"Ένα Ερωτικό Άσμα", μια βουβή ταινία, μια κραυγή έρωτα. Η μοναδική ταινία του Ζαν Ζενέ
Η
ταινία θα πρέπει καταρχάς να ενταχθεί
στο σωστό της ιστορικό πλαίσιο. Ανήκει
στη γενικότερη τάση, που παρατηρήθηκε
μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο,
απροκάλυπτης εξομολόγησης (προσοχή:
όχι απολογίας) της ομοφυλοφιλικής
επιθυμίας διαμέσου της τέχνης. Ο Κορυντόν
(Corydon,
1924) του
André
Gide και
το Λευκό
βιβλίο (Le
Livre blanc,
1930) του
Jean
Cocteau, είναι
τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα αυτής
της τάσης στη λογοτεχνία. Το τελευταίο
μάλιστα θα μπορούσε να μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως προφητικό σχόλιο πάνω
στην ταινία του Genet:
«Όσο
περνούν τα χρόνια και ξεμακραίνω από
την εποχή που το μυαλό δεν έχει ακόμα
αρχίσει να ορίζει τις αισθήσεις, γυρνώντας
πίσω βρίσκω αχνάρια του έρωτα που είχα
πάντα για τ' αγόρια. Λάτρευα πάντα το
δυνατό και όμορφο, αυτό που εγώ πιστεύω
πω πρέπει να τ' ονομάζουμε το ωραιότερο
φύλο. Το δυστύχημα με μένα ήταν ότι
βρισκόμουν
στα χέρια μιας κοινωνίας που αντιμετώπιζε
το ασυνήθιστο σαν αντικείμενο ντροπής
και το καταδίκαζε.
Βασανιστικά
μας υποχρέωναν ν' αλλάξουμε και να
καταπνίξουμε τις ιδιαίτερε κλίσεις
μας. [...]
Ας
είναι, θα φύγω, και θ' αφήσω πίσω μου αυτό
το βιβλίο. Αν το βρουν, ας το εκδώσουν.
Ίσως βοηθήσει να καταλάβουν μερικοί,
ότι εξορίζοντας τον εαυτό μου, δεν
εξορίζω ένα τέρας, αλλά έναν άνθρωπο,
που η κοινωνία δεν τον αφήνει να ζήσει
με τον τρόπο που θα πρέπει να ζει τα
μυστηριώδη παιχνιδίσματα που αισθάνεται
το θεϊκό τούτο αριστούργημα που λέγεται
άνθρωπος, [...]
Καταλαβαίνω
πάρα πολύ καλά ότι στα ολοκληρωτικά
καθεστώτα, όπως στη Σοβιετική Ένωση,
που στοχεύουν στην αγγελοποίηση ζωής
και σκέψης, καταδικάζεται η οποιαδήποτε
ύπαρξη ατομικής, προσωπικής σχέσης και
ζωής, ακόμα και στις υψηλότερες μορφές.
Αλλά δε θα καταφέρουν ποτέ να εμποδίσουν
μερικούς εκλεκτούς να γευτούν κάποια
σπάνια φρούτα και να μυρίσουν κάποια
λουλούδια με σπάνιο άρωμα. Ο
λανθασμένος τρόπος που σκέφτεται,
κινείται και ζει η κοινωνία, κάνουν τη
δική μου ντομπροσύνη να φαίνεται βίτσιο.
Στη
Γαλλία αυτό το βίτσιο δεν σε οδηγεί στη
φυλακή, χάρη στην ύπαρξη του Ναπολεόντειου
Κώδικα και σε ορισμένους φωτισμένους
δικαστικούς... Όμως εγώ δεν δέχομαι να
με ανέχονται. Δεν δέχομαι να μου κάνουν
τη χάρη. Τραυματίζει την αγάπη μου για
τον Έρωτα και την Ελευθερία».1
Στον
κινηματογράφο, αν και πιο επιδεικτική
τέχνη, η αντίστοιχη τάση παρατηρήθηκε
για πρώτη φορά με δύο γερμανικές ταινίες
(στο Χόλιγουντ από το 1930 ίσχυσε ο «Κώδικας
παραγωγής» που απαγόρευε τέτοιου είδους
παραστρατήματα): τον Διαφορετικό
από τους άλλους
(Anders
als die Anderen,
1919) του
Richard
Oswald, ιστορία
του εκβιασμού ενός ομοφυλόφιλου και
Γυναίκες
με στολή (Mädchen
in Uniform,
1931) της
Leontine
Sagan, για
τον έρωτα μιας καθηγήτριας με μια
μαθήτριά της.2
Με
τρόπο όμως πιο ποιητικό και λυρικό
προτίμησαν να εκφραστούν ο Kenneth
Anger (Πυροτεχνήματα
[Fireworks],
1947 και
ο Jean
Genet με
το Ερωτικό
Άσμα, χωρίς
βέβαια να καταφέρουν να ξεπεράσουν τη
λογοκρισία, δημιουργώντας τον underground
κινηματογράφο.
Το
Ερωτικό
Άσμα
είναι
η ιστορία τη; απελπισμένης προσπάθειας
δύο ανθρώπων, τους οποίους η κοινωνία
έχει απομονώσει, να επικοινωνήσουν.
Κάθε προσπάθειά τους αναχαιτίζεται από
τον δεσμοφύλακα, άγρυπνο φρουρό της
τάξης και της ηθικής της κοινωνίας που
τους κρατά «ανεπαισθήτως από τον κόσμο
έξω», όπως λέει ο Καβάφης. Ο Genet,
όμως,
αντιστρέφει με τέτοιο τρόπο τις αξίες,
ώστε οι φυλακισμένοι φαίνεται να έχουν
κλείσει απ' έξω από τη ζωή (το ερωτικό
παιχνίδι) το δεσμοφύλακά τους...
Η
ταινία χωρίς διαλόγους και ασπρόμαυρη,
είναι γυρισμένη σε μια φυλακή που θυμίζει
darkroom
(γκράφιτι
σε λερωμένους τοίχους, τατουάζ σε γυμνά
σώματα, καπνοί, μυρωδιά ιδρώτα και
σπέρματος συγκροτούν το σκηνικό).
Ο
δεσμοφύλακας πλησιάζοντας βλέπει κάτι
παράξενο που τραβά την προσοχή του: από
τα κάγκελα του παραθύρου ενός κελιού
ένα γυμνό χέρι κουνάει, σαν εκκρεμές
(αριστοτεχνική αποτύπωση του φιλμικού
χρόνου) , ένα σπάγγο στο άκρο του οποίου
είναι δεμένο ένα μπουκέτο λουλουδιών,
το οποίο προσπαθεί μάταια να πιάσει ένα
χέρι από το γειτονικό κελί. Ο δεσμοφύλακας
αποφασίζει να ερευνήσει περί τίνος
πρόκειται. Επιθεωρεί όλα τα κελιά, και
σε καθέναν βλέπει έναν φυλακισμένο που
αυνανίζεται. Το θέαμα ασκεί πάνω του
μια παράξενη γοητεία και από το «μάτι»
της πόρτας παρακολουθεί κρυφά το σιωπηλό
διάλογο ανάμεσα σε ένα φοβισμένο Άραβα
φυλακισμένο και το νεαρό του γειτονικού
κελιού.
Οι
δυο τους επικοινωνούν διαμέσου του
τοίχου που χωρίζει τα δύο κελιά, εμπόδιο
που ενώ τους χωρίζει γίνεται αντικείμενο
του πόθου τους καθώς τον χαϊδεύουν, τον
φιλούν παθητικά τον κτυπούν και τελικά
τον τρυπούν με ένα καλαμάκι-φαλλικό
σύμβολο προκειμένου να ανταλλάξουν στα
στόματά τους τον καπνό ενός τσιγάρου
(τόσο αδύνατο αποδεικνύεται το
εμπόδιο-τοίχος που τους χωρίζει). Αν και
δεν μπορούν να αγγίξουν ο ένας τον άλλο,
φτάνουν σε ερωτική έκσταση με τη σκέψη
της εγγύτητας, όπως ακριβώς οι ερωτευμένοι
κατάδικοι του γερμανικού στρατοπέδου
συγκέντρωσης στο Bent
του
Martin
Sherman. Αυτή
η απουσία της οπτικής επαφής πυροδοτεί
τη φαντασία τους, η οποία, αχαλίνωτη,
ξεπερνάει τα όρια του κλειστού
χώρου-κελιού.
Έτσι
πραγματώνεται η απόδρασή τους, που
κανένας φύλακας δεν μπορεί να εμποδίσει.
Αυτό το θέαμα (το ερωτικό άσμα) δημιουργεί
στο δεσμοφύλακα μια φανατσίωση
ομοφυλόφιλων περιπτύξεων, με πρωταγωνιστή
αυτή τη φορά τον εαυτό του. Η φαντασίωση
αυτή διακόπτεται από τη συνεχή προσπάθεια
των δύο χεριών να φτάσει το ένα το άλλο.
Ο δεσμοφύλακας, ανήσυχος από αυτό που
του συμβαίνει, μπαίνει στο κελί του ενός
φυλακισμένου και τον χτυπά άγρια με τη
ζώνη του παντελονιού του, γεγονός που
ξυπνά στο φυλακισμένο, όπως στον
Εσταυρωμένο του Τελευταίου
Πειρασμού
του Καζαντζάκη, τη δική του φαντασίωση:
ονειρεύεται ότι βρίσκονται με τον νεαρό
του διπλανού κελιού ελεύθεροι σε ένα
δάσος, όπου τρέχουν, παίζουν, αγκαλιάζονται
ευτυχισμένοι.
Ο
δεσμοφύλακας βγάζει το όπλο του (άλλο
φαλλικό σύμβολο προσφιλές στην
φαντασμαγορία του Genet)3
και το χώνει στο στόμα του φυλακισμένου.
Στη συνέχεια όπως ήρθε φεύγει από το
κτίριο της φυλακής. Γυρίζοντας το βλέμμα
του αντικρίζει το αρχικό θέαμα: από τα
κάγκελα του παραθύρου ενός κελιού, ένα
γυμνό χέρι κουνάει ένα μπουκέτο
λουλουδιών, το οποίο προσπαθεί να πιάσει
ένα άλλο χέρι από το γειτονικό κελί.
Απομακρύνεται χωρίς να δει ότι τελικά
τα δύο χέρια καταφέρνουν να ενωθούν.
Η
αντιστροφή των ρόλων θύτη και θύματος
είναι πρωταρχικής σημασίας στο Ερωτικό
Άσμα.
Συνήθως στις ταινίες με φυλακισμένους
αυτοί προσπαθούν να αποδράσουν. Εδώ
συμβαίνει το αντίθετο: οι φυλακισμένοι
έχουν την κυρίαρχη θέση, τον πρωταγωνιστικό
ρόλο, ενώ ο δεσμοφύλακας υποβιβάζεται
σε ανέραστο ηδονοβλεψία, σε θλιβερό
κομπάρσο της ερωτικής ιεροπραξίας που
συντελείτε ενώπιόν του. Δεν μπορεί παρά
να τσακίσει από ζήλια αυτό που δεν έχει.4
Η
ταινία χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου
από τον Νίκο Παπατάκη, ο οποίος παραχώρησε
και τον πάνω όροφο του «Κόκκινου Ρόδου»
(το κλαμπ που διεύθυνε στο Παρίσι) για
τα εσωτερικά γυρίσματα. Τα εξωτερικά
έγιναν στο δάσος του Milly,
προάστιο
του Παρισιού, όπου κατοικούσε ο Cocteau
και
ο οποίος συχνά επισκεπτόταν το πλατό
στο «Κόκκινο Ρόδο».5
Χάρη στη χρηματοδότηση, η οποία
αντιστοιχούσε σε περίπου 28.000 ευρώ, το
φιλμ ξεφεύγει από τα ερασιτεχνικά όρια
και τεχνικά είναι άρτιο (διευθυντής
φωτογραφίας ήταν ο Jacques
Natteau, που
είχε ήδη συνεργαστεί με τον Jean
Renoir στο
γύρισμα του Ανθρώπινου
κτήνους
το
1938 και αργότερα θα κάνει ταινίες με τους
Marcel
Carné, Jules Dassin και
Claude
Autant-Lara).
Αντίθετα
οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες, όλοι φίλοι
ή εραστές κατά καιρούς του Genet.
Λόγο
του περιεχομένου της ταινίας ο Παπατάκης
δεν μπορούσε φυσικά να πάρει άδεια
εμπορικής διανομής και η δημόσια προβολή
της ήταν αδύνατη. Για να καλύψει όμως
τα έξοδα της παραγωγής άρχισε να πουλάει
κόπιες σε πλούσιους ιδιώτες πείθοντάς
τους ότι θα ήταν οι μοναδικοί ιδιοκτήτες...
Αυτοί οργάνωναν ιδιωτικές προβολές για
φίλους στα σπίτια τους.6
Η
πρώτη δημόσια προβολή επιχειρήθηκε να
γίνει στη Γαλλική Ταινιοθήκη το 1954, με
κομμένες τις επίμαχες ερωτικές σκηνές.
Την τελευταία όμως στιγμή, από το φόβο
του σκανδάλου, ο διευθυντής της, Henri
Langlois, υποχώρησε.
Ο Νίκος Παπατάκης ισχυρίζεται ότι λόγο
του ομοφυλοφιλικού προσανατολισμού
της η ταινία ήταν ακόμη και χωρίς τις
επίμαχες σκηνές παράνομη, αντικείμενο
σκανδάλου και στόχος λογοκρισίας.
Το
1964 ο Παπατάκης πούλησε μια κόπια στη
Film
Marker's Cooperative που
διηύθυνε Jonas
Mekas. Η
προβολή που οργάνωσε ο τελευταίος
οδήγησε στην έφοδο της αστυνομίας και
τη φυλάκισή του, γιατί, όπως κατηγορήθηκε,
«βρώμισε την Αμερική».7
Αργότερα το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης
αγόρασε επίσημα μια κόπια.
Την
ίδια χρονιά (1964), πάλι ένας ιδιώτης,
κάτοχος κόπιας από τον Παπατάκη, ο Saul
Landau, οργάνωσε
ιδιωτικές προβολές στην Καλιφόρνια:
άλλοτε σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου
στο Σαν Φρανσίσκο για το θίασο San
Francisco Mime, άλλοτε
στη Σάντα Μπάρμπαρα για τα μέλη του
«Κέντρου για τη Μελέτη των Δημοκρατικών
Θεσμών» (Centre
for the Study of Democratic Institutions), άλλοτε
στο κρατικό Κολλέγιο του Σαν Φρανσίσκο,
ακόμη μάλιστα και στη Χριστιανική
Αδελφότητα Νέον (Young
Men's Christian Association) του
Berkeley.
Η
αστυνομία όταν πληροφορήθηκε την σειρά
αυτή των προβολών θορυβήθηκε και
προειδοποίησε ότι αν υπάρχει συνέχεια
θα προχωρίσει σε συλλήψεις. Ο Landau,
με
την υποστήριξη της Ένωσης για τα Ατομικά
Δικαιώματα στη Βόρεια Καλιφόρνια, αλλά
και σπουδαίων κριτικών όπως της Susan
Sontag, έφερε
το θέμα στη Δικαιοσύνη, προκειμένου να
επιτύχει τη συνέχεια των προβολών. Στη
δίκη που ακολούθησε, το Εφετείο της
Καλιφόρνιας χαρακτήρισε την ταινία
«σκληρό πορνό
[...]
που υπερβαίνει τα όρια ανοχής των χρηστών
ηθών διαμέσου της προκλητικής περιγραφής
ανορθόδοξων σεξουαλικών πρακτικών και
σχέσεων. Λόγω της φύσης του μέσου,
θεωρούμε ότι η κινηματογραφική απεικόνιση
σεξουαλικών σκηνών υπερβαίνει τα όρια
των συνταγματικών δικαιωμάτων περισσότερο
από τη ρεαλιστική λογοτεχνική περιγραφή
των ίδιων σκηνών. [...] Οι ερωτικές σκηνές
επαναλαμβάνονται με αυξανόμενη ένταση
χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Οι διάφορες
σεξουαλικές πράξεις δείχνουν με άμεσο
τρόπο ή εξυπονοούνται με επιμονή χωρίς
να παραλείπεται τίποτα εκτός από την
κατανάλωση της πράξης, η οποία μόνο
εξυπονοείται ή σκόπιμα υποκρύπτεται
κι έτσι της δίνεται αξία. Αν η ταινία
φιλοδοξούσε να είναι καλλιτεχνική,
απέτυχε καταφανώς».8
Η νομολογία αυτή επικυρώθηκε και από
το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (Supreme
Court) με
οριακή πλειοψηφία. Το 1968, ο Genet
απαντούσε
με ελαφρώς ειρωνεία στους δικαστές της
ταινίας του: «Αν αυτοί οι κύριοι είχαν
κάτι να πουν, θα έπρεπε να απευθυνθούν
κατευθείαν σε μένα. Αυτός είναι ο τρόπος
με τον οποίο ξηγιούνται οι άντρες».9
Το
1971 ο Παπατάκης πούλησε πολλές κόπιες
της ταινίας σε 16 mm
σε
ανεξάρτητους διανομείς του Λονδίνου.
Ένας από αυτούς, η Memorial
Enterprises του
Albert
Finney ανέθεσε
στον νεαρό συνθέτη πειραματικής μουσικής
Cavin
Bryars την
επεξεργασία ενός σάουντρακ για την
βουβή κόπια. Πράγματι ο τελευταίος
έγραψε τη μουσική χρησιμοποιώντας ήχους
ζώων και κελαηδήματα πουλιών.10
Η
επίσημη πρεμιέρα του Ερωτικού
Άσματος στο
Λονδίνο έγινε το Φεβρουάριο του 1971 στο
New
Cinema
Club της
οδού Wardour,11
παρουσία
του Νίκου Παπατάκη.
Στο
Παρίσι η ταινία έγινε cult.
Το
1974, ο ενθουσιώδης διανομέας «Collectif
Jeune Cinéma»
του
Marcel
Mazé αγόρασε
μια πειραματική κόπια στη δυτική Γερμανία
με σκοπό τη διανομή της στο Παρίσι. Το
καλοκαίρι του 1975, και καθώς η λογοκρισία
είχε υποχωρήσει μετά το Μάη του '68, ο
Παπατάκης παρουσιάζει την ταινία στο
Γαλλικό Κέντρο Κινηματογράφου ελπίζοντας
να πάρει επίσημη άδεια προβολής και να
συμμετάσχει στο διαγωνισμό που γινόταν
κάθε χρόνο για την βράβευση της καλύτερης
«νέας ταινίας». Ο Genet
λείπει
στο Μαρόκο και για να μην χαθεί η προθεσμία
ο Παπατάκης μιμείται την υπογραφή του
και καταθέτει την υποψηφιότητα, δηλώνοντας
ότι η ταινία έγινε το 1972. Η ταινία, αν
και στην πραγματικότητα γυρισμένη 25
χρόνια πριν, κερδίζει τελικά το βαρβείο
ποιότητας.
Όταν
το πληροφορείται ο Genet,
έξαλλος
αρνείται το ποσό που του αναλογεί ως
σκηνοθέτη, αντιτίθεται σε κάθε δημόσια
προβολή της ταινίας, απειλεί τον Παπατάκη
με νομικές διώξεις και στέλνει ανοιχτή
επιστολή στον τότε υπουργό Πολιτισμού
Michel
Guy, με
την οποία αρνείται το βραβείο και
ενημερώνει ότι η ταινία είναι γυρισμένη
εδώ και είκοσι χρόνια. Επίσης αντιτίθεται
σε οποιοιδήποτε δημόσια προβολή της
ταινίας, αναφέροντας ότι γύρισε την
ταινία για να την πουλήσει μόνο σε
ιδιώτες και μάλιστα σε περιορισμένα
αντίγραφα.
Η
συμπεριφορά αυτή του Genet
και
οι έμμεσες απειλές προς τον Παπατάκη
έμελλε να χαλάσουν για πάντα τη φιλία
τους. Στη συνέχεια ο Genet
στράφηκε
προς το θέατρο και την πολιτική και δεν
ξανασχολήθηκε με τον κινηματογράφο.
Έγραψε όμως και άλλα σενάρια τα οποία
ποτέ δεν γυρίστηκαν ταινία.
Παρόλα
αυτά τούτη η μοναδική ταινία του Genet
θα
παραμείνει ένα πραγματικό ερωτικό άσμα,
πάμε παραπέρα όμως. Η αλληγορία της
είναι ακόμη πιο διαχρονική, γιατί
αποτελεί πολιτική θέση: πρόκειται για
την καταδίωξη (ο αρχικός τίτλος της
ταινίας ήταν Poursuite)
καθετί
διαφορετικού (εξατομικευμένου) από μια
ομογενοποιημένη) κοινωνία που λειτουργεί
με την λογική του Προκρούστη. Η σύγχρονη
προβληματική για τα ανθρώπινα δικαιώματα
της μειονότητας να επιβάλουν το σεβασμό
της ιδιαιτερότητάς τους στην πλειοψηφία
(η μάχη του ενικού με τον πληθυντικό,
για να χρησιμοποιήσουμε ακόμη μια
αγαπημένη έκφραση του Cocteau),
δεν
απέχει πολύ από τα παραπάνω. Αυτή η
πολιτικοποίηση της ομοφυλοφιλίας και
η συσπείρωσή της μαζί με άλλα απελευθερωτικά
κινήματα (μαύρων, γυναικών κλπ.) θα βρει
την ηχώ της στο έργο του Michel
Foucault. Στην
ουσία για τον Genet
η
ομοφυλοφιλία είναι το σύμβολο της
ανατροπής της κοινωνικής τάξης. Στο
πρόσωπο του δεσμοφύλακα αντιμετωπίζεται
ο κάθε εξουσιαστής και σ' αυτό των
φυλακισμένων ο κάθε εξουσιαζόμενος. Η
ταπείνωση που αυτή υφίστανται από τον
πρώτο τους οδηγεί στη δική τους επανάσταση,
που εδώ συμβολίζεται με τη φυγή τους
στο όνειρο.
Η
ταινία είναι βουβή. Κι όμως κραυγάζει.
Μια κραυγή έρωτα. Κραυγή εξέγερσης.
Χωρίς μίσος ωστόσο. Τούτο το ποίημα
μοιάζει πολύ σύντομο. Εικοσιπέντε λεπτά
όλα κι όλα. Σαν καλοκαιρινό σύννεφο πάνω
από τον απογευματινό ουρανό.
Πηγές
και σημειώσεις
«Νίκος
Παπατάκης», μονογραφία Γιάννης
Κονταξόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη -
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης,
2005.
1
Jean Cocteau, Το λευκό βιβλίο ή έρωτες Αγοριών,
εκδ.
Αίολος,
1988 (μτφ.
Ν.
Παπαδογιάννης),
σ. 15, 85-86.
2 Vito
Russo, The Celluloid. Homosexuality in the movie, Νέα Υόρκη
εκδ. Harper & Row 1981, Bertrand Philbert, L'homosexualité
à l'écran Παρίσι, εκδ. Henri Veyrier 1984, Κωνσταντίνος
Κυριακού, Διαφορετικότητα και ερωτισμός,
εκδ. Αιγόκερος, 2001.
3
Για τη σημειολογική ανάλυση της ταινίας
βλ. Philippe-Alain Michaud, «Champs d'amour», σε Jane Giles, Un
Chant d'amoyr. Le ciméma de Jean Jenet, Παρίσι, εκδ.
Macula, σ. 91-110.
4
Βλ. Albert Dichy, «Le corrupteur des genres» σε Jane Giles,
op.cit., σ. 135.
5
Jean Cocteau, Entretiens sur le cinématographe, Παρίσι, εκδ.
Ramsay, 1973, σ. 36.
6
Journal parisien 1951-1955, Μονακό, εκδ. Rocher, 2003, σ.
158.
7
Jonas Mekas, «Report from jail», Movie Journal, Νέα Υόρκη,
εκδ. Collier Books 1972, σ. 129.