκτές, καὶ στηλιτεύονταν. Ἡ ἔκφραση «πίσσα καὶ πούπουλα» ἀναφέρονταν ἀκριβῶς σὲ αὐτὰ τὰ «παραβατικὰ» ἄτομα, ἄτομα ποὺ «ἐξώκειλαν» τῆς κοινὰ ἀποδεκτῆς συμπεριφορᾶς.
Καὶ ἐπειδὴ οἱ καθορισμένοι ἀπὸ τὴν ὁμάδα νόμοι, δὲν εἶναι ποτὲ ἀρκετοὶ ὥστε νὰ ἀποτρέψουν τοὺς «παραβάτες», τί νομίζεται ὅτι σκέφτηκε ἡ ὁμάδα; Ἑφηύρε μιὰ ἀνώτερη δύναμη ποὺ τὴν ὀνόμασε θεὸ καὶ ποὺ τὴ φόρτωσε μὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἰδιότητα. Νὰ ἐλέγχει τὶς παρεκτροπές, ὅπου δὲν ἦταν ἐφικτὸ νὰ ἔχουν τὰ ἐπιθυμητὰ ἀποτελέσματα μὲ τοὺς νόμους ποὺ εἶχαν θεσμοθετήσει. Ἡ ἀνώτερη αὐτὴ δύναμη δρᾶ κατευθείαν στὸ θυμικὸ καί, ἔχοντάς φορτώσει μὲ ἐνοχές, φοβίες καὶ φοβέρες γιὰ μεταθανάτιες, σκληρὲς τιμωρίες τὰ μέλη τῆς ὁμάδας, μιὰ χαρὰ κατάφερε νὰ κάνει τὴ δουλειά της...
Θὰ ἀπορεῖ κανεὶς γιατὶ ξεκινᾶμε μὲ τοῦτες τὶς σκέψεις μιλώντας γιὰ μιὰ ταινία, ἡ ὁποία οὐσιαστικὰ πραγματεύεται τὴ συνειδητοποίηση τῆς ὁμοφυλοφυλίας ἐνὸς ἐφήβου καὶ τὸν δύσκολο δρόμο ποὺ ἔχει νὰ διανύσει, ὄχι τόσο γιὰ νὰ κατανοήσει καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὴ σεξουαλική του προτίμηση, ὅσο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ χείλη του καὶ νὰ γίνει γνωστὸ στοὺς γύρω του, ἀφοῦ κάτι τέτοιο εἶναι ἀντίθετο μὲ τὰ ὅσα πρεσβεύει ἡ ὁμάδα. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη, μήπως μιλᾶμε γιὰ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς πράγμα;
Ἐπανερχόμαστε. Φανταστεῖτε λοιπὸν μιὰ ἄτυπα ὁργανωμένη ὁμάδα στὴν ὁποία ἡ ἑτεροφυλοφυλία εἶναι ἡ κυρίαρχη προτίμηση. Ὅχι πὼς χρειάζεται δηλαδὴ καὶ πολὺ φαντασία γιὰ κάτι τέτοιο... Φανταστεῖτε λέμε καὶ πάλι, πώς, στὴν ὀμάδα αὐτὴ τὸ κυρίαρχο ἰδανικό, ὁ κυρίαρχος τρόπος συμπεριφορᾶς καὶ ἐνασχόλησης εἶναι τὸ «κυνήγι τῆς γκόμενας». Καὶ φανταστεῖτε πὼς ἡ ὁμάδα αὐτὴ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ παρέα ἐφήβων ποὺ ὁλημερῆς γυρνάει στὴν παραλία, ἔχει σύγχρονες ἀθλητικὲς δραστηριότητες ἀλλὰ καὶ στιγμὲς ραχατιοῦ καθὼς φουμάρει τὰ τσιγαριλίκια της, γιὰ νὰ καταλήξει τὸ βραδάκι νὰ τὰ πίνει σὲ κάποιο παραλιακὸ μπαράκι, παρατηρώντας τὰ βεγγαλικὰ ποὺ κάθε σαββατόβραδο φωτίζουν τὸν παράκτιο οὐρανὸ τῆς πόλης τους. Καὶ μέσα σὲ ὅλα αὐτὰ ἡ μοναδικὴ κουβέντα, ἡ μοναδικὴ ἀνησυχία νὰ εἶναι οἱ γκόμενες καὶ πόσες κατάφερε ὁ καθείς τους...
Ὁ Φράνκι [Χάρρις Ντίκινσον (Harris Dickinson)] εἶναι ἕνας ἔφηβος μπερδεμένος ὅσο καὶ δεμένος -πισθάγκωνα μάλιστα- μὲ τὶς ἁλυσίδες ποὺ ἡ παρέα τῶν κολλητῶν του ἔχει σφυρηλατήσει, ἔτσι δὲν μπορεῖ, ἀρχικά, νὰ κατανοήσει τί τοῦ συμβαίνει. Ἡ σχέση του με τὴν πανέμορφη Σιμόν -ποὺ οὐσιαστικὰ συνάπτει προκειμένου νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ δίχτυα τῆς ἐπιθυμία τῶν ἀντρῶν ποὺ τὸν κατακαίει ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴ «φυσιολογικότητά» του- θὰ καταλήξει σὲ ναυάγιο. Ἔτσι τὴ λύση προκειμένου νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τοῦ πόθου του ποὺ τὸν τυραννάει θὰ τὴ βρεῖ στὰ γκέι sites. Ἐκεῖ θὰ γνωρίσει τοὺς πρώτους του ἄντρες καὶ θὰ κλείσει τὰ πρώτα του ραντεβοῦ μαζί τους. Μιὰ γρήγορη ἐπαφή, ἕνα χάδι, ἕνα φιλί, τέλος ἡ διείσδυση, καὶ μετὰ οἱ τύψεις, τὸ ἄγχος μὴν μαθευτεῖ τίποτα καὶ ἡ ντροπή, καθὼς ἀντικρίζει τοὺς οἰκείους του, κυρίως ὅμως τοὺς κολλητούς του, ἀλλὰ κι ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐραστές του ποὺ τυχαῖα ἀντικρίζει ἕνα βράδυ μπρός του.
Ὁ Φράνκι ἀκριβῶς ὅπως καὶ ὁ νέος τοῦ ποιήματος τους Καβάφη πού, ἤθελε νὰ σωθεῖ ἀπ᾿ τὴ στιγματισμένη, τὴν νοσηρὴ ἡδονή, ἀπ᾿ τὴ στιγματισμένη τοῦ αἴσχους ἡδονή, θὰ προχωρήσει σὲ ὅτι μπορεῖ νὰ σκαρφιστεῖ κανεὶς προκειμένου νὰ ξεφύγει, νὰ δικαιολογηθεῖ, νὰ κοροϊδέψει τον ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τοὺς γύρω του. Ὅμως ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἐδῶ, πάντα παρούσα καὶ πάντα ἐπιταχτική. Ἔτσι ὁ μικρὸς Φράνκι, ποὺ θὰ βιώσει καὶ τὴν ἀπώλεια τοῦ βαριὰ ἄρρωστου πατέρα του, ἕνα γεγονὸς ποὺ θὰ τὸν ἐνηλικιώσει τάχιστα, πρόωρα καὶ ὁριστικά, θὰ ξεκαθαρίζει μέσα του τὸ τοπίο. Ὅμως ὁ μόνιμος βραχνᾶς του παραμένει, καὶ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ πῶς ἀνακοινώνεται κάτι τέτοιο;
Ἡ μητέρα του, ποὺ σὰν μητέρα κάτι ἔχει ἀρχίσει νὰ ἀντιλαμβάνεται, περνᾶ σὲ δεύτερη μοίρα, μιὰ καὶ θὰ τοῦ πεῖ: «Ἁπλὰ πές το, ὅτι καὶ νά ᾿ναι πές το μου». Ὅμως κυρίαρχο πρόβλημα γιὰ τὸν Φράνκι εἶναι οἱ παρέα τῶν «γνησίων ἀρσενικῶν» ποὺ τὸν περιτριγυρίζει καὶ ποὺ μέσα τους αἰσθάνεται ἀσφαλῆς ἀλλὰ αἰσθάνεται νὰ κατέχει καὶ μιὰ θέση στὴν ἄτυπη ἀλλὰ οὐσιαστικὴ ἱεραρχία της, θέση τὴν ὁποία προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ διατηρήσει.
Ὁ Φράνκι φοβᾶται. Τὸν λούζουν κρύα ρίγη καθὼς ἀναλογίζεται τὸ πῶς θὰ τὸν ἀντιμετωπίσει ἡ ὁμάδα τῶν φίλων του. Καί τούτη ἡ ὁμάδα θὰ λέγαμε πὼς δρᾶ συμβολικὰ γιὰ τὴ σκηνοθέτιδα. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ὁμάδα τῶν συναδέλφων μας, τῶν γειτόνων μας, τῶν συμφοιτητῶν μας, τῶν συγγενῶν μας, τοῦ κόσμου μας ὅλου. Δὲν τρομάζει μόνο ἡ ἀντιμετώπιση ἁπὸ ὅλους αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς τοῦ ὅσα μπορεῖ νὰ σημαίνει γιὰ τὸν βίο ποὺ ξετυλίγεται μπρός του μιὰ ἐρωτικὴ προτίμηση ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τὶς κοινὰ ἀποδεκτὲς συμπεριφορές. Πολλὰ βέβαια μπορεῖ νὰ γραφτοῦν πάνω σὲ αὐτὸ ποὺ, κατὰ τὴ γνώμη μας, ἀποτελεῖ καὶ τὴ βασικὴ προβληματικὴ τούτης τῆς ταινίας, ἀλλὰ σκοπός μας ἐδῶ εἶναι νὰ διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις θέτοντας ἔτσι ἐρωτήματα μὲ σκοπὸ τὸν διάλογο. Ἐξάλλου, καμιὰ φορά, τὸ νὰ διατυπώσεις ἕνα ἐρώτημα εἶναι πιὸ δύσκολο -πιθανότατα καὶ πιὸ σημαντικό- ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του!
Ἡ σκηνοθέτις Eliza Hittman, ἡ ὁποία ὑπογράφει καὶ τὸ σενάριο, χειρίζεται θὰ λέγαμε ἐξαιρετικὰ ἕνα δύσκολο θέμα, χωρὶς νὰ υἱοθετεῖ ἀκραῖες λύσεις καὶ πρακτικές. Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ Φράνκι ἔρχεται ὁμαλά, ἀκριβῶς ὅπως ὁμαλὰ κυλάει τὸ κύμα σὲ τούτη τὴ θερινὴ στιγμὴ τοῦ χρόνου ποὺ διαδραματίζονται ὅλα αὐτά, κάπου σὲ μιὰ πόλη τοῦ πλανήτη. Μπορεῖ καὶ δίπλα μας σὲ μιὰ ἑλληνικὴ παράκτια πολιτεία, ἢ καὶ σὲ μιὰ ὀρεινή, καὶ ποὺ ἐμεῖς δὲν ἀντιληφθήκαμε τίποτα παρὰ μόνο τὰ πολύχρωμα, ὅσο καὶ μονότονα πυροτεχνήματα τοῦ σαββατόβραδου!




© κειμένου: www.gayekfansi.blogspot.com - μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος.
© φωτογραφιῶν: στὶς ἑταιρεῖες παραγωγῆς καὶ διανομῆς.


 



 

 





 




 

 








 

 






 


 





1 σχόλιο: