Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΜΙΩΤΗΣ, αφιέρωμα




 
Με τον Αντρέα Βουτσινά.


Αντί προλόγου
Τον Γιάννη Παλαμιώτη τον γνώρισα μέσω των βιβλίων του, μια και η Θεσσαλονίκη μού έπεφτε αρκετά μακριά για να τον δω επί σκηνής και να παρακολουθήσω κάποιες από τις πολλές -και υπέροχες- παραστάσεις στις οποίες όλα αυτά τα χρόνια έλαβε μέρος ως ηθοποιός, σκηνοθετημένος μάλιστα σε κάποιες από αυτές από τη Ρούλα Πατεράκη και το Μιχάλη Μαρμαρινό!
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Screw (τχ. 26, Μάιος 2016) δεν θα διστάσει να δηλώσει: «Οι γκέι δεν φημίζονται για την υποστήριξη όσων τους αφορούν (πολύ περισσότερο για βιβλία), πέρα από σάουνες και μπαρ»!
Η παραπάνω δήλωση, αν και κρύβει μια μεγάλη αλήθεια, γνωρίζω καλά πως θα βρει αντίθετους πολλούς από τους σημερινούς -νεότερους και μεγαλύτερους γκέι- που ένθερμα υποστηρίζουν και μιλούν για αγώνα, δικαιώματα των γκέι, διεκδικήσεις, οuting, κ.λπ, αγνοώντας πως ο μοναδικός αγώνας που έχεις να δώσεις, το βασικό δικαίωμα για το οποίο πρέπει να παλέψεις είναι το να δουλέψεις σκληρά, ώστε να γίνεις και συ μέτοχος της παιδείας και βαθιά σκεπτόμενος, πρώτα ως άνθρωπος και μετά ως γκέι. Ως άνθρωπος μάλιστα οφείλεις να βαδίζεις στα δυο σου πόδια, με το κεφάλι ψηλά, κάτι που μόνο ο παραπάνω αγώνας στη ζωή στο δίνει!! Αλλά άντε να καταλάβουν τώρα όλοι αυτοί που ξεχύνονται στο δρόμο πολύχρωμα ελαφροντυμένοι, λικνίζοντας τα καλλίγραμμα τατουαρισμένα κορμιά τους... Όμως άλλο διεκδικώ δυναμικά, απαιτώ εδώ και τώρα, και άλλο κάνω πασαρέλα! Μην τα μπερδεύουμε μάγκες μου. Και εύλογα μου έρχονται στο νου τα λόγια από κείνο το ανέκδοτο που λέγαμε παλιά: «Πού πας ρε έρμε Καραμήτρο;». Εάν μάλιστα το θέλετε στο περισσότερο -και ταιριαστότερο- λαϊκό του: «Ρε πού πας ξεβράκωτος στ᾿ αγγούρια»!!! Αυτό ακριβώς!
Αλλά πάμε να δούμε τον ηθοποιό, ραδιοφωνικό παραγωγό και βεβαίως-βεβαίως συγγραφέα, Γιάννη Παλαμιώτη. 



Με τον Τάκη Μόσχο σε σκηνή από την ταινία Μετέωρο και σκιά του Τάκη Σπετσιώτη (1986),


Γνωρίζοντας τον Γιάννη Παλαμιώτη
Ο Γιάννης Παλαμιώτης γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1958 στη Θεσσαλονίκη. Έβγαλε το γυμνάσιο (το παλιό), αλλά η αγάπη του για το θέατρο τον έστρεψε να σπουδάσει σε θεατρική σχολή της Θεσσαλονίκης και να δραστηριοποιηθεί στην Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης, παίζοντας σε διάφορες παραστάσεις καθώς και στο Κ.Θ.Β.Ε. Αλλά κατά διαστήματα θα ασχοληθεί και με το ραδιόφωνο, παρουσιάζοντας τη ραδιοφωνική εκπομπή, «Φανταστική συνέντευξη»..
Τον συναντάμε επίσης, σαν αρθρογράφο στο περιοδικό ΑΜΦΙ, αλλά αρθρογραφούσε, διόρθωνε  τα κείμενα και έλεγα τη γνώμη του και στο περιοδικό της Πάολα, Κράξιμο.
Έχει παίξει ως ηθοποιός σε πολλές παραστάσεις σκηνοθετημένος από τη Ρούλα Πατεράκη στα Σκοτεινά εγκλήματα, στην Έντα Γκάμπλερ καιTravesties (1979-80) και από τον Μιχάλη Μαρμαρινό στην παράσταση Στρίντμπεργκ-Στρίντμπεργκ καθώς και στην Μηχανηάμλετ (1993). Από άλλες δουλειές του να αναφέρουμε εδώ τις: πολυΜπέκετ, Εφεύρεση του Μορέλ, καθώς και τη συμμετοχή του στις παραστάσεις της «Πειραματικής Σκηνής Τέχνης»: Νόρα, Οδύσσεια, Το μεγάλο ταξίδι, Το τέλος των Ατρειδών. Ως ηθοποιός έπαιξε επίσης και στην κινηματογραφική ταινία Μετέωρο και Σκιά (1986) του Τάκη Σπετσιώτη, που αναφερόταν στον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Πέρα όλων των ανωτέρω, ο Γιάννης Παλαμιώτης ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων. Ζεί στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται επίσης ως οδηγός σκηνής στο ΚΘΒΕ. κάνοντας ενίοτε σκηνικά «περάσματα».


 
 


Ο Γιάννης Παλαμιώτης αυτοβιογραφούμενος:
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη πριν από μισόν (και βάλε!) αιώνα. Άνω Πόλη, Κορδελιό, Καλαμαριά, Κέντρο οι περιοχές όπου έζησα. Μ’ ενδιέφερε το θέατρο, φοίτησα στη σχολή και έπαιξα στο θέατρο της Ρ. Πατεράκη, κατόπιν του Ν. Διαμαντή, του Μ. Μαρμαρινού και της «Πειραματικής Σκηνής», ενώ έγραφα παράλληλα τις προσωπικές μου εμπειρίες και τις εξέδιδα σε βιβλία, όπως Το πάρκο, Οι Φίλοι ή Παραχάραξη ηθικής, Μητροκτονία. Ασχολήθηκα επίσης με το ραδιόφωνο ως παραγωγός της εκπομπής «Φανταστικές συνεντεύξεις». Εργάζομαι επί χρόνια στα παρασκήνια του ΚΘΒΕ.







Βιβλία του Γιάννη Παλαμιώτη
  • Τα σα εκ των σων, εκδόσεις Τύρφη, Θεσσαλονίκη 2015.
  • Οι φίλοι ή Παραχάραξη ηθικής, πρώτη έκδοση, εκδόσεις Εξάντας 1984, δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης, Αθήνα 2010.
  • Από το πάρκο στο κενό, εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης, Αθήνα 2008.
  • Μητροκτονία, εκδόσεις Μπιλιέτο, Θεσσαλονίκη 1996.
  • Μετά ομοφυλοφιλικών επιδόσεων, εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 1982
  • Το πάρκο, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1981.
  • Ναπολέων Λαπαθιώτης - Μια φανταστική συνέντευξη και δυο ανέκδοτα ποιήματά του, το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου τχ. 10, εκδόσεις Μπιλιέτο, Θεσσαλονίκη 1980.



Στρίντμπεργκ-Στρίντμπεργκ  σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού, (1986-87).

Συνεργασίες του Γιάννη Παλαμιώτη με το ΚΘΒΕ
  • Μετάγγιση Αισιοδοξίας - Βασιλικό Θέατρο - Φουαγιέ (02/12/2017) [Σκηνοθετική επιμέλεια, Ηθοποιός].
  • Αλληλεγγύη: Η εκδίκηση του καλού - Βασιλικό Θέατρο - Φουαγιέ (27/03/2016 [Ηθοποιός].
  • Χωρίς οικογένεια, σκηνοθεσία: Βουδούρης Νίκος - Θεσσαλονίκη, Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων (24/1/2013) [Ηθοποιός].
  • ΔΡΟΜΟ-ΛΟΓΙΑ - Θεσσαλονίκη (22/06/2010) [Συντονισμός].
  • Λεωφορείο ο πόθος του Τεννεσί Ουίλιαμς, σκηνοθεσία: Καλογρίδης Αντώνης - Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (22/02/2008) [Ηθοποιός].
  • Αντιγόνη του Αλεξάνδρου Άρη, σκηνοθεσία: Αρδίττης Βίκτωρ - Βασιλικό Θέατρο (04/04/2003) [Ηθοποιός]
  • Τρικυμία του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ / σκηνοθεσία: Ντουφεξής Σταύρο - Βασιλικό Θέατρο (19/12/2002) [Ηθοποιός].
  • Φοίνισσες του Ευριπίδου, σκηνοθεσία: Χουρμουζιάδης Νίκος - Θέατρο Δάσους (09/07/1999) [Ηθοποιός]
  • Νεφέλες του Αριστοφάνους, σκηνοθεσία: Βουτσινάς Ανδρέας - Θέατρο Δάσους (09/07/1998) [Ηθοποιός]
  • Μηχανηάμλετ του Χάινερ Μύλλερ, σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός - Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - Υπερώο (23/04/1993) [Ερμηνευτής]
  • Καλλιτεχνικός συνεργάτης -από το 2015 και μετά- (Έναρξη πρώτης συνεργασίας με το ΚΘΒΕ: 01/06/2016 - Λήξη: 31/01/2019)



© 2018 – gayekfansi.blogspot.com
Συνέντευξη του Γιάννη Παλαμιώτη στο lifo: Κλικ εδώ.
Συνέντευξη του Γιάννη Παλαμιώτη στο περ. Screw: Κλικ εδώ.



ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΛΑΜΙΩΤΗ


 

Από το πάρκο στο κενό, 2008
«Από το Πάρκο στο Κενό» είναι μια συλλογή από παλαιότερα και πιο πρόσφατα κείμενα του θεσσαλονικιού συγγραφέα. Ο Γιάννης Παλαμιώτης εμφανίστηκε στην λογοτεχνία την δεκαετία του '70 με δημοσιεύσεις στα περιοδικά Αμφί και Κράξιμο της Πάολας. Κάποια απ' αυτά τα κείμενα εκδόθηκαν σε βιβλίο από τον Εξάντα το 1981 με τον τίτλο «Το πάρκο».
Στην παρούσα έκδοση έχουμε τέσσερις ενότητες κειμένων και ένα επίμετρο. Από το κομμάτι με τον τίτλο «Σκόρπια» μέχρι και το «Διαστροφικά», αυτό που ενώνει και οδηγεί σαν μίτος εξερευνητικός μιας ομοφυλοφιλικής σεξουαλικότητας και μιας ζωής είναι η δευτεροπρόσωπη αφήγηση, αυτή που καθώς τα κείμενα συσσωρεύονται καταλαβαίνουμε ότι είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που απευθύνεται στον εαυτό του, ειρωνικός, με το ζωνάρι του λυμένο, θα έλεγα, για όλο και μεγαλύτερες προκλήσεις προς το alter ego του, το οποίο αναλύει, περιγράφει, ειρωνεύεται και γενικά δεν αφήνει σε χλωρό κλαδί, περνώντας κάθε του πράξη, αποχή από πράξη ή σκέψη από ψιλό κόσκινο, με μια γλώσσα άμεση αλλά όχι ενδοτική —κάθε άλλο μάλιστα— σε κάποιου είδους παραφιλολογία.
Υπάρχει μια λακωνικότητα και μια καλοζυγισμένη βιασύνη στη ροή της αφήγησης του συγγραφέα, λες και πρέπει να τελειώνει όσο πιο γρήγορα γίνεται με αυτό που θέλει να μας επικοινωνήσει για να πάει κάπου αλλού, κάπου που τον περιμένει κάτι πιο σημαντικό απ' όλα αυτά.
Μέσα από μια κατάταξη κατά θέματα και τόπους ακολουθούμε τα σεξουαλικά του περιδιαβάσματα στην Θεσσαλονίκη και τα πέριξ της, τις καθόδους του στην πρωτεύουσα, τη ζωή του από παιδάκι μέχρι σήμερα, τον μεγάλο πρώτο έρωτα. Τόποι και θέματα αποτελούν τον σκελετό της αφήγησης, μικρά κείμενα που μπορούν να σταθούν και μόνα τους, αλλά που στο αλυσιδωτό τους ξεδίπλωμα μας δίνουν τα ψήγματα που θα ολοκληρώσουν το παζλ μιας ζωής σε αδιάκοπη ερωτική έξαψη, ανόητους εγωισμούς που θα στερήσουν στον αφηγητή άλλες τόσες ηδονές, μαθήματα που δεν πάρθηκαν ποτέ, άλλα που οδήγησαν σε σκληρούς απολογισμούς. Ο ήρωας χάνει τη ζωή μέσα από τα χέρια του, αλλά προτιμάει να το κάνει με το δικό του στυλ -γιατί βέβαια αλλιώς θα έχανε κάτι που θεωρεί πιο πολύτιμο τον περιμένει υποφέρει αλλά πεισματικά αρνείται να κάμψει τις αντιστάσεις του. Όλοι φυσικά θ' αναγνωρίσουμε κάτι από τον εαυτό μας εκεί μέσα.
Στην επόμενη ενότητα που είναι μια «Μικρή αυτοβιογραφία», όπως λέει ακριβώς και ο τίτλος, κάνουμε ένα πέρασμα από μια ζωή ανάπηρη, ένα βρυκολακιασμένο οικογενειακό πορτραίτο, πέρασμα με απόηχους-φόρους τιμής στον Ταχτσή, μια κυνική ματιά σε μια πραγματικότητα που είναι ίσως σε μεγάλο βαθμό επινοημένη —ή και όχι— αλλά καθρεφτίζει αγωνίες, μιζέριες, ανικανοποίητα και κυρίως απαιδευσία και ανικανότητα για μια πιο συνειδητή ζωή.
Ακολουθούν τρία κείμενα καθόδου στον Άδη. Στο «Μια παράξενη επιδημία» το AIDS έχει μπει στην ζωή των γκέι, και είναι αυτό από τα σπάνια κομμάτια του βιβλίου στο οποίο ακούμε μια φωνή κριτικής και κοινωνικής ματιάς που θα μπορούσε να μεταφραστεί, αν την αναποδογύριζε κανείς, σε κάποιου είδους ένταξη σ' ένα αγώνα για μεγαλύτερη ειλικρίνεια και ξεσκέπασμα μιας σεξουαλικής καταρχάς και, στο βάθος, μιας πιο προσωπικής ταυτότητας.
Στα «Αποσπάσματα ενός ομοφυλοφιλικού λόγου», παρήχηση του τίτλου του βιβλίου του Ρολάν Μπαρτ, ο ήρωάς μας συνεχίζει τις αγωνιώδεις περιπλανήσεις του στα στέκια του πρόσκαιρου και ανώνυμου έρωτα, ικανοποιεί τις ανάγκες του, παίρνει μια ανάσα και μετά συνεχίζει ακάθεκτος, μεγαλώνει όμως, τα πράγματα στο ερωτικό παζάρι δυσκολεύουν, το μέλλον διαγράφεται σκοτεινό. Θα αρχίσει από τώρα να προετοιμάζεται, θα μηχανευτεί μικρά τεχνάσματα που ελπίζει να κάνουν την απελπισία του γήρατος πιο υποφερτή κι εκείνον να φέρει εαυτόν με λιγότερη αναξιοπρέπεια, κι αυτό με την όλο και μεγαλύτερη προσφυγή στην τέχνη της φαντασίωσης.
Ο λόγος του αφηγητή έχει γίνει ακόμα πιο λακωνικός, πιο άμεσος, πιο περίτεχνος στη δοκιμιακή του πλέον διάσταση, σαν η γλώσσα να έχει γίνει επιτέλους λιγάκι αυτό που από την αρχή ήταν η κρυφή της επιθυμία, ένας κερδισμένος χρόνος, μια διάρκεια κομματιασμένη αλλά απτή, εκεί επάνω στην σελίδα που ανατριχιάζει και χασκογελάει.
Στο τέλος αυτής της ενότητας έχουμε ένα κείμενο για τους μπάτσους, αυτοί που στην πραγματικότητα και στη φαντασίωση του ήρωα είναι ένα ακόμα καθρέφτισμα του Όλου σ' ένα μικρό θρυμματισμένο, ένστολο σ' αυτήν την περίπτωση, κομμάτι.
Η τέταρτη ενότητα περιλαμβάνει πιο πρόσφατα κείμενα, έχουμε εδώ την ερωτική αναζήτηση μέσω ίντερνετ με όλα τα συμπαρομαρτούντα και τα τερτίπια της, μια ερωτική ιστορία ασυνεννοησίας και λάθος χρόνων — τέτοιες δεν είναι οι περισσότερες; Καταλήγουμε στο «Κενό», που δανείζει το όνομά του στον τίτλο του βιβλίου· είναι το επίμετρό του και αποτελεί την φιλοσοφική διαθήκη του συγγραφέα του. Έχουμε ξαφνικά το πρώτο αμιγώς δοκιμιακό κείμενο που, στερημένο από την όποια επίφαση δράσης, φαντάζει λίγο γυμνό σε σχέση με αυτό που τα υπόλοιπα καλλιεργούν, δηλαδή ένα προσωπικό ιδιαίτερο στυλ, ένα μείγμα θεωρητικού και τσουχτερά ιδιωτικού λόγου, που νομίζω ότι είναι και το απόγειο της λογοτεχνικής δύναμης του συγγραφέα.
Το «Κενό» πορεύεται στα χνάρια της απαισιόδοξης φιλοσοφικής σκέψης, με έντονους σοπενχαουερικούς τόνους, κυνικό στην αποτίμηση της ζωής και της συμπαντικής μοίρας, ειρωνικό και αδέκαστο προς εαυτόν και ανθρώπους. Κρυφά ναρκισσιστικό στην απελπισία του, με μια επιμονή στα σκοτάδια, εφήβου, όπως ίσως θα ήθελε να παραμείνει για πάντα ο ήρωάς του, ο οποίος προτιμάει ως στάση ζωής να φύγει μάλλον νέος από ετούτη την κοιλάδα των δακρύων και «με ψηλά το κεφάλι», παρά να συρθεί και «να εκφυλιστεί βαθμιαία» χάνοντας αυτό που είναι η κατ' εξοχήν αξία -αυτή που μένει μετά την έκπτωση όλων των άλλων- κάθε ανθρώπου που σκέφτεται, αναζητάει και δημιουργεί, αυτή της αξιοπρέπειας και του εαυτού και της ζωής ως έργων τέχνης.
Ο αφηγητής μας κατατρύχεται από το θνητό της ύπαρξης και πέφτει με τα μούτρα στις συναρπαστικές σύντομες συναντήσεις, στη διασταύρωση του σπαθιού του με τόσες ακόμα υπάρξεις που προσπαθούν να ρίξουν φως στα σκοτάδια τους μέσα από εκείνο που έχει χαρακτηριστεί ο αντίποδας και η άλλη όψη του νομίσματος της ανυπαρξίας. Έρωτας/θάνατος είναι λοιπόν το θέμα κάθε σχεδόν κομματιού του Γιάννη Παλαμιώτη, αναζήτηση εξεύρεσης ερωτικού συντρόφου που βγάζει τον ήρωα από το υπαρξιακό άγχος και τον κάνει να ξεχνιέται και να προσηλώνεται μανιακά στην ικανοποίηση όχι μόνο της σεξουαλικής ανάγκης, αλλά κυρίως της δίψας για λήθη του θανάτου και αποξέχασμα στην απόλαυση. Παίρνομαι άρα υπάρχω.
Τα κείμενα του Γιάννη Παλαμιώτη συνιστούν υπαρξιακή λογοτεχνία, μιας και η έγνοια τους είναι να γίνουν εργαλεία της έκφρασης της αγωνίας για άφημα πίσω τους κάποιου ίχνους που πιθανώς θα επιβιώσει για λίγο του ίδιου του συγγραφέα, λίγο πιο πολύ, μέχρι όλα να τα καταπιούν έτσι κι αλλιώς τα σκοτάδια.
Η ομοφυλοφιλική θεματολογία δεσπόζει, πράγμα που φαντάζομαι θα τα κάνει για πολλούς κατεξοχήν δείγματα «ομοφυλοφιλικής λογοτεχνίας», κι αυτό συμβαίνει επειδή αυτή είναι η ζωή και ο σεξουαλικός δρόμος του αφηγητή μας. Σε τελική ανάλυση, όμως, αυτό προσθέτει απλά μία ακόμα διάσταση και κάνει τα κείμενα να αποκτάνε διπλή αξία, μια αξία καθαρά λογοτεχνική, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους και μια αξία ιστορική, σχεδόν καθώς ο συγγραφέας έχει κατατάξει και κωδικοποιήσει σχεδόν σαν σε συστηματικό εγχειρίδιο τις ερωτικές και σεξουαλικές πρακτικές ενός έλληνα ομοφυλόφιλου, ακολουθώντας τον κατά πόδας σε κάθε του περιπλάνηση στους τόπους ερωτικών συνευρέσεων και άλλων μαρτυρίων και ηδονών. Κόσμος περίκλειστος, ζοφερός για κάποιον που δεν τον γνωρίζει, πνιγηρός, και που θα κάνει πολλούς να αναρωτηθούν αν αυτό είναι όλο κι όλο η διάμετρος και το άθροισμα μιας ζωής.
Η λογοτεχνία δίνει εδώ την απάντηση: η ίδια η γραφή αναλαμβάνει να μας απογειώσει -πράγμα που σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνεται-, ως ύστατο μέσο και από μηχανής θεός, απ' το σκοτεινό υπόγειο της ύπαρξης· τίποτε δεν είναι αυτό που λένε ότι είναι και περιγράφουν οι φράσεις, καθώς όλα καταλήγουν στη μεταφορά του υπαρξιακού και πεσιμιστικού σύμπαντος του αφηγητή. Σύμπαν συχνά υπερβολικά αδιέξοδο, του οποίου όμως μαθαίνουμε να διαβάζουμε τις χαραμάδες φωτός και αέρα και να τις αναζητάμε στις λέξεις και τα κενά ανάμεσά τους όπως ακριβώς και ο ήρωας στα πάρκα, τα ουρητήρια, τις πλατείες, τα λεωφορεία. Αναπνέουμε μαζί του και αυτό με τον κίνδυνο καμιά φορά να πνιγούμε. Βυθιζόμαστε στις φαντασιώσεις του, που συχνά φλερτάρουν με εκείνες του διεστραμμένου μαρκήσιου, συγχωρούμε τις κακές του συμπεριφορές γιατί είναι βέβαια και δικές μας, κι αυτό μας φέρνει κοντά στην λιγάκι χριστιανική -ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω- και αριστοτελική χροιά των αφηγημάτων, μιας ταύτισης που μας κάνει να παίρνουμε βαθίες ανάσες και να χαμογελάμε άθελά μας με ανακούφιση μπροστά σε μια ανθρωπότητα που είμαστε απλά εμείς και οι καθρέφτες μας.


Παναγιώτης Ευαγγελίδης, (πηγή).




Τα σα εκ των σων, 2015
Εύκολα, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, αν εγώ εδώ τώρα σκοπεύω να τοποθετηθώ περισσότερο σε σχέση με ένα πολυσήμαντο μετεωρολογικό φαινόμενο παρά με το βιβλίο του Γιάννη Παλαμιώτη «ΤΑ ΣΑ ΕΚ ΤΩΝ ΣΩΝ» και τον ίδιο τον συγγραφέα. Το παράδοξο όμως είναι ότι αυτός ο προβληματισμός περί της “λανθασμένης τοποθετήσεώς μου” ίσως να μην είναι και τόσο άστοχος, αφού, ναι, το ζήτημα είναι η ομίχλη. Η ομίχλη που είναι με βεβαιότητα μια πολύ σοβαρή υπόθεση, κατά πολύ σημαντικότερη από τους περιπατητές -συγγραφείς ή μη- που περιστασιακά συμπεριλαμβάνει στα ενδότερά της. Έτσι το να ασχοληθώ με αυτήν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι τρόπον τινά μονόδρομος!
Εμείς εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουμε την ομίχλη, επίσης έχουμε μερικούς -όχι πολλούς- αξιόλογους συγγραφείς και ποιητές που εκείνη κατέχει στα γραπτά και τη ζωή τους τη θέση που της αρμόζει. Και μπορεί στο βιβλίο του Γ.Π. να μην εμφανίζεται τακτικά, εμφανίζεται όμως καθοριστικά και με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο διατρέχοντας όλο το σώμα του λογοτεχνικού του έργου.
Όμως το θέμα μας δεν είναι εδώ να διαγνώσουμε την επονομαζόμενη φιλολογική “διακειμενικότητα” μεταξύ των πιθανώς συν – ομιλούντων κειμένων, ούτε και να επιμείνουμε σε σχολαστικισμούς περί της επαναλήψεως ή όχι κάποιων λέξεων. Το θέμα είναι να επισημάνουμε ολοσχερώς τα περί της ομίχλης και επιπροσθέτως τα περί του ενός ή του άλλου βίου, έτσι όπως ο βίος αυτός διαγράφεται από τα εντός και τα εκτός της.
Κάθε άλλο παρά δύσκολό είναι για εμάς να αναπαραστήσουμε μέσα μας τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Τόλη Καζαντζή, τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου και κάποιους άλλους να εισέρχονται στην ομίχλη, να διατρέχουν το μεταφυσικό της σώμα και να εξέρχονται από αυτήν με τους γιακάδες του παλτό τους ανασηκωμένους, ακολουθώντας ή όχι κάποια σκιά. Πολύ πιο εύκολα μπορούμε να φανταστούμε και τον Γιάννη Παλαμιώτη να το κάνει, όπως περιστασιακά έχουμε κάνει οι περισσότεροι από εμάς.
Το ζήτημα όμως βρίσκεται στο σημείο αυτό. Τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτές τις δύο διαφορετικές όχθες του πραγματικού –της ζωής στην ομίχλη και της ζωής εκτός ομίχλης- και που ακριβώς, πότε ακριβώς περνάμε τη διαχωριστική γραμμή, αν υποθέσουμε ότι αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει με κάποιον τρόπο ένα αντικειμενικό γεγονός. Τι αφήνει και τι παίρνει κανείς μαζί του μπαίνοντας ή ακόμη περισσότερο βγαίνοντας από την ομίχλη? Και αφού ουδείς δεν μπορεί να αρνηθεί την υπόθεση αυτή και τις δύο όχθες του πραγματικού, δεν μπορεί να αρνηθεί επίσης ό, τι η ομίχλη από τη μία καθώς και η απουσία της από την άλλη, συνιστούν και συγκροτούν τα γεγονότα ενός και μόνο αληθινού βίου. Εύκολα μπαίνουμε στον πειρασμό να προσομοιάσουμε, έστω αποσπασματικά και κατακερματισμένα πλην όμως ουσιαστικά και σε κατάσταση εντιμότητας, αυτές τις δύο εκδοχές του βίου αντιστοιχίζοντάς τες στον επονομαζόμενο ιδιωτικό και δημόσιο βίο, όπως αυτά εσωτερικεύονται αλλά και εξωτερικεύονται από τον ίδιο τον περιπατητή!
Λοιπόν τι, έχουμε τουλάχιστον δύο ζωές? Ναι θα μπορούσε να πει αβίαστα κάποιος. Όχι ή για την ακρίβεια όχι πια, θα μπορούσε να πει μελαγχολικά κάποιος άλλος! Και η μελαγχολία του, σε αντίθεση με ό, τι ίσως θα περιμέναμε, δεν έχει να κάνει με την απώλεια του ιδιωτικού αλλά με την απώλεια του δημόσιου βίου, αφού είναι αυτός ο δημόσιος βίος – εκεί ακριβώς που αναδύεται ο πολίτης – που βρίσκεται υπό καταδίωξη και αφανισμό.
Διαβάζοντας τα έργα του Γ.Π. «Το πάρκο», «Οι φίλοι…», «Μητροκτονία» και τώρα το ενδιαφέρον «Τα σα εκ των σων» αναρωτήθηκα και προσπάθησα να καταλάβω γιατί? Γιατί το κάνει αυτό ο Γ.Π., γιατί γράφει αυτά που γράφει, σοκάροντάς μας κάποτε ανεπανόρθωτα, ενώ θα μπορούσε να είναι καλύτερα βολεμένος, αν τα αποσιωπούσε. Επεδίωξα να αποκωδικοποιήσω αυτήν την ανάγνωση αλλά ματαίως, το έργο δεν εκπορθήθηκε, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με την καταστροφή του και προφανώς αντιστάθηκα κι εγώ σε αυτό, όμως ο νους μου κατευθύνθηκε αβίαστα σε μερικά εξαιρετικά περιστατικά της παγκόσμιας σκέψης που νομίζω ότι προσάδουν στην υπόθεση.
Η εικόνα της ομίχλης και οι δύο όχθες του πραγματικού είναι ένα παράδειγμα, μια υπόθεση εργασίας, αφού η είσοδος και η έξοδος από αυτήν παραπέμπουν άμεσα στην είσοδο και την έξοδο από τον ιδιωτικό στον δημόσιο βίο και αντίστροφα. Επεκτείνοντας τις συνεπαγωγές από εκεί οδηγούμαστε αβίαστα και ερχόμαστε, μέσα από το περιεχόμενο του τελευταίου του βιβλίου, όπου το ιδιωτικό διαχέεται ορμητικά στο δημόσιο, αντιμέτωποι με την έννοια και την υπόθεση του ιδιωτικού και δημόσιου χώρου ή δημόσιας σφαίρας όπως ονομάστηκε και όπως αυτές εμφανίζονται σε μια πολύ συγκεκριμένη σχολή της σκέψης και την παράδοση της κριτικής θεωρίας, με βασικό υπερασπιστή τους τον Γιούργκεν Χάμπερμας.
Σύμφωνα με την θεωρία, ό, τι επετεύχθη στα νεότερα χρόνια σε επίπεδο πολιτικής οργάνωσης επετεύχθη όταν, μετά το τέλος της “αναπαραστατικής”, κουλτούρας του μεσαίωνα, όπου η ισχύς προσπαθεί να επιβληθεί με τις αναπαραστάσεις της (βλέπε Βερσαλλίες και Λουδοβίκος ΙΔ) και κατά τη διαδικασία του δομικού μετασχηματισμού, μέσα από την ανάδυση τον 18 αιώνα της ονομαζόμενης «Δημόσιας σφαίρας». Η δημόσια σφαίρα είναι ένας νοητός χώρος όπου οι πολίτες, μέσα από τον διάλογο και την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης που προστατεύεται, συγκροτούν ένα κοινό του οποίου η δημόσια λογική ενεργεί ως ο μόνος και αποτελεσματικός έλεγχος της κρατικής εξουσίας που τείνει ούτως ή άλλως να αναπαράγει τον εαυτό της.
Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, αφού αντί αυτού βαθμηδόν και μέσα από την ανάπτυξη των συγκεκριμένου τύπου Μ.Μ.Ε., την παραπλανητική φύση των θεσμών εκπροσώπησης, τα κόμματα εξουσίας, τους οργανισμούς φιλανθρωπίας και άλλους μηχανισμούς που φτάνουν έως και την παραγωγή απαγορευτικού λόγου για το σώμα, το κριτικό κοινό στο οποίο ελπίζαμε καθίσταται ένα καταναλωτικό, παθητικό και ανελεύθερο κοινό, ενώ ταυτόχρονα και δια του γεγονότος αυτού η δημόσια σφαίρα και άρα το δημόσιο συμφέρον αποστεώνεται, απορροφάται και απομυζείται απόλυτα από το κράτος. Έτσι εξαφανίζονται ουσιαστικά τα όρια του ιδιωτικού από το δημόσιο, όχι με τον αφανισμό του πρώτου αλλά με την εξάλειψη του δεύτερου. Φυσικά υπάρχει χώρος για ανάδυση κάθε είδους προσωπικών ιστοριών και αρκεί η δημοσιοποίηση ενός σεξουαλικού σκανδάλου για να αλλάξει μια υπερδύναμη ηγέτη, αλλά κάτι τέτοιο δεν επαναφέρει φυσικά τον δημόσιο χώρο, αποδεικνύει όμως αντίθετα τον αφανισμό του.
Στο σημείο αυτό ακριβώς και ενώ καταβαραθρώνεται ο δημόσιος χώρος, ο δικός μας άνθρωπος της ομίχλης ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού, σε αντίθεση με πολλούς άλλους, περνώντας το νοητό διαχωριστικό της ομίχλης δεν αφήνει πίσω του εκτεταμένα κομμάτια του ιδιωτικού βίου, ο οποίος μετατρέπεται -όχι δίχως κόστος- σε δημόσιο βίο, με απόλυτα σαφείς προθέσεις, να τοποθετηθεί δίχως διαμεσολαβητές σε ζητήματα με έντονο το αίτημα της αναβίωσης της δημόσιας σφαίρας και της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας την οποία αυτή προϋποθέτει. Έτσι και ενώ επελαύνουν νομοθετήματα που όλα αυτά τα χρόνια τείνουν προς την ποινικοποίηση ακόμη και των απόψεων, ο Γ.Π. και οι κατά τον τρόπο αυτό τοποθετούμενοι πραγματοποιούν μια εντελώς αντίστροφη κίνηση, μέσα στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας, για την επανίδρυση και την επαναφορά του πυρήνα της δημοκρατίας που δεν είναι άλλος από την επανίδρυση της δημόσιας σφαίρας.
Όμως τι προσκομίζει ο Γ.Π. από τον ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο με τη ζωή και το βιβλίο του και γιατί ετούτο φαίνεται τόσο απρόσμενο και απειλητικό? Μα τι άλλο, προσκομίζει τον ερωτισμό σε απόλυτες τιμές! Προσκομίζει εκείνη τη φοβερή έννοια της Λακανικής, απόλυτα ασυνείδητης επιθυμίας (desir), η οποία μόνον όταν ονοματίζεται μπροστά στα μάτια του άλλου αρχίζει να υπάρχει. Ονοματίζοντάς την έρχεται μια νέα παρουσία στον κόσμο ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να υπάρχει και το ίδιο το φέρων υποκείμενο. Και γιατί αυτό είναι ζήτημα δημόσιου χώρου και ελευθερίας? Την απάντηση μας την δίνουν ξεκάθαρα μέσα από το έργο τους διανοητές όπως ο Ζ. Μπάουμαν, Τζ. Μπάτλερ, Χ. Μαρκούζε, Ζ. Π. Σαρτρ, Ζ. Λακάν, Ζ. Ντεριντά, Μ. Φουκώ και άλλοι. Γράφει πιο συγκεκριμένα ο τελευταίος στο βιβλίο του «Δίψα της γνώσης»: «Ανάμεσα στην εξουσία και στο σεξ δεν καθιερώνεται ποτέ σχέση, παρά μονάχα με τρόπο αρνητικό: απόρριψη, αποκλεισμός, άρνηση, φραγμός ή ακόμα απόκρυψη και προσωπείο… Απαρνήσου τον εαυτό σου, αλλιώς βγαίνεις από τη μέση. Μην εμφανίζεσαι, αν δε θες να εξαφανιστείς. Η ύπαρξή σου δε θα διατηρηθεί παρά μόνον με το τίμημα της εκμηδένισής της».
Φαίνεται ότι συνειδητά ή και ασυνείδητα ο Γ. Π. μέσα από τα βιβλία του και με το τελευταίο επίσης, αντιπαρατίθεται μετ’ επιτάσεως σε αυτή την επιταγή, εφελκύοντας από τον χώρο της προσωπικής ελευθερίας και των αναμνήσεων, όπως αυτές που περιγράφει και στο βιβλίο «Τα σα εκ των σων», ένα πλήθος γεγονότων και ανθρώπων. Ηλίου φαεινότερο ότι δεν προτίθεται να εκθέσει ή να φέρει σε δύσκολη θέση κανέναν, αν ήθελε, θα μπορούσε να το κάνει με πολύ προσφορότερο τρόπο. Μας δείχνει όμως ότι δεν σκοπεύει να συμμορφωθεί προς την επιταγή της ανυπαρξίας, αλλά ούτε και να εγκαταλείψει τη διεκδίκηση του έρωτα και της ελευθερίας. Επικαλείται δε στην προσπάθειά του όλους όσους εμφανίζονται στο βιβλίο του, αιτούμενος άμεσα την επανίδρυση του δημόσιου χώρου εντός του οποίου μπορεί και αυτός αλλά και ο κάθε άνθρωπος-πολίτης να διεκδικεί διαρκώς την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του σε όλους τους τομείς των επιλογών του και φυσικά και την ερωτική του ελευθερία, να αντιστέκεται αντιπαρατιθέμενος προς την κυρίαρχη νόρμα-την ερωτική νόρμα, μένοντας παρά ταύτα ζωντανός. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί η Τζ. Μπάτλερ «… η ενασχόλησή μας με το θέμα των διαφορετικών σεξουαλικών ταυτοτήτων… εκτός του ότι συνεισφέρει στην αυτονομία μας, αποτελεί και ένα μέσο αγώνα ενάντια σε αυτό που παραμένει αβίωτο σε μια κοινωνία… ώστε το άτομο που αποτυγχάνει να προσεγγίσει τη νόρμα να μην καταδικαστεί στο καθεστώς του ζωντανού νεκρού».
Έτσι ο Γ.Π. και στο τελευταίο βιβλίο του αγωνίζεται κυριολεκτικά και με επιτυχία ενάντια στο καθεστώς της σιωπής – του ζωντανού νεκρού, ενάντια στον περιορισμό της ομίχλης στα όρια της παραλιακής ζώνης. Επικοινωνεί άμεσα και δίχως διαμεσολάβηση τη ζωή του και μας παραδίδει τις αναμνήσεις και τους συν-ανθρώπους του. Και κάνει ακριβώς έτσι «…διηγείται τη ζωή του, τον εξευτελισμό του και τη δόξα του, λέει τους έρωτές του, εκθέτει τους στοχασμούς που κάνει… Τα λέει φυσικά όλα, λέει όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, η αλήθεια όμως αυτή είναι μία αλήθεια ιερή. Η αυτοβιογραφία του δεν είναι αυτοβιογραφία, μοιάζει πως είναι, κι αυτό γιατί είναι μια ιερή κοσμογονία. Δεν είναι ιστορίες οι ιστορίες του, με πάθος τις παρακολουθείτε και σας γοητεύουν, ενώ πιστεύατε όμως ότι σας διηγιόταν γεγονότα, διαπιστώνετε ξαφνικά ότι σας περιγράφει ιεροτελεστίες… μιλάει για τη ζωή του σαν Ευαγγελιστής, σαν ένας μάρτυρας που είδε και εκστασιάστηκε… Εσείς όμως, αν εκεί που όλα αυτά δένονται, μπορέσετε να αντιληφθείτε τη λεπτή γραμμή που ξεχωρίζει τον μύθο που περιβάλλει από εκείνον που περιβάλλεται, θα ανακαλύψετε την αλήθεια. Που είναι τρομακτική.» Γράφει ο Ζαν Πωλ Σάρτρ για τον Ζενέ και έχω την αίσθηση ότι και εδώ –κάνοντας δικαιωματικά την αντιστοίχιση- η αλήθεια είναι τρομακτική. Και την τρομακτική αυτή αλήθεια ο Γ.Π. τη μετατρέπει σε ένα ατόφιο αίτημα για κοινωνική και προσωπική ελευθερία.
Το βιβλίο είναι, μέσα από την πληθώρα των ιστοριών και των ανθρώπων που παρελαύνουν, με τρόπο μάλιστα εκρηκτικό μια επίκληση στον άλλο και άρα μια επίκληση στον άνθρωπο. Αυτόν τον άλλο εις τον οποίο όπως πολύ σωστά ισχυρίζεται ο Ρολάν Μπάρτρ ότι πάντα απευθύνεται ο ερωτικός λόγος. «Στο λόγο περί έρωτος… υπάρχει πάντα ένα πρόσωπο στο οποίο απευθύνεσαι, έστω και αν αυτό έχει περιέλθει σε κατάσταση φαντάσματος ή αναμενόμενου πλάσματος. Κανείς δεν έχει όρεξη να μιλήσει για τον έρωτα σαν να μην υπάρχει κάποιος για τον οποίο θα το κάνει».
Ο Γ.Π. στο βιβλίο του «Τα σα εκ των σων» εκθέτοντας τον εαυτό του και τον τρόπο με τον οποίο σχετίστηκε με τον άλλο αποκωδικοποιεί αυτό ακριβώς που ισχυρίζεται και ο Τζ. Μπατάιγ για τον ερωτισμό, τον άλλο άνθρωπο, την επικοινωνία και τους ηθικούς κανόνες, ότι: «ο ερωτισμός είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής» και ότι μια ζωή στα ακρότατα ερωτικά όρια και τον ξεπεσμό είναι μια ζωή που ξέρει περισσότερα για τους ηθικούς κανόνες από μια άλλη άτολμη ζω. Έτσι, αν θέλουμε να μιλάμε για επικοινωνία, πρέπει να ξέρουμε ότι αυτή δεν μπορεί να λάβει χώρα από ένα πλήρες και άθικτο ον στο άλλο: «θέλει όντα που να διακυβεύουν μέσα τους το είναι, να το θέτουν στο όριο του θανάτου, του μηδενός.» και πως «η ηθική κορυφή είναι μια στιγμή διακύβευσης, αιώρησης του όντος πέρα από τον εαυτό του, στο όριο του μηδενός».
Στο εξώφυλλο του βιβλίου υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο απόσπασμα που επιλέξαμε συνειδητά να βρίσκεται στη θέση αυτή. Εκεί ανάμεσα σε άλλα συστατικά τρόπον τινά της ομίχλης αφήνεται να ειπωθεί το εξής: «Στη γενέθλια πόλη, όπου κυριαρχεί το εκνευριστικό ψιλόβροχο κι όλα διαβρώνονται ύπουλα από την υγρασία, πέρασα τη ζωή μου αδιάβροχος. Δεν πήρα τίποτε στα σοβαρά, πλην του θανάτου…» Κι εδώ ο συγγραφέας προδίδεται ανεπιστρεπτί, αφού δεν έχει γράψει, όπως με μια πρώτη ματιά φαίνεται, ένα βιβλίο απομνημονευμάτων και αναμνήσεων από ανθρώπους που συναναστράφηκε, αυτό είναι απολύτως επιφανειακό και παραπλανητικό με έναν τρόπο. Αλλά έχει γράψει ένα βιβλίο – πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά – ενάντια στο μόνον πράγμα που πήρε ποτέ στα σοβαρά, ένα βιβλίο ενάντια στο θάνατο. Ένα βιβλίο ενάντια στο φόβο, ενάντια στις κρυμμένες ζωές, ενάντια στην αδικία κάθε είδους, ενάντια στη σιωπή που επιβάλει η απώλεια του δημόσιου χώρου, ενάντια στην απουσία της ελευθερίας, ενάντια στη μη επέκταση της ομίχλης έως καταλύσεως της πόλης και του κόσμου
Ο Γ.Π. με τις δικές του και μόνον δυνάμεις, ως ένας άλλος νυχτερινός και νοτισμένος, κουρασμένος και εξευτελισμένος, ένδοξος και καταπατημένος, ανθρωπινότερος όμως πέρα από κάθε αμφιβολία Προμηθέας, προσκομίζει στον κόσμο από τον τόπο και τον χρόνο του προσωπικού του μαρτυρίου τη δύναμη και την δόξα της ομίχλης. Με ένα και μόνο αίτημα, που συμπεριλαμβάνει με τον τρόπο του όλα τα δυνατά αιτήματα που μπορούν να τεθούν, τη διάχυση επιτέλους της ομίχλης από τα «σα εκ των σων» επί ορατών και αοράτων και εις τους αιώνας των αιώνων και επί του σώματος του κόσμου αυτού σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, σε όλη την έκταση της ανθρώπινης υπόθεσης.
«Τα σα εκ των σων Σοί προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Είναι το σημείο εκείνο της λειτουργίας την Κυριακής όπου σύμφωνα με το τυπικό της ορθοδοξίας, παρά το ότι προχωρούμε στην απόλυτη, την ολοκληρωτική εξομολόγηση και τη βαθύτερη δυνατή παραδοχή, απαγορεύεται να γονατίζουμε.
«Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Και σύμφωνα με τη θεολογική προσέγγιση: Αυτή η προσφορά μας απογυμνώνει απ’ όλα, απολλύμεθα (Ματθ. 16,25). Παύομε να υπάρχουμε. Πεθαίνομε. Συγχρόνως είναι η στιγμή που γεννιόμαστε στη ζωή· κοινωνούμε… με το να προσφέρουμε τα πάντα.
«Τα σα εκ των σων» του Γιάννη Παλαμιώτη, δηλαδή ο ουμανισμός της εξομολόγησης και της αγάπης ή αλλιώς η δύναμη και η δόξα της ομίχλης!


Κωνσταντίνος Τέλιος (από την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Παλαμιώτη,Τα σα εκ των σων, εκδόσεις Τύρφη, 2/11/2015 - πηγή).



 


Οι φίλοι ή Παραχάραξη ηθικής, 1984
«Προσπαθώ να συνθέσω έναν ‘Ύμνο στο Φιλί και σκοντάφτω σε ματωμένα ούλα, σε θεόστραβα δόντια, σε σάλια χείμαρρους, σε χείλη ραμμένα, σε γλώσσες ασυμμάζευτες, σε βόθρους! Ευτυχώς που υπάρχουν οι αφειδώλευτοι σμηνίτες, το σώμα ξηράς και τα σώματα τα πολυεδρικά κάποιων πολιτών. Όμως εγώ δηλώνω άπληστος και το ξέρω πως αν μια μέρα  πάρω οριστικά την κάτω βόλτα θά ’ναι γιατί θέλω να κάνω κ α ι τον έρωτα που σπαταλιέται έξω απ’ το δικό μου κρεβάτι, θέλω όλα τα’ αγόρια που κυκλοφορούν στην επικράτεια, ακόμα κι εκείνα, τα πολλαπλάσια και παγκόσμια, που δεν έχω δει και δεν πρόκειται ποτέ να συναντήσω· θέλω να σμίξω μαζί τους, όχι σε μια στιγμή, όχι συμβολοποιώντας κάποιον απ’ όλους – αυτή τη θρυλική συμπύκνωση των επιμέρους στοιχείων που με αναστατώνουν, πάνω σε έναν – καθόλου δεν μου φτάνει· τα χείλη και τα δάχτυλά μου λαχταρούν τον καθένα χώρια και να τα κάνω όλα μαζί του, κάθε μου χάδι να εξαντλεί επιφάνειες ξένων σωμάτων, θέλω να πω, κάτω απ’ την παλάμη μου να συχναλλάζουν τα κορμιά κι αυτή τη διαφορά να την απολαμβάνω ώς  το μεδούλι·  γι’ αυτό το ανικανοποίητο ίσως μια μέρα μαραζώσω αθεράπευτα, εξαιτίας της υποσυνείδητης επίγνωσης ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει ποτέ,  βυθίζονται σε μελαγχολία και χαπακώνονται χιλιάδες ομοφυλόφιλοι. (Και τι περίεργο!  Όλη η ευχαρίστηση στον έρωτα – κι όλη μου η ταλαιπωρία ώσπου να τον κερδίσω – συμπυκνώνεται στα δευτερόλεπτα που εκσπερματώνω. Πριν και μετά, αναγούλα!)».


Απόσπασμα από το γ’ μέρος του βιβλίου.





Μετά ομοφυλοφιλικών επιδόσεων, 1982
...κρατάω τα λογοτεχνικά προσχήματα, όχι όμως και τα προσωπεία, γιατί ποτέ ως τώρα δεν κατάφερα να γράψω κάτι έξω από προσωπικά βιώματα, εμπειρίες, ακόμα και τα ονόματα που αναφέρω είναι όλα αυθεντικά, γιατί αυτά έζησα και θα ῾νιωθα σαν ιερόσυλος αν προσπαθούσα να τα πλασματοποιήσω χάριν της λογοτεχνίας. Και στο κάτω-κάτω γιατί ντε και καλά να να προσθέτεις ή να μην προσθέτεις με μια δημιουργία.
Το κέφι ου κάνω βγάζοντας τα φαντάσματά μου στο φως να κάνουν ένα μπουουου... να φοβηθούν ή να εκστασιαστούν οι άλλοι και να λυτρωθώ εγώ.


Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.




Το πάρκο, 1981
Βρισκόσουν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου όταν έφυγες για κείνη την προσκοπική κατασκήνωση με τον ξάδελφο. Αξέχαστο καρδιοχτύπι. Μόλις που πάτησες το πόδι σου, κι αυτό το ανελέητο τσούρμο των αγοριών, οι κανονισμοί, οι δυσκολίες, που προαισθανόσουν, σε τρομοκρατούσαν. Με κλάματα παρακαλούσε στο τηλέφωνο τη μάνα σου νά ῾ρθει να σε πάρει, δεν άντεχες, πνιγόσουν, έτρεμες κι από πάνω μήπως σε πάρουν χαμπάρι. Έτσι ευαίσθητος, άψητος όπως ήσουν. Έμεινες κι έβρασες στο ζουμί σου. Κι ούτε περίμενες ποτέ το ειδύλλιο που έμελλε να πλεχτεί. Τι τα θες; Ανόρεχτες βόλτες, ρομαντζάδα του κώλου στα βουναλάκια της περιοχής με την Ανδρομάχη. Άρχισαν τα σάλια, τα σφιχταγκαλιάσματα -φιλί ποτέ. Κι όλες αυτές οι υποχωρήσεις για τα μάτια των άλλων, ν᾿ αποφύγεις τις υποψίες και την καζούρα τους. Για να μη φανεί ότι σου ήταν ολωσδιόλου αδιάφορη η ιστορία, το έπαιζες με αντρική βαριεστημάρα προς κάθε κατεύθυνση. Αφού βέβαια πρώτα είχες αφήσει να διαρρεύσει το συμβάν, μετά δήλωνες πως σαχλοπεριπέτεια είναι θα περάσει, αν και το λυπάσαι το κακόμοιρο που τσιμπήθηκε έτσι άγρια μαζί σου και τέτοια.
Σπας το κεφάλι σου να θυμηθείς με πόσες γυναίκες από τότε τά ᾿φτιαξες, πόσα ήταν τα αθώα φλερτ της μιας ημέρας και πόσα τα διαρκείας που επίσης δεν κατέληγαν πουθενά (στην ερωτική πράξη μυήθηκες πολύ αργότερα, τη στιγμή που είχε ωριμάσει μέσα σου η υποψία της ομοφυλοφιλίας). Στις μεσαίες τάξεις του γυμνασίου άρχισαν οι παράλληλες ιστορίες. Γούσταρες τ᾿ αγόρια κ᾿ έσφιγγες την καρδιά για να τσιλημπουρδίσεις με τις γκόμενες που σου ρίχνονταν ανοιχτά -το πάχος είχε αρχίσει σιγά-σιγά να υποχωρεί, έγινες γκόμενος επαρκής. Σού ῾λειπε όμως το θάρρος να προχωρήσεις κάτι. Μεταξύ αστείου και σοβαρού χαϊδευόσουν με τους συμμαθητές σου, φτάνατε μέχρι τ᾿ αποχωρητήρια με την αμοιβαία υπόσχεση της επαφής, πισωγυρίζατε άτολμοι κ᾿ οι δυο σας.


Απόσπασμα από το βιβλίο.




Μητροκτονία, 1996
Απαρηγόρητος που κατατροπώθηκα για μιαν ακόμα φορά από τη μόνιμη αιτία των ψυχικών αναβρασμών μου, τη γυναίκα που κάποια τυφλή, θεόστραβη μοίρα την κατέστησε μάνα μου εσαεί, προσπαθούσα -όσην ώρα το λεωφορείο της γραμμής εκτελούσε την καθημερινή μετάβασή μου από τη συνοικία στο κέντρο της πόλης, κι έβλεπα απ' το παράθυρο να πέφτουν πάνω στη γη μια-μια οι σκιές των πραγμάτων- προσπαθούσα λοιπόν να αναπλάσω τη συνομιλία που μας οδήγησε σε τρικούβερτο καυγά· σκεφτόμουν τη σκηνή που είχε διαδραματιστεί αναμεταξύ μας λίγο πριν, και τα μάτια μου θόλωναν από καταρράχτες κόκκινου θύμου, όσο το μαύρο στον ορίζοντα κέρδιζε σε βαθύτητα. Ήταν η ώρα που πάντα απέδραττα από το σπίτι. [...]


Απόσπασμα από το βιβλίο.


Με τον Τάκη Μόσχο στην αφίσα της ταινίας Μετέωρο και σκιά του Τάκη Σπετσιώτη (1986),

Ναπολέων Λαπαθιώτης - Μια φανταστική συνέντευξη και δυο ανέκδοτα ποιήματα του, 1980
Eπάγγελμα;
Ποιητής. Την ίδια απάντηση έδινες και μικρός, όταν σε ρώταγε η αγαπημένη σου μητέρα τι θα γίνεις σαν μεγαλώσεις. Οι σημερινοί κριτικοί, ξέρεις Ναπολέοντα, θεωρούν το έργο σου ελάσσονος σημασίας.
– Η ζωή μου όμως, υπήρξε μείζονος ενδιαφέροντος. Περιφρόνησα την κοινοτοπία, την κατεστημένη ηθική. Πριν από το γράψιμο στίχων, μ’ ενδιέφερε η ποιητικότητα της ύπαρξής μου, ο τρόπος ζωής μου ως έργο τέχνης. Έχει μεγαλύτερη σημασία να ζεις και να φέρεσαι ως γνήσιος Ποιητής, παρά να γράφεις ποιήματα στα πλαίσια μιας κάποιας εργασιοθεραπείας της νεύρωσής σου, γιατί δεν ξέρεις να πλέκεις ή να κεντάς.
Γι αυτό, ίσως, σε χαρακτήριζαν εστέτ.
– Ήμουν εστέτ, επειδή μ’ άρεζαν τα όμορφα πράγματα, επειδή ντυνόμουν κομψά και προκλητικά μοντέρνα για εκείνη την εποχή, επειδή είχα καλή ανατροφή, επειδή ήμουν εγωκεντρικός κι επειδή, εν γένει, ήμουν οπαδός της σχολής του αισθητισμού.

[Σπίρτο]
Μητσάκι μου, μου φαίνεται πως αδικείς το πνεύμα μου!
Δεν είμαι σπίρτο, φυσικά, σαν κάποιους από σας
– αλλ’ έχω, καθώς τό ‘νιωσες,πιστεύω κι απ’ το γεύμα μου,
τίτλους λαμπρούς, οικόσημα, περγαμηνάς χρυσάς!
Πιστεύω να καμάρωσες τ’ αρχοντικό σερβίτσιο μου,
και το μικρό μου το λακέ με την οικοστολή.
Όταν υπάρχουν όλ’ αυτά και βρίσκεις και ψωλή,
το παραπάνω το μυαλό, τι να το κάνεις Μήτσο μου;


Απόσπασμα από το βιβλίο. 


Με τον Τάκη Μόσχο σε σκηνή από την ταινία Μετέωρο και σκιά του Τάκη Σπετσιώτη (1986).

Με την Αμαλία Μουτούση, από τις πρόβες του Στρίντμπεργκ-Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού, (1986-87).
 

Με τη Ρούλα Πατεράκη στην Έντα Γκάμπλερ σε σκηνοθεσία της ίδιας.
 

Ως Μπένετ στην παράσταση Travestie's σκηνοθεσία Ρούλα Πατεράκη, (1979-80).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου