Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

«Πουθενά», η παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου (Dimitris Papaioannou)



 
Πουθενά να πέσεις παρά μόνο κάτω
Πουθενά να σταθείς παρά μόνο επάνω
[…]
Πουθενά να πας παρά μόνο έξω
Πουθενά να πας παρά μόνο πίσω
BEN KING, απόσπασμα από το ποίημα «The Sum of Life»
 
«ΠΟΥΘΕΝΑ», μια παράσταση σε σύλληψη-σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαϊωάννου
Η Γερτρούδη Στάιν (1874-1946), η Αμερικανίδα συγγραφέας και κριτικός, που γεννήθηκε στο Αλιγκένυ της Πενσυλβάνια, και μετανάστευσε στο Παρίσι το 1903, όπου πέρασε όλη της τη ζωή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μια πρωτοπόρος. Στην Στάιν ανήκει ο όρος χαμένη γενιά για τους Αμερικανούς συγγραφείς που μετανάστευσαν στη Γαλλία μετά τον Α' Παγκόσμια Πόλεμο, επίσης η λέξη «gay» χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για τους ομοφυλόφιλους από τη Γερτρούδη Στάιν, στο διήγημα Miss Furr and Miss Skeene, που δημοσιεύθηκε το 1923 στο περιοδικό Vanity Fair. Μ' ένα στοιχειώδες λεξιλόγιο και μια ιδιόμορφη τεχνική, η Στάιν μπόρεσε να καταγράψει τις ψυχικές καταστάσεις των προσώπων της, ανατρέποντας τους αφηγηματικούς κανόνες που επικρατούσαν ως τότε. Η επίδραση της Στάιν στην πρωτοπορία, στην ιστορία των τεχνών, στην εξέλιξη της γραφής ήταν ουσιαστικές τόσο που θα δυσκολευόμασταν να της αποδώσουμε ακριβώς ότι της αξίζει. Το σίγουρο είναι ότι ήταν ο αόρατος παράγοντας πολλών καταστάσεων. Η Στάιν μοιράστηκε για 40 χρόνια, από το 1907 ως το 1946, την ζωή της με την σύντροφό της Αλις Τόκλας. Ένα δεσμό που δεν έκρυψε ποτέ. Το 1934 η Στάιν, επέστρεψε για πρώτη και τελευταία φορά στην Αμερική για μια σειρά διαλέξεων. Ήταν η χρονιά που η Γερτρούδη Στάιν οραματίστηκε τη σκηνή ως ένα τοπίο. Ένα τοπίο αυτόνομο, άρα άχρονο, όπως ακριβώς μας το προβάλει η φύση μπροστά μας και το απομονώνουν τα μάτια μας. Ένα απομονωμένο κάδρο λοιπόν, που, κοιτώντας το εστιάζεις στο στήσιμό του, στη σύνθεσή του και στις αναλογίες του.
Ο Δημήτρη Παπαϊωάννου προσκαλούμενος να εγκαινιάσει με ένα έργο την κεντρική και πλήρως ανακαινισμένη σκηνή του Εθνικού μας θεάτρου, του Κτιρίου Τσίλερ στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, δημιούργησε το «Πουθενά», σε σύλληψη-σκηνοθεσία δική του.
Και το «Πουθενά» δεν είναι τίποτ' άλλο από ένα τοπίο, ένα σκηνικό τοπίο, με τα δέντρα του, τα σπιτάκια του, τους δρόμους του και τα μονοπάτια του, τον συννεφιασμένο ουρανό του, τους περιπατητές του και πάνω απ’ όλα τον ορίζοντά του. Τώρα, αν όλα αυτά αντικατασταθούν με ευρηματική ευχέρεια από τους τεράστιους μεταλλικούς ψηλόλιγνους κορμούς (τα σταγκόνια), τις καταπακτές, τους προβολείς που το φιλτραρισμένο φως τους διαθλά τη σκηνή, τα 26 ανθρώπινα σώματα που «περιφέρονται» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, που σκαρφαλώνουν, που κρύβονται, που πέφτουν για να ξανασηκωθούν, που χάνονται και προπάντων που περπατούν στα δυο τους πόδια, έχουμε ένα τοπίο πλήρως μεταφρασμένο στη σκηνική γλώσσα.
Ο θεατή καλείται βάση των συσχετισμών και των εικόνων να βρει αυτός την ιστορία, να την αφουγκραστεί, να την πλάσει, με άλλα λόγια η ιστορία που αφηγείται μια παράσταση σαν το «Πουθενά είναι ελεύθερη πολλών ερμηνειών. Ουσιαστικά δεν αφηγείται μια, αλλά πολλές ιστορίες. Τις ιστορίες των επινοημένων εικόνων που ελεύθερα μετεγγράφονται από τον καθένα.
Ένα τοπίο εντυπωσιακό ύψους 25 μέτρων λοιπόν, άνθρωποι που κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις πάνω, κάτω, αριστερά και δεξιά, ξανά και ξανά, ο δημιουργός του ποτέ δεν θα ξεκαθαρίσει αν ψάχνουν κάτι. Συναισθήματα όπως χαρά, ενθουσιασμός, λαχτάρα απουσιάζουν από τα ανέκφραστα πρόσωπά τους. Εδώ δεν υπάρχουν ήρωες, αλλά ο εμπνευστής τούτου του σπουδαίου εγχειρήματος φρόντισε να το πλαισιώσει από αντι-ήρωες με μόνο φορτίο το σώματα τους, που περιφέρονται πάνω σε τούτο το τοπίο ανέκφραστο, αδημιούργητο σχεδόν, που πιθανότατα να αναζητά το άλλο τους μισό, έτσι όπως ακριβώς ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο δια στόματος Αριστοφάνη μας το παρουσιάζει. Κανένας δεν ξέρει αν θα το βρουν, κανείς δεν ξέρει αν θα κοπάσει κάποτε τούτο το αέναο πήγαιν’ έλα, κανένας δεν ξέρει.
Στην Αμερική εδώ και χρόνια άνθησαν τέτοια πρωτοποριακά εγχειρήματα με κύριο εκπρόσωπό τους τον Μπομπ Γουίλσον. Σε αυτήν ακριβώς την πρωτοπορία εντάσσεται και το ευφυέστατο «Πουθενά» του Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Τώρα ως αναφορά την γνωστή ιστορία με το γυμνό του φινάλε, αφήνουμε τον ίδιο τον δημιουργό να μιλήσει.
«Είμαι δυσαρεστημένος γιατί μια απλή σκηνή παίρνει τη διάσταση σκανδάλου και συμβάλλει στον αποπροσανατολισμό του κοινού. Έφτιαξα μια παράσταση σαν μια διακριτική τελετή γονιμοποίησης ενός χώρου. Δυστυχώς δεν μπορεί να λειτουργήσει απλώς σαν μια χειρονομία. Ευτυχώς ο κόσμος ανταποκρίνεται και η παράσταση παίρνει τον δρόμο της.
»Είμαι γυμνιστής εδώ και 20 χρόνια και γνωρίζω καλά το γυμνό. Στη δουλειά μου δεν το χρησιμοποιώ ποτέ πολιτικά. Για μένα είναι κάτι τελείως φυσικό. Θυμάμαι τον προβληματισμό μας στην τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας για το αν θα έπρεπε ή όχι να εμφανιστεί γυμνή η έγκυος γυναίκα στην πομπή. Από σεβασμό στις μουσουλμανικές χώρες και στην παγκόσμια προβολή του θεάματος, αποφάσισα να μην το κάνουμε. Εδώ όμως πρόκειται για έργο τέχνης. Ο Δρομέας που έβρισκε εμπόδια στους παγκόσμιους πολέμους και έπεφτε, στην ίδια τελετή, είναι για μένα πολύ πιο σοβαρό θέμα από το γυμνό. Γι΄ αυτό και δεν ενέδωσα στις πιέσεις να απαλείψω τη σκηνή».1
Πηγές και σημειώσεις:

1. Δημήτρης Παπαϊωάννου, ΒΗΜΑ, 23/10/2009
Κείμενο: gayekfansi.blogspot.com
© κειμένου, gayekfansi.blogspot.com, με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος

 
 
Τελειώνουμε τούτη τη μικρή αναφορά στο «Πουθενά» του Δημήτρη Παπαϊωάννου που εγκαινίασε το Εθνικό μας Θέατρο, με την παράθεση των παρακάτω κειμένων από το πρόγραμμα της παράστασης:
Η μέτρηση του χώρου δεν είναι απλά και μόνο η εισαγωγή μιας σειράς σχεδίων ή νοητικών σχημάτων μέσα στον κόσμο, αλλά απορρέει από την παραστατική πράξη με την οποία συνδεόμαστε πρακτικά με το περιβάλλον μας.
MARK PATERSON, The Senses of Touch: Haptics, Affects and Technologies
 ***
Το σώμα μας με τα όργανά του είναι το εργαλείο που μεταφέρουμε μέσα στο χώρο.
HERMANN VON HELMHOTZ, The Facts in Perception
 ***
Ένας τοπογράφος πρέπει να βρεθεί μέσα στο χώρο για να μπορέσει νε διατυπώσει μια σχέση απόστασης ανάμεσα σε δύο πράγματα. Ο τοπογράφος αυτός είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, το σώμα που μπορεί να διασχίσει την απόσταση που χωρίζει τα αντικείμενα. […] Το σώμα παίζει του ρόλο του απόλυτου μέτρου, μιας αόρατης μονάδα μέτρησης. Οι αρθρώσεις επιτρέπουν στο σώμα να κινείται, και η κίνηση με τη σειρά της του επιτρέπει νε μετρήσει την απόσταση χρησιμοποιώντας το σώμα ως μετρητή […].
JOSÉ GIL, Metamorpfoses of the Body
 
Ένας χώρος υπάρχει όταν κάποιος λαμβάνει υπόψη τα διανύσματα κατεύθυνσης, τις ταχύτητες, και τις μεταβλητές του χρόνου. Κατά συνέπεια ο χώρος συντίθεται από τις διασταυρώσεις των κινούμενων στοιχείων. Κατά μια έννοια ενεργοποιείται από το σύνολο των κινήσεων που λαμβάνουν χώρα μέσα του. […] Με λίγα λόγια, ο χώρος είναι ένας βιωμένος τόπος.
MARK AUGÉ, Non-plases: Introduction to an anthropology of supermornity
***
Κάθε σώμα καταλαμβάνει τον τόπο του.
LOUIS MARIN, «Le lieu du pouvoir à Versailles»
 ***
Στον συνηθισμένο άνθρωπο.
Στον κοινό ήρωα, τον πανταχού παρόντα, που σε αμέτρητες χιλιάδες περπατάει στους δρόμους. […] Αυτός ο ανώνυμος ήρωας είναι πανάρχαιος. Είναι ο ψίθυρος της κάθε κοινωνίας. Σ’ όλες τις εποχές προηγείται των κειμένων. Δεν περιμένει καμιά αναφορά. Σιγά σιγά καταλαμβάνει το κέντρο της επιστημονικής σκηνής. Οι προβολείς έχουν φύγει από τους ηθοποιούς που διαθέτουν ονοματεπώνυμο και κοινωνικά διαπιστευτήρια, και στρέφονται πρώτα προς το μέρος του χορού για να καταλήξουν πάνω στη μάζα του κοινού. […] Είμαστε μάρτυρες της έλευσης των πολλών. Είναι αναπόσπαστό κομμάτι της δημοκρατίας, των μεγάλων πόλεων, της κρατικής διοίκησης, της κυβερνητικής. Είναι μια ελάχιστη και αρραγής μάζα, σφιχτά υφασμένη χωρίς σκισίματα ούτε μπαλώματα, ένα πλήθος ποσοτικοποιημένων ηρώων που χάνουν όνομα και πρόσωπο, μια πλημμύρα μηδενικών στους δρόμους, ένας κινητός κώδικας υπολογισμών και εκλογικεύσεων που δεν ανήκουν σε κανέναν.
MICHEL DE CERTEAU, The Practice of Everyday Living
 
 
 
Περπατάς. Και δεν το συνειδητοποιείς πάντα, αλλά πάντα πέφτεις.
Με κάθε βήμα πέφτεις ελαφρώς προς τα εμπρός.
Και τότε συγκρατείς τον εαυτό σου από την πτώση.
Ξανά και ξανά, πέφτεις. Και πάλι συγκρατείς τον εαυτό σου από την πτώση.
Κάπως έτσι γίνεται να περπατάς και να πέφτεις την ίδια στιγμή.
LARIE ANDERSON, απόσπασμα στίχων του τραγουδιού Walking & Falling
 ***
Προσέχοντας στον χρόνο και στον χώρο των πραγμάτων, φτάνεις εκεί όπου όλα αρχίζουν να φαίνονται, φτάνεις στην κίνηση και την ακινησία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ, από το δοκίμιο «Ο Προμηθέας στη ζωγραφική»
 
 
 
Μέσω της χρήσης ενός καθρέφτη το κοινό έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί ακαριαία τον εαυτό του ως ένα κοινωνικό σώμα (ως μια ενότητα), αντισταθμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο περφόρμερ ορίζει το κοινό. Έτσι μέσα στην περφόρμανς του δίνεται μια δύναμη αντίστοιχη με αυτή του περφόρμερ.
DAN GRAHAM, από το έργο του Performance/Audience/Mirror (1977)
 ***
Αυτό που μένει από τα γεγονότα εξαρτάται από μόνον ένα ηθοποιό, αόρατο που γίνεται αντιληπτός αποκλειστικά από την επαναληπτικότητα του βουητού ή από τα αναπάντεχα θαύματα που διαταράσσουν την κανονικότητα. Η μηχανή είναι το πρώτο κινούν, ο μοναχικός θεός από τον οποίο πηγάζει όλη η δράση. Δεν διαχωρίζει μόνο θεατές και όντα, τους συνδέει κιόλας· είναι ένα κινούμενο σύμβολο που βρίσκεται ανάμεσά τους, ένας ακούραστος μοχλός που προκαλεί που προκαλεί αλλαγές στις σχέσεις μεταξύ τον ακίνητων στοιχείων.
MICHEL DE CERTEAU, The Practice of Everyday Living
 ***
Πουθενά να πέσεις παρά μόνο κάτω
Πουθενά να σταθείς παρά μόνο επάνω
[…]
Πουθενά να πας παρά μόνο έξω
Πουθενά να πας παρά μόνο πίσω
BEN KING, απόσπασμα από το ποίημα «The Sum of Life» 
Πηγή

Από το πρόγραμμα της παράστασης.
 
 
 
«ΠΟΥΘΕΝΑ» (2009), η ταυτότητα της παράστασης
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Παπαϊωάννου
Εικαστικός συνεργάτης - Σκηνικός σχεδιασμός: Ζάφος Ξαγοράρης
Μουσική σύνθεση - Ηχητικός σχεδιασμός: Coti K.
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Γιάνναρος
Κοστούμια: Θάνος Παπαστεργίου
Βοηθός σκηνοθέτη - Διεύθυνση καλλιτεχνικής παραγωγής: Τίνα Παπανικολάου
Φωτογραφίες: Μαριλένα Σταφυλίδου, Αλέξανδρος Νιάγκος
Επί σκηνής: Προκόπης Αγαθοκλέους, Πάνος Αθανασόπουλος, Θανάσης Ακοκκαλίδης, Αντώνης Βαής, Νίκος Δραγώνας, Μανόλης Θεοδωράκης, Κωνσταντίνος Καρβουνιάρης, Γιώργος Καφετζόπουλος, Ευριπίδης Λασκαρίδης, Tadeu Liesenfeld, Κωνσταντίνος Μαραβέλιας, Γιώργος Μάτσκαρης, Γιάννης Μίχος, Μαρία Μπρέγιαννη, Ίλια Ντετσάβες – Πόγκα, Χρήστος Παπαδόπουλος, Γιάννης Παπακαμμένος, Σίμος Πατιερίδης, Άρης Πλασκασοβίτης, Ευαγγελία Ράντου, Ηλίας Ραφαηλίδης, Καλλιόπη Σίμου, Διογένης Σκαλτσάς, Συμεών Τσακίρης, Σοφία Τσιαούση, Altin Huta
Σύνδεσμοι

Επίσημο site του Δημήτρη Παπαϊωάννου: Εδώ
Το «Πουθενά» στο site του Εθνικού Θεάτρου: Εδώ



 


 



 



Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

"2", a performance by Dimitris Papaioannou



 


«2» ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Στο Περί Έρωτος Συμπόσιον1 του Πλάτωνα, ο Αριστοφάνης, αναφερόμενος στο μύθο της ψυχής που αενάως αναζητεί το άλλο της μισό, λέει:
Πρωτίστως πρέπει νά καταλάβετε καλά τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὰς περιπετείας της. Παλαιά δηλάδή ὁ ὀργανισμός μας δὲν ἦτον ὁ ἴδιος, ὅπως τώρα· ἦτο διαφορετικός. Πρῶτα πρῶτα τὰ φῦλα τῶν ἀνθρώπων ἦσαν τρία, καὶ ὄχι ὅπως σήμερα δύο, ἀρσενικό καὶ θηλυκόν. Ὑπῆρχεν άκόμη καὶ ἕνα τρίτον, άποτελούμενον άπ' αὐτά τὰ δύο. Τὸ ὄνομά του μένει ἀκόμη, τὸ ἴδιον ὅμως ἔχει ἐξαφανισθῆ: τὸ αρσενικοθήλυκον. Ἦτο τότε ἕνα ξεχωριστόν φῦλον, καὶ συνεδύαζε καὶ εἰς τὴν ἐμφάνισιν καὶ εἰς τὸ ὄνομα τὰ δὺο ἄλλα, τὸ ἀρσενικόν καὶ τὸ θηλυκόν. Τώρα δὲν ὐπάρχει παρά μόνον ὡς λέξεις καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς ὕβρης. Ἔπειτα ὁλόκληρος ὁ κόσμος τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἦτο στρογγυλός καὶ εἶχεν ὁλόγυρα ράχην καὶ πλευράς. [...]
Ὁ λόγος τώρα ποὺ ἦσαν τρία τὰ φῦλα καὶ εἶχαν αὐτήν τὴν ἐμφάνισιν, εἶναι διότι τὸ ἀρσενικόν ἦτον ἀρχικῶς τοῦ ἡλίου γέννημα, τὸ θηλυκόν τῆς γῆς, τῆς σελήνης τὸ άνὰμεικτον· άφοῦ καὶ ἡ σελήνη ἀποτελείται καὶ άπὸ τὰ δύο. Περιφερικά πάλιν ἦσαν καὶ αὐτά καὶ ὁ τρόπος τῆς μετακινήσεώς των, διότι ὡμοίαζαν μὲ τοὺς προγόνους των. Ἡ σωματική των δύναμις καὶ ἡ άντοχή των ἦσαν τρομερά, καὶ εἶχαν άπέραντον ἔπερσιν. Τὰ ἔβαλαν μέλιστα μὲ τοὺς θεούς· αὐτό ποὺ διηγεῖται ὁ Ὅμηρος διὰ τὸν Ὦτον καὶ τὸν Ἐφιάλτην, ἀναφέρεται εἰς έκείνους κυρίως: ἐτόλμησαν νά κατασκευάσουν άνάβασιν πρὸς τὸν οὐρανόν διὰ νὰ κτυπήσουν τοὺς θεούς.
Ὁ Ζεὺς τότε συνεσκέπτοντο μὲ τοὺς ἄλλους θεούς, τὶ νὰ τοὺς κάνουν, καὶ δὲν εὕρισκαν λύσιν. Νὰ τοὺς σκοτώσουν καὶ μὲ τοὺς κεραυνούς νὰ ἐξαφανίσουν τὸ γένος των, ὅπως τοὺς Γίγαντας, δὲν τοὺς ἤρχετο· ἡ λατρεία τότε καὶ αἱ θυσίαι τῶν ἀνθρώπων ἐχάνοντο. Οὔτε πάλιν νὰ τοὺς ἀνέχωνται ν' άχημονοῦν. Τέλος ὕστερ' ἀπό πολλά εἶχεν ὁ Ζεὺς μίαν ἔμπνευσιν καὶ τοὺς λέγει: «Ἔχω, μοῦ φαίνεται, ἕνα μέσον, ὥστε καὶ νὰ διατηρηθή ἡ άνθρωπότης καὶ νὰ παραιτηθῆ άπὸ τὴν αὐθάδειάν της: νὰ γίνουν άσθενέστεροι. Έπὶ τοῦ παρόντος» εἶπε «θὰ τοὺς κόψω εἰς δὺο μέρη τὸν καθένα· ἔτσι θὰ γίνουν ἁφ' ἑνὸς μὲν ἀνίσχυροι, ἀφ' ἑτέρου δὲ χρησιμώτεροι δι' ἡμᾶς, ἀφοῦ θὰ εἶναι ἀριθμητικῶς περισσότεροι». Θὰ περιπατοῦν δὲ όρθοί μὲ τὰ δὺο πόδια. Ἄν ὅμως ἀποδειχθῆ ὅτι ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἀνυπότακτοι καὶ δὲν θέλουν νὰ καθίσουν ἥσυχα, δευτέραν φοράν», εἶπε, «θὰ τοὺς χωρίσω καὶ πάλιν εἰς δὺο, ὥστε περιπατοῦν μὲ τὸ ἕνα σκέλος, σὰν νὰ παίζουν κουτσοπόδι». Εἶπε καὶ ἤρχισε νὰ σχίζει τοὺς ἀνθρώπους εἰς δὺο ὅπως αὐτοί ποὺ σχίζουν τὰ μέσπιλα διὰ νὰ τὰ διατηρίσουν ἤ ὅπως αὐτοί ποὺ σχίζουν τὰ αὐγά μὲ τὴ τρὶχα. [...]
Μετά τὴν διχοτόμησιν λοιπόν τού όργανισμοῦ μας άναζητοῦσε τὸ καθένα τό ἄλλο του ἥμισυ καὶ ἐπήγαιναν μαζί. Ἐτύλιγαν τὸτε τὰ χέρια των ὁ ἕνας γύρω άπό τὸν ἄλλον, καὶ ἔτσι σφικταγκαλιαμένοι, γεμάτοι πόθον νὰ κολλήσουν μαζί, εὕρισκαν τὸν θάνατον άπό τὴν πεῖναν καὶ γενικῶς άπό τὴν ἀνικανότητα πρὸς οἱανδήποτ' ἐνέργειαν· χωρισμένοι ὁ ἕνας άπό τὸν ἄλλον δὲν έδέχοντο τίποτε νά κάμουν. Ὁσάκις δὲ τὸ ἔνα ἤμισυ άπέθνησκε καὶ ἔμενε τὸ ἄλλο, αὐτό ποὺ ἔμενεν, έζητοῦσεν ἕνα ἄλλο ν' ἀγκαλιάση, εἴτε τὸ ἥμισυ γυναικός πλήρους ἧτο (αὐτὸ ποὺ ὀνομάζομεν σήμερον γυναῖκα) εἴτε ἀνδρός -αὐτό ποὺ εὕρισκεν ἐμπρός του· καί ἔτσι ἐχάνοντο. Τοὺς έλυπήθη λοιπόν ὁ Ζεὺς καὶ μηχανεύεται ἄλλο τέχνασμα: μεταφέρει τὰ γεννητικά των ὄργανα πρὸς τὰ ἐμπρός· ὥς τώρα τὰ εἶχαν καὶ αυτά πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἡ γονιμοποίησις καὶ ἠ γέννησις ἐγίνετο ὅχι μέσα των ἀλλά εἰς τὸ χῶμα, ὅπως εἰς τὰ τζιτζίκια. Τοὺς τὰ μετέθεσε λοιπόν, ὅπως εἴπαμεν, πρὸς τὰ τὰ ἐμπρός καὶ ἐκανόνισεν ἡ ἀναπαραγωγή νὰ γίνεται διὰ τῦ ἀρσενικοῦ ἐντός τοῦ θηκυκοῦ. Καὶ τοῦτο μὲ τὴν πρόθεσιν, ὥστε μέ τό ἀγκάλιασμα, ἄν μὲν τύχη καὶ συναντηθοῦν ἄνδρας καί γυναῖκα, νὰ γονιμοποιοῦν καί ἔτσι ν' άναπαράγεται τὸ εἶδος· καί ἄν πάλιν ἀρσενικόν μ' ἀρσενικόν, νὰ προακλῆται ἐπί τέλους χορτασμός τῆς συνουσίας καὶ νὰ κάνουν διαλείμματα, ὥστε νὰ στραφοῦν πρὸς τὰς ἐργασίας των καὶ νὰ φροντίσουν καὶ διὰ τὰ ὑπόλοιπα ζητήματα τῆς ζωῆς. Ἀπό τόσον παλαιά λοιπόν ὁ ἔρως τῶν ἀνθρώπων μεταξύ των εἶναι ριζωμένος είς τὴν φύσιντων καὶ μᾶς συνενώνει εἰς τὴν άρχικήν μας κατάστασιν, καὶ ζητεῖ νὰ κάμη καὶ πάλιν ἀπό τὰ δύο ἕνα νὰ ἐπανορθώση τὸ πάθημα τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ.
Ὁ καθένας μας λοιπόν εἶν' ἕνα ἠμίτομον ἀνθρώπου, σχισμένος ὅπως εἶναι ἀπό ἕνας εἰς δύο, καθώς οἱ γλῶσσες τὰ ψάρια· καί ζητεῖ διαρκῶς ὁ καθένας τὸ ἄλλο του ἡμίτομον. Τώρα, ὅσοι άπὸ τοὺς ἄνδρας εἶν' άπόκομμα ἀπό τὸ φῦλον το μεικτόν, αὐτό ποὺ ὠνομάζετο τότε ἀρσενικοθήλυκον, αὐτοί εἶναι γυναικομανεῖς, καὶ τῶν μοιχῶν ἠ πλειονότης άπό τὸ φῦλον αὐτόν κατάγονται. Ἐπίσης καὶ ὅσαι γυναῖκες εἶναι ἀνδρομανεῖς καὶ ´απιστοι σύζυγοι κατάγονται άπό τό φῦλον τούτον. Αἱ γυναίκες πάλιν, ποὺ εἶναι γυναικός ὁλοκλήρου ἀπόκομμα, αὐταί δὲν ἐνδιαφέρονται καὶ πολὺ διὰ τοὺς ἄνδρας· ἔχουν στρέψει τὴν προσοχήν των μᾶλλον πρὸς τὰς γυναῖκας. Ἀπ' αὐτό τὸ φῦλον κατάγονται αἱ λεσβιάδες. Ὅσοι δὲ εἶναι ἀρσενικοῦ άπόκομμα, κυνηγοῦν τ' άρσενικά. Ἐφ' ὅσον μὲν εἶναι παιδιά, τοὺς ἄνδρας άγαποῦν, ἀρσενικοῦ τμῆμα ἀφοῦ εἶναι, καὶ τοὺς εὐχαριστεῖ νὰ κοιμοῦνται καὶ νὰ σφικταγκαλιάζωνται μὲ τοὺς ἄνδρας μαζί. Καὶ εἶν' αὐτοὶ οἱ ἐκλεκτοί ματαξὺ τῶν παιδιῶν καὶ τῶν ἐφήβων, ἐπειδὴ ἔχουν εἰς τὴν φύσιν των άνδρισμόν πολύν. Μερικοί βέβαια τοὺς αποκαλοῦν άναισχύντους· ἀλλά δὲν εἶν' ἀλήθεια. Διότι τὸ κάνουν ὅχι ἀπό ἀναισχυντίαν' ἀλλ' ἀπό θάρρος καὶ άπό γενναιότητα καὶ άπό τὸν ἀρρενωπόν των χαρακῆτρα· τοὺς ἐνθουσιάζει ὅ,τι εἶναι ὅμοιον πρὸς τὴν φύσιν των. Άπόδειξις τρανή: ὅταν ἐξελιχθοῦν, εἶναι οἰ μόνοι ποὺ ἀποβαίνουν εἰς τὰ πολιτικά ἄνδρες αληθηνοί. Ὅταν δὲ γίνουν ἄνδρες, ἐπιδίδονται εἰς τὴν παιδεραστίαν καὶ δὲν ἐνδιαφέρονται διὰ τὸν γάμον καὶ τὴν άπόκτησιν παιδιῶν άπό φυσικὴν κλίσιν, ἀλλά μόνον ἐπειδή εἶναι ἱκανοποιημένοι ἀπό τὸ ἔθιμον· οἰ ἴδιοι εἶναι ἱκανοποιημένοι μαζί νὰ περὰσουν τὴν ζωήν των ἄγαμοι. Ὁπωσδήποτε ὁ τοιοῦτος ἐξελίσσεται εἰς ἄνθρωπον γεμάτον ἔρωτα πρὸς τ' ἀγώρια καὶ ἀγάπην πρὸς τοὺς ἐραστάς του, διότι πάντοτε τὸν εὐχαριστεῖ ὅ,τι εἶναι συγγενές.
Ἃν τὺχη κάποτε μάλιστα καὶ συναντήση τὸ ἴδιον ἐκεῖνο τὸ πραγματικόν του ἥμισυ, εἴτε ὁ παιδεραστής εἴται οἱοσδήποτε ἄλλος, τότε πλέον ἐξαιρετική εἶναι ἡ συγκίνησις των ἀπό τὸ αἴσθημα στοργῆς, κοινῆς καταγωγῆς, ἔρωτος· οὔτε στιγμήν, θὰ ἔλεγα, δὲν δέχονται ν' άποχωρισθοῦν. Αὐτοί εἶναι. Ποὺ περνοῦν πιστοί μεταξύ των ὀλόκληρον ζωήν. Οἱ ἴδιοι δὲν θὰ ἦσαν εἰς θέσιν κἄν νὰ ἐκφράσουν, τὶ θέλει ἐπὶ τέλους ὁ ἕνας άπό τὸν ἄλλον. Διότι δὲν εἶναι καθόλου δυνατόν νὰ πισθευθῆ ὅτι εἶναι ἡ ἐρωτική ἀπόλαυσις, καὶ ὅτι ἑπομένως χάριν αὐτῆς εὐχαριστιοῦνται ὁ ἕνας εἰς τοῦ ἄλλου τὴν συμβίωσιν μὲ πάθος τόσον σφοδρόν. Κάτι ἄλλο εἶναι μᾶλλον -τὸ βλέπει κανείς- αύτό ποὺ θέλει καὶ τῶν δύο ἡ ψυχή, κάτι ποὺ νὰ ἐκφράζει δὲν ἠμπορεῖ· διαισθάνεται ὅμως τὶ θέλει καὶ τὸ ὑποδηλώνει σκοτεινά. Καὶ ἄν τὴν ὥραν ποὺ εἶναι πλαγιασμένοι μαζί, ἤρχετο ἐπάνω τωβν ὁ Ἥφαιστος μὲ τὰ ἐργαλεῖα του καὶ τοὺς έρωτούσε  «Τὶ εἶν' αὐτὸ ποὺ ζητεῖτε, ἄνθρωποι, ὁ ἕνας άπό τὸν ἄλλον;»· καὶ ἄν ἐκείνοι δὲν ἤξευραν τὶ ν' ἀπαντήσουν, καὶ τοὺς έρωτούσε καὶ πάλιν, «Θέλετε μήπως αὐτό; νὰ μείνετε μαζί ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον, ὥστε καὶ νύκτα καὶ ἡμέραν νὰ μὴν άποχωρὶζεσθαι; Ἄν πράγματι αὐτός εἶναι ὁ πόθος σας, τὸτε πρόθυμος εἶμαι νὰ σᾶς χύσω καὶ νὰ σᾶς σφυρηλατήσω εἰς ἕνα κομμάτι, ὥστε ἀπό δύο νὰ γίνετε άμέσως ἕνας, καὶ ὅσον καιρὸν ζῆτε, νὰ ζῆτε καὶ οἱ δύο σας κοινήν ζωήν ὡς ἕνας, καὶ πάλιν ὅταν ἀποθάνεται, ἐκεῖ κάτω εἰς τὸν Ἅδην ἕνας νὰ εἶσθε καὶ ὄχι δύο, εἰς ἕνα ταυτόχρονον θάνατον. Σκευθῆτε λοιπόν, ἄν αὐτό εἶναι ποὺ ποθεῖτε, καὶ ἄν θὰ μείνετ' εὐχαριστημένοι, ἄν τοῦτο ἐπιτύχετε». Μόλις ἀκούση αὐτά, οὔτε θα ἐξεδήλωνεν ἄλλην ἐπιθυμίαν· άντιθέτως θα έπίστευε, πὼς ἤκουσεν ἀπαράλλακτα ὅ,τι τόσον καιρόν τώρα ἐποθοῦσεν, ὥστε νὰ γίνουν ἕνας ἀντί δύο. [...]

 


Στην παράσταση «2» ο Δημήτρη Παπαϊωάννου εξερευνά την ύπαρξη αλλά και τον κόσμο της μοναξιάς των αντρών, κοιτάζει αν προτιμάται το αντρικό στερέωμα και το βρίσκει λειψό. Αυτό το κομμάτι που λείπει είναι που αναζητεί στα 90 λεπτά της παράστασής του. Ουσιαστικά ο δημιουργός της καταδύεται –χωρίς αναπνευστήρα- στον βυθό της αρσενικής ύπαρξης, παρουσιάζοντας μας τον κόσμο των αντρών έτσι όπως χτίστηκε σιγά σιγά από μια κοινωνία που μέλημά της ήταν η δημιουργία ηθικών κανόνων για την αποφυγή της εκτροπής των συμπεριφορών. Το αρχέτυπο του άντρα κυνηγού, το αέναο πήγαιν’ έλα του, τα πρότυπα που πρέπει ν’ ακολουθήσει, οι ρόλοι που του έχουν αναθέσει και που οι άλλοι περιμένουν απ’ αυτόν είναι μερικά από τα θέματα που παρελαύνουν μπρος μας και που επιτακτικά ζητούν την προσοχή μας αφού άμεσα μας αφορούν.
Τούτος ο κόσμος, άγριος μα συνάμα και όμορφος, εμπεριέχει αρκετά από τα κομμάτια του παζλ που τον συνθέτουν: παιδικά και εφηβικά χρόνια, στρατός, ποδόσφαιρο, γραφειοκρατία, φόβοι, videogames, media και φυσικά σεξ, άλλα πάλι κομμάτια έχουν παραληφθεί. Εικόνες σωμάτων που αιωρούνται, σκηνές βίαιης πάλης αλλά και στιγμές τρυφερών εναγκαλισμών, στιγμές αναζήτησης, εναλλάσσονται διαρκώς κάτω από τα ηχητικά τοπία του Κωνσταντίνου Βήτα, για να μας αφηγηθούν την ιστορία της ανδρικής ύπαρξης. Τα σώματα ακολουθούν αενάως το δρόμο προς τη μεριά του άλλου μισού, μια αναζήτηση γεμάτη πόνο, μοναξιά, μα κι ελπίδα.
Με φαντασία και έμπνευση, ο Παπαϊωάννου μας παρουσιάζει τούτη τη δουλειά του, μια δουλεία στην οποία η σωματικότητα, η περφόρμανς, ο σύγχρονος χορός, η εικονοκλαστική ματιά και η ψηφιακή τεχνολογία συναντιούνται μ' ένα εκρηκτικό εικαστικό περιβάλλον για να μας παρουσιάσουν το άδυτο της αντρικής φύσης.
Μέσα από τη σκληρότητα αναδύεται η τρυφερότητα, μέσα από τον κατακερματισμό και την άσκηση εξουσίας που εκφράζεται στην παράσταση, αναδύεται το πολιτικό μέρος του θέματος, μέσα από τα στερεότυπα αναδύεται μια καμουφλαρισμένη κοινωνία, τέλος, μέσα από τη μοναξιά η πολυπλοκότητα του έρωτα και η απουσία της αγάπης στον σημερινό κόσμο.
Σε συνέντευξή του ο Παπαϊωάννου μιλώντας για το βασικό θέμα της παράστασης είχε πει πως είναι «η υπαρξιακή ενασχόληση του ανθρώπου με τη μοναξιά του· παίζοντας με τα στοιχεία του αρσενικού κόσμου», τούτα τα στοιχεία είναι που μας συνταράσσουν και που μας καθηλώνουν μα και που μας προτείνουν. Ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης έχοντας σταθερούς συνεργάτες όπως: τον Άγγελος Μέντης που υπογράφει Art direction και τα κοστούμια, τη Μαρία Ηλία που έχει τη ζωγραφική επιμέλεια των σκηνικών, τη Λίλη Πεζανού που υπογράφει τα σκηνικά, και 22 ερμηνευτές επί σκηνής, ταράξει για άλλη μια φορά τα ύδατα του σύγχρονου ελληνικού χορού. 
Σημειώσεις:

1. Πλάτωνος, Συμπόσιον. Κείμενον, μετὰφρασις καὶ ἑρμηνεία ὑπό ΙΩΑΝΝΗ ΣΥΚΟΥΡΤΗ, Βιβλιοπωλείον τῆς Ἐστίας Ι. Δ.. Κολλάρου καὶ Σίας Α. Ε. Ἀθήνα 1992.
© κειμένου, gayekfansi.blogspot.gr, με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος

 

Απόσπασμα συνέντευξης του Δ. Παπαϊωάννου
(στη Μυρτώ Λοβέρδου, ΒΗΜΑ, 24 Δεκεμβρίου 2006)
- Είχατε σκεφθεί ποιες σκηνές θα παρεξηγηθούν;
«Μόνο μια σκηνή είχα καταλάβει ότι είναι επικίνδυνη, και αυτή είναι η σκηνή της Μπάρμπι. Στην τελευταία φάση της δουλειάς, όταν εντάχθηκε οργανικά η σκηνή μέσα στο έργο, μου φάνηκε πολύ εξευγενισμένη, γι' αυτό πρόσθεσα ένα στοιχείο αγριάδας για να μη γίνει μονοδιάστατα συγκινητική. Αυτό ίσως να φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να ερμηνευθεί με παρεξηγημένο τρόπο. Αλλά πάλι ήλπιζα πως όχι - γιατί οι προθέσεις ήταν πολύ συγκεκριμένες. Ομολογώ ότι δεν είχα καθόλου φανταστεί ότι ένα θέαμα μιάμισης ώρας με θέμα την υπαρξιακή ενασχόληση του ανθρώπου με τη μοναξιά του και παίζοντας με τα στοιχεία του αρσενικού κόσμου, τα δέκα λεπτά της εμμονής με το πέος θα ελάμβαναν τόσο πρωταγωνιστικό ρόλο. Και ακόμη μού κάνει εντύπωση».
- Πιστεύετε ότι το κοινό δεν είναι ώριμο για την παράστασή σας;
«Το θεωρώ αναξιοπρεπές ένας καλλιτέχνης να μιλάει για το κοινό. Ο κόσμος είναι αυτός που είναι και το έργο είναι αυτό που είναι. Αυτά τα δύο συναντιούνται ή δεν συναντιούνται. Η επικοινωνία μου αυτή τη στιγμή είναι ακόμη βρωμισμένη από τη δημοσιότητα και την επιτυχία της Τελετής Έναρξης. Ευχάριστη συγκυρία είναι αυτή για μένα, αλλά φαντάζομαι ότι τα πράγματα ξεκαθαρίζουν σιγά σιγά».
- Ενόχλησαν και οι σεξουαλικές πράξεις ανάμεσα σε άνδρες;
«Κατ' αρχήν να εξηγήσω ότι δεν υπάρχει καμία σκηνή στο έργο όπου ένας άνδρας να αυνανίζει έναν άλλον άνδρα. Υπάρχει μόνο μια πασιφανώς συμβολική σκηνή που μιλάει για το πώς μας αυνανίζει η τηλεόραση. Μέσα από αυτά καταθέτω μια σκέψη, ένα παιχνίδι. Δεν υπάρχει λόγος να πάρει κανείς στα σοβαρά αυτό που εμείς κάνουμε. Υπάρχει λόγος να πάρει κανείς στα σοβαρά αυτό που συμβαίνει μέσα του, παρακολουθώντας τα δικά μας παιχνίδια. Τα υπόλοιπα είναι μια αλληλουχία σκέψεων πάνω στον άνθρωπο και λίγο ειδικότερα πάνω στο αρσενικό, στο πλαίσιο της μεσογειακής πραγματικότητας. Αλλά δεν είναι δα και μια πλήρης μελέτη...».
- Από αυτόν τον αρσενικό κόσμο όμως που παρουσιάζετε λείπουν στοιχεία.
«Λείπει εξ ολοκλήρου η οικογένεια, η πατρότητα, η εξουσία της θρησκείας, η ανδρική πλευρά της επιστημονικής έρευνας. Λείπουν πολλά. Δεν σκέφθηκα ποτέ ότι πρέπει να κάνω πλήρη έρευνα, αλλά ένα πλήρες έργο. Το θέμα μου βασικά δεν είναι το αρσενικό. Είναι η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου και πώς βιώνεται μέσα στην πραγματικότητα που πρέπει να μεγαλώσεις και μέσα από τον καημό να ενωθείς».
- Αυτά που μόλις περιγράψατε πέρασαν στην πλατεία;
«Μα νομίζω ότι αυτά κυρίως "επικοινωνούν"».
- Δηλαδή το υπαρξιακό είναι αυτό που αντιλαμβάνεται ο κόσμος;
«Ο καθένας καθρεφτίζεται ανάλογα με τον εαυτό του. Ο καθένας επικοινωνεί με τον τρόπο που θέλει και μπορεί. Δεν επικοινωνούν όλοι. Φαντάζομαι ότι η δουλειά ανήκει σε εκείνους που την έχουν ανάγκη. Αλλά μέσα σε όλη αυτή την κριτική, κανένας δεν μίλησε για τα πιστόλια ή τη βία, γιατί τα θεωρούμε δεδομένα. Η παράσταση αρχίζει με παιχνίδια-πιστόλια και καταλήγει με αναλώσιμους άνδρες, οι οποίοι κυλούν σαν ατελείωτα θύματα πολέμου».
- Πόσο κοντά νιώθετε με τον κόσμο που πάει στα γήπεδα, στα μπουζούκια ή βλέπει τηλεόραση;
«Δεν χρειάζεται να πας στο γήπεδο για να καταλάβεις τη μανία των ανδρών για το ποδόσφαιρο. Μέσα στην έξαρση και μέσα στη βία η αρσενική ορμή γειώνει και μια σχετική σεξουαλικότητα. Το αρσενικό εκπαιδεύεται προφανώς για να μπορεί να εφαρμόσει τη βία. Του ζητείται από μια κοινωνία να μην την εφαρμόσει παρά μόνο όταν χρειάζεται και εκεί μέσα υπάρχει μια περίεργη επιπλοκή. Γύρω μας τα εγκλήματα είναι κυρίως του αρσενικού κόσμου - τα σεξουαλικά εγκλήματα, οι βιασμοί, ο πόλεμος. Αυτό θα αλλάξει αλλά σήμερα είναι αποκλειστικά ανδρική υπόθεση. Εγώ προβληματίζομαι. Δεν έχω λύσεις. Βυθίστηκα μέσα σε αυτόν τον προβληματισμό, προσπαθώντας με αγάπη να κάνω ένα τραγούδι για τα αγόρια».
- Η κριτική που ασκήθηκε - είτε από τον Τύπο είτε από το κοινό - πιστεύετε ότι έχει άμεση σχέση με τη δική σας ομοφυλοφιλία;
«Έχω την εντύπωση ότι κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει όταν ένας ομοφυλόφιλος άνδρας δεν παίρνει τον ρόλο του κλόουν στη σύγχρονη κοινωνία. Ο ρόλος αυτός είναι απόλυτα θεμιτός. Όταν καταθέτεις τις σκέψεις σου όμως φαίνεται ότι προκαλείς αμηχανία».
- Μίλησαν και έγραψαν ότι το «2» αφορά τον κόσμο των ομοφυλοφίλων.
«Αλίμονο. Ο κόσμος του ποδοσφαίρου είναι των ομοφυλοφίλων; Τι να πω, είναι απόψεις. Είμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο σε σχέση με την ανοχή της οποιασδήποτε διαφορετικότητας, και ακόμη περισσότερο σε σχέση με την άνοδο της γυναίκας στην εξουσία και την κατάκτηση της ισότητάς της. Μέσα μου όμως πιστεύω ότι ο πολύς κόσμος είναι πολύ λιγότερο συντηρητικός από τα media».
- Άρα πιστεύετε ότι τα media δεν εκφράζουν τον πολύ κόσμο;
«Όχι. Η επιτυχία για τα media είναι να του παραδίδεται ο πολύς κόσμος, όχι να τον εκφράζουν. Θα μου άρεσε η συζήτηση γύρω από το έργο μου να είχε να κάνει με την οντολογική διάστασή του. Αλλά δεν βαριέσαι. Ας γίνει με τις γελοιογραφίες. Μεγαλώνοντας προσπαθώ να είμαι όσο λιγότερο προκατειλημμένος γίνεται. Εν τέλει βρίσκει κανείς τον συνομιλητή του, αρκεί να προσπαθεί να διατυπώνει καθαρά τις προτάσεις του».
Πηγή:

 Εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 24 Δεκεμβρίου 2006.
Ολόκληρη η συνέντευξη: Εδώ
Επίσημη ιστοσελίδα του Δημήτρη Παπαϊωάννου: Εδώ