Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Κλάους Μαν 1906-1949, αφιέρωμα (Klaus Mann 1906-1949, a tribute)



 


Γνωρίζοντας τον Κλάους Μαν
Ο Κλάους Μαν (Klaus Mann), πρωτότοκος γιος του Τόμας Μαν και της Κάτιας Μαν, γεννήθηκε στο Μόναχο στις 18 Νοεμβρίου 1906 και άρχισε να γράφει διηγήματα και νουβέλες ήδη από τα μαθητικά του χρόνια. Το 1925 πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου εργάζεται ως θεατρικός κριτικός, ενώ την ίδια περίοδο συγγράφει και παρουσιάζει μια σειρά πρωτοποριακών και προκλητικών θεατρικών έργων, που δημιουργούν αρκετό θόρυβο. Ταυτόχρονα, σε συνεργασία με την αδελφή του Έρικα, την Πάμελα Βέντεκιντ και τον Γκούσταβ Γκρίντγκενς, ιδρύει ένα θεατρικό οργανισμό, που τον μετατρέπει στη συνέχεια σε λογοτεχνικό «καμπαρέ».
Το 1929 αυτός και η Έρικα ξεκίνησαν μια παγκόσμια περιοδεία, την οποία χρηματοδότησαν οι ίδιοι με τα έσοδα που τους απέφεραν οι διαλέξεις και οι παραστάσεις μονόπρακτων που έγραφαν οι δυο τους. Μετά την περιοδεία η Έρικα και ο Κλάους Μαν έγραψαν μαζί ένα ταξιδιωτικό βιβλίο με τον τίτλο Ολόγυρα (Rundherum).
Το 1932 ο Κλάους Μαν δημοσίευσε μια αυτοβιογραφία του, που αναφερόταν στα παιδικά του χρόνια, υπό τον τίτλο Παιδί αυτής της εποχής (Kind dieser Zeit). Την άνοιξη του 1933 κατέφυγε ως μετανάστης στο Παρίσι. Εκεί θα μείνει με τον ερωτικό του σύντροφο Ρενέ Κρεβέλ (Rene Crevel), τον γνωστό υπερρεαλιστή συγγραφέα ο οποίος θα αυτοκτονήσει το 1935. Το 1936 έγραψε το μυθιστόρημα Μεφίστο (Mephisto), με το οποίο καταφέρετε κατά του Γ’ Ράιχ, αφού ο κεντρικός του ήρωας, ηθοποιός Χέφκεν, είναι κατά τον Κλάους Μαν το σύμβολο «μιας εξουσίας τελείως κωμικής, απόλυτα ψεύτικης και ανειλικρινούς». Οι σοσιαλιστικές του ιδέες, το πάθος του για τα ναρκωτικά και η ομοφυλοφιλία του, που ουδέποτε έκρυψε ή καταπίεσε, τον οδήγησαν συχνά σε σύγκρουση με το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε.
Το 1937 θα γνωρίσει τον μετέπειτα ερωτικό του σύντροφο, τον γνωστό θεατρικό κριτικό Τόμας Κουίν Κέρτις.
Το Σεπτέμβριο του 1937 ο Κλάους Μαν έφυγε για τις Ηνωμένες πολιτείες και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Εκεί κατατάχτηκε στον αμερικανικό στρατό και έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Βόρειο Αφρική και στην Ιταλία. Το 1945 επισκέφτηκε την Αυστρία και τη Γερμανία ως ανταποκριτής της στρατιωτικής εφημερίδας «Stars and Strips». Τις 21 Μαΐου 1949, ενώ βρισκόταν στις Κάννες, ο Κλάους Μαν έθεσε τέρμα στη ζωή του.1


 Η οικογένεια Μαν, ο Κλάους 4ος από αριστερά


ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΨΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΑΟΥΣ ΜΑΝ:2

Τόμας Μαν
«Οι σκέψεις μου διαρκώς επιστρέφουν γεμάτες λύπες στη ζωή του, που την συντόμευσε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η σχέση μου μαζί του ήταν δύσκολη, και όχι χωρίς συναισθήματα ενοχής, γιατί αυτή καθαυτή η ύπαρξή μου έριχνε από την αρχή μια σκιά πάνω του. Όταν, ωστόσο, ήταν νέος στο Μόναχο, ήταν ένας πρίγκιπας γεμάτος κέφι, που έκανε ένα σωρό προκλητικά πράγματα. Αργότερα, στην εξορία, έγινε πιο σοβαρός, πιο ηθικός και πιο εργατικός. Αλλά δούλευε με τέτοια ευχέρεια και ταχύτητα, που σε αρκετά σημεία στα βιβλία του υπάρχουν λάθη και παραλήψεις. Ποιος μπορεί να πει πότε άρχισε να αναπτύσσεται μέσα του αυτή η επιθυμία για θάνατο, που τόσο μυστηριωδώς συνυπήρχε με την επιφανειακή επιθυμία, την εγκαρδιότητα, την άνεση και τον κοσμοπολιτισμό του; Αδυσώπητα, παρ’ όλη μας την υποστήριξη και την αγάπη, κατέστρεψε το εαυτό του, γιατί στο τέλος είχε σταματήσει πια να σκέφτεται τους άλλους.
Ήταν παρ’ όλα αυτά αξιόλογο ταλέντο. Ο Ζιντ όπως και ο Τσαϊκόφσκι του είναι πολύ καλά βιβλία, το ίδιο και το Ηφαίστειο, αν εξαιρέσουμε μερικά σημεία που θα μπορούσαν αν γίνου καλύτερα. Το τελευταίο είναι ‘ίσως από τα καλύτερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί με θέμα την εξορία. Αν μια μέρα εκδώσουμε συγκεντρωμένα τα καλύτερα έργα του, θα φανεί ότι ο θάνατός του ήτα μεγάλο κρίμα. Τον αδίκησαν τόσο πολύ όσο ζούσε και εξακολουθούν να τον αδικούν μετά θάνατον. Νομίζω ότι, όσον αφορά εμένα, πάντα τον επαινούσα και του έδινα κουράγιο.3
«Πιστεύω ειλικρινά ότι ο Κλάους Μαν ήταν από τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς της γενιάς του, ίσως-ίσως και ο καλύτερος απ’ όλους…»4

Κρίστοφερ Ίσεργουντ
«Έζησε από πολύ μικρός στον κύκλο των λαμπρών και των διάσημων. Γνώρισε την επιτυχία και τις απολαύσεις στην πιο κατάλληλη ηλικία. Ταξίδευε συνέχεια και γύρισε πολύ, οπότε η μεγάλη αναστάτωση που φέρνει η εξορία δεν του φάνηκε τίποτα περισσότερο από τη ζωή που είχε συνηθίσει. Κατά τα δεκάξι τελευταία χρόνια της ζωής του παρήγαγε ένα εντυπωσιακών διαστάσεων έργο – μυθιστορήματα, μελέτες και αναρίθμητα άρθρα-, υπό συνθήκες που θα υποχρέωναν άλλους συγγραφείς να κλειστούν σε μιαν ανήμπορη σιωπή. Έλαβε ενεργά μέρος στον πόλεμο εναντίον του ναζισμού…»5

 
 
Ο Κλάους Μαν με την αδελφή του Έρικα 


ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΚΛΑΟΥΣ ΜΑΝ (επιλογή)
Έγραψε τα μυθιστορήματα:
  • Ο Ευλαβικός χορός. Το βιβλίο των περιπετειών της νιότης (Der fromme Tanz. Das Abenteurbuch einer Jukent) 1925
  • Αλέξανδρος. Μυθιστόρημα της ουτοπίας (Alexander. Roman der Utopie) 1929
  • Φυγή στο βορρά (Flucht in den Norden) 1934
  • Παθητική Συμφωνία (Symphonie Pathétique) 1935
  • Μεφίστο (Mephisto) 1936
  • Το ηφαίστειο (Der Vulkan) 1939
Τις νουβέλες:
  • Πριν από τη ζωή (Vor dem Leben) 1925
  • Παιδική νουβέλα (Kindernovelle) 1926
  • Λούντβιχ. Σιδερόφραχτο παράθυρο (Vergittertes Fenster) 1937
  • Απόδραση στο βορρά (Flucht in den Norden)
Τα αυτοβιογραφικά βιβλία:
  • Παιδί αυτής της εποχής (Kind seiner Zeit) 1932
  • Η κρίσιμη καμπή. Μια αφήγηση ζωής (Der Wendepunkt. Ein Lebensdericht 1942)
Τα δοκίμια:
  • Ο Αντρέ Ζιντ και η κρίση της σύγχρονης σκέψης (André Gide and the Crisis of Modern Thought, 1943)
  • Εξετάσεις
  • Κείμενα για τη λογοτεχνία
  • Σήμερα και αύριο (Heute und Morgen)
  • Γραπτά γι' αυτή την εποχή
  • Συνάντηση στο άπειρο (Treffpunkt im Unendlichen, 1932)
Τα θεατρικά:
  • Ο έβδομος άγγελος. Θεατρικά κομμάτια (Der siebente Engel. Die Theaterstücke) 1946
  • Αδέλφια (Geschwister) 1930. Διασκευή του έργου του Ζαν Κοκτώ Τα τρομερά παιδιά
Επίσης εξέδωσε τα περιοδικά:
  • «Συλλογή» (1933-35)
  • «Decision» (1941-42)


ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ




Ο ευλαβικός χορός (Der fromme Tanz)
Ο Ευλαβικός χορός είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Κλάους Μαν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στο Βερολίνο το 1925. Το έργο αυτό, αν και δεν έχει καθαρά βιογραφικό χαρακτήρα, είναι βέβαιο πως εκφράζει τα τραυματικά βιώματα του δεκαεννιάχρονου λογοτέχνη σ' αυτή τη μητρόπολη του μεσοπολέμου. Ο νεαρός ήρωας του βιβλίου, ο Αντρέας Μάγκνους, δραπετεύει από την καταπιεστική ασφάλεια του μεγαλοαστικού σπιτιού του και αντιμετωπίζει, άπειρος και ανέτοιμος, την κατάρριψη των καθιερωμένων ηθικών, κοινωνικών και αισθητικών αξιών. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μέσα από το χάος και την αμηχανία ένα στήριγμα και να ανακαλύψει ένα νέο τρόπο έκφρασης για κάποια ακόμα αβέβαια ιδανικά, βλέπει να μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην πατρική γενιά και τη δική του. Ο Κλάους Μαν μας παρουσιάζει με ευαισθησία και χιούμορ μια άγνωστη και παρεξηγημένη πλευρά της γερμανικής νεολαίας του μεσοπολέμου που δεν υπήρξε διαφορετική από τη νεολαία της υπόλοιπης κεντρικής Ευρώπης. Η περιγραφή του θυμίζει εξπρεσιονιστικό σκίτσο γκροντέσκο και ταυτόχρονα λυρικό, και αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο μιας περιόδου που προετοίμασε τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
«[…] Ξαφνικά τινάζεται όρθιος, απομακρύνεται από το γραφείο και σταματά στη μέση του δωματίου. Ανοίγει τα χέρια σαν να θέλει κάτι ν’ αγκαλιάσει. Αλλά είναι μόνο για να τεντωθεί, σαν να είχε τώρα μόλις τώρα σηκωθεί από τον ύπνο. Σαν να ήταν, λέει, σ’ ένα δωμάτιο, σ’ ένα μικρό μισοσκότεινο δωμάτιο ξενοδοχείου. Στον τοίχο κρεμόταν ένας μικρός πίνακας με ανοιχτόχρωμη ξύλινη κορνίζα, που παρίστανε μια κυρία κι ένα άλογο όρθιο στα πισινά του πόδια. Ήταν κι ένα κρεβάτι σιωπηλό κι επιβλητικό –και τι δεν είχε περάσει! Έξω, στον ξένο διάδρομο, στέκονταν και φλυαρούσαν οι καμαριέρες. Μια λεπτή, άγνωστη μυρωδιά, έμπαινε σαν πνοή από το παράθυρο –πόσα λουλούδια, λοιπόν, δεν είχε στον νότο! Τα πρόσωπα πάνω στο γραφείο, που τον κοίταζαν, ξεθώριαζαν. Κάποιος, που στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι, τον παρατηρούσε με συγκινητική σοβαρότητα κι επιμονή –ήταν άραγε ένα παιδί, ένα αγόρι ή μήπως ένας νεαρός άντρας; Τον είχαν στολίσει μ’ ένα μαύρο κομπολόι. Και πάνω εκεί ήταν ένα αρχινισμένο γράμμα, ένα γράμμα λευκό, όλο μεγάλα κι εύπιστα λόγια.
Κι έξω, στη ζέστη της νύχτας, απλωνόταν μια άγνωστη πόλη του νότου και μουρμούριζε με τα σιντριβάνια της. Ύστερα έρχονταν η θάλασσα.
Άφησε τα χέρια του να πέσουν αργά πάνω στο σώμα του και στάθηκε λυγερός, λυγερός και στητός. Έμοιαζε μ’ έναν ευλαβικό, νέο πολεμιστή που, με το πρόσωπο λευκό μέσα στο σούρουπο, πάνω από το μαύρο της φορεσιάς του, έστεκε σαν να φρουρούσε κάτι το ιερό, σαν ένας φρουρός μέσα σ’ αυτόν το ξένο δωμάτιο, πέρα απ’ αυτές τις άγνωστες θάλασσες, πέρα απ’ αυτόν τον άγνωστο κόσμο».6




Σιδερόφρακτο παράθυρο (Vergittertes Fenster)
Ο Λουδοβίκος Β’ (1845-1886), επί είκοσι δύο χρόνια βασιλιάς της Βαυαρίας, ήταν αυτός που ενέταξε το κράτος του στη νεοϊδρυθείσα Γερμανική Αυτοκρατορία (1871) και έχτισε τα περίφημα ανάκτορα Χέρρεμκήμζέε, του Λίντερχοφ και του Νόισβανστάιν. Θαυμαστής, στενός φίλος και πάτρωνας του Ρίχαρντ Βάγκνερ, πέρασε στο χώρο του θρύλου και του παραμυθιού με την περίεργη ζωή του και τον «μυστηριώδη» θάνατό του στη λίμνη Στάρνμπεργκ στις 13 Ιουνίου 1886. Ο βασιλιάς Όθων της Ελλάδος υπήρξε θείος του και ένας από τους τρεις νονούς του.
Ο Λουδοβίκος Β’ θαυμάστηκε, αγαπήθηκε, μισήθηκε, χλευάστηκε και μυθοποιήθηκε όσο κανείς από τους εστεμμένους του 19 αιώνα. Οι περισσότεροι άνθρωποι τον θαύμαζαν, γιατί κατασκεύασε με πείσμα και επιμονή έναν παραμυθένιο κόσμο, όπου πήραν μορφή τα οράματα, οι φαντασιώσεις, οι εμμονές και οι αλλόκοτες επιθυμίες του. Στον υλιστικό αιώνα μας, η τραγική φιγούρα του αυτόχειρα «τρελού» βασιλιά έχει γίνει συνώνυμη του ρομαντισμού και έχει εμπνεύσει σπουδαίους καλλιτέχνες όπως ο Πωλ Βερλαίν, ο Λουκίνο Βισκόντι και ο Χανς Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ.
Στη νουβέλα Σιδερόφρακτο παράθυρο (1937) ο Κλάους Μαν περιγράφει τις τελευταίες σαράντα οχτώ ώρες της ζωής του μονάρχη –από τη σύλληψη και τον εγκλεισμό του στο ανάκτορο του Μπεργκ ως το θάνατό του. Στον επίλογο, που είναι γραμμένος σε διαφορετικό ύφος, εμφανίζεται η αυτοκράτειρα της Αυστράις Ελισάβετ (1837-1898), που θρηνεί πάνω στο πτώμα του νεκρού φίλου.
Η νουβέλα κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το Μεφίστο, το μυθιστόρημα που καθιέρωε τον συγγραφέα ως μεγάλο πεζογράφο και εξακολουθεί νε είναι το γνωστότερο από τα έργα του. Στο βιβλίο αυτό, όπου η κεντρική φιγούρα είναι ο μεγάλος Γερμανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου Γκούσταβ Γρύντγκενς, γαμπρός του Κλάους Μαν και σύζυγος της Ερίκα Μαν από το 1926 ως το 1929, ασκείται οξύτατη κριτική στο φασιστικό καθεστώς της Γερμανίας και στους καλλιτέχνες που παρέμειναν στην πατρίδα τους, συνεργαζόμενοι ως επί το πλείστον με τους ναζί.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί ο Κλάους Μαν ασχολήθηκε με τον νοσηρό βασιλιά της Βαυαρίας, αμέσως μετά από ένα τόσο διαφορετικού ύφους μυθιστόρημα. Σε ένα δοκίμιο που έγραψε επίσης το 1937 με θέμα τον Λουδοβίκο Β’ ο συγγραφέας σημειώνει: «Δείχνουμε κατανόηση στις φαντασιοπληξίες και τις κακογουστιές του. Καθώς και στην αντικοινωνική και σκανδαλώδη υπεροψία με την οποία κατασπατάλησε το δημόσιο χρήμα, για έναν και μοναδικό λόγο: Επειδή υπέφερε τόσο πολύ!». Αργότερα, στην αυτοβιογραφία του, ο Μαν έγραψε για το βιβλίο αυτό πως ήταν ένα είδος «απόδρασης στη μελαγχολική, εστετίστικη, αγαπητή παλιά, πένθιμα νοσηρή χώρα του παραμυθιού.
Εμείς θα προσθέταμε: στη μακρινή χώρα των παιδικών και εφηβικών του χρόνων. Ο Κλάους Μαν ήταν πολύ συνδεδεμένος με την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, το Μόναχο. Αναπολούσε συχνά το πατρικό σπίτι, που επιτάχτηκε από τους ναζί στη διάρκεια του πολέμου και φιλοξένησε δεκάδες γεροδεμένα γερμανικά ζευγάρια που είχαν επιλεγεί για να φέρουν στον κόσμο γνήσιους εκπροσώπους της αρίας φυλής! Αγαπούσε υπερβολικά τη Βαυαρία με τα ρομαντικά τοπία, τους πύργους, τους θρύλους και τους ήρωές της. Ο Λουδοβίκος Β’ ήταν ένα είδος εθνικού ήρωα αυτής της περιοχής.
Από την άλλη ο Μαν ήθελε να μιλήσει για τα δικά του αδιέξοδα, καθώς ο εγκλεισμός στο δικό του δωμάτιο με τα σιδερόφρακτα παράθυρα, τον οδηγούσε συχνά στην ιδέα της αυτοκτονίας, μια ιδέα που πραγματοποίησε τελικά δώδεκα χρόνια μετά. Γιος του Τόμας Μαν, του διασημότερου Γερμανού συγγραφέα εκείνης της εποχής, εξόριστος χωρίς μόνιμη κατοικία, ομοφυλόφιλος, ηρωινομανής και με αριστερές πεποιθήσεις, έζησε μια ζωή εξαιρετικά δύσκολη και μελαγχολική, σε μια ταραγμένη εποχή, όταν η Ευρώπη είχε μεταβληθεί σε πραγματική κόλαση.
Όμως ο κυριότερος λόγος που ώθησε τον συγγραφέα του Μεφίστο να ασχοληθεί με τον Λουδοβίκο, ήταν ο ίδιος που τον είχε οδηγήσει δύο χρόνια πριν στον Τσαϊκόφσκι της Παθητικής συμφωνίας. Κατά την άποψή μας, ήθελε να ασχοληθεί με ένα άλλο ιστορικό πρόσωπο, που ήταν γνωστό για την ομοφυλοφιλία του. Γράφοντας για τον απελπισμένο βασιλιά ο Μαν έγραφε γι’ αυτόν τον ίδιο. Και για την Έρικα, το πρόσωπο που αγάπησε όσο κανένα άλλο στη ζωή του, και που στη Νουβέλα έχει τη μορφή της Ελισάβετ.
Το Σιδερόφρακτο παράθυρο γράφτηκε το καλοκαίρι του 1937 (ολοκληρώθηκε στις 10/7), σε μια περίοδο που ο δημιουργός του ήταν πολύ ερωτευμένος. Η νουβέλα αφιερώνεται στον Τόμας Κουίν Κέρτις, (Thomas Quinn Curtis) έναν εικοσάχρονο Αμερικανό ιρλανδικής καταγωγής και σπάνιας ομορφιάς, που είχε γνωρίσει λίγους μήνες πριν, κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Βουδαπέστη. Ο Κέρτις που εξελίχθηκε αργότερα σε γνωστό κριτικό θεάτρου επισκεπτόταν τον Μαν σχεδόν καθημερινά στο σανατόριο Σιέστα της ουγγρικής πρωτεύουσας, όπου είχε υποβληθεί σε θεραπεία απεξάρτησης από τα ναρκωτικά.
Αντιγράφουμε μερικά αποσπάσματα από τις ημερολογιακές σημειώσεις του Κλάους Μαν εκείνη την περίοδο:
19 Μαΐου: «Φάγαμε στην ταράτσα του Γκέλλερτ. Έρχεται μαζί μας και ο Κέρτις. Ευτυχία και αίνιγμα μιας νέας γνωριμίας. Η υστερία του, η θλίψη του, η εξυπνάδα, η τρυφερότητα, ο αισθησιασμός του, τα γέλια, οι αναστεναγμοί του· μάτια, χείλη, βλέμμα, φωνή… ».
28 Μαΐου: «Θα μπορέσω άραγε ν’ αγαπήσω αρκετά τον Κέρτις; Προσεύχομαι για να μπορέσω να το κάνω… Χρειάζεται τόση δύναμη για να μπορέσουμε ν’ αγαπήσουμε πολύ κάποιον! Φοβάμαι μήπως κουραστώ. Διαπίστωσα πως αγαπάει το θάνατο περισσότερο απ’ όσο αγαπάει εμένα!».
9 Ιουνίου: «Δειπνήσαμε με τον Κέρτις (όμως εκείνος δεν έφαγε τίποτα). Μου δίνει παρηγοριά και ευτυχία. Η απελπισία και η ευθυμία του. Ταράζομαι συχνά όταν διαπιστώνω πόσο μοιάζει με τον Ρενέ.» 7
12 Ιουνίου: «Όλες οι σκέψεις μου είναι στραμμένες προς τον Κέρτις. Με βασανίζουν οι αιώνιες αμφιβολίες μου για το αν θα μπορέσω να τον αγαπήσω ΑΡΚΕΤΑ (όμως ΠΟΤΕ δεν αγαπάμε αρκετά).
16 Ιουνίου: «Είμαι πολύ ευτυχισμένος με τον Κέρτις: πολύ πιο ευτυχισμένος απ’ όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.. ».
Ο Κλάους Μαν αποφάσισε να του δείξει την Ευρώπη. «Ήταν ένα ωραίο καλοκαίρι», γράφει στην Κρίσιμη καμπή. «Πέρα από την απειλή που κρεμόταν πάνω από κάθε συζήτηση… Ήταν πολύ παράξενο και εντελώς παράδοξο, αλλά κατορθώσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι, ακόμα και στη σκιά εκείνης της απειλής. Ήμουν ευτυχισμένος!».
Μια ακόμη μαρτυρία της αντιφατικής αυτής προσωπικότητας, που σ’ όλη της τη ζωή βασανιζόταν από αντικρουόμενα αισθήματα και ιδέες, είναι το γεγονός ότι το λογοτεχνικό αποτέλεσμα αυτού του γεμάτου έρωτα και ευτυχία καλοκαιριού ήταν το Σιδερόφρακτο Παράθυρο, που ασχολείται με τις τελευταίες μέρες ενός αυτόχειρα…
Πάντως το θέμα της ομοφυλοφιλίας απασχόλησε από πολύ νωρίς τον συγγραφέα Μαν, που μιλούσε ανοιχτά γι’ αυτήν. Ο ευλαβικός χορός (1925) είναι ένα βιβλίο πολύ τολμιρό για την εποχή του. Σ’ ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1934, ο συγγραφέας κάνει έκκληση στον κόσμο, που «πρέπει επιτέλους να καταλάβει πως η ομοφυλοφιλία είναι μια μορφή έρωτα όπως και η καθιερωμένη: ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη· με τις ίδιες δυνατότητες για πράγματα μεγαλειώδη, συγκινητικά, μελαγχολικά, γκροντέσκα, ωραία ή χυδαία, όπως ο έρωτας ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα».
Το Σιδερόφρακτο παράθυρο θεωρήθηκε από πολλούς κριτικούς ένα από τα πιο πετυχημένα κείμενα του Κλάους Μαν. Ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι μιλάει για «μια νουβέλα λαμπρά δομημένη, η οποία παραθέτει σε μια ορμητική ανέλιξη φανταστικά οράματα, αλλόκοτα επεισόδια και πυρετώδεις μονολόγους, για να καταλήξει, μετά το θάνατο του ήρωα, σε μια μεγάλη θεατρική σκηνή, που ωστόσο δεν απουσιάζει το στοιχείο της ειρωνείας». Ο φιλόλογος Φρήντριχ Άλμπρεχτ αξιολογεί τη νουβέλα ως «το πιο ολοκληρωμένο και εντυπωσιακό πεζογραφικό έργο που έγραψε ποτέ ο Κλάους Μαν».8
Να θυμίσουμε ότι το 1972 ο Λουκίνο Βισκόντι σκηνοθέτησε την ταινία, Λούντβιχ το λυκόφως των θεών, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Μαν, που αναφέρεται στο Λουδοβίκο Β΄ της Βαυαρίας.




Παθητική Συμφωνία (Symphonie Pathétique)
Θύμα των αυστηρών ηθών και των κοινωνικών προκαταλήψεων της εποχής του ο Ρώσος συνθέτης Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι πέρασε ολόκληρη τη ζωή του προσπαθώντας να κρατήσει μυστική την ερωτική του ιδιομορφία που στάθηκε γι΄αυτόν πηγή έμπνευσης αλλά και μαρτυρίου.
Τι ήταν όμως εκείνο που παρακίνησε τον Κλάους Μαν κατά την περίοδο του δεύτερου και τρίτου χρόνου της εξορίας του να ασχοληθεί με τον Τσαϊκόφσκι και να γράψει ένα μυθιστόρημα γι’ αυτόν; Γιατί όχι ένα μυθιστόρημα για κάποιον μάρτυρα ή κάποιον αγωνιστή;
Ο Κλάους Μαν δίνει μια από τις πιθανές απαντήσεις στο περιοδικό Άξονας, λέγοντας: «Ήταν ένας μετανάστης, ένας εξόριστος, όχι για πολιτικούς λόγους, αλλά γιατί δεν αισθανόταν πουθενά ότι βρισκόταν στο σπίτι του. Υπέφερε παντού». Ήταν το πρόβλημα της αποξένωσης, το γεγονός ότι ένιωθε χωρίς πατρίδα, πράγμα που τράβηξε και το ενδιαφέρον του Μαν.
Στην ίδια συνέντευξη λέει: «Πώς να μην ήξερα γι’ αυτόν. Εγνώριζα την ιδιαιτερότητα του τρόπου του να αγαπά, που ήταν και το πεπρωμένο του. Παράλληλα είχα μεγάλη εμπειρία των εμπνεύσεων και των ταπεινώσεων, των αμέτρητων βασάνων και των παροδικών, σύντομων στιγμών ευτυχίας, που αυτή η μορφή του έρωτα προσφέρει. Δε λατρεύει κάνεις αυτό το είδος του έρωτα χωρίς να αποξενωθεί από την κοινωνία μας, όπως τέλος πάντων είναι σήμερα διαμορφωμένη. Δεν παραδίδεται κανείς σ’ αυτήν την αγάπη χωρίς να λαβωθεί θανάσιμα. […]
Η νευρωτική ακατάπαυστη ενασχόλησή του, τα συμπλέγματά του και οι εκστασιασμοί του οι φοβίες του, οι ενθουσιασμοί του, η σχεδόν ανυπόφορη μοναξιά στην οποία έπρεπε να ζει, ο πόνος τον οποίο ήθελε να μετατρέπει πάντα σε μελωδία, σε ομορφιά, όλα αυτά μπορούσα να τα περιγράψω. Τίποτα δε μου ήταν άγνωστο».
Ο τίτλος Παθητική Συμφωνία δε διαλέχτηκε τυχαία. Για την Έκτη του Τσαϊκόφσκι περιπλέχτηκε ο θρύλος. Ήταν αυτή το δικό του ρέκβιεμ; Σ’ ένα γράμμα στον Μπομπ, τον ανεψιό Βλαντιμίρ, ο Πιοτρ Ίλιτς είχε μιλήσει για ένα πρόγραμμα το οποίο «για όλους θα έμενε ένα αίνιγμα». Έτσι κι έμεινε για αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του. Τα τελευταία μόλις χρόνια, όταν ανακαλύφθηκε το γράμμα του αδελφού του Μόδεστου στον κρατικό αρχειοφύλακα του Πρεσβούργου Γιόχαν Μπάτκα, τότε φωτίστηκε κάπως το σκοτάδι. Ο Μόδεστος έδινε εκεί μια ερμηνεία, την οποία είχε τακτοποιήσει έπειτα από εκμυστηρεύσεις του Συνθέτη: «Το πρώτο μέρος παρουσιάζει τη ζωή του, εκείνο το ανακάτεμα από πόνους, βάσανα και την ακατανίκητη νοσταλγία για τα μεγάλα και ευγενικά ιδανικά. Από τη μια πλευρά οι αγώνες και οι φοβίες του θανάτου και από την άλλη η θεϊκή χαρά και η ουράνια αγάπη για το ωραίο, το αληθινό και το καλό, γενικά, ό,τι μας υπόσχεται η αιώνια βασιλεία των ουρανών. Το δεύτερο μέρος καθορίζει τις παροδικές χαρές της ζωής του, που δεν μπορούν να συγκριθούν με τις συνηθισμένες διασκεδάσεις άλλων και γι’ αυτό είναι γραμμένη και σε ρυθμό πέντε τετάρτων. Το τρίτο θέμα περιγράφει την ιστορία της μουσικής του εξέλιξης. Αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα παιχνίδι στην αρχή της ζωής του ως τα είκοσί του χρόνια. Μετά όμως γίνεται περισσότερο σοβαρός και τελικά ολοκληρώνεται δοξασμένος. Το τέταρτο θέμα παρουσιάζει την ψυχική κατάσταση του Τσαϊκόφσκι κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του , την πικρή απογοήτευση και τον βαθύ πόνο, γιατί ήταν αναγκασμένος να αναγνωρίσει πως η ίδια η καλλιτεχνική δημιουργία είναι παροδική και δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει το φόβο του από το αιώνιο Τίποτα, από εκείνο το Τίποτα, που όλα ό,τι αγαπούσε και ό,τι από τη ζωή του θεωρούσε αιώνιο και διαρκές, αδυσώπητα και για πάντα απειλεί να καταβροχθίσει».
Το αυτοβιογραφικό περιεχόμενο, το πείραμα της ερμηνείας μιας ζωής με ήχους δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς και θα πρέπει ο Κλάους Μαν να ακολούθησε το ένστικτό του για τις θέσεις που παίρνει και για τις μύχιες σκέψεις που έκανε όταν διάλεγε τον τίτλο και έτσι ασυναίσθητα απέδωσε στο μυθιστόρημα το πρόγραμμα της συμφωνίας.
Στο βιβλίο η εικόνα του Βλαντιμίρ ενώνεται με τα χαρακτηριστικά της μητέρας στον αγγελιοφόρο του θανάτου, στο μαύρο άγγελο: ένα θέμα το οποίο επαναφέρει ο Κλάους Μαν πάντα όμοιο, από το έργο Αλέξανδρος ως το Ηφαίστειο.
Το 1932 ο Κλάους Μαν στη νεκρολογία του για τον φίλο του Ρίκι Χάλγκαρτεν, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει, έγραφε: «Ο θάνατος μου έγινε οικείος τόπος από τότε που ένας τόσο τρυφερός φίλος της γήινης ζωής μου τον εμπιστεύτηκε. Εκεί όπου μένει ένας φίλος, γνωρίζει κανείς λίγο πολύ το μέρος…»9





Μεφίστο - Μυθιστόρημα μιας καριέρας (Mephisto – Novel of a Career)
Το έργο γραμμένο το 1936, εμφανίστηκε πρώτη φορά τον ίδιο χρόνο από τον εκδοτικό οίκο «Κβέριντο», στο Άμστερνταμ και μάλιστα στα γερμανικά. Ακολούθησαν μεταφράσεις του σε πολλές γλώσσες, μέχρι σήμερα έντεκα συνολικά. Στη Γερμανία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1956 από τον οίκο «Ανασυγκρότηση», στο Ανατολικό Βερολίνο. Αργά, το καλοκαίρι του 1963, ο εκδοτικός οίκος «Νύμφενμπουργκερ» ανακοίνωσε την κυκλοφορία των έργων του Κλάους Μαν. Μέσα σ’ αυτά αναφερόταν και το Μεφίστο.
Στις 31 Μαρτίου 1964, ο Πέτερ Γκόρσκι, θετός γιος και κληρονόμος του ηθοποιού Γκούσταβ Γκρύντγενς, που είχε πεθάνει μισό χρόνο πριν, ξεκίνησε δικαστικό αγώνα στο Ανβούργο εναντίον του εκδοτικού οίκου, με σκοπό να εμποδίσει την κυκλοφορία του Μεφίστο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Με απόφαση στις 25 Αυγούστου 1965 δεν έγινε δεκτό το αίτημά του. Έτσι ο οίκος εξέδωσε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Ο Πέτερ Γκόρσκι άσκησε έφεση και προσπάθησε να δεσμεύσει την κυκλοφορία για μόνο έκδοση. Το ανώτερο δικαστήριο του Αμβούργου αποφάσισε, ότι το βιβλίο μπορεί να κυκλοφορεί ως τη στιγμή που θα διεξαγόταν η εκκρεμούσα κύρια δίκη με τον εξής πρόλογο του εκδότη:
«Για τον αναγνώστη
Ο συγγραφέας Κλάους Μαν αυτοεξορίστηκε το 1933 για ιδιαίτερους λόγους και έγραψε το έργο αυτό το 1936 στο Άμστερνταμ. Από τη σκοπιά του τότε, και από μίσος για τη χιτλερική δικτατορία, δημιούργησε μια χρονικοκριτική εικόνα της ιστορίας του θεάτρου σε μορφή μυθιστορήματος. Και αν ακόμα δεν παραβλέπονται αναφορές σε πρόσωπα εκείνης της εποχής, πάντως αυτός πρωτ’ απ’ όλα έδωσε μορφή στα πρόσωπα του μυθιστορήματος με την ποιητική του φαντασία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την κύρια μορφή του έργου. Έργα αι σκέψεις που της αποδίδουν στο μυθιστόρημα, αντιστοιχούν οπωσδήποτε πολύ στη φαντασία του συγγραφέα. Γι’ αυτό πρόσθεσε στο έργο του τη δήλωση: “Όλα το πρόσωπα του έργου παριστάνουν τύπους, όχι πορτρέτα”.
Ο εκδότης».
Το ίδιο δικαστήριο με απόφαση στην κύρια δίκη στις 9 Ιουνίου 1966 απαγόρευσε την κυκλοφορία ολόκληρου του μυθιστορήματος, ακόμα και με τον παραπάνω πρόλογο του εκδοτικού οίκου. Στην αναθεώρηση, στις 20 Μαρτίου 1968, το ανώτατο δικαστήριο επικύρωσε την απαγόρευση. Στα μέσα του 1968 ο οίκος υπέβαλε ένσταση στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Η ένσταση έθιγε με πολλά παραδείγματα και θέματα διαδικασίας δημιουργίας, αλλά και ελευθερίας της τέχνης. Η απόφαση βγήκε στις 24 Φεβρουαρίου 1971. Από τους έξι συνταγματικούς δικαστές τρεις βρήκαν την ένσταση ως βάσιμη και τρεις ως αβάσιμη. Σε περιπτώσεις ισοψηφίας η ένσταση απορρίπτεται. Έπειτα από δέκα χρόνια μια μεγάλη προσωπικότητα του θεάτρου, η σκηνοθέτιδα Αριάν Μνούσκιν, ξανάπιασε το κείμενο σε θεατρική μορφή. Το έργο παίχτηκε με εξαιρετική επιτυχία (πάνω από 200.000 θεατές) στο Τεάτρ ντυ Σολέιγ στη Βινσέν, κοντά στο Παρίσι, με μετακλήσεις στο Βερολίνο και τηλεοπτικές μεταδόσεις. Έτσι το έργο έγινε γνωστό σ’ ένα πολύ μεγάλο κοινό.
Η δίκη του Μεφίστο θεωρείται η πιο γνωστή λογοτεχνική δίκη της γερμανικής μεταπολεμικής περιόδου. Η σύγκρουση μεταξύ των κάποτε φίλων του Κλάους Μαν και του Γκούσταβ Γκρύντγενς την ονόμασαν «μονομαχία των νεκρών». Η διένεξη προκάλεσε μια μεταθανάτια αίσθηση εξαιτίας της πολιτικής της σημασίας. Η αλήθεια είναι ότι ο όσο ζούσε ο Γκούσταβ Γκρύντγενς δεν κατέφυγε σε δικαστήριο, αλλά είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια από την εποχή που το έργο πρωτοεκδόθηκε στη Ανατολική Γερμανία το 1956 από τον οίκο «Ανασυγκρότηση», για να εμποδίσει τρεις με τέσσερεις εκδοτικούς οίκους να εκδώσουν το βιβλίο στη Δυτική Γερμανία. Αγόρασε επίσης μέσω αντιπροσώπου όλα τα αντίτυπα που πέρασαν τα σύνορα και έφτασαν στη Δυτική Γερμανία. Η κανονική μήνυση όπως είπαμε έγινε από το θετό γιο του. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι μετά την αυτοκτονία του Κλάους Μαν στις Κάννες το 1949, έξι εκδότες που ήρθαν σε συνεννόηση με την Έρικα Μαν για να εκδώσουν το βιβλίο υπαναχώρησαν αφού επιλύθηκαν από φίλους και δικηγόρους του Γκούσταβ Γκρύντγενς.
Παραθέτουμε εδώ το κείμενο που ο Κλάους Μαν έστειλε το 1936 στην εφημερίδα «Παρισινή Ημερησία», όταν αυτή παρουσίασε το έργο με τον τίτλο Μυθιστόρημα - κλειδί.
«Αξιότιμη σύνταξη,
Μεγάλη είναι η χαρά μου, που το πρώτο μυθιστόρημα που εμφανίζεται στην επιφυλλίδα της θαρραλέας, δυνατής και ζωντανής νέας εφημερίδας σας «Παρισινής Ημερησίας», είναι το Μεφίστο μου.
Πρέπει όμως να σας βεβαιώσω –και κυρίως τους αναγνώστες μας- ότι η χαρά μου μειώθηκε κάπως από τον ξαφνικό και καθόλου πετυχημένο τρόπο με τον οποίο αναγγέλλετε το μυθιστόρημά μου στην εφημερίδα σας. Όχι δίχως φόβο πρόσεξα την επικεφαλίδα της προαγγελίας σας: «ένα μυθιστόρημα - κλειδί». «Μυθιστόρημα κλειδί»; Πότε κάποιος συγγραφέας, που άξιζε ενός τέτοιου τίτλου έγραψε κάτι, που θα ήθελε να το έβλεπε διακοσμημένο με αυτόν τον όχι τόσο τιμητικό χαρακτηρισμό; Πρέπει να διαμαρτυρηθώ –ια το κύρος του φύλλου σας, για τους αναγνώστες μας, που είναι πολύ απαιτητικοί, για να διασκεδάζουν με «μυθιστορήματα – κλειδιά». Τελικά ακόμα και για το δικό μου κύρος. Βρίσκομαι στην ανάγκη να δηλώσω επίσημα: Δεν είχα πρόθεση να διηγηθώ την ιστορία κάποιου συγκεκριμένου ανθρώπου όταν έγραφα το Μεφίστο, μυθιστόρημα μιας καριέρας. Ήθελα να παραστήσω έναν τύπο και μαζί του τα διάφορα περιβάλλοντά του (το μυθιστόρημά μου δεν αναφέρεται μόνο στο «φασισμό»), τις κοινωνιολογικές και πνευματικές προϋποθέσεις, που πρωτ’ απ’ όλα έκαναν δυνατή μια τέτοια άνοδο.
Στην προαγγελία σας γράφεται, δυστυχώς, ότι το Μεφίστο μου έχει τα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου επιτυχημένου ηθοποιού στη σημερινή Γερμανία. Δεν θα επαναλάβω τα’ όνομα του εδώ. Μια, αυτόν τον ηθοποιό πραγματικά τον ήξερα. Αλλά τι μπορεί να σημαίνει σήμερα για μένα; Ίσως μια προσωπική απογοήτευση. Ίσως ούτε αυτό… Έπεσα τόσο χαμηλά, ώστε να γράφω μυθιστορήματα για ιδιαίτερα πρόσωπα; Η απογοήτευσή μου, ο θυμός μου, ο πόνος μου, είναι τόσο άσκοποι, τόσο «ιδιωτικοί», που ν’ ασχολούμαι με πρόσωπα, που τους κρατάω για τον ένα ή τον άλλο λόγο κακία και εκδικούμαι πάνω τους με τη μορφή μυθιστορήματος – κλειδιού;
Ο πόνος μου, ο θυμός μου, η αγανάκτησή μου, έχουν μεγαλύτερους στόχους απ’ ό,τι ένας ορισμένος ηθοποιός θα μπορούσε να είναι, κι ας έφτασε στο αξίωμα του διευθυντή θεάτρου. Αν τις εμπειρίες και τα συναισθήματα, που συσσώρευσαν τρία πικρά χρόνια για μας, τα συγκέντρωσα σε μια –όπως άλλωστε ελπίζω - όχι μόνο αγωνιστικά φτιαγμένη, μα ακόμα επικά σχηματισμένη μορφή - αν τα συμπυκνώσω σε μια μορφή – τότε αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε μια ποιητική, αντιπροσωπευτική: μόνο σε μια επινοημένη μορφή.
Όχι, ο Μεφίστο μου δεν είναι αυτός ή εκείνος. Μέσα του συντρέχουν πολλών ειδών «χαρακτηριστικά» μαζί. Εδώ δε πρόκειται για «πορτρέτο» αλλά για ένα συμβολικό τύπο ο-ο αναγνώστης θα κρίνει, αν ακόμα αυτός είναι άνθρωπος ζωντανός, θεωρημένος και σχηματισμένος ποιητικά.
Ο αναγνώστης, που του απευθύνω αυτές τις γραμμές με εμπιστοσύνη –θέλω να υποθέσω- θα διαπίστωνε, ακόμα και χωρίς τη δήλωσή μου αυτή, ότι το διηγηματικό μου έργο άστοχα χαρακτηρίζεται σαν «μυθιστόρημα – κλειδί». Παρόλ’ αυτά, έπρεπε να κάνω τη δήλωση. Γιατί πιο σημαντικό από όλες τις εκτιμήσεις τακτικής, πιο ουσιαστικό από όλες τις επιφυλάξεις, μου φαίνεται σήμερα πάρα ποτέ, ότι εμείς – ειδικά εμείς της μετανάστευσης - πρέπει ν’ αγρυπνούμε πάνω από τη συγγραφική και πνευματική μας τιμή και να την υπερασπιζόμαστε με πάθος από Κάθε αδεξιότητα – όπως μπορεί να συμβεί σε συντρόφους «πάνω στο ζήλο της μάχης», μια που δεν μπορούμε να την προστατεύσουμε στην πατρίδα μας από την κακοήθεια και τη δυσφήμιση.
Με τους καλύτερους χαιρετισμούς και ευχές για τη δουλειά σας.
Δικός σας
Κ.Μ.
Το μυθιστόρημα του Κλάους Μαν Μεφίστο, κυκλοφόρησε τελικά στη Δυτική Γερμανία το 1981 από τον εκδοτικό οίκο Rowohlt, χωρίς να λείψουν και πάλι οι δικαστικοί αγώνες εναντίον του.10



Η κρίσιμη καμπή (Der Wendepunkt)
Η αυτοβιογραφία του Κλάους Μαν εκδόθηκε στα αγγλικά το 1942, με τον τίτλο The Turning Point (Το σημείο καμπής). Μετά το τέλος του πολέμου ο συγγραφέας επεξεργάστηκε ξανά το υλικό του, ξαναγράφοντας ουσιαστικά το βιβλίο στα γερμανικά. Του πρόσθεσε και σημειώσεις του ημερολογίου του και επιστολές του μέχρι τα 1945. Αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο Der Vendepunkt (Το σημείο καμπής), που το ολοκλήρωσε στα 1949.
Δυστυχώς, η υποκρισία που επικρατούσε στην Ομοσπονδιακή Γερμανία και οι ενοχές των κυβερνώντων της, ένα κλίμα που περιγράφει με ενάργεια ο Χάινριχ Μπελ, λόγο χάρη, δεν επέτρεψε την έκδοση του βιβλίου στη Γερμανία. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ομοσπονδιακή Γερμανία στα 1952, τρία χρόνια μετά την αυτοκτονία του συγγραφέα που δεν πρόλαβε να δει το αγαπημένο του έργο να κυκλοφορεί στην πατρίδα του.
«Που αρχίζει η ιστορία; Που βρίσκονται οι πηγές της προσωπικής μας ζωής; Ποιες καταχωνιασμένες περιπέτειες και πια πάθη έχουν διαμορφώσει τη φύση μας; Από πού έρχονται οι πάμπολλες αντινομικές τάσεις και ροπές, που συνθέτουν το χαρακτήρα μας;
Οι ρίζες μας φτάνουν, αναμφίβολα, πιο βαθιά απ’ όσο μπορεί να συλλάβει η συνείδησή μας. Κανένας τίποτα δεν είναι ξεκάρφωτο. Ένας ρυθμός που αγκαλιάζει τα πάντα, καθορίζει τις σκέψεις και τα έργα μας. Η γραμμή του πεπρωμένου μας είναι κομμάτι ενός πελώριου μωσαϊκού, που απεικονίζει αιώνες τώρα, τις ίδιες πανάρχαιες μορφές και τις παραλλαγές τους. Κάθε μας χειρονομία είναι επανάληψη ενός πατροπαράδοτου τελετουργικού και συνάμα προάγγελος των κινήσεων των μελλοντικών γενεών. Ακόμα και η πιο μοναχική εμπειρία της καρδιάς μας είναι προανάκρουσμα ή απήχηση προγενέστερων ή μεταγενέστερων παθών».11

Ο Klaus Mann με τον φίλο του Ricki Hallgarten


Χρονολόγιο του Κλάους Μαν12
1906. 18 Νοεμβρίου: Γεννιέται στο Μόναχο, ως πρώτος γιος και δεύτερο παιδί του Τόμας και της Κάτιας Μαν, ο Κλάους Χάινριχ Τόμας Μαν. Η αδελφή του Έρικα γεννήθηκε στο Μόναχο στις 9 Νοεμβρίου 1905 και το πλήρες της όνομα ήταν Έρικα Ιουλία Χέντβιχ Μαν. Θείος του υπήρξε ο Χάντριχ Μαν.
1910. 1 Οκτωβρίου: Η οικογένεια Μαν μετακομίζει από το Σβάμπινγκ του Μονάχου στο Μπόγκενχάουζεν.
1912. Επισκέπτεται μαζί με την αδελφή του Έρικα το ιδιωτικό σχολείο της Ερνεστίνε Έμπερμάγερ στο Σβάμπινγκ.
1914. 5 Ιανουαρίου: Η οικογένεια Μαν μετακομίζει σε μια ιδιόκτητη βίλα στην οδό Πόσινγκερστράσσε 1. Από το φθινόπωρο ο Κλάους Μαν αρχίζει να επισκέπτεται το δημοτικό σχολείο του Μπόγκενχάουζεν.
1915. Μένει επί δύο μήνες σε μια κλινική ύστερα από μια επικίνδυνη εγχείρηση σκωληκοειδίτιδος, που παρ’ ολίγον να του στοιχίσει τη ζωή.
1916. Επισκέπτεται το γυμνάσιο Βίλχελμ στην Τίρστράσσε του Μονάχου.
1922. Απρίλιος-Ιούλιος: Επισκέπτεται τη σχολή Χόχβαλντχάουζ. Από το Σεπτέμβριο επισκέπτεται τη σχολή Όμπερχάμπαχ στο Έπενχάιμ.
1924. Κυκλοφορεί Το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν. Ο Κλάους μένει στο Νόιμπουργκ κοντά στη Χαιδελβέργη. Τον Ιούνιο αρραβωνιάζεται με την Πάμελα Βέντεκιντ, κόρη του συγγραφέα Φρανκ Βέντεκιντ.
Δημοσιεύει δοκίμια και διηγήματα σε διάφορα περιοδικά. Από τον Σεπτέμβριο προσλαμβάνεται ως μόνιμος κριτικός θεάτρου στο Φύλλο της 12ης ώρας του Βερολίνου, όπου θα παραμείνει ως τον Μάρτιο του 1925.
1925. Πρώτο μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό: Αγγλία, Παρίσι, Νότια Αφρική, Ιταλία.
Κυκλοφορούν τα βιβλία του Πριν από τη ζωή, Ο ευλαβικός χορός και Η περιπέτεια της νεότητας.
1926. Παιδική νουβέλα. 21 Απριλίου: Πρεμιέρα του έργου Επιθεώρηση για τέσσερις στη Λειψία με τον ίδιο, την Έρικα Μαν, την Πάμελα Βέντεκιντ και τον Γκούσταβ Γρύντγκενς που έκανε και τη σκηνοθεσία.
24 Ιουλίου: Η Έρικα Μαν παντρεύεται τον ηθοποιό Γκούσταβ Γρύντγκενς.
1927. Σήμερα και αύριο. Για την κατάσταση της νέας πνευματικής Ευρώπης.
7 Οκτωβρίου: Κάνει το γύρω του κόσμου με την Έρικα: ΗΠΑ, Χαβάη, Ιαπωνία, Κορέα, Σοβιετική Ένωση (ως τον Ιούλιο του 1928).
1929. Γύρω τριγύρω. Ένα εύθυμο ταξιδιωτικό βιβλίο.
Περιπέτειες (νουβέλες).
Αλέξανδρος. Ένα μυθιστόρημα της ουτοπίας.
Απονέμεται στον Τόμας Μαν το βραβείο Νομπέλ για τη λογοτεχνία.
Η Έρικα Μαν χωρίζει από τον Γκούσταβ Γρύντγκενς.
1930. 27 Ιανουαρίου: Πρεμιέρα στο Μπόχουμ του θεατρικού έργου Απέναντι από την Κίνα.
12 Νοεμβρίου: Πρεμιέρα του έργου Τα αδέλφια στο Μόναχο (πάνω σε ένα έργο του Ζαν Κοκτώ).
1931. Αναζητώντας ένα δρόμο, δοκίμια.
Το βιβλίο της Ριβιέρας (γράφτηκε σε συνεργασία με την Έρικα Μαν).
1932. Ένα παιδί αυτής της εποχής, αυτοβιογραφία.
Συνάντηση στο άπειρο, μυθιστόρημα.
Αθήνα, θεατρικό έργο (δημοσιεύτηκε με ψευδώνυμο).
5 Μαΐου: Αυτοκτονεί ο παιδικός του φίλος Ρίκι Χάλλγκαρτεν. Ο Μαν γράφει και διαβάζει τη νεκρολογία του
1933. Κυκλοφορεί το βιβλίο του Τόμας Μαν Ο Ιωσήφ και τ’ αδέλφια του.
Η οικογένεια Μαν εγκαταλείπει τη Γερμανία. Ως το 1938 διαμονή στο Κύσναχτ κοντά στη Ζυρίχη.
13 Μαρτίου: Ο Κλάους Μαν πηγαίνει στο Παρίσι. Τα επόμενα χρόνια θα μείνει σε διάφορες πόλης κυρίως στο Άμστερνταμ.
Κυκλοφορεί το περιοδικό Η Συλλογή (από τον Σεπτέμβριο 1933 ως τον Αύγουστο 1935).

 


1934. Φυγή στο βορρά, μυθιστόρημα.
Αύγουστος: Επισκέπτεται τη Μόσχα ως προσκεκλημένος του συνεδρίου των Σοβιετικών συγγραφέων.
1 Νοεμβρίου: Του αφαιρείται η γερμανική υπηκοότητα.
1935. Παθητική συμφωνία, μυθιστόρημα.
Μάιος: Παίρνει μέρος στο 13 Διεθνές Συνέδριο του PEN-Club στη Βαρκελώνη.
Ιούνιος: Συμμετέχει στο πρώτο παγκόσμιο Συνέδριο των συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στον πόλεμο και το φασισμό στο Παρίσι. Στις 23 Ιουνίου μιλάει με θέμα Ο αγώνας για το νέο άνθρωπο. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου αυτοκτονεί ο συγγραφέας του Δύσκολου θανάτου Ρενέ Κρεβέλ (1900-1935) που υπήρξε ο μεγάλος έρωτας του Κλάους Μαν.
1936. Μεφίστο, μυθιστόρημα που περιγράφει τη ζωή του πρώην γαμπρού του Κλάους Μαν Γκούσταβ Γρύντγκενς.
Σεπτέμβριος: Πηγαίνει με την Έρικα στις ΗΠΑ, όπου μένει τέσσερις μήνες δίνοντας διαλέξεις σε διάφορες πόλεις.
Αφαιρείται η γερμανική υπηκοότητα από τον Τόμας Μαν.
1937. Ερωτική σχέση με τον μετέπειτα γνωστό θεατρικό κριτικό Τόμας Κουίν Κέρτις.
Λούντβιχ. Σιδερόφρακτο παράθυρο, νουβέλα.
25 Μαρτίου: Αποκτά την τσεχοσλοβάκικη υπηκοότητα.
Μάιος-Ιούνιος: Υποβάλλεται σε θεραπεία απεξάρτησης από την ηρωίνη σε σανατόριο της Βουδαπέστης. Από τον Σεπτέμβριο του 1937 ως τον Φεβρουάριο του 1938 δίνει διαλέξεις στης ΗΠΑ.
1938. Απρίλιος: Θεραπεία απεξάρτησης σε ιδιωτική κλινική της Ζυρίχης.
Ιούνιος-Ιούλιος: Παίρνει μέρος στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο ως ρεπόρτερ.
Σεπτέμβριος: Εγκαθίσταται στις ΗΠΑ συγχρόνως με την οικογένεια Μαν. Ο Τόμας Μαν γίνεται έκτακτος καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
1939. Το Ηφαίστειο, μυθιστόρημα. Escape to life.
1940. The Other Germany.
1941. Εκδίδει το περιοδικό Decision (κυκλοφορεί ως τον Φεβρουάριο του 1942).
1942. Η κρίσιμη καμπή, αυτοβιογραφία.
28 Δεκεμβρίου: Κατατάσσεται στον αμερικανικό στρατό.
1943. Ο Αντρέ Ζιντ και η κρίση της σύγχρονης σκέψης.
4 Ιανουαρίου: Υπηρετεί στο στρατό των ΗΠΑ.
25 Σεπτεμβρίου; Παίρνει την αμερικανική υπηκοότητα.
1944. 2 Ιανουαρίου: Φθάνει στην Καζαμπλάνκα. Ύστερα από μερικές εβδομάδες πηγαίνει στη βόρεια Αφρική και από εκεί με τις συμμαχικές δυνάμεις στην Ιταλία.

 


1945. Γράφει στη στρατιωτική εφημερίδα Stars and Stripes.
Μάιος-Ιούνιος: Ανταποκριτής της εφημερίδας στην Αυστρία και τη Γερμανία.
28 Σεπτεμβρίου: Απολύεται από το στρατό. Τα επόμενα χρόνια μένει στη Ρώμη, στο Άμστερνταμ, στη Νέα Υόρκη και στην Καλιφόρνια. Επισκέπτεται σποραδικά τη Γερμανία.
1946. Ο έβδομος άγγελος, δράμα.
Αντρέ Ζιντ. Η ιστορία ενός Ευρωπαίου.
11 Ιουλίου: Απόπειρα αυτοκτονίας στην Καλιφόρνια. Από τον Αύγουστο συνεργάζεται ως λέκτωρ με τις εκδόσεις Κρέβιντο του Άμστερνταμ.
1947. Κυκλοφορεί ο Δόκτωρ Φάουστους του Τόμας Μαν.
1949. 21 Μαΐου: Αυτοκτονεί στις Κάννες, παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Ο Τόμας Μαν περιγράφει τη θλίψη που του προξένησε το γεγονός αυτό στο ημερολόγιό του αλλά μιλάει και για έλλειψη «αίσθησης ευθύνης» του γιου του. Στην κηδεία που έγινε στις Κάννες δεν παραβρέθηκαν οι γονείς του ούτε η αδελφή του Έρικα, που δεν ήθελε ν’ αφήσει μόνη τη μητέρα της. Ο μόνος που ακολούθησε τη νεκρώσιμη ακολουθία ήταν ο μικρότερος αδελφός του Μίχαελ Μαν.

Σημειώσεις και πηγές:

1. Για την βιογραφία του Κλάους Μαν χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τα βιβλία: Λούντβιχ: Σιδερόφρακτο παράθυρο, μετ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1996. Παθητική Συμφωνία, μετ. Μαρία Νικολάτου εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ. Ι., Αθήνα 1993. Ο ευλαβικός χορός, μετ. Γιώργος Δεπάστας, εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1992.
2. Από το βιβλίο, Το σημείο καμπής μετ. Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1990.
3. Γράμμα στον Χέρμαν Έσσε 6/7/1949.
4. Εισαγωγή στην πρώτη έκδοση του Σημείου Καμπής στη Γερμανία 1952.
5. Ίδια πηγή όπως σημείωση 2.
6. Ο ευλαβικός χορός, μετ. Γιώργος Δεπάστας, εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1992.
7. Rene Crevel (1900-1935): Γνωστός υπερρεαλιστής συγγραφέας και ερωτικός σύντροφος του Κλάους Μαν· αυτοκτόνησε το 1935.
8. Εισαγωγή του Αλέξανδρου Ίσαρη στο Λούντβιχ: Σιδερόφρακτο παράθυρο, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1996.
9. Παθητική Συμφωνία, μετ. Μαρία Νικολάτου εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ. Ι., Αθήνα 1993
10. Από την εισαγωγή στο βιβλίο Μεφίστο - Μυθιστόρημα μιας καριέρας, μτφ. Α. Ηλιόπουλος, εκδόσεις Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1982
11. Το σημείο καμπής μετ. Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1990
12. Για το χρονολόγιο του Κλάους Μαν χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τα βιβλία: Λούντβιχ: Σιδερόφρακτο παράθυρο, μετ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1996. Ο ευλαβικός χορός, μετ. Γιώργος Δεπάστας, εκδόσεις Ολκός Αθήνα 1992. Το σημείο καμπής, μετ. Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1990.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου