Οι άντρες με το ροζ τρίγωνο, η αληθής ιστορία
Πριν
από τον εθνικοσοσιαλισμό
Η
προβληματική για τη δίωξη των ομοφυλόφιλων
στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία έχει
πάρει σήμερα πολιτικές προεκτάσεις και
σχετίζεται με διαδικασίες πολύ πιο
περίπλοκες απ’ ότι στην περίπτωση των
εβραίων, των Σίντι, των Ρομά και των
υπόλοιπων μειονοτήτων που διώχθηκαν
εκείνη την περίοδο. Και μόνο η αναφορά
της λέξης ομοφυλόφιλος προκαλεί ακόμη
και σήμερα διακρίσεις που ξεκινούν από
φραστικές για να καταλήξουν στον
αποκλεισμό από τους διάφορους τομείς
της καθημερινής ζωής – κοινωνικής,
επαγγελματικής, προσωπικής. Σε κάθε
κοινωνία υπάρχει ένα ποσοστό ατόμων
και των δύο φύλων με ομοφυλοφιλικές
προτιμήσεις. Ελάχιστοι όμως είναι σε
θέση να αποδεχτούν την διαφορετικότητα
μιας σεξουαλικής έκφρασης και ενός
τρόπου ζωής που, ενώ στην ουσία δεν
βλάπτει κανέναν, παρεκκλίνει ωστόσο
από την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Σκηνή από την ταινία Μπεντ (Bent) σε σκηνοθεσία Σαν Ματίας (Sean Mathias) © 1997 Metro-Goldwyn-Mayer Studios Inc. All Rights Reserved.
Οι ομοφυλόφιλοι, που σύμφωνα με ένα λόγο του Χίμλερ1 το 1937 έπρεπε «να ξεριζωθούν σαν τις τσουκνίδες, να ριχτούν στο σωρό και να καούν», ανήκουν στα θύματα που διώχθηκαν και αφανίστηκαν με την ίδια μανία όπως οι εβραίοι οι Σίντι και οι Ρομά, οι ψυχικά άρρωστοι και οι πνευματικά καθυστερημένοι, οι λεγόμενοι «απροσάρμοστοι» ή «α-κοινωνικοί». Η δίωξή τους, ωστόσο, δεν συντελέστηκε με τον ίδιο φανατισμό και την ίδια ανελέητη συστηματικότητα όπως αυτή των εβραίων. Έβαλε χώρα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και είχε άλλη σκοπιμότητα. Ενώ οι εβραίοι ως «κατώτερη φυλή» έπρεπε να εξολοθρευτούν, οι ομοφυλόφιλοι θεωρήθηκαν από τον Χίμλερ και τους συνεργάτες του ως εν μέρει «αναμορφώσιμοι», ως «ασθενείς» που, μέσω των καταναγκαστικών έργων και της ψυχοθεραπείας, θα μπορούσαν να «ιαθούν». Για την «ίασή» τους χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και άλλες μέθοδοι, όπως εξαναγκαστικός ευνουχισμός, ορμονοθεραπεία, αργότερα δε και χειρουργικές επεμβάσεις (Stereotaxie), που στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και σε άλλα μέρη γίνονταν μέχρι τα νεότερα χρόνια σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Το γεγονός ότι σήμερα κανένας ή μόνο ελάχιστοι γνωρίζουν για τη δίωξη των ομοφυλόφιλων αντρών και γυναικών εκείνη την περίοδο αλλά και στα μεταπολεμικά χρόνια δεν οφείλεται τόσο σε μια συγκεκριμένη πολιτική απόκρυψης όσο σε μια συνειδητή προσπάθεια να ξεχαστούν τα συγκεκριμένα γεγονότα. Γιατί ο εθνικοσοσιαλισμός δεν δημιούργησε τίποτα εκ νέου αλλά χρησιμοποίησε υπάρχουσα νομοθεσία και τις προϋπάρχουσες προκαταλήψεις, τις οποίες όξυνε για να εξυπηρετήσει τους δικούς του σκοπούς, ένας από τους οποίους ήταν και η πραγμάτωση μιας στρατοκρατούμενης κοινωνίας στην οποία δεν χωρούσαν παρά μόνο «άριοι», υγιείς αστοί, Γερμανοί και Γερμανίδες, με μοναδικό σκοπό ύπαρξης τη γέννηση παιδιών, όλοι απόλυτα πειθαρχημένοι και αφοσιωμένοι στα πρότυπα της μπουρζουαζίας του πρώιμου 19ου αιώνα: στην τάξη, στους καλούς τρόπους και στην αρμόζουσα σεξουαλική συμπεριφορά. Η νομοθεσία κατά των γυμνισμών και της πορνογραφίας είναι μερικά από τα παραδείγματα που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Ο Γιάννης Φέρτης (Μαξ) και ο Πέτρος Φυσούν (Χορστ). Από την πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα του έργου του Μάρτιν Σέρμαν (Martin Sherman), Μπεντ. Σκηνοθεσία Γιώργος Θεοδοσιάδης, θέατρο «Αθηνά» Οκτώβριος 1980.
Ο όρος «ομοφυλοφιλία» (Homosexualität) δημιουργήθηκε στην Γερμανία το 1869, ενώ στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη λέξη. Από το 1870/71, με την ενοποίηση της χώρας, τέθηκε σε ισχύ η παράγραφος 175 «περί σοδομισμού», η οποία όριζε την τιμωρία της «παρά φύσιν ασέλγειας» μεταξύ ενήλικων αντρών, εφόσον αποδεικνυόταν συνουσία ή παρεμφερείς πράξεις. Οι δράστες τιμωρούνταν με χρηματικό πρόστιμο ή με φυλάκιση μέχρι πέντε χρόνια. Η καταδίκη ή απλά η κοινολόγηση μιας υποψίας σήμαινε την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική καταστροφή του εκάστοτε κατηγορούμενου.
Είναι πολλές οι περιπτώσεις εκβιασμών σε πρόσωπα επιφανή και μη της τότε γερμανικής κοινωνίας, που είτε αναγκάζονταν να πληρώσουν ακόμη και εφ’ όρου ζωής τα απαιτούμενα από τους εκβιαστές ποσά είτε αυτοκτονούσαν για να αποφύγουν το διασυρμό τον δικό τους και της οικογένειάς τους.
Σε ορισμένα κρατίδια, ωστόσο η νομοθεσία ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πιο ελαστική. Παράδειγμα η Βαυαρία που από το 1813 είχε αντικαταστήσει την ισχύουσα θανατική καταδίκη με πλήρη ατιμωρησία, στάση που κάτω από την επίδραση του Διαφωτισμού ακολούθησαν και άλλες πόλεις της Ομοσπονδίας, η Βυρτεμβέργη το 1839, το Μπραουνσβάιχ και το Ανόβερο το 1840, είτε καταργώντας τελείως την ποινικοποίηση είτε μειώνοντας σημαντικά την ποινή. Μέσα στο φιλελεύθερο κλίμα της εποχής εκείνης, φιλόσοφοι και στοχαστές, όπως ο Βολτέρος και ο Κοντορσέ, είχαν ταχθεί στα γραπτά τους υπέρ της ομοφυλοφιλίας, που δεν αποτελούσε κατά τη γνώμη τους προσβολή των δικαιωμάτων του πολίτη και δεν διατάρασσε, άμεσα τουλάχιστον, την κοινωνική ισορροπία. Καρπός της Γαλλικής Επανάστασης ο «Ναπολεόντειος Κώδικας» νομιμοποίησε το 1810, για πρώτη φορά στα χρονικά της νεότερης ιστορίας, την ομοφυλοφιλία.
Σκηνές από την ταινία Μπεντ (Bent) σε σκηνοθεσία Σαν Ματίας (Sean Mathias) © 1997 Metro-Goldwyn-Mayer Studios Inc. All Rights Reserved.
Τότε, ωστόσο, όπως και στο Μεσαίωνα, παρά την αντιμετώπιση του θέματος με μεγαλύτερη ανοχή, είχε διατυπωθεί η άποψη που αργότερα υποστηρίχτηκε από τους εθνικοσοσιαλιστές αλλά και την περίοδο του Αντενάουερ: η παρακμή του κράτους σχετίζεται με την ομοφυλοφιλία. Κατά συνέπεια, οι ομοφυλόφιλοι αντιμετωπίζονταν ως απειλή προς την υπόλοιπη κοινότητα. Προς το τέλος του 19ου αιώνα εδραιώθηκε η ψυχιατρική άποψη πως η ομοφυλοφιλία είναι μια «παθολογική» κατάσταση.
Μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στην επικρατούσα τότε άποψη αποτελούσε ο ερευνητής-σεξολόγος ντόκτορ Μάγκνους Χίρσφλντ (Dr. Magnus Hirschfeld), που με την ίδρυση το 1897 της «Επιστημονικής Ανθρωπιστικής Επιτροπής» τάχθηκε υπέρ της κατάργησης της παραγράφου 175. Ο ίδιος, ομοφυλόφιλος και εβραίος, υπήρξε πρωτοπόρος στον τομέα της σεξολογίας στη Γερμανία, σοσιαλδημοκράτης, μεταρρυθμιστής πολιτικός και ηγετική φυσιογνωμία του ομοφυλοφιλικού κινήματος. Υποστήριζε, σε αντίθεση με άλλους, πως η ομοφυλοφιλία αποτελεί μια φυσιολογική μορφή της σεξουαλικότητας. Αυτή του τη θέση την τεκμηρίωνε με τη θεωρία των «μεταβατικών σταδίων», σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει ένα απόλυτα αρσενικό ή θηλυκό φύλο. Πολύ περισσότερο καθορίζεται η σεξουαλική συμπεριφορά από μεταβατικά στάδια που, επειδή είναι πολλά, δεν είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς που σταματάει το υγιές και που αρχίζει το αρρωστημένο. Ο αγώνας του ήταν, ωστόσο, μάταιος. Για κάποια στιγμή φάνηκε δυνατή η κατάργηση του νόμου το 1929, κάτω από την πίεση του ομοφυλοφιλικού ανδρικού και γυναικείου κινήματος. Μια κοινοβουλευτική επιτροπή που εργαζόταν στην αναθεώρηση του ηθικού κώδικα πρότεινε την κατάργηση του νόμου «περί σοδομισμού», λόγω όμως της αυξημένης επιρροής των εθνικοσοσιαλιστών η εισήγηση της επιτροπής δεν έγινε αποδεκτή από το κοινοβούλιο.
Ian McKellen (Μαξ) και Tom Bell (Χορστ). Από την παγκόσμια πρεμιέρα του έργου του Martin Sherman, Μπεντ. Σκηνοθεσία Robert Chetwyn, Λονδίνο, θέατρο "Royal Court", Μάιος 1979.
Ανελέητη δίωξη
Την άποψη πως οι ομοφυλόφιλοι είναι «άρρωστοι» υποστήριξαν και οι εθνικοσοσιαλιστές, με σκοπό να εξοντώσουν τους «διαφθορείς του λαού». Και προχώρησαν στο έργο τους με απερίγραπτη βιαιότητα: Υπολογίζεται πως 5000 με 15.000 περίπου άντρες οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με την κατηγορία της παραγράφου 175 και εξοντώθηκαν. Όλα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς εναντίον τους κέρδισαν πάλι έδαφος και με βάση αυτά, η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν «μεταδοτική ασθένεια», που απειλούσε ως επί το πλείστον τους νέους, και τα θύματα αντιμετωπίζονταν ως εχθροί του κράτους. Από κοινωνικοπολιτική άποψη ο ομοφυλόφιλος άντρας ήταν μια μη «εκραγείσα οβίδα», που σπαταλούσε ανώφελα την αναπαραγωγική του δύναμη αντί να την θέσει στην υπηρεσία του κράτους και στην «εξάπλωση της άριας φυλής», κάποιος που εμπόδιζε την αύξηση του πληθυσμού και κατά συνέπεια έθετε σε κίνδυνο τη συνέχεια του γερμανικού λαού. Παρουσιάζονταν ως έκφυλοι και θηλυπρεπείς και, όπως και στον πρώιμο 19ο αιώνα, η παρουσία τους αμφισβητούσε τα παραδοσιακά όρια μεταξύ του ανδρικού και γυναικείου ρόλου. Στη διατήρηση αυτών των ρόλων οι εθνικοσοσιαλιστές έδιναν μεγάλη σημασία, όχι γιατί ήθελαν να διαφυλάξουν το θεσμό της οικογένειας ως απαραβίαστο χώρο του ατόμου (αντίθετα ο θεσμός ήταν προορισμένος να τεθεί στην υπηρεσία του κράτους), αλλά γιατί μέσα από την αντιπαράθεση αρσενικού-θηλυκού νομιμοποιούνταν η εικόνα του επιθετικού αρσενικού.
Μετά την κατάληψη της εξουσίας από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα διαλύθηκαν όλες οι οργανώσεις των ομοφυλόφιλων, η κυκλοφορία των αντίστοιχων περιοδικών απαγορεύτηκε, τα κέντρα συνάντησής τους έκλεισαν. Ορισμένοι αναγκάστηκαν να αποκρύψουν την ταυτότητά τους προχωρώντας σε γάμους με λεσβίες. Άλλοι πάλι δεν τα κατάφεραν, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν. Όλη η ομοφυλόφιλη κουλτούρα κατέρρευσε, ο φόβος και η ανησυχία κυριαρχούσαν πλέον σε όλες τις εκδηλώσεις. Τον Μάιο του 1933 λεηλατήθηκε το Ινστιτούτο του Χίρσφελντ, οι εργασίες της «Επιστημονικής Ανθρωπιστικής Επιτροπής» διακόπηκαν. Κύμα οργανωμένων διώξεων εξαπλώθηκε εναντίον των ομοφυλόφιλων αντρών από τα μέσα του 1934, αμέσως μετά την εξόντωση του εσωκομματικού αντιπάλου του Χίτλερ Ρεμ, αρχηγού των ταγμάτων εφόδου (SA, Sturmabteilung), που ήταν ομοφυλόφιλος. Η δολοφονία του τελευταίου και των υπολοίπων αρχηγών της SA παρουσιάστηκε ως επιτυχημένη επιχείρηση εναντίων των «πραξικοπηματικών προσπαθειών» κάποιων «αρρωστημένων» ατόμων, στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για διαφωνίες σχετικά με τον μελλοντικό ρόλο της SA και την απαίτηση για αλλαγή στην οικονομική πολιτική.
Clive Owen και Lothaire Bluteau στην ταινία Μπεντ (Bent). Σκηνοθεσία Σαν Ματίας (Sean Mathias) © 1997 Metro-Goldwyn-Mayer Studios Inc. All Rights Reserved.
Ο Ρεμ ανήκε στις ριζοσπαστικές δυνάμεις του εθνικοσοσιαλισμού, επιθυμούσε μια «δεύτερη επανάσταση» που θα υπηρετούσε τα συμφέροντα των οικονομικά αδικημένων και αποδοκίμαζε την πολιτική συνασπισμού με τις αστικές δυνάμεις και την μπουρζουαζία. Σχεδίαζε να ενσωματώσει την SA στον εθνικό στρατό (Reichswehr) και να γίνει ο αρχηγός του νέου στρατιωτικού οργάνου. Αυτός και οι οπαδοί του θυσιάστηκαν προς όφελος του εθνικού στρατού, ο οποίος αποτελούσε στο εξής τον κύριο υποστηρικτή του Χίτλερ στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, ενώ η SA θα έχανε την πρωτοκαθεδρία ως όργανο τρομοκρατίας. Η δολοφονία επομένως των αρχηγών της SA και ενός μεγάλου αριθμού άλλων πολιτικών αντιπάλων δεν αφορούσε τις ομοφυλοφιλικές δραστηριότητές τους αλλά ήταν πολιτική δικαιολογία.
Ian McKellen (Μαξ) και Tom Bell (Χορστ). Από την παγκόσμια πρεμιέρα του έργου του Martin Sherman, Μπεντ. Σκηνοθεσία Robert Chetwyn, Λονδίνο, θέατρο "Royal Court", Μάιος 1979.
Ο Χίτλερ στη συνέχεια έθεσε ως στόχο της «πολιτικής εξυγίανσης» να απομακρύνει από τη δημόσια ζωή τους ομοφυλόφιλους και να εκκαθαρίσει τις ναζιστικές οργανώσεις από αυτούς, έτσι ώστε «κάθε μητέρα να μπορεί να προσφέρει τον γιο της στο κόμμα στην SA και στη Χιτλερική Νεολαία χωρίς να κινδυνεύει να διαφθαρεί ηθικά».2
Επίσης ο Χίτλερ χρησιμοποίησε την ομοφυλοφιλία για την επίλυση των διαφορών με τους πολιτικούς αντιπάλους του αλλά και για την άσκηση πίεσης στην Καθολική Εκκλησία, η οποία, ενώ αρχικά είχε συμβάλει στη σταθεροποίηση της χιτλερικής δικτατορίας, αργότερα, λόγω παραχωρήσεων που δεν πραγματοποιήθηκαν3 και κυρίως επειδή ο κατώτερος κλήρος επαναστάτησε, αυτή αποστασιοποιήθηκε και ένα μέρος της πέρασε στην αντίσταση. Το 1936 ξεκίνησαν στον εκκλησιαστικό χώρο έρευνες που οδήγησαν σε μια σειρά από δίκες, τις λεγόμενες «δίκες ηθικής» (Sittlichkeit-prozesse), που είχαν καθαρά προπαγανδιστικό χαρακτήρα και σκοπό να πλήξουν κατά κύριο λόγο την αντιστασιακή δράση κάποιων ιερωμένων πάντα βέβαια με πρόσχημα την ομοφυλοφιλική τους δραστηριότητα. Τα πορίσματα όμως των ερευνών δεν ήταν ιδιαίτερα πειστικά και έτσι οι δίκες διακόπηκαν τον Ιούλιο του 1937, καθώς από το σύνολο 28.000 κληρικών που αριθμούσε τότε το εκκλησιαστικό σώμα μόνο 0,8% (234 περιπτώσεις) κρίθηκε ένοχο. Η κατηγορία, ωστόσο, για ομοφυλοφιλία ή για αντιστασιακή δράση δεν στάθηκε ικανή να πλήξει την Καθολική Εκκλησία.
Ο Clive Owen στην ταινία Μπεντ (Bent). Σκηνοθεσία Σαν Ματίας (Sean Mathias) © 1997 Metro-Goldwyn-Mayer Studios Inc. All Rights Reserved.
Οι περιπτώσεις του Ρεμ και της Καθολικής Εκκλησίας αποτελούν παραδείγματα για το πώς η πάταξη της ομοφυλοφιλίας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα πρόσχημα, ένα μέσο για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων των εθνικοσοσιαλιστών. Καθόλου δεν ενδιαφέρονταν ούτε για τα ήθη ούτε για την πειθαρχεία και την τάξη. Παρουσιάστηκαν και οι δύο ως σκάνδαλα που απειλούσαν αντίστοιχα τον πολιτικό κόσμο και τον κλήρο. Αυτά όμως ήταν τα επιχειρήματα που παρουσίαζαν δημόσια για να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους. Στην πραγματικότητα ο λόγος ήταν τα εσωκομματικά παιχνίδια δύναμης που εκτυλίσσονταν στο παρασκήνιο. Όπως ο «αιώνιος» εβραίος έτσι και ο ομοφυλόφιλος λειτούργησε ως φόβητρο. Η δίωξή του, βασισμένη σε προκαταλήψεις, εξυπηρετούσε πολιτικά συμφέροντα.
Η δεύτερη φάση του σχεδίου «κάθαρσης» ξεκινάει το 1935 και φτάνει έως την αρχή του πολέμου, οπότε και εγκαινιάζεται ένα νέο κεφάλαιο στη «φυλετική» πολιτική του Χίτλερ: Εκδόθηκαν οι «νόμοι της Νυρεμβέργης» (Nürnberger Gesetze)4 και ο αντισημιτικός νόμος «περί εξυγίανσης του γάμου» (Ehegesundheitsgesetz), ο οποίος απαγόρευε την συμβίωση με τους «κατώτερους» πολίτες, με σκοπό την προστασία της άριας φυλής. Η πορνεία απαγορεύτηκε και αυτή δια νόμου, όπως ο γυμνισμός, οι κάθε είδους πορνογραφικές φυλλάδες και η πώληση προφυλακτικών. Μόνο ο «νόμιμος» γάμος μπορούσε να συμβάλει στην διατήρηση της «καθαρότητας» της φυλής και οποιαδήποτε εξωσυζυγική σχέση θεωρούνταν κατακριτέα.
Τον ίδιο χρόνο ο νόμος «περί πρόβλεψης γενετικά αρρώστων» (Gesetz zur Verhütung erbkranken Nachwuchses) συμπληρώθηκε με την διάταξη της 14ης Ιουλίου, σύμφωνα με την οποία επιβαλλόταν έκτρωση στις γυναίκες με προβληματικά έμβρυα. Τότε άρχισε να εφαρμόζεται πιο αυστηρά και η παράγραφος 175. Η δίωξη των ομοφυλόφιλων εντάχθηκε πλέον στο πλαίσιο της «φυλετικής πολίτικης» και καταδικαζόταν το ίδιο όπως και οι «μεικτοί»5 γάμοι. Για την καταδίκη αρκούσε πλέον και μόνο η πρόθεση, χωρίς καν «να έχει λάβει χώρα η σωματική επαφή ή έστω να αποσκοπείται». Σε σοβαρές περιπτώσεις επιβαλλόταν φυλάκιση μέχρι και δέκα χρόνια. Από την στιγμή εκείνη της αναθεώρησης του ποινικού κώδικα περί ομοφυλοφιλίας αυξήθηκαν ραγδαία οι καταδίκες: έφτασαν στο αποκορύφωμά τους με 8562 το 1938, έναντι 853 και 948 το 1933 και το 1934 αντίστοιχα.
Η Τρίτη φάση του σχεδίου εγκαινιάστηκε με την αρχή του πολέμου και διήρκεσε μέχρι το τέλος του και την ήττα του φασισμού. Χαρακτηρίζεται από την αύξηση των συλλήψεων και των εισαγωγών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ομοφυλόφιλων, την επιβολή της θανατικής ποινής στις «ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις» και την ιδιαίτερα μεγάλη πίεση στους ομοφυλόφιλους άντρες να ευνουχίζονται «οικειοθελώς».
Εξώφυλλο του βιβλίου των Joachim Müller - Andreas Sternweiler
Γιατί διώχθηκαν οι ομοφυλόφιλοι
Ένας πρώτος λόγος ήταν ότι ο ναζισμός είχε πλάσει την εικόνα ενός «εχθρού» της άριας φυλής, ο οποίος έπρεπε να εξοντωθεί. Ομοφυλόφιλοι, κομμουνιστές, δημοκράτες, εβραίοι, καθολικισμός και ειρηνικό κίνημα απειλούσαν τις αρχές της «επανάστασης», όπως έχει ονομάσει ο Χίτλερ την κατακτητική του επιχείρηση και έπρεπε να εκλείψουν. Οι ομοφυλόφιλοι ως πολιτικός στόχος αποτελούσαν ένα μόνο μέρος του σχεδίου της «ηθικής κάθαρσης», της «εξυγίανσης της φυλής». Παρουσιάζονται ως «δειλοί, ψεύτες, πηγή εγκληματικότητας και προδότες της πατρίδας», «αποτελούσαν ένα κλειστό κύκλωμα, δεν ανταποκρίνονταν στα πρότυπα της αποδοτικής κοινωνίας και ήταν στην πλειονότητά τους ειρηνιστές».6 Η προπαγάνδα που εξαπολύθηκε εναντίον τους δεν διέφερε από εκείνη εναντίον των εβραίων ή των άλλων υποτιθέμενων εχθρών του ναζιστικού κράτους.
Η δεύτερη αιτία ήταν το γεγονός πως στους ναζιστικούς κύκλους υπήρχαν αξιωματούχοι γνωστοί ακόμη και στον Χίτλερ για τις ομοφυλόφιλες προτιμήσεις τους και οι οποίοι σύχναζαν στα αντίστοιχα στέκια. Ο Ρεμ, για παράδειγμα, ήταν ένας από αυτούς· ανήκε μάλιστα σε μια ομοφυλοφιλική οργάνωση που ονομαζόταν «Ένωση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (Bund für Menschenrecht) και σε επιστολές του προς φίλους του στο Βερολίνο (για πέντε χρόνια είχε παραμείνει στη Βολιβία έως ότου ανακλήθηκε) είχαν βρεθεί αποδείξεις της προδιάθεσής του.
Σκηνή από την ταινία Μπεντ (Bent, 1997) σε σκηνοθεσία Σαν Ματίας (Sean Mathias) © 1997 Metro-Goldwyn-Mayer Studios Inc. All Rights Reserved.
Το σοσιαλιστικό7 και το κομμουνιστικό8 κόμμα, των οποίων η λειτουργία ευθύς μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζιστές απαγορεύτηκε και οι εκπρόσωποί τους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για να γλυτώσουν, είχαν την ελπίδα πως με τις παραπάνω αποκαλύψεις για τον Ρεμ και μερικούς από τους συντρόφους του θα κατάφερναν να αποδυναμώσουν τους εθνικοσοσιαλιστές ή ακόμη και να τους διασπάσουν. Έτσι, οι πρώτοι ξεκινούν στις 14 Απριλίου 1931 με ένα άρθρο στην εφημερίδα Münchner Post με τίτλο «Εθνικοσοσιαλισμός και ομοφυλοφιλία» μια καμπάνια που σκοπό είχε τη σύνδεση των δύο εννοιών. Την ίδια γραμμή ακολούθησε και το κομμουνιστικό κόμμα.
Κυρίως , όμως, μετά τον εμπρησμό του κοινοβουλίου στο Βερολίνο το 1933 επικράτησε η γραμμή πως ο ναζισμός τρέφει την ομοφυλοφιλία και αποτελεί φαινόμενο της εκφυλισμένης φασιστικής μπουρζουαζίας. (Δεν ήταν τυχαίο ότι στη Σοβιετική Ένωση το 1934 επανεισάγεται ο νόμος περί ομοφυλοφιλίας και οξύνεται το πολιτικό κλίμα εναντίον της συγκεκριμένης ομάδας). Ο εθνικοσοσιαλισμός έπρεπε επομένως μέσω της δίωξης των ομοφυλόφιλων να αποδυναμώσει κάθε κατηγορία που του επέρριπταν οι πολιτικοί του αντίπαλοι σχετικά με το λεγόμενο «Homo Nazi», που ήταν η ντροπή της αυστηρά ανδροκρατούμενης φασιστικής κοινωνίας, με τους προδιαγεγραμμένους ρόλους κοινωνικής και σεξουαλικής συμπεριφοράς.
Η εκστρατεία εναντίον της ομοφυλοφιλίας, τέλος όπως και των εκτρώσεων, σκοπό είχε την αύξηση του πληθυσμού. Σύμφωνα με μια ομιλία του Μάιζινγκερ (Meisinger)9 το 1937, εάν κατόρθωναν να αποτρέψουν 100.000 εκτρώσεις το χρόνο, σε τριάντα χρόνια θα υπήρχε μια αύξηση των στρατολογούμενων περί τις 400.000, δηλαδή οκτώ σώματα στρατού. «Από τον αριθμό αυτό εξαρτάται ολόκληρη η ιστορία της Ευρώπης».10 Η δίωξη, επομένως των ομοφυλόφιλων αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικοσοσιαλιστικής επιδίωξης για αύξηση των γεννήσεων.
Ο Γιάννης Φέρτης (Μαξ) και ο Αλέξ. Αντωνόπουλος (Ρούντυ). Από την πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα του έργου του Μάρτιν Σέρμαν (Martin Sherman), Μπεντ. Σκηνοθεσία Γιώργος Θεοδοσιάδης, θέατρο «Αθηνά» Οκτώβριος 1980.
Εξαιτίας αυτού του επιχειρήματος δεν διώχθηκαν τόσο συστηματικά οι ομοφυλόφιλες γυναίκες. Μέσα στην γενικότερη αντίληψη των Ναζί για τη θέση της γυναίκας που δεν ήταν άλλο από «μηχανή παραγωγής παιδιών», επικρατούσε η άποψη πως η γυναίκα ομοφυλόφιλη παρά την «αφύσικη» προδιάθεσή της δεν έχανε το ρόλο της στην αναπαραγωγική διαδικασία και οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να συνάψει ετεροφυλοφιλικές σχέσεις και άρα να εκπληρώσει τον προορισμό της. Η γυναικεία ομοφυλοφιλία δηλαδή, σε αντίθεση με την ανδρική, θεωρούνταν αναστρέψιμη. Αυτός ο λόγος αλλά και η κοινωνική θέση της γυναίκας που δεν της επέτρεπε να ασκήσει σημαντική επιρροή στη λήψη αποφάσεων εξηγούν γιατί τα ποσοστά δίωξης ομοφυλόφιλων γυναικών ήταν μικρότερα σε σχέση μα αυτά των αντρών. Πάντως και των γυναικών ομοφυλόφιλων περιορίστηκαν οι δραστηριότητες και διαλύθηκαν οι οργανώσεις τους.
Το πόσο σημαντικός ήταν ο παράγοντας της τεκνοποίησης φαίνεται και από τα πειράματα που πραγματοποιούσε σε ομοφυλόφιλους ο δανός γιατρός των ss Καρλ Φερνάετ (Carl Vernaet) στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ το 1944. Στους κρατούμενους γινόταν ορμονοθεραπεία που τους μετέβαλε σε «φυσιολογικούς» άντρες.
Το ποσοστό θανάτων στους κρατούμενους με το «ροζ τρίγωνο», το διακριτικό σήμα τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν σύμφωνα με μια έρευνα συγκριτικά υψηλό σε σχέση με την αναλογία τους: 60% έναντι 14% για τους πολιτικούς κρατούμενους και 35% για τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτό οφείλεται στο ότι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν τις σκληρότερες εργασίες, ήταν τα πρώτα στην προτίμηση θύματα για τα διάφορα ιατρικά πειράματα και θανατώνονταν σε θαλάμους αερίων μαζικά όπως και οι εβραίοι. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι βρίσκονταν στη χαμηλότερη θέση στην ιεραρχία του στρατοπέδου. Είχαν να αντιμετωπίσουν τον συνεχή αποκλεισμό και τις προκαταλήψεις τόσο των φυλάκων όσο και των υπολοίπων κρατουμένων, οι οποίοι ήταν ενταγμένοι σε συστήματα αυτοδιοίκησης και αλληλοϋποστήριξης από τα οποία ήταν έξω οι ομοφυλόφιλοι.
Εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης του βιβλίου του Χάιντς Χέγκερ
«Υπέφεραν ανείπωτα»,11 αναφέρει ο Γκίντερ Βάιζενμπορν (Günther Weisenborn) το 1942, που συνελήφθη ως μέλος της αντιστασιακής ομάδας και συνάντησε κάποιους κατά τη διάρκεια της κράτησής του, «και δεν είχαν κανένα στήριγμα. Ήταν τελείως απροστάτευτοι και εξαιτίας αυτού πέθαναν πάρα πού νωρίς».
Τα δεινά τους, ωστόσο, δεν τελειώνουν με το Γ’ Ράιχ, δεδομένου ότι η παράγραφος 175 διατηρήθηκε αναλλοίωτη (εξαιρούμενης βέβαια της θανατικής ποινής), όπως είχε θεσμοθετηθεί από τους εθνικοσοσιαλιστές το 1935, έως το 1969. Το 1957 το ομοσπονδιακό δικαστήριο έκρινε πως η παράγραφος ήταν νομικά ορθή και ο φασιστικός χαρακτήρας της δεν της στερούσε τίποτα από την εγκυρότητά της. Σύμφωνα με τη ναζιστική νομοθεσία, όσοι είχαν καταδικαστεί σε φυλάκιση λόγο ομοφυλοφιλίας δεν δικαιούνταν πολεμικής αποζημίωσης, γιατί η ποινή δεν θεωρούνταν πέρα του νόμου. Μόνο όσοι είχαν συρθεί σε στρατόπεδα για πολιτικούς λόγους δικαιούνταν κάποιο ποσό, όχι ιδιαίτερα υψηλό. Τα όσα είχαν υποστεί οι ομοφυλόφιλοι δεν θεωρήθηκαν έγκλημα του εθνικοσοσιαλισμού αλλά κρατικό αδίκημα, που χαρακτηρίστηκε ως «προσβολή της ζωής, του σώματος, της υγείας ή της ελευθερίας».12
Τα θύματα της ναζιστικής λαίλαπας είχαν να αντιμετωπίσουν το ομοφοβικό κλίμα του τέλους της δεκαετίας του ’50, που επέβαλε ακόμη και μετά το τέλος του εφιάλτη τη δίωξή τους, την επανέκθεσή τους στα φώτα της δημοσιότητας και το στιγματισμό τους. Εξετάσεις γιατρών, σύναψη διαφόρων δικαιολογητικών έπρεπε να συνοδεύουν την αντίστοιχή αίτηση, που μόνο δεκατέσσερα άτομα κατόρθωσαν να συμπληρώσουν εγκαίρως, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 1959. Ακόμη και το 1987 με τη δημιουργία του ομοσπονδιακού ταμείου για τα θύματα του εθνικοσοσιαλισμού δεν άλλαξε τίποτα στην πενιχρή αποζημίωση των 5000 γερμανικών μάρκων που θα έπαιρναν οι οκτώ από τους δεκατέσσερις των οποίων οι περιπτώσεις κρίθηκαν νομότυπες.
Clive Owen και Lothaire Bluteau στην ταινία Μπεντ (Bent). Σκηνοθεσία Σαν Ματίας (Sean Mathias) © 1997 Metro-Goldwyn-Mayer Studios Inc. All Rights Reserved.
Στην Ανατολική Γερμανία αρχικά καταργήθηκε η νομοθεσία του 1935, δεν αναγνωριζόταν όμως οποιαδήποτε αποζημίωση παρά μόνο σε όσους είχαν λάβει ενεργό μέρος σε αντιστασιακές οργανώσεις και είχαν διωχθεί λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκλειόνταν αυτόματα ομοφυλόφιλοι, εβραίοι, Σίντι, Ρομά και οι υπόλοιπές ομάδες που είχαν χαρακτηριστεί από τους εθνικοσοσιαλιστές ως «α-κοινωνικοί». Δημιουργήθηκε έτσι μια ιεράρχηση των θυμάτων, ενώ στην πρώτη θέση βρέθηκαν, όχι τυχαία, οι πολιτικοί κρατούμενοι.
Η επανένωση των δύο Γερμανιών στις 3 Οκτωβρίου 1990 έκανε αναγκαία τη θέσπιση ενιαίας νομοθεσίας. Η νομοθετική εξίσωση ουσιαστικά αποφασίστηκε στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 10 Μαρτίου 1994, και τέθηκε σε εφαρμογή ύστερα από κάποιους μήνες. Αλλά ακόμη και τότε δεν υπήρξε βιασύνη για μια τελειωτική διαγραφή της παραγράφου 175. Η ομοφυλοφιλία, ωστόσο, έπαψε να αποτελεί έγκλημα από νομικής πλευράς. Στις διατάξεις μάλιστα συμπεριλήφθητε ισότιμα με την ανδρική και η γυναικεία ομοφυλοφιλία. Παρ’ όλα αυτά, κανένα μέλος του κοινοβουλίου δεν μπήκε στον κόπο να ζητήσει συγνώμη για τις γενιές εκείνες των ανθρώπων που διώχθηκαν και θανατώθηκαν εξαιτίας της ερωτικής τους προδιάθεσης.
ΡΟΥΜΠΙΝΗ ΖΑΡΚΑΔΗ, από την εισαγωγή στο βιβλίο του Χάιντς Χέγκερ, Οι άντρες με το ροζ τρίγωνο, εκδόσεις Μαύρη Λίστα 2000.
Σημειώσεις:
1. Ομιλία του Χάινριν Χίλμερ στις 18.2.1937 στο Μπαντ Τελτς. Βλ. Wuttke Watter, Die Verfolgung der Homosexuellen im Nationalnalsozialismus, Berliner Intituter, für Lehrer- und- weiterbildung und Schulentwicklung, Βερολίνο, σελ. 151.
2. Διαταγή του Χίτλερ στον Νέο αρχηγό της SA Λούτσε (Lutze). Βλ. Stümker Hans-Georg, Homosexuelle in Deutschland. Eine politishichte, Μόναχο 1989, σ. 104.
3. Τον Ιούλιο του 1933 ο Πάπας Πίος ΙΑ' υπέγραψε συμφωνία με τους εθνικοσοσιαλιστές που εξασφάλιζε σε κληρικούς και μοναστήρια ορισμένες ελευθερίες οι οποίες επανειλημμένα παραβιάστηκαν.
4. Οι νόμοι αυτοί έκαναν διάκριση μεταξύ αρίων και μη αρίων. Στους τελευταίους ανήκαν όλοι οι μη γερμανικοί λαοί, αναφέρονταν όμως κυρίως στους Εβραίους, τους Σίντι, τους Ρομά και τους Αφρογερμανούς. Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς, όλοι οι μη άριοι έχαναν την γερμανική υπηκοότητά τους και τους απαγορευόταν οι σεξουαλικές σχέσεις με Γερμανούς.
5. Γάμοι μεταξύ αρίων και μη αρίων.
6. Wuttke Watter, Die Verfolgung der Homosexuellen im Nationalnalsozialismus, Berliner Intituter, für Lehrerfort- und- weiterbildung und Schulentwicklung, Βερολίνο, σ. 156.
7. SPD: Sozialistische Partei Deutschlands.
8. SPD: Kommunistische Partei Deutschlands.
9. Διευθυντής του «Κεντρικού Κρατικού Τομέα για την Καταπολέμηση της Ομοφυλοφυλίας και των Εκτρώσεων».
10. Βλ. Wuttke, ό.π. σ. 157
11. Βλ. Stümke Hans-Georg, Homosexuelle in Deutschland. Eine politishichte, Μόναχο 1989, σ. 131.
12. Grau Günter, «Homosexuelle im Nationalnalsozialismus,Über Ergebnisse und Perspektive der Forschung», στο Heinrich-Boöll- Stiftung (επιμ.), Der homosexuellen NS-Opfer gedenken, Βερολίνιο 1999, σ. 94.
Εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης του βιβλίου του Χάιντς Χέγκερ
ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Berliner Intitut für Lehrerfort-und-weiterbildung und Schulentwickhung (BIL), Die vielen Morde. Dem Gedenken des Nationalsozialismus, Henrich und Henrich, Βερολίνο.
- Balzek Helmut, Roza Zzeiten für roza Liebe. Zur Geschichte der Homosexualität, Φρανκφούρτη 1996.
- Grau Günter –Schoppmann (επιμ.) Homosexualität in der NS Zzeit. Dokumente einer Deskriminierung und Verfolgung, Φρανκφούρτη 1993.
- Heinrich-Böl- Stiftung (επιμ.) , Der homosexuellen NS-Opfes gedenken, Βερολίνο 1999.
- Kraushaar Elmar (επιμ.), Hunrert Jahre schwul. Eine Revue, Βερολίνο1997.
- Schoppmann Claudia, Zeit der Maskierung. Lebensgeschichten lesbischer Frauen in der NS-Zeit, Βερολίνο 1993.
- Stümke Hans-Georg, Homosexuelle in Deutschland. Eine politishichte, Μόναχο 1989
- Stümke Hans-Georg – Finkler Rudi, Rosa Winkel, Rosa Listen. Homosexuelle und «Gesundes Volksempfinden» von Auschwits dis heute, Αμβούργο 1981.
Ο Γιάννης Φέρτης (Μαξ) και ο Πέτρος Φυσούν (Χορστ). Από την πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα του έργου του Μάρτιν Σέρμαν (Martin Sherman), Μπεντ. Σκηνοθεσία Γιώργος Θεοδοσιάδης, θέατρο «Αθηνά» Οκτώβριος 1980.
Μας έχεις κακομάθει με τις εξαιρετικές αναρτήσεις σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύχομαι να συνεχίσεις έτσι :-)