Γνωρίζοντας
τον Μπεσόν
Ο
Φιλίπ Μπεσόν (Philippe Besson) εμφανίστηκε
στα γαλλικά γράμματα το 2001 με το
μυθιστόρημα Όταν έφυγαν οι άντρες
(En
l'absence des hommes). Λίγους μήνες αργότερα
και μετά την μεγάλη επιτυχία του πρώτου
του βιβλίου, κυκλοφόρησε το δεύτερο
μυθιστόρημά του, με τίτλο Ο αδελφός
του (Son frère)
το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο
από τον Πατρίς Σερώ και βραβεύτηκε με
την Αργυρή Άρκτο Καλύτερης Σκηνοθεσίας
στο Φεστιβάλ Βερολίνου του 2003, (ελλ.
τίτλος "Ο αδελφός του"). Το βιβλίο
του με τίτλο «L’
arriere-saison»
το 2002 γνώρισε επίσης μεγάλη επιτυχία.
Άλλα
βιβλία του Φιλίπ Μπεσόν:
-
Un garçon d'Italie (Ένα
αγόρι από την Ιταλία ),
Julliard, 2003, (υποψήφιο για Prix Goncourt και Prix
Médicis).
-
Les Jours fragiles (Εύθραυστες μέρες), Julliard, 2004,
(που αναφέρεται στις τελευταίες μέρες
του Αρθούρου Ρεμπώ).
-
Un instant d'abandon (Μια στιγμή εγκατάλειψης):
roman, Julliard, 2005.
-
Se résoudre aux adieux: roman, Julliard, 2007.
-
The Accidental Man (Ο τυχαίος άνθρωπος).
Εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του Ο αδελφός του
Μια
«συνομιλία» με τον Μπεσόν
Στο
πρώτο μυθιστόρημα του, Όταν έφυγαν οι
άντρες, οι τρεις ήρωες μιλούν σε πρώτο
πρόσωπο στο επιστολικό μέρος, με τον
κεντρικό ήρωα να χρησιμοποιεί την
εναλλαγή του β' ενικού με τον β' πληθυντικό
στο αφηγηματικό μέρος. Η εναλλαγή γίνεται
με τη χρήση του «λες» και του «λέτε»
-αναλόγως σε ποιόν απευθύνεται, στον
Αρτύρ ή στον Προυστ- απελευθερώνοντας
με αυτόν τον τρόπο μια καθαρά θεατρική
χρήση του Εγώ.
Στο
μυθιστόρημα Ο αδελφός του έχουμε
να κάνουμε με έναν ελεγειακό μονόλογο
ιδωμένο από τη σκοπιά του αδελφού, που
μένει και γραμμένο από τον αδελφό που
πεθαίνει. Ο ίδιος ο τίτλος παραπέμπει
σε έναν τύπο δυαδικού Εγώ και ταυτόχρονα
δηλώνει το δεύτερο –και σε καμιά
περίπτωση λιγότερο σημαντικό- θέμα του
βιβλίου.
Αν
το πρώτο θέμα είναι η κάθοδος από τη ζωή
και η απώλεια από αυτό το θάνατο, το
δεύτερο είναι η σχέση ομοιότητας /
διαφορετικότητας, συνεπώς η ταυτότητα.
Όλο το βιβλίο ορίζεται από αυτό το «του»,
όπως ακριβώς και ο Λυκά-αφηγητής από
τον Τομά. «Το πρόσωπο που λέει “εγώ”
«, λέει ο Φιλίπ Μπεσόν, «στην πραγματικότητα
εννοεί “εγώ που είμαι αδελφός του”».
Ο Λυκά θα αρνηθεί αυτή την ομοιότητα,
επειδή θέλει να δηλώσει τη δική του
διαφορετικότητα. Η διαφορετικότητα
όμως ορίζεται πάντοτε σε σχέση με κάτι,
εν προκειμένω κάποιον –και αυτός ο
κάποιος εξακολουθεί να είναι ο Τομά.
Στην πορεία του κειμένου από τη
διαφορετικότητα περνάμε στην ταύτιση.
Αυτή η κάθοδος είναι αργή, όπως και η
αντίστοιχη του Τομά προς τον θάνατο,
πλην όμως σαφέστατη στις τελευταίες
σελίδες, όπου ο Λυκά λέει: «Γίνομαι ο
ίδιος το κενό, η κένωση, το άδειο. Γίνομαι
η μη παρουσία του. Η απουσία του».
Αντίστοιχη άποψη, αλλά πιο εφηβική λόγω
ηλικίας του Βενσάν, εκφράζεται και στο
Όταν έφυγαν οι άντρες. Μετά το θάνατο
του Αρτύρ ο Βενσάν γράφει στον Προυστ
το προτελευταίο και λακωνικότερο γράμμα
του: «Είναι νεκρός. Είναι νεκρός, κι εγώ
πια δεν είμαι πιο ζωντανός».
Ο
ίδιος ο Μπεσόν υποστηρίζεται πως
αισθάνεται πιο κοντά του τον Τομά: «Η
παραίτησή του, η αποδοχή του θανάτου
είναι πιο κοντά στο δικό μου χαρακτήρα.
Ακόμη και της αρρώστιας. Ναι, και της
αρρώστιας. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσα να
γράψω το κείμενο από τη σκοπιά του. Ήθελα
να πάρω μια απόσταση». Από καθαρά τεχνική
άποψη θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι
ο Μπεσόν κάνει ακριβώς ό,τι και ο Λυκά:
Μιλάει για τον εαυτό του μέσω του άλλου.
Αν αυτό είναι αυτονόητο για τον συγγραφέα
που σέβεται τον εαυτό του, ο Μπεσόν,
γνωρίζοντάς το, το χρησιμοποιεί και στη
φόρμα με τη μέθοδο της ρώσικης κούκλας.
Κι αυτό οδηγεί στο εξής παράδοξο:
προκύπτει ένα κείμενο το οποίο, μέσω
αυτού του τύπου αποστασιοποίησης,
μοιάζει να είναι απολύτως βιωματικό,
κάτι που δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Το
παιχνίδι του Μπεσόν με τα πρόσωπα
συνεχίζει σε ελαφρότερο κλίμα με τα
περάσματα που κάνουν κάποια ονόματα
ηρώων από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο.
Έτσι, για παράδειγμα, ο Λυκά είναι εραστής
κάποιου Βενσάν (τυχαία άραγε επιλογή ή
παράταση της ζωής του ήρωα του Όταν
γύρισαν οι άντρες;), και στο νοσοκομείο
όπου νοσηλεύεται ο Τομά μια γριά γυναίκα
παραληρεί φωνάζοντας το όνομα «Αρτύρ».
Στο επόμενο μυθιστόρημά του, L’
arriere-saison,
αυτά τα δύο ονόματα ανήκουν σε δυο
αδέλφια. Τέλος, σ’ αυτό που γράφει αυτή
τη στιγμή ξαναχρησιμοπιούνται με τρόπο
που δεν είναι ανακοινώσιμος προς το
παρόν. Ο ίδιος λέει: «Μου αρέσουν πολύ
αυτά τα δύο ονόματα. Εξάλλου, αγαπώ πολύ
τους ήρωες του πρώτου μου μυθιστορήματος».
Να κρατήσουμε αυτή τη δεύτερη φράση του
για να πούμε ότι ο Μπεσόν σέβεται και
τιμά τους νεκρούς του. «Όλοι όσοι έχασα
με συντροφεύουν και θεωρώ ότι οφείλω
ένα φόρο τιμής στην απώλεια». Ο ήρωας
ενός τελειωμένου μυθιστορήματος είναι
τόσο ζωντανός όσο και νεκρός και υπό
αυτή την έννοια ίσως ο Μπεσόν του δίνει
ξανά μορφή και ζωή, ποτέ όμως –κατά τη
συνήθεια κάποιων αστυνομικών
μυθιστορημάτων- τον ίδιο χαρακτήρα. Του
δίνει αυτό που κρατάμε από έναν νεκρό.
Και
στα δύο μυθιστορήματα το περιβάλλον
είναι αχνό, τα φώτα στραμμένα στα πρόσωπα
και ιδίως στα σώματα. Ο ερωτισμός του
Μπεσόν είναι διάχυτος, ακόμη και στην
πιο φριχτή σωματική παραμόρφωση. Κορμιά,
αισθήσεις και συναισθήματα είναι οι
βασικοί πρωταγωνιστές, που λειτουργούν
ως συγκοινωνούντα δοχεία σε όλα του τα
κείμενα. Τα υπόλοιπα πρόσωπα μοιάζουν
να βγαίνουν από τοιχογραφία, όπως οι
αναμνήσεις ή οι νεκροί. Στην πράξη, η
ζωή και ο θάνατος παίζονται στα κορμιά
των πρωταγωνιστών, σε μια συμπύκνωση
που συνηθίζεται στο θέατρο. Δεν είναι
τυχαίο ότι το Όταν έφυγαν οι άντρες
ανέβηκε στο Παρίσι από τον Λαμπέρ Ουιλσόν
και το Ο αδελφός του, μετά την ταινία
που ενέπνευσε τον Πατρίς Σερώ, παρουσιάστηκε
και σε θεατρική εκδοχή.
Σε
μια εποχή όπου επικρατεί η υστερία του
«σύγχρονου», ο Μπεσόν επιλέγει το
διαχρονικό, δηλαδή το προσωπικό. Τούτο
σημαίνει πως σεβάστηκε τις επιρροές
του, με πρώτη απ’ όλες την Ντυράς, καθώς
και ό,τι τον έχει διαμορφώσει. Δεν αναζητά
τον εαυτό του σε επιταγές μόδας, τηλεοπτικά
και διαφημιστικά πρότυπα, γιατί, πολύ
απλά, δεν πρόκειται να τον βρει. Τον
αναζητά στη μουσικά των λέξεων, που
«ξέρει να τις ακούει», και «δεν απευθύνεται
στην κατανόηση αλλά στα αισθήματα και
στις αισθήσεις». Άλλωστε, ποτέ η πραγματική
τέχνη απευθυνόταν στην κατανόηση;
Πηγή
Σοφία
Διονυσοπούλου, από την εισαγωγή στο
βιβλίο Ο αδελφός του, εκδόσεις
Καστανιώτη 2004
Εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του Όταν έφυγαν οι άντρες
Όταν έφυγαν οι άντρες
Καλοκαίρι του 1916. O Βενσάν ανακαλύπτει τι σημαίνει ερωτικό πάθος στην αγκαλιά του Αρτύρ, νεαρού στρατιώτη που προσπαθεί να διαφύγει για λίγες μέρες από τη φρίκη των χαρακωμάτων, ενώ ταυτόχρονα ξεκινά μια ερωτική φιλία με τον Μαρσέλ Προυστ... O έρωτας και ο θάνατος, ο πόλεμος και η ελπίδα, η εφηβεία και η ομοφυλοφιλία, η μνήμη και η Ιστορία είναι μερικά από τα θέματα που ρίχνουν τη σκιά τους με έναν προσωπικό, σαγηνευτικό τρόπο στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος, που βοήθησε το συγγραφέα του να επιβάλει με ιδιαίτερες αξιώσεις την παρουσία του στο λογοτεχνικό ορίζοντα της πατρίδας του. Βραβευμένο με το βραβείο Emmanuel Robles, το Όταν έφυγαν οι άντρες είναι ένα μυθιστόρημα τρυφερό, συγκινητικό, αριστοτεχνικά γραμμένο.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, εκδόσεις Καστανιώτη 2002
***
«Υπάρχουν φορές, σπανίως, που εμφανίζονται κάποια πρώτα έργα τα οποία αναγγέλλουν χωρίς αμφιβολία την εμφάνιση ενός αληθινού συγγραφέα. Αυτή πρέπει να ήταν η αίσθηση των πρώτων αναγνωστών κάποιων μυθιστορημάτων όπως O ξένος και Η ναυτία. Είναι η ίδια αίσθηση που είχαμε διαβάζοντας και το Όταν έφυγαν οι άντρες του Φιλίπ Μπεσόν».
Jean-Jaques Brochier, Magazine Litteraire
Εξώφυλλο του Όταν έφυγαν οι άντρες, των εκδόσεων Roman, Julliard
Ένα
διπλό ερωτικό πάθος με επίκεντρο τον
Μαρσέλ Προυστ και φόντο τις εκατόμβες
του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια
ευτυχία και ένα βάσανο
Ο
διάσημος σκηνοθέτης Φρανσουά Τρυφό στο
Τελευταίο μετρό βάζει στα χείλη του
Ντεπαρντιέ μια φράση. Απευθυνόμενος
στην Κατρίν Ντενέβ, της λέει: «Να σας
βλέπω, τι βάσανο!». Και η Ντενέβ απαντά:
«Μα μου λέγατε ότι ήταν ευτυχία». Και
εκείνος: «Ναι, αυτό είναι. Είναι μια
ευτυχία κι ένα βάσανο». Αυτή η φράση μας
οδηγεί στην καρδιά του σύμπαντος του
Φιλίπ Μπεσόν, ενός νέου Γάλλου συγγραφέα,
μόλις 30 ετών, του οποίου το πρώτο βιβλίο
έτυχε ιδιαίτερης προσοχής στη Γαλλία,
και το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις
εκδόσεις Καστανιώτη. Στο Όταν έφυγαν
οι άντρες, ο Φιλίπ Μπεσόν ήθελε να μιλήσει
για τον Προυστ, τον πόλεμο και τον έρωτα.
Όλα αυτά τα θέματα, όπως εκτυλίσσεται
η γραφή, επικαλύπτονται, καθώς το ένα
απορρέει από το άλλο, το ένα γεννά το
άλλο. «Στην πραγματικότητα» λέει ο
συγγραφέας «είναι μια πολύ απλή ιστορία».
Στο
Παρίσι, την εποχή του Α' Παγκοσμίου
Πολέμου (1914-1918), ο Βενσάν, ένα αγόρι 16
ετών, συναντά τον Μαρσέλ Προυστ. Η σκηνή
της συνάντησης του έφηβου με τον συγγραφέα
είναι υπέροχη. Ο πόθος είναι «παρών»,
διαφαίνεται. Χαράζει τον κύκλο της
σιωπής. Οι πρώτες σελίδες ίσως προκαλούν
μια ανεπαίσθητη ενόχληση. Πρόκειται
για τον Προυστ, ακόμη και όταν δεν
ονομάζεται. «Εγώ την ξέρω την ταυτότητά
σας. Έτσι κι εγώ δεν τη ζητώ. Μου λέτε:
Ζητήστε την, παρακαλώ. Κανείς δεν με
ρωτά πλέον πώς με λένε. Υπακούω. Απαντάτε:
Μαρσέλ. Μόνο Μαρσέλ, χωρίς το επίθετό
σας κολλημένο. Και είμαι πανευτυχής που
μου λέτε μονάχα το όνομά σας». Ανάμεσα
στους δύο άνδρες, από τις λέξεις που
ανταλλάσσουν κατά τη διάρκεια των
βαθυστόχαστων και μακρών συζητήσεών
τους, επισφραγισμένων και από τις
επιστολές που ανταλλάσσουν, θα δημιουργηθεί
μια σχέση πραγματικής σαγήνης. Υπάρχει
όμως και ο Αρτύρ, ένας νεαρός στρατιώτης
21 ετών, που θα ξαναβρεί τον Βενσάν κατά
τη σύντομη άδειά του. Αντί για λέξεις
πλατωνικού πάθους, εδώ θα ανταλλαχθούν
οι χειρονομίες, τα χάδια, τα βλέμματα
και οι σιωπές του έρωτα. Και στην καρδιά
του πρώτου μεγάλου πολέμου της
ανθρωπότητας, αυτού του πρωτοφανούς
σφαγείου που δυστυχώς θα ανοίξει την
πόρτα και σε άλλους πολέμους, με ένα
μόνο χάδι, η ανθρωπότητα ξαναγίνεται
ανθρωπότητα. Οι λέξεις θα εμφανιστούν
αργότερα, όταν ο στρατιώτης θα επιστρέψει
στο μέτωπο.
Συνοπτικά,
σε αυτό το τολμηρό βιβλίο, από τη μια
πλευρά υπάρχει μια φιλία πατρική, και
από την άλλη πλευρά ένα ερωτικό πάθος.
Από τη μια το προυστικό Ριτζ και από την
άλλη ένας άγγελος που θα πέσει νεκρός
από τις σφαίρες. Η πρόκληση μιας διπλής
ιστορίας έρωτα: ο Προυστ και ο Βενσάν,
ο Βενσάν και ο Αρτύρ. Ανάμεσά τους δεν
υπάρχει επικάλυψη προσώπου και ιστοριών.
Δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα εκτός από
τους πρωταγωνιστές, γιατί τα σπουδαιότερα
και σημαντικότερα διαδραματίζονται
ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Όποιες και αν
είναι οι ουσιαστικές σχέσεις, εξηγεί ο
Μπεσόν, υφαίνονται πάντα γύρω από ένα
και μοναδικό πρόσωπο. Η πρόκληση μιας
διπλής ιστορίας έρωτα την οποία θα
διεκπεραιώσει ο θάνατος. Γιατί πέραν
του έρωτα, του έρωτα που από τη φύση του
οδηγεί στην απώλεια, το κύριο θέμα του
βιβλίου είναι ο θάνατος. Ο θάνατος που
περιορίζει τα πράγματα στην ουσία τους.
Σε ένα προοδευτικό και αναπότρεπτο
τέλος: ένα τέλος που επιλέγει ο Μπεσόν
με τον πιο λεπτό τρόπο, με τη μεγαλύτερη
γλυκύτητα και αισθαντικότητα για να
μιλήσει για ζητήματα τα οποία μπορούμε
να προσεγγίσουμε απλώς, χωρίς να
βρισκόμαστε ποτέ στην καρδιά του
προβλήματος. Ποτέ κανείς δεν έχει
επιστρέψει από τον θάνατο για να πει
την εμπειρία του...
Μια
σοβαρότητα κυριαρχεί στο έργο αυτού
του νεαρού συγγραφέα, του οποίου η ζωή,
παραδόξως, είναι χαρούμενη. Ο ίδιος
εξηγεί: «Μόνο στα βιβλία εξερευνούμε
τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας, την
οποία δεν επιθυμούμε ενδεχομένως να
φανερώσουμε, γιατί είναι πιο κομψό να
είσαι χαρούμενος με τους ανθρώπους και
όχι δυστυχής». Κομψότητα. Αυτή είναι η
λέξη. Κομψότητα του ανθρώπου, κομψότητα
της γραφής. Κομψότητα της σεμνότητας,
της αυτοσυγκράτησης, της αδιατύπωτης
έκφρασης που αποκαλύπτει ένα σύμπαν
κατά τον τρόπο της Μαργκερίτ Ντυράς,
της οποίας ο Φιλίπ Μπεσόν είναι
αναμφισβήτητα οπαδός, όπου «εκείνο που
μετρά δεν είναι εκείνο που θα πούμε αλλά
εκείνο που ο άλλος θα ακούσει». Στην
περίπτωση του Μπεσόν δεν μπορεί παρά
να ακούσει έντονα χειροκροτήματα.
Πηγή
Κατερίνα
Βελισσάρη, ΤΟ ΒΗΜΑ, 29 Δεκεμβρίου 2002
Όταν έφυγαν οι άντρες. Εξώφυλλο των εκδόσεων Pocket
Ο αδελφός του. Εξώφυλλο των εκδόσεων 10/18
Ο αδελφός του. Εξώφυλλο των εκδόσεων Roman