Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Από την άκρη της πόλης (From the Edge of the City) [Apo tin akri tis polis] μια ταινία του Κων/νου Γιάνναρη




Οι πόλεις συνήθως δεν έχουν άκρη αφού απλώνονται όλο και πιο πολύ, δημιουργώντας προάστια άλλοτε λαϊκά και άλλοτε για κατόχους υψηλών βαλαντίων. Εκτός βέβαια και αν μιλάμε για πόλεις άλλων εποχών που ήταν περιτριγυρισμένες από τείχη ή οχυρωματικά έργα που ύψωναν προκειμένου να προφυλαχτούν από επιδρομές εχθρών αλλά και «φίλων», οπότε τα τείχη αυτά όριζαν και την άκρη της πόλης, αντίστοιχα το μέσον και το τέρμα της. Σε κάποιο άχρωμο -πείτε το και γκρίζο αν προτιμάται- σημείο της άκρης της πόλης μπορεί να ζει ένας μετανάστης δεύτερης γενιάς. Έτσι ονομάζουμε αυτόν που γεννήθηκε σε μια χώρα από γονείς που πήγαν εκεί αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, και πιθανόν να βρήκαν, αλλά εξ ίσου πιθανόν να μην βρήκαν, έτσι επέστρεψαν στην πατρίδα τους μαζί με τα παιδιά τους, που μπορεί στον τόπο που γεννήθηκαν να αντιμετωπίζονταν σαν τα παιδιά των ξένων, ερχόμενα όμως στην πατρίδα των γονιών τους έτυχαν ακριβώς της ίδιας μεταχείρισης.
Το να πουλάει κανείς το σώμα του και γενικά υπηρεσίες που πηγάζουν από αυτό έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, έχει ονομαστεί πορνεία. Η πορνεία θα λέγαμε ότι είναι η έσχατη λύση στην οποία καταφεύγει κανείς για να επιβιώσει, αφού έχει εξαντλήσει όλα τα άλλα μέσα. Έχει δηλαδή προσπαθήσει σκληρά να αποφύγει τον έσχατο τούτο τρόπο επιβίωσης. Τώρα βέβαια δεν είναι απαραίτητο να εξαντλήσεις όλους τους τρόπους για μια «τίμια» δουλειά αφού μπορείς να φτάσεις κατευθείαν στο ζητούμενο αν οι ηθικοί φραγμοί σου είναι χαλαροί και σου επιτρέπουν μια απευθείας μετάβαση στο επάγγελμα αυτό. Εξάλλου σε τούτη την ζωή ο καθένας πουλάει ότι έχει...
Ο Σάσια, ο νεαρός Ρωσοπόντιος της ταινίας που μας απασχολεί εδώ, και που στάθηκε η αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις, ο Σάσια λοιπόν και η παρέα του· μια παρέα μεταναστών εφήβων δεύτερης ή τρίτης γενιάς –δεν έχει σημασία- προσπαθούν να ενταχθούν στη νέα τους πραγματικότητα. Περιτριγυρίζουν στο μουντό, στενό, άχαρο περιβάλλον της άκρης της πόλης που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν χωρίς να ξέρουν καλά-καλά το γιατί· άκρη της πόλης από την οποία εφορμούν ενίοτε στο κέντρο της. Και όταν λέμε κέντρο, δεν εννοούμε το σημείο εκείνο που καθορίζει το μέσον της χιλιομετρικής απόστασης της ακτίνας της, αλλά, το κέντρο των πραγμάτων. Ονειρεύονται να κατακτήσουν τούτη την μεγάλη πόλη, μόνο που δεν έχουν τα μέσα. Τα αναζητούν λοιπόν αρχικά στο μεροκάματα της οικοδομής, αργότερα στις κλοπές, και τελικά στην πορνεία και την προστασία.



Τούτος ο χαμηλός ορίζοντας τούτων των αεικίνητων εφήβων που τα θέλουν όλα εδώ και τώρα, λειτουργεί καταλυτικά και καθορίζει όλο το φιλμ. Οι νέοι του Γιάνναρη έχουν όνειρα, θέλουν να ζήσουν την ζωή τους, να την στραγγίξουν ως την τελευταία της σταγόνα. Δεν μπορούν να αρκεστούν στα λίγα, δεν είναι διατεθειμένοι να ζήσουν -όπως οι γονείς τους, μια ζωή ευθανασίας. Έτσι γι’ αυτά τους τα όνειρα δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο αφού γι’ αυτούς, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Ο Γιάνναρης κινείται με γρήγορους ρυθμούς, ακολουθώντας τους ήρωές του σε τούτη την τρελή τους κούρσα που κανείς δεν ξέρει το νικητή της. Η ηχητική μπάντα του Άκη Δαούτη συμμετέχει ενεργά κινώντας και παρακινώντας τα τεκταινόμενα.
Από την άκρη της πόλης εφορμά λοιπόν ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης. Είναι το οριακό σημείο που επιλέγει για να στήσει την κάμερά του και να κινηματογραφήσει τούτους τους πραγματικούς μετανάστες (τους ρόλους τους αναλαμβάνουν οι ίδιοι και τους φέρνουν πέρα με αξιοπρέπεια) και να μας εκπλήξει με τούτη την υπέροχα σκληρή ταινία του.
Σημειώσεις

Κείμενο: gayekfansi.blogspot.gr
© κειμένου: gayekfansi.blogspot - με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΗ
-Είστε σνομπ, κύριε Γιάνναρη;
«Είμαι και σνομπ και κουλτουριάρης. Ο δικός μου ο σνομπισμός όμως δεν έχει σχέση με αυτόν που συναντάς στη Σκουφά. Δεν με ενδιαφέρει αυτή η μικροαστική μιζέρια που βλέπω γύρω μου, αυτός ο καθωσπρεπισμός. Προσπαθώ να τραβήξω τα πράγματα στα άκρα, να βρω τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις τους. Η δική μου κουλτούρα στρέφεται ενάντια στην κουλτούρα που μας πλασάρουν οι ηγεμόνες, όλοι αυτοί δηλαδή που καθορίζουν τι μας αρέσει και τι όχι».
-Ένας ταξιδιώτης που έφθασε στο περιθώριο της πόλης;
«Απεχθάνομαι τον όρο περιθώριο. Τα προβλήματα του περιθωρίου δεν είναι ξένα για τον μέσο Έλληνα. Την ταινία την είδε η μάνα μου που μένει σε ένα χωριό της Λακωνίας και την κατάλαβε. Να σου πω, στην πραγματικότητα δεν γύρισα μια ταινία για τους Ρωσοπόντιους αλλά για την Αθήνα. Προβλήματα όπως δουλειά, ναρκωτικά, μόρφωση, λεφτά, ασφάλεια, βασανίζουν όλη την ελληνική νεολαία, κακά τα ψέματα. Απλώς αυτά τα παιδιά τα βιώνουν με έναν πολύ πιο ακραίο τρόπο, επειδή η οικονομική τους κατάσταση είναι δυσκολότερη».
-Αλήθεια, πώς ανακαλύψατε τα παιδιά που έπαιξαν στην ταινία σας;
«Τα έβλεπα σε διάφορα μπαρ. Ήταν πολύ καλοί χορευτές, ξεχώριζαν από τη μάζα. Τους μίλησα, πήγα στα σπίτια τους, γνώρισα τους γονείς τους. Κάποια τα ήθελα για δεύτερους ρόλους στην ταινία το Σοφό παιδί που θα βασιζόταν στο βιβλίο του Χρήστου Χωμενίδη. Έψαχνα μια φρεσκάδα, κάτι το καινούργιο. Τα παιδιά αυτά είχαν καταπληκτικές φάτσες και προπαντός δεν ήταν ηθοποιοί». 
 
 
-Τι θέλετε να πείτε;
«Υπάρχει ένας κορεσμός στον χώρο του κινηματογράφου. Φάτσες που τις βλέπουμε στον κινηματογράφο τις συναντάμε ξανά την επόμενη ημέρα στην τηλεόραση. Από την άλλη, κουβαλάμε μια τεράστια θεατρική παράδοση, χωρίς να μαθαίνουμε στους ηθοποιούς να λειτουργούν μπροστά στον φακό. Ήταν πιο προκλητικό για μένα να δουλέψω με ερασιτέχνες. Στο Κοντά στον παράδεισο συνεργάστηκα με καλούς επαγγελματίες ηθοποιούς αλλά δεν ήταν ακριβώς αυτό που γύρευα. Εδώ ο κόσμος είναι πολύ ψωνισμένος με τον κινηματογράφο, ή με ό,τι έχει να κάνει με την εικόνα. Γουστάρει να συμμετέχει και αυτό είναι μεγάλο ατού. Τα παιδιά που ανακάλυψα γούσταραν να μπουν στη διαδικασία των γυρισμάτων έστω και αν δεν το πίστευαν κατά βάθος».
-Για ποιο λόγο κατέρρευσε η παραγωγή του «Σοφού παιδιού»;
«Η υπέρμετρη φιλοδοξία του παραγωγού δεν βγήκε σε καλό. Ας το πούμε έτσι».
-Κι εσείς βρεθήκατε με ένα υλικό στα χέρια που κάτι έπρεπε να το κάνετε;
«Βρέθηκα στην Ελλάδα και σκεφτόμουν πως ήρθα να κάνω ταινία και έπεσα πάλι σε όλη αυτή τη μιζέρια. Ένιωθα άσχημα. Η στιγμή της δουλειάς, η ώρα που κάνω πρόβα με τους ηθοποιούς, που έχω γύρισμα, έχει σημασία για μένα. Με βοηθά να ισορροπώ ψυχολογικά. Όταν δεν δουλεύω, αποξενώνομαι, αποστασιοποιούμαι από τα πράγματα γύρω μου, κλείνομαι στον εαυτό μου. Σαν να βρίσκομαι σε μια φυλακή». 
 
 
-Να υποθέσω πως για τον ίδιο λόγο στραφήκατε πριν από δέκα χρόνια στον κινηματογράφο;
«Ένιωσα την ανάγκη να εκφραστώ κινηματογραφικά όταν άρχισαν να πεθαίνουν οι φίλοι μου από AIDS. Έβλεπα τη γενιά μου να καταστρέφεται, να τη βρίζουν δημόσια, σαν να φταίει για τον ίδιο της τον θάνατο. Πίστευα ότι ήμουν φορέας αλλά δεν πήγα να κάνω το τεστ. Δεν ήθελα να μπω σε αυτή τη θεραπευτική διαδικασία, απεχθάνομαι τα νοσοκομεία. Ζούσα σε μια αβεβαιότητα για καμιά δεκαετία, δεν μπορούσα να αντέξω την απόλυτη γνώση έμαθα ότι δεν ήμουν οροθετικός μόλις πρόπερσι. Περίεργο πράγμα αυτή η αβεβαιότητα. Μου έδωσε το έρεισμα για να κάνω κινηματογράφο, την ώθηση για να φθάσω στα άκρα».
-Αρχίσατε να λειτουργείτε διαφορετικά από τη στιγμή που το μάθατε;
«Ανακάλυψα ξανά την ικανότητα του να ερωτεύομαι, την αισιοδοξία. Οι ταινίες που γύριζα πριν έχουν ένα στίγμα νεκρικό με κοινό παρονομαστή την αποτυχία του έρωτα».
-Και στην τελευταία σας ταινία εμφανίζεται ο ίδιος παρονομαστής.
«Η Άκρη της πόλης έχει μια οργή, κάτι που είναι θετικό. Είναι σαν να λες σε αυτά τα παιδιά να μην τραβήξουν αυτό τον δρόμο. Υπάρχουν και άλλα πράγματα στη ζωή από το να γίνουν νταβατζήδες ή πρεζάκηδες».
-Ακούγεστε σαν δάσκαλος.
«Δεν έχω πρόβλημα στο να είμαι διδακτικός. Το πρόβλημα είναι πώς παρουσιάζεις το διδακτικό. Το παρουσιάζεις με βαρύγδουπο τρόπο; Εγώ επιφανειακά μπορεί να είμαι ο πιο κυνικός και ζαμανφού τύπος του κόσμου, αλλά στο βάθος νοιάζομαι για τον πρεζάκια που ζητιανεύει στον δρόμο τάχα για να φάει».
-Κάποιοι αυτό το λένε λαϊκισμό.
«Λαϊκισμό έκανε ο Παπανδρέου. Εγώ πώς να χαϊδέψω τα αφτιά σε αυτά τα παιδιά; Είναι πολύ δύσκολο. Απλώς δεν τα βλέπω σαν καθάρματα, δεν ήθελα να τα σύρω στο χώμα. Κάτι τέτοιο θα ήταν ρατσιστικό. Έχουν κάτι το ευγενικό εκ φύσεως. Δεν είναι τρωκτικά, αρουραίοι που βγαίνουν από τους υπονόμους της πόλης».
-Σας κατατάσσουν στους κινηματογραφιστές της διασποράς. Εσείς πού νιώθετε ότι ανήκετε;
«Οι ταινίες μου έχουν σαφείς αναφορές στον ανεξάρτητο και πειραματικό βρετανικό κινηματογράφο του τέλους της δεκαετίας του '80. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Βρετανοί θεωρούν τη γλώσσα μου αμιγώς βρετανική όπως, από την άλλη, δεν είναι αμιγώς ελληνική. Αλλά ποιος είναι αυτός ο ελληνικός κινηματογράφος; Θέλω να θέσω εγώ αυτό το ερώτημα. Αν θες να κάνεις αμιγώς ελληνικό κινηματογράφο, θα κάνεις ταινίες σαν του Φίνου. Και μη μου πουν οι κουλτουριάρηδες ότι κάνουν ελληνικό κινηματογράφο, γιατί το δικό τους προϊόν είναι πολύ πιο ξένο στον μέσο Έλληνα θεατή από ό,τι το δικό μου». 
 
 
-Και ας εστιάζετε τον φακό σας στην αρσενική πορνεία.
«Κοίταξε, δεν κάνω γκέι κινηματογράφο. Το Κοντά στον παράδεισο είχε πρόβλημα με τους γκέι κριτικούς ακριβώς γιατί δεν ήταν θετική η εικόνα που έδινε για την ομοφυλοφιλία. Εμένα όμως δεν με ενδιαφέρει η προπαγάνδα. Επιδιώκω τον προβληματισμό και όχι το σοκ. Περισσότερο θα έλεγα ότι κάνω ένα είδος queer σινεμά υιοθετώντας μια περισσότερο κριτική στάση».
-Θεωρείτε ότι ανοίγετε έναν νέο δρόμο στον κινηματογράφο;
«Σε όλες τις ταινίες μου υπάρχει το θέμα της κινηματογραφικής φόρμας. Προσπαθώ να ανακαλύψω τη δική μου γλώσσα. Την ονομάζω επιγραμματικό direct κινηματογράφο. Αναζητώ τη λιτότητα. Στους διαλόγους, στην κινηματογράφηση. Είναι σαν να έχεις μπροστά σου ένα ποίημα του Παλαμά και ένα του Καβάφη. Εγώ βρίσκομαι πιο κοντά στον Καβάφη. Από την άλλη, ο πειραματισμός μου πρέπει να αγγίζει το ευρύ κοινό, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο, αφού ο αφηγηματικός νεωτερισμός στις ημέρες μας δεν θεωρείται αβανγκάρντ. Τώρα, το αν θα ανοίξω ένα νέο δρόμο θα το δείξει η μετέπειτα πορεία μου». περισσότερο κριτική στάση».
-Θεωρείτε ότι ανοίγετε έναν νέο δρόμο στον κινηματογράφο;
«Σε όλες τις ταινίες μου υπάρχει το θέμα της κινηματογραφικής φόρμας. Προσπαθώ να ανακαλύψω τη δική μου γλώσσα. Την ονομάζω επιγραμματικό direct κινηματογράφο. Αναζητώ τη λιτότητα. Στους διαλόγους, στην κινηματογράφηση. Είναι σαν να έχεις μπροστά σου ένα ποίημα του Παλαμά και ένα του Καβάφη. Εγώ βρίσκομαι πιο κοντά στον Καβάφη. Από την άλλη, ο πειραματισμός μου πρέπει να αγγίζει το ευρύ κοινό, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο, αφού ο αφηγηματικός νεωτερισμός στις ημέρες μας δεν θεωρείται αβανγκάρντ. Τώρα, το αν θα ανοίξω ένα νέο δρόμο θα το δείξει η μετέπειτα πορεία μου».
-Τι δείχνει η πορεία του ελληνικού κινηματογράφου;
«Ακόμη και στη νέα γενιά υπάρχει μια ένδεια ιδεών, βιωμάτων. Το Βαλκανιζατέr του Γκορίτσα μού άρεσε, αλλά το είδα σαν μια καλή τηλεοπτική παραγωγή. Αυτό που θα έπρεπε να είναι σε καθημερινή βάση η ελληνική τηλεόραση: καλοί ηθοποιοί, αρκετά έξυπνοι διάλογοι. Δεν ήταν όμως κάτι καινούργιο. Όπως δεν ήταν κάτι καινούργιο ούτε Ο οργασμός της αγελάδας της Μαλέα. Τον βρήκα μάλλον κακή τηλεόραση».
-Δεν μπορείτε όμως να αρνηθείτε ότι το κοινό έχει επιστρέψει στις ελληνικές ταινίες.
«Παρατηρείται μια στροφή, αλλά αυτό συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Υπάρχει μια απέχθεια για το αμερικανικό υπερθέαμα. Το θέμα είναι αν θα εκμεταλλευτούν οι νέοι σκηνοθέτες τις έμμονες ιδέες τους για να αγγίξουν, για να συγκινήσουν. Ο κινηματογράφος είναι πολύ ακριβό σπορ και χόμπι για να μην είναι το ζητούμενο η επαφή με το κοινό. Αυτή ήταν πάντα άλλωστε η μεγάλη πληγή του ελληνικού κινηματογράφου. Έπασχε από το εξωπραγματικό. Σαν να έμενε κλεισμένος σε ένα δωμάτιο. Μου αρέσει ο υπαρξιακός κινηματογράφος, αρκεί να τον κάνει ένας Μπέργκμαν». 
 
 
-Εννοείτε πως δεν έχετε δει ελληνικά αριστουργήματα;
«Και βέβαια έχω δει. Ο Αγγελόπουλος έκανε πολύ καλή δουλειά στον Θίασο, ο Δαμιανός έχει κάνει δύο ταινίες αριστουργήματα, την Ευδοκία, και το Μέχρι το πλοίο. Στη δεκαετία του '70 και του '80 όμως έπεσε μια ψευτοκουλτούρα και ένας ψευτολυρισμός. Καταστράφηκαν τα πάντα. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο των σκηνοθετών. Συμπίπτει και με την άνοδο της τηλεόρασης. Οι φθηνές τηλεοπτικές παραγωγές είχαν συνέπειες και στον χώρο του κινηματογράφου. Αυτό που βλέπεις σήμερα είναι μια απόλυτη ένδεια ιδεών. Δεν έχουμε πρόβλημα τεχνικό. Δεν μας λείπουν οι καλοί οπερατέρ, οι καλοί ηχολήπτες, τα καλά στούντιο, οι καλοί ηθοποιοί, οι καλοί σκηνοθέτες. Αυτό που δεν βλέπω είναι σκηνοθέτες που αγωνίζονται να διαμορφώσουν μια δική τους κινηματογραφική γλώσσα. Το στίγμα εντοπίζεται μόνο σε πολύ μεμονωμένες περιπτώσεις».
-Θα μου δώσετε ένα παράδειγμα;
«Ο Αγγελόπουλος έχει το δικό του στίγμα. Είτε σ' αρέσει είτε δεν σ' αρέσει. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι παρέσυρε μια ολόκληρη γενιά στα χνάρια του που σαφώς έκανε δουλειές πολύ κατώτερες από τις δικές του. Ήταν μια σχολή που δεν άνθησε για να το πάει το πράγμα λίγο παραπέρα».
-Αλήθεια, τι έγινε στη Θεσσαλονίκη ανάμεσα σ' εσάς και στον Αγγελόπουλο;
«Όλη αυτή η διαμάχη που στήθηκε ανάμεσα σ' εμένα και στον Αγγελόπουλο ήταν τεχνητή. Με κούρασε. Δεν έπρεπε να μείνω τόσες ημέρες. Είναι η τελευταία φορά που παίρνω μέρος στα κρατικά βραβεία. Ο παραγωγός μου ας κάνει ό,τι θέλει. Εγώ σιχάθηκα την προσπάθεια απορρόφησης του δημιουργού σε ένα σύστημα κρατικής επιχορήγησης και οικονομικής εξάρτησης. Ο δημιουργός δεν πρέπει να εξαρτάται από το κράτος».
-Ναι, αλλά αυτό δεν σας εμπόδισε να συμμετάσχετε στο φεστιβάλ.
«Το έκανα γιατί αντιμετωπίζαμε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Από εκεί και πέρα, βλέποντας τις άλλες δουλειές συνειδητοποίησα ότι η δική μου άξιζε μια καλύτερη μοίρα. Το να πάω στη Θεσσαλονίκη και να πάρω ένα βραβείο μού φάνηκε λίγο κοροϊδία. Τουλάχιστον ένα από τα παιδιά που έπαιξαν στην ταινία άξιζε ένα βραβείο».

 
-Μήπως είστε ματαιόδοξος;
«Γιατί εσύ δεν είσαι; Εγώ θέλω να γίνω πολύ καλός σκηνοθέτης. Να φθάσω δηλαδή σε ένα σημείο που να μπορώ να δω μια ταινία μου και να πω ότι είναι τέλεια, κάτι που δεν έχει συμβεί ακόμη και που, να σου πω την αλήθεια, με τρομάζει. Γιατί τότε θα παραιτηθώ. Είναι κάτι ανάλογο με τον τέλειο έρωτα. Ο,τι ακολουθεί είναι χλιαρό και ξενέρωτο».
-Μετανιώσατε για την άσχημη συμπεριφορά σας απέναντι στην κριτική επιτροπή;
«Όχι. Δεν έγινε σκοπίμως. Είμαι πολύ παρορμητικός. Μακάρι να ήταν λίγο πιο κυνική σαν κίνηση και πιο προμελετημένη. Ήταν μια ειλικρινής αντίδραση σε ένα παιχνίδι όπου σε κανέναν δεν αρέσει να είναι ηττημένος. Ποιος θα θυμάται αύριο αυτόν που ήρθε δεύτερος; Τουλάχιστον τώρα ίσως να με θυμούνται λίγο περισσότερο επειδή... προέκτεινα τον μέσο δάκτυλο!».
... και επειδή καλλιεργήσατε την εικόνα τού αμφισβητία.
«Από τη στιγμή που έχω δικό μου στίγμα, οφείλω να αμφισβητώ τα πάντα. Αμφισβητώ τον Αγγελόπουλο, διαφορετικά θα έκανα ταινίες που θα έμοιαζαν με τις δικές του. Η σκηνοθεσία είναι η μεγαλύτερη μεγαλομανία στον κόσμο, τι συζητάς τώρα; Κακά τα ψέματα. Τι άλλο είναι η σκηνοθεσία από το να παίζεις τον Θεό;».
Αρφαρά, Κάτια, ΒΗΜΑ, 03/01/1999


Η ταινία στο imdb: Εδώ
Από την άκρη της πόλης (From the Edge of the City) Trailer


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου