«Τοῦ
Θεοῦ ἡ Χώρα», μιὰ ταινία τοῦ Francis Lee
Ἡ
ζωὴ τῶν ποιμένων –πεῖτε τους καὶ
τσοπάνηδες, δὲν θὰ παρεξηγηθοῦν– ἦταν, καὶ ἀκόμα εἶναι, σκληρὴ καὶ δύσκολη. Δὲν ὑπάρχει
γι᾿ αὐτοὺς χρόνος ἀνάπαυσης, ἀργία,
γιορτινὴ μέρα· χρόνια ζοῦσαν μέσα στὴ
στέρηση καὶ στὴ φτώχεια, δουλεύοντας
γιὰ νὰ μεγαλώσουν τὰ παιδιά τους,
προσπαθώντας νὰ ἐπιζήσουν στὰ σκληρά,
κακοτράχαλα βουνά μας ἀλλὰ καὶ
προσφέροντας στὴν ἑλληνικὴ οἰκονομία
ἡ ὁποία βάσιζε πολλὰ στοὺς Ἕλληνες
ποιμένες, ἀφοῦ γάλα –καὶ τὰ παράγωγά
του–, μαλλί, καὶ κρέας ἦταν βασικὰ
προιόντα τῆς ἑλληνκῆς ὑπαίθρου – γιὰ
τὴν ἀκρίβεια τῶν ὲλληνικῶν βουνῶν.
Διόλου τυχαῖο ποὺ πῆραν τὴν προσωνυμία
ξωμάχοι, ἀπὸ τὸ μάχομαι ἔξω, μέσα στὴ
φύση, ἐνίοτε καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση,
ἀφοῦ ἀντιμετώπιζαν ὅλα τὰ καιρικὰ
φαινόμενα, μαχόμενοι μαζί τους κατὰ μέτωπον!!
Τὰ
ταξίδια τῆς ζωῆς τους ἦταν μεταξὺ
βουνοῦ, τοὺς καλοκαιρινοῦς μῆνες, καὶ
κάμπου, τοὺς χειμερινούς. Ἂς θυμηθοῦμε
ἐκεῖνον τὸν ὑπέροχο στίχο τοῦ Κρυστάλλη
ποὺ λέει: «πάρε με πάνω στὰ βουνὰ τὶ
θὰ μὲ φάει ὁ κάμπος», ἂν καὶ ὁ Ὅμηρος
τοὺς θέλει νὰ ἀνάβουν φωτιὲς στὰ ὄρη
γιὰ νὰ ζεσταθοῦν· φωτιὲς ποὺ λάμπουν
καὶ εἶναι ὀρατὲς ἀπὸ τοὺς θαλασσινούς·
ἡ λάμψη τους δὲ ὁμοιάζει μὲ τὴ λάμψη
τῆς θεότευκτης ἀσπίδας τοῦ Άχιλλέως!
Ἂν
τώρα μὲ λίγη φαντασία καταφέρουμε νὰ
ἀντικαταστήσουμε τὰ κακοτράχαλα,
σκληρὰ ἑλληνικὰ βουνά, ποὺ γιὰ χρόνια
ἀποτελοῦσαν τὰ λημέρια τῶν δικῶν μας
τσοπάνηδων, μὲ τὸ ἐξ ἴσου σκληρὸ
κακοτράχαλο, ὀρεινὸ καὶ ὑγρὸ τοπίο
τοῦ Γιόρκσαϊρ τῆς Ἀγγλίας, θὰ δοῦμε
πώς, οὐσιαστικά, ἐλάχιστα διαφέρουν.
Τοῦτο τὸ Ἀγγλικὸ τοπίο φέρει μάλιστα
καὶ τὸ τοπωνύμιο «Tοῦ Θεοῦ ἡ Χώρα».
Τοπωνύμιο ποὺ ἔχει νὰ κάνει μᾶλλον
μὲ την ὁμιχλώδη εἶκόνα τῶν χαμένων
μέσα στὰ σύννεφα βουνῶν του, πάνω στὶς
κορυφὲς τῶν ὁποίων, δὲν μπορεῖ παρὰ
νὰ κατοικεῖ, ὡς ἄλλος νεφεληγερέτης
Δίας, ὁ Θεός.
Σὲ
τούτη τὴ λασπωμένη, ὑγρὴ χώρα, λοιπόν,
κατοικεῖ ὁ Θεός· ἀλλὰ ἐδῶ, στοῦ Θεοῦ
τὴ Χώρα, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κατοικεῖ
καὶ ὁ νεαρὸς Ἀδάμ της!! Καὶ μὴν τὸν
μπερδεύεται μὲ κεῖνον τῆς ἑβραϊκῆς
μυθολογίας, τὸν δικό μας Ἀδάμ, ποὺ
φέρει τὸ ὄνομα Τζόνι (Josh O'Connor), δὲν τὸν
ἔπλασε κανένας Δημιουργὸς ἀπὸ χῶμα
καὶ σάλιο. Τὸ ἔπλασαν οἱ γονεῖς του
μετὰ ἀπὸ μιὰ νυχτιὰ ἔρωτα –παθιασμένου
ἢ μὴ δὲν γνωρίζουμε– πάνω στὶς λάσπες,
καὶ τὸν ἀπόθεσαν στὸ σκληρὸ τοῦτο
τοπίο γιὰ νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ τοὺς
ἀντικαταστήσει, ἀναλαμβάνοντας μὲ τὴ
σειρά του τὴ μικρὴ στάνη–φάρμα, ἀφοῦ,
τώρα πιά, ὁ πατέρας του μετὰ ἀπὸ σοβαρὴ
ἀσθένεια δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσει·
μπορεῖ μόνο νὰ τὸν συμβουλεύσει ἔτσι
καθὼς προσπαθεῖ μόλις νὰ στηριχθεῖ
στὰ δεκανίκια του. Ἡ μητέρα του δέ,
χρόνια τώρα, –ὡς γνήσια Ἀγγλίδα– τοὺς
ἔχει ἐγκαταλείψει γιὰ μιὰ ἀστική,
λιγότερο τραχιὰ ζωή· ἔτσι παρέμειναν
οἱ δυό τους παρέα μὲ τὴ γιαγιά του, ποὺ
εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τοῦ σπιτιοῦ,
χῶρο ποὺ ἔχει ἀναλάβει ἐξ ὁλοκλήρου
τὴ φροντίδα του.
Κομμάτι
τούτου τοῦ λασπωμένου τοπίου, τούτης
τῆς «θεϊκῆς» χώρας ὁ ἀνώριμος,
ρατσιστής, ἐγωιστής, χωρὶς ἴχνος
εὐγένειας Τζόνι, παρὰ τὴ σκληρή του
δουλειά, παρὰ τὸν καθημερινὸ κάματο,
δὲν μπορεῖ νὰ φέρει ἐπάξια βόλτα τὸ
μικρὸ ποιμνιοστάσιό του. Καὶ αὐτὸ ὄχι
γιατὶ τοῦ λείπει ἡ ἐργατικότητα ἀλλὰ
τὸ ἀπαιτούμενο πάθος, ἡ ἀπαιτούμενη ἀγάπη γιὰ
τοῦτο τὸν θεϊκὸ τόπο. Γιὰ νὰ λησμονήσει
ὅλ᾿ αὐτά, δὲν παραβλέπει νὰ ἐπισκεπτεται τὰ βράδια ποὺ ἡ ἀνία καὶ ἡ μοναξιὰ τὸν τυραννεῖ τὴν
τοπικὴ πάμπ, κατεβάζοντας τὴ μιὰ μπύρα
μετὰ τὴν ἄλλη, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἀναζήτηση
στιγμιαίων ἐρωτικῶν ἐπαφῶν μὲ ἄντρες,
γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴ μοναξιὰ
τοῦ τοπίου του, ἀδιαφορώντας γιὰ
τρυφερότητα, συντροφικότητα καὶ ἀγάπη,
ἀφοῦ τοῦτος ὁ Ἀδὰμ δείχνει νὰ μὴν
ἔχει τὴν ἀνάγκη καμιᾶς «Εὔας» στὴ
ζωή του.
Μέσα
σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ ἀδιέξοδο ὁ πατέρας
του προσλαμβάνει ἕναν ἐποχικὸ ἐργάτη,
τὸν Γκιόργκι Ἰονέσκου (Alec Secareanu), ποὺ
καθὼς μιὰ σκοτεινὴ νύχτα φτάνει, θὰ
ἀντιμετωπίσει τὸν ρατσισμό, τὴ ψυχρότητα
καὶ τὴν τραχύτητα τοῦ Τζόνι. Ἐξάλλου
τί μπορεῖ νὰ διδάξει ἕνας Ρουμάνος
«γύφτος» στὸν Ἀγγλόπαις Τζόνι μας;
Ὅμως μέσα ἀπὸ τὴν ἀρχικὰ δύσκολη
συνεργασία τους στὸ στανοτόπι τῶν
κακοτράχαλων βουνῶν, ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ
τὸ ἄγρυπνο βλέμμα τοῦ Θεοῦ πού, εἴπαμε,
δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κατοικεῖ στὶς
κρυμμένες μέσα στὴν ὁμίχλη κορυφές του, καθὼς βοηθοῦν
τὰ πρόβατά του νὰ γεννήσουν, τὸ φράγμα
ποὺ ὁ Τζόνι ἔχει στίσει ἀνάμεσά τους
θὰ πέσει ὡς ἄλλος χάρτινος πύργος, ἡ φύση θὰ
εἰσέλθει καὶ θὰ τοὺς κατακλίσει, οἱ
ἐθνικιστικὲς-ρατσιστικὲς κορῶνες
τοῦ Τζόνι θὰ πᾶνε περίπατο, καὶ ὁ Ἔρως,
κυρίαρχος πιά, θὰ ἑνώσει τὰ δυὸ κορμιά!!
Τοῦτα
τὰ κορμιὰ παρουσιάζονται, –ἰδιοφυέστατα,
θὰ λέγαμε– ἀπὸ τὸν σκηνοθέτη σὰν τὴ
συνέχεια τούτου τοῦ θεϊκοῦ τοπίου,
θεϊκὰ καὶ αὐτά, πλασμένα ἀπὸ σάρκα
φρέσκια, ζωντανή, ποὺ τρέμει καὶ σπαράζει
σὲ κάθε ἄγγιγμα· παρουσιάζονται σὰν
τὸν φυσικὸ τάπητα τῆς γῆς καθὼς
παράφορα ἀγκαλιάζονται πάνω της, σὰν
τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ ἐρειπωμένου
σταύλου μέσα στὸν ὁποῖο στενάζουν,
καθὼς ἀγκαλιασμένα συστρεφονται! –
προσέξτε τὴ σκηνὴ ποὺ οἱ δυό τους
χτίζουν τὴ γκρεμισμένη ξερολιθιά,
εἶναι σὰν νὰ τὴν χτίζουν, οὐσιαστικά,
μὲ τὰ ἴδια τὰ μέλη τους!!
Στὴ
σωματική τους ἕνωση δέ, οἱ δυὸ νέοι
κινηματογραφοῦνται ὡς ζῶα· ζῶα κι
αὐτοὶ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ζῶα, ἑνώνονται ξέφρενα, κάτω ἀπὸ τὸν ἐπιταχτικὴ
ἐντολὴ τοῦ ἐρωτικοῦ πόθου, διαχέοντας
ἕναν ἔντονο ἠλεκτρισμὸ τριγύρω τους.
Οἱ
κριτικοί μας –ἂς τοὺς ἀποκαλέσουμε
ἔτσι–, ἀναφερόμενοι στὴν ταινία μίλησαν
γιὰ τὴν ἀγγλικὴ ἐκδοχὴ τοῦ Brokeback
Mountain στὴν πιὸ τραχιά της ἔκδοση!! Ὅμως
ἡ ταινία τοῦ Φράνσις Λὶ (Francis Lee), πέραν
τῆς ποιμενικῆς καὶ τοπιογραφικῆς
σύνδεσής της, ἐλάχιστη σχέση ἔχει μὲ
τὴν ταινία του Ἂνκ Λί – προφανῶς καὶ
τὸ κοινὸ ἐπώνυμο τῶν σκηνοθετῶν!
Ἐδῶ
ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ συνειδητοποιημένους
ὁμοφυλόφιλους καὶ ὄχι μὲ δυὸ ἄτομα
ποὺ ἀναζητοῦν τὴ σεξουαλικότητά τους
καὶ ποὺ ντρέπονται γι᾿ αὐτή, κουβαλώντας
σωρεία τύψεων καὶ ἐνοχῶν μετὰ ἀπὸ κάθε ἕνωσή
τους. Ὁ νέος δηλαδὴ τοῦ ποιήματος τοῦ
Καβάφη, ποὺ ἤθελε νὰ σωθεῖ ἀπ᾿ τὴ
στιγματισμένη, τὴν νοσηρὴ ἡδονή, ἀπ᾿
τὴ στιγματισμένη τοῦ αἴσχους ἡδονή,
δὲν ὑπάρχει ἐδῶ· ἐνῶ στὸ Brokeback
Mountain εἶναι παρὸν καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια
τῆς ταινίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ δυὸ
ἥρωες καταφεύγουν στὸ νὰ δημιουργήσουν
οἰκογένειες προκειμένου νὰ «ἐνταχθοῦν»
στὴν κοινωνία, κρυμμένοι μέσα στὴν
πλαστὴ εἰκόνα τοῦ «καλοῦ» οἰκογενειάρχη.
Ἐπιπλέον, δεῖτε τὸν περίγυρο πόσο
ἀνοιχτόμυαλος μᾶς παρουσιάζεται στὸ
God’s Own Country, σὲ σημεῖο ποὺ μᾶς ἐκπλήσει – ἰδιαίτερα ὁ ἀνεκτικὸς πατέρας ποὺ
κάλλιστα θὰ τὸν συγκρίναμε μὲ τὸν
πατέρα τοῦ Νὰ μὲ φωνάζεις μὲ τ᾿ ὅνομά
σου!! Ἀντίθετα, ὁ κοινωνικὸς περίγυρος
στὸ Brokeback Mountain εἶναι ποὺ συνθλίβει
τοὺς ἥρωες καὶ ποὺ στὸ τέλος δολοφονεῖ
τὸν ἕναν, μὴ ἀνεχόμενος «παραβατικὲς»
σεξουαλικὲς συμπεριφορές!!
Τέλος,
τὸ Brokeback Mountain μᾶς ἀφηγεῖται μιὰ
καταδικασμένη ἀπὸ τὴν περιρρέουσα
ἀτμόσφαιρα ὁμοερωτικὴ σχέση,
ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ God’s Own Country ὅπου
τὸ hapi end μᾶς πλημμυρίζει μὲ ἕνα
συναίσθημα καθαρὸ καὶ εἰλικρινές,
μιλώντας γιὰ παγκόσμια μεγέθη, ὅπως ἡ
ἀγάπη, ὁ ἔρωτας, ἡ κατανόηση καὶ ἡ
συντροφικότητα τὰ ὁποῖα οἱ ἢρωές του
ἔχουν τὴ χαρά νὰ γευτοῦν ἄφοβα!! – πρὸς ἀποφυγὴν παρεξηγήσεως, νὰ προσθέσουμε
πὼς καὶ τὸ Brokeback Mountain μιλάει γι᾿ αὐτά,
ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ συνθλίβονται κάτω ἀπὸ
τὸν ὁδοστρωτήρα τῆς μὴ ἀνεκτικότητας,
τὸ τραγικὸ τέλος του δὲ σὲ πλημμυρίζει
μὲ πίκρα καὶ πόνο γιὰ τὸ ἀνεκπλήρωτο
τῆς ζωῆς τῶν ἡρώων του – γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ δὲν ἔζησαν!
Ἀξίζει
νὰ προσθέσουμε πὼς ὁ σκηνοθέτης, ποὺ
ὑπογράφει καὶ τὸ σενάριο, μᾶς ἀφηγεῖται
μιὰ λίγο–πολὺ προσωπικὴ ἱστορία, ἀφοῦ
ὡς γιὸς ἰδιοκτήτη φάρμας τὴν ἐγκατέλειψε
προκειμένου νὰ γίνει ἡθοποιός. Ἡ ταινία
ἀπέσπασε ἀρκετὰ βραβεῖα στὰ διεθνὴ
φεστιβὰλ ὅπου προβλήθηκε: Βερολίνο,
Σάντανς, Τορόντο, Σικάγο, Ἐδιμβοῦργο
κ.ἀ., ἦταν ἐπίσεις ὑποψήφια γιὰ BAFTA.
Τὰ
περὶ σχολίων τοῦ σκηνοθέτη γύρω ἀπὸ
τὸ brexit ποὺ ἐλέχθησαν ἀπὸ πολλούς, δὲν
πιστεύουμε πὼς δικαιώνονται, ἀφοῦ δὲν
διαφαίνεται καμιὰ ξεκάθαρη πρόθεση
τοῦ εὐφυέστατου δημιουργοῦ τῆς
παρούσας ταινίας νὰ πάρει θέση πάνω σ᾿
αὐτό, ἀλλὰ στὶς προθέσεις του ἀνιχνεύουμε
μόνο σκέψεις καὶ ὀλιγόλογα σχόλια!
Ἐξάλλου, ὁ σκηνοθέτης, ἔλεγε ὁ Θόδωρος
Ἀγγελόπουλος, δὲν πρέπει νὰ ὑποδεικνύει
μὲ τὸ δάχτυλο ἀλλὰ νὰ δίνει τροφὴ
γιὰ σκέψη καὶ διάλογο...
Οὐσιαστικά,
ἐδῶ, ὁ Φράνσις Λὶ κινηματογραφεῖ τὰ τοπία
καταγωγῆς του, τὰ «ὄμορφα μοναχικὰ
τοπία της», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει
καὶ ὁ οἰκονομικὸς μετανάστης,
ἀναφερόμενος στὴ νέα του χώρα – νὰ
ποῦμε δὲ πὼς ὅλα τὰ γυρίσματα ἔγιναν
στὰ φυσικὰ τοπία τοῦ Γιόρκσαϊρ. «Ἡ
χώρα μου εἶναι νεκρή», λέει κάπου ἀλλοῦ,
ἀναφερόμενος στὴ Ρουμανία, καὶ προφανῶς, κατ᾿
ἐπέκταση, στὴν Εὐρώπη...
Ἕνα
σωματικὸ φίλμ, ἀφοῦ μὲ τὰ ἴδια τὰ
σώματα τῶν πραγματικὰ ἐξαιρετικῶν
ἠθοποιῶν του, ὁ σκηνοθέτης χτίζει μιὰ
σπουδαία, τρυφερὴ καὶ συνάμα σκληρὴ
ταινία, πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ ὁποιοδήποτε
στενάχωρο κλισὲ τῶν gay ταινῶν.
©
κειμένου: www.gayekfansi.blogspot.com - μὲ τὴν
ἐπιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος.
©
φωτογραφιῶν: στὶς ἑταιρεῖες παραγωγῆς
καὶ διανομῆς.
Ἀπὸ
ἀρ.: Josh O’Connor, Francis Lee καὶ Alec Secareanu στὸ
Κινηματογραφικὸ Φεστιβὰλ τοῦ Ἐδιμβούργου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου