«Ἐλεύθερη
πτώση», μιὰ ταινία τοῦ Stephan Lacant
Ἡ
ζωὴ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἐνδελεχῆ
σειρὰ ἀπὸ «παρόν». Καὶ τοῦτα τὰ
συνεχόμενα -ὡς κρίκοι ἁλυσίδας- παρόν,
κάποια στιγμὴ παύουν τὴν ἀλληλουχία τους, σπάζοντας, γιὰ νὰ σκεπαστοῦν
τὰ πάντα ἀπὸ ἕναν κατασκότεινο, μαῦρο πέπλο
ποὺ καλεῖται θάνατος· ἔτσι
ἡ ἁλυσίδα ἔχει διαρραγεῖ ὁριστικὰ· καὶ ὡς γνωστόν, ἐπανασύνδεση δὲν μπορεῖ νὰ γίνει. Μὴν ἀκοῦτε
τὶς θρησκεῖες ποὺ τάζουν μεταθανάτιες
ζωές, μὲ ἀνταμοιβές, τιμωρίες καὶ
ἐπανόδους. Αὐτὴ ἐξάλλου εἶναι ἡ
δουλειά τους, κυρίως ὅμως ὁ τρόπος τους
νὰ κερδίσουν καὶ νὰ διατηρήσουν πιστὲς
τὶς ὀρδὲς τῶν ὀπαδῶν τους. Δὲν ὑπάρχει
θρησκεία ποὺ νὰ μὴν τάζει μεταθανάτια
ζωή, καὶ ἂν ὑπάρχει, ἁπλά, δὲν ἔχει
κανέναν θιασώτη!! Ὁ λαὸς κάτι γνωρίζει
ὅταν τραγουδάει τό: «Ξενύχτησα στὴν
πόρτα σου καὶ σιγοτραγουδῶ / ἐδῶ ᾿ναι
ὁ παράδεισος κ᾿ ἡ κόλαση ἐδῶ»!
Ἐδῶ,
λοιπόν, σὲ τοῦτον τὸν Ντουνιᾶ
κι Ἀπάνου Κόσμο
εἶναι τὰ πάντα· ἐδῶ ποὺ τοῦτα τὰ παρὸν ξετυλίγονται μία καὶ μοναδικὴ
φορά! Δὲν ἔχει λοιπόν, παρὰ νὰ τὰ ζήσει
κανείς, ἀφοῦ, ὅπως μᾶς λέει καὶ ὁ
ποιητής: «Δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει».
Τώρα
μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ἀλεπάλληλα παρὸν
πολλὰ μπορεῖ νὰ συμβοῦν καὶ βέβαια
πολλά -ἐξ ἴσου- νὰ μὴν συμβοῦν. Καὶ
ἂν δὲν συμβοῦν μένεις ἁπλῶς μὲ τὸν
ἀνεκπλήρωτο καημό τους καὶ τὴν πίκρα
ποὺ δὲν συνέβησαν. Ἂλλὰ ἂν συμβοῦν
ὅμως; Ἐδῶ σὲ θέλω. Ἂν συμβοῦν μὲ τί
μένεις; Προφανῶς, μένεις μὲ τὴν αἴσθηση
ὅτι ἔπραξες ὀρθῶς μιὰ κι ἔκανες αὐτὸ
ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐπιθυμοῦσες,
ἀλλὰ καθὼς ὁ καιρὸς διαβαίνει -ἐκεῖνα
δηλαδὴ τὰ συνεχόμενα παρὸν ποὺ
προαναφέραμε προχωροῦν ἀδυσώπητα-
πολλὰ μπορεῖ νὰ τροποποιηθοῦν ἢ καὶ
ν᾿ ἀλλάξουν ριζικά, ἔτσι μὲ λύπη σου
διαπιστώνεις πὼς πολλὰ ἀπὸ τὰ πράγματα
αὐτὰ καλὸ θὰ ἦταν νὰ μὴν εἶχαν
συμβεῖ, ἀφοῦ θὰ τὰ κουβαλᾶς μιὰ ζωή,
ὡς ἄλλος σύγχρονος Ἄτλαντας, ἤ,
καλύτερα, αὐτὰ θὰ σὲ κυνηγοῦν σὰν
σύγχρονες Ἐρινύες, χωρὶς καμιὰν ἐπλίδα
νὰ μεταμορφωθοῦν σὲ παρήγορες Εὐμενίδες.
Τώρα
ἂν ρωτήσει κανεὶς τί εἶναι αὐτὸ ποὺ
καθορίζει τὸ τί θὰ συμβεῖ καὶ τί ὄχι
στὴ ζωή, πολὺ φοβόμαστε πὼς δὲν ἔχουμε
τὴν ἀπάντηση, ἢ μᾶλλον ὅλο καὶ κάτι
θὰ εἴχαμε νὰ ποῦμε, ἀλλὰ σκοπός μας
ἐδῶ δὲν εἶναι νὰ «συνταγοραφήσουμε»
συμβουλὲς καὶ νὰ καθοδηγήσουμε τὸν
κόσμο, μιὰ καὶ πιστεύουμε πὼς κάτι
τέτοιο δὲν θὰ βοηθοῦσε τὸν ὁποιοδήποτε.
Ἀρκετὰ βέβαια ἐξαρτιόνται ἀπὸ τὶς
ἀποφάσεις μας, κάποια πάλι ἀπὸ τὴν
τύχη. Ἀλλὰ πῶς παίρνεται μιὰ ἀπόφαση,
καὶ ἡ ἴδια αὐτὴ ἀπόφαση ποὺ πάρθηκε
κάποια στιγμή, μὲ σιγουριὰ μάλιστα, ἔρχεται πολλὲς φορὲς
τό μέλλον καί μᾶς λέει ξεκάθαρα,
πὼς ἦταν λάθος!
Ὁ
Ἐμὶλ Ντιρκέιμ (Emile
D. Durkheim, 1858-1917) ὑποστήριζε πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι
δυναμικὸ στοιχεῖο, γι᾿ αυτὸ καὶ
ἐξελίσσεται, ἔτσι μὲ τὴν πάροδο τοῦ
χρόνου ἀλλάζει γνώμη, πιστεύω, ἀκόμα
καὶ συνήθειες. Βέβαια, ὁ Ντιρκέιμ, μὲ
αὐτό του τὸ ἀπόφθεγμα, δὲν ἀναφερόταν
στὴ σεξουαλική προτίμηση ἀλλὰ σὲ
γενικότερες προσεγγίσεις τοῦ φαινομένου
τῆς ζωῆς σὲ σχέση πάντα μὲ τὴν κοινωνία
μέσα στὴν ὁποία ὑπάρχει καὶ κινῆται
κανείς. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος συγκροτεῖ
καὶ μένει πάντα μέσα σὲ κοινότητες καὶ
ὄχι σὰν ἀποκομμένος λύκος· ἂν καὶ
στὴν ἐρημιά, στὴν ἄπομόνωση
δούλεψαν μεγάλοι ἄνθρωποι καὶ ὑπὸ
αὐτὲς τὶς συνθῆκες μεγαλούργησαν,
γράφοντας ἀριστουργήματα.
Ὁ Μὰρκ (Hanno Koffler) τῆς ταινίας ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ καὶ ποὺ εἶναι ἡ ἀφορμὴ προκειμένου νὰ ξετυλίξουμε κάποιες σκέψεις μας, εἶναι ἕνας εὐτυχισμένος νέος μιὰ καὶ ὅλα στὴ ζωή του κυλοῦν ὁμαλά· ὅλα δείχνουν νὰ πορεύονται πρίμα, ἀφοῦ οἱ ἀποφάσεις του, ἀποφάσεις ποὺ θὰ τὸν ἀκολουθοῦν βέβαια μιὰ ζωή, πιστεύει πὼς τείνουν πρὸς τὰ ἐκεῖ· πρὸς τὴν εὐτυχία· θὰ γίνει μάλιστα σύντομα καὶ πατέρας γιατὶ ἡ καλή του σύζυγος κυοφορεῖ τὸν καρπὸ τῆς ἀγάπη τους. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Μὰρκ δημιουργεῖ σιγὰ-σιγὰ μιὰ οἰκογένεια ποὺ πάνω της στηρίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες του γιὰ μιὰ ζωὴ εὐτυχισμένη. Ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς του ὅπως καὶ τὰ πεθερικά του ζοῦν σὲ εὐτυχὲς ὄνειρο, καθὼς ἐναγωνίως ἀναμένουν τὸ πρῶτο τους ἐγγόνι. Ὅμως ὁ Μὰρκ ἀγνοεῖ πὼς ἡ οἰκογένεια εἶναι ἕνας θεσμὸς ξεθωριασμένος καὶ κυρίως ξεπερασμένος ἀπὸ τὴν πολὺ χρήση του καὶ πὼς μπορεῖ στὴ στιγμὴ νὰ μεταμορφωθεῖ στὴ χειρότερη φυλακή· ἄλλο ἂν ἡ κοινωνία τὸν διατηρεῖ γιατὶ τῆς χρειάζεται, τὸν ἔχει ἀνάγκη, μιὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει χωρὶς αὐτόν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη βέβαια δὲν μπαίνει στὸν κόπο νὰ βρεῖ κάτι ἄλλο, προκειμένου νὰ τὸν ἀντικαταστήσει, ἔτσι ἁπλῶς τὸν διαιωνίζει ἀενάως, κάνοντάς του ταχτικὰ λίφτινγκ.
Ὁ
Μὰρκ εἶναι ἀστυνομικός. Ὅμως μιὰ χαρὰ
ἔχει καταφέρει νὰ ἰσορροπήσει καὶ νὰ
ἀποδεχθεῖ τὸν ρόλο τοῦ σκληραγωγημένου,
ψυχροῦ καὶ πάντα ἕτοιμου γιὰ δράση
ἄνδρα, μὲ τὸν ρόλο τοῦ τρυφεροῦ συζύγου
καὶ ἐραστῆ. Ἡ ἀστυνομικὴ ἀκαδημία
στὴν ὁποία παρακολουθεῖ τὸ σκληρὸ
ἐκπαιδευτικό της πρόγραμμα, δὲν εἶναι
βέβαια παρὰ ἕνα ἀντρολείβαδο -ποὺ θά
᾿λεγε καὶ ἡ ὑπέροχη Λιλὴ Παπαγιάννη-
καὶ πραγματικά, μέσα σὲ ὅλον αὐτὸν
τὸν ἀποκρουστικὸ ἀντρόκοσμο ὁ Μὰρκ
γνωρίζει, ξεχωρίζει καὶ συνδέεται, ἀρχικὰ φιλικά, μὲ τὸν Κάι (Max Riemelt),
ἕναν γοητευτικὸ συνάδελφό του. Ὅμως
τούτη ἡ πρώτη φιλικὴ γνωριμία θὰ δώσει
τὴ σειρά της σὲ ἕνα φλογερὸ πάθος ποὺ
ἀμοιβαῖα θὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ θὰ τοὺς
κυκλώσει σὰν κύμα ὁρμητικό, καθὼς
συχνὰ πηγαίνουν μαζὶ γιὰ τζόκινγκ στὸ
δάσος, τόπο ὅπου καὶ θὰ ἀνθοφορίσει
-ἂν καὶ καταχείμωνο- τὸ κρυφό τους
αἴσθημα.
Καὶ
τώρα, τί γίνεται τώρα; Πῶς ξεμπλέκει
κανεὶς ἀπὸ μιὰν ἀπόφαση ποὺ εἶναι
ἀπόφαση ζωῆς, καθὼς σὲ λίγες μέρες
γεννιέται τὸ παιδί του καὶ ἡ γυναίκα
του, ἐναγωνίως, τὸν περιμένει καθημερινὰ
νὰ γυρίσει σπίτι γιὰ νὰ σταθεῖ σὰν
ἄντρας δίπλα της. Καὶ κάπου ἐδῶ, μὴν
μπορώντας νὰ εἰπωθεῖ ἡ ἀλήθεια,
ἀρχίζει τὸ ψέμα, τὰ μισόλογα, τὰ
μπαλώματα, προκειμένου νὰ δικαιολογηθοῦν
τὰ ἀδικιολόγητα τῶν καθυστερήσεών
του καὶ τῶν συχνῶν ἀπουσιῶν του. Ἀπὸ
τὴν ἄλλη, συλλογιέται κανείς, τὸ πῶς
ἀνακοινώνεις σὲ μιὰ γυναίκα ποὺ
σίγουρα ἀγάπησες καὶ ποὺ σὲ τίποτα
δὲν φταίει, ὅτι τούτη ἀκριβῶς τὴ
σημαντικὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο στιγμή,
τὴν εγκαταλείπεις γὰ ἕναν ἄντρα!
Καὶ
δὲν φτάνουν ὅλα αὐτά, τὸ πρόβλημα
γίνεται διπλὸ ὅταν μιὰ μέρα, μᾶλλον
μιὰ νύχτα, τὸ κοφτερὸ μάτι τῶν
συναδέλφων, ὡς ἄλλο τηλεσκόπιο ἀκριβείας,
βλέπει τὸν Κάι νὰ τὰ πίνει στὸ γκέι
μπὰρ τῆς πόλης. Τὸ ὁμοφοβικό, συντηρητικό,
«ἀντρικὸ» ἀστυνομικὸ περιβάλλον
βάνει σὲ κίνηση ὅλα τὰ μέσα ποὺ διαθέτει
προκειμένου νὰ στηλιτεύσει τὸν «πούστη»
συνάδελφό τους. Ὁ Μὰρκ θὰ ὑπερασπιστεῖ
-ἀπὸ τὴν «ἰσχυρὴ» θέση τοῦ παντρεμένου
ἄντρα πάντα- ὅσο μπορεῖ τὸν ἐραστή
του, ὅμως αὐτὸ σὲ μιὰ κοινότητα ὅπως
ἡ ἀστυνομική, δὲν εἶναι ποτὲ ἀρκετό.
Ὅταν δὲ ὅλα βγαίνουν στὴν ἐπιφάνεια
καὶ τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον, μὲ
φρίκη, συνειδητοποιεῖ τὰ τεκτενόμενα,
ἀλλὰ κυρίως ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ
συνέχεια ὅλων αὐτῶν, μὲ κυνισμὸ ζητάει
ἀπὸ τὸν Κάι «ν᾿ ἀφήσει ἥσυχο τὸ παιδί
τους...». Ὁ Μὰρκ βρίσκεται πραγματικὰ
σὲ ἐλεύθερη πτώση, καὶ μάλιστα χωρὶς
ἀλεξίπτωτο· οὔτε κὰν δίχτυ ἀσφαλείας!
Τὸ
ἀλεξίπτωτό του -ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο
ἀπὸ τὸν Κάι, κάτι ποὺ θὰ ἀργήσει νὰ
συνειδητοποιήσει- ἔχει χαθεῖ πρὸ
πολλοῦ, μιὰ καὶ ὁ Μὰρκ δὲν ἔχει τὸ
σθένος οὔτε τὸ κουράγιο νὰ ξεκαθαρίσει
ὅλη τούτη τὴν περίπλοκη κατάσταση. Μένοντας μὲ τὸ ἕνα πόδι μέσα στὴν οἰκογένεια τὴν
ὁποία δημιούργησε χωρὶς νὰ γνωρίζει
καλὰ-καλὰ τὸ γιατί, καὶ μὲ τὸ ἄλλο
μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πρωτόγνωρο, δυνατὸ
ὅσο καὶ ἀπύθμενο συναίσθημα ποὺ
νοιώθει γιὰ τὸν Κάι, δὲν μπορεῖ νὰ
ἰσορροπήσει, νὰ σταθεῖ, νὰ δεῖ ξεκάθαρα
τὰ πράγματα. Ἐξάλλου τὸ ὅλο δίλημμα
τὸν ξεπερνάει, μιὰ καὶ ἐδῶ, δὲν μπορεῖ
νὰ ἔχει καὶ τὸν σκύλο χορτᾶτο καὶ
τὴν πίττα ὁλόκληρη, ἀφοῦ ἡ ὅποια
ἀπόφασή του θὰ ἐπιφέρει βαριὲς γι᾿
αὐτὸν ἀπώλειες.
Ἀλλὰ
ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ ὑπολογισμός, αὐτὴ
ἡ ἀναποφασιστικότητά του εἶναι ποὺ
τὸν κάνει νὰ χάνει τελικὰ καὶ «σκύλο»
καὶ «πίττα» καὶ μετέωρος νὰ συνεχίζει
τὴν πτώση του. Μιὰ πτώση ποὺ τὸν ὁδηγεῖ
μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὸ βάραθρο
τῆς ἀνυπαρξίας.
© κειμένου: www.gayekfansi.blogspot.com - μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος.
©
φωτογραφιῶν: στὶς ἑταιρεῖες παραγωγῆς
καὶ διανομῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου