…είχα την αίσθηση ότι μια λέξη κυριαρχούσε μέσα μου, βγαλμένη και συνοδευμένη από τη γλώσσα, που προχωρούσε μονάχη, στολισμένη μ’ ένα χρυσό και κεχριμπαρένιο φωτοστέφανο, η λέξη «θηρίο». Ο Σάμυ ήταν θηρίο. Και το φωτοστέφανο της λέξης υπέβαλλε την αγιότητα.
Δε σκέφτηκα τα μεγάλα θηρία με τα ψηλά πόδια. Τα θηρία τα δικά μου είναι μικρά, γερά, μυώδη, ακουμπισμένα σ’ έναν τοίχο, με το πόδι αναδιπλωμένο και το πέλμα να κοντράρει στο μπετόν, το κεφάλι ελαφρά στραμμένο, λιγάκι γερτό, σταθερό, το βλέμμα προς τα κάτω. Τα κορίτσια σπανίζουν μάλλον και είναι εν κινήσει. Απομακρύνονται από μένα, παγώνουν το περπάτημά τους στρέφουν το κεφάλι και πιάνω το βλέμμα τους ανάμεσα στις μπούκλες των μαλλιών τους που ακόμα σειούνται.
Η βιαιότητα των θηρίων είναι συγκρατημένη, βοστρυχωτή, μπερδεμένη, κροσσωτή, αναδιπλωμένη στον ίδιο της τον εαυτό. Έχουν τη χαίτη τους, εκεί μπορείς και να μαντέψεις τη δύναμή τους.
Μες στις αχνές απ’ το αλκοόλ και το σφυροκόπημα του χορού, από κάποια ποιητική διάθεση, είχα προσαρτήσει τη λέξη «θηρίο» στις οργιαστικές νύχτες μου.
Οι κάθοδοί μου στον Άδη ήταν απλά παιχνιδάκια σκιών. Τα κωλαράκια τα στήθη, τα σεξουαλικά όργανα, οι κοιλιές που ψηλαφίζεις, εκτός από κείνα που επιβάλλονταν και πρόσταζαν την άμεση ικανοποίηση μιας επιθυμίας. Για μένα οι άλλες λέξεις ηχούσαν ψεύτικες, παρωδίες των συζητήσεων που γίνονταν στην επιφάνεια.
Για να βρούμε ο ένας τον άλλον εκεί κάτω, σκιές μες στις σκιές, έπρεπε, πέρα από την οξυμμένη αίσθηση της αφής, να διακρίνουμε που βρισκόταν τα κορμιά μέσα στη σκοτεινιά του κολασμένου μέρους. Έπρεπε λοιπόν οι σκιές απ’ τα κορμιά μας να είναι πιο μαύρες κι απ’ τη νύχτα την ίδια. Δεν μπορούσε να είναι αλλιώς, γιατί ο καθένας έβλεπε στην πυκνή σκοτεινιά του ποθητού κορμιού που ξεχώριζε στο όχι και τόσο γεμάτο μαύρο της ατμόσφαιρας την προβολή του δικού του σώματος. Αλλά το ότι υπήρχε αυτή η προβαλλόμενη σκιά οφειλόταν στο γεγονός ότι υπήρχε και κάποια φωτεινή πηγή εκεί ψηλά, στην επιφάνεια. Το φως εκείνο, που για μένα ισοδυναμούσε με το φως του ήλιου, μας είχε δοθεί από τα θηρία. Ο Σάμυ και οι άλλοι της ράτσας του ακτινοβολούσαν. Ηλιογάβαλε, τους λατρεύω.
Όταν τα κίτρινα άστρα βασίλευαν, κουράζονταν ή απουσίαζαν, οι νύχτες της διαστροφής ξαναγύριζαν, ανακυκλούμενες. Εκείνοι όμως, ο Σάμυ και τα θηρία, είχαν άραγε κι αυτοί το δικό τους ίσκιο ή τη ζέστα στο φως που οι ίδιοι ακτινοβολούσαν και που εγώ το αντανακλούσα; Υπήρχε άραγε κάποιο σημείο φυγής προς το οποίο προχωρούσαν, μια κορυφή προς την οποία με παρέσερναν;
Σύριλ Κολλάρ, "Αγριες νύχτες", Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1993.