Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Αλέξανδρος Ιόλας (1907-1987), σκιτσάροντας ένα πορτρέτο



 


Αλέξανδρος Ιόλας (1907-1987), σκιτσάροντας ένα πορτρέτο
Προλεγόμενα
Ένα εμπεριστατωμένο αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Ιόλα απαιτεί γνώση του βίου και κυρίως του έργου του, κάτι που οφείλω ευθύς εξ αρχής να δηλώσω πως δεν κατέχω αρκούντως! Ο ίδιος δεν θέλησε να αφήσει πίσω του κανένα κείμενο, αυτοβιογραφικό ή μη, πέρα από τις συνεντεύξεις του. Έτσι, στο παρόν λιλιπούτιο αφιέρωμά μας θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε σε αδρές γραμμές τον –σίγουρα- σπουδαίο Έλληνα γκαλερίστα και συλλέκτη, ρίχνοντας ένα κάποιο βλέμμα στην «περίπτωση» Ιόλα. Ας μείνουμε μόνο σε αυτές του τις ιδιότητες. Για τους ενδιαφερόμενους βέβαια έχω να προτείνω την εξόχως κατατοπιστική βιογραφία του Νίκου Σταθούλη, Αλέξανδρος Ιόλας, (Λιβάνης 1994) αλλά και του ιδίου το, Αλέξανδρου Ιόλα η ζωή μου, (Οδός Πανός 2012).
Ο Ιόλας, για τον οποίο ο Max Ernst συνήθιζε να λέει πως πήγαινε «κόντρα στους θυμωμένους ωκεανούς», αναμφίβολα έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου και στο διαδίκτυο δεν είναι λίγες οι σελίδες που μπορεί κανείς να διαβάσει διάφορα και πολλές φορές ετερόκλητα πράγματα γι' αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά ακραίοι χαρακτηρισμοί, κουτσομπολιά και σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα δεν βοηθούν στο να καταλάβουμε και να δούμε -έχοντας πια απομακρυνθεί αρκετά από τα χρόνια που ζούσε- τον μεγάλο μαικήνα της τέχνης. Αντίθετα, όλα αυτά, που ουσιαστικά είναι τηλεοπτικές «αξίες», διατηρούν και αναμοχλεύουν ακόμα και στους νεότερους το τότε υπάρχον κλίμα. Βέβαια ο ίδιος ο Ιόλας, όσο ζούσε δεν έκανε τίποτα γι' αυτό. Αντίθετα, σε συνέντευξή του μάλιστα έβαλε κατά πάντων, ατόμων και συστήματος.
Αλλά αυτός είναι ο Ιόλας. Από την άλλη όμως, θυμάμαι τη δήλωσή του, πως: Αν το Υπουργείο Πολιτισμού αποκαθιστούσε την φήμη του θα δώριζε την μυθική συλλογή του στο κράτος -ή τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι της. Πράγμα που δυστυχώς δεν έγινε. Η συλλογή, μετά τον θάνατό του λεηλατήθηκε άγρια και το ελληνικό κράτους έμεινε, να μην πω με τι στο χέρι… Και μιλάμε για έργα των σημαντικότερων σύγχρονων ζωγράφων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την βασική συλλογή ενός Μουσείο Παγκόσμιας Σύγχρονης Τέχνης. Αλλά πάμε να σκιτσάρουμε έστω και σε αδρές γραμμές τον Αλεξανδρινό Αλέξανδρο Ιόλα.


 
Ο Αλέξανδρος Ιόλας στις Κάννες το 1930.


Αλέξανδρος Ιόλας, ένα πορτρέτο
Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Κουτσούδη, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Ιόλα –διεθνώς έγινε βέβαια γνωστός σαν Αλέξανδρος Ιόλας, όνομα που οφείλει στην εγγονή του Ρούσβλετ, Θεοδώρα, με την οποία επρόκειτο να παντρευτούν- είναι χωρίς αμφιβολία ιδιάζουσα. Ακόμα και οι πληροφορίες για την γέννησή του δεν συμπίπτουν, αφού χαρακτηριστικά αναφέρονται ως χρονολογίες γέννησης οι χρονιές 1900, 1907, 1908, 1912, 1916. Όπως ο φίλος του Άντυ Γουόρχολ προέκτεινε κοινωνιολογικά το ρόλο του καλλιτέχνη στον 20ο αιώνα, έτσι και ο ταλαντούχος Ιόλας διεύρυνε το επάγγελμα του εμπόρου της τέχνης δίνοντάς του καινούργια διάσταση και οντότητα.
Ο Ιόλας μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως πολύπτυχη προσωπικότητα με μοναδική ουσιαστικά -και πραγματικά- ζωή. Ο Ιόλας πρωτοδιείσδυσε στον καλλιτεχνικό χώρο ως υποσχόμενος επαγγελματίας χορευτής, χώρο τον οποίο εγκατέλειψε αφού πρώτα αναδείχθηκε ως χορευτής και πιανίστας στο Βερολίνο, το Παρίσι -όπου συνεργάστηκε με την Κίρα Ναζίνσκι και τα μπαλέτα του μαρκήσιου ντε Κουέβας- αλλά και και στη Νέα Υόρκη με το Metropolitan Theater, για να αφοσιωθεί τελικά ολόψυχα στον εικαστικό τομέα. Μεγαλεπήβολος και φαντασμαγορικός από τη φύση του, άνοιξε γκαλερί, αρχικά στο Παρίσι αλλά πολύ σύντομα και σε Νέα Υόρκη, Μιλάνο, Γενεύη, ενώ δεν έλειψαν οι συνεργασίας με άλλες αίθουσες τέχνης σε Μαδρίτη, Ρώμη και βέβαια Αθήνα.
Κοσμοπολίτης με ευρύ πνεύμα και έντονες διορατικές ικανότητες οραματίστηκε την τέχνη σαν ένα σφαιρικό πεδίο χωρίς σύνορα, ενώ με την χαρισματική διαίσθησή του πλαισιώθηκε από συγχρόνους του αλλά και νεότερους ζωγράφους και γλύπτες με καθαρά πειραματική γραφή. Σημαντικός παράγοντας στην προώθηση του Σουρεαλισμού, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική, ανέπτυξε στενή φιλική και επαγγελματική σχέση με μερικούς από τους πρωτεργάτες του κινήματος, όπως ο Τζώρτσιο νετ Κίρικο, ο Ρενέ Μαγκρίτ, ο Μαρξ Έρνστ. Από τους χώρους του παρίλασε ό,τι πιο εκλεκτό μέσα στην πρωτοπορία της εποχής, όπως οι Γουόλς, Μάττα, Κλέε, Κλάιν, Τινγκελύ, Ράυσε, Ματτάτσι, Φοντάνα, οι Λαλάν, και αυτοί είναι κάποιοι μεταξύ πολλών άλλων. Αλλά και από τους Έλληνες αξίζει να αναφέρουμε ονόματα όπως, ο Κουνέλλης, ο Παύλος, ο Τάκης, ο Ακριθάκης, ο Φασιανός, ο Τσόκλης.
Κατά τον Peter Selz, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και πρώην επιμελητή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, ο Ιόλας παρέμεινε Ευρωπαίος στην ψυχή, παρά την σχετική μακροχρόνια διαμονή του στην Αμερική. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην δικιά του και τις υπόλοιπες νεοϋορκέζικες γκαλερί των αρχών της δεκαετίας του '60 ήταν ακριβώς αυτή η διέλευση πολλών καλλιτεχνών της Γηραιάς Ηπείρου, η ακραία προοδευτική αισθητική, ακόμα και η απομάκρυνση από το παραδοσιακό τελάρο και η πρόωρη επιβολή των εγκαταστάσεων μέσα στο χώρο (installations). Άλλωστε και η γκαλερί του στο Παρίσι -με την εξαίρεση της Sonnabend- ήταν η μόνη που αποτολμούσε να προβάλλει, ενώ ταυτόχρονα κατάφερνε να καθιερώσει, το πιο σύγχρονο –οπτικά και εννοιολογικά- δημιουργικό υλικό.
Μεγαλοσυλλέκτης, πέρα από γκαλερίστας, ο Ιόλας βασίστηκε από νωρίς, προφητικά, στη νοοτροπία των παγκόσμιων καλλιτεχνικών ανταλλαγών, με μοναδική αυτοπεποίθηση, πυγμή και κύρος. Κινητής νημάτων με άπλετη προσωπική γοητεία και αίγλη, επέβαλλε πειστικά την άποψή του, γιατί συναπτό κίνητρό του ήταν η παθιασμένη και ειλικρινής αγάπη του για την τέχνη, την ευρεσιτεχνία, την ελευθερία, την καθημερινή ποίηση και ομορφιά.
Αναμφισβήτητα ο Αλέξανδρος Ιόλας υπήρξε από αυτές τις σπάνιες, πληθωρικές και ιδιότυπες φυσιογνωμίες που στη ζωή άπληστα γεύονται τα πάντα και διαφοροποιούνται δραστικά από το κατεστημένο με αποτέλεσμα να γίνονται στόχαστρο μικροπρεπών και σκανδαλοθηρικών επιθέσεων εις βάρος της ουσιώδους συμβολής τους στον όποιο κλάδο.


Με την Μελίνα Μερκούρη, τότε υπουργό Πολιτισμού.


Τα τελευταία χρόνια
Ο Ιόλας πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποτραβηγμένος στο «παλάτι» του που έχτισε στην Αγία Παρασκευή, περιτριγυρισμένος από χιλιάδες έργα. Ένα οίκημα που λεηλατήθηκε ανελέητα τόσο όταν αυτός νοσηλευόταν όσο και μετά τον θάνατό του, έτσι η πλειάδα των έργων εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, σχεδόν εν μία νυχτή –αν και χρειάστηκαν βέβαια πολλές νύχτες να φορτωθούν σε φορτηγά και να φυγαδευτούν τα έργα, όπως χαρακτηριστικά μαρτύρησαν περίοικοι. Εδώ δεν θα αναζητήσουμε βέβαια ευθύνες που σίγουρα υπάρχουν, τόσο στο υπουργείου πολιτισμού που είχε μεν την Μελίνα αλλά έδειχνε να κοιμάται ύπνον βαρύ, όσο και στους έχοντες τα δικαιώματα, στους κληρονόμους δηλαδή του Ιόλα.
Πικραμένος από την ευτελή και κουτσομπολίστικη αντιμετώπιση που είχε από πλειάδα μέσων μαζικής ενημέρωσης –μην λησμονούμε πως είμαστε στην περίοδο που ο «αυριανισμός» μεσουρανούσε και πως το τότε κυβερνών κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, ήθελε να είναι «καθαρό» οπότε η οποιαδήποτε σχέση με ανθρώπους σαν τον ομοφυλόφιλο Ιόλα το «βρόμιζε», και αυτό γιατί ο λαϊκισμός είχε γίνει η σημαία του κόμματος- ο Ιόλας δεν θα δωρίσει τελικά, όπως σκόπευε, μέρος από την τεράστια συλλογή του στο ελληνικό δημόσιο· θα φύγει δε πικραμένος. Για την ιστορία, αξίζει να αναφέρω μερικά από τα ονόματα που υπέγραφαν τα «εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ» και τά καυστικά σχόλια γύρω από τον Ιόλα: Εκτός από τον Μάνο Χάρη, ο Αιμίλιος Λιάτσος, η Αγγελική Νικολούλη, ο Άρης Πορτοσάλτε, ο Θοδωρής Δρακάκης αλλά και ο Γιώργος Μαύρος. Έτσι για να θυμόμαστε ποιους βλέπουμε σήμερα στην ελληνική τηλεόραση!!
Αλλά και πάλι για την ιστορία να αναφέρω πως στο Μακεδονικό Μουσείο σήμερα βρίσκεται το μόνο τμήμα της συλλογής Ιόλα που πρόλαβε να σωθεί στην Ελλάδα, με 48 έργα σπουδαίων σύγχρονων καλλιτεχνών όπως οι Τινγκελί, Νίκι ντε Σεν-Φαλ, Ρεϋνώ, Ράις, Μπράουνερ, Τάκι, Τσόκλη, Ακριθάκη κ.ά., και αυτό χάρη στις προσπάθειες της Μάρως Λάγια και μιας παρέας που δείχνει πως αγαπούσαν την τέχνη πραγματικά.
Ο Ιόλας πέθανε χτυπημένος από το AIDS, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης στις 8 Ιουνίου του 1987 σε ηλικία κάπου –κανείς ακριβώς δεν ξέρει- 80 ετών. Δυστυχώς ο ίδιος δεν φρόντισε να διευθετήσει -όσο ήταν εν ζωή- ούτε για τη συλλογή του ούτε για τη βίλα του· έτσι μετά το θάνατό του, αστραπιαία και μυστηριωδώς εξαφανίστηκε όλη η αμύθητη συλλογή του. Η δε βίλα του, για τριάντα ολόκληρα χρόνια τώρα παρέμεινε ερημωμένη και λεηλατημένη χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Το 2017, ανακοινώθηκε πως ο Δήμος Αγίας Παρασκευής ενδιαφέρεται να την αγοράσει προκειμένου να μετατραπεί σε Μουσείο Αλέξανδρου Ιόλα. Στον χώρο μάλιστα το καλοκαίρι που μας πέρασε, για πρώτη φορά, πραγματοποιήθηκε και σειρά καλλιτεχνικών εκδηλώσεων στο πλαίσιο της προσπάθειας του Δήμου για τη διάσωση και συντήρηση της Βίλας και του κτήματος Ιόλα, αλλά και για την ευαισθητοποίηση του κόσμου. Ήταν καιρός το οικοδόμημα αυτό που κάποτε υπήρξε τόπος συνάντησης διακεκριμένων προσωπικοτήτων και στέγασε τα έργα των διασημότερων σύγχρονων καλλιτεχνών να συντηρηθεί και να βρει τη χρήση του.
Ό,τι και να πιστεύει κανείς για τον Ιόλα, όσο και αν οι φήμες, τα κουτσομπολιά και οι «πιπεράτες» ιστορίες καλύπτουν ως πέπλο το έργο και την ουσιαστική συμβολή αυτής της προσωπικότητας, θα μείνει χαραγμένη η ιστορία και η πορεία αυτού του μικρόσωμου φιλόδοξου «έφηβου» που κατέκτησε τον κόσμο και τίμησε διεθνώς την Ελλάδα, αναβιβάζοντας το ρόλο του απλού γκαλερίστα και συλλέκτη στο επίπεδο του ενορατικού ανθρώπου ο οποίος προπορεύεται του καιρού του, ανακαλύπτοντας, αποκαλύπτοντας και θεσπίζοντας νέα «καινοτομικά» ταλέντα μέσα στην τέχνη.



© φωτογραφιών: στους φωτογράφους και στις συλλογές που ανήκουν.
© κειμένου, gayekfansi.blogspot.gr με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος.




Αλέξανδρος Ιόλας σε νεαρή ηλικία, μαθητής του Ά. Σικελιανού.


Ρούντολφ Νουρέγιεφ, Ιόλας και Νίκος Σταθούλης.


Ρούντολφ Νουρέγιεφ και Αλέξανδρος Ιόλας.



Αλέξανδρος Ιόλας και René Magritte.


Αλέξανδρος Ιόλας και Άντυ Γουόρχολ.




Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

«ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ», ἕνα ποίημα τοῦ Πὼλ Βερλαὶν σὲ μετ. Μιλτιάδη Μαλακάση





ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
Μέσα στὸ πάρκο τὸ παλιό, ποὺ παγωνιὰ κι ἐρμιὰ τὸ δένουν,
δυὸ ἴσκοι ξάφνου φαίνονται ζευγάρι νὰ διαβαίνουν.

Τὰ μάτια τους εἶναι νεκρὰ, κι ἀπ' τ' ἁπαλό τους στόμα
τὰ λόγια βγαίνουν σιγαλά, ποὺ μόλις ἀγρικοῦντ' ἀκόμα.

Μέσα στὸ πάρκο τὸ παλιό, τὸ ἐρημικὸ καὶ παγωμένο,
δυὸ ἴσκοι ἀναθυμίζονται κάποιον καιρὸ εὐτυχισμένο.

- Θυμᾶσαι τάχα τὰ παλιὰ τὰ νειρεμένα ἐκεῖνα χρόνια;
- Τώρα πρὸς τί νὰ μὲ ρωτᾶς ἂν τὰ θυμοῦμαι αἰώνια;

- Τάχα ἡ καρδιὰ σου χτύπο της ἀκόμα τ' ὄνομά μου τό 'χει;
Ζεῖ κι ἡ ψυχή μου πάντοτε στὰ ὀνείρατά σου; - Ὄχι!

- Ὢ τὶς ἀξέχαστες στιγμὲς τῆς θείας εὐτυχίας! Ποῦ νά 'ναι;
Στόμα μὲ στόμα ἐσμίγαμε, θυμᾶσαι; - Ἀλήθεια πᾶνε...

- Πῶς ἦταν τότε ὁ οὐρανὸς γαλάζιος κι ἡ ἐλπίδα πόση!
- Πάει κι ἡ ἐλπίδα, ὁ οὐρανὸς μαῦρος τὴν ἔχει περιζώσει.

Ἔτσι στὰ στάχυα τὰ τρελὰ οἱ δυὸ σκιὲς περιπατοῦσαν,
κι ὴ νύχτα μόνον ἄκουγε τὰ λόγια ποὺ μιλοῦσαν.


COLLOQUE SENTIMENTAL
Dans le vieux parc solitaire et glacé,
Deux formes ont tout à l'heure passé.

Leurs yeux sont morts et leurs lèvres sont molles,
Et l'on entend à peine leurs paroles.

Dans le vieux parc solitaire et glacé,
Deux spectres ont évoqué le passé.

- Te souvient-il de notre extase ancienne
- Pourquoi voulez-vous donc qu'il m'en souvienne?

- Ton cœur bat-il toujours à mon seul nom ?
- Toujours vois-tu mon âme en rêve ? - Non.

- Ah ! les beaux jours de bonheur indicible
Où nous joignions nos bouches ! - C'est possible.

- Qu'il était bleu, le ciel, et grand, l'espoir!
- L'espoir a fui, vaincu, vers le ciel noir.

Tels ils marchaient dans les avoines folles,
Et la nuit seule entendit leurs paroles




Πηγὴ


PAUL VERLAIN, ἀπὸ τὴ συλλογὴ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ (FÊTES GALANTES) Παρίσι 1869.
Ἀπὸ τὸν συγκεντρωτικὸ τόμο, Paul Verlain Νυχτερινὴ φαντασία, μετ. Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ἐκδόσεις Ποταμός, Ἀθήνα 2003.



Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

«ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ», ἕνα ποίημα τοῦ Πὼλ Βερλαὶν σὲ μετ. Τέλλου Ἄγρα





ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
Στὸ πάρκο τὸ παλιό, τὸ κρύο καὶ ἄδειανό,
ξάφνω, τὰ σχήματα περάσαν τῶν δυονῶν.

Τὰ χείλια ἔχουν λυτά, τὰ μάτια ἔχουν σβηστὰ
καὶ μόλις ποὺ ἀκοῦς τὰ λόγια τους σωστά.

Στὸ πάρκο τὸ παλιό, τὸ κρύο καὶ ἄδειανό,
δυὸ φαντάσματα ἐφέρναν πίσω τὸν καιρὸ.

- Τὴ θυμᾶσαι τὴν μέθη μας τὴν περασμένη;
- Κι ἂν τὴ θυμᾶμαι ἢ ὄχι τί σημαίνει;

- Τὸ καρδιοχτύπι της γιὰ μὲ πάντα ἡ καρδιά σου τό' χει;
Στ' ὄνειρο τὴν ψυχή μου ἀκόμα τηνε βλέπεις; - Ὄχι.

- Ὤ, ἡ ἄφραστη χαρὰ κι οἱ ἀσύγκριτοι οἱ καιροὶ
ποὺ ἐδένανε τὰ δυό μας στόματα - Μπορεῖ

- Μεγάλη ἦταν ἡ ἐλπίδα, τὸ στερέωμα γαλανό.
- Ἡ έλπίδα, νικημένη, πάει κατὰ τὸ μαῦρον οὐρανό.

Παρόμοια πήγαιναν μέσα ἀπ' τὰ κούφια ἀστάχυα,
κι ἡ νύχτα τ' ἄκουγε τὰ λόγια μονάχα.


COLLOQUE SENTIMENTAL
Dans le vieux parc solitaire et glacé,
Deux formes ont tout à l'heure passé.

Leurs yeux sont morts et leurs lèvres sont molles,
Et l'on entend à peine leurs paroles.

Dans le vieux parc solitaire et glacé,
Deux spectres ont évoqué le passé.

- Te souvient-il de notre extase ancienne
- Pourquoi voulez-vous donc qu'il m'en souvienne?

- Ton cœur bat-il toujours à mon seul nom ?
- Toujours vois-tu mon âme en rêve ? - Non.

- Ah ! les beaux jours de bonheur indicible
Où nous joignions nos bouches ! - C'est possible.

- Qu'il était bleu, le ciel, et grand, l'espoir!
- L'espoir a fui, vaincu, vers le ciel noir.

Tels ils marchaient dans les avoines folles,
Et la nuit seule entendit leurs paroles




Πηγὴ


PAUL VERLAIN, πὸ τὴ συλλογὴ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ (FÊTES GALANTES) Παρίσι 1869.
Ἀπὸ τὸν συγκεντρωτικ τόμο, Paul Verlain Νυχτερινὴ φαντασία, μετ. Τέλλος Ἄγρας, Ἐκδόσεις Ποταμός, Ἀθήνα 2003.



Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Ἕνα ποίημα τοῦ Στράτωνα








Κλέψομεν ἄρχι τίνος φιλήματα καὶ τὰ λαθραῖα
νεύσομεν ἀλλήλοις ὄμμασι φειδομένοις;
μέχρι τίνος δ' ἀτέλεστα λαλήσομεν, ἀμβολίαισι
ζευγνύντες κενεὰς ἔμπαλιν ἀμβολίας;
μέλλοντες τὸ καλὸν δαπανίσομεν· ἀλλὰ πρὶν ἐλθεῖν
τὰς φθονεράς, Φείδων, θῶμεν ἐπ' ἔργα λόγοις.


Μέχρι πότε τὰ κλεφτὰ φιλιὰ καὶ μὲ τὸ μάτι νόημα,
φειδωλὰ καὶ λαθραῖα, θὰ γνέφει ὁ ἕνας στὸν ἄλλον;
μέχρι πότε ἀτελέστατα θὰ τὰ λέμε οἱ δυό μας,
ἀναβολὲς κενὲς σὲ ἀναβολὲς τὸ πᾶμε σπαταλώντας ἄσκοπα τὸ χρόνο.
Ἔτσι ποὺ ὅλο ἀναβάλουμε, θὰ δαπανήσουμε ὅ,τι καλὸ·
ἐδῶ χρειάζονται ἔργα ὄχι λόγια Φείδων, πρν οἱ πρῶτες φθονερὲς τρίχες σου προβάλουν!





Στράτων, Παλατινὴ ἢ Ἑλληνικὴ Ἀνθολογία (Μούσα παιδική), 12, 21
Μεταγραφὴ στὰ νέα ἑλληνικά: gayekfansi.blogspot.gr
© gayekfansi.blogspot.gr μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε δικαιώματος.




Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

«Ἴσως νά 'ναι κι ἔτσι» τοῦ Γιάννη Ρίτσου, ἀφιέρωμα




Γιάννης Ρίτσος, Χωρὶς τίτλο, ἀκουαρέλα σὲ πακέτο τσιγάρων.



«Ἴσως νά 'ναι κι ἔτσι» τοῦ Γιάννη Ρίτσου, σκιαγραφώντας μιὰ διαμάχη
Εἶναι ἄνοιξη τοῦ 1985 καὶ οἱ ἐκδόσεις Κέδρος, ποὺ ἔχουν καὶ τὰ ποκλειστικὰ δικαιώματα, θέτουν σὲ κυκλοφορία ἕνα νέο ἔργο τοῦ Γιάννη Ρίτσου. Ὁ Ρίτσος ἔχει ξεκινήσει μιὰ σειρὰ μὲ πεζά, ὑπὸ τὸ γενικὸ τίτλο Εἰκονοστάσιο ἀνώνυμων ἁγίων. Τὰ τρία πρώτα ἔργα τῆς σειρᾶς ποὺ εχαν κυκλοφορήσει ἦταν:
1. Ἀρίοστος ὁ προσεχτικὸς ἀφηγεῖται στιγμὲς τοῦ βίου του καὶ τοῦ ὕπνου του.
2. Τί παράξενα πράγματα.
3. Μὲ τὸ σκούντημα τοῦ ἀγκώνα.
Καὶ ἔρχεται ὁ χρόνος καὶ ὁ καιρὸς νὰ κυκλοφορήσει ὁ τέταρτος τόμος τῆς σειρᾶς ὑπὸ τὸν τίτλο Ἴσως νά 'ναι κι ἔτσι, τὸ ἐξώφυλλο μάλιστα κοσμεῖ μιὰ ἀκουαρέλα τοῦ Ρίτσου φτιαγμένη πάνω σὲ πακέτο τσιγάρων. Καὶ κυκλοφορεῖ ποὺ λέτε ὁ τόμος, τόμος ποὺ περιέχει δεκαωχτὼ πεζογραφήματα τὰ ὁποῖα μπορεῖ ὅλα τους κάλλιστα νὰ τὰ σκεπάσει ἡ ὀμπρέλα τοῦ ἐρωτικοῦ πεζογραφήματος. Μιλᾶμε δηλαδὴ γιὰ μιὰ συλλογὴ ἐρωτικῶν πεζογραφημάτων. Ὁ ἴδιος, ὁ καθ' ὅλα σπουδαῖος Ρίτσος, διαβλέπει τὶς ἀντιδράσεις ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν, ἔτσι μέσα στὰ πεζογραφήματα, γιὰ τὴν κρίβεια στὸ τελευταῖο πεζὸ τοῦ τόμου γράφει:
«Ποῦ θὰ πάει αὐτὸ τὸ πράγμα; γράφεις γράφεις καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχεις. Καλὰ τὸ λένε κάποιοι κάποιοι, λογοδιάροια σ' ἔχει πιάσει. Καὶ τί 'ναι τοῦτα ποὺ μᾶς ξεφουρνίζεις; παιδιάστικα καμώματα. Γειὰ στὸ στόμα σου κυρ Κυπαρίσση, "ὁ παλιμπαιδισμὸς εἶναι σύνηθες φαινόμενον τῶν ἀρτηριοσκληρυντικῶν γερόντων". Λὲς νά 'ναι ἀλήθεια; Ἴσως νά 'ναι κι ἔτσι. Ἀφοῦ κι ὁ Πέτρος εἶπε «δὲν ἔχεις τίποτ' ἄλλο νὰ πεῖς; κατοχὴ, ἀντίσταση πείνα, θάνατοι, ἐκτελέσεις, θυσίες, ὁλοκαυτώματα, Καλάβρυτα, Μονοδέντρι, Κοκκινιά, Καισαριανή, Δίστομο, Καλογρέζα, ἐμφύλιος πόλεμος,, Ἄγγλοι, Ἀμερικάνοι, ἐξορίες φυλακὲς (τὶς ξέρεις δὰ κι ὁ ἴδιος), Μακρόνησος, Λῆμνος, Ἰκαρία, δικτατορίες, Γιάρος Λέρος, τὰ ξέχασες ρὲ Ἴων; καὶ πρέπει νὰ τά θυμόμαστε κάθε στιγμή, νὰ τὰ θυμίζουμε γιὰ νὰ μὴν ξαναγίνουν· ἀμ' ἐτούτη ἡ σημερινὴ πειλὴ πυρηνικοῦ παγκόσμιου ὀλέθρου; μποροῦμε νὰ σωπάσουμε γι' αὐτὰ καὶ νὰ σταυρώνουμε τὰ χέρια;». Κι εἶπε ὁ Ἀλέκος, κάπως δισταχτικά, ἀλλὰ μὲ συμπάθεια «θαρρῶ δὲν ἔχεις δίκιο Πέτρο· ἔχει μιλήσει ὁ Ἴων καὶ γι' αὐτά, στὴν Ἀγρύπνια, στὸν Πέτρινο χρόνο, στὶς Γειτονιὲς τοῦ κόσμου, στὰ Ἐπικαιρικά, στὰ Λιανοτράγουδα καὶ σὲ τόσα ἄλλα, κι ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὰ Τρακτέρ, τὶς Πυραμίδες, ἄ, ναί, καὶ τὰ Συντροφικὰ τραγούδια ἀλλὰ προπάντων τὸν Ἐπιτάφιο· βέβαια τώρα τελευταία τό 'χει ρίξει κάπως στὰ ἀφηρημένα, τὰ ἐρωτικά, τὰ λυρικοφιλοσοφικά, τὶς παιδικὲς κι ἐφηβικὲς ἀναπολήσεις, μά, δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς, ἔχουν κι αὐτὰ τὴ χάρη τους, καὶ μάλιστα μεγάλη χάρη, καὶ κατ' οὐσίαν εἶναι προοδευτικὰ καὶ στὸ περιεχόμενο καὶ στὴν ἔκφραση».
Αὐτά, μεταξὺ ἄλλων, ἔγραφε ὁ Ρίτσος στὸ τελευταο πεζογράφημα τῆς συλλογῆς μὲ τίτλο «Θύμησες, πράγματα, λόγια». Κάτι φαίνεται νὰ ἤξερε ὁ σπουδαῖος ποιητής μας. Γιατί;
Νά ποὺ φτάσαμε λοιπὸν καὶ στὸ γιατί. Γιατὶ μὲ τὴν κυκλοφορία τοῦ τόμου μὲ τὰ πεζὰ ὑπὸ τὸν τίτλο Ἴσως νά 'ναι κι ἔτσι, ξέσπασε μεγάλη διαμάχη, ταραχή, συζήτηση καὶ ἔγινε τοῦ... Ρίτσου μεταξὺ τῶν νθρώπων τῆς κουμουνιστικῆς Ἀριστερᾶς τῆς Ἑλλάδας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Καὶ γιὰ νὰ άκριβολογοῦμε, τὸν Μάιο τοῦ ἴδιου χρόνου καὶ μόλις ποὺ ἔχουν κυκλοφορήσει τὰ πεζά, τὸ περιοδικό Πολιτιστική - Μηνιαία Ἐπιθεώρηση Τέχνης (1984-1987)· περιοδικὸ προσκείμενο στὸ ΚΚΕ, τὴν συντακτικὴ ὁμάδα τοῦ ὁποίου ἀπαρτίζουν ξιόλογοι νέοι κομμουνιστές, παρουσιάζει ἕνα ἀφιέρωμα στὸν Γιάννη Ρίτσο· καὶ μὲ άφορμὴ τὸ ἀφιέρωμα ἐπιτίθεται μὲ δριμύτητα ἐναντίον τοῦ ποιητῆ, ἂν καὶ θὰ περίμενε κανεὶς ἀπὸ νέα ἄτομα μιὰ διαφορετικὴ βέβαια, περισσότερο προοδευτικὴ στάση. Ἀκολουθεῖ ἡ ἐφημερίδα Αὐγὴ ποὺ πρόσκεινται στὸ ΚΚΕ Ἐσωτερικοῦ, ποὺ ἀντιδρώντας, χρεώνει τὴν ἐπίθεση στοὺς λεγόμενους "ἠθικολόγους τῆς παλιᾶς φρουρᾶς τοῦ δογματισμοῦ". Ἀκολουθεῖ ὅμως καὶ ὁ Ριζοσπάστης -ὄχι ποὺ δὲν θὰ ἀκολουθοῦσε- ποὺ ὀφείλουμε νά ποῦμε πὼς διαπερνᾶται ἀπὸ ἕνα κλίμα προοδευτισμοῦ τὴν ποχὴ ἐκείνη, καὶ ποὺ θέλοντας νὰ μαρτυρήσει ὑπέρ, καὶ νὰ πάρει τὸ μέρος τοΠοιητῆ τοῦ Λαοῦ ὑποστηρίζοντάς τον, παραθέτει μιὰ σειρὰ ἀπὸ δημοσιεύματα, καταδικάζοντας τὴν ἄστοχη ἐπίθεση τοῦ περιοδικοῦ καὶ τῶν συνακτῶν του, δηλώνοντας μάλιστα ὅτι "ἡ Πολιτιστικὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ ΚΚΕ". Φτάνει μάλιστα στὸ σημεῖο, λίγες βδομάδες μετά, νὰ χαρακτηρίσει τὴν κριτικὴ τῆς Πολιτιστικς "προβοκάτσια". Ἀλλὰ εἶναι ἄλλες οἱ ποχές, μὴν λησμονοῦμε πὼς τὴν ἄνοιξη τοῦ ἴδιου ἕτους, τοῦ 1985 δηλαδή, μιλᾶμε γιὰ Περεστρόικα, Γκορμπατσόφ, Γενικὸς Γραματὲας τοῦ ΚΚΕ εἶναι ὁ Φλωράκης, ἔτσι γιὰ νὰ δώσω μὲ δυὸ λόγια τὸ στίγμα τῆς έποχῆς. Ὁπότε ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὴ στάση τοῦ Ριζοσπάστη.
Γιὰ τὴν ἱστορία, νὰ ναφέρω πὼς διευθυντὴς τῆς Πολιτιστικῆς ἀλλὰ καὶ γενικὰ ψυχὴ τοῦ περιοδικοῦ -ὁπότε καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὰ γραφόμενα- ἦταν ὁ Ἀντώνης Στεμνής. Θέλετε καὶ ἕνα μικρὸ πόσπασμα πὸ τὸ τί ἔγραψε; Ἰδοῦ: «Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ρίτσου ὁ διαλεκτικὸς καὶ ἱστορικὸς ὑλισμός, εἶναι ὅτι κήρυξε τὴ φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης μὲ ὑλιστικὴ ἐπίφαση. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι δὲν ἐξέφρασε τὴν ἐργατικὴ τάξη, δὲν πῆγε στὰ αἴτια καὶ δὲν ὑπαινίχθηκε λύσεις, εἶναι ὅτι μὲ τὸν ρομαντισμό, τὸν ἐρωτισμό, τὸν ἑλληνοχριστιανισμὸ καὶ τὴν μελέτη θανάτου ὕμνησε τὴν μιζέρια, τὴν "ρωμιοσύνη" καὶ ὅσα ἀρνητικὰ στοιχεῖα διευκόλυναν τὴν ἄρχουσα τάξη».

Στὸν Στεμνὴ ἀπάντησε ὁ ποιητής Κώστας Μύρης καὶ μάλιστα μὲ τὸ πραγματικό του ὄνομα, Κώστας Γεωργουσόπουλος, στὸ ἄρθρο του "Ἀγωγιάτες Δογμάτων", ποὺ μεταξὺ ἄλλων, ἔγραφε: «[...] Πρέπει νὰ αποδειχθεῖ ὁ Ρίτσος ρομαντικός, ἑλληνοχριστιανός, ἐρωτοληπτικός, ἀναχωρητικός ποιητής, (λέει τὸ ζντονοφάκι ποὺ γεννήθηκε μετὰ τὸν Ἐμφύλιο, ποὺ δὲν κατάλαβε τίποτα οὔτε ἀπὸ Κατοχή, οὔτε ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ἐργατιᾶς). Ὁ Ρίτσος, συμπεραίνει τὸ ζντανοφάκι εἶναι ένας βολεμένος μικροαστὸς ποιητής. Νὰ συνεχίσω:
Γνωστὴ ἡ μέθοδος. Σκοπὸς νὰ γίνει σούσουρο γιὰ τὸν τολμηρὸ νεανία ποὺ ξεγύμνωσε τὸ εἴδωλο καὶ ἄλλα ἠχηρά παρόμοια. Καὶ βέβαια, ὁ Ρίτσος, ὅπως ὁ καθένας δὲν εἶναι ταμποῦ. Ἀλλὰ τὰ ζντανοφάκια δὲν ξέρουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ κρίνουν ποιητὲς γιατὶ δὲν τοὺς ἀφήνουν τὰ φάλαρα. Σκέψου νὰ κρίνεις ἕναν ποιητή
πὸ τὰ θέματά του. Ἐκεῖ εἶναι ἀκόμα τὰ μειράκια».
Ἀλλὰ τὶ ἦταν αὐτὸ ποὺ ἐνόχλησε; Δὲν πάει ὁ νοῦς σας; Ὅλο τὸ βιβλίο διαπερνάει ἕνας ὁμοφυλοφυλικὸς ἐρωτισμός. Ὁ Ρίτσος ἀφήνεται νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ ἀναμνήσεις· ἀναμνήσεις ποὺ ξεκάθαρα ἀφήνει νὰ χαρακτοῦν στὸ χαρτὶ ἀπὸ τὴν πένα του, χωρὶς κανένα προστατευτικὸ κέλυφος. Κάπου βάζει μέσα καὶ δυὸ ἐργάτες-συντρόφους, ἀλλὰ αὐτὸ ἀποτελεῖ λεπτομέρεια. Μᾶς περιγράφει στιγμές, ματιές, πύρινες ἀνταλλαγὲς βλεμμάτων, ἀγγίγματα, κοντινὲς ἀνάσες στὸ σκοτάδι, ὑγρὲς νύχτες ποὺ ἡ ἐπιθυμία φτάνει μέχρι τὰ χείλη, ἀλλὰ δὲν βγαίνει. Πραγματικὰ μιὰ ὑπέροχη γραφὴ ποὺ γκρεμίζει εἴδωλα καὶ παραδοσιακὰ σύμβολα καὶ ποὺ βγάζει βέβαια τὸν Ρίτσο ἀπὸ τὸ ἀπυρόβλητο ποὺ τὸν εἶχε θέσει τὸ κομματικὸ κατεστημένο, γι' αὐτὸ ἐξάλλου καὶ οἱ ντιδράσεις. Ὁ Ποιητῆς τοῦ Λαοῦ νὰ μιλάει γιὰ ἀμοιβαίες μαλακίες καὶ ὀρθωμένα καβλιά!! Ποῦ ἀκούστηκε αὐτό!!!
Κάπου ἐδῶ ὅμως δὲν ἔχει νόημα νὰ ποῦμε περισσότερα, λλὰ νὰ σᾶς φήσω στὴν ὑπέροχη γραφὴ τοῦ ποιητῆ, ἀντιγράφοντας ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ πρῶτο πεζὸ τῆς σειρᾶς ποὺ φέρει τὸν τίτλο, «Ἀνταλλαγὲς καὶ διασταυρώσεις».
«[...] Ὡστόσο οἱ δυὸ φαντάροι (σφαλῶς ἀδειοῦχοι) καπνίζουν ἀράδα φτηνὰ τσιγάρα στὸ παγκάκι τοῦ πάρκου, πλάι στὸ ἄγαλμα τοῦ Παιδιοῦ μὲ τὸ Ψάρι.Ἴσως γι' αὐτὸ μυρίζουν κι οἱ δυό τους ψαρίλα ἢ βαρβατίλα ἀπ' τὶς πολλὲς ὀνειρώξεις, καὶ τώρα κόμα βρίσκονται σὲ διέγερση, χωρὶς νὰ τὸ λένε οτε μεταξύ τους, καὶ τὸ ξέρουν κι οἱ δυό, κι ατὸ τοὺς κάνει νὰ καυλώνουν πιότερο, κι ἐνῶ κρατοῦν τὸ τσιγάρο μὲ τὸ δεξί τους χέρι, μὲ τ'λλο, τὸ ζερβί τους, πιέζουν τὸ πέος τους νὰ τὸ σπάσουν. Νὰ πάρει ὀργή, δὲν ξεμυτίζει καὶ καμιὰ σκρόφα, νὰ πᾶνε μαζί, ὁ ἕνας πὸ μπρός, ὁ ἄλλος πὸ πίσω, καὶ νὰ σκουντιοῦνται οἱ φαλλοί τους μέσ' ἀπ' τὸ σῶμα τῆς γυναίκας, -τό 'χεις δοκιμάσει; -ὄχι· ἐσύ; -οὔτε· τό 'χω φανταστεῖ· φίνα θά 'ναι· ἔχω δεῖ καὶ κάτι φωτογραφίες· μ' ἄρεσε· τὶς ἔχει ὁ Μιχάλης· ὀλάκερο πάκο· σ' τὶς ἔδειξε; - ναί· μ' ἀρέσανε καὶ μένα· δὲν κάνει νὰ τὶς βλέπεις· μαραζώνεις· δὲν εἶδες ὁ Μιχάλης; ἔχει λιώσει άπ' τὴν μαλακία· τὴ βρίσκει μονάχος του· καὶ νὰ μοῦ τὸ θυμηθεῖς, θά 'ρθει ἡ ὥρα καὶ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ πάει μὲ γυναίκα· ἂ σιχτὶρ μὲ τοῦτο τὸ παλούκι ποὺ μᾶς φύτεψε ὁ θεὸς στὰ σκέλια μας· -τί λές, μωρέ, τὸ καμάρι μας. Ἡ λεβεντιά μας, τὸ μεράκι μας· πιὸ κι ἀπ' τὸ ψωμὶ κι ἀπ' τὸ κρασὶ κι άπ' τὸ τσιγάρο. Ξεκουμπώνει ὣς κάτου τὸ βρακί του, τὴ χουφτώνει, τὴ βγάζει, τεντωμένη σπαρταριστή. Τὸ ἴδιο κάνει κιν ὁ ἄλλος, μὴ καὶ φανεῖ δειλός, ἔτσι συντροφικάτα. Τὶς κοιτάζουν, καθένας τὴ δική του. Ὕστερα ὁ ἕνας τοῦ λλουνοῦ. -Μεγάλη ποὺ τὴν ἔχεις. -Ἀμ' ἡ δικιά σου· κι εἶναι καὶ πιὸ χοντρή· χωρὶς καθόλου χαλινό· νά· ὅπως κι ἡ δικιά μου· τὶς παίζουμε; ἐσὺ τὴ δικιά μου κι ἐγὼ τὴ δικιά σου· θά 'ναι πιὸ μερακλίδικα. - Ὄχι· δὲ μοῦ 'ρχεται· εἶναι ἁμαρτία· - Τί ἁματρία; δὲν τὴν παίζεις ποτέ σου; -Ναὶ λλὰ μονάχος, στὰ κρυφά. -Σαχλαμάρες. Τί μονάχος, τί μ' ἕναν ἄλλον; κι ἐμεῖς εἶμαστε φίλοι. Δὲ θὰ τὸ ποῦμε πουθενά.
Ἁπλώνει πρῶτος τὸ χέρι του, τοῦ τὴ χουφτώνει. Ξεθαρρεύεται κι ὁ ἄλλος. Τοῦ τὴν πιάνει κι αὐτός. Δὲ μιλᾶνε. Δὲν κοιτιοῦνται. Κοιτάει ὁ ἕνας τοῦ λλουνοῦ. Λαχανιάζουν. Θέλουν νὰ φωνάξουν, δὲν ξέρουν τί· κάτι δυνατά, πολὺ δυνατά· νὰ βουίξει τὸ πάρκο, νὰ μαζευτεῖ κόσμος, κι αὐτοὶ ν' ἀναληφθοῦν ἀπλησίαστοι, ἀσύλλιπτοι, οἱ δυό τους μόνοι, μόνοι, μόνοι, ὁλόκληροι, ἀθάνατοι, ὣς τὴ μεγίστη στιγμὴ τῆς ἔκρηξης, καὶ πιὰ δὲν ξέρεις τί θὰ ἐπακολουθήσει κι οὔτε ἔχει σημασία, γιατὶ αὐτὴ ὴ στιγμὴ εἶναι ὅλος ὁ χρόνος, ἔξω ἀπ' τὸ χρόνο, καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλουν εἶναι νὰ φωνάξουν ὅλη τὴ συγκεντρωμένη σιωπὴ καὶ ν' ἀκουστοῦν πέρα, παντοῦ, οὔουου, οὔουου, λόγια συναγμένα ἀπ' τοὺς δρόμους, ἀπ' τὶς ταβέρνες, π' τὰ μπορδέλα, τὰ πιὸ αἰσχρά, τὰ πιὸ ἅγια, ποτὲς δὲ τ' ρθώσανε, κι εἶναι πετρωμένα μέσα τους, βράχια, ἔ, ὠρὲ ντουνιά, στὴν κορφὴ τοῦ καυλιοῦ μου σὲ σηκώνω, χύνω βαθιά σου, νόημα σοῦ δίνω, κόκκινο· μὰ κείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ μιὰ βαμμένη γυναίκα περνάει· σκεπάζει καθένας μὲ τὴν παλάμη του τὸ δικό του πέος· ντροπαλοσύνη· τοῦς πέφτει· μαλακώνει· -ἔ, κοπελιὰ δὲν ἔρχεσαι κατὰ δῶ; -δὲν πηδιόσαστε μόνοι σας, θὰ βολευτεῖτε καλύτερα. Καὶ φεύγει. Καὶ ξαφνικὰ βραδιάζει. Τὸ χρυσὸ λιόγερμα σβήστηκε. Μόνον τὸ γαλμα τοῦ Παιδιοῦ μὲ τὸ Ψάρι, κρατάει λίγο ρόδινο. Ἐλάχιστο. Κι αὐτοὶ ἀνάβουν τσιγάρο, καθένας μὲ τὸ δικό του σπίρτο. Ἐξαφανίζονται [...]».
Γιὰ τὴν Ἱστορία νὰ ἀναφέρουμε ὅτι στὴ σειρὰ μὲ τὸν γενικὸ τίτλο Εἰκονοστάσιο ἀνώνυμων ἁγίων, κυκλοφόρησαν συνολικὰ ἐννέα τόμοι μὲ πεζὰ τοῦ Γιάννη Ρίτσου. Οἱ ὑπόλοιποι ἦταν:
5. Ὁ γέροντας μὲ τοὺς χαρταετούς.
6. Ὄχι μονάχα γιὰ σένα.
7. Σφραγισμένα μ' ἕνα χαμόγελο.
8. Λιγοστεύουν οἱ ἐρωτήσεις.
9. Ὁ Ἀρίοστος ἀρνεῖται νὰ γίνει ἅγιος.




Στοιχεῖα τοῦ βιβλίου:
Συγγραφέας: Γιάννης Ρίτσος
Ἕτος ἔκδοσης: 1985
ISBN: 978-960-04-0391-6
Σελ.: 176
Σχῆμα: 14 x 20,6
Ἐξώφυλλο: Μαλακὸ
ξώφυλλο, μὲ μιὰ ἀκουαρέλα τοῦ Γιὰννη Ρίτσου
Σειρά: ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΑΓΙΩΝ






© κειμένου τοῦ Γιάννη Ρίτσου: Ἐκδόσεις Κέδρος καὶ κληρονόμοι.
© κειμένου τοῦ Ἀντώνη Στεμνή: Κληρονόμοι του.
© κειμένου τοῦ Κώστα Γεωργουσόπουλου: Κ. Γεωργουσόπουλος.
© ἀφιερώματος: gayekfansi.blogspot.gr μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε δικαιώματος.


Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Happy New Year







Καλή Χρονιά...