Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Head On (1998) a film by Ana Kokkinos





ΚΑΤΑ ΜΕΤΩΠΟΝ, μια ταινία της Άννα Κόκκινος
Όταν ο άνθρωπος οργανώθηκε σε ομάδες αυτόματα δημιούργησε και τους κανόνες που  διέπουν τη ζωή αυτών των ομάδων. Και ναι μεν τους κανόνες που θα θεσπίσει και θα καταγράψει τους αποκαλούμε νόμους, υπάρχουν και κάποια άλλοι κανόνες που, ποτέ δεν θα γραφτούν, ποτέ δεν θα τυπωθούν, ποτέ δεν θα ψηφιστούν αλλά θα εφαρμόζονται σχεδόν ευλαβικά. Αυτοί είναι οι άγραφοι νόμοι, που πολλές φορές είναι πιο ισχυροί και από τους άλλους, τους γραμμένους, και επιβάλλονται από την ομάδα προκειμένου να διατηρηθεί μια ομοιομορφία και να περιοριστούν, αν όχι να εκλείψουν, οι διαφοροποιήσεις. Είναι αυτοί που κρατούν σε συνοχή την ομάδα ελέγχοντας τις παρακλήσεις. Οι σχέσεις των ανθρώπων, το σεξ, οι έννοιες της πατρίδας και της θρησκείας, η πολιτική, η δουλειά όλα υπόκεινται σε κανόνες. Ο έλεγχος δε των παρακτρεπομένων από αυτούς τους άγραφους κανόνες γίνεται από ένα ανώτερο πλάσμα που ονόμασαν Θεό και που υποτίθεται ότι τους έχει επιβάλει. Η επιτήρηση όπως είναι φυσικό, γίνεται σπέρνοντας το φόβο για τιμωρίες –έστω και μεταθανάτιες. Δεν είναι τυχαίο που η λέξη αμαρτία, λέξη καθαρά βυζαντινής εφευρέσεως άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα, δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να θυμίζει στον κόσμο την οδό που πρέπει να περπατάει.


Ως οικονομικός μετανάστης μπορεί να οριστεί ο άνθρωπος που εγκαταλείπει εθελοντικά την ομάδα του -πείτε την και χώρα αν προτιμάται-, προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Όμως ακόμα και εκεί στον «ξένο τόπο» δεν θα αργήσει να οργανωθεί σε ομάδα και μάλιστα αρκετά κλειστή, προκειμένου να διατηρήσει μια παράδοση και να κρατήσει μια συνοχή. Οι λόγοι βέβαια που δεν επιτρέπουν σε κάποιον να ζήσει αυτή την καλύτερη ζωή στη χώρα του, και τον αναγκάζουν να ξενιτευτεί είναι αρκετοί και πολύπλοκοι και δεν μπορεί να αναλυθούν στο μικρό τούτο κείμενο, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι κριτική της ταινίας, αλλά η καταγραφή κάποιων ιδεών και σχολίων που ξεκινούν από την προβληματικής της. Το όνειρο λοιπόν για μια καλύτερη ζωή δεν είναι παρά ένα όνειρο. Ένα όνειρο που ανατράφηκε πίσω από τις γρίλιες του ανεπτυγμένου κόσμου, και που ο δύσμοιρος άνθρωπος δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να προσπαθεί να φτάσει. Είναι ίσως ένα συνεχόμενο και επιτακτικό «θέλω», που το ανικανοποίητο της ανθρώπινης φύσης δεν μπορεί να δαμάσει, χωρίς φυσικά να λείπουν και οι καθαρά τυχοδιωκτικές τάσεις οι θρεμμένες με ψεύτικες υποσχέσεις. Αρκετές φορές μάλιστα το όνειρο αυτό μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε τη διαφορά του οικονομικού μετανάστη από τον πρόσφυγα, ο οποίος είναι εκείνος που για σοβαρούς λόγους (φόβου, φυλετικούς, θρησκευτικούς, εθνικότητας) κινδυνεύει στην πατρίδα του την οποία και αναγκάζεται να εγκαταλείψει διωκόμενος. Μια πατρίδα στην όπως είναι φυσικό δεν μπορεί να επιστρέψει, εκτός και αν οι «κυνηγοί του» έχουν αφήσει το «άθλημα» και εξασκούνται σε άλλο. Αντίθετα ο οικονομικός μετανάστης μπορεί όποτε το θελήσει να επιστρέψει στο πάτριων έδαφος, εκτός και αν αυτό πια του φαντάζει σαν μια μακρινή, μουντή, σχεδόν κακή ανάμνηση, έτσι όπως έχει αφομοιωθεί από τη νέα του πατρίδα, οπότε και δεν το επιθυμεί.
Η Ελλάδα, είναι μια χώρα που ένοιωσε στο πετσί της το πρόβλημα της μετανάστευσης, τόσο σε προηγούμενες δεκαετίες όπου τροφοδότησε με εργατικό δυναμικό χώρες όπως η Αμερική, η Γερμανία, η Αυστραλία κ. α., αλλά το νόμισμα έχει και άλλη όψη, αφού τώρα πλέον είναι αυτή που δέχεται ορδές μεταναστών οι οποίοι κυνηγούν όπως είπαμε το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Η διαφορά, και αυτό πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι οι χώρες τις οποίες αναφέραμε είχαν την προσφορά εργασίας που ο Έλληνας οικονομικός μετανάστης της δεκαετίας του ’50, 60’ αναζητούσε. Η Ελλάδα σήμερα, σε καμιά περίπτωση δεν την έχει και αυτό είναι κάτι που αρνούνται να δουν και να επισημάνουν, όλοι όσοι βεβιασμένα και με αφάνταστη ευκολία φορούν την ταμπέλα του ρατσιστή στον νεοέλληνα. Χώρια τα πολλαπλά και σύνθετα προβλήματα που δημιουργούνται από την ανεξέλεγκτη εισροή χιλιάδων μεταναστών σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα. 

 

Ο Άρης –γιατί γι’ αυτόν θα μιλήσουμε, άλλο που ο πανέμορφος Άρης στάθηκε η αφορμή για να αναφερθούμε στα παραπάνω- είναι γιος Ελλήνων μεταναστών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία, γιατί αυτή ήταν η χώρα που διάλεξαν οι γονείς του να καταφύγουν ως οικονομικοί μετανάστες κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Είναι δηλαδή ένας μετανάστης δεύτερης γενιάς. Ως μετανάστης λοιπόν δεύτερης γενιάς μεγάλωσε ακούγοντας για μια πατρίδα μακρινή που ποτέ ο ίδιος δεν γνώρισε, αλλά και ποτέ δεν κατάλαβε την λατρεία των γονιών του γι’ αυτή, όπως ποτέ δεν κατάλαβε γιατί θα πρέπει να ακολουθεί τους δικούς του σε όλες αυτές τις γιορτές, να ακούει την μουσική τους, να μαθαίνει μια γλώσσα που του είναι πρακτικά άχρηστη. Για τον Άρη λοιπόν, όλα έχουν τελειώσει, δεν υπάρχει τίποτα να τον κρατάει, νοιώθει τελματωμένος, αδιάφορος, βυθισμένος, απών. Και πάνω από όλα δεν έχει συμφιλιωθεί με την ομοφυλοφιλία του. Και είναι φυσικό. Όταν μεγαλώνεις στο περιβάλλον μιας κλειστής ομάδας που την διέπουν συγκεκριμένοι κανόνες, δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις από τον ρόλο που αυτή η ομάδα αναμένει από σένα.
Τα διλήμματα του Άρη είναι πολλά. Ξεκινώντας από το ότι δεν ξέρει πια πατρίδα να διαλέξει, αφού συνέχεια αναρωτιέται αν είναι Έλληνας ή Αυστραλός -γιατί όπως λέει, εθνικότητα Ελληνοαυστραλού δεν υπάρχει στα χαρτιά. Μέσα σε όλη αυτή τη δίνη, έχει αφεθεί, ως διάττων αστήρ να διαγράφει μια τροχιά, μια ξέφρενη κυκλική τροχιά, από τα σκοτεινά στενά υγρά σοκάκια, απαγορευμένα στους περισσότερους από τη φυλή του, όπου αναζητεί τους ερωτικούς του συντρόφους, στα θορυβώδη κλαμπ της Μελβούρνης και στα ναρκωτικά. Γι’ αυτόν, πιθανότατα όλα αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια μορφή αντίστασης, μια αναζήτηση ταυτότητας.

 

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του επίσης Ελληνοαυστραλού Χρίστου Τσιόλκα ο οποίος συνυπογράφει και το σενάριό της μαζί με τη σκηνοθέτιδα Άννα Κόκκινος. Στην εισαγωγή του στην ελληνική έκδοση του βιβλίου ο ίδιος γράφει:
[…] «Ο Άρης παλεύει ενάντια στους σεξουαλικούς και ηθικούς κώδικες που οι γονείς του επιμένουν να του κληροδοτήσουν, γιατί ξέρει ότι δεν έχουν πλέον κανένα νόημα στον κόσμο του. Για τους γονείς του αυτοί οι κώδικες ίσως προσφέρουν μια σταθερότητα μέσα στο χάος, αλλά ακόμα και αυτοί, πιστεύω, πρέπει να καταλαβαίνουν ότι στο τέλος δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα επιστροφής: επιστροφής στην Ελλάδα, στο παρελθόν, σε μια ιστορία που έχει πλέον εξαντλήσει τον εαυτό της. Αν ο Άρης σας φαίνεται χαζός επειδή ψάχνει αντεκδίκηση μάσα στο σεξ με αγνώστους και τα ναρκωτικά, μην ξεχνάτε ότι οι γονείς του έχουν και αυτοί τα δικά τους ναρκωτικά· όχι μόνο το αλκοόλ, αλλά τη θρησκεία και την πολιτική. Το βιβλίο έχει χαρακτηριστεί μηδενιστικό. Ίσως και να είναι, αλλά δεν ένοιωθα και πολύ αισιόδοξος όταν το έγραφα. Εν τέλει, μόνο ο αναγνώστης μπορεί να αποφασίσει. Ως συγγραφέας, όμως πιστεύω ότι υπάρχει μια ελπίδα μέσα στο βιβλίο. Είναι η ελπίδα ότι αυτό που είναι το καλύτερο στην οικογένεια και στην κοινότητα μπορεί να αναστηθεί με νέους τρόπους, μέσα από νέες μορφές, και να προσφέρει τόσο την ευκαιρία για ασφάλεια και τροφή όσο και την ευκαιρία για ελευθερία και για ανοχή».1

 

Αυτός είναι ο Άρης σύμφωνα με τον σεναριογράφο του. Η σκηνοθέτης Άννα Κόκκινος μας παρουσιάζει έναν Άρη τελματωμένο, αδιάφορο, εγωιστή, έναν Άρη που του έχουν αφαιρέσει όλες τις σανίδες σωτηρίας, έμπλεο μέσα στη δίνη του, και πάνω από όλα έναν Άρη που δεν γνωρίζει τι θέλει. Χαρακτηριστικός εξάλλου είναι ο συγκλονιστικός μονόλογος του τέλους: «…το Αυστραλιανό όνειρο έχει πεθάνει. Δεν υπάρχει άλλη γη. Γλιστράω προς τον υπόνομο. Δεν παλεύω, μυρίζω τα σκατά, αλλά αναπνέω ακόμη. Θα ζήσω τη ζωή μου. Δε θέλω να ξεχωρίσω. Δε θα αλλάξω τίποτα. Κανείς δε θα με θυμάται όταν πεθάνω. Είμαι ναύτης και πόρνη και θα είμαι μέχρι τη συντέλεια του κόσμου.»
Αυτός είναι λοιπόν ο Άρης (τον υποδύεται υπέροχα ο επίσης Ελληνοαυστραλός ηθοποιός, Άλεξ Δημητριάδης), ομοφυλόφιλος, μηδενιστής, αδιάφορος, αλλά και μπερδεμένος για τη ζωή που θέλει να ζήσει. Ο Άρης είναι ακριβώς αυτός, στέκεται ακριβώς εδώ, μπροστά μας, και καλά θα κάνει η τυπική παραδοσιακή οικογένειά του να τον δεχθεί έτσι όπως ακριβώς είναι.
Μια σκληρή ματιά πάνω σε μια σκληρή κοινωνία. Το Κατά μέτωπον βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Χρήστου Τσιόλκα είναι μια γροθιά σε μια κοινωνία που αρνείται και στιγματίζει το διαφορετικό.

Σημειώσεις και σύνδεσμοι:

1. Χρήστος Τσιόλκας, Κατά μέτωπο, μτφ. Γιάννης Πολύζος, εκδόσεις Οξύ, Αθήνα 1999
© κειμένου, gayekfansi.blogspot

Η ταινία στο imdb: Εδώ
Η ταινία στη Βικιπαίδεια: Εδώ










 







 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου