Γνωρίζοντας
τον Τομ Γκανν
Το έργο του Τομ Γκανν
Ποίηση
Σύνδεσμοι:
Διαβάστε
ποιήματα του Τομ Γκαν: Εδώ
ΕΠΙ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ2
Έφτασα πλέον σε εποχή που οι λέξεις δεν βοηθούν:
Αντί, μεσ’ από τόπους χέρσους, σημάδια δυνατά,
Μες στην αβέβαιη ύπαιθρο να μας οδηγούν,
Ή μοναχοί αξιόπιστοι επάνω στα βουνά
Με φλασκιά κονιάκ και με σοφία να μας σώζουν,
Είναι τώρα χαλίκια, ή σκυλιά που σκούζουν
Στα πόδια μας μπερδεύονται, και στα μπατζάκια μας χυμούν.
Περιγραφή και ανάλυση υποβαθμίζουν και καθυστερούν
Χώματα από το παρελθόν που υποχωρούν.
Κι όταν βογκάμε Αγάπη Μου εννοούμε κάτι
Που από κοντά ιδωμένο σύντομα ξεγελά
Την διανοούμενη συνήθεια, το σοφό μας μάτι.
Κι έτσι είτε η εμπειρία θα ξεθωριάσει
Είτε θα βγουν οι προσεγγίσεις μας ψεύδη οικτρά.
Οι σκύλοι που γρυλλίζουν, τη βιάση μου βαραίνουν,
Με τόνους που αδειάζω ουγγιά με την ουγγιά.
Απ’ του αγνωστικιστή την ειρωνεία τώρα ξεμακραίνω
Ώστε να φτάσω και ν’ αναπαυθώ σε περιοχές ψηλά,
Σε πηγές λόγου, της αλήθειας πρότερον σκοτεινό:
Η γλώσσα σου για μένα, όστια υγρή, γλυκειά,
Και βρίσκω νοήματα σωστά σε στόμα σιωπηλό.
Οι Δίοδοι της Χαράς (1982):
Αδύνατος, ψηλός, ομορφάσκημος
η λεπτή πεινασμένη γλυκύτητα
του χαμόγελού του άφαντη
καθώς παίρνει την απόφασή του
και περπατάει πίσω απ’ τον αχυρώνα
με τις λεπτές μυτερές του μπόττες
πάνω στα φύλλα του ευκάλυπτου που τρίζουν
και φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του
Ακόμα κι ο τρόμος
ν’ αφήνεις έτσι τη ζωή
καλύτερος από τον τρόμο
να μην μπορείς να την κουμαντάρεις
Αν και μετά βίας τον γνώριζα
επαναλαμβάνω τη σκηνή ξανά και ξανά
Ήταν ευκάλυπτος το τελευταίο πράγμα που μύρισε;
Όχι ήταν το ίδιο του το αίμα
καθώς πνιγόταν
Όλο μ’ αφήνουνε
και δεν
μου λένε δεν
με ειδοποιούν ότι αυτή είναι
η τελευταία φορά που θα τους δω
καθώς όλο και λιγοστεύουν
σαν τον Ντάννυ ή
αργά αποξενώνονται
Δεν θα υπάρξει στροφή του ποταμού
όπου θα ξανασμίξουμε όλοι
σ’ ένα υπέροχο γλέντι
τα φαγητά απλωμένα
όλοι οι χαμένοι νά ’χουνε βρεθεί
όπως στο κρυφτό
Αλλόκοτη παρηγοριά
ο καλύτερος τρόπος για να
συμφωνούμε πάντα
να είναι όταν παίζουμε το ίδιο παιχνίδι
όπου όλοι πάντοτε χάνονται
ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ4
Σ’
έχω βάλει στο μάτι
Πάει καιρός.
Τα φέρνεις βόλτα φαίνεται,
Δεν ξέρω πώς.
Αλλά όπως προχωρείς
Καταλαβαίνεις
Στην πόλη ο κάθε δρόμος
Τι σημαίνει.
Στο χωριό σου ροδάκινα
Όταν μάζευες
Κάθε βράδυ που ερχόταν
Χνούδι κόλλαγες
Σε πρόσωπο και χέρια,
Οικείο, αηδιαστικό,
Σαν τους δικούς σου σ’ έτρωγε
Ασφυκτικό.
Στην πόλη όμως σαν ήρθες
Λίγο αργότερα
Στη Μάρκετ Στρητ γυρνούσες
Κι ήταν χειρότερα:
Σκληρά αγόρια απ’ έξω
Στου Φλαγκ τα Υποδήματα.
Να μη δανείζεις έμαθες, και στο πετσί σου
Χτυπάς κεντήματα.
Και λίγο λίγο ανέβηκες
Στης κρέμας τον αφρό –
Από πιάτσα, μασσέρ
Στα λουτρά με ατμό.
Σπιτώθηκες για λίγο –
Μα πλάνταξες,
Σ’ την έδωσε το μπρούντζινο κρεββάτι
Κι άλλαξες.
Μετά στην Κάστρο Στρητ
Νέο κεφάλαιο
Πουλάς κομψά κοσμήματα.
Και σαν υπάλληλος
Πια στη μεσαία τάξη
Εισήλθες σόλο.
(Κανείς στην Κάστρο Στρητ
Δεν πουλά κώλο).
Κοιτάς απ’ τη βιτρίνα.
Να βλέπεις σε χαζεύω
Τους άντρες που διαβαίνουν.
Νομίζω πως μαντεύω
Κάποιαν αβεβαιότητα
Σ’ αυτή την έκφραση.
Κούκλοι και κορμάρες
Κάνουν παρέλαση.
Έφτασες ώς εδώ –
Και σε ξενίζει.
Καλύτερα θυμήσου
Τι σε στηρίζει.
Ακόμη έχει χνούδι
Το φρούτο στο κλαρί.
Η ομορφιά σου σ’ έφτιαξε.
Φρόντισέ την κι εσύ.
ΜΟΙΧΕΙΑ5
Ζεστά
όμορφα άτριχα ζωάκια
έπαιξαν σ’ ένα ξέφωτο που ξάνοιγε ο πόθος τους
παιχνίδι κορυφούμενο σε διάφανη μανία
που τους ανέβασε πιο πάνω κι απ’ τον πόθο ακόμα
– φευγαλέα ξέφωτα τό ’να πίσω απ’ τ’ άλλο.
Φεύγοντας, ανασύνταξε το πρόσωπό της
να φαίνεται σαν να ’χε μόλις επιστρέψει
από την νέα ταινία του Μπέργκμαν
(που είχε πράγματι δει προηγουμένως).
Μέχρι να φτάσει σπίτι τα ’χε καταφέρει
και το πρόσωπό της ήταν κατάσπαρτο από έκφραση.
Αφοσιωμένη στον σύζυγό της, δείχνοντας
πόσο ενδιαφέρουσα ήταν η ταινία, πόσο
ανανεωτική, πραγματική καινοτομία
(ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, γλυκέ μου;)
θά ’πρεπε να την δει κι εκείνος θα
του άλλαζε την όλη στάση του.
Έπαιξε το μικρό αυτό δράμα. Και
το μισοπίστευε καθώς το έπλαθε,
γιατί το είχε παίξει και παλιότερα προς χάριν
της διατηρήσεως του υπέροχου σπιτιού,
με τα δωμάτια ευάερα γεμάτα ελευθερίες,
των παιδιών που πάνε σε προοδευτικό σχολείο,
του χόρτου που καπνίζουμε όταν έχουμε καλεσμένους,
και των φιλόδενδρων που μεγαλώνουν μες σε εμπιστοσύνη αργή.
Ο άντρας της την κοίταξε σιωπηλά,
του φάνηκε, προς στιγμήν, ζήτημα αντικειμενικό,
και μες στις σκέψεις του ανακεφαλαίωσε το δράμα:
μία συστάδα από καλοσυνάτα εφευρήματα,
μη ενδιαφέροντα, μη
ανανεωτικά, πραγματική οπισθοδρόμηση
(ξέρεις πόσο βαριόμαστε, γλυκειά μου;)
θα ’πρεπε να το δει κι εκείνη θα
της άλλαζε την όλη στάση της.
ΓΛΥΚΕΙΕΣ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ6
Γλύφει
όσο παγωτό σοκολάτα απόμεινε
στις σκασμένες άκρες των χειλιών του.
Καθισμένος στον ήλιο σ’ ένα σκαλοπάτι
έξω απ’ τα πλυντήρια,
ο Ντον το μογγολάκι στρίβει το ξυρισμένο του κεφάλι
και το μάτι του πέφτει πάνω μου καθώς κατηφορίζω.
«Γειά!» Το λέει με τον επιτηδευμένο
ενθουσιασμό οργανωμένου μέλους νεολαίας.
«Θα με πας απέναντι;!» μισό
ερώτηση μισό προσταγή. Κρατάω
μες στα δικά μου τα δάχτυλά του που κολλάνε
και παραπατάμε απέναντι. Πουλάνε
αχλάδια και ροδάκινα εκεί πέρα,
τα ζουμιά θα τρέξουν πάνω στο πηγούνι σου.
Γυρνάει πριν τον αφήσω,
λέγοντας με το ίδιο
μίγμα διαταγής και παράκλησης
«Δώσ’ μου ένα εικοσάρικο;!» Δεν
του δίνω, δεν του ’δωσα ποτέ, σ’ αυτόν, όχι,
αναρωτιέμαι γιατί όχι, και καθώς
συνεχίζω το δρόμο μου μόνος συνειδητοποιώ
πως είναι επειδή το άγουρο μυαλό του
ποτέ δεν με αναγνωρίζει, εμένα
ως εμένα τον ίδιο, λέει μόνο γειά
γι’ αυτό που μπορεί να κερδίσει, εικοσάρικα για
ν’ αγοράσει γλυκειές λιχουδιές, τη μια μετά την άλλη,
πάει από μαγαζί σε μαγαζί, απ’ το
περίπτερο στο παγωτατζίδικο στον
φούρναρη στο μανάβη, ατελείωτη
αναζήτηση της ηδονής του ουρανίσκου. Ύστερα
στη γύρα για να ζητιανέψει πάλι,
κι άλλα εικοσάρικα, κι άλλες γλυκειές λιχουδιές.
Τα δικά μου ψώνια είναι οδοντόπαστα,
βιταμίνες και γραμματόσημα.
Κανένα παραχάιδεμα στην περίπτωσή μου.
Αλλά ποιος πλησιάζει; Είναι
ο Τζων, όχι, ο Τσακ, πώς
μπόρεσε να μου διαφύγει τ’ όνομά του.
Ο Τσακ χαμογελάει μονόπαντα, στέκει
σαν φρέσκος από τα πλυντήρια,
ένας καλογυαλισμένος καουμπόης, ο Τομ Σώγιερ
μεγάλος, αλλά στυλάτος, ίσως
κιόλας προσεκτικός, τα σκούρα του μαλλιά
κολλημένα προς τα πίσω κατά την τελευταία μόδα.
Όταν σφίγγει το χέρι μου νοιώθω
ένα στεγνό δάχτυλο παιχνιδιάρικα να λυγίζει προς τα μέσα
και ν’ αγγίζει την παλάμη μου κρυφά.
«Πάει πολύς καιρός
που δεν βρεθήκαμε», λέει ο Τζων.
Δηλαδή ο Τσακ. Το ζεστό πειραχτικό
γαργάλημα μες στη σπηλιά της χειραψίας μας
ξεκόλλησε το μυαλό μου από την οδοντόπαστα,
το άρπαξε, τελείως.
Πόσο ωραίος είναι μέσα
στον πόθο του και τη ζωντάνια, μες
στην λαμπρή του επίδειξη αυθορμητισμού.
Με θάρρος «Τι θά ‘λεγες για τώρα;» λέω
ξέροντας την απάντηση. Αγόρι μου
θα μπορούσα να σε φάω ολόκληρον. Στην μακριά παύση
τον χαζεύω από πάνω ώς κάτω και
από τα μπλε αθλητικά ώς το μονόπαντο χαμόγελο
που ξαναχαράζει. Ξέρουμε τη χάρη μας.
Ξέρουμε πως η καθυστέρηση κάνει την ευχαρίστηση μεγάλη.
Μέσα στα μάτια μας, πάνω στη γλώσσα μας,
γευόμαστε την επικείμενη απόλαυση
πραγμάτων που γνωρίζουμε μα είναι πάντα νέα.
Γλυκειές λιχουδιές. Γλυκειές λιχουδιές.
ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ7
Δεν
μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω
απ’ τη γριά γυναίκα που έτρεχε εδώ κι εκεί,
βλαστημώντας στην τύχη,
ήταν δεμένη στον πάσσαλο της κρίσης
σαν μάγισσα παγιδευμένη από τον όχλο:
ναι, έτσι έμοιαζε,
σαν γριά μάγισσα του χωριού
εκτός τόπου οπουδήποτε, ακόμα και στη διασταύρωση
όπου η κοσμική Μάρκετ Στρητ
συναντά τη φτωχογειτονιά της Έκτης
– κεφάλι δεμένο με φακιόλι,
μάγουλα σαν μήλα, και μύτη μακριά
αστραφτερή και κοφτερή σαν της Οργής.
Ούρλιαζε βρισιές
σε δυο τροφαντούς νεαρούς αστυνόμους
που βάλαν μπρος γελώντας
μες στο αστυνομικό με την ωραία ταπετσαρία.
Παραληρώντας έψαχνε να βρει
αντικείμενα για τη μανία της.
Στη στάση ήρθε φάτσα
με ένα νέο πρόσωπο με γένια:
την κάρφωσε μ’ ένα μακρύ βλέμμα οίκτου,
που την έτρεφε, την έτρεφε.
Ανακάλυψε ένα άδειο μπουκάλι αναψυκτικού,
χόρεψε μπρος στην κυκλοφορία
πού ’χε σταματήσει με το κόκκινο, σείοντάς το,
και το συνέτριψε στην άσφαλτο.
Όλοι κοιτούσαν, είτε γελώντας
είτε με σιωπηρή απόγνωση καθώς εκτόξευε
το εβδομηντάχρονο κορμί της πέρα δώθε
με τη δύναμη βρέφους μόλις αποκομμένου.
Κάποια άλλη φορά, μες στο δωμάτιό του,
κάποιος άντρας μου είπε,
«Σε παρακαλώ, μην αναστατωθείς
μ’ αυτό που πάω να κάνω.
Δεν έχει σχέση μ’ εσένα.»
Κι εκεί που πλάγιαζε σκέπασε
μ’ ένα μαξιλάρι το κεφάλι του
και βρυχήθηκε μέσα του αρκετές φορές
–μακριά κουκουλωμένα ρεψίματα οργής–
σαν νά ’τανε το πρόβλημά του
ξαφνική κράμπα ή κρίση
δυσπεψίας που έπρεπε να την ξεφορτωθεί
με σύνεση, με σοφά μέτρα,
σαν να μπορούσε
να απορροφηθεί απ’ το ουδέτερο υλικό
ενός μαξιλαριού, ή από περαστικούς
που γυρνούν απ’ την άλλη, γελώντας,
σαν να μπορούσαν οι αιτίες
να πνιγούν μαζί με την κραυγή
αλλά οι αιτίες ξεχνιούνται
κι η κραυγή επιστρέφει,
εκτός ελέγχου,
μανιάζοντας σε μια διασταύρωση
όπου το κόκκινο έχει κολλήσει
και η κυκλοφορία σταματήσει,
κι οι οδηγοί κοιτάζουνε με δυσφορία
έναν θυμό
που δεν ξοδεύεται, που δεν μπορεί να ξοδευτεί.
Ο
ποιητής Τομ Γκανν γεννήθηκε στις 29
Αυγούστου 1929 στο Γκραίηβσεντ στο Κεντ
του Ηνωμένου Βασιλείου και άρχισε
σπουδές στο University College School, για να συνεχίσει
και να πάρει το πτυχίο του το 1953, από το
Bedales and Trinity College του Κέιμπριτζ. Εκεί είχε
την ευκαιρία να γνωρίσει και να συνδεθεί
με ανθρώπους όπως ο Tony
Tanner και ο Tony White. Ο Tony White μάλιστα
έγινε αχώριστος φίλος του. Ο πρόωρος δε
θάνατός του το 1976 λύπησε αφάνταστα τον
Τομ. Το 1954, ο Gunn ακολουθώντας τον
ερωτικό του σύντροφο Mike Kitay, μετακόμισε
στις Ηνωμένες Πολιτείες κερδίζοντας
παράλληλα μια υποτροφία στο
Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, όπου συνέχισε
τις σπουδές του. Το 1958, ο Gunn έγινε καθηγητής
στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο
Berkeley, όπου δίδαξε για σειρά ετών ως το
1999. Ο Γκαν εκτός από την ποίηση ασχολήθηκε
και με την πρόζα ενώ σημαντικές είναι
οι κριτικές του για ποιητές όπως οι
Whitman, Ginsberg, James Merill και Robert Duncan. Πέθανε
στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ στις 25 Απριλίου
2004. Στο πλευρό του ήταν μέχρι την τελευταία
στιγμή ο για 52 χρόνια σύντροφός του Mike
Kitay.
Το έργο του Τομ Γκανν
Ο
Τομ Γκανν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα
σε ηλικία 11 ετών, ως δώρο γενεθλίων για
τη μητέρα του. Πριν εκείνη αυτοκτονήσει
λίγα χρόνια αργότερα, είχε ήδη προλάβει
να του εμπνεύσει αγάπη για τα βιβλία. Η
πρώτη του ποιητική συλλογή, Fighting
Terms,
εκδόθηκε το 1954, έναν χρόνο μετά την
αποφοίτησή του από το Trinity College του
Καίμπριτζ. Την ίδια χρονιά, όπως ήδη αναφέραμε, ακολουθώντας
τον δια βίου σύντροφό του, Mike Kitay,
εγκαταλείπει την Αγγλία για τις ΗΠΑ,
όπου και θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του,
διδάσκοντας σε πανεπιστήμια, ιδιαίτερα
στο Berkeley, και γράφοντας ποίηση, αλλά και
δοκίμια για την ποίηση. Το The
Sense of Movement
κυκλοφόρησε το 1957. Ακολούθησε το My
Sad Captains and Other Poems
το 1961. Το έργο αυτό ακολούθησε το Positives
(1966),
ένα βιβλίο με ποιήματα και φωτογραφίες
στις οποίες συνεργάστηκε με τον αδελφό
του φωτογράφο Ander. Ένα χρόνο αργότερα,
το μακρύ ποίημα "Misanthropos» εμφανίστηκε
στην επόμενη ποιητική του συλλογή, Touch
(1967). Για να συνεχίσει με τα Moly
(1971), To
the Air
(1974), Jack
Straw's Castle
(1976), Selected
Poems 1950-1975
(1979), και The
Passages of Joy
(1983).
Το
1982 κυκλοφόρησε την συλλογή The
Passages of Joy
, μια συλλογή επηρεασμένη από γκέι
χαρακτήρες και φίλους του. Την ίδια
χρονιά κυκλοφόρησε και η συλλογή δοκιμίων
The
Occasions of Poetry: Essays in Criticism and Autobiography. Μια
σειρά από ελεγείες για τους φίλους του
που χάθηκαν από στην επιδημία του AIDS τη
δεκαετία του '80 είναι το Ο
Άντρας που ίδρωνε τις νύχτες (The
Man with Night Sweats, appeared) που
κυκλοφόρησε το 1992. Η τελευταία του
ποιητική συλλογή Αφέντης
Έρωτας (Boss
Cupid)
κυκλοφόρησε
το 2000.
Έχοντας
ξεκινήσει χρησιμοποιώντας περίτεχνα
μετρικά και στροφικά σχήματα, που
παραπέμπουν ακόμα και στους Άγγλους
ποιητές του 16ου και του 17ου αιώνα, ο Γκαν
αργότερα ανοίχτηκε στα συλλαβικά μέτρα
αλλά και τον ελεύθερο στίχο ― τα
αξιοποίησε όλα με, ασυνήθιστη για την
εποχή, τόλμη και τεχνική μαεστρία. Σε
ανάλογο εύρος, τα “θέματα” της ποίησής
του κυμάνθηκαν από τις αναπλάσεις μύθων
ή τη δημιουργία νέων μέχρι τις “ρεαλιστικές”
απεικονίσεις της σύγχρονής του ζωής.
Για παράδειγμα, στη συλλογή Μώλυ
(1971), η αναφορά στο ομηρικό μαγικό βοτάνι
λειτουργεί ως ανάλογον των πειραματισμών,
και του ίδιου του Γκαν, τη δεκαετία του
1960, με το LSD – ενώ η προτελευταία του
συλλογή, Ο Άντρας που ίδρωνε τις νύχτες
(1992), περιλαμβάνει όπως είπαμε αρκετά
ποιήματα για νεκρούς από AIDS φίλους.
Άγνωστες θα παραμείνουν οι βουλές των
Faber & Faber, που αρχικώς τον προωθούσαν
πλάι στον (ιδιαίτερα ανόμοιό του) Τεντ
Χιούζ ― πάντως, μαζί και με τον Φίλιπ
Λάρκιν, ήσαν ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες
φωνές της πρώτης σημαντικής βρετανικής
γενιάς που διαφοροποιούνταν αισθητά
από τον Έλιοτ και τον Ώντεν.
Η
ποίηση του Γκανν έχει γενικότερη αποδοχή
από το ευρύ κοινό παρόλο που μπορεί να
πει κανείς ότι τα θέματά της (ναρκωτικά,
ομοφυλοφιλία, ερωτική υποταγή) περιορίζουν
την ευρύτητα της ανάγνωσή της.
Η
δουλειά του Γκανν τιμήθηκε αρκετές
φορές, με βραβεία όπως τα: W. H. Smith Award (1979), και
MacArthur Fellowship (1994), ανάμεσα σε άλλα. Το 1971
έλαβε την υποτροφία Guggenheim Fellowship.
Το
έργο του Γκανν επηρέασε ποιητές όπως
οι, Edgar Bower, Michael Vince, Jim Powell, Robert Wells, Gregory
Woods κ.α.
Έργα
του Τομ Γκανν
Ποίηση
·
Fighting Terms (1954)
·
The Sense of Movement (1957)
·
My Sad Captains and Other Poems (1961)
·
Selected poems by T. G. and Ted Hughes (1962)
·
Touch (1967)
·
Moly (1971)
·
To the Air (1974)
·
Jack Straw's Castle (1976)
·
Selected Poems 1950-1975 (1979)
·
The Passages of Joy (1982)
·
The Man With Night Sweats (1992)
·
Collected Poems (1993)
·
Collected Poems (1994)
·
Frontiers of Gossip (1998)
·
Boss Cupid (2000)
Δοκίμια
·
The
Occasions of Poetry (1982; U.S. edition, 1999)
Σύνδεσμοι:
Περισσότερα
για το έργο του Τομ Γκαν: Εδώ
ΠΟΙΗΣΗ
Αν και απουσιάζει μια συστηματική μετάφραση των έργων του Τομ Γκανν στα ελληνικά, παρουσιάζουμε εδώ μια επιλογή από τις μεταφράσεις του Παναγιώτη Ιωαννίδη που βρίσκονται σε αντίστοιχα αφιερώματα στα περιοδικά: Εντευκτήριο, τευχ. 86, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009 και Ποίηση, τευχ. 12, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998.
Μα τώρα ημερωμένα,
Τα φτερά μου αργούν
Να πετάξουν, να πουν
Πως σαν πετώ,
Πετώ για σένα.
Έστω κι εκεί ψηλά,
Σκλάβος σου είμαι πια:
Η αγάπη σου με τύφλωσε,
Δεν βλέπω άλλα πουλιά –
Η δική σου μιλιά
Τα μάτια μού ’δεσε.
Σαν πριν, ορμάω επάνω,
Ζυγιάζομαι, βουτώ,
Μα μόνο έχω σκοπό,
Δικόν μου να σε νοιώθω.
Πιασμένος, να σε πιάνω
Απ’ τον καρπό.
Ημέρωμα μισό,
Κι άγριο μ’ αφήνεις πάλι,
Να τρέμω μη σε χάσω.
Μα αν χάσω, σε κρατώ:
Για θήραμα αρπάζω
Τον γερακάρη.
Εμπόλεμη Κατάσταση (1954):
ΓΕΡΑΚΑΡΗΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΚΙ1
Με
νόμιζα σκληρό,Μα τώρα ημερωμένα,
Τα φτερά μου αργούν
Να πετάξουν, να πουν
Πως σαν πετώ,
Πετώ για σένα.
Έστω κι εκεί ψηλά,
Σκλάβος σου είμαι πια:
Η αγάπη σου με τύφλωσε,
Δεν βλέπω άλλα πουλιά –
Η δική σου μιλιά
Τα μάτια μού ’δεσε.
Σαν πριν, ορμάω επάνω,
Ζυγιάζομαι, βουτώ,
Μα μόνο έχω σκοπό,
Δικόν μου να σε νοιώθω.
Πιασμένος, να σε πιάνω
Απ’ τον καρπό.
Ημέρωμα μισό,
Κι άγριο μ’ αφήνεις πάλι,
Να τρέμω μη σε χάσω.
Μα αν χάσω, σε κρατώ:
Για θήραμα αρπάζω
Τον γερακάρη.
ΕΠΙ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ2
Έφτασα πλέον σε εποχή που οι λέξεις δεν βοηθούν:
Αντί, μεσ’ από τόπους χέρσους, σημάδια δυνατά,
Μες στην αβέβαιη ύπαιθρο να μας οδηγούν,
Ή μοναχοί αξιόπιστοι επάνω στα βουνά
Με φλασκιά κονιάκ και με σοφία να μας σώζουν,
Είναι τώρα χαλίκια, ή σκυλιά που σκούζουν
Στα πόδια μας μπερδεύονται, και στα μπατζάκια μας χυμούν.
Περιγραφή και ανάλυση υποβαθμίζουν και καθυστερούν
Χώματα από το παρελθόν που υποχωρούν.
Κι όταν βογκάμε Αγάπη Μου εννοούμε κάτι
Που από κοντά ιδωμένο σύντομα ξεγελά
Την διανοούμενη συνήθεια, το σοφό μας μάτι.
Κι έτσι είτε η εμπειρία θα ξεθωριάσει
Είτε θα βγουν οι προσεγγίσεις μας ψεύδη οικτρά.
Οι σκύλοι που γρυλλίζουν, τη βιάση μου βαραίνουν,
Με τόνους που αδειάζω ουγγιά με την ουγγιά.
Απ’ του αγνωστικιστή την ειρωνεία τώρα ξεμακραίνω
Ώστε να φτάσω και ν’ αναπαυθώ σε περιοχές ψηλά,
Σε πηγές λόγου, της αλήθειας πρότερον σκοτεινό:
Η γλώσσα σου για μένα, όστια υγρή, γλυκειά,
Και βρίσκω νοήματα σωστά σε στόμα σιωπηλό.
Οι Δίοδοι της Χαράς (1982):
ΕΛΕΓΕΙΑ3
Σχεδόν
τη βλέπω τη σκηνήΑδύνατος, ψηλός, ομορφάσκημος
η λεπτή πεινασμένη γλυκύτητα
του χαμόγελού του άφαντη
καθώς παίρνει την απόφασή του
και περπατάει πίσω απ’ τον αχυρώνα
με τις λεπτές μυτερές του μπόττες
πάνω στα φύλλα του ευκάλυπτου που τρίζουν
και φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του
Ακόμα κι ο τρόμος
ν’ αφήνεις έτσι τη ζωή
καλύτερος από τον τρόμο
να μην μπορείς να την κουμαντάρεις
Αν και μετά βίας τον γνώριζα
επαναλαμβάνω τη σκηνή ξανά και ξανά
Ήταν ευκάλυπτος το τελευταίο πράγμα που μύρισε;
Όχι ήταν το ίδιο του το αίμα
καθώς πνιγόταν
Όλο μ’ αφήνουνε
και δεν
μου λένε δεν
με ειδοποιούν ότι αυτή είναι
η τελευταία φορά που θα τους δω
καθώς όλο και λιγοστεύουν
σαν τον Ντάννυ ή
αργά αποξενώνονται
Δεν θα υπάρξει στροφή του ποταμού
όπου θα ξανασμίξουμε όλοι
σ’ ένα υπέροχο γλέντι
τα φαγητά απλωμένα
όλοι οι χαμένοι νά ’χουνε βρεθεί
όπως στο κρυφτό
Αλλόκοτη παρηγοριά
ο καλύτερος τρόπος για να
συμφωνούμε πάντα
να είναι όταν παίζουμε το ίδιο παιχνίδι
όπου όλοι πάντοτε χάνονται
ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ4
Πάει καιρός.
Τα φέρνεις βόλτα φαίνεται,
Δεν ξέρω πώς.
Αλλά όπως προχωρείς
Καταλαβαίνεις
Στην πόλη ο κάθε δρόμος
Τι σημαίνει.
Στο χωριό σου ροδάκινα
Όταν μάζευες
Κάθε βράδυ που ερχόταν
Χνούδι κόλλαγες
Σε πρόσωπο και χέρια,
Οικείο, αηδιαστικό,
Σαν τους δικούς σου σ’ έτρωγε
Ασφυκτικό.
Στην πόλη όμως σαν ήρθες
Λίγο αργότερα
Στη Μάρκετ Στρητ γυρνούσες
Κι ήταν χειρότερα:
Σκληρά αγόρια απ’ έξω
Στου Φλαγκ τα Υποδήματα.
Να μη δανείζεις έμαθες, και στο πετσί σου
Χτυπάς κεντήματα.
Και λίγο λίγο ανέβηκες
Στης κρέμας τον αφρό –
Από πιάτσα, μασσέρ
Στα λουτρά με ατμό.
Σπιτώθηκες για λίγο –
Μα πλάνταξες,
Σ’ την έδωσε το μπρούντζινο κρεββάτι
Κι άλλαξες.
Μετά στην Κάστρο Στρητ
Νέο κεφάλαιο
Πουλάς κομψά κοσμήματα.
Και σαν υπάλληλος
Πια στη μεσαία τάξη
Εισήλθες σόλο.
(Κανείς στην Κάστρο Στρητ
Δεν πουλά κώλο).
Κοιτάς απ’ τη βιτρίνα.
Να βλέπεις σε χαζεύω
Τους άντρες που διαβαίνουν.
Νομίζω πως μαντεύω
Κάποιαν αβεβαιότητα
Σ’ αυτή την έκφραση.
Κούκλοι και κορμάρες
Κάνουν παρέλαση.
Έφτασες ώς εδώ –
Και σε ξενίζει.
Καλύτερα θυμήσου
Τι σε στηρίζει.
Ακόμη έχει χνούδι
Το φρούτο στο κλαρί.
Η ομορφιά σου σ’ έφτιαξε.
Φρόντισέ την κι εσύ.
ΜΟΙΧΕΙΑ5
έπαιξαν σ’ ένα ξέφωτο που ξάνοιγε ο πόθος τους
παιχνίδι κορυφούμενο σε διάφανη μανία
που τους ανέβασε πιο πάνω κι απ’ τον πόθο ακόμα
– φευγαλέα ξέφωτα τό ’να πίσω απ’ τ’ άλλο.
Φεύγοντας, ανασύνταξε το πρόσωπό της
να φαίνεται σαν να ’χε μόλις επιστρέψει
από την νέα ταινία του Μπέργκμαν
(που είχε πράγματι δει προηγουμένως).
Μέχρι να φτάσει σπίτι τα ’χε καταφέρει
και το πρόσωπό της ήταν κατάσπαρτο από έκφραση.
Αφοσιωμένη στον σύζυγό της, δείχνοντας
πόσο ενδιαφέρουσα ήταν η ταινία, πόσο
ανανεωτική, πραγματική καινοτομία
(ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, γλυκέ μου;)
θά ’πρεπε να την δει κι εκείνος θα
του άλλαζε την όλη στάση του.
Έπαιξε το μικρό αυτό δράμα. Και
το μισοπίστευε καθώς το έπλαθε,
γιατί το είχε παίξει και παλιότερα προς χάριν
της διατηρήσεως του υπέροχου σπιτιού,
με τα δωμάτια ευάερα γεμάτα ελευθερίες,
των παιδιών που πάνε σε προοδευτικό σχολείο,
του χόρτου που καπνίζουμε όταν έχουμε καλεσμένους,
και των φιλόδενδρων που μεγαλώνουν μες σε εμπιστοσύνη αργή.
Ο άντρας της την κοίταξε σιωπηλά,
του φάνηκε, προς στιγμήν, ζήτημα αντικειμενικό,
και μες στις σκέψεις του ανακεφαλαίωσε το δράμα:
μία συστάδα από καλοσυνάτα εφευρήματα,
μη ενδιαφέροντα, μη
ανανεωτικά, πραγματική οπισθοδρόμηση
(ξέρεις πόσο βαριόμαστε, γλυκειά μου;)
θα ’πρεπε να το δει κι εκείνη θα
της άλλαζε την όλη στάση της.
ΓΛΥΚΕΙΕΣ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ6
στις σκασμένες άκρες των χειλιών του.
Καθισμένος στον ήλιο σ’ ένα σκαλοπάτι
έξω απ’ τα πλυντήρια,
ο Ντον το μογγολάκι στρίβει το ξυρισμένο του κεφάλι
και το μάτι του πέφτει πάνω μου καθώς κατηφορίζω.
«Γειά!» Το λέει με τον επιτηδευμένο
ενθουσιασμό οργανωμένου μέλους νεολαίας.
«Θα με πας απέναντι;!» μισό
ερώτηση μισό προσταγή. Κρατάω
μες στα δικά μου τα δάχτυλά του που κολλάνε
και παραπατάμε απέναντι. Πουλάνε
αχλάδια και ροδάκινα εκεί πέρα,
τα ζουμιά θα τρέξουν πάνω στο πηγούνι σου.
Γυρνάει πριν τον αφήσω,
λέγοντας με το ίδιο
μίγμα διαταγής και παράκλησης
«Δώσ’ μου ένα εικοσάρικο;!» Δεν
του δίνω, δεν του ’δωσα ποτέ, σ’ αυτόν, όχι,
αναρωτιέμαι γιατί όχι, και καθώς
συνεχίζω το δρόμο μου μόνος συνειδητοποιώ
πως είναι επειδή το άγουρο μυαλό του
ποτέ δεν με αναγνωρίζει, εμένα
ως εμένα τον ίδιο, λέει μόνο γειά
γι’ αυτό που μπορεί να κερδίσει, εικοσάρικα για
ν’ αγοράσει γλυκειές λιχουδιές, τη μια μετά την άλλη,
πάει από μαγαζί σε μαγαζί, απ’ το
περίπτερο στο παγωτατζίδικο στον
φούρναρη στο μανάβη, ατελείωτη
αναζήτηση της ηδονής του ουρανίσκου. Ύστερα
στη γύρα για να ζητιανέψει πάλι,
κι άλλα εικοσάρικα, κι άλλες γλυκειές λιχουδιές.
Τα δικά μου ψώνια είναι οδοντόπαστα,
βιταμίνες και γραμματόσημα.
Κανένα παραχάιδεμα στην περίπτωσή μου.
Αλλά ποιος πλησιάζει; Είναι
ο Τζων, όχι, ο Τσακ, πώς
μπόρεσε να μου διαφύγει τ’ όνομά του.
Ο Τσακ χαμογελάει μονόπαντα, στέκει
σαν φρέσκος από τα πλυντήρια,
ένας καλογυαλισμένος καουμπόης, ο Τομ Σώγιερ
μεγάλος, αλλά στυλάτος, ίσως
κιόλας προσεκτικός, τα σκούρα του μαλλιά
κολλημένα προς τα πίσω κατά την τελευταία μόδα.
Όταν σφίγγει το χέρι μου νοιώθω
ένα στεγνό δάχτυλο παιχνιδιάρικα να λυγίζει προς τα μέσα
και ν’ αγγίζει την παλάμη μου κρυφά.
«Πάει πολύς καιρός
που δεν βρεθήκαμε», λέει ο Τζων.
Δηλαδή ο Τσακ. Το ζεστό πειραχτικό
γαργάλημα μες στη σπηλιά της χειραψίας μας
ξεκόλλησε το μυαλό μου από την οδοντόπαστα,
το άρπαξε, τελείως.
Πόσο ωραίος είναι μέσα
στον πόθο του και τη ζωντάνια, μες
στην λαμπρή του επίδειξη αυθορμητισμού.
Με θάρρος «Τι θά ‘λεγες για τώρα;» λέω
ξέροντας την απάντηση. Αγόρι μου
θα μπορούσα να σε φάω ολόκληρον. Στην μακριά παύση
τον χαζεύω από πάνω ώς κάτω και
από τα μπλε αθλητικά ώς το μονόπαντο χαμόγελο
που ξαναχαράζει. Ξέρουμε τη χάρη μας.
Ξέρουμε πως η καθυστέρηση κάνει την ευχαρίστηση μεγάλη.
Μέσα στα μάτια μας, πάνω στη γλώσσα μας,
γευόμαστε την επικείμενη απόλαυση
πραγμάτων που γνωρίζουμε μα είναι πάντα νέα.
Γλυκειές λιχουδιές. Γλυκειές λιχουδιές.
ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ7
απ’ τη γριά γυναίκα που έτρεχε εδώ κι εκεί,
βλαστημώντας στην τύχη,
ήταν δεμένη στον πάσσαλο της κρίσης
σαν μάγισσα παγιδευμένη από τον όχλο:
ναι, έτσι έμοιαζε,
σαν γριά μάγισσα του χωριού
εκτός τόπου οπουδήποτε, ακόμα και στη διασταύρωση
όπου η κοσμική Μάρκετ Στρητ
συναντά τη φτωχογειτονιά της Έκτης
– κεφάλι δεμένο με φακιόλι,
μάγουλα σαν μήλα, και μύτη μακριά
αστραφτερή και κοφτερή σαν της Οργής.
Ούρλιαζε βρισιές
σε δυο τροφαντούς νεαρούς αστυνόμους
που βάλαν μπρος γελώντας
μες στο αστυνομικό με την ωραία ταπετσαρία.
Παραληρώντας έψαχνε να βρει
αντικείμενα για τη μανία της.
Στη στάση ήρθε φάτσα
με ένα νέο πρόσωπο με γένια:
την κάρφωσε μ’ ένα μακρύ βλέμμα οίκτου,
που την έτρεφε, την έτρεφε.
Ανακάλυψε ένα άδειο μπουκάλι αναψυκτικού,
χόρεψε μπρος στην κυκλοφορία
πού ’χε σταματήσει με το κόκκινο, σείοντάς το,
και το συνέτριψε στην άσφαλτο.
Όλοι κοιτούσαν, είτε γελώντας
είτε με σιωπηρή απόγνωση καθώς εκτόξευε
το εβδομηντάχρονο κορμί της πέρα δώθε
με τη δύναμη βρέφους μόλις αποκομμένου.
Κάποια άλλη φορά, μες στο δωμάτιό του,
κάποιος άντρας μου είπε,
«Σε παρακαλώ, μην αναστατωθείς
μ’ αυτό που πάω να κάνω.
Δεν έχει σχέση μ’ εσένα.»
Κι εκεί που πλάγιαζε σκέπασε
μ’ ένα μαξιλάρι το κεφάλι του
και βρυχήθηκε μέσα του αρκετές φορές
–μακριά κουκουλωμένα ρεψίματα οργής–
σαν νά ’τανε το πρόβλημά του
ξαφνική κράμπα ή κρίση
δυσπεψίας που έπρεπε να την ξεφορτωθεί
με σύνεση, με σοφά μέτρα,
σαν να μπορούσε
να απορροφηθεί απ’ το ουδέτερο υλικό
ενός μαξιλαριού, ή από περαστικούς
που γυρνούν απ’ την άλλη, γελώντας,
σαν να μπορούσαν οι αιτίες
να πνιγούν μαζί με την κραυγή
αλλά οι αιτίες ξεχνιούνται
κι η κραυγή επιστρέφει,
εκτός ελέγχου,
μανιάζοντας σε μια διασταύρωση
όπου το κόκκινο έχει κολλήσει
και η κυκλοφορία σταματήσει,
κι οι οδηγοί κοιτάζουνε με δυσφορία
έναν θυμό
που δεν ξοδεύεται, που δεν μπορεί να ξοδευτεί.
Αφέντης Έρωτας (2000):
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ8
Μου φεύγεις κάθε Ιούνιο
Για μήνες στη σειρά
Γαλήνη ψυχική σπουδάζεις μόνος
Ανάμεσα σε δέντρα υψηλά.
Εγώ μ’ έναν καινούργιο φίλο βγαίνω
Στην πόλη όλο το καλοκαίρι μένω
Σπίτι κυρίως μονάχος να παρατηρώ
Τα ηλιοτρόπια πώς φλέγονται στον κήπο.
Πας ανατολικά
Στους συγγενείς σου να παρασταθείς.
Κι όμως οι πρώτες στάλες της βροχής
Πίσω σε φέρνουν απ’ την εξορία:
Από μια πόρτα στο διάδρομο λιγάκι
Φαίνεσαι: γράφεις ούτε ξέρω τι,
Ολόκληρο χειμώνα, με σκυφτό κεφάλι
Στου φωτός τη δέσμη, στρογγυλή, κίτρινη.
Σε νέο καθήκον
Δεξιότητα αυτοσχεδιασμού
Το πρόσωπό σου στρέφεται – δεν του
Ζητώ παρά την παρουσία: κάτω από λευκά
Μαλλιά, τα καθαρά σου μάτια ακόμα ειλικρινή,
όπως του γάτου η ακίνητη στενή ματιά
– η πυράκτωσή της αχνογάλανη
στην κάμαρά σου τώρα πια.
Γάτος κοινωνικός:
Δίχως φασαρία και πολλά πολλά
Φύγαμε απ’ την κουζίνα όπου καθόταν,
Κι όμως ξαφνικά
Τον βρίσκουμε μαζί μας νά ’ναι ακόμα,
Τώρα εδώ, κι ας κοιτάζει πέρα σταθερά,
Με τίποτα δε μένει πίσω,
Αν κι όλη νύχτα θα ξενογυρνά.
Καθώς ξεκίνησες
Μαζί μου και τον χρόνο θα τελειώσεις.
Θ’ αγκαλιαστούμε όσο μπορούμε,
– Κι όσο πρέπει, στη γύρα ή στη δουλειά.
Δεν είναι τίποτα, ούτε θά ’ναι, λέω, δικό μου.
Κανείς δεν μπορεί να κρατήσει μια καρδιά.
Αλλ’ ό,τι από κοινού, έμπιστοι φύλακες, κρατάμε,
Όντως το κρατάμε, έστω χωριστά.
Η Αίσθηση της Κίνησης (1957):
Μου φεύγεις κάθε Ιούνιο
Για μήνες στη σειρά
Γαλήνη ψυχική σπουδάζεις μόνος
Ανάμεσα σε δέντρα υψηλά.
Εγώ μ’ έναν καινούργιο φίλο βγαίνω
Στην πόλη όλο το καλοκαίρι μένω
Σπίτι κυρίως μονάχος να παρατηρώ
Τα ηλιοτρόπια πώς φλέγονται στον κήπο.
Πας ανατολικά
Στους συγγενείς σου να παρασταθείς.
Κι όμως οι πρώτες στάλες της βροχής
Πίσω σε φέρνουν απ’ την εξορία:
Από μια πόρτα στο διάδρομο λιγάκι
Φαίνεσαι: γράφεις ούτε ξέρω τι,
Ολόκληρο χειμώνα, με σκυφτό κεφάλι
Στου φωτός τη δέσμη, στρογγυλή, κίτρινη.
Σε νέο καθήκον
Δεξιότητα αυτοσχεδιασμού
Το πρόσωπό σου στρέφεται – δεν του
Ζητώ παρά την παρουσία: κάτω από λευκά
Μαλλιά, τα καθαρά σου μάτια ακόμα ειλικρινή,
όπως του γάτου η ακίνητη στενή ματιά
– η πυράκτωσή της αχνογάλανη
στην κάμαρά σου τώρα πια.
Γάτος κοινωνικός:
Δίχως φασαρία και πολλά πολλά
Φύγαμε απ’ την κουζίνα όπου καθόταν,
Κι όμως ξαφνικά
Τον βρίσκουμε μαζί μας νά ’ναι ακόμα,
Τώρα εδώ, κι ας κοιτάζει πέρα σταθερά,
Με τίποτα δε μένει πίσω,
Αν κι όλη νύχτα θα ξενογυρνά.
Καθώς ξεκίνησες
Μαζί μου και τον χρόνο θα τελειώσεις.
Θ’ αγκαλιαστούμε όσο μπορούμε,
– Κι όσο πρέπει, στη γύρα ή στη δουλειά.
Δεν είναι τίποτα, ούτε θά ’ναι, λέω, δικό μου.
Κανείς δεν μπορεί να κρατήσει μια καρδιά.
Αλλ’ ό,τι από κοινού, έμπιστοι φύλακες, κρατάμε,
Όντως το κρατάμε, έστω χωριστά.
Η Αίσθηση της Κίνησης (1957):
Η
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΠΑΙΔΟΣ9
Τα αίτια βρίσκονται στον Χρόνο. Μόνο καταλήγουν
Να σαρκωθούν σε σώμα, σε δύναμη ορισμένη.
Πώς να μαντέψει ότι τα νέα του μέλη κρύβουν
Σπέρμα διχασμού; Στο τσάι και στο τέννις,
Στην απαλή χλόη πάνω, μας διαφεύγει.
Με λυπηρή διπροσωπία, μαζί μας παίζει.
Απόψε το αγόρι, ξανθό κι άγουρο ακόμη,
Το σκάει από το σπίτι, τα ρούχα του στριμώχνει
Σε δυο υδρίες ανάμεσα, κι απ’ όσα εννοεί
Πάει πέρα, μεσ’ απ’ το σκοτάδι και τη σκόνη:
Χωράφια μ’ αιχμηρά σπαρτά, που άφησε η μηχανή
Στους πόθους των εντόμων, έχθρα βουερή.
Στης νύχτας την κουφόβραση, όχι ακόμα χρυσά,
Στα πέλματά του χώνονται τα στάχυα: αυτός ζητά
Την σελήνη, που το άγγιγμα του στείρου της φωτός
Επιθυμίες θα λύσει σωρευμένες –κι ας μην τό 'θελε αυτός–
Μες στην μακρυά παρότρυνση του απογεύματος.
Ο σκληρός δίσκος πάνω από τον λόφο μετακινείται αργά.
Λευκός μέσα στην δέσμη στέκει, με ψηλά και μέτωπο και ώμους.
Πηδώντας απ’ το χώμα, την ίδια αυτή στιγμή,
Γνώριμες νοιώθει, μαύρες τρίχες να φυτρώνουν.
Κι ύστερα αδέσμευτος στης φύσεως τους νόμους,
Δηλώνει στο ένστικτο και στην σελήνη υποταγή.
Πέφτει στα τέσσερα. Όμως τα πόδια του ματώνουν.
Τα αίτια βρίσκονται στον Χρόνο. Μόνο καταλήγουν
Να σαρκωθούν σε σώμα, σε δύναμη ορισμένη.
Πώς να μαντέψει ότι τα νέα του μέλη κρύβουν
Σπέρμα διχασμού; Στο τσάι και στο τέννις,
Στην απαλή χλόη πάνω, μας διαφεύγει.
Με λυπηρή διπροσωπία, μαζί μας παίζει.
Απόψε το αγόρι, ξανθό κι άγουρο ακόμη,
Το σκάει από το σπίτι, τα ρούχα του στριμώχνει
Σε δυο υδρίες ανάμεσα, κι απ’ όσα εννοεί
Πάει πέρα, μεσ’ απ’ το σκοτάδι και τη σκόνη:
Χωράφια μ’ αιχμηρά σπαρτά, που άφησε η μηχανή
Στους πόθους των εντόμων, έχθρα βουερή.
Στης νύχτας την κουφόβραση, όχι ακόμα χρυσά,
Στα πέλματά του χώνονται τα στάχυα: αυτός ζητά
Την σελήνη, που το άγγιγμα του στείρου της φωτός
Επιθυμίες θα λύσει σωρευμένες –κι ας μην τό 'θελε αυτός–
Μες στην μακρυά παρότρυνση του απογεύματος.
Ο σκληρός δίσκος πάνω από τον λόφο μετακινείται αργά.
Λευκός μέσα στην δέσμη στέκει, με ψηλά και μέτωπο και ώμους.
Πηδώντας απ’ το χώμα, την ίδια αυτή στιγμή,
Γνώριμες νοιώθει, μαύρες τρίχες να φυτρώνουν.
Κι ύστερα αδέσμευτος στης φύσεως τους νόμους,
Δηλώνει στο ένστικτο και στην σελήνη υποταγή.
Πέφτει στα τέσσερα. Όμως τα πόδια του ματώνουν.
ΔΙΑΣΤΑΣΗ10
Γιατί μακρυά ν’ ατενίζουμε πάντα, και πάντα
Η επαφή μας νά ’ναι αμήχανα εγγύς και όμως λίγη;
Νά ’μαστε σαν τον Κουίντ και την περίεργη γκουβερνάντα
Χωρισμένοι από παράθυρο ή λίμνη;
Στερημένοι σαν φαντάσματα, σαν άνθρωποι, στυλώνουνε το βλέμμα,
Μετά, η σκιά τους χωρίζει. Γιατί η αναπνοή να πλέει ανάμεσα,
Να παρεμβαίνουνε οι λέξεις, λιβάδια πατημένα,
Και να χωρίζουνε τον πόθο απ’ τον ψηλό μυ του έρωτα;
’Κείνη την νύχτα νόμιζα –το απόβραδο του πύργου–
Όταν σχεδόν σε άγγιζα –τόσο φαινόσουν καθαρά–
Πως ήμουνα ο Κουίντ, πως όλα τ’ άλλα ήταν που
Σε κράταγαν μακρυά: η ώρα ή τα παιδιά.
Μα τώρα που στον κήπο τριγυρνάς κι εγώ είμαι εδώ,
Πάνω στο στήθος μου τι σφίγγω, ποιο φορτίο νεκρό;
Μώλυ (1971):
Γιατί μακρυά ν’ ατενίζουμε πάντα, και πάντα
Η επαφή μας νά ’ναι αμήχανα εγγύς και όμως λίγη;
Νά ’μαστε σαν τον Κουίντ και την περίεργη γκουβερνάντα
Χωρισμένοι από παράθυρο ή λίμνη;
Στερημένοι σαν φαντάσματα, σαν άνθρωποι, στυλώνουνε το βλέμμα,
Μετά, η σκιά τους χωρίζει. Γιατί η αναπνοή να πλέει ανάμεσα,
Να παρεμβαίνουνε οι λέξεις, λιβάδια πατημένα,
Και να χωρίζουνε τον πόθο απ’ τον ψηλό μυ του έρωτα;
’Κείνη την νύχτα νόμιζα –το απόβραδο του πύργου–
Όταν σχεδόν σε άγγιζα –τόσο φαινόσουν καθαρά–
Πως ήμουνα ο Κουίντ, πως όλα τ’ άλλα ήταν που
Σε κράταγαν μακρυά: η ώρα ή τα παιδιά.
Μα τώρα που στον κήπο τριγυρνάς κι εγώ είμαι εδώ,
Πάνω στο στήθος μου τι σφίγγω, ποιο φορτίο νεκρό;
Μώλυ (1971):
ΜΩΛΥ11
Εφιάλτης: κτήνος, ρουθουνίζοντας, απ’ τον ύπνο να βγει.
Ξύπνησα. Τι πετσί κτήνους με ανάγκασε να λάβω αυτή;
Βάτραχου που μέρα νύχτα ζητάει να ζευγαρώνει,
Σκύλου που σάλια στάζει και σκυφτός σιμώνει,
Ή γάτας που όλο χάρη στο θύμα της χυμά,
Το βασανίζει ώρες, μα δεν το τρώει μετά.
Νυχτοπεταλούδας, λύκου, καρχαρία, ψύλλου, γαϊδάρου, παπαγάλου,
Ή κροκοδείλου. Πόσα ζωύφια σπρώχνονταν εντός μου, πλήθος μεγάλο.
Τούτα μοιάζουνε τρίχες, κι έχω σκληρό πετσί.
Χωρίς νύχια ή μεμβράνη: κάθε πόδι έχει οπλή.
Τι όγκος κάλυψε τη μέθοδο τελικά;
Ριγωτός σα λαρδί. Άσχημος, γκρίζος, με κρεμάμενα αυτιά.
Οι άσπρες βλεφαρίδες, μόνο σημείο ανθρώπινο.
Τα δόντια σχίζουν, σχίζουν. Ζώο με ρύγχος κόκκινο
Τα πάντα ροκανίζω, σύρμα, τσίγκο, ή ρίζα.
Αν δεν φοβόμουν, κι άνθρωπο θα καταβρόχθιζα.
Σάρκα ανθρώπου ήδη μες στη δική μου κλείνω.
Θαμμένα μες στο χοίρο, μέλη έτοιμα για κίνδυνο.
Όλο σκαλίζω. λέτε πως είναι βουλιμία – σωστό,
Αλλά έχω ανάγκη και γυρεύω ένα φυτό.
Σεις με τις ιερές μεταμορφώσεις, θεοί, οδηγείστε με όλοι,
Εκεί όπου βαθειά μες στο χορτάρι, τρεμοπαίζει το μώλυ:
Σε κάθε φύλλο, κάθε μίσχο, δροσερή ψίχα, μαγική,
Απ’ το γαλακτερό λουλούδι ώς τη ρίζα, μαύρη και διχαλωτή.
Από τούτο το παχύσαρκο μπουντρούμι, να αναρριχηθώ σε δέρμα
Και τίτλο ανθρώπινο, χώνοντας το γουρούνι πάλι μέσα.
Μες στην πρασινάδα σπρώχνω μουσούδα γκρίζα και υγρή,
Το άνθος ονειρεύομαι, που όμως ποτέ δεν έχω δει.
Εφιάλτης: κτήνος, ρουθουνίζοντας, απ’ τον ύπνο να βγει.
Ξύπνησα. Τι πετσί κτήνους με ανάγκασε να λάβω αυτή;
Βάτραχου που μέρα νύχτα ζητάει να ζευγαρώνει,
Σκύλου που σάλια στάζει και σκυφτός σιμώνει,
Ή γάτας που όλο χάρη στο θύμα της χυμά,
Το βασανίζει ώρες, μα δεν το τρώει μετά.
Νυχτοπεταλούδας, λύκου, καρχαρία, ψύλλου, γαϊδάρου, παπαγάλου,
Ή κροκοδείλου. Πόσα ζωύφια σπρώχνονταν εντός μου, πλήθος μεγάλο.
Τούτα μοιάζουνε τρίχες, κι έχω σκληρό πετσί.
Χωρίς νύχια ή μεμβράνη: κάθε πόδι έχει οπλή.
Τι όγκος κάλυψε τη μέθοδο τελικά;
Ριγωτός σα λαρδί. Άσχημος, γκρίζος, με κρεμάμενα αυτιά.
Οι άσπρες βλεφαρίδες, μόνο σημείο ανθρώπινο.
Τα δόντια σχίζουν, σχίζουν. Ζώο με ρύγχος κόκκινο
Τα πάντα ροκανίζω, σύρμα, τσίγκο, ή ρίζα.
Αν δεν φοβόμουν, κι άνθρωπο θα καταβρόχθιζα.
Σάρκα ανθρώπου ήδη μες στη δική μου κλείνω.
Θαμμένα μες στο χοίρο, μέλη έτοιμα για κίνδυνο.
Όλο σκαλίζω. λέτε πως είναι βουλιμία – σωστό,
Αλλά έχω ανάγκη και γυρεύω ένα φυτό.
Σεις με τις ιερές μεταμορφώσεις, θεοί, οδηγείστε με όλοι,
Εκεί όπου βαθειά μες στο χορτάρι, τρεμοπαίζει το μώλυ:
Σε κάθε φύλλο, κάθε μίσχο, δροσερή ψίχα, μαγική,
Απ’ το γαλακτερό λουλούδι ώς τη ρίζα, μαύρη και διχαλωτή.
Από τούτο το παχύσαρκο μπουντρούμι, να αναρριχηθώ σε δέρμα
Και τίτλο ανθρώπινο, χώνοντας το γουρούνι πάλι μέσα.
Μες στην πρασινάδα σπρώχνω μουσούδα γκρίζα και υγρή,
Το άνθος ονειρεύομαι, που όμως ποτέ δεν έχω δει.
ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ12
Φυτρώνουν κέρατα γυαλιστερά
Τα πόδια μου αλλάζουν σε οπλές σιγά σιγά.
Πατέρα, δες τα μάγουλά μου
- Δέρμα που ήταν ωραίο και νωπό
Τώρα σαν φλούδα δέντρου είναι άγριο.
Γκριζοτρίχη, δες με πώς λαμποκοπάω.
Λεύτερος χλιμιντρίζω, στα πισινά πατάω,
Φρουμάζω και συσπάται το κορμί μου
Προς μια ολοκλήρωση που θά ’ναι η δική μου.
Κι ύστερα δρόμο ανοίγω και περνάω,
Περιπέτειες μες στον κήπο σου ζητάω.
Τώρα παίζω πια στα σοβαρά.
Τριποδίζω δεξιά κι αριστερά.
Το αίμα μου είναι σαν το φως.
Πίσω από μιαν αμυγδαλιά κρυμμένος,
Στα κέρατα με χιόνι στολισμένος,
Περιμένω, καίγοντας, αόρατος.
Όλα προτού να γεννηθώ σχεδιασμένα
Για σένα, Γέρο, γι’ άλλονε κανένα.
Τρέμει ο κόρφος σου και σε ειδοποιεί.
Εγώ κλωτσώντας δυνατά τη γη
Μήνυμα για τη μάνα αποτυπώνω.
Και τα κέρατά μου χαμηλώνω.
Jack Straw's Castle (1976):
ΧΑΜΣΤΑΙΝΤ:
ΟΙ ΑΓΡΙΟΚΑΣΤΑΝΙΕΣ13
Στην κορυφή χαμηλού λόφου
δυό στέκουνε μαζί, πράσινα
λικνίσματα, εγγεγραμμένα
στον γενικό παλμό. Πρέπει
να έχουμε την ίδια ηλικία.
Ο αδερφός μου κι εγώ
ανάμεσά τους κάναμε ποδήλατο,
κατηφορίζαμε τον λόφο κι η ορμή
μάς έπαιρνε χωρίς πετάλι
ώσπου να μάς φρενάρει τελικά
ένα κομμάτι θλιμμένου βάλτου
(που δεν υπάρχει πια) όπου η λάσπη
χρωματιζόταν καφεκόκκινη
απ’ τη σκουριά που ανάβλυζε. Ήταν
φθινόπωρο
ή μήπως όχι;
Τίποτα που να συγκρατήσει την ανάμνηση. Η
μυρωδιά των φύλλων τον Μάιο
γλυκειά και δυνατή σαν οίστρος
με μπερδεύει τώρα, όλα
χάνονται, άρχισα
να το ξεχνάω ήδη ενώ έγραφα.
Οι μορφές παραμένουν, όχι η ζωή
της λεπτομέρειας ή της απόχρωσης
ύστερα οι μορφές χάνονται και
μόνο λιγοστές χρονολογίες σού απομένουν.
Αλλά τα δέντρα δεν έχουν αισθήματα
οι καρδιές τους είναι ξύλο
και τίποτα δεν συντηρούν
οι κορμοί τους θεριεύουν, τους
αγκαλιάζει ο άνεμος που
με βιάση αγκαλιάζουν,
απλώνονται προς τα έξω
και προς τα επάνω
χωρίς να μετανοιώνουν
σκληραίνουν το τρυφερό πράσινο
σε αναίσθητη ξυλεία.
Στην κορυφή χαμηλού λόφου
δυό στέκουνε μαζί, πράσινα
λικνίσματα, εγγεγραμμένα
στον γενικό παλμό. Πρέπει
να έχουμε την ίδια ηλικία.
Ο αδερφός μου κι εγώ
ανάμεσά τους κάναμε ποδήλατο,
κατηφορίζαμε τον λόφο κι η ορμή
μάς έπαιρνε χωρίς πετάλι
ώσπου να μάς φρενάρει τελικά
ένα κομμάτι θλιμμένου βάλτου
(που δεν υπάρχει πια) όπου η λάσπη
χρωματιζόταν καφεκόκκινη
απ’ τη σκουριά που ανάβλυζε. Ήταν
φθινόπωρο
ή μήπως όχι;
Τίποτα που να συγκρατήσει την ανάμνηση. Η
μυρωδιά των φύλλων τον Μάιο
γλυκειά και δυνατή σαν οίστρος
με μπερδεύει τώρα, όλα
χάνονται, άρχισα
να το ξεχνάω ήδη ενώ έγραφα.
Οι μορφές παραμένουν, όχι η ζωή
της λεπτομέρειας ή της απόχρωσης
ύστερα οι μορφές χάνονται και
μόνο λιγοστές χρονολογίες σού απομένουν.
Αλλά τα δέντρα δεν έχουν αισθήματα
οι καρδιές τους είναι ξύλο
και τίποτα δεν συντηρούν
οι κορμοί τους θεριεύουν, τους
αγκαλιάζει ο άνεμος που
με βιάση αγκαλιάζουν,
απλώνονται προς τα έξω
και προς τα επάνω
χωρίς να μετανοιώνουν
σκληραίνουν το τρυφερό πράσινο
σε αναίσθητη ξυλεία.
Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες (1992):
ΤΟ
ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ14
Ήτανε τα γενέθλιά σου, είχαμε πιεί, δειπνήσει
Τη μισή νύχτα με τον παλιό μας φίλο
Τέλος σ’ ένα κρεββάτι μας οδήγησε
Που τό ’φτασα με μία μεθυσμένη δρασκελιά.
Μεμιάς πλάγιασα βολικά,
Και γλαρωμένος από το κρασί λαγοκοιμόμουν στο πλευρό.
Λαγοκοιμόμουνα, κοιμήθηκα. Ο ύπνος μου διακόπηκε μες σ’ ένα αγκάλιασμα,
Ξαφνικά, από πίσω,
Που εφάρμοζε τα σώματά μας τό ’να στ’ άλλο από πάνω ώς κάτω:
Το πέλμα σου στη φτέρνα μου,
Τις ωμοπλάτες μου πάνω στο στήθος σου.
Δεν ήταν έρωτας, αλλά ένοιωθα
Το σώμα σου μ’ όλη τη δύναμή του ζυγιασμένη,
Ή αντιμέτωπη με τη δική μου,
Μ’ εσένα να με θυληκώνει
Σαν νά ’μασταν ακόμη εικοσιδυό
Όταν το μέγα πάθος μας δεν είχε ακόμη
Γίνει οικείο.
Ο γρήγορός μου ύπνος είχε σβήσει κάθε ίχνος
Ενδιάμεσου χρόνου και τόπου.
Γνώριζα μόνο
Την εμμονή της ασφαλούς σφιχτής στεγνής σου αγκαλιάς.
Στηριγμένοι στο ξύλινο αγκάλιασμα. Φύλλα γυαλίζουν
Από τρυφερή συνήθεια στα άκρα.
Αληθινά ο ένας για τον άλλον, τόσον καιρό αγκαλιασμένοι
Που οι φλούδες τους ενώθηκαν, έσμιξαν σε ροή μία
Που και τους δυό σκεπάζει. Φωτίζει ο χρόνος τον ωραίον όγκο.
Οι θεοί ευγνωμονούσαν, και για κάθε προστασίας προσφορά
Δώριζαν προστασία χιλιαπλάσια.
Κι έτσι το ζεύγος στάλαξε στο χώμα
Τις διαφορές που επέτεινε το όψιμό τους σφρίγος
Κάνοντας τις ανταλλαγές τους τραχειές κι αλμυρές,
Και βρήκε, με την αγάπη που ίσια στάθηκε στο ζύγι,
Πλέρια γαλήνη της ψυχής. Άφησαν την αμηχανία πίσω τους
Πάει πολύς καιρός, πάει πολύς καιρός που ξέχασαν
Πώς ο καθένας ξύπναγε χώρια μες στην χλωμή και γκρίζα νύχτα,
Πάει καιρός που ξέχασαν τις μέρες που ο καθένας
–Καβαλικεύοντας του άλλου το νευρικό υπερχείλισμα–
Γνώριζε ρίγος αργό μαθαίνοντας πώς ν’ αγαπά
Αυτό, που σαν σιγά σιγά αποκαλυφθεί, γίνεται ο εαυτός του,
Διαστέλλεται, ξεθηκαρώνεται, καθώς εξερευνούν οι δυνατές αχτίδες:
Ένα εφεύρημα μες στην διαρκή αποκάλυψη.
Έχουν κυλήσει σε αιώνιο ύπνο,
Στην γαλήνη των δέντρων που όλη νύχτα ψιθυρίζουν.
Ήτανε τα γενέθλιά σου, είχαμε πιεί, δειπνήσει
Τη μισή νύχτα με τον παλιό μας φίλο
Τέλος σ’ ένα κρεββάτι μας οδήγησε
Που τό ’φτασα με μία μεθυσμένη δρασκελιά.
Μεμιάς πλάγιασα βολικά,
Και γλαρωμένος από το κρασί λαγοκοιμόμουν στο πλευρό.
Λαγοκοιμόμουνα, κοιμήθηκα. Ο ύπνος μου διακόπηκε μες σ’ ένα αγκάλιασμα,
Ξαφνικά, από πίσω,
Που εφάρμοζε τα σώματά μας τό ’να στ’ άλλο από πάνω ώς κάτω:
Το πέλμα σου στη φτέρνα μου,
Τις ωμοπλάτες μου πάνω στο στήθος σου.
Δεν ήταν έρωτας, αλλά ένοιωθα
Το σώμα σου μ’ όλη τη δύναμή του ζυγιασμένη,
Ή αντιμέτωπη με τη δική μου,
Μ’ εσένα να με θυληκώνει
Σαν νά ’μασταν ακόμη εικοσιδυό
Όταν το μέγα πάθος μας δεν είχε ακόμη
Γίνει οικείο.
Ο γρήγορός μου ύπνος είχε σβήσει κάθε ίχνος
Ενδιάμεσου χρόνου και τόπου.
Γνώριζα μόνο
Την εμμονή της ασφαλούς σφιχτής στεγνής σου αγκαλιάς.
Αγάπη
δίχως ίσκιους – W.C.W.15
Δυο
κορμοί σαν σώματα, σώματα σαν κορμοί
πλεγμένοιΣτηριγμένοι στο ξύλινο αγκάλιασμα. Φύλλα γυαλίζουν
Από τρυφερή συνήθεια στα άκρα.
Αληθινά ο ένας για τον άλλον, τόσον καιρό αγκαλιασμένοι
Που οι φλούδες τους ενώθηκαν, έσμιξαν σε ροή μία
Που και τους δυό σκεπάζει. Φωτίζει ο χρόνος τον ωραίον όγκο.
Οι θεοί ευγνωμονούσαν, και για κάθε προστασίας προσφορά
Δώριζαν προστασία χιλιαπλάσια.
Κι έτσι το ζεύγος στάλαξε στο χώμα
Τις διαφορές που επέτεινε το όψιμό τους σφρίγος
Κάνοντας τις ανταλλαγές τους τραχειές κι αλμυρές,
Και βρήκε, με την αγάπη που ίσια στάθηκε στο ζύγι,
Πλέρια γαλήνη της ψυχής. Άφησαν την αμηχανία πίσω τους
Πάει πολύς καιρός, πάει πολύς καιρός που ξέχασαν
Πώς ο καθένας ξύπναγε χώρια μες στην χλωμή και γκρίζα νύχτα,
Πάει καιρός που ξέχασαν τις μέρες που ο καθένας
–Καβαλικεύοντας του άλλου το νευρικό υπερχείλισμα–
Γνώριζε ρίγος αργό μαθαίνοντας πώς ν’ αγαπά
Αυτό, που σαν σιγά σιγά αποκαλυφθεί, γίνεται ο εαυτός του,
Διαστέλλεται, ξεθηκαρώνεται, καθώς εξερευνούν οι δυνατές αχτίδες:
Ένα εφεύρημα μες στην διαρκή αποκάλυψη.
Έχουν κυλήσει σε αιώνιο ύπνο,
Στην γαλήνη των δέντρων που όλη νύχτα ψιθυρίζουν.
Πολύτιμη
βοήθεια στο παρόν αφιέρωμα στον Τομ
Γκανν, οι μεταφράσεις του Παναγιώτη
Ιωαννίδη καθώς και τα αφιερώματα των
περιοδικών: Εντευκτήριο,
τευχ. 86, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009 και
Ποίηση
τευχ. 12, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998
1.
Περιοδικό Εντευκτήριο, τευχ. 86,
Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009, μετάφραση
Παναγιώτης Ιωαννίδης.
2.
Περιοδικό Ποίηση τευχ. 12,
Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998, μετάφραση
Παναγιώτης Ιωαννίδης.
3.
Όπως σημείωση 1.
4.
Όπως σημείωση 1.
5.
Όπως σημείωση 2.
6.
Όπως σημείωση 2.
7.
Όπως σημείωση 2.
8.
Όπως σημείωση 1.
9.
Όπως σημείωση 2.
10.
Όπως σημείωση 1.
11.
Από το blog του Παναγιώτη Ιωαννίδη Ξυλοκόποι
της Άνοιξης
(http://xylokopoi.blogspot.com/),
μετ. Παναγιώτης Ιωαννίδης.
12.
Όπως σημείωση 2.
13.
Όπως σημείωση 2.
14.
Όπως σημείωση 2.
15.
Όπως σημείωση 2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου