Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ, ἕνα κείμενο τοῦ Σαλβαντὸρ Νταλὶ






Ὀλίγα τινὰ
Ὁ Σαλβαντὸρ Νταλὶ θὰ συναντήσει τὸν Λόρκα τὸ 1923. Θὰ ἀκολουθήσουν πέντε χρόνια δυνατῆς φιλίας, ἀμοιβαίας ἔμπνευσης καὶ καλλιτεχνικῆς συνεργασίας, μὲ τὰ «ἀναγκαία» σκαμπανεβάσματα, ποὺ μιὰ τέτεια σχέση ἐπιφέρει. Ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ μᾶς σώζονται, καὶ λέω σώζονται μιὰ καὶ ἡ μετέπειτα γυναίκα τοῦ Νταλί, Ἕλενα Ἰβάνοβνα Ντιακόνοβα (Elena Ivanovna Diakonova), κατὰ κόσμον Γκαλά, κατέστρεψε μέρος τῶν ἐπιστολῶν γιὰ εὐνόητους λόγους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ ζωγράφου Ἄννα-Μαρία πούλησε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου μέρος τοῦ ἀρχείου τοῦ Νταλί, ἀπὸ αὐτὲς λοιπὸν τὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἔχουμε στὰ χέρια μας διακρίνουμε μιὰ δυνατὴ καὶ παθιασμένη σχέση!
Ὁ Νταλὶ βέβαια, γέρος πιά, σὲ ἐπιστολὴ ποὺ θὰ ἀποστείλει τὸ 1986 πρὸς τὸν διευθυντὴ τῆς ἰσπανικῆς Ἐλ Παἶς, καὶ ποὺ στόχο εἶχε τὸν βιογράφο τοῦ Λόρκα Ἴαν Γκίμπσον ποὺ ἀντιμετώπισε στὴ μονογραφία του τὴ σχέση τῶν δυὸ καλλιτεχνῶν σὰν ἕνα ἁπλό, γλυκερό, ρὸζ εἰδύλλιο, τὴ χαρακτηρίζει σάν: «μιὰ ἀγάπη ἐρωτικὴ καὶ τραγικὴ ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὴ μοιραστοῦμε». Νὰ προσθέσουμε πὼς ἡ λίγη σωζόμενη ἀλληλογραφία τῶν δυὸ καλλιτεχνῶν, κυκλοφόρησε τὸ 2013 σὲ ἕνα τόμο ὑπὸ τὸν τίτλο, Ἀγαπητὲ Σαλβαδόρ, Ἀγαπητὲ Λορκίτο, σὲ ἐπιμέλεια καὶ εἰσαγωγὴ τοῦ Βίκτορ Φερνάντεθ· γιὰ τοὺς ἐνδιαφερόμενους νὰ προσθέσω, πὼς δὲν ἔχει κυκλοφορήσει ἀκόμα στὰ ἑλληνικά.
Ὅμως ὁ Σαλβαντὸρ Νταλί, σὲ ἕνα ἐξομολογιτικὸ καὶ συγκινητικὸ κείμενό του ποὺ γράφτηκε μετὰ τὸν τουφεκισμὸ τοῦ Λόρκα ἀπὸ τοῦς φασίστες τοῦ Φράνκο, ἀναφέρεται στὴν προσωπική του φιλία, στὴ σχέση ποὺ τὸν συνέδεε, ἀλλὰ καὶ στὴν τελευταία του συνάντηση μὲ τὸν πρόωρα χαμένο ποιητὴ Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τοὺς δυὸ -τότε- νέους συνέδεε, ὅπως ὅλα μαρτυροῦν, μιὰ τρυφερὴ καὶ θερμὴ σχέση φιλίας, πνευματικῆς ἀλλὰ καὶ σωματικῆς. Ἐδῶ βέβαια μὴν περιμένετε ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὸν Νταλί, πέραν τοῦ αὐτοχαρακτηρισμοῦ: «ὁ πιὸ στενὸς φίλος τοῦ Λόρκα».
Οἱ καιροὶ ὅμως παρῆλθαν, ὁ Λόρκα ἐγκατέλειψε σχετικὰ νωρὶς τὸν μάταιο ἐτοῦτο κόσμο, ὁ Νταλὶ μετεξελίχθηκε σὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐμπορικότερους ζωγράφους, συνάπτοντας σχέση μὲ τὴ γυναίκα τοῦ Πὼλ Ἐλυάρ, τὴ Γκαλά, ποὺ ἀργότερα παντρεύτηκε, ἀφήνοντας(;) πίσω του τὸ παρελθόν.
Ἀρκετοὶ κατηγόρησαν τὸν Νταλὶ γι᾿ αὐτή του τὴ στάση ἀπέναντι στὸν Λόρκα. Ἐμεῖς εδῶ δὲν θὰ πάρουμε βέβαια θέση. Ἡ Ἱστορία ἔχει μιλήσει καὶ γιὰ τοὺς δυό. Ἐξάλλου εἶναι γνωστὲς οἱ σχέσεις τοῦ Νταλὶ μὲ τὸ φασιστικὸ καθεστὼς τοῦ δικτάτορα Φράνκο, ποὺ γιὰ χρόνια ταλαιπώρησε τὴ χώρα. Ἀφήνουμε λοιπὸν τὴν Ἱστορία νὰ μᾶς ξετυλίξει τὸ κουβάρι της, παραθέτοντας ἁπλὰ τὸ κείμενο τοῦ Ἰσπανοῦ σουρεαλιστὴ ζωγράφου γιὰ τὸν Λόρκα.
Αὐτὰ τὰ ὁλίγα ἀπὸ ἐμᾶς πρὸς τὸ παρὸν. Ἀκολουθεῖ τὸ κείμενο τοῦ Νταλί.
gayekfansi.blogspot.com 
 


Λόρκα καὶ Νταλί, Βαρκελώνη, 1927


ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ
τοῦ Σαλβαντὸρ Νταλὶ
Νεκρός, ντουφεκισμένος στὴ Γρανάδα, ὁ ἄμοιρος Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ὀλέ!
Μὲ τούτη τὴ σπανιόλικη κραυγὴ δέχτηκα στὸ Παρίσι τὴν εἴδηση γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ Λόρκα, τοῦ πιὸ στενοῦ φίλου τῆς ταραγμένης μου ἐφηβείας. Αὐτὴ ἡ αὐθόρμητη κραυγή, ποὺ ξεπηδάει ἀπ᾿ τὸ λαρύγγι ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν τὶς ταυρομαχίες κάθε ποὺ ὁ ματαντὸρ κάνει ἕνα ὡραῖο «πάσε» ἢ ἐκείνων ποὺ ἐκπαιδεύουν τοὺς τραγουδιστὲς τοῦ φλαμένκο, ξεπήδησε κι ἀπ᾿ τὸ δικό μου μαθαίνοντας τὸ θάνατο τοῦ Λόρκα, δείχνοντας ἔτσι μέχρι ποιὸ βαθμὸ τοῦτος ὁ θάνατος ἐπιστεγάστηκε μὲ μιὰ τραγικὴ καὶ τυπικὰ σπανιόλικη ἐπιτυχία.
Ὁ ἴδιος ὁ ποιητής, πέντε φορὲς τουλάχιστον τὴ μέρα μιλοῦσε γιὰ τὸ θάνατό του. Τὶς νύχτες ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸν πάρει ὁ ὕπνος, ἂν δὲν τὸν βάζαμε στὸ κρεββάτι. Μὰ ἀκόμα κι ὅταν ξάπλωνε, δὲν ξέρω πῶς κατάφερνε νὰ παρατείνει γιὰ χρόνο ἀπροσδιόριστο τὶς πιὸ ὑπέροχες ποιητικὲς συζητήσεις πού ῾γιναν στὸν αἰώνα μας. Συζητήσεις ποὺ πάντα κατέληγαν στὰ θάνατο, στὸ δικό του θάνατο.
Ὁ Λόρκα εἶχε τὴν ἰκανότητα νὰ μιμεῖται καὶ νὰ τραγουδάει ὅλα γιὰ ὅσα μιλοῦσε, ἀκόμα καὶ τὸ θάνατό του, ποὺ τὸν ἀναπαράσταινε μὲ κινήσεις παντομίμας: «Νά, ἔτσι θά ῾μαι», ἔλεγε «τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου μου». Καὶ χόρευε ἕνα εἶδος μπαλέτου παρασταίνοντας τὶς ἀπότομες κινήσεις ποὺ θά ῾κανε τὸ κορμί του μὲς στὸ φέρετρο, ἔτσι καθὼς θὰ κατέβαινε κάποια ἀπότομη λοφοπλαγιὰ τῆς Γρανάδας. Μετὰ μᾶς ἔδειχνε πῶς θά ῾ταν τὸ πρόσωπό του λίγες μέρες μετὰ τὸ θάνατό του. Τότε τὰ χαρακτηριστικά του, ποὺ δὲ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὰ πεῖ ὄμορφα, φωτίζονταν ἄξαφνα ἀπὸ μιὰν ἄγνωστη ὀμορφιά, καὶ μιὰ ἐξαιρετικὴ χάρη. Σίγουρος τότε γιὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ μᾶς εἶχε κάνει, χαμογελοῦσε ὅλος χαρὰ γιὰ τὸ θρίαμβο ποὺ τοῦ χάριζε ἡ ἀπόλυτη λυρικὴ κυριαρχία πάνω στὸ κοινό του.
Κάποτε εἶχα γράψει:
Ὁ ποταμὸς Γουαδαλκιβὶρ ἔχει τὰ γένεια του ἄλικα
Ἔχει ἡ Γρανάδα δυὸ ποτάμια,
Τό ῾να εἶναι δάκρυα
Τά ῾λλο αἷμα.
Καὶ στὴν Ὡδή στὸν Σαλβαντὸρ Νταλί, ὁ Λόρκα ὑπαινίσσεται ξεκάθαρα τὸ θάνατό του, ζητώντας μου νὰ μὴν σταθῶ πολὺ σ᾿ αὐτόν, ὅσο θ᾿ ἀνθίζει ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο μου.
Τὸν Λόρκα τὸν εἶδα γιὰ στερνὴ φορὰ στὴ Βαρκελώνη, κάπου δυὸ μῆνες πρὶν τὸν ἐμφύλιο. Ὁ Γκάλα, ποὺ δὲν τὸν εἶχε συναντήσει πρίν, συγκλονίστηκε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ φαινόμενο τοῦ ὑπέρτατου λυρισμοῦ. Ἀλλὰ τὸ πράγμα ἦταν ἀμοιβαῖο. Κι ὁ Λόρκα, μαγεμένος, τρεῖς ὁλάκερες μέρες δὲ μιλοῦσε, δὲ μιλοῦσε πιὰ παρὰ γιὰ τὸν Γκάλα. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἔντουαρτ Τζέιμς αὐτὸς ὁ τόσο εὐαίσθητος ποιητής, πιάστηκε μὲς στὴ μαγεία τῆς προσωπικότητας τοῦ Φεντερίκο. Ὁ Λόρκα συνήθιζε νὰ λέει γιὰ τὸν Τζέιμς, ποὺ φόραγε ἕνα κεντημένο τυρολέζικο κοστούμι μὲ κοντὸ πανταλονάκι καὶ δαντελένιο πουκάμισο, πὼς μοιάζει μὲ κολίβριο ντυμένο στρατιώτης τῆς ἐποχῆς τοῦ Σουίφτ.
Μιὰ μέρα ποὺ τρώγαμε στὸ ἐστιατόριο «Canari de la Garriga», ἕνα πολὺ μικρὸ ἔντομο καὶ ἰδιαίτερα «καλοντυμένο» φάνηκε νὰ περπατάει πάνω στὸ τραπεζομάντηλο μ᾿ ἕνα περίεργο βάδισμα χήνας. Ὁ Λόρκα, ἀναγνωρίζοντάς το, ἔβγαλε μιὰ φωνὴ καὶ τὸ σκέπασε μὲ τὸ χέρι του γιὰ νὰ τὸ κρύψει ἀπ᾿ τὸν Τζέιμς. Ὅταν πιὰ σήκωσε τὸ χέρι του, τὸ ἔντομο δὲ φαινόταν πουθενά. Ἔ, αὐτὸ λοιπὸν τὸ μικρὸ ἔντομο, ποιητὴς κι αὐτὸ καὶ στολισμένο μὲ τυρολέζικες δαντέλες, θά ῾ταν ἴσως τὸ μοναδικὸ πλάσμα ποὺ θὰ μποροῦσε ν᾿ ἀλλάξει τὴ μοίρα τοῦ Λόρκα. Πραγματικά, ὁ Τζέιμς εἶχε ἐκείνες τὶς μέρες νοικιάσει μιὰ βίλα κοντὰ στὸ Ἀμάλφι, τὴ Βίλα Τσιμπρόνε, καὶ μᾶς προσκαλοῦσε τὸν Λόρκα κι ἐμένα γιὰ ὅσον καιρὸ θὰ μᾶς ἔκανε κέφι. Τρεῖς ὁλάκερες μέρες ὁ Λόρκα δίσταζε μπρὸς στὸ δίλημμα νὰ πάει ἢ νὰ μὴν πάει. Κάθε ἕνα τέταρτο ἄλλαζε καὶ γνώμη. Στὴ Γρανάδα, ὁ πατέρας του, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ τὴν καρδιά του, φοβόταν πὼς πλησιάζει τὸ τέλος του. Στὸ τέλος μᾶς ὑποσχέθηκε πὼς θὰ ῾ρχόταν, ἀφοῦ πήγαινε πρῶτα νὰ δεῖ τὸν πατέρα του γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχεῖ. Πάνω ἐκεῖ ξέσπασε ὁ Ἐμφύλιος. Ὁ Λόρκα ντουφεκίστηκε καὶ ὁ πατέρας του ζεῖ ἀκόμα.
Γουλιέλμος Τέλλος: Ἀκόμα μέχρι σήμερα πιστεύω πὼς μιᾶς καὶ δὲν καταφέραμε τότε νὰ τὸν πείσουμε νά ῾ρθει μαζί μας, ὁ ἀγχώδης, ψυχοπαθολογικὸς καὶ ἀναποφάσιστος χαρακτήρας του δὲ θὰ τὸν εἶχε ἀφήσει νά ῾ρθει νὰ μᾶς βρεῖ στὴ Βίλα Τσιμπρόνε. Κι ὡστόσο ἀπὸ μέσα μου ξεπήδησε ἕνα μεγάλο αἴσθημα ἐνοχῆς γιὰ κεῖνον: δὲν εἶχα ἐπιμείνει ὅσο θά ῾πρεπε νὰ τὸν κρατήσω μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἰσπανία. Ἂν τό ῾χα πράγματι θελήσει, θά ῾χα μπορέσει, νὰ τὸν παρασύρω μαζί μου στὴν Ἰταλία. Ἔγραφα τότε ἕνα μεγάλο λυρικὸ ποίημα, Τρώγω τν Γκάλα, κι ἴσως λίγο πολὺ συνειδητὰ τὸν ζήλευα. Ἤθελα νὰ βρεθῶ μονάχος στὴν Ἰταλία, ἀντίκρυ στοὺς ὅλο ἐπισημότητα ναοὺς τῆς Ποσειδωνίας πού, ἔμελλε ἄλλωστε, γιὰ νὰ ἰκανοποιήσω τὴ μεγαλομανία μου καὶ τὴ δίψα μου γιὰ μοναξιά, νά ῾χω τὴν τύχη καὶ τὴν εὐτυχία νὰ μὴ μ᾿ ἀρέσουν καθόλου.
Ναί. Τὴ στιγμὴ τῆς νταλινικῆς ἀνακάλυψης τῆς Ἰταλίας, οἱ σχέσεις μου μὲ τὸν Λόρκα καὶ ἡ βίαιη ἀλληλογραφία μας θύμιζαν, ἀπὸ μιὰ περίεργη σύμπτωση, ἐκείνη τὴν περίφημη φιλονικία Νίτσε-Βάγκνερ. Μιλάω γιὰ τὴν έποχὴ ποὺ γινόταν ἀπολογητὴς τοῦ σπερινού… τοῦ Μιλλέ, την εποχή που έγραφα το καλύτερό μου βιβλίο: Ο τραγικός μύθος του Εσπερινο το Μιλλ -ἀνέκδοτο ἀκόμα- καὶ τὸ καλύτερο μπαλέτο μου: σπερινς το Μιλλ -ποὺ ἀκόμα δὲν ἀνεβάστηκε- γιὰ τὸ ὁποῖο ἤθελα τὴ μουσικὴ τῆς ρλεζιάνας τοῦ Μπιζὲ καὶ τὴν ἀνέκδοτη μουσικὴ τοῦ Νίτσε. Κι ὁ Νίτσε στὸ κατώφλι τῆς τρέλλας βρισκόταν σὰν ἔγραφε αὐτὴ τὴν παρτιτούρα, στὴ διάρκεια μιᾶς ἀπὸ τὶς ἀντιβαγκνερικὲς κρίσεις του. Μοῦ φαίνεται πὼς ἦταν ὁ κόμης Ἐτιὲν ντὲ Μπωμὸν αὐτὸς ποὺ τὴν εἶχε ξετρυπώσει καί, μόλο ποὺ δὲν τὴν εἶχα ἀκούσει ποτέ, πίστευα πὼς αὐτὴ θά ῾ταν ἡ μουσικὴ ποὺ θὰ ταίριαζε στὸ μπαλέτο μου.
Οἱ κόκκινοι, οἱ κοκκινωποί, οἱ ρὸζ κι οἱ μωβροζὲ ἀκόμα, ἐκμεταλλεύτηκαν βέβαια μιὰ δημαγωγικὴ προπαγάνδα γύρω ἀπ᾿ τὸ θάνατο τοῦ Λόρκα, προσπαθώντας –καὶ μέχρι σήμερα ἀκόμα- νὰ παρουσιάσουν τὸν Λόρκα σὰν πολιτικὸ ἥρωα. Ἐγὼ ὅμως ποὺ ἔτυχε νά ῾μαι ὁ πιὸ στενός του φίλος, μπορῶ νὰ βεβαιώσω ἐνώπιον Θεοῦ καὶ Ἱστορίας πὼς ὁ Λόρκα, ἑκατὸ τὰ ἑκατὸ ποιητὴς ἁγνός, ἦταν ὁ πιὸ ἀποστολικὸς ἄνθρωπος ποὺ γνώρισα στὴ ζωή μου. Δὲν ἦταν παρὰ τὸ ἐξιλαστήριο θύμα ζητημάτων προσωπικῶν, ὑπερπροσωπικῶν καὶ τοπικῶν καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, τὸ ἀθώο θύμα τῆς παντοδύναμης καὶ κοσμικῆς σύγχυσης τοῦ Ἰσπανικοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου.
Πάντως, ἕνα εἶναι βέβαιο. Μέσα στὴ μοναξιά μου, κάθε ποὺ καταφέρνει ὁ νοῦς μου νὰ γεννήσει μιὰ μεγαλοφυὴ ἰδέα ἢ τὸ χέρι μου νὰ πετύχει μιὰ ὑπέροχη πινελιά, ἡ βραχνὴ φωνὴ τοῦ Λόρκα βρίσκεται πάντα ἐκεῖ νὰ μοῦ φωνάζει: Ὀλέ!



Τὸ κείμενο τοῦ Νταλὶ ἀντλήθηκε ἀπὸ τὴ συλλογή: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ποιήματα, μετ. Ἀνδρέας Ἀγγελάκης, Ἐκδόσεις Καστανιώτης, Ἀθήνα 1980. 



Ἀπὸ ἀρ. Salvador Dalí, Federico García Lorca καὶ Jose ‘Pepin’ Bello, 1926. Φωτογραφία: Luis Buñuel.


Ὁ Λόρκα μὲ τὸν Νταλὶ φωτογραφημένοι σὲ στούντιο, στὸ Figueras τὸ 1925.


Ὁ Λόρκα μὲ τὸν Νταλὶ στὸ Cadaques τὸ 1927.


Ὁ Λόρκα μὲ τὸν Νταλὶ στὸ Cadaques, καλοκαίρι 1925.


Ὁ Λόρκα μὲ τὸν Νταλὶ σὲ ἐστιατόριο στὴ Βαρκελώνη τὸ 1927. Τὴ χρονιὰ τῆς τελευταίας τους συνάντησης.


Ὁ Λόρκα μὲ τὸν Νταλὶ στὸ Cadaques, καλοκαίρι 1925.



Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Ἕνα ποίημα τοῦ Γιάννη Ρίτσου







ΚΑΘΟΔΟΣ
Κατέβηκαν ἀπ᾿ τὸ βουνὸ μὲ τὸ σούρουπο.
Τὸ δρόμο δὲν τὸν μέτρησαν οὔτε ἀνεβαίνοντας οὔτε κατεβαίνοντας.
Τὸ ὕψος εἶταν καταφύγιο, κατάφωτο. Ὥσπου βράδιασε.
Ὅταν γύρισαν, δὲ θυμήθηκαν τίποτα.

Μέσα στὶς ἱδρωμένες τους παλάμες, εἶχαν κιόλας μαραθεῖ τὰ λουλούδια -
τὸσο δρόμο νὰ τὰ μεταφέρουνε, μὲ τόσες προφυλάξεις,
καὶ τὰ πετάξανε ἕνα βῆμα ἀκριβῶς πρὶν άπ᾿ τὸ σπίτι τους





Γιάννης Ρίτσος, «Ἀσκήσεις» 1950 -1 960, Γιάννης Ρίτσος Ποιήματα Τόμος Γ᾿ Ἐκδόσεις Κέδρος, Ἀθήνα 1975.




Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ: «Lorca Duende - Τα τραγούδια»






ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ: «Lorca Duende - Τα τραγούδια» (βιβλίο + CD)
Υπό τον τίτλο Lorca Duende τα τραγούδια, το εμβληματικό κείμενο του Λόρκα επιτυχημένα ανέβηκε με τα φτερά μιας μουσικής λειτουργίας, παντρεμένο με δέκα μελοποιημένα ποιήματα του Ισπανού ποιητή σε μετάφραση Ανδρέα Αγγελάκη τον περασμένο Απρίλιο και Μάιο στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν. Ο όρος Duende προέρχεται από την διάλεξη που έδωσε ο Λόρκα τον Οκτώβριο του 1934 στο Μπουένος Άιρες, κατά την διάρκεια της περιοδείας που έκανε τότε ο θιάσός του στη Λατινική Αμερική.
Το Ντουέντε είναι μια από κείνες τις λέξεις που παγώνουν τις πένες των μεταφραστών πολύ δε περισσότερο των λεξικογράφων καὶ των φιλοσόφων, και αυτό γιατί όχι μόνο είναι αμετάφραστες αλλά και δυσκολοπροσδιόριστες σε άλλη γλώσσα.
Παρ᾿ όλ᾿ αυτά η ποιήτρια Ολυμπίας Καράγιωργα έδωσε μια εμπνευσμένη μετάφραση της διάλεξης του Λορκα στη γλώσσα μας (Εκδόσεις Εστία), αποσπάσματα της οποίας ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει στο βιβλίο που συνοδεύει τον υψηλής αισθητικής δίσκο. Δίσκο τον οποίο και προτείνουμε ανεπιφύλαχτα.
Παρουσιάζουμε λοιπόν εδώ, στη συνέχεια -ελλείψει χρόνου για ένα δικό μας- το κείμενο της φιλολόγου Ανθούλας Δανιήλ.

gayekfansi.blogspot.com

 

 



«Σταμάτης Κραουνάκης: “Lorca Duende”»
της Ανθούλας Δανιήλ1
«Ανέκαθεν εξυφαινόταν μια συνωμοσία ενάντια στην ποίηση, ενάντια στη λευτεριά!» έλεγε ο Φλομπέρ και «είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς», έλεγε ο Νίκος Εγγονόπουλος στο ποίημά του το αφιερωμένο στον Λόρκα, ρίχνοντας το ανάθεμα στους φασίστες που σκότωσαν τον ποιητή και στους αργόσχολους γραφιάδες φασίστες από τους οποίους υπέφερε ο ίδιος. Κι αυτή η acciόn vil y disgraciado συνέβη το 1936 στην Ισπανία. Στα 38 του χρόνια, σ’ ένα χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε, άγνωστο πού ακόμα, μαζί με άλλους σαν κι αυτόν, ή σχεδόν σαν κι αυτόν, επέπρωτο να τελειώσει τη ζωή του ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του αιώνα του, στην Ισπανία και στον κόσμο όλο.
Δεν ευτύχησε να δει την απήχηση του έργου του, το οποίο όμως είχε αγγίξει την κορυφή και τις καρδιές του κοινού. Στην Ελλάδα, ποιος μπορεί να ξεχάσει τον θρήνο της μάνας στον Ματωμένο γάμο με την Κατίνα Παξινού, τη στείρα Γέρμα στο Ηρώδειο, τα ανομολόγητα καταπιεσμένα ερωτικά ένστικτα των κοριτσιών στο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα; Και στα τραγούδια, ποιος μπορεί να ξεχάσει την επιβλητική φωνή του Μάνου Κατράκη στην απαγγελία στο Θάνατο του Ιγνάθιο, σε μελοποίηση του Σταύρου Ξαρχάκου: «Πέντε η ώρα που βραδιάζει […] κι ήτανε πέντε σ’ όλα τα ρολόγια». Αλλά και τα τραγούδια του Ματωμένου γάμου από τον Χατζιδάκι –«Γύρνα φτερωτή του μύλου να περάσει το νερό»– κι αμέσως εικόνες εξοχής, ήχοι νερών και μουσικές εξαίσιες και φωνές μάς πάνε πίσω, σε χρόνια που σήμερα μας μοιάζουν μυθικά. Κι εκεί που όλα ζουν στον μύθο, ξαφνικά μια νέα «δουλειά», ένας σύγχρονος συνθέτης και φωνές φρέσκες: ο πολυτάλαντος Σταμάτης Κραουνάκης και οι άξιοι συνεργάτες του –Χρήστος Γεροντίδης και Κώστας Μπουγιώτης– λες και πιάνουν το νήμα εκεί που το είχε αφήσει ο Χατζιδάκις, ζωντανεύουν ό,τι κοιμήθηκε ή χάθηκε ή μπλέχτηκε στον θόρυβο της καθημερινής ζωής. Η φτερωτή γυρίζει και το νερό στο αυλάκι τρέχει με ένα duende, που διαπερνά και οιστρηλατεί δέκα τραγούδια και «Η θάλασσα χαμογελάει από μακριά/ Δόντια από αφρό,/ χείλια ουρανό».
Το ελληνικό κοινό, που αγάπησε τον Λόρκα, θα νιώσει ακούγοντας την παρούσα δουλειά του Κραουνάκη τη διονυσιακή έκσταση.
Στο βιβλίο που συνοδεύει το υπέροχο CD, ο Marcos G. Breuer προσπαθεί να μας εξηγήσει τι είναι το duende (ντουέντε). Ο Λόρκα έγραψε ένα δοκίμιο για το duende, που το παρουσίασε στην Αργεντινή το 1934, για να δώσει τα χαρακτηριστικά του. Αυτό, ωστόσο, αντιστέκεται σε κάθε περιοριστικό ορισμό. Εμείς το απολαμβάνουμε στην εμπνευσμένη μετάφραση της ποιήτριας Ολυμπίας Καράγιωργα.
Ο Breuer διακρίνει στην ποίηση του Λόρκα «ερωτισμό», «φλόγα μπροστά στη ζεστή παρουσία του άλλου σώματος», πόθο που δεν ολοκληρώνεται, έρωτα και θάνατο. Κι εδώ θα κάνω μια παρέκβαση για να θυμίσω ότι η μεγαλύτερη αδικία στη ζωή είναι το παιδί που δεν έπαιξε και η κόρη που δεν έσμιξε με τον άντρα που ήθελε, όπως λέει ο Ελύτης, που είναι ένας από τους μεταφραστές του Λόρκα στην Ελλάδα. Κι ακόμα ο Breuer συνδέει το duende με το «δαιμόνιο» που κινούσε τον Σωκράτη. Το duende που βρίσκεται βαθιά στη ρίζα του Ισπανού κι αυτό αποτελεί τη σφραγίδα του, που δεν πρέπει να παραχαραχτεί από την επικοινωνία του με τους άλλους Ευρωπαίους.
Duende, λοιπόν, έρωτας και θάνατος, πόνος, πόθος, πάθος, που ίσως, επειδή δεν ολοκληρώνεται, εξιδανικεύεται και, ακόμα, αυθεντικότητα, ισπανικότητα, μεράκι, καημός αθεράπευτος.
Στο βιβλίο ακολουθεί ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του Λόρκα, στη συνέχεια ένα κείμενο του Σαλβαντόρ Νταλί, του εκκεντρικού ζωγράφου, φίλου του: «Ο άμοιρος ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα! Όλε!». Έτσι, με ένα «Όλε!» σαν να παρακολουθεί ταυρομαχία ή σαν να χορεύει φλαμέγκο, υποδέχτηκε τον θάνατο του Λόρκα ο Νταλί. Ο Λόρκα μιλούσε συνέχεια για τον θάνατό του, τον σκηνοθετούσε, τον χορογραφούσε, ήταν έτοιμος από καιρό. «Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ έχει τα γένια του άλικα/ έχει η Γρανάδα δυο ποτάμια/ το ’να είναι από δάκρυα/ τ’ άλλο αίμα». Αν ο Λόρκα είχε δεχτεί την πρόσκληση του Νταλί να πάει στην Ιταλία, θα είχε γλιτώσει την εκτέλεση, δεν θα είχε δει «το φεγγάρι στην Κιντάνα των νεκρών». Ο Κραουνάκης και τα εξαπτέρυγά του –Μπουγιώτης και Γεροντίδης– προσφέρουν ύμνο στον νεκρό: «Κοίτα εκείνο το άσπρο παλικάρι,/ το λιωμένο σώμα του για δες!/ Είναι το φεγγάρι που χορεύει/ στην Κιντάνα των νεκρών».
Είναι συγκλονιστική η αφήγηση του Νταλί για τον «τραγικό μύθο του Εσπερινού του Μιλέ», τη μουσική του Μπιζέ και την ανέκδοτη του Νίτσε –στα πρόθυρα της τρέλας– για ένα μπαλέτο που ετοίμαζε, αλλά δεν έγινε ποτέ. Ο Νταλί υποστηρίζει ότι ο Λόρκα ήταν «εξιλαστήριο θύμα ζητημάτων προσωπικών, υπερπροσωπικών και τοπικών και, πάνω απ’ όλα, το πιο αθώο θύμα της παντοδύναμης και κοσμικής σύγχυσης του ισπανικού εμφυλίου πολέμου».
Ο Γιώργος Σαμπατακάκης γράφει ότι ο Κραουνάκης «ήρθε στην ελληνική μουσική με το ντουέντε ενός Διονύσου», ανήκει σ’ αυτούς που «ανέταξαν την τοπιογραφία και την Ηθική της αθηναϊκής νύχτας», «είναι […] ο γνησιότερος επίγονος του Μάνου Χατζιδάκι» και θα έλεγα προς επίρρωσιν ότι έχει δίκιο (ούτως ή άλλως) γιατί όταν τον ακούμε, νιώθουμε κάπως σαν να ακούμε τον Χατζιδάκι και τα παλικάρια του, τότε, στους Όρνιθες ή στον Μεγάλο ερωτικό. Μα, τα τραγούδια αυτού του CD, «Σ’ αγαπάω σαν τον θάνατο, Ισπανία κόκκινο πανί», δεν είναι τραγούδια αλλά θεατροποιημένα ποιήματα.
Ο Δημήτρης Μανιάτης μας θυμίζει ότι το σώμα του δολοφονημένου Λόρκα δεν βρέθηκε ποτέ, το πνεύμα του όμως ίπταται στη Φρυνίχου, όπου ο Κραουνάκης και η ομάδα του δίνουν την παράστασή τους. Οι σπαρακτικές φωνές του Χρήστου Γεροντίδη και του Κώστα Μπουγιώτη είναι ντουέντε.
Η Αγγελική Κορδέλλου κάνει λόγο για «σκηνική μουσική» του Κραουνάκη, για το «εύρος αναφορών σε Έλληνες συνθέτες και έργα προηγούμενων δεκαετιών», καθώς και τη «διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας», η οποία έχει αφομοιώσει όλο τον νεοελληνικό μουσικό θησαυρό.
Στο «Πέθανε την αυγή» μας ξεγελά για λίγο, σαν να αρχίζει εκείνο το «Νάνι νάνι» του Χατζιδάκι από τον Ματωμένο γάμο, ενώ στην εισαγωγή του «Γαζέλα απροσδόκητης αγάπης» κάπως σαν η μνήμη να έτρεξε στο All that Jazz του Μπομπ Φος.
Το ελληνικό κοινό, που αγάπησε τον Λόρκα, θα νιώσει ακούγοντας την παρούσα δουλειά του Κραουνάκη τη διονυσιακή έκσταση. Το ρίγος από τις «λέξεις που είναι σαν κραυγές πετεινών σε ανοιξιάτικους όρθρους».
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος επισημαίνει αντιστοιχίες του ντουέντε στον Επιτάφιο θρήνο (που είχε την ευτυχία να παρακολουθήσει στη Σικελία, στα λατινικά, ελληνικά και αλβανικά), στα ηπειρώτικα και μανιάτικα μοιρολόγια, στους Αρμένιους μονοφυσίτες και Σύριους χριστιανούς στα Ιεροσόλυμα. Ακόμα, ενημερωμένος από τον Μάνο Χατζιδάκι πάνω στο ντουέντε και τον Γιάννη Τσαρούχη πάνω στο ζεϊμπέκικο, το ανακαλύπτει στον πυρρίχιο των Ποντίων και τον πεντοζάλη των Κρητών, σαν να λέμε σε τραγούδια δημοτικά, πηγή του αισθήματος του θανάτου που εμπεριέχει η δυσκολομετάφραστη αυτή λέξη και που στα ελληνικά την αποδίδει, ίσως, η λέξη «χαρμολύπη». Ο Κραουνάκης, κατά τον Γεωργουσόπουλο, «ανέγνωσε με το ήθος βυζαντινού ψάλτη και εξ άμβωνος αναγνώστη του Ευαγγελίου» τον Λόρκα.
Κι εκεί που όλα ζουν στον μύθο, ξαφνικά μια νέα «δουλειά», ένας σύγχρονος συνθέτης και φωνές φρέσκες: ο πολυτάλαντος Σταμάτης Κραουνάκης και οι άξιοι συνεργάτες του –Χρήστος Γεροντίδης και Κώστας Μπουγιώτης– λες και πιάνουν το νήμα εκεί που το είχε αφήσει ο Χατζιδάκις, ζωντανεύουν ό,τι κοιμήθηκε ή χάθηκε ή μπλέχτηκε στον θόρυβο της καθημερινής ζωής.
Ο Γρηγόρης Ιωαννίδης γράφει ότι το ντουέντε «μας συμφιλιώνει με τον θάνατο, αλλά […] φεγγοβολάει ζωή και ενέργεια». Η Ναταλί Χατζηαντωνίου το περιγράφει σαν βουτιά στο ανθρώπινο υποσυνείδητο, «στον θάνατο που έρχεται ανοίγοντας διάπλατα παράθυρα “στα περιβόλια”, στον […] ανεξέλεγκτο πόθο μίας και μοναδικής στιγμής άνευ ορίων και χρόνου, στην παραφορά του έρωτα, στο τραγούδι που δε σε “ψυχαγωγεί” αλλά σε γδέρνει ζωντανό, ακολουθώντας ένα δαιμόνιο μη ελέγξιμο, μια δύναμη αρχετυπική».
Ο Βασίλης Μπουζιώτης λέει ότι το ντουέντε μιλάει για τον Θεό, τον Έρωτα, τη Ζωή και τον Θάνατο. Ο Αντώνης Μποσκοΐτης μιλάει για συνθέσεις με αύρα κλασικού, ότι ο Κραουνάκης έχει χατζιδακικό πνεύμα, ελληνικά τραγούδια, αγάπες και βιώματα. Ο Νίκος Ξένιος αισθάνεται ότι ο Κραουνάκης είναι μια άλλη εκδοχή του Λόρκα και ότι το ντουέντε που «εκλύεται από τους Έλληνες των βακχικών οργίων» περνά από τον συνθέτη στον ερμηνευτή. Ο Κραουνάκης «είναι ντουέντε». Ο Λέανδρος Πολενάκης κάνει λόγο για τον επικό και τραγικό πυρήνα της ποίησης του Λόρκα. Ο Λόρκα είναι «Διόνυσος και Χριστός μαζί, αφάνεια και επιφάνεια του ίδιου θεού, θάνατος και ανάσταση, απουσία και παρουσία αποτυπωμένη όχι διαλεκτικά».
Η ανάγνωση του βιβλίου είναι διείσδυση στα μυστικά του ντουέντε, ενώ τα τραγούδια το ξυπνάνε μέσα μας στην ελληνική του εκδοχή και συγκλονίζουν με το πάθος/βάθος τους.
«Ξυλοκόπε,/ κόψε μου τον ίσκιο./ Γλίτωσέ με απ’ το μαρτύριο/ να βλέπω τον εαυτό μου άκαρπο».






ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΣΚΟΥ
Μετάφραση ποιημάτων : Ανδρέας Αγγελάκης
Μετάφραση κειμένων: Ολυμπία Καράγιωργα
Μουσική σύνθεση: Σταμάτης Κραουνάκης
Πιάνο: Βασίλης Ντουμπρογιάννης
Τσέλο: Γιώργος Ταμιωλάκης
Ερμηνεύου: Χρήστος Γεροντίδης, Κώστας Μπουγιώτης, Σταμάτης Κραουνάκης
Εκδόσεις Άπαρσις, 80 σελ.
ISBN 978-618-5320-19-5

1. Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.
Πηγή κειμένου: Κλικ ἐδώ


Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Ἕνα ποίημα τοῦ Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (A Poem by Federico García Lorca)









ΓΑΖΕΛΑ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Κανεὶς δὲν καταλάβαινε τὴν εὠδιὰ
τῆς μελαψῆς μανόλιας τῆς κοιλιᾶς σου.
Κανεὶς ὅτι βασάνιζες δὲν ἤξερε
ἕνα πουλάκι ἀγάπης μὲς στὰ δόντια σου.

Χίλια ἀλογάκια ἀποκοιμηθῆκαν Περσικὰ
στὴ φεγγαρόφωτη ἅπλα τοῦ ματιοῦ σου.
Ἐνῶ τέσσερις ἀράδα νύχτες ἔσφιγγα
τὴ μέση σου, ποὺ ἐχθρεύεται τὸ χιόνι.

Ἀνάμεσα ἀπὸ γιασεμιὰ καὶ γύψο, ἡ ματιά σου
ἦταν ἕνα χλωμὸ κλαδὶ ἀπὸ σπόρους.
Ἔψαξα στὸ στῆθος μου νὰ σοῦ δώσω
τὰ φιλτισένια γράμματα ποὺ λένε «πάντα»,

«πάντα», «πάντα»: κῆπε τῆς ἀγωνίας μου
ἄπιαστο πάντα τὸ κορμί σου,
τὸ αἷμα ἀπὸ τὶς φλέβες σου στὸ στόμα μου
ἄφεγγο γιὰ τὸ θάνατό μου πιὰ τὸ στόμα σου.




Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ποιήματα, μετ. Ἀνδρέας Ἀγγελάκης, Ἐκδόσεις Καστανιώτης, Ἀθήνα 1980.

Ἀφιέρωμα τοῦ blog στὸν Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Κλὶκ ἐδῶ
Ἀφιέρωμα τοῦ blog στόν Ἀνδρέα Ἀγγελάκη: Κλὶκ ἐδῶ