Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Γιάννης Τσαρούχης (Yannis Tsarouchis), αφιέρωμα στο ζωγράφο



Γιάννης Τσαρούχης, φωτογραφία: Ανδρέας Εμπειρίκος, Αθήνα, Φεβρ. 1972 (L. 169)


Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), γνωρίζοντας ένα μεγάλο ζωγράφο
O Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε το 1910 στον Πειραιά. Ο πατέρας του καταγόταν από το Ζευγολατιό της Αρκαδίας και ήταν έμπορος. Η καταγωγή της μητέρας του ήταν από τα Ψαρά και είχε πραγματοποιήσει σπουδές στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Από μικρό παιδί έδειξε την κλίση του προς τη ζωγραφική, ο ίδιος έλεγε: «Ζωγράφιζα από παιδί αλλά με αξιώσεις..» Το θέατρο με το σκηνοθετικό και το σκηνογραφικό του χώρο, ήταν κάτι που τον μάγευε και μικρός έπαιζε διάφορα έργα στον στενό οικογενειακό κύκλο. Από το 1929 μέχρι το 1933 σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Σπ. Βικάτο, τον Δ. Μπισκίνη και τον Κ. Παρθένη, ο οποίος τον μύησε στην ευρωπαϊκή τέχνη, στον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό. Από το 1931 έως το 1934 μαθητεύει κοντά στον Φ. Κόντογλου, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με την τεχνική και τις μεθόδους της αγιογραφίας και τα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας και επηρέασε την καλλιτεχνική του αντίληψη, γεγονός που φαίνεται στα έργα της εποχής. «Το Βυζάντιο είναι ο αρχαίος κόσμος όπως διεσώθη με τα τραύματα της μοίρας» θα γράψει στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1964. Οι φιγούρες του θεάτρου σκιών του Καραγκιόζη, κυρίως μέσα από το ιδίωμα του Σπαθάρη και τις αφίσες του Δεδούσαρου, δεν τον άφησαν ασυγκίνητο αφού στους τύπους του θεάτρου σκιών έβλεπε ότι μπορούσε «μέσα από ατέλειωτες θυσίες μορφών, να επιζήσει ο ελληνικός έρως και η ιερή πίστη, στον άνθρωπο των ανατολιτών». Παράλληλα μελετούσε και την αρχαία ελληνική τέχνη.
Τα έργα αυτής της περιόδου, όπως το «Περιβόλι της Κηφισιάς», «Η ψαριανή», «Η κουλουριώτισσα» και οι «Ελληνικές βιοτεχνίες» είναι ενδεικτικά της έντονης ελληνικότητας που διαπνέουν και το μελλοντικό έργο του. Το 1934 φιλοτέχνησε τα σκηνικά της «Ερωφίλης» του Χορτάτση που ανέβασε ο Κουν, εκκινώντας μία πολύχρονη συνεργασία με το μεγάλο αυτό θεατράνθρωπο. Για πρώτη φορά ο Τσαρούχης καινοτομεί κάνοντας χρήση αυθεντικών λαϊκών στοιχείων σε σκηνικά, σε ένα έργο σταθμό στην ελληνική σκηνογραφία. 

Αθλητής με λευκή φανέλα, 1936.
Λάδι σε πανί, 30x20 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).

Το 1935 θα μεταβεί στο Παρίσι «για να δει τη νέα εποχή π' αρχίζει και τον παλιό κόσμο να χάνεται». Εκεί, γνωρίζει και μετέχει στο καλλιτεχνικό κλίμα της εποχής όπου κυριαρχούν ακόμα ο κλασικισμός του Νταβίντ και του Ένγκρ, αλλά και οι πιο πρωτοποριακές τάσεις των Μανέ, Κουρμπέ και Ρενουάρ. Συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι έως το 1936, όπου γνωρίζεται με προσωπικότητες της ευρωπαϊκής σύγχρονης τέχνης, όπως ο Giacometti και o Matisse, από τον οποίο συγκρατεί τις αισθησιακές χρωματικές αρμονίες, παράλληλα έρχεται σε επαφή με το έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου μέσω του Teriade, του οποίου παρέμεινε θαυμαστής κι ένας από του καλύτερους σχολιαστές του μέχρι το τέλος της ζωής του. Το δίλημμα για τον Τσαρούχη εκείνη την περίοδο εστιαζόταν στο να ακολουθήσει την εποχή του χωρίς όμως να απομακρυνθεί από την παράδοση. Τα έργα αυτής της περιόδου θυμίζει περισσότερο Ματίς.
Το 1938 πραγματοποιεί την πρώτη ατομική του έκθεση στο κατάστημα Ι. Αλεξόπουλου της οδού Νίκης στην Αθήνα, με έργα στα οποία αρχίζει να διαφαίνεται το προσωπικό του ύφος, αποτέλεσμα των μελετών και των αναζητήσεών του, ενώ συμμετέχει και στην Πανελλήνια Έκθεση. Ένας κριτικός τέχνης του γράφει «κάθε έργο του κυρίου Τσαρούχη είναι και ένας παλιάνθρωπος». Ήδη πριν από το 1940 ο Τσαρούχη κάνει δύο σπουδές γυμνού από το φυσικό, σημειώνοντας μια απομάκρυνση από τον ανατολίτικο εξπρεσιονισμό και μία διαφορετική ερμηνεία της διδασκαλίας του Κόντογλου, κάνοντας μια στροφή προς τα γεώδη χρώματα και τη λογική της φωτοσκίασης. Κάποια από τα έργα αυτής της περιόδου είναι «Νέος στο πρόθυρο με φανέλα της ΑΕΚ», «Ο ποδηλάτης» και «Νέος καθιστός μπροστά σε ένα διακοσμητικό φόντο» το οποίο είναι και το τελευταίο έργο όπου παραμένει εμφανής η επίδραση του Σπαθάρη. Με το «Κεφάλι του Ναύτη» που ζωγράφισε επίσης το 1940, εκφράζει την αντίδρασή του σε μια σειρά από κεφάλια ενταγμένα στη νατουραλιστική τεχνοτροπία, που όμως τον είχαν κουράσει.

Ο Γιάννης Τσαρούχης με τη Χριστίνα Τζίγκου και τον Σάμιουελ Μπέκετ στο Μαρούσι, 1967.

Το 1940 με την κήρυξη του πολέμου, επιστρατεύθηκε και υπηρέτησε ως μηχανικός. Μαζί του παίρνει και τα σύνεργά του. Η «Αυτοπροσωπογραφία» την οποία ζωγράφισε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, σε ένα χωριό της Αλβανίας είναι το εναρκτήριο έργο αυτής της περιόδου που σημαδεύτηκε από στερήσεις και αντίσταση.
Η δεύτερη ατομική του έκθεση γίνεται μετά τον πόλεμο, το 1947, στην γκαλερί Παίην με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Την ίδια χρονιά, κάνει εκ νέου μια στροφή στο παλιότερο ύφος του καθώς απομακρύνεται από τον νατουραλισμό, στον οποίον όμως θα ξαναγυρίσει από το 1953 έως το 1958, εξαιτίας μιας συνεργασίας του με έναν επιχειρηματία. Τα έργα αυτής της περιόδου(« Το Νέον», καφενεία κλπ) διαπνέονται και από μία έντονη τάση προς τη ρωμαίικη τέχνη που είχε χαρακτηρίσει και το προηγούμενο έργο του. Τα περιγράμματα γίνονται τώρα πολύ απλά όπως και τα χρώματά του. Παράλληλα, το 1951 εκθέτει σε Παρίσι και Λονδίνο.
Το 1952 του αφιερώνεται έκθεση στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας και το 1956 παρουσιάζει έργα του, ως υποψήφιος για το βραβείο Guggenheim, στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού και στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης, ενώ το 1958 συμμετέχει στην Βiennale της Βενετίας.
Από το 1959 έως το 1962 απομακρύνεται από τη ζωγραφική και κατασκευάζει σκηνικά για τις Όπερες στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου, στη Σκάλα του Μιλάνου, στου Κουν για αρχαία κωμωδία κ.ά. Η ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία θα εμπλουτιστεί στο μέλλον από σπουδαίες συνεργασίες όπως αυτή του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου της Γαλλίας, του Θεάτρου Ολύμπικο της Βιτσέντζα και της Ντάλας Σιβίκ Όπερας του Τέξας.
Από το 1961 έως το 1967 προσανατολίζεται στη νατουραλιστική όραση με λίγες αναγωγές στον αρχαϊσμό. Ενδεικτικά αυτής της περιόδου είναι τα «Κεφάλια με μήνες και εποχές», «Πολυθρόνα», «Το καφενείον Νέον το βράδυ, «Ο μήνας Μάης» κ.α. 


Γιάννης Τσαρούχης, Μάνος Χατζιδάκις, Κάρολος Κουν και η Ραλλού Μάνου,
από τη συνεργασία τους με το θέατρο τέχνης στους Όρνιθες (1959).
(Αρχείο Ραλλούς Μάνου)

Με την επιβολή της Δικτατορίας το 1967 εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου και μένει μέχρι το 1980.Εκεί ερευνά τα υλικά της ζωγραφικής του, παραμένει στη ρωμαίικη τέχνη παίρνοντας όμως και στοιχεία από το νέο περιβάλλον. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του συμπυκνώθηκε σε μια σειρά από μεγάλες συνθέσεις σε εσωτερικούς χώρους. «Οι τέσσερις εποχές» με δύο ζεύγη γυναίκες και άντρες, μία άλλη σειρά με τέσσερις εποχές με τέσσερις διαφορετικές γυναίκες, άλλη μία παρόμοια σειρά με μοντέλο ένα νεαρό Γάλλο και στα τέσσερα έργα που την απαρτίζουν, «Η πλατεία Βαντόμ», «Ο τσάμικος και ο ζεϊμπέκικος» με στρατιώτες και ναύτες που χορεύουν, είναι κάποια από τα πολυάριθμα έργα που δημιουργεί στο νέο του εργαστήριο. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, τη μετάφραση και τη συγγραφή βιβλίων για την Τέχνη.
Το 1977 ανεβάζει τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε δική του απόδοση, διδασκαλία και σκηνογραφία. 
Η γαλλική πρωτεύουσα κράτησε τον Τσαρούχη μέχρι το 1980, όταν αποφάσισε να επιστρέψει πάλι στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του το 1989. Το 1981 οργανώνεται από το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης η πρώτη μεγάλη αναδρομική του έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Το 1982 μετατρέπει το σπίτι του στο Μαρούσι σε μουσείο Γ. Τσαρούχη, με έργα της προσωπικής του συλλογής, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί και το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του.
Παράλληλα, από το 1980 και μετά κυκλοφορεί τα «πολλαπλά» του, μια μέθοδος που είχαν ήδη χειριστεί πολλοί Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες καθώς οι τιμές των έργων τους ήταν πλέον απρόσιτες για ένα μέσο βαλάντιο. Πρόκειται για μια ειδική κατηγορία έργων που φιλοτέχνησε κατά καιρούς παράλληλα με την άλλη δουλειά του. Αυτή η επιθυμία του ευοδώθηκε καθώς τα περισσότερα από τα πολλαπλά του είναι σήμερα εξαντλημένα.
Ο Γιάννης Τσαρούχης πέθανε στην Αθήνα το 1989.


Αυτοπροσωπογραφία, σκίτσο με χρώμα, 1966.
Λάδι σε πανί, 197x76 εκ. (Ιδιωτική συλλογή, Λονδίνο). 

Ας αφήσουμε τον ίδιο να μιλήσει....
«...Θα ρωτήσει κανείς τι ψάχνω. Από μικρό παιδί ήθελα να μάθω τι είναι η ζωγραφική που τόσο με τραβούσε. Πώς γίνεται και πώς τη μαθαίνει κανείς. Για να μάθω τα μυστικά της έχασα την πρωταρχική έλξη που εξασκούσε επάνω μου, για να δημιουργήσω αρχίζοντας από το μηδέν μια νέα έλξη γι' αυτή. Ήμουν κι έμεινα ένας ερευνητής και ένας μαθητής, νομίζω όχι πάντα πολύ επιμελής...
Γιάννης Τσαρούχης
***
«Τελειώνοντας το πρώτο στάδιο, θεώρησα ότι το έργο ήταν ήδη τελειωμένο και το άφησα έτσι. Πολλά εξάλλου έργα τελειώνουν με τον καιρό μόνα τους, όπως έλεγε ο Τισιάνος»
Γιάννης Τσαρούχης
***
« ...Μιλούμε συνεχώς για Ανατολή και Δύση ξεχνώντας πάντοτε πόσο βαθιά επίδραση είχε η Ελληνική ζωγραφική τόσο στην Ανατολή όσα και στη Δύση. Γι αυτό σκέφτηκα συχνά πως τις τέχνες που δεν ακολουθούν το ελληνικό παράδειγμα θα 'πρεπε να τις χαρακτηρίζουμε με το αν είναι προελληνικές ή με το βαθμό που είναι αντι-ελληνικές, έστω και αν ακολουθούν ελληνικούς τρόπους.
Το τι είναι ελληνικό προσπαθούμε και εμείς οι Έλληνες να το μάθουμε όπως και τόσοι άλλοι. Παράλληλα μ' αυτό ο εξελληνισμός μας είναι παλιότερος και διαφορετικός από τον εξελληνισμό του Δυτικού, που επηρεάζει και εμάς όσο πάει και περισσότερο. Το να εξελληνιστεί κανείς κατέληξε συχνά σε ιδανικό διεθνές που οδηγεί σε ευγενή συναγωνισμό.
Για μας τους Έλληνες αυτό το δυτικό ιδανικό, που κάθε τόσο αδυνατίζει, είναι αδύνατο να είναι ξεχωρισμένο και άσχετο με τον προαιώνιο εξελληνισμό μας, δηλαδή τη συμμετοχή μας στον ελληνιστικό πολιτισμό που συνεχίζεται. 
Πρέπει να μιλούμε με θάρρος για όλα αυτά για να γλιτώσουμε κάποτε από τη φτηνή προγονοπληξία...» 
Γιάννης Τσαρούχης, Φθινόπωρο 1974
 ***
«Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά, γιατί έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου».
Γιάννης Τσαρούχης, 1982
 ***
«[...] Υπάρχει όμως κάτι πιο μυστηριώδης στη σχέση δύο αντρών εξ ίσου ανδροπρεπών ή εξ ίσου θηλυπρεπών. Αλλά κι εκεί που τα εξωτερικά σχήματα τηρούνται κι ο ένας είναι η γυναίκα τουλάχιστον στη μορφή, και ο άλλος άντρας, τα σχήματα εξαπατούν. Ο ανδροπρεπής πολύ συχνά είναι ο παθητικός και ο θηλυπρεπής είναι ο ενεργητικός. Θα 'ταν λοιπόν πολύ πιο σώφρον να δεχτούμε ότι η έλξη μεταξύ δυο αντρών δεν βασίζεται απλοϊκά στα εξωτερικά γνωρίσματα γυναίκα- άντρας, αλλά σε βαθύτερα αίτια και αντιθέσεις απαραίτητες πάντα στον έρωτα. Οι σχέσεις δε αυτές είναι χιαστί συμπληρωματικές. Η απελευθέρωση λοιπόν του ομοφυλόφιλου προϋποθέτει την εσωτερική ελευθερία που συνειδητοποιεί καταστάσεις πολύ περισσότερο από τις εξωτερικές διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια. Ασφαλώς σαν ένα συνειδητό μέλος της κοινωνίας ο ομοφυλόφιλος θα πρέπει με όλες του τις δυνάμεις να προσπαθήσει ν' αλλάξει τους νόμους που κανένα δεν ωφελούν και πολλούς βλάπτουν. Θα πρέπει με κάθε τρόπο να κάνει τους απαραίτητους και σωτήριους εκβιασμούς στο κοντόθωρο και τυφλό κράτος γιατί η απωθημένη ομοφυλοφιλία είναι η αιτία των περισσότερων κοινωνικών συμφορών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο η ελευθερία στην ομοφυλοφιλία θα κατεβάσει στα επιθυμητά όρια και ποσοστά το ποσοστό της ομοφυλοφιλίας, το τόσο απαραίτητο για την ανώτερη και πνευματική ζωή».
Γιάννης Τσαρούχης, Οδός Πανός, τχ. 45, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1989
 ***
« ...Το θάρρος το πήρα ως παραπονούμενος ερασιτέχνης θεατής. Προσπάθησα πάντα, με τα μέσα που μου έδωσε η φύσις και η μελέτη, να δείξω τι θα 'θελα να κάνουν οι άλλοι καλλιτέχνες, που πιστεύω πως έχουν περισσότερη επιμέλεια και εργατικότητα από μένα. Είμαι λοιπόν μάλλον κριτικός στο τέλος, που κάνει πάντα όμως την κριτική δια παραδειγμάτων, εμπράκτως. Αυτό νομίζω είναι απαραίτητο για να μη ζητάει κανείς από τους άλλους πράγματα που δεν γίνονται, αλλά και για να πεισθεί και ο ίδιος πως έχει δίκιο...»
Γιάννης Τσαρούχης, 1977, (για την ιστορική παράσταση των Τρωάδων, που ανέβασε το 1977 στο υπαίθριο θέατρο της οδού Καπλανών, σε δική του μετάφραση και σκηνοθεσία)

   
Ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Αλμπέρτο Τζιακομέττι στο Μιλάνο, 1961.

Ο Ελύτης για τον Τσαρούχη
Ο Γιάννης Τσαρούχης ανήκε σε μια γενιά καλλιτεχνών του Μεσοπολέμου, της λεγόμενης γενιάς του '30, οι οποίοι προσπάθησαν να ανανεώσουν την ελληνική τέχνη αναζητώντας την έμπνευσή τους στα διδάγματα της πνευματικής και καλλιτεχνικής ιστορίας της Ελλάδας, και συνδυάζοντας στα έργα τους στοιχεία της ελληνικής παράδοσης με επιτεύγματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που συμπορεύτηκαν προς μια τέχνη και μια όραση ελληνική ήταν ακόμα ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Νίκος Εγγονόπουλος ο Γιάννης Μόραλης και ο Νίκος Νικολάου. Ο Γιάννης Τσαρούχης διαμορφώνει μια προσωπική εκδοχή της έννοιας της ελληνικότητας, την οποία προσεγγίζει μέσα από τη λαϊκή παράδοση, τον Καραγκιόζη και τον Θεόφιλο, τη βυζαντινή τέχνη και τα διδάγματα του Κόντογλου, αλλά και την αισθητική και τις αρχές της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής, των τοιχογραφιών της Πομπηίας, των πορτραίτων του Φαγιούμ. Ο ίδιος πίστευε άλλωστε ότι "η παράδοση πρέπει να περάσει από πολλά στάδια για να γίνει πραγματική δύναμη" . Το έργο του συνδυάζει τις επιρροές της μεσογειακής τέχνης με ευρωπαϊκά στοιχεία των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, αλλά και των κινημάτων της σύγχρονης τέχνης και κυρίως του Φοβισμού. Συμβιβάζει Ανατολή και Δύση και καταλήγει σε ένα μοντέρνο ελληνικό αποτέλεσμα. "Χωρίς να μείνει στη γραφικότητα ή να μεταβληθεί σε ανθολόγιο εθνικών απηχήσεων, ο Τσαρούχης, υπακούοντας ίσως ασυνείδητά του σε μια λειτουργία ανθρωπισμού που υπάρχει μέσα στο ελληνικό φως, αγκάλιασε το ανθρώπινο σώμα και μαζί μ' αυτό προχώρησε να βρει την οριστική έκφρασή του." 
Οδυσσέας Ελύτης, 1952

Σπουδή για το μήνα Μάιο, Villeneuve-les-Sablons, 1973.
Λάδι σε πανί, 80x55 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 216).

Θρίαμβος της αισθητικής ζωγραφικής (του Ανδρέα Εμπειρίκου)
Όταν αντικρίζει κανείς το έργον του Γιάννη Τσαρούχη, έχει αμέσως την εντύπωσην ότι βλέπει αυτό που ονομάζουμε ελληνική ζωγραφική, περισσότερο παρά σε οποιαδήποτε. θεώρηση έργων άλλων Ελλήνων ζωγράφων, με μοναδική εξαίρεση το έργον του Θεόφιλου Χατζημανουήλ.
Είναι αλήθεια καταπληκτική η «ελληνικότης» του έργου τού Τσαρούχη. Θα ήτο όμως λάθος να τοποθετήσουμε τον καλλιτέχνην αυτόν σε βάθρο αποκληστικά εθνικό και να αξιολογήσουμε την τέχνη του με τα κριτήρια της σχετικότητας τα εκτεινόμενα στον χώρο που περιλαμβάνεται συνήθως μόνο στα πλαίσια της ελληνικής ζωγραφικής. Διότι ο Τσαρούχης δεν είναι ένας ζωγράφος που μόνο στη χώρα του μπορεί να θεωρηθεί ως ξεχωριστός, με ένας από τους λίγους Έλληνας που έχει να παρουσιάσει τάλαντον, τοιαύτης εντάσεως, ποιότητας και πρωτοτυπίας, που ασφαλώς θα έπρεπε να τον είχαμε κατατάξει από ενωρίς στην πλειάδα εκείνη των τηλαυγών ζωγραφικών αστέρων, που με εξαίσια λαμπρότητα φωτίζουν το παγκόσμιο στερέωμα της τέχνης και αναγνωρίζονται παντού ως άστρα πρώτου μεγέθους.
[...] Μορφολογικός το έργον του Γιάννη Τσαρούχη έχει ως έδαφος την καθημερινότητα. Επ' αυτής στηρίζεται και αναπτύσσεται. Αλλά ποια είναι αυτή η καθημερινότης; Βεβαίως όχι η καθημερινή ανιαρά banalite. Ούτε η τυποποιημένη και κολακεύουσα πάσαν αδυναμίαν ηθογραφικής πεζότης ή η ψευδοποιητικότης των ανεδαφικών γραφικοτήτων. Η καθημερινότης στο έργον του Τσαρούχη είναι ένα φαινόμενον λειτουργίας φυσικής, οργανικής, που συναντάται εξίσου στον απλούστατο άνθρωπο όσο και στους διαλεκτούς και επιφανείς. Είναι ο πηλός από τον οποίο πλάθονται τα ταπεινότερα μικροαντικείμενα και τα πιο μεγαλειώδη και αριστοτεχνικά γλυπτά, ενός είδους υλικού εμπνεύσεως και δημιουργίας, που υπάρχει παντού για τον ζωγράφο, όπως και για τον φωτογράφο, φτάνει να αξιοποιεί ο ζωγράφος ή ο φωτογράφος, μέσα από τη μάζα των ορατών στοιχείων, σε συγκεκριμένη εικόνα το υλικό αυτό κατά τρόπον που να αποτελεί, εντέλει, και άσχετα ακόμη από το θέμα, έναν κόσμο αυτόνομο και πλήρη. Στην ζωγραφική του Τσαρούχη δεν υπάρχει τίποτε που να είναι γι' αυτόν στόχος ή επιδίωξις σκέτου ρεαλισμού, αστικού ή προλεταριακού, ή νατουραλιστική σκηνοθεσία. Ποτέ. Τουναντίον, από το ίδιο υλικό από το οποίον άλλοι κατασκευάζουν στεγνές μορφές ή ευτελή στολίδια, που δεν ξεπερνούν ποτέ το συμβατικό περίγραμμα των, ο Γιάννης Τσαρούχης ενορχηστρώνει χρωματικές συμφωνίες που αποκορυφώνονται σε μικρές ή τεράστιες χρωματικές συνθέσεις, οι οποίες έχουν την συνταρακτική υποβλητικότητα των ορατορίων και την στιλπνήν γοητείαν των μύθων της προσωπικής μυθολογίας του ζωγράφου -όλα αυτά μέσα στην πιο εκθαμβωτικήν φωτοχυσίαν της πλήρους μεσημβρίας, όλα αυτά μέσα στην δόξα του πιο οργιαστικού ελληνικού φωτός.
Ιδού γιατί οι πίνακες του Τσαρούχη, οι εκ πρώτης όψεως τόσον ρεαλιστικοί, αποτελούν, εντέλει, μέσα από την πιο άμεση καθημερινότητά των, ουχί απλήν αντιγραφήν της φύσεως ή των ανθρώπων μα επιτεύγματα κλασικά, που ισοδυναμούν με τέλεσιν μυστηρίων, εις τα οποία συνυφαίνεται με την πλέον ζωηράν αισθησιακήν διέγερσιν και η πνευματική έξαρσις και ενάργεια μιας διάνοιας ενσυνειδήτου και ισχυράς, πέρν πάσης καλλιτεχνικής φιλολογίας, πέραν παντός είδους κρυφοψιθυρισμένων «μου 'πες, σου 'πα» των σκοτεινών παρασκηνίων της κριτικής αισθητικής.
Ανδρέας Εμπειρίκος, (από τον τόμο: Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1992)
  
Γιάννης Τσαρούχης, φωτογραφία: Κώστας Φλέγκας

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ
1910. 13 Ιανουαρίου: Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννιέται στον Πειραιά.
1917. Αρχίζει να ζωγραφίζει σε μεγάλες κόλλες χαρτί 70x100, με παστέλ.
1926. Αρχίζει να ζωγραφίζει πιο εντατικά (νεκρές φύσεις, τοπία κ.α.)εκ του φυσικού. Ασχολείται και με το θέατρο - φιλοτεχνεί μακέτες σκηνικών και κοστουμιών.
1928. Φοιτά στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Μετά τα προκαταρκτικά έτη εγγράφεται στο εργαστήριο του Σπ. Βικάτου.
1929. Ξεκινά λεπτομερή μελέτη των ελληνικών λαϊκών φορεσιών.
1930. Μαθητής και βοηθός του Φ. Κόντογλου.
1932. Εγγράφεται στο εργαστήριο του Κων. Παρθένη.
1934. Μαζί με τον Κ. Κουν και το Δ. Δεβάρη ιδρύουν τη Λαϊκή Σκηνή. Φιλοτεχνεί σκηνικά και κοστούμια για την «Ερωφίλη» του Γ. Χορτάτζη.
1935. Ταξιδεύει για πρώτη φορά στο Παρίσι. Γνωρίζεται με τους Laurens, Matisse, Giacometti, ενώ στο σπίτι του Teriade βλέπει για πρώτη φορά έργα του Θεόφιλου.
1937. Συνεργάζεται με το θίασο Κοτοπούλη.
1938. Πραγματοποιεί την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα. Συμμετέχει στην Α΄ Ετήσια Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του Ζαππείου.
1939. Σκηνογραφεί το έργο «Στέλλα Βιολάντη (Έρως εσταυρωμένος)» του Γρ. Ξενόπουλου στο Θίασο Κοτοπούλη.
1940. Επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο.
1942. Μόνιμη συνεργασία με το θίασο της Κατ. Ανδρεάδη.
1948. Συμμετέχει στην Α' (μεταπολεμική) Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση στο Ζάππειο. Σκηνογραφεί παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης: «Ο Επιθεωρητής έρχεται» του John Priestley και «Ματωμένος Γάμος» του Federico Garcia Lorca.
1949. Ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Αρμός» (με τους Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Γ. Μόραλη, Ν. Εγγονόπουλο, Ν. Νικολάου κ.ά.).
1950. Συνεργάζεται με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ρ. Μάνου.
1952. Αναδρομική έκθεση στο Βρετανικό Συμβούλιο στην Αθήνα. Συνεργασίες με τους θιάσους Φωτόπουλου, Λαμπέτη-Παππά-Χορν, με την Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου, το Εθνικό, την Ανδρεάδη και το Θέατρο Τέχνης. Έναρξη της σκηνοθεσίας στον κινηματογράφο. Συνεργασία με τον Μιχ. Κακογιάννη.
1953. Υπογράφει συμβόλαιο με την γκαλερί «Iolas» (Νέα Υόρκη).
1955. Δημιουργεί τα σκηνικά για την ταινία «Στέλλα» του Μιχ. Κακογιάννη με τη Μ. Μερκούρη.
1956. Σκηνογραφεί τις κινηματογραφικές ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Jules Dassin και «Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχ. Κακογιάννη.
1957. Υποψήφιος για το βραβείο Guggenheim.
1958. Συμμετέχει στην Biennale της Βενετίας. Φιλοτεχνεί τα σκηνικά και τα κοστούμια για τη «Μήδεια» του Cherubini, με πρωταγωνίστρια τη Μ. Κάλλας, σε σκηνοθεσία Αλ. Μινωτή.
1959. Σκηνογραφεί τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη για την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης και τη «Νόρμα» του Bellini, με τη Μ. Κάλλας, στην Επίδαυρο.
1961. Σκηνικά και κοστούμια για την παράσταση «Θαΐς» του Jules Massenet, σε σκηνοθεσία Franco Zeffirelli, στην Dallas Civic Opera. Παρουσιάζεται η «Μήδεια» στην Επίδαυρο και τη Σκάλα του Μιλάνου.
1965. Σκηνογραφεί τους «Πέρσες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Κ. Κουν και τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (προσαρμογή κειμένου από τον Jean Paul Sartre) στο Εθνικό Θέατρο του Παρισιού, σε σκηνοθεσία Μιχ. Κακογιάννη.
1966. Συνεργάζεται με την Ελληνική Σκηνή της Αννας Συνοδινού.
1967. Αυτοεξορίζεται και εγκαθίσταται στη Γαλλία.
1968. Μαζί με τη Lila de Nobili οργανώνει «ακαδημία ζωγραφικής» στο Παρίσι.
1970. Σκηνογραφεί τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Samuel Beckett, με τη Χρ. Τσίγκου και το Γ. Ορφανό.
1975. Μετά την πτώση της Χούντας, διατηρεί ως κέντρο των δραστηριοτήτων του το Παρίσι, αλλά ταξιδεύει συχνά στην Ελλάδα. Εικονογραφεί τη «Βάρδια» του Ν. Καββαδία.
1977. Ανεβάζει, σε δική του μετάφραση, σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια, τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη.
1981. Ιδρύει το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη.
1982. Το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη ανοίγει στο κοινό με σειρά εκθέσεων που επιμελείται ο ίδιος. Έκθεση των έργων με τίτλο «Ζεϊμπέκικα» στην γκαλερί «Ζουμπουλάκη». Ανεβάζει τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου, σε δική του σκηνοθεσία, μετάφραση, σκηνικά και τα κοστούμια.
1984. Πλήττεται από τη νόσο του Πάρκινσον, αλλά συνεχίζει να ζωγραφίζει, κυρίως με μολύβι και λαδοπαστέλ.
1989. Φιλοτεχνεί τα σκηνικά για το «Φιντανάκι» του Π. Χορν στο Θέατρο Τέχνης και ετοιμάζεται να ανεβάσει, σε δική του σκηνοθεσία, μετάφραση, σκηνικά και κοστούμια τον «Ορέστη» του Ευριπίδη.
1989. 20 Ιουλίου: Πεθαίνει στην Αθήνα.
2009. 19 Δεκεμβρίου 2009 - 14 Μαρτίου 2010: Μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του Γιάννη Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη Κτήριο οδού Πειραιώς, με τίτλο: Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989.


 
Νέος μεταμφιεσμένος σε έρωτα, 1959.
Λάδι σε πανί, 83x37,5 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).

O ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΟΥΜΕΝΟΣ
Γεννήθηκα στο τελευταίο πάτωμα ενός σπιτιού τρίπατου στην οδό Λουκά Ράλλη και βασιλέως Γεωργίου, στον Πειραιά. Όπως τα περισσότερα νέα σπίτια στον Πειραιά, ήταν νεοκλασικό. Όσο θυμάμαι, δύο μόνο δεν ήταν νεοκλασικά. Το ένα ήταν σαν μεσαιωνικό κάστρο και το άλλο Art Nouveau. Το τελευταίο γρήγορα μεταποιήθηκε για να συμμορφωθεί με τα άλλα.
φυσικά υπήρχαν και τα μικρά παλιά σπίτια που 'χαν αυλή και κάμαρες γύρω γύρω. Απέναντι στο σπίτι που γεννήθηκα ήταν το σπίτι της θείας μου, της αδελφής της μητέρας μου, που ήταν χήρα και πλούσια. Τα παιδιά της ήταν όλα μεγαλύτερα από μένα.
Στον Πειραιά έμενε και μια άλλη θεία που κατοικούσε στην οδό Πραξιτέλους που 'χε δυο αγόρια και τρία κορίτσια που έκαναν παρέα μ' ένα νεαρό, όχι και πολύ πλούσιο, που λεγόταν Σταύρος Νιάρχος.
Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σα να σεργιανίζεις σε μία γιγάντια σκηνογραφία με βράχια και ωραία σπίτια με αγάλματα και αετώματα. Όταν κάποτε είδα σ' ένα βιβλίο γαλλικό την εικόνα ενός τοπίου του Κλωντ Λοραίν, ρώτησα αν ήταν ο Πειραιάς την παλιά εποχή.
Από τότε μικρό παιδί ρέμβαζα αυτά τα τέλεια κυμάτια κορινθιακά ή ιωνικά καμωμένα από τραβηχτό σοβά. Όλα αυτά τα πράγματα με γέμιζαν θαυμασμό και συγχρόνως πλήξη.
Η πρώτη εντύπωση που έχω από ζωγραφική παρατήρηση είναι η εξής: μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η ομοιότης των σχημάτων. Το ότι η μία τοιχογραφία, στην εκκλησία που παρίστανε τον Άγιο Παντελεήμονα μπούστο, ήταν η ίδια με το εικονισματάκι που κρεμόταν στα σίδερα του κρεβατιού μου. Αυτή η διαπίστωση μου έφερε χαρά και ταραχή. Μια άλλη «ανακάλυψη» ήταν το ότι στην τύχη έμαθα πως το γαλάζιο και το κίτρινο δίνουν πράσινο. Εκείνη την εποχή, σε ηλικία εφτά οχτώ ετών, μου άρεσε να ζωγραφίζω σε μεγάλες κόλλες χαρτί συχνά 70x100 πάντα με παστέλ. Πολλές φορές συνήθιζα να σχεδιάζω πάνω σ' έναν μαυροπίνακα με την κιμωλία. Εχώριζα στα δύο τον πίνακα με μία γραμμή κάθετο και δεξιά σχεδίαζα εγώ και αριστερά ένα άλλο παιδί συνήθως η ξαδέλφη μου. Όταν τελειώναμε, ο πίνακας πήγαινε σηκωτός από τους δυο μας στην κουζίνα για να ερωτηθούν «οι δούλες» ποιο είναι το καλύτερο απ' τα δύο. 


Ο Γιάννης Τσαρούχης στο ατελιέ του με το μοντέλο του

Κατά κανόνα άρεσε συνήθως του αλλουνού και όχι το δικό μου. Για να μη στεναχωριέμαι η μαγείρισσα εύρισκε πάντα τρόπο να μάθει ποιο είχα κάνει εγώ και έλεγε πως το προτιμούσε για να μ' ευχαριστήσει.
Τα πρώτα πρώτα «έργα» μου παρίσταναν αγίους με πρόσωπα κατάμαυρα σαν τις παλιές ασημωμένες εικόνες. Αυτό συνέβαινε για δυο σοβαρούς λόγους. Πρώτα γιατί δεν ήξερα, δεν μπορούσα να ζωγραφίσω ένα τέλειο πρόσωπο όπως επιθυμούσα και δεύτερο γιατί κατά σύσταση μιας άλλης ευλαβικής «δούλας» ήταν καλύτερο να μη παριστάνω πρόσωπα γιατί αυτά τα χαρτιά πετιόνταν κατά γης, πατιόνταν και στο τέλος κατέληγαν στα σκουπίδια, κι' ήταν μεγάλη αμαρτία. Μη παριστάνοντας πρόσωπα, ήταν μικρότερη η «αμαρτία». Η ίδια αυτή «δούλα» η Μαριγώ είχε δει στον ύπνο της την Αγία Κυριακή κι' ήταν καταματωμένη και με πληγές και την ρώτησε, πώς είσαι έτσι σ' αυτό το χάλι Αγία Κυριακή, κι αυτή απάντησε: όταν σας βάζουν τ' αφεντικά σας να ράβετε Κυριακή το πετσί μου τρυπιέται, όταν σιδερώνετε Κυριακάτικα το κρέας μου καίγεται και πονάω, όταν σκουπίζετε ξεμερδιέται η σάρκα μου, γι' αυτό δεν πρέπει να δουλεύομε Κυριακή.
Αισθανόμουν από τότε ότι η εύτακτη οικογένειά μου έβλεπε σ' αυτή την δραστηριότητά μου μόνο αιτία λερώματος και ακαταστασίας των δωματίων. Στο νέο σπίτι που πήγαμε, το 1917 αν θυμάμαι καλά, πάλι στην οδό Λουκά Ράλλη όλα τα ταβάνια ήταν ζωγραφισμένα από έναν Ιταλό ζωγράφο.

Η ξεχασμένη φρουρά (λεπτομέρεια), 1957.
Λάδι σε πανί, 216x295 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).

To δωμάτιο όπου έπαιζα ήταν η καθημερινή τραπεζαρία. Το ταβάνι του είχε ένα κεντρικό σχήμα ωοειδές μέσα στο οποίο ήταν ζωγραφισμένος ο Αδάμ και ο Θεός του Μιχαήλ Αγγέλου. Το ωοειδές σχήμα επλαισιώνετο από διάφορα κυμάτια και κοσμήματα σε οπτική απάτη σε γκρίζους τόνους. Στο δωμάτιο της μητέρας μου υπήρχε η αλληγορία της Ανοίξεως σ' ένα μεγάλο στρογγυλό εγκόλπιο. Στην καλή τραπεζαρία μέσα σ' ένα κύκλο πάλι το άρμα του Ηλίου προοπτικώς ιδωμένο κατά πρόσωπο. Όλα αυτά ήταν περιστοιχισμένα με ανάγλυφα που μου προξενούσαν σεβασμό και κατάπληξη αλλά και πλήξη. Πολύ αργότερα όταν εγνώρισα την γενεαλογία αυτών των διακοσμήσεων στην Ιταλία και στα ναπολεόντια ταβάνια άρχισα να τα καταλαβαίνω και να τα συμπαθώ.
Την αντιγραφή του Μιχαήλ Αγγέλου είχα την ευκαιρία να συγκρίνω με μια φωτογραφία του πρωτοτύπου που βρισκόταν σ' ένα βιβλίο που 'χε φέρει ο θείος μου Χρήστος απ' τη Ρώμη. Ο θείος αυτός ήταν ένας εργένης μανιώδης για Όπερα, και χαρτοπαιξία κι' είχε τρεις φωνογράφους διαφορετικού τύπου ο καθένας. Η αισθητική μου μόρφωση συνετελείτο εκείνη την εποχή από δύο γαλλικά περιοδικά. Το ένα ήταν η Illustration καi το άλλο η Vie Parisienne. To τελευταίο ήταν ένα περιοδικό ευπρεπώς πορνογραφικό που δημοσίευε ακουαρέλλες με ημίγυμνες γυναίκες.
[....] Ανεβαίνοντας στην Αθήνα με τη μητέρα μου εντύπωση μου έκαναν στο σταθμό Μοναστηρακίου κάτι μεγάλες διαφημίσεις ζωγραφισμένες στο χέρι καμωμένες απ' την εταιρία GEO. Πολύ αργότερα έμαθα πως οι ωραίες αυτές διαφημίσεις ήταν αντίγραφα ή διασκευές από ξένα περιοδικά αντιγραμμένα από δύο εξαιρετικούς νέους ζωγράφους που λέγονταν ο ένας Κόντογλου και ο άλλος Παπαλουκάς.

Σπουδή για τη "Μεγάλη πλαζ", 1962.
Νερομπογιά σε χαρτί 35x87 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1151).

Δεν παρέλειπα ποτέ να επαναλαμβάνω από μνήμης με παστέλ ό,τι είχα δει. Μετά το 1925 δύο άλλα περιοδικά με πληροφορούσαν για το Παρίσι, το Femina και το Vogue. Tα κουβαλούσαν οι ξαδέλφες μου μαζί με παρτιτούρες τραγουδιών της μόδας που τα παίζανε στο πιάνο και τα τραγουδούσανε. Στα σαλόνια της θειας μου σχεδιασμένα απ' τον Τσίλλερ και επιπλωμένα απ' τον στενό του συνεργάτη Χάιμαν συνέβαιναν παράταιρα πράγματα. Πότε έβλεπες ιεράρχες με επικαλύμμαυχα που η ευλαβής θεία μου εδέχετο με σέβας και υπερηφάνεια, ποτέ καλογήρους του Αγίου Όρους που έφερναν εικόνες των Ιωσαφαίων για πούλημα, πότε την ηθοποιό Κυβέλη κι ένα σωρό προξένους και πρεσβευτάς. Σ' αυτό το σπίτι με τα πολυτελή χρυσοποίκιλτα ταβάνια και τους απαλόχρωμους ταμπλάδες των τοίχων δεν υπήρχαν έργα ζωγραφικής κρεμασμένα. Υπήρχαν μόνο φωτογραφίες φυσικού μεγέθους, αναρτημένες πολύ ψηλά κοντά στο ταβάνι με κορνίζες χρυσές με ωοειδή πασπαρτού περίτεχνα και χρυσοποίκιλτα. Υπήρχαν επίσης μεγάλες χρωμολιθογραφίες που παρίσταναν κοριτσάκια ή χανούμισσες με ξέπλεκα μαλλιά, στολισμένα με διαμαντένια μισοφέγγαρα. Ένα μόνο έργο ζωγραφικής υπήρχε που παρίστανε ένα στρατιώτη τρία τέταρτα με μαύρο φόντο. Άκουγα συνεχώς ότι σκοτώθηκε στον πόλεμο. Αργότερα κρεμάστηκαν έργα ζωγραφικής που πιθανόν προέρχονταν από χρέος ή ήσαν δώρα ευεργετηθέντος. Πολλά ήταν δουλεμένα με την σπάτουλα και άγνωστο γιατί τα έλεγαν γερμανική ζωγραφική.

Ο Αθανάσιος Τσίρος ποζάρει για το έργο «Ναύτης με χειμωνιάτικα σε ροζ φόντο», 1955.

Στο σπίτι αυτό, όπως είπα, εσύχναζαν πολλοί πρεσβευτές και πρόξενοι' επίσης η ηθοποιός Κυβέλη και μετά μια ορισμένη εποχή η Ελένη Παπαδάκη. Στο σπίτι αυτό είδα δυο γάμους στα καταστόλιστα με τριαντάφυλλα σαλόνια του και τον πρώτο θάνατο της οικογενείας, της θείας μου. Μέσα στα ίδια σαλόνια ντυμένα με μαύρα τούλια και κορδέλλες πένθιμες και πολλά λουλούδια και ανθισμένες αμυγδαλιές.
Στο σπίτι της θείας μου εφιλοξενήθηκα από το 1920 ως το 1925 επειδή έλειπαν στο εξωτερικό οι γονείς μου. Ήταν η εποχή που άρχισα να ζωγραφίζω με κάποιες αξιώσεις. Εγκατέλειψα τα παστέλ που χρησιμοποιούσα ως τότε και άρχισα να ζωγραφίζω με ακουαρέλλα. Από τότε θυμάμαι δεν ζωγράφισα ποτέ μου με ευκολία και με αγωνία έπιανα τα πινέλα. Επήρα και μερικά μαθήματα, σχεδίου από ένα Γάλλο ζωγράφο που λεγόταν Πικ και ήταν ειδικευμένος για παιδιά. Νομίζω πως του ΄δωσα την εντύπωση πως ήμουν ανεπίδεκτος μαθήσεως και κάποτε σταμάτησα τα μαθήματα. Άρχισα να ζωγραφίζω πάντα με ακουαρέλλα πιο εντατικά και πιο σοβαρά από το 1926 που είχαν επιστρέψει οι γονείς μου και εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα στην οδό Ερμού κοντά στο Μοναστηράκι. 

Ζωγραφίζοντας τις «Τέσσερις εποχές», Παρίσι, Montrouge, 1968.

Εζωγράφιζα πάντα απ' το φυσικό νεκρές φύσεις ή τοπία κατά προτίμηση με κτίρια, αλλά και προσωπογραφίες. Εκείνη την εποχή έκανα την ακουαρέλλα που παριστάνει το σπίτι του χειρούργου Φωκά, όπου έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη. Θυμούμαι τα παιδιά, τον Γιώργο και την Ιωάννα. Στο ίδιο περιβόλι ήταν και το σπίτι που μέναμε. Κάποτε είδα σ' αυτό το περιβόλι τον κυβιστή ζωγράφο Μετζενζέ που 'χε παντρευτεί την κόρη του Φωκά.
Το αντίγραφο του Δαφνιού το είχα κάνει πριν φύγει η μητέρα μου για το εξωτερικό, θυμάμαι πως πήγαμε με αμάξι με άλογα το 1920 για να λειτουργήσουμε την εκκλησία, γιατί το Δαφνί λειτουργιόταν τότε. Τον παπά τον πήραμε μαζί μας με το αμάξι. Έμενε απέναντι απ' το σπίτι μας σε μια μάντρα με πολλά δωμάτια, ήταν Κρητικός κι' είχε δώδεκα παιδιά. Το δωδέκατο το ΄χε βαφτίσει ο Βασιλιάς. Είχε έναν αδελφό χωροφύλακα και συνήθιζε να λέει στη μητέρα μου: «Όσα δεν προφθαινω εγώ με την φοβέρα στην εκκλησία, τα αποτελειώνει ο αδελφός μου ο χωροφύλακας κι έτσι σας προστατεύουμε κι' οι δυο απ' τους κακοποιούς». 

 
Αφίσα της αναδρομικής έκθεσης έργων του Γιάννη Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη Κτήριο οδού Πειραιώς, με τίτλο: Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989.

[....] Ένα άλλο είδος εντύπωση μου 'χαν κάνει οι δυο μου επισκέψεις στο Δαφνί. Στη δεύτερη έκανα το αντίγραφο. Η ευχάριστη ταραχή που μου προξένησαν αυτά τα μωσαϊκά ήταν σαν μια πληγή που εδέχτηκα. Μια πληγή που ξαναμάτωσε όταν γνώρισα τον Κόντογλου και είδα τα εξαιρετικά αντίγραφα που είχε κάνει απ' το Δαφνί και τον Όσιο Λουκά. Το 1927 ήδη μαθητής του Πολυτεχνείου που αργότερα ονομάστηκε ΑΣΚΤ (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) πήγα να γνωρίσω τον Κόντογλου μαζί με την Κατίνα Λάσκαρη, σήμερα σύζυγο του Δημήτρη Φωτιάδη και τότε συμμαθήτριά μου. Μαζί μας ήταν και δύο άλλα παιδιά. Είχα πάρει μαζί μου να του δείξω μερικές ακουαρελλες και σχέδια. Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου 'πε καθαρά ότι τον απογοήτευσα: «Μου 'παν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό, παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού». Μέρες και μήνες βάσταξε η στεναχώρια μου γιατί εθαύμαζα πολύ τον Κόντογλου. Είχε καταρρακώσει όλη μου την αστική περηφάνεια που δεν ήταν και πολύ στερεή. Η οικογένειά μου και το περιβάλλον της ακολουθούσαν τα υποδείγματα της Ευρώπης. Στις μόδες, στα εσώρουχα, στα καπέλα, στην αρχιτεκτονική, στα έπιπλα, στην μουσική, στην φιλολογία, σε όλα. Όλα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκά, παριζιάνικα ιδίως. Τα λόγια του Κόντογλου, γιατί μου είχε πει πολλά, ξύπνησαν μέσα μου αλλοτινές επαφές και συναντήσεις απ' την παλιά Ελληνική Τέχνη. Εξήγειραν ζωηρές εντυπώσεις απ' τις ρεκλάμες του Δεδούσαρου του Καραγκιοζοπαίχτη, την πληγή απ' τις πρώτες εντυπώσεις του Δαφνιού, θυμήθηκα τον παπά που ερχόταν κάθε πρώτη του μηνός να κάνει αγιασμό στο σπίτι ή παρακλήσεις στις δύσκολες στιγμές της οικογενείας ή κατά τον Δεκαπενταύγουστο. Άρχισα να δουλεύω διαφορετικά, να σκέπτομαι διαφορετικά, χωρίς ωστόσο να μαϊμουδίζω τον Κόντογλου. Αυτό θα γινόταν αργότερα. 

Ναύτης και γυμνό, 1947. Λάδι σε ξύλο, 18x26 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).
Το '54, αν δεν κάνω λάθος, εξέθεσα κάποια έργα μου, νομίζω, στην Πανελλήνιο Έκθεση. Μεταξύ των έργων, υπήρχε ένας μικρός πίνακας σε ξύλο που παρίστανε ένα γυμνό άνδρα ξαπλωμένο και δίπλα του καθισμένο ένα ναύτη με άσπρα. Όταν η έκθεση πλησίαζε προς το τέλος της, ειδοποιήθηκα από την αστυνομία να ξεκρεμάσω αυτό το έργο, γιατί προσέβαλλε το Ελληνικό Ναυτικό, κι ότι η Ναυτική Αστυνομία ήταν αποφασισμένη να τα κάνει σπαράλια, αν δεν ξεκρεμιόταν. Το ξεκρέμασα, παρόλο ότι δεν υπήρχε καμιά πρόθεση να προσβάλω κανέναν. (από την μονογραφία: Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989 Ζωγραφική, έκδοση του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη, Αθήνα 1990).

[....] Εκείνη την εποχή, θα 'μουν δεκαεννιά ετών, γνώρισα μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση. Αυτό που λένε έναν άτυχο έρωτα, κι' αποφάσισα ν' αυτοκτονήσω σιγά σιγά μη τρώγοντας καθόλου. Στους γονείς μου που τους παραξένευε το γεγονός πως δεν καθόμουν στο τραπέζι έλεγα πως είχα φάει πριν. Σιγά σιγά άρχισα να αδυνατίζω και να γεμίζω σπυριά από αβιταμίνωση νομίζω. Το 1930 αποφάσισα να σταματήσω την αυτοκτονία με την πείνα και πήγα να δουλέψω στον Κόντογλου όπως παν στο Μοναστήρι για να ξεχάσουν τα πριν. Γίνηκα ένας καλός βοηθός και ένας πειθαρχικός μαθητής. Συμμετείχα στους ενθουσιασμούς και στις δυσκολίες του - κι' είχε πολλές - χωρίς να πάψω να φοιτώ στο Πολυτεχνείο. Με τον καιρό άρχιζα να τον κρίνω πιο γαλήνια, να βλέπω πιο καθαρά την προσπάθειά του, να τον κριτικάρω, αλλά πάντα να τον σέβομαι και να τον θαυμάζω. Εκείνη την εποχή βρήκα κι ένα γερο Αϊβαλιώτη για να μάθω να διαβάζω παρασημαντική. Ήταν πολύ καλός ψάλτης και συγχρόνως πουλούσε στην παράγκα του στον Βύρωνα κάρβουνα και ξύλα. Είχε δυο γιους, Ο ένας ήταν αστυφύλακας κι' ο άλλος κλέφτης φυλακισμένος στην Θεσσαλονίκη. Η γυναίκα του, από σεμνοτυφία ίσως, την βυζαντινή μουσική την έλεγε Βαζαντινή.
Γιάννης Τσαρούχης, περιοδικό Λέξη, τεύχ. 7, Σεπτέμβρης 1981. 


 
Ο Γιάννης Τσαρούχης στο ατελιέ του στο Μαρούσι το 1978. Φωτογραφία Νίκη Τυπάλδου, από το λεύκωμα «Πορτρέτα», εκδόσεις Μίλητος, 2004


ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ
  • Έλληνες ζωγράφοι, εκδόσεις Καστανιώτης
  • Ανάμεσα σε ανατολή και δύση, εκδόσεις Άγρα
  • Αγαπητέ μου Γιάννη, εκδόσεις Ίκαρος
  • Ποιήματα 1934-1937, εκδόσεις Άγρα
  • Μονογραφία Μαυροϊδης, εκδόσεις, Αδάμ - Πέργαμος
  • Peintures, εκδόσεις, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών
  • Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου, εκδόσεις Καστανιώτης
  • Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, εκδόσεις Καστανιώτης
  • Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, εκδόσεις Καστανιώτης
  • Εγώ ειμί πτωχός και πένης, εκδόσεις Καστανιώτης
  • Αρχοντικά της Λέσβου, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Ι.
  • Θεόφιλος, εκδόσεις Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος
  • Ο Γιάννης Τσαρούχης διαβάζει Καβάφη στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, CD, εκδόσεις Άγρα
  • Ο Γιάννης Τσαρούχης διαβάζει και παίζει ΤΡΩΑΔΕΣ, CD, Σείριος SMH 95002.2

Σημειώσεις:

Όλες οι πληροφορίες για τα έργα του Γιάννη Τσαρούχη είναι από τον τόμο: Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989 Ζωγραφική, έκδοση του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη, Αθήνα 1990.
Όλα τα πνευματικά δικαιώματα των έργων και των κειμένων του Γιάννη Τσαρούχη ανήκουν στο Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη (http://www.tsarouchis.gr/)
© Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη


Ναύτης καθιστός φάτσα με μαύρο φόντο , 1938.
Λάδι σε πανί, 100x70 εκ. (Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, 3572).


Γυμνό ξαπλωμένο σε σεντόνι καρεδωτό, εκ του φυσικού, 1936. Λάδι σε πανί, (Ιδιωτική συλλογή).


Γυμνό ξαπλωμένο σε σεντόνι καρεδωτό, 1937. Κόλλα σε χαρτί, 50x150 εκ. (ιδιωτική συλλογή).


Γυμνό πλάτη ξαπλωμένο, 1940. Λάδι σε πανί, 30,5x49 εκ. (Κληροδότημα Πετρούτση, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, 6178).


 Η σύλληψη τριών κομμουνιστών που αντιδρούν αναλόγως. Ο πρώτος παρεδόθη, ο άλλος παλεύει, ο τρίτος είναι κάτω από το κρεβάτι. Πρώτες μέρες του κινήματος, 1944. Νερομπογιά σε χαρτί, 17,2x25 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 688).


Σπουδές ναυτών από τον Πόρο, 1948. Νερομπογιά σε χαρτί. (Ιδιωτική συλλογή, Αγγλία).


Νέος στάση αγάλματος Ολυμπίας, 1939. Νερομπογιά με κόλλα σε πανί, 69x99 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη).


Νέος με άσπρα λινά, 1937. Νερομπογιά με κόλλα σε πανί, 92x60,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη).


Ο σκεπτόμενος, 1936. Νερομπογιά με κόλλα σε χαρτί του μέτρου, 138x87 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη).



Γυμνό ξαπλωμένο πλάτη σε κόκκινη κουβέρτα, 1954. Λάδι σε πανί, 22,5x30,5 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Γυμνό του Κ.Γ., 1948. Λάδι σε πανί, ύψος 100 εκ. περίπου. (Ιδιωτική συλλογή).


Καλάθι με ροδάκινα, σπουδή για τις «Τέσσερις εποχές» του Tériade, 1955. Λάδι σε χαρτί με ακρυλική προετοιμασία, 31x42,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 38).


Ο γυμνός πιανίστας, Villeneuve-les-Sablons, 1971. Νερομπογιά σε χαρτί, 30,7x30,7 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 28).


(αρ.) Σπουδή για το «Άγιο Σεβαστιανό», Παρίσι, 1970. Λάδι σε πανί, 50x15 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 10167).
(δε.) Άγιος Σεβαστιανός, Παρίσι, 1970., 1940. Λάδι σε χαρτί,236x64 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Ναύτης και θαλασσιά κολόνα, 1962. Νερομπογιά σε χαρτί 30x22,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1152).


Ναύτης και άσπρη κολόνα, 1962. Νερομπογιά σε χαρτί 30x20,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1154).


Λουόμενος που ξεντύνεται, 1963. Νερομπογιά σε χαρτί 42,5x20,8 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 122).


Γυμνό πλάτη με καθρέφτη, 1962. Νερομπογιά σε χαρτί 33x23 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Κολυμβητής που ντύνεται, σπουδή για τη «Μεγάλη πλαζ» 1962. Νερομπογιά σε χαρτί 29,5x20 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Στρατιώτης χορεύει ζεϊμπέκικο, 1966. Λάδι σε πανί, 194,5x96,5 εκ. Ιδιωτική συλλογή).


Γυμνό καθισμένο και έπιπλο με λόγχες, 1954. Λάδι σε πανί, 43,8x24,7 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Ναύτης ξυπόλητος στον καναπέ, Αθήνα 1962. Λάδι σε πανί, 31x42,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη).


Δύο αεροπόροι, 1954. Λάδι σε πανί, 29x46 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο, 1948. Λάδι σε κόντρα πλακέ, 31,5x36 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη).


Ναύτης και γυμνό μπροστά σε τρίφυλλη πόρτα, 1948-49. Νερομπογιά σε χαρτί, 15,2x23 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 29).


Γυμνό ξαπλωμένο σε κόκκινη κουβέρτα, 1948. Λάδι σε πανί κολλημένο σε ξύλο, 36x41 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Ναύτης με κοντά και ροζ φόντο, 1950. Νερομπογιά με κόλλα σε πανί. (Ιδιωτική συλλογή).


Καφενείον Νέον, 1965-1966. Λάδι σε πανί, 127x180 εκ. (Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, 3572).


Καφενείον Μαυροκέφαλου, 1971. Λάδι σε πανί, 73x100 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Άνθρωπος με φτερά πεταλούδας όρθιος, σπουδή εκ του φυσικού, 1965. Λάδι σε χαρτί, 39x29 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1010).


Άνθρωπος με φτερά πεταλούδας ανακαθιστός, σπουδή εκ του φυσικού, 1965. Λάδι σε χαρτί, 39x29 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1008).


Πνεύμα νοσταλγίας παλιών μεγαλείων πάνω από την Κέρκυρα, Μαρούσι 1982. Λάδι σε πανί, 130x80 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Πλήξη πάνω από τη Θεσσαλονίκη, 1984. Λάδι σε πανί, (Ιδιωτική συλλογή).



Δύο άντρες με φτερά πεταλούδας, μαύρα παπούτσια, 1965. Λάδι σε καπλαμά, 41x35 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 632).


(αρ.) Νέος αθλητής με μαύρο παντελονάκι και προτομή του Ερμή, ημιτελές, 1940. Λάδι σε πανί, 200x67,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 577).
(δε.) Νέος γυμνός με πικροδάφνες και επίδεσμο στο χέρι, ημιτελές, 1940. Λάδι σε πανί, 171x65,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 575).


Μελέτη για ένα μήνα, Γαλλία, 1971. Νερομπογιά σε χαρτί 31,7x21,7 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Χέρι ναύτη, 1962. Νερομπογιά σε χαρτί 30x37 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Σπουδή ξαπλωμένου κολυμβητή. Μαύρες κάλτσες, άσπρα παπούτσια, 1962. Νερομπογιά σε χαρτί, 20,5x36 εκ (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 70).


Λουόμενος, Παρίσι, 1968. Πλαστικό σε νοβοπάν, 12,6x36,8 εκ (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 687).


Δυο ναύτες στα βράχια, 1967. Λάδι σε πανί. (Ιδιωτική συλλογή).


Μελέτη για γυμνό του νεαρού Δαβίδ, 1976. Λάδι σε καμβά. (Ιδιωτική συλλογή)

 
Σπουδή για το έργο «Το γράμμα», Villeneuve-les-Sablons, 1973. Λάδι σε νοβοπάν, 67,5x88 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1147).


Ενδυμίον, Villeneuve-les-Sablons, 1979. Λάδι σε πανί, 84x59 εκ. (Ιδιωτική συλλογή, Γαλλία).


Έρως και άγαλμα, 1963. Νερομπογιά σε χαρτί, 32x33,2 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη,48).


Καφενείο κοντά στη θάλασσα, 139. Νερομπογιά σε χαρτί. (Ιδιωτική συλλογή).


Μακέτα για το εξώφυλλο του δίσκου του Ξαρχάκου «Ένα μεσημέρι», Αθήνα 1966. Αυγοτέμπερα σε χαρτί, 39,5x39,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1011).


Το τσάμικο στην ακτή, 1978. Νερομπογιά σε χαρτί χαρτί, 20x20,7 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 459).


Εικονογράφηση για τον Απολλώνιο του Απόστολου Μελαχρινού, 1944. Νερομπογιά σε χαρτί. (Ιδιωτική συλλογή)


Η Πειραϊκή Χερσόνησος την παλιά εποχή κι ένας κολυμβητής, Παρίσι, 1968-69. Λάδι σε πανί,84x100 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Βράχια με δυο φιγούρες, St. Jean Cap Ferrat, 1961. Νερομπογιά σε χαρτί 36x54 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).

 
Σπουδή για πλαζ, δυο γυμνά, ένας αξιωματικός, 1962. Νερομπογιά σε χαρτί 21,5x26,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 71).


Μικρή πλαζ, 1962. Νερομπογιά σε χαρτί 22,5x30,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1153).


Σπουδή για τη «Μεγάλη πλαζ», 1962. Νερομπογιά σε χαρτί 35x87 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1151).


Σπουδή για τη «Μεγάλη πλαζ» (λεπτομέρεια), 1962. Νερομπογιά σε χαρτί 35x87 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1151).


Σπουδή για τη «Μεγάλη πλαζ» (λεπτομέρεια), 1962. Νερομπογιά σε χαρτί 35x87 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1151).


Νέος κοιμισμένος δίπλα στη θάλασσα, 1965. Νερομπογιά σε χαρτί 24,5x31,6 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 69).


«Το Νυμφώνα σου βλέπω», αλληγορική εικόνα, 1966. Νερομπογιά σε χαρτί 29x39 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 801).
Σπουδή ναυτών το βράδυ, 1955. Λάδι σε πανί, 30x25 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Νέος με περισκελίδα θαλασσιά σε ροζ φόντο, 1957. Λάδι σε πανί, 70x50 εκ. περίπου. (Ιδιωτική συλλογή).


Γυμνό καθιστό με κόκκινο χαλί, 1955. Λάδι σε πανί, 43x 35 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).



Ναύτης με χειμωνιάτικα σε ροζ φόντο, 1955. Λάδι σε πανί, 100x71 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Ερωτικό τουριστικό ζευγάρι (λεπτομέρεια), 1954. Νερομπογιά σε χαρτί, 34x25 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 799).


Ερωτικό τουριστικό ζευγάρι (λεπτομέρεια), 1954. Νερομπογιά σε χαρτί, 34x25 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 799).


Εσατζής συλλαμβάνει πνεύμα, 1965. Νερομπογιά σε χαρτί, 39,5x39,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη,1011).


Φτερωτό πνεύμα κουμπώνει το σώβρακό του, 1966. Ακρυλικό σε χαρτί, 38,5x27,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 124).


Σχέδιο για τον έργο «Το κολύμπι και η εξάσκηση στο σχέδιο», 1966-1968. Μολύβι σε χαρτί.


Κουρείο κοντά στην Αγία Ζώνη, 1946. Νερομπογιά σε χαρτί, 27x20 εκ. περίπου. (Ιδιωτική συλλογή).


Αναχώρηση με οβάλ καθρέφτη, 1962. Λάδι σε χαρτί, 42,5x82,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 578).


Ο χορός στη ζωή και στο θέατρο (λεπτομέρεια), Αθήνα και Montrouge, 1963-1968. Λάδι σε πανί, 59x241 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1167).


Ο τσάμικος και ο ζεϊμπέκικος (λεπτομέρεια), Παρίσι, 1971. Λάδι σε πανί, 35x141 εκ. (Πινακοθήκη Πιερίδη, 297).


Άγιος Σεβαστιανός. Παραλλαγή, σχεδόν αντίγραφο του καταστραφέντος. Παρίσι, 1970. Λάδι σε πανί, 90x128,5 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Ζεϊμπέκικο κοντά στη θάλασσα, Villeneuve-les-Sablons, 1979. Λάδι σε πανί, 37x56 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1015).



Άγιος Σεβαστιανός, άσπρο φόντο.Παραλλαγή, Villeneuve-les-Sablons, 1972. Λάδι σε πανί, 88,5x128,5 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Νέος μεταμφιεσμένος σε έρωτα, 1959. Τέμπερα σε χαρτί. 


Ο Ντομινίκ ως «Καλοκαίρι» (ημιτελές), Villeneuve-les-Sablons, 1975. Λάδι σε πανί, 115x81 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 589).


Σπουδή για το φθινόπωρο (Ντομινίκ), για τις  «Τέσσερις εποχές» του Πιερίδη, Παρίσι, 1970, Λάδι σε χαρτί, 50x30 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Το όραμα του Δαβίδ, 1968-1974. Λάδι σε πανί, 157x110 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Άγιος Σεβαστιανός, λάδι σε πανί. (Ιδιωτική συλλογή).


Η θυσία της Ιφιγένειας με σημερινά ρούχα, 1955. Νερομπογιά με κόλλα σε πανί, 230x211 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


 
Οικογένεια και έρωτας, 1948. Τέμπερα σε πανί, 57x64 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


 Μήνας με μπότες κίτρινες και ακόντιο, Παρίσι, 1970. Νερομπογιά σε χαρτί, 26,3x21,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 759).


Μήνας ξυπόλητος με άσπρα φτερά και στεφάνι με άσπρα λουλούδια, Παρίσι, 1970. Νερομπογιά σε χαρτί, 32x23,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 757).


 Εικονογράφηση Καβάφη, ζωγραφισμένη σε μια αγγλική έκδοση του 1951, Λονδίνο. Νερομπογιά σε χαρτί, 12,5x12 εκ. (Ιδιωτική συλλογή, Αγγλία).


 Σπουδή για το Ζέφυρο (Τάσος), 1965. Λάδι σε πανί, 26,5x25,5 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 50).


Οι οκτώ άνεμοι. Προμετωπίδα για την ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη «Προσανατολισμοί». Νερομπογιά σε χαρτί.


Λουόμενος δένει τις αρβύλες του, Villeneuve-les-Sablons, 1980. Παστέλ σε χαρτί kraft, 81x116 εκ. (Ιδιωτική συλλογή, Νέα Υόρκη).


  Σπουδή για την εικονογράφηση της «Βάρδιας», του Νίκου Καββαδία 1975-76. Παστέλ σε χαρτί kraft


Ναύτης που κάθεται στο τραπεζάκι, φόντο ροζ, Villeneuve-les-Sablons, 1980. Λάδι σε πανί, 110x78 εκ. (Ίδρυμα Βασίλης και Ελίζας Γουλανδρή, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης - Άνδρος).


Ναύτης που διαβάζει, Villeneuve-les-Sablons, 1980. Λάδι σε πανί, 96x80 εκ. (Πινακοθήκη Πιερίδη, 298).


Ναύτης στον ήλιο, 1968-1970. Λάδι σε πανί, 220x100 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 591).


Προσχέδιο που οδήγησε στη σύλληψη της "Ξεχασμένης φρουράς", 1951. Νερομπογιά σε χαρτί προετοιμασμένο με σινική μελάνη, 25x35 εκ. (Ιδιωτική συλλογή, Αγγλία).


Η ξεχασμένη φρουρά, 1957. Λάδι σε πανί, 216x295 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).



Η ξεχασμένη φρουρά (λεπτομέρεια), 1957. Λάδι σε πανί, 216x295 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Η ξεχασμένη φρουρά (λεπτομέρεια), 1957. Λάδι σε πανί, 216x295 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).



Κολύμπι και ανάπαυση, σπουδή για το έργο «Εξάσκηση στο σχέδιο και στο κολύμπι», 1965. Νερομπογιά σε χαρτί, 32x50 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).



Το κολύμπι και η εξάσκηση στο σχέδιο (λεπτομέρεια), Αθήνα και Montrouge, 1966-1968. Λάδι σε πανί, 59x192 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1168).


Το κολύμπι και η εξάσκηση στο σχέδιο (λεπτομέρεια), Αθήνα και Montrouge, 1966-1968. Λάδι σε πανί, 59x192 εκ. (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 1168).


Ο Διόνυσος μεθυσμένος, Villeneuve-les-Sablons, 1972. Λάδι σε πανί, 70x55 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).


Μήνας Ιανουάριος, Villeneuve-les-Sablons, 1973. Λάδι σε πανί, 130x89 εκ. (Ιδιωτική συλλογή).

2 σχόλια: