Η αρνητική στάση πάνω στην ομοφυλοφιλία, είναι στην ουσία το συναίσθημα ενός πολιτισμού, που κληρονόμησε μια θρησκευτική απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας, και εξαιτίας της κληρονομιάς αυτής, δεν έδειξε καμιά περιέργεια -εκτός πρόσφατα- γύρω από την ποικιλία των σεξουαλικών ερεθισμών που μπορούν να διεγείρουν το ίδιο πρόσωπο ή, γύρω από τη διαφορά ανάμεσα στο θεμελιώδη προσανατολισμό της προσωπικότητας, και στην περιστασιακή συμπεριφορά σε προσωπικό επίπεδο. Οι αρχαίοι Έλληνες ούτε κληρονόμησαν, ούτε ανέπτυξαν την πίστη, ότι μια θεία δύναμη έχει αποκαλύψει στην ανθρωπότητα έναν κώδικα νόμων για τη ρύθμιση της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Δε διέθεταν θρησκευτικούς θεσμούς με την εξουσία να επιβάλλουν σεξουαλικές απαγορεύσεις. Δεν υπήρχε δηλαδή εξ ουρανών εντολή, για καθορισμό προτύπου στον έρωτα, ούτε καλλιέργεια φόβου θείας τιμωρίας, σε περίπτωση ανυπακοής.
Για
να αναφέρω το προφανές, στις αρχές του
εικοστού αιώνα στην εδουαρδιανή Αγγλία
δεν ήταν η καλύτερη στιγμή να είναι
κανείς ομοφυλόφιλος (και πότε ήταν;). Το
κλίμα ήταν τόσο κακό που ο μυθιστοριογράφος
E.M. Φόρστερ όντας και ο ίδιος ομοφυλόφιλος
άρχισε το 1913 να γράφει ένα βιβλίο με
έναν ήρωα προσανατολισμένο ερωτικά,
στο ίδιο του το φύλο, μυθιστόρημα που
ποτέ δεν δημοσίευσε κατά τη διάρκεια
της ζωής του, αλλά παρέμενε καλά κλειδωμένο
στο συρτάρι του με τη σημείωση "έτοιμο
αλλά δημοσιεύσιμο;" . Είδε το φως της
ημέρας το 1971, ένα χρόνο μετά τον θάνατό
του σε ηλικία 91 ετών. Αυτό το βιβλίο
βέβαια, είναι το Maurice (στην
Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
Καστανιώτη, σε μετάφραση Νίκου Βουδούρη).
Το 1987, ο Τζέιμς Άιβορι (James Ivory) μετέφερε
το βιβλίο στην μεγάλη οθόνη. Ήταν το
δεύτερο μέρος της τριλογίας του πάνω
στον Φόρστερ. Είχε προηγηθεί το Δωμάτιο
με θέα (Α Room With A View, 1985) και ακολούθησε
η Eπιστροφή στο Χάουαρντ Εντ
(Xowards End, 1992).
Το Maurice είναι μια ιστορία εποχής,
και ως εκ τούτου βλέπει τα πράγματα με
το βλέμμα εκείνου του καιρού, όταν οι
ταξικές διακρίσεις ήταν εντονότερες,
και σαφώς οριοθετημένες, αλλά δεδομένη
ήταν, όπως είναι, και η εχθρική στάση
της εποχής απέναντι ομοφυλοφιλία.
Η ταινία, είναι χαρακτηριστική της
δουλειάς του Άιβορι και αποτελεί μια
πλούσια τοιχογραφία της εποχής, με
εξαιρετικές ερμηνείες, και μια σχολαστική
προσοχή στη λεπτομέρεια για την περίοδο
που αναφέρεται. Μια ξεχωριστή εμπειρία
και μια από τις πιο όμορφες ταινίες του
gay
κινηματογράφου. Στο ρόλο του Μωρίς ο
James Wilby
είναι πιστικότατος.
Ο Μωρίς, μόνος πλέον, θα ακολουθήσει το δρόμο της καρδιάς του, αφού ταλαντευτεί και περάσει από σαράντα κύματα, ένα εκ των οποίων θα είναι η επίσκεψη σε γιατρό, αφού του περνάει από το μυαλό, ότι μπορεί να "θεραπεύσει" την ερωτική του έλξη για το ίδιο του το φύλο, και αυτό κάθε άλλο παρά δική του ιδέα είναι. Η ιστορία της ιατρικής έχει και αυτή να επιδείξει τις μαύρες σελίδες της, αφού πρότεινε θεραπείες θεωρώντας την ομοφυλοφιλία ασθένεια. Και αυτό έως και σήμερα, δυστυχώς. Το κάλεσμα της φύσης όμως είναι επιτακτικό. Έτσι στη ζωή του θα μπει απροσδόκητα ο Άλεκ (Alec Scudder), τον ερμηνεύει ο Rupert Graves, που τον ξυπνά από τον εφιάλτη του καθοσπρεπισμού, και ένα βράδυ ανεβαίνει στο παράθυρο του, και... περνούν τη νύχτα μαζί. Από εδώ και πέρα ο Μωρίς ξέρει τι να κάνει. Έχοντας συνειδητοποιήσει πλέον την φύση του και αποφασισμένος να μην της αντισταθεί όπως ο δειλός Κλάιβ, θα ακολουθήσει την καρδιά του....Το θέμα της υπέροχης αυτής ταινίας (όπως και του βιβλίου) είναι η δύσκολη, αργή, επώδυνη συνειδητοποίηση ενός κοινού ανθρώπου ότι είναι ομοφυλόφιλος και, συνεπώς, απορρίπτεται από το κοινωνικό σύνολο, είναι επίσης η ιστορία της προσωπικής μας απελευθέρωσης, από τη σωρεύουσα σκόνη των κοινωνικών συμβάσεων. Έργο βαθύτατα ηθικό, είναι η αντιπαράθεση συμβατικότητας και αλήθειας, σύγχυσης και συνείδησης, αυταπάτης και ειλικρίνειας.
© κειμένου: www.gayekfansi.blogspot.com - με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος.
Ο
Μωρίς και ο Κλάιβ φοιτούν στο Βασιλικό
Κολλέγιο του Cambridge το 1909. Ο Κλάιβ (Clive
Durham) τον ερμηνεύει ο Χιού Γράντ (Hugh
Grant), ένας νεαρός άνδρας που ανήκει σε
ανώτερη κοινωνική θέση, ενώ ο Μωρίς στη
μεσαία τάξη. Ο έρωτάς τους, αμοιβαίος,
δυνατός, έτσι όπως είναι οι πρώτοι
έρωτες, θα τους συνεπάρει. Ο Clive εισάγει
τον Μωρίς στην γραμματεία των Ελλήνων,
ιδιαίτερα του Πλάτωνα, και υπόσχεται
αιώνια αγάπη. Και όλα αυτά σε ένα αυστηρό,
ομοφοβικό, πουριτανικό, συντηρητικό
περιβάλλον. Τα δύο παλικάρια θα μοιραστούν
έναν αγνό έρωτα, που κρατιέται κρυφό
από τα άλλα σχολιαρόπαιδα. Και όπως λέει
και ο Ζενέ "ο
έρωτας που έκαναν δεν αναγνωριζόταν
από τον κόσμο, έτσι δεν τους επέτρεπε
να νοιώσουν τα φυσικά του αποτελέσματα”
.
Οι υψηλές φιλοδοξίες του Κλάιβ, και η
ενασχόλησή του με την πολιτική τον
κάνουν να "ανανήψει", ανταποκρινόμενος
στο ρόλο που περιμένουν από αυτόν, έτσι
εγκαταλείπει τον Μωρίς,
παντρεύεται, και ενσωματώνεται στο
εδουαρδικό πουριτανικό περιβάλλον του
1908-10.
Ο Μωρίς, μόνος πλέον, θα ακολουθήσει το δρόμο της καρδιάς του, αφού ταλαντευτεί και περάσει από σαράντα κύματα, ένα εκ των οποίων θα είναι η επίσκεψη σε γιατρό, αφού του περνάει από το μυαλό, ότι μπορεί να "θεραπεύσει" την ερωτική του έλξη για το ίδιο του το φύλο, και αυτό κάθε άλλο παρά δική του ιδέα είναι. Η ιστορία της ιατρικής έχει και αυτή να επιδείξει τις μαύρες σελίδες της, αφού πρότεινε θεραπείες θεωρώντας την ομοφυλοφιλία ασθένεια. Και αυτό έως και σήμερα, δυστυχώς. Το κάλεσμα της φύσης όμως είναι επιτακτικό. Έτσι στη ζωή του θα μπει απροσδόκητα ο Άλεκ (Alec Scudder), τον ερμηνεύει ο Rupert Graves, που τον ξυπνά από τον εφιάλτη του καθοσπρεπισμού, και ένα βράδυ ανεβαίνει στο παράθυρο του, και... περνούν τη νύχτα μαζί. Από εδώ και πέρα ο Μωρίς ξέρει τι να κάνει. Έχοντας συνειδητοποιήσει πλέον την φύση του και αποφασισμένος να μην της αντισταθεί όπως ο δειλός Κλάιβ, θα ακολουθήσει την καρδιά του....Το θέμα της υπέροχης αυτής ταινίας (όπως και του βιβλίου) είναι η δύσκολη, αργή, επώδυνη συνειδητοποίηση ενός κοινού ανθρώπου ότι είναι ομοφυλόφιλος και, συνεπώς, απορρίπτεται από το κοινωνικό σύνολο, είναι επίσης η ιστορία της προσωπικής μας απελευθέρωσης, από τη σωρεύουσα σκόνη των κοινωνικών συμβάσεων. Έργο βαθύτατα ηθικό, είναι η αντιπαράθεση συμβατικότητας και αλήθειας, σύγχυσης και συνείδησης, αυταπάτης και ειλικρίνειας.
Οι
βικτωριανοί Εγγλέζοι που πρόσεχαν πολύ
τις εκφράσεις τους ονόμασαν την
ομοφυλοφιλία "ακατονόμαστον ελληνικόν
πάθος". Λοιπόν η ομοφυλοφιλία στην
Αρχαία Ελλάδα δεν ήταν πάθος, περισσότερο
δεν ήταν ακατονόμαστο, γιατί ήταν όχι
μόνο μια κοινότατη κατάσταση, αλλά ένα
κοινωνικό γεγονός απόλυτα ενσωματωμένο
στα καθημερινά ήθη της εποχής (
γι' αυτό σε προσεχές κείμενο).
Σημειώσεις
© κειμένου: www.gayekfansi.blogspot.com - με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος.