Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

"Μωρίς" ένα μυθιστόρημα του Ε. Μ. Φόρστερ ("Maurice" a novel by E. M. Forster)




Εξώφυλλο της επανέκδοσης του βιβλίου στα ελληνικά


Τελικό σημείωμα για το βιβλίο (του Ε. Μ. Φόρστερ)
Με την τελική του μορφή, την οποία σχεδόν διατηρεί, ο Μωρίς χρονολογείται από το 1913. Ήταν το άμεσο αποτέλεσμα μιας επίσκεψής μου στον Έντουαρντ Κάρπεντερ, στο Μίλθορπ. Ο Κάρπεντερ είχε ένα γόητρο που δεν γίνεται κατανοητό σήμερα. Ήταν ένας επαναστάτης της εποχής του. Ήταν συναισθηματικός και λιγάκι μυστικιστής, επειδή είχε αρχίσει τη ζωή του σαν ιερέας. Ήταν ένας σοσιαλιστής που εννοούσε ν’ αγνοεί τον εκβιομηχανισμό και ήταν οπαδός της απλής ζωής μ’ ένα ανεξάρτητο εισόδημα και, με τον τρόπο ενός Ουίτμαν, ποιητής του οποίου η ευγένεια υπερέβαινε τη δύναμη και, τέλος, ένας πιστός του Έρωτα των Εταίρων, που μερικές φορές αποκαλούσε «ουράνιους». Ήταν η τελευταία του αυτή ιδιότητα που με γοήτευσε στη μοναξιά μου. Για μια σύντομη περίοδο φαινόταν να κρατά τη λύση για κάθε πρόβλημα. Τον πλησίασα μέσω του Λόουες Ντίκινσον1 και όπως κανείς πλησιάζει ένα σωτήρα.
Πρέπει να ήταν κατά τη δεύτερη ή τρίτη μου επίσκεψη στο τέμενος όταν προκλήθηκε ο σπινθήρας και, τόσο εκείνος όσο και ο σύντροφό του, ο Τζωρτζ Μέριλ, είχαν συμμαχήσει στο να μου προξενήσουν βαθιά εντύπωση και να μου αγγίξουν κάποια δημιουργική φλέβα. Ο Τζωρτζ Μέριλ μου άγγιξε επίσης την πλάτη - απαλά και ακριβώς πάνω από τους γλουτούς. Πιστεύω ότι άγγιζε των περισσότερων ανθρώπων. Η αίσθηση ήταν ασυνήθιστη και τη θυμάμαι ακόμα, όπως θυμάμαι τη θέση ενός δοντιού βγαλμένου πριν από χρόνια. Ήταν εξίσου ψυχολογική, όσο και σωματική. Φάνηκε να περνά από το σημείο εκείνο της πλάτης μου κατευθείαν στις ιδέες μου, χωρίς ν’ αναμειγνύει τις σκέψεις μου. Εάν το έκανε πράγματι αυτό, θα πρέπει να λειτούργησε εν πλήρει αρμονία με τον επηρεασμένο από τους γιόγκι μυστικισμό του Κάρπεντερ και θα αποδείκνυε ότι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή είχα συλλάβει.

Εξώφυλλο αγγλικής έκδοσης του βιβλίου με σκηνή από την ταινία "Maurice" του Τζέιμς Άιβορι (James Ivory)

Επέστρεψα κατόπιν στο Χάρογκέιτ, όπου η μητέρα μου ακολουθούσε κάποια θεραπεία, και αμέσως άρχισα να γράφω τον Μωρίς. Κανένα άλλο από τα βιβλία μου δεν έχει αρχίσει με Αυτόν τον τρόπο αυτό. Το γενικό σχέδιο, οι τρεις χαρακτήρες, το ευτυχισμένο τέλος για τους δυο τους, όλα κατέκλυζαν την πένα μου. Και το πράγμα έφτασε στην ολοκλήρωσή του, δίχως κανένα πρόβλημα. Είχε τελειώσει το 1914. Στους φίλους, άντρες και γυναίκες, που το είχα δείξει τότε άρεσε. Αλλά ήταν προσεκτικά επιλεγμένοι. Δεν έχει ως τώρα φτάσει ν’ αντιμετωπίσει τους κριτικούς ή το κοινό και ο ίδιος έχω πάρα πολύ συνδεθεί μαζί του, και για πάρα πολύ για να κρίνω.
Ένα ευτυχισμένο τέλος ήταν επιτακτικό. Δε θα έμπαινα στον κόπο να γράψω διαφορετικά. Είχα πειστεί ότι στη λογοτεχνία, επιτέλους, δύο άνθρωποι μπορεί ν’ αγαπηθούν και να παραμείνουν ερωτευμένοι εις τον αιώνα των αιώνων, που η λογοτεχνία παρέχει, και από την άποψη αυτή ο Μωρίς και ο Άλεκ περιπλανιούνται ακόμα στα δάση. Το αφιέρωσα «Σε μια Εποχή Ευτυχέστερη» και όχι τελείως αδικαιολόγητα. Η ευτυχία είναι η τονικότητά του – που επιπλέον είχε ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα: έκανε το βιβλίο δυσκολότερο να δημοσιευτεί. Εάν δε γίνει το Υπόμνημα Γουόλφρεντ νόμος, θα χρειαστεί πιθανόν να παραμένει χειρόγραφο.2 Εάν τελείωνε με τρόπο τραγικό, με ένα παλληκάρι να κρέμεται από κάποια θηλιά ή με τη σύμβαση κάποιας αυτοκτονίας, όλα θα είχαν καλώς, επειδή δεν υπάρχει πορνογραφία ή διαφθορά των ανηλίκων. Αλλά οι εραστές διαφεύγουν ατιμώρητοι και συνεπώς στοιχειοθετούν αδίκημα. Ο κύριος Μπορίνιες είναι πάρα πολύ ανίκανος για να τους πιάσει και η μόνη ποινή που η κοινωνία τους επιβάλλει είναι η εξορία που ευχαρίστως δέχονται.


Εξώφυλλο ιταλικής έκδοσης του βιβλίου με σκηνή από την ταινία "Maurice" του Τζ. Άιβορι


Σημειώσεις για τα τρία πρόσωπα
Με τον Μωρίς προσπάθησα να δημιουργήσω ένα χαρακτήρα εντελώς διαφορετικό από τον εαυτό μου ή αυτό που θεωρούσα τον εαυτό μου πως ήταν: κάποιον ωραίο, υγιή, σωματικά ελκυστικό, πνευματικά αδρανή, καθόλου κακό επιχειρηματία και μάλλον υπερόπτη. Στο μείγμα αυτό στάλαξα ένα συστατικό το οποίο τον προβληματίζει, τον αφυπνίζει, τον τυραννά και, τελικώς τον σώζει. Το περιβάλλον του τον ερεθίζει μ’ αυτή ακριβώς τη φυσιολογικότητά του: μητέρα, δύο αδελφές, άνετο σπίτι, μια αξιοπρεπείς εργασία μετατρέπονται σταδιακά σε κόλαση· είναι υποχρεωμένος είτε να συντρίψει είτε να συντρίβει, τρίτη επιλογή δεν υπάρχει. Η επεξεργασία ενός τέτοιου χαρακτήρα, το να του τεθούν οι παγίδες που μερικές φορές αποφεύγει , μερικές φορές όχι, και τέλος συντρίβει πράγματι, αποδεικνύονταν ευπρόσδεκτα ως πρόκληση.
Εάν ο Μωρίς είναι τα Προάστια, ο Κλάιβ είναι το Καίμπριτζ. Γνωρίζοντας το Πανεπιστήμιο, ή ένα μέρος τουλάχιστον, αρκετά καλά, εκείνον τον δημιούργησα χωρίς δυσκολία και δανείστηκα ορισμένα βασικά του χαρακτηριστικά από την μικρή ακαδημαϊκή μου γνωριμία.3 Η ηρεμία, η ανωτερότητα της εμφάνισης, η διαύγεια και η ευφυΐα, οι αναντίρρητες ηθικές αρχές, η λευκότητα και η λεπτότητα που δεν σημαίνουν αδυναμία, η εναρμόνιση του νομικού και του αριστοκράτη, όλα κλίνουν προς την κατεύθυνση της γνωριμίας εκείνης, παρόλο που ήμουν εγώ που έδωσα στον Κλάιβ την «ελληνική» του φυσιογνωμία και τον οδήγησα στη στοργική αγκαλιά του Μωρίς. Όταν βρέθηκε πλέον εκεί, ανέλαβε εκείνος την πρωτοβουλία και προδιάγραψε τις γραμμές που η ασυνήθιστη σχέση επρόκειτο ν’ ακολουθήσει. Πίστευε στην πλατωνική εγκράτεια κι έπεισε τον Μωρίς να συγκατατεθεί πράγμα που σε μένα δε φαίνετε καθόλου απίθανο. Ο Μωρίς στο στάδιο αυτό είναι ανώριμος και άπειρος και εκστατικός, είναι η ψυχή που απελευθερώνεται από το δεσμωτήριο και, αν ο απελευθερωτής του ζητήσει να παραμείνει αγνός, τον υπακούει. Κατά συνέπεια, η σχέση διαρκεί επί τρία χρόνια –επισφαλής, ιδεαλιστική και ιδιαζόντως βρετανική: ποιος Ιταλός νεαρός θα την ανεχόταν;- πάντως διαρκεί μέχρι που ο Κλάιβ της δίνει ένα τέλος στρεφόμενος προς τις γυναίκες και στέλνοντας τον Μωρίς πάλι στο δεσμωτήριο. Έκτοτε ο Κλάιβ εκπίπτει, και ίσως το ίδιο συμβαίνει με τη μεταχείρισή του εκ μέρους μου. Μ’ έχει ενοχλήσει. Πιθανόν τον αδικώ σε πάρα πολλά, υπογραμμίζω την αιχμηρότητά του και τις πολιτικές του φιλοδοξίες και το αραίωμα των μαλλιών του, τίποτε απ’ όσα εκείνος είτε η γυναίκα του κάνουν δεν είναι ποτέ σωστό. Αυτό λειτουργεί αρκετά καλά για τον Μωρίς, επειδή επιταχύνει την κάθοδό του στην κόλαση και τον ενδυναμώνει εκεί με την τελική απεγνωσμένη του έξοδο. Αλλά είναι ίσως άδικο για τον Κλάιβ, που δεν είναι κακοπροαίρετος και δέχεται το τελικό ράπισμα του μαστιγίου μου στο τελευταίο κεφάλαιο, όταν ανακαλύπτει ότι ο παλιός του φίλος από το Καίμπριτζ έχει ενδώσει μέσα στο ίδιο το Πεντζ, και μάλιστα μ’ ένα θηροφύλακα.

Εξώφυλλα των αγγλικών εκδόσεων του βιβλίου

Ο Άλεκ αρχίζει ως αποκύημα του Μίλθορπ, είναι το άγγιγμα στην πλάτη. Αλλά δεν έχει μεγαλύτερη σχέση με το μεθοδικό Τζωρτζ Μέριλ και από πολλές απόψεις είναι κακός οιωνός. Ενώ τον επεξεργαζόμουν, έφτασα να τον γνωρίσω καλύτερα, εν μέρει μέσω των προσωπικών μου εμπειριών, που μερικές φορές μάλιστα φάνηκαν χρήσιμες. Γινόταν πιο ζωντανός και πιο ουσιώδης και απαιτούσε περισσότερο χώρο, και οι προσθήκες στη νουβέλα (δεν υπήρξαν καθόλου περικοπές σε αυτήν) οφείλονται όλες σ’ εκείνον. Δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν γι’ αυτόν ως προοίμιο. Είναι χρονολογικά προγενέστερος από τους ευερέθιστους θηροφύλακες του Ντ. Χ. Λώρενς και δεν είχε το προνόμιο των δικών τους κατεβατών, ούτε, παρόλο που μπορούσε να έχει συναντηθεί με το δικό μου Στέφεν Γόουναμ, θα είχαν μεταξύ τους τίποτα περισσότερο κοινό από μια κούπα μπίρα. Ποια ήταν η ζωή του προτού εμφανιστεί ο Μωρίς; Η προηγούμενη ζωή του Κλάιβ ανακαλείται εύκολα, του Άλεκ, όμως, όταν προσπάθησα να την επικαλεστώ, κατέληξε σ’ ένα είδους απομίμηση κι έπρεπε να διαγραφεί. Δεν αντιστεκόταν, βεβαίως, σε τίποτα – τόσο μπορεί να ξέρει κανείς. Πολύ, μάλιστα, λιγότερο, αφού συναντήθηκαν, αντιστέκονταν ο Μωρίς, και ο Λάιτον Στάτσεϋ, ένας πρώιμος αναγνώστης, θεώρησε ότι αυτό θ’ αποδεικνυόταν η καταστροφή τους. Μου έγραψε ένα απολαυστικό, όσο και ανησυχητικό γράμμα λέγοντας ότι η σχέση των δυο τους βασιζόταν στην περιέργεια και στον πόθο και ότι θα διαρκούσε το πολύ έξι βδομάδες. Έρημε Έντουαρντ Κάρπεντερ! – του οποίου το όνομα ο Λάιτον υποδεχόταν πάντοτε με μια σειρά μικρά τσιρίγματα. Ο Κάρπεντερ πίστευε ότι οι «ουράνιοι» παραμένουν πάντοτε πιστοί ο ένας στον άλλο για πάντα. Και από την πείρα μου, μολονότι η πίστη δεν είναι κάτι στο οποίο κανείς μπορεί να βασίζεται, είναι πάντοτε κάτι που μπορεί κανείς να εύχεται και αν επιδιώκει, και που είναι δυνατό ν’ ανθίσει και στο πλέον ακατάλληλο έδαφος. Τόσο ο νέος των προαστίων, όσο και αυτός από την επαρχία, είναι ικανοί για πίστη. Ο Ρίσλεϋ, ο έξυπνος φοιτητής του Τρίνιτι, δεν ήταν, και ο Ρίσλεϋ, όπως ο Λάιτον ικανοποιημένος παρατήρησε, ήταν βασισμένος στον Λάιτον.
Οι μεταγενέστερες προσθήκες στη νουβέλα, τις οποίες επέβαλλε ο Άλεκ, είναι δύο, ή μάλλον εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες.


Σκηνή από την ομώνυμη ταινία του Τζ. Άιβορι (James Ivory)

Καταρχάς είναι αναγκαίο να μεθοδευτεί η εμφάνισή του. Πρέπει να παρουσιάζεται σταδιακά στον αναγνώστη. Οφείλει να εξελιχθεί από το αδιαμόρφωτα αντρικό παρελθόν που εισάγει ο Μωρία στο Πεντζ και μέσω του γονατισμένου κοντά στο πιάνο ανθρώπου και του αρνητή ενός φιλοδωρήματος και του ίσκιου ανάμεσα από τους θάμνους και του κλέφτη των βερίκοκων, μέχρι το σύντροφο που αποδέχεται και προσφέρει αγάπη. Πρέπει ν’ αναδυθεί από το τίποτα, μέχρις ότου γίνει τα πάντα. Αυτό απαιτεί προσεχτικό χειρισμό. Εάν ο αναγνώστης γνωρίζει πάρα πολλά για το τι πρόκειται να συμβεί, ίσως να βαρεθεί. Εάν γνωρίζει πολύ λίγα, ίσως του δημιουργηθεί σύγχυση. Πάρτε τις πέντε ή έξι προτάσεις που ανταλλάσσουν οι δυο τους στο σκοτάδι του κήπου, όταν ο κύριος Μπορίνιες φεύγει και κάποια ομολογία αρχίζει να αιωρείται. Οι προτάσεις αυτές μπορεί ν’ αποκαλύπτουν περισσότερα ή λιγότερα, αναλόγως του πως θα σχεδιαστούν. Τις έχω σχεδιάζει κατάλληλα; Ή πάρτε τον Άλεκ, όταν ακούει την άγρια μοναχική κραυγή στις περιοδείες του: θα έπρεπε να ανταποκριθεί αμέσως ή –όπως τελικώς αποφάσισα- έπρεπε να διστάσει έως ότου επαναληφθεί; Η τέχνη που απαιτείται σε παρόμοια προβλήματα δεν είναι υψηλού επιπέδου, όχι όσο υψηλού ο Χένρυ Τζέιμς τη θεωρεί, εντούτοις οφείλει να επιτευχθεί, εάν το τελικό αγκάλιασμα πρέπει να γίνει αισθητό.
Είναι αφ’ ετέρου αναγκαίο να μεθοδευτεί η συνειδητοποίηση του Άλεκ. Αποτόλμησε κάτι το επικίνδυνο και αγαπήθηκαν. Ποια εγγύηση υπάρχει ότι ένας έρωτας σαν αυτόν θα διαρκέσει; Καμία. Ίσως οι χαρακτήρες τους, οι απόψεις του ενός για τον άλλο, οι δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλονται πρέπει να υποδουλώνουν ότι μπορεί να διαρκέσει, και το τελευταίο μέρος του βιβλίου έπρεπε να γίνει πολύ μεγαλύτερο από ό,τι αρχικά είχε σχεδιαστεί. Το κεφάλαιο του Βρετανικού Μουσείου χρειαζόταν να επεκταθεί και ένα εξ ολοκλήρου νέο κεφάλαιο να παραβληθεί μετά από εκείνο – το κεφάλαιο της παράφορης και αδιέξοδης νύχτας, όπου ο Μωρίς ανοίγεται περισσότερο και ο Άλεκ διακινδυνεύει τα πάντα, δεν τους οδήγησα ως την τελική τους συνάντηση. Αυτά όλα έπρεπε να γράφουν, ώστε να μπορεί να τους αποδοθεί η πληρέστερη δυνατή γνώση του ενός για τον άλλο. Δεν ήταν δυνατό, πριν ορισμένοι κίνδυνοι και ορισμένες απειλές υπερνικηθούν, να προετοιμαστεί το κλείσιμο της αυλαίας.
Το κεφάλαιο μετά την συνάντησή τους, όπου ο Μωρίς επικρίνει τον Κλάιν, είναι το μόνο δυνατό κλείσιμο του βιβλίου. Δεν ήμουν πάντοτε αυτής της άποψης, ούτε και άλλοι ήταν, και με ενθάρρυναν να γράψω έναν επίλογο. Πήρε τη μορφή του να συναντά η Κίττυ δύο ξυλοκόπους έπειτα από μερικά χρόνια και προκάλεσε καθολική απογοήτευση. Οι επίλογοι είναι για τον Τολστόι. Ο δικός μου εν μέρει απέτυχε, επειδή ο χρόνος κατά τον οποίο διαδραματίζεται η νουβέλα είναι γύρω στο 1912 και το «έπειτα από μερικά χρόνια» θα την τοποθετούσε στη μεταμορφωμένη Αγγλία του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.

Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης στα ελληνικά, (1988)

Το βιβλίο είναι οπωσδήποτε παρωχημένο και ένας φίλος έκανε πρόσφατα την παρατήρηση ότι για τους σημερινούς αναγνώστες μπορεί μόνο να έχει το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης εποχής. Δε θα έφτανα ως αυτό το σημείο αλλά είναι οπωσδήποτε παρωχημένο – όχι μόνο εξαιτίας των δίχως τέλος αναχρονισμών του –των φιλοδωρημάτων μισού χρυσόλιρου, των ταινιών της πιανόλας, των σακακιών Νόρφολκ, των Νέων του Αστυνομικού Δικαστηρίου, των Συνδιασκέψεων της Χάγης, των Φιλελεύθερων και Ριζοσπαστικών και Πολιτοφυλάκων, των απληροφόρητων γιατρών και φοιτητών που προχωρούν χέρι-χέρι- αλλά για ένα πιο ουσιώδη λόγο: ανήκει σε μια Αγγλία όπου ήταν ακόμα δυνατό να εξαφανίζεται. Ανήκει στην έσχατη στιγμή του Δάσους. Το Μεγαλύτερο Ταξίδι4 ανήκει επίσης εκεί και υπάρχουν ομοιότητες στην ατμόσφαιρα. Το δικό μας δάσος τελείωσε καταστρεπτικά και αναπόφευκτα. Δύο μεγάλοι πόλεμοι επέβαλαν και κληροδότησαν την αστυνόμευση που οι δημόσιες υπηρεσίες υιοθέτησαν και επέτειναν, επικουρούσης της επιστήμης, και η ερημικότητα του νησιού μας, ποτέ, άλλωστε, εκτεταμένη, διαμορφώθηκε, οικοδομήθηκε και άρχισε να περιπολείται σε χρόνο μηδέν. Δεν υπάρχει κανένα δάσος ή χέρσα γη να διαφύγει κανείς σήμερα, καμιά σπηλιά να καταφύγει, καμιά έρημη πεδιάδα για κείνους που δεν επιθυμούν ούτε να αναμορφώσουν ούτε να διαφθείρουν την κοινωνία αλλά να τους αφήσουν ήσυχους. Οι άνθρωποι ακόμα όντως δραπετεύουν, το βλέπει κανείς να γίνεται κάθε βράδυ στις κινηματογραφικές ταινίες. Αλλά είναι γκάνγκστερ, όχι άνομοι,5 και μπορούν και εξαπατούν τον πολιτισμό, επειδή είναι γέννημά του.


Εξώφυλλα του βιβλίου μ,ε σκηνές από την ομώνυμη ταινία του Τζ. Άιβορι

Ομοφυλοφιλία
Σημείωση εν κατακλείδι για μία λέξη που μέχρι τώρα δε μνημονεύτηκε. Από τότε που γράφτηκε ο Μωρίς υπήρξε πράγματι μία αλλαγή ως προς το θέμα: η αλλαγή από την άγνοια και τη φρίκη προς την εξοικείωση και την ανοχή. Δεν είναι η αλλαγή για την οποία ο Έντουαρντ Κάρπεντερ είχε μοχθήσει. Εκείνος είχε ελπίσει τη γενναιόψυχη αναγνώριση ενός αισθήματος και την επανένταξη της αρχέγονης αυτής εκδήλωσης στην κοινή παρακαταθήκη. Κι εγώ, μολονότι λιγότερο αισιόδοξος, είχα υποθέσει ότι η γνώση θα οδηγούσε στην κατανόηση. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι αυτό που ο κόσμος πραγματικά απεχθανόταν στην ομοφυλοφιλία δεν είναι το πράγμα το ίδιο, αλλά το ότι πρέπει να προβληματιστείς γι’ αυτό. Αν ήταν δυνατό να περάσει στη ζωή μας απαρατήρητο ή να νομιμοποιηθεί σε μια νύχτα με κάποιο άρθρο τυπωμένο με ψιλά στοιχεία, θα εγείρονταν ελάχιστες διαμαρτυρίες. Δυστυχώς μπορεί να νομιμοποιηθεί μόνο από τη Βουλή και οι βουλευτές θα είναι υποχρεωμένοι να σκεφτούν ή να δείξουν ότι σκέφτονται. Κατά συνέπεια τα Υπομνήματα Γουολφέντεν αιωνίως θ’ απορρίπτονται, οι αστυνομικές διώξεις θα συνεχίζονται και ο Κλάιβ από το έδρανο θα εξακολουθεί να καταδικάζει τον Άλεκ στο εδώλιο. Ο Μωρίς μπορεί να διαφύγει.


Πηγή και σημειώσεις

Ε. Μ. Φόρστερ, Σεπτέμβριος 1960, από το βιβλίο "Μωρίς", μετ. Νίκος Βουδούρης, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα,  1988.
1. (Dickinson) Ντίκινσον, Γκόλντσγουέρθυ Λόουες. Άγγλος δοκιμιογράφος (1862-1932). Στενός φίλος του Φόρστερ.
2. «Δεν αντιμετώπιζε ούτε ως σκέψη την περίπτωση να δημοσιεύσει το έργο: κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να συμβεί σκεπτόταν, “μέχρι τον θάνατό μου, και της Αγγλίας”. Στην πραγματικότητα, η εξ αρχής άποψή του ήταν ότι το έγραψε για τον εαυτό του και μόνον. Παρ’ όλα αυτά, σύντομα άρχισε να το δείχνει σε επιλεγμένους φίλους του. Και πρώτος που το είδε ήταν ο Ντίκινσον… Επεξεργάσθηκε ακόμη περισσότερο το τελευταίο και δυσκολότερο μέρος της νουβέλας το 1919 και πάλι το 1932, και άλλη μια φορά το αναθεώρησε, μάλλον δραστικά, το 1959-60… Περί το 1960, η μητέρα του και οι περισσότεροι από τους πλησιέστερους συγγενείς του είχαν πεθάνει και οι αντιλήψεις στα σεξουαλικά ζητήματα είχαν τόσο αλλάξει, που θα μπορούσε, αν ήθελε, να έχει δημοσιεύσει τη νουβέλα. Φίλοι του πράγματι το πρότειναν, αλλά εκείνος αρνιόταν σταθερά… Το προετοίμασε προσεκτικά για μεταθανάτια έκδοση, αλλά το τελικό του σχόλιο (γραμμένο στο εξώφυλλο του δακτυλογραφημένου αντίτυπου του 1960) ήταν “Δημοσιεύσιμο – αλλά το αξίζει;…”» Μερικά κατατοπιστικά αποσπάσματα από την υπέροχη εισαγωγή του Π.Ν. Φέρμπανκ στην αγγλική έκδοση (Penguin Books, 1981), από όπου και το απόσπασμα του γράμματος προς τον Φ. Ρέιντ. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε και το σχόλιο του Φόρστερ για τον Καβάφη, σε μία συζήτησή του με τον Σεφέρη (Μέρες 1951 – 1956, Παρασκ. 8 Ιουν. 1951): «Μολονότι ήταν γενναίος άνθρωπος, είχε ανάγκη προστασίας·…» Η υπογράμμιση δεν είναι του Σεφέρη.
3. Εννοεί τον Χ.Ο. Μέρεντιθ, ο οποίος επί σειρά ετών υπήρξε στενότερος φίλος του και στη φιλία του με τον οποίο έχει στηριχτεί όλο το τμήμα του έργου το σχετικό με το Καίμπριτζ. Το είχε πει ο ίδιος ο Φόρστερ στον Π.Ν. Φέρμπανκ. Που σημειώνει: «Παρ’ όλο αυτά, ο Μέρεντιθ ζούσε ακόμη όταν [ο Φόρστερ] έγραψε το Τελικό Σημείωμα, και άρα είναι πιθανόν ότι παραποιούσε ελαφρώς τα γεγονότα» (Introduction, by P.N. Furbank, P. Bs 1981). Στον Χ. Ο. Μέρεντιθ αφιερώνει άλλωστε το «Ένα δωμάτιο με θέα» (1908)
4. Το Μεγαλύτερο Ταξίδι (1907). Η νουβέλα που ο Φόρστερ έλεγε ότι προτιμούσε («Η Θέα χωρίς το Δωμάτιο», 1925) από τα υπόλοιπα έργα του, όσο δεν ήξεραν τον Μωρίς παρά ελάχιστοι.
5. Η αντιδιαστολή στα ελληνικά είναι δύσκολη. Πρβλ. και Καβάφης «Εν τη οδώ», στιχ. 7 και 8: «…ακόμη σαν υπνωτισμένος απ’ την ηδονή,/από την πολύ άνομη ηδονή που απέκτησε».


Σκηνή από την ομώνυμη ταινία του Τζ. Άιβορι (James Ivory)

Εξώφυλλα έκδοσης του «Μωρίς» στην Αγγλία 


Περισσότερα για την ταινία "Maurice" του Τζ. Άιβορι: Εδώ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου