Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Σύριλ Κολλάρ, αφιέρωμα (Cyril Collard, a tribute)

 

Σύριλ Κολλάρ (19 Δεκεμβρίου 1957 - 5 Μαρτίου 1993), ο πρόωρα χαμένος δημιουργός
[Cyril Collar (19 December 1957 - 5 March 1993), the early loser author]

Σκηνοθέτης μια ταινίας μεγάλου μήκους, συγγραφέας δύο σχεδόν αυτοβιογραφικών μυθιστορημάτων, ιδρυτής ενός ροκ συγκροτήματος, ο Σύριλ Κολλάρ διακατεχόταν από μιαν ατέλειωτη ενέργεια δημιουργίας, θέλησης για ζωή, πάθους και πόθου για τον έρωτα. Γνώριζε όμως ότι ήταν «καταδικασμένος από αγάπη», ότι ο χρόνο έτρεχε εναντίον του, ότι αργά, ή γρήγορα, παρά την αντίσταση του πνεύματός του, το σώμα του θα υπέκυπτε στο μοιραίο του θανάτου: «Η καλλιτεχνική μου τοποθέτηση είναι στο πλευρό της ζωής» έλεγε λίγους μήνες πριν πεθάνει. «Σίγουρα αποτελεί ένα είδος αφέλειας, γιατί στατιστικά και μόνο –και μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου- το AIDS είναι αρρώστια που δεν θεραπεύεται».
Ο Σύριλ Κολλάρ γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 1957 στο Παρίσι. Μοναχογιός ενός μηχανικού που είχε πάθος με τα σπορ, μεγάλωσε σε ένα φιλελεύθερο σπίτι, όπου καθένας προσπαθούσε να σεβαστεί την προσωπική ελευθερία του άλλου. Ίσως γι’ αυτό να ένιωσε άβολα ύστερα από ενάμισι χρόνο σπουδών. Η προοπτική να γίνει μηχανικός δεν ταίριαζε στο ανήσυχο ταπεραμέντο του. Παράτησε λοιπόν το σχολείο και πήγε στο Πόρτο Ρίκο για να συναντήσει τον πατέρα του σε μια αθλητική συγκέντρωση.

Εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης του L'animal

Εκεί ο Σύριλ θα νιώσει το πρώτο μεγάλο σοκ της ζωής του, ανακαλύπτοντας τον ήλιο, τη ζέστη, τη βία και τον άγριο ερωτισμό των νεαρών περιθωριακών. Αυτός που μέχρι τότε έκανε παρέα μόνο με ανθρώπους του πνεύματος νιώθει να τον ελκύουν, με όλη τη σημασία της λέξης, οι νεαροί αλήτες του δρόμου. Αν και αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα, ανακαλύπτει τον καταπιεσμένο ομοφυλοφιλικό εαυτό του και αφήνεται να παρασυρθεί από το πάθος του για τα αγόρια: «Εκεί, στο Πόρτο Ρίκο, γεννήθηκα για δεύτερη φορά» θα εξομολογηθεί σε συνεργάτιδά του.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα, με την προτροπή της εκδότριας Φρανσουάζ Βερνύ, που βρίσκει ότι έχει συγγραφικό ταλέντο, αλλά πρέπει πρώτα να μάθει να αφηγείται κάποια ιστορία. Στο μεταξύ ένας φίλος του πατέρα του, που βρίσκεται μέσα στα κινηματογραφικά πράγματα, τον γνωρίζει στον σκηνοθέτη Μορίς Πιαλά (Maurice Pialat). Ο Σύριλ συνεργάζεται μαζί του ως βοηθός και ηθοποιός στις ταινίες «Λουλού» Loulou (1980) , «Για τους έρωτές μας» À nos amours (To Our Loves) (1983), «Police» (1985) και ουσιαστικά μαθαίνει την τέχνη του κινηματογραφιστή. Το 1981 σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία μικρού μήκους «La Baule-Dakar», που θα την ακολουθήσουν άλλες δύο μικρού μήκους ταινίες («Le grand huit», «Alger la blanche»).


Το 1984, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι του στο εξωτερικό, ο Σύριλ κάνει για πρώτη φορά το τεστ του AIDS. Η απάντηση είναι θετική. Όμως, ακόμα βρισκόμαστε στην αρχή της δημοσιότητας γύρω από την αρρώστια και, όπως οι περισσότεροι φορείς, δεν πανικοβάλλεται. Ελπίζει ότι ο ιός δεν θα τον αγγίξει ή ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθεί το φάρμακο που θα τον θεραπεύσει: «Κατά κάποιο τρόπο, το περίμενα» λέει σε μια συνέντευξή του. «Όχι ως μία θεϊκή τιμωρία, αλλά ως κάτι αναπόσπαστα δεμένο με την μοίρα μου και τον τρόπο ζωής μου».
Συνεχίζει να δουλεύει το μυθιστόρημά του, που κυκλοφορεί το 1987 με τον τίτλο «Καταδικασμένος έρωτας». Η σχετική του επιτυχία τον πείθει να γράψει ένα δεύτερο, σε σύντομο χρονικό διάστημα: οι «Άγριες νύχτες» (Les Nuits fauves), [Savage Nights] κυκλοφορούν το 1989 και κάνουν πιο μεγάλη αίσθηση, κυρίως μετά από μια τηλεοπτική συνέντευξη του συγγραφέα, ο οποίος ομολογεί δημόσια ότι, είναι φορέας του AIDS. Επίσης ότι πρόκειται για ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο, που αναφέρεται σε μια σχέση με μια κοπέλα το 1986, όταν δηλαδή γνώριζε ότι είχε προσβληθεί από τον ιό.

«Άγριες νύχτες», εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου

Ο Σύριλ νιώθει πλέον ότι ο χρόνος τρέχει και πρέπει να τον προλάβει. Προσπαθεί να βρει χρηματοδότες για να κάνει ταινία το βιβλίο του, αλλά όλοι τον αποφεύγουν. Τελικά τα καταφέρνει. Μπρος στην άρνηση διάσημων ηθοποιών να έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποφασίζει να παίξει ο ίδιος τον Ζαν. Τα πράγματα είναι πιο εύκολα για τον ρόλο της Λόρας, που τον παίρνει η Ρομάν Μπορινζέ (Romane Bohringer), κόρη του ηθοποιού Ρισάρ Μπορινζέ. Η ταινία θα γίνει μέσα από συνεχείς συγκρούσεις, αυτοσχεδιασμούς και αλλαγές στο αρχικό σενάριο. Όπως ο δάσκαλός του Μορίς Πιαλά, έτσι και ο Σύριλ Κολλάρ προσπαθεί να αποτυπώσει στο φιλμ του την αυθεντικότητα, αφήνοντας τους ηθοποιούς ελεύθερους σε αυτοσχεδιασμούς. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία λίγο μεγάλη σε διάρκεια, αλλά αληθινή και ειλικρινής, που καταφέρνει να σου μεταδώσει το πάθος του δημιουργού της για τη ζωή, την καλλιτεχνική δημιουργία και τον έρωτα. Μια ταινία που για πρώτη φορά θίγει το πρόβλημα του «να υπάρχεις με το AIDS», μέσα από την προσωπική εμπειρία ενός φορέα.

Εξώφυλλα βιβλίων και υπογραφή του Κολάρ

Ο Κολλάρ ποτέ δεν αγνόησε ότι ήταν άρρωστος. Απλά προσπαθούσε να συμπεριφερθεί σαν η αρρώστια να μην υπήρχε. Ήδη όμως άρχισε να παρουσιάζει τα πρώτα σωματικά συμπτώματα. Η αγωνία του να ολοκληρώσει την ταινία τον κράτησε στην κυριολεξία στη ζωή. Στη συνέχεια όμως ήρθε το αναπόφευκτο τέλος. Μετά από ένα σύντομο ταξίδι στην Ιταλία, μπαίνει στο νοσοκομείο. Δεν μπορεί πλέον να περπατήσει και σύντομα ούτε να μιλήσει. Η ταινία «Άγριες νύχτες» βγαίνει στις παρισινές αίθουσες την 21η Οκτωβρίου 1992 και κάνει μεγάλη αίσθηση. Θεωρείται μάλιστα φαβορί για τα βραβεία Σεζάρ. Τρεις μέρες όμως πριν την απονομή των βραβείων, και συγκεκριμένα το πρωί της Παρασκευής 5 Μαρτίου 1993, ο Σύριλ Κολλάρ πεθαίνει. Η νύχτα των Σεζάρ είναι αφιερωμένη στη μνήμη του. Οι «Άγριες νύχτες» βραβεύονται με το Σεζάρ καλύτερης ταινίας, καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, καλύτερης ερμηνείας νεαρής ηθοποιού (Ρομάν Μπορινζέ) και μοντάζ.


Ο θάνατος του Σύριλ Κολλάρ προσδίδει στην ταινία cult διαστάσεις. Πάνω από 2.800.000 θεατές την έχουν δει σε όλη τη Γαλλία, ενώ οι Αμερικανοί σκεύτονταν ριμέικ της. Την ίδια τύχη όμως έχουν και τα γραπτά του: ο «Καταδικασμένος έρωτας», από 8.000 αρχικά αντίτυπα, πούλησε μέχρι σήμερα 120.000. Όσο για το μυθιστόρημα «Άγριες νύχτες», ξεπέρασε τα 506.000 αντίτυπα, ενώ ήδη κυκλοφόρησε στη Γαλλία το ημερολόγιο του Κολλάρ με τον τίτλο «Άγριος Άγγελος», που εξαντλήθηκε από τις πρώτες κιόλας μέρες. Η γενιά του AIDS βρήκε στο πρόσωπό του όχι έναν οσιομάρτυρα αλλά ένα γεμάτο δύναμη και ενεργητικότητα άνθρωπο, που μέχρι την τελευταία του στιγμή προσπάθησε, αγκαλιάζοντας παράφορα τη ζωή, να νικήσει το θάνατο.
Μπάμπης Ακτσόγλου, «Σημείωμα για τον συγγραφέα» από το βιβλίο του Σίριλ Κολλάρ «Άγριες νύχτες» μετ. Ντορέτα Πέππα, εκδόσεις Πατάκη 1993.

Εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης των ημερολογίων του Κολλάρ με τίτλο «Άγριος Άγγελος»

Σύριλ Κολλάρ, 1992

O Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Στους έρωτές μας» (À nos amours) του Μορίς Πιαλά (Maurice Pialat)

Κάρλος Λοπέζ (Carlos Lopez) και Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Άγριες νύχτες»

Carlos Lopez και Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Άγριες νύχτες»

Ο Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Άγριες νύχτες»

Ο Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Άγριες νύχτες»

Ο Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Άγριες νύχτες»

Romane Bohringer, Carlos Lopez και Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Άγριες νύχτες»

Carlos Lopez και Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Άγριες νύχτες»

Carlos Lopez και Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Άγριες νύχτες»

Carlos Lopez και Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Άγριες νύχτες»

Carlos Lopez και Σύριλ Κολλάρ στην ταινία «Άγριες νύχτες»

Ο Σύριλ Κολλάρ στην τελευταία σκηνή της ταινίας «Άγριες νύχτες»

Τελευταίο πλάνο της ταινίας «Άγριες νύχτες»



Η ταινία «Άγριες νύχτες» στο imdb: Εδώ

Περισσότερα για την ταινία «Άγριες νύχτες»: Εδώ
 
© copyright φωτογραφιών της ταινίας «Άγριες νύχτες»: Banfilm – 1992
 

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (Rainer Werner Fassbinder), αφιέρωμα



Φασμπίντερ και Peter Chatel στην ταινία «Το παιχνίδι της τύχης»
(Fox and His Friends) [Faustrecht der Freiheit] (1974)

Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (Rainer Werner Maria Fassbinder 31/5/1945 – 10/6/1982)
Το να κάνεις αφιέρωμα στον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, χωρίς να αναφερθείς στον ομοφυλόφιλο άνθρωπο πέρα από τον σκηνοθέτη και δημιουργό Φασμπίντερ, είναι σχεδόν αδύνατον. Ο Κάρστενς Πέτερς, για χρόνια συνεργάτης του Φασμπίντερ στον πρόλογο του βιβλίου Φασμπίντερ, Αγάπη πιο κρύα κι απ’ το θάνατο, που συνέγραψε μαζί με τον Κοούρτ Ράαμπ, αναφέρει:
Στο βιβλίο αυτό θα γίνει πολύς λόγος για ομοφυλοφιλία. Το να την παρακάμψουμε όμως θα ήταν λάθος και δείλια από μέρους μας, γιατί όπως τα φιλμ, τα ναρκωτικά, τα χάπια και το αλκοόλ ανήκει και αυτή στον κύκλο ζωής του Ράινερ και όταν μιλάμε γι’ αυτόν είναι αδύνατον να την παραλείψουμε.
Και συνεχίζει:
Για τον Φασμπίντερ οι άνθρωποι που δούλευαν μαζί του στο θέατρο και τον κινηματογράφο αποτελούσαν και την οικογένειά του. Εκείνος που δεν είχε γνωρίσει καλά-καλά τον δικό του πατέρα έγινε για τους άλλους γύρω του ένα πατρικό υποκατάστατο. Μάλιστα έπαιζε το ρόλο αυτό τόσο τέλεια που η αποδοχή από τους άλλους ήταν πλήρης και χωρίς την παραμικρή αντίρρηση. Έτσι το κάθε μέλος της «οικογένειας» πάσχιζε να κερδίσει την εύνοια, την συμπάθεια και την αγάπη του Ράινερ.
Ο Φασμπίντερ σαν πατέρας δεν διέφερε σε τίποτα από τα παιδιά του. Κατά βάθος ήταν και αυτός όπως και εκείνα ένα παιδί. Κι όπως ο Κουρτ Ράαμπ όταν ήταν παιδί για να ξεφύγει από κάποιο αδιέξοδο βασάνιζε ανυπεράσπιστα γατιά, έτσι και ο Φασμπίντερ βασάνιζε με παιδιάστικη σκληρότητα όλους εκείνους που του έδειχναν εμπιστοσύνη.
Όμως εμένα προσωπικά αυτό που μου κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση δεν είναι οι σοκαριστικές λεπτομέρειες των βασανιστηρίων που υπέβαλε τα «θύματά» του, αλλά η αδυναμία, ο φόβος και η αυτοεγκατάλειψη που αντέτασσαν οι άνθρωποι αυτοί απέναντί του. […]
Παρ’ όλη τη λύπη, το κενό και την αμηχανία που άφησε ο θάνατος του Φασμπίντερ στους φίλους του, δεν μπορεί κανείς να απωθήσει την υπόνοια πως για πολλούς από αυτούς ήταν συγχρόνως και μια λύτρωση. […]
Από τον πρόλογο του Κάρστενς Πέτερς στο βιβλίο: Κ. Ράαμπ -Κ. Πέτερς, «Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Αγάπη πιο κρύα κι απ' το θάνατο» μτφ: Νίκος Μαστοράκης, εκδόσεις Κάκτος.

Από την ταινία «Το παιχνίδι της τύχης» (1974)

Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ ήταν για τον νέο γερμανικό κινηματογράφο ένας δημιουργός της κοψιάς του Μπαλζάκ. Όπως το έργο του Γάλλου συγγραφέα, έτσι και το δικό του, αποτέλεσμα μιας αδιάκοπης παραγωγικότητας. Είναι ένα έργο ταυτόχρονα πολύ προσωπικό και –στην επική του διάσταση- υπέρ-προσωπικό, εσωστρεφές, αλλά συνάμα και εξωστρεφές, συναισθηματικό μα και κυνικό, με μεγάλη έμφαση στα περιθωριακά και αδικημένα θύματα, με μία (όχι πάντοτε) λεπτή παρόρμηση για το αισθητικό ραφινάρισμα. Ο Φασμπίντερ οσφραινόταν με τη διεγερμένη του ευαισθησία υλικό και θέματα, που βρισκόντουσαν στην ατμόσφαιρα ήδη πολύ πριν αυτά γίνουν «δημόσια».
Ο Φασμπίντερ δεν είναι σκηνοθέτης της ευρυχωρίας και των ανοιχτών οριζόντων, ούτε και κανένας παθιασμένος θαυμαστής των τοπίων και της φύσης. Ο τομέας του υπήρξε η στενότητα και τα ασφυκτικά ντεκόρ, που ευνοούν τα αντικαθρεφτίσματα και τις διεισδυτικές ματιές· εκεί αναζήτησε τους ποιητικούς τρόπους της κλασικής θεατρικής σκηνής, επιτρέποντας στα καταπιεσμένα αισθήματα, που εκδηλώνονται στις ψεύτικες χειρονομίες, (και αντίστροφα) να φτάσουν στην αλήθεια των ανομολόγητων επιθυμιών τους. Τόσο στις ταινίες με ιστορικό χαρακτήρα όσο και σ’ αυτές που αναφέρονται στο σήμερα ο Φασμπίντερ κατέγραψε χωρίς καμιά επιείκεια τις φθορές της ανθρώπινης ψυχής, δίνοντας μεγάλη έμφαση στα σημάδια της οδύνης, που εκείνη η «μηχανή τρόμου φτιαγμένη από υπολογισμό» (Φοντάνε) άφησε βαθιά μέσα στις ψυχές των ατόμων, μετατρέποντας σαδομαζοχιστικά τα θύματά της σε δήμιους του ίδιου τους του εαυτού. Ο Φασμπίντερ ήταν η παλλόμενη καρδιά που τώρα σιωπούσε.
Πηγή

Wolfram Schütte, από το βιβλίο ΦΑΣΜΠΙΝΤΕΡ, εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ, 1985 


Γνωρίζοντας τον Φασμπίντερ
Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ γεννήθηκε στο Μπαντ Βέριζχοφεν στις 31 Μαΐου του 1945. Ο πατέρας του Δρ. Χέλμουτ Φασμπίντερ ήταν γιατρός και η μητέρα του Λιζελόττε, μεταφράστρια. Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και η μητέρα του δήλωνε πάντοτε σαν έτος γεννήσεως το 1946. Μέχρι το θάνατό του οι περισσότεροι βιογράφοι στηρίχτηκαν σε αυτήν την πληροφορία. Όπως αποδεικνύεται όμως από το ληξιαρχείο του Μπαντ Βέριζχοφεν Ο Φασμπίντερ γεννήθηκε το 1945.
Φοίτησε στη σχολή του Ρούντολφ Στάινερ και σε διάφορα άλλα γυμνάσια στο Αουγκμπουργκ και στο Μόναχο. Όταν χώρισαν οι γονείς του (το 1951) πήγε με τη μητέρα του. Λέγεται πως η τελευταία έστελνε συχνά το γιο της στον κινηματογράφο, για να μπορεί να δουλεύει με την ησυχία της. Αργότερα έπαιξε σε πολλές ταινίες του Φασμπίντερ σαν Λίλο Πέμπαϊτ, αλλά και σαν Λιζορέττε Έντερ. Ο Φασμπίντερ εγκατέλειψε το σχολείο το 1964, χωρίς να πάρει απολυτήριο. Στη συνέχεια έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού και πήρε μαθήματα ηθοποιίας. Η τελευταία δραματική σχολή στην οποία φοίτησε ήταν το στούντιο Φριντλ Λέοναρντ στο Μόναχο.
Στα μέσα του 1967 γνωρίστηκε με τον θίασο του θεάτρου δράσης που στεγαζόταν στη Μύλλερστράσσε στο Μόναχο. Στην αρχή δούλεψε σαν ηθοποιός, μετά σαν σκηνοθέτης και διασκευαστής θεατρικών έργων, ώσπου τέλος, έγραψε το πρώτο δικό του έργο, τον Katzelmacher που πρωτοπαίχτηκε στο θέατρο δράσης τον Απρίλη του ’68. Τον Μάη της ίδιας χρονιάς το θέατρο δράσης διαλύθηκε. Δέκα μέλη της παλιάς ομάδας –μεταξύ των οποίων και ο Φασμπίντερ, ο Πέερ Ράμπεν, η Χάννα Συγκούλα , ο Ρούντολφ Βάλντεμαρ Μπρεμ και ο Κουρτ Ράαμπ- ίδρυσαν ένα καινούργιο θέατρο που το ονόμασαν αντιθέατρο. Το αντιθέατρο στεγάστηκε αρχικά στο Μπύχνερ Τεάτερ, μετά στην Ακαδημία των Τεχνών και κατέληξε στο πίσω δωμάτιο της Χήρας Μπόλτε, εστιατορίου στο Σβάμπινγκ. Ο θίασος παρέμεινα εκεί από τα τέλη του 1968 ως τα τέλη του 1969, οπότε ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου τους ανάγκασε να φύγουν. Ακολούθησαν ταξίδια στο εξωτερικό. Ο θίασος είχε αρχίσει πια να ασχολείται όλο και περισσότερο με τον κινηματογράφο.
 
Αφίσα της ταινίας «Ο Καβγατζής» (1980)
 
Ήδη στο διάστημα 1965/66 ο Φασμπίντερ είχε γυρίσει δύο ταινίες μικρού μήκους μαζί με τον Κρίστοφερ Ρόζερ, τον Αλήτη και Το μικρό χάος. Το 1968 οι ηθοποιοί του αντιθεάτρου έπαιξαν στην ταινία του Ζαν Μαρί Στράουμπ Ο μνηστήρας, η θεατρίνα και ο προαγωγός (Der Bräutigam, die Komödiantin und der Zuhälter).
Τον Απρίλη του 1969 η ομάδα γύρισε την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους: Η αγάπη είναι πιο κρύα απ’ τον θάνατο, που, όταν πρωτοπαίχτηκε τον Ιούνιο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, το κοινό την αντιμετώπισε με επιφύλαξη. Η επιτυχία ήρθε με την δεύτερη ταινία. Το φιλμ Ο Έλληνας γείτονας που γυρίστηκε τον Αύγουστο του 1969 και προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβρη στο Μάννχαϊμ, απέσπασε το Βραβείο των κριτικών κινηματογράφου, το Βραβείο της Γερμανικής Ακαδημίας για τις εικαστικές τέχνες και πέντε άλλα βραβεία. Κριτικοί του θεάτρου και του κινηματογράφου συναντήθηκαν την 1η του Νοέμβρη 1989 στη Βρέμη σε ένα Showdown για τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Ακολουθεί ένας απολογισμός της δουλειάς του Φασμπίνερ.
1969: 3 θεατρικά έργα, 2 διασκευές, 4 σκηνοθεσίες, 4 ταινίες.
1970: 1 διασκευή για το θέατρο, 6 ταινίες, 2 έργα για το ραδιόφωνο, 1 μεταφορά θεατρικού έργου στην τηλεόραση.
1971: 3 θεατρικά έργα, 3 σκηνοθεσίες, 1 ταινία, 1 έργο για το ραδιόφωνο.
1972: 1 σκηνοθεσία για το θέατρο, 2 ταινίες, ι τηλεοπτική σειρά (5 μέρη). 1 έργο για το ραδιόφωνο, 1 μεταφορά θεατρικού έργου στην τηλεόραση.
1973: 2 σκηνοθεσίες για το θέατρο, 4 ταινίες, (η μία σε δύο μέρη), 1 σκηνοθεσία για την τηλεόραση.
1074: 3 σκηνοθεσίες για το θέατρο, 1 ταινία, 1 σόου για την τηλεόραση.
1975: 1 σενάριο και σκηνοθεσία θεατρικού έργου, 3 ταινίες.
1976: 3 ταινίες (η μία σε 2 μέρη), 1 σκηνοθεσία για το θέατρο.
1977: 1 μεταφορά θεατρικού έργου στην τηλεόραση, 1 ταινία, 1 επεισόδιο σπονδυλωτής ταινίας.
1978: 2 ταινίες.
1979/80: 2 ταινίες, μια τηλεοπτική σειρά σε 14 επεισόδια.
1981: 3 ταινίες.
1981: 1 ταινία.
Στον πιο πάνω απολογισμό δεν έχουν περιληφθεί οι παράλληλες δραστηριότητές του σαν ερμηνευτής, παραγωγός, διευθυντής θεάτρου, συνθέτης, ντεκορατέρ και υπεύθυνος για το μοντάζ.
Εκτός από τα βραβεία που πήρε για τον Έλληνα γείτονα ο Φασμπίντερ βραβεύτηκε το 1971 για το Γιατί ο κύριος Ρ. παθαίνει αμόκ; (μαζί με τον Μίχαελ Φένγκλερ), το 1972 για τον Έμπορο των τεσσάρων εποχών, το 1978 για την Απόγνωση, το 1979 για τον Γάμο της Μαρίας Μπράουν, το 1982 για τη Λόλα. Το 1970 ο Φασμπίντερ παντρεύτηκε την Ίνγκριντ Κάβεν, παιδαγωγό και ηθοποιό του αντιθεάτρου, από την οποία πήρα διαζύγιο το 1972. Το 1971 ο Φασμπίντερ συμμετείχε στην ίδρυση της εταιρείας παραγωγής και διανομής ταινιών Filmverlags der Autoren και σε μια προσπάθεια διάσωσής της, το 1976 έγινε μέτοχος με 6,5%, αλλά στα μέσα του 1977 πούλησε το μερίδιό του.
 
«Το παιχνίδι της τύχης» (1974)
 
Το 1971 ο Φασμπίντερ ίδρυσε και την εταιρεία παραγωγής Tango Film που παρήγαγε εννιά ταινίες σε σκηνοθεσία Φασμπίντερ, καθώς και τις ταινίες Η τρυφερότητα των λύκων (σκηνοθεσία: Ούλι Λόμμελ) και Το παιχνίδι των χαμένων (σκηνοθεσία: Κρίστιαν Χόχοφ). Στην αρχή της σεζόν 1974/75 ο Φασμπίντερ ανέλαβε τη διεύθυνση του Theater am Turm στη Φρανκφούρτη, απ’ όπου αποχώρησε τον Ιούνιο του 1975. Την άνοιξη του 1976 το όνομα του Φασμπίντερ εμφανίστηκε στις στήλες των εφημερίδων. Αφορμή υπήρξε το θεατρικό του έργο Τα σκουπίδια, η πόλη και ο θάνατος, στο οποίο συντηρητικοί κριτικοί διέγνωσαν αντισιωνιστικές τάσεις και το καταδίκασαν σαν δείγμα «αριστεροφασισμού». Σαν επακόλουθο ο εκδοτικός οίκος Suhrkamp απέσυρε το βιβλίο απ’ την κυκλοφορία. Στη διαμάχη περιλήφθηκε και η κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου, που προβλήθηκε το 1976 με τον τίτλο Σκιά των αγγέλων σε σκηνοθεσία Ντάνιελ Σμιτ. Τα σχέδια του Φασμπίντερ να μεταφέρει στην οθόνη τα μυθιστορήματα Η γη δεν είναι κατοικήσιμη όπως και το φεγγάρι του Γέρχαρτ Τσβέρεντς και το Δούνε και λαβείν του Γκούσταβ Φράυταγκ ματαιώθηκαν, όταν άρχισαν να εκφράζονται φόβοι ότι τα έργα αυτά θα μπορούσαν να προκαλέσουν αντισιωνιστικές τάσεις. Η επιτροπή Filmförderungsanstalt, καθώς και ο διευθυντής του WDR, αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τα δύο αυτά προγράμματα.
Το 1976 ο Φασμπίντερ σχεδίαζε να γράψει ένα μυθιστόρημα, που όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ακόμα ματαίωσε τα σχέδια που έκανε το καλοκαίρι του 1977 να εγκαταλείψει τη Δυτική Γερμανία και να δουλέψει στο Χόλλυγουντ. Ο Φασμπίντερ συμμετείχε στην ομαδική ταινία Η Γερμανία το φθινόπωρο και στις αρχές του 1978 γύρισε το φιλμ Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν με πρωταγωνίστρια και πάλι, μετά από πολύ καιρό, τη Χάννα Συγκούλα.
Η ταινία αυτή αποτελεί μαζί με τη Λόλα (1981) και τη Νοσταλγία της Βερόνικας Φος (1982, Χρυσή Άρκτος του Φεστιβάλ Βερολίνου) μία τριλογία για την ιστορία της Δυτικής Γερμανίας τη δεκαετία του πενήντα. Το έργο αυτό, που στοίχισε 13 εκατομμύρια μάρκα, γυρίστηκε από τον Ιούνη του 1979 μέχρι τον Απρίλη του 1980 και προβλήθηκε στη μικρή οθόνη το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Ο Καβγατζής, που αρχικά επρόκειτο να γυριστεί από τον Βέρνερ Στρέτερ, υπήρξε η τελευταία ταινία του Φασμπίνερ. Το 1981,πριν αρχίσουν τα γυρίσματα για τον Καβγατζής, ο σκηνοθέτης έπαιξε τον πρώτο ρόλο στην ταινία του Βολφ Γκρεμ Καμικάζι 1989. Η επόμενη δουλειά του για τον κινηματογράφο, η ταινία Είμαι η ευτυχία αυτής της γης, που ο Φασμπίντερ σχεδίαζε να γυρίσει τον Ιούλη του 1982 δεν πραγματοποιήθηκε.
Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ πέθανε στις 10 Ιούνη του 1982 στο Μόναχο. 


Μια ζωή σαν φιλμ - Ένα φιλμ σαν ζωή
1945. Στις 31 Μαΐου γεννιέται στο Μπαντ Βέρισχοφεν ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.
1951.  Ο γάμος των γονιών του Φασμπίντερ, Λιζελότε και Δρ, Χέλμουτ Φασμπίντερ, διαλύεται.
1964.  Μετά από τη φοίτησή του στη σχολή Ρούντολφ Στάινερ και στο γυμνάσιο του Μονάχου και του Άουγκεμπουργκ, τελειώνει τη σχολική του πορεία χωρίς απολυτήριο.
1965.  Γυρίζει το πρώτο μικρού μήκους φιλμ του: «Ο αλήτης». Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ συναντά την Ιρμ Χέρμαν.
1966. Δεύτερο φιλμ μικρού μήκους: «Το μικρό χάος». Φοιτά για δυο μήνες στη δραματική σχολή «Στούντιο Φριντλ Λέοναρντ» του Μονάχου, όπου γνωρίζει τη Χάνα Σιγκούλα.
1967. Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ παίζει, δίπλα στον Ούλι Λόμελ και τον Πέτερ Στατέλ, στην τηλεοπτική ταινία του Πάουλ Βάζιλ «Οι φίλοι του Τόνι». Ο πρώτος του ρόλος (αγγελιοφόρος) με το «Θέατρο της Δράσης» του Μονάχου στην «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Πέερ Ράμπεν. Πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία (μαζί με την Ούρσουλα Στρετς, την Κριστίν Πέτερσον και τον Πέερ Ράμπεν) για το «Θέατρο της Δράσης»: «Λεόντιος και Λένα» του Μπίχνερ.
Σκηνοθετεί για το ίδιο θέατρο του «Εγκληματίες» του Φρεντινάντ Μπρούκνερ.
 
Αφίσα της ταινίας «Ο Καβγατζής» (1980)
 
1968. Παίζει στο φιλμ του Ζαν-Μαρί Στράουμπ «Ο μνηστήρας, η θεατρίνα και ο προαγωγός». Σκηνοθετεί μαζί με τον Πέερ Ράμπεν στο «Θέατρο της Δράσης» το «Παραδείγματος χάρη η Ίνγκολστατ» (διασκευή του έργου «Σκαπανείς στην Ίνγκοσταλτ») της Μαριλουίζε Φλάισερ τον «Έλληνα γείτονα» (δικό του) και το «Άλεξ Τσέζαρ Χάαρμαν» (ομαδικό).Καταστρέφεται το «Θέατρο της Δράσης» από τον Χορστ Σένλαϊν. Υδρεύεται το «Αντιθέατρο» από τους: Φασμπίντερ, Ιρμ Χέρμαν, Πέερ Ράμπεν, Κουρτ Ράαμπ κ.α. Πρώτη σκηνοθεσία για το «Αντιθέατρο» (στην Ακαδημία Καλών Τεχνών): «Πως ξορκίζεται το πάθος του κυρίου Μόκινποτ» του Πέτερ Βάις. Σκηνοθεσίας και συνσκηνοθεσίες για το «Αντιθέατρο»: «Όργια Ιμπί» (διασκευή του έργου του Α. Ζζαρί), «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε, «Αίας» του Σοφοκλή, ο «Αμερικανός στρατιώτης» του Φασμπίντερ.
1969. Παίζει στα έργα: «Συναγερμός» του Ντίτερ Λέμελ, «Μπάαλ» του Φόλκερ Σλέντορφ. «Ο Αλ Καπόνε στα γερμανικά δάση» του Φρανς Πέτερ Βιρτ, «Ελεύθερος μέχρι την επόμενη φορά» του Κ. Κέμπερλε. Σκηνοθεσίες στο «Αντιθέατρο»: «Όπερα του ζητιάνου» (διασκευή του έργου του Γκεν). «Pre-paradise sorry now» (δικό του). Γυρίζει το «Αγάπη πιο κρύα κι απ’ το θάνατο» (πρεμιέρα στην Μπερλινάλε την ίδια χρονιάς) και τον «Έλληνα γείτονα» (πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Μανχάιμ επίσης την ίδια χρονιά). Σκηνοθετεί στο θέατρο της Βρέμης το «Καφενείο» του Γκολντόνι. Γυρίζει τους «Θεούς της πανούκλας» και το «Γιατί έπιασε αμόκ τον κύριο Π.;». Σκηνοθετεί για τυο «Αντιθέατρο» τον «Λυκάνθρωπο» στο Βερολίνο. Παίρνει το Ευαγγελικό Βραβείο και το Βραβείο Fipresci για τον «Έλληνα γείτονα».
1970. Γυρίζει τα έργα: «Ρίος ντας Μόρτες», «Καφενείο», «Whity», «Ταξίδι για το Νίκλασχαουζερ», «Ο Αμερικάνος στρατιώτης», «Φυλαχτείτε από μια ιερή πόρνη», «Σκαπανείς στην Ίνκολστατ». Πρεμιέρες: «Οι θεοί της πανούκλας» στην Βπιενάλε της Βιέννης, το «Γιατί έπιασε αμόκ τον κύριο Π.;» στην Μπερλινάλε και ο «Αμερικανός στρατιώτης» στο Μανχάιμ. Μεταδίδεται από την τηλεόραση το «Καφενείο» και το «Ταξίδι για το Νίκλασχαουζερ». Ραδιοφωνικά: «Pre-paradise sorry now», «Στα ολόλευκα». Θέατρο: Σκηνοθετεί το «Φουέντε οβεχούνα» στη Βρέμη. Παντρεύεται την Ίγκριτ Κάβεν. Παίζει στα φιλμ: «Ματίας Κνάιλς» του Ρ. Χάουφ, «Ο ξαφνικός πλούτος των φτωχών ανθρώπων του Κόμπαχ» του Φ. Σλέντροφ, «Supergril» του Ρ. Τομέ.
1971. Θέατρο: Σκηνοθετεί στη Βρέμη τους «Σκαπανείς στην Ίνκολστατ» της Φλάισερ, στη Νυρεμβέργη το «Αίμα στο λαιμό της γάτας» (δικό του) με το «Αντιθέατρο», στη Φρανκφούρτη τα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» (δικό του) και στη Βρέμη την «Ελευθερία στη Βρέμη» (δικό του). Γυρίζει τον Έμπορο των τεσσάρων εποχών». Πρεμιέρα του «Whity» στην Μπερλινάλε κα του «Φυλαχτείτε από μια ιερά πόρνη» στην Μπιενάλε της Βενετίας. Συμμετέχει στην ίδρυση της εταιρείας παραγωγής και διανομής ταινιών Filmverlag der Autore.
1972. Γυρίζει τα έργα τα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ», «Πέρασμα θηραμάτων», «Το οκτάωρο δεν κάνει μια μέρα», «Ελευθερία στη Βρέμη». Αρχίζει να γυρίζει την «Έφη Μπριστ» που την τελειώνει το 1974. Πρεμιέρες «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» στην Μπερλινάλε και το «Πέρασμα θηραμάτων» στο Μόναχο. Μεταδίδονται από την τηλεόραση τα έργα: «Φυλαχτείτε από μια ιερά πόρνη», «Ο έμπορος των τεσσάρων εποχών», «Θεοί της πανούκλας», ο «Αμερικάνος Στρατιώτης», «Θεοί της πανούκλας», «Το οχτάωρο δεν κάνει μια μέρα», «Ελευθερία στη Βρέμη». Σκηνοθετεί στο Μπόχουμ το θεατρικό έργο «Λιλιόμ». Ραδιόφωνο: «Κανείς δεν είναι κακός και κανείς δεν είναι κακός». Χωρίζει με την Ίγκριτ Κάβεν.
1973. Γυρίζει τα έργα: «Κόσμος σε επιφυλακή», «Νόρα Χέλμερ», «Μάρθα», «Ο φόβος τρώει τα σωθικά». Πάιζει στο φιλμ του Ούλι Λόμελ «Η τρυφερότητα των λύκων» στο οποίο είναι και παραγωγός. Σκηνοθετεί στο θέατρο την «Μπίμπι» (στο Μπόχουμ) και την «Έλντα Κάμλπερ» στο Βερολίνο. Πρεμιέρα της «Τρυφερότητας των λύκων» στην Μπιενάλε. Μεταδίδονται από την τηλεόραση τα έργα: «Το οκτάωρο δεν κάνει μια μέρα», «Κόσμος σε επιφυλακή», τα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ».
1974. Στις 20 Ιουλίου γνωρίζει τον Άρμιν Μάιερ. Θεατρικές σκηνοθεσίες στο θέατρο ΤΑΤ (Τεάτερ αμ Τουρμ) της Φρανκφούρτης «Οι άφρονες εκλείπουν», «Ζερμινάλ», «Δεσποινίς Τζούλια», «Θείος Βάνιας». Παίζει στο φιλμ του Λ. Λάμπερτ «1 Μπερλίντ Χάρλεμ». Γυρίζει τα έργα: «Το παιχνίδι της τύχης», «Σαν ένα πουλί πάνω σε σύρμα». Πρεμιέρες: «Ο φόβος τρώει τα σωθικά» στο Μόναχο και «Έφη Μπριστ» στην Μπερλινάλε. Μεταδίδονται από την τηλεόραση τα έργα: Νόρα Χέλμερ» και «Μάρθα».
 
Αφίσα της ταινίας «Το παιχνίδι της τύχης» (1974)
 
1975. Γυρίζει τα έργα: «Το ταξίδι της μάνας Κίστερ στον ουρανό», «Φόβος στον φόβο», «Διαβόλου γέννα» (πρώτο μέρος) «Σκιά των αγγέλων» (σκηνοθεσία του Ντάνιελ Σμιτ), «Θέλω μόνο να μ’ αγαπάτε». Παραιτείται από το ΤΑΤ. Πρεμιέρα του «Παιχνιδιού της τύχης». Μεταδίδονται από την τηλεόραση τα έργα: «Σαν ένα πουλί πάνω σε σύρμα», «Φόβος στον φόβο».
1976. Γυρίζει τα έργα: «Διαβόλου γέννα» (δεύτερο μέρος), «Κινέζικη ρουλέτα», «Η γυναίκα του σταθμάρχη». Πρεμιέρες: «Το ταξίδι της μάνας Κρίστερς στον ουρανό» στο Βερολίνο, «Διαβόλου γέννα» στο Μανχάιμ, «Κινέζικη ρουλέτα» στο φεστιβάλ του Παρισιού. Μεταδίδονται από την τηλεόραση το «Θέλω μόνο μα μ’ αγαπάτε». Απορρίπτεται από την επιτροπή χρηματοδότης το σενάριο «Η γη είναι μη κατοικήσιμη όπως το φεγγάρι». Εκδίδεται από τον οίκο Σούρκαμπ το θεατρικό έργο του «Τα σκουπίδια η πόλη και ο θάνατος». Παίζει στο φιλμ του Οούλι Λόμελ «Άντολφ και Μαρλένε». Σκηνοθετεί στο θέατρο το έργο «Γυναίκες στη Νέα Υόρκη». 
 
Brad Davis και Franco Nero στην ταινία «Ο Καβγατζής» (Querelle) (1980)
 
1977. Γυρίζει τα έργα «Γυναίκες στη Νέα Υόρκη», «Απόγνωση-ένα ταξίδι στο φώς», «Η Γερμανία το φθινόπωρο». Πολλά τις μετοχές του από το Filmverlag der Autore. Παίζει στο φιλμ του Χ. Κόσταρντ «Ο μικρός Γκοντάρ». Η WDR απορρίπτει την πρότασή του να γυρίσει το «Δούναι και λαβείν» του Γκ. Φράιταγκ.
1978. Γυρίζει τα έργα: «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν», «Η χρονιά με τα δεκατρία φεγγάρια», «Η τρίτη γενιά». Πρεμιέρες: «Η Γερμανία το φθινόπωρο» στην Μπερλινάλε, «Απόγνωση» στις Κάννες, «Ο χρόνος με τα δεκατρία φεγγάρια» στη Φρανκφούρτη. Γυρίζει σαν παραγωγός την ταινία του Κ. Χόχοφ «Το παιχνίδι του χαμένου». Αυτοκτονεί ο εραστής του Άμιν Μάιερ.
1979. Γυρίζει τα έργα: «Η Τρίτη γενιά», «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς». Πρεμιέρες: «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν» στην Μπερλινάλε, «Η Τρίτη γενιά» στις Κάννες. Παίρνει το βραβείο Βισκόντι.
1980. Γυρίζει τη «Λιλή Μαρλέν». Μεταδίδεται από την τηλεόραση το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς».
1981. Πρεμιέρα της «Λιλή Μαρλέν» στο Μόναχο. Γυρίζει τη «Λόλα» και τη «Βερόνικα Φος». Πρωταγωνιστεί στο έργο του Β. Γκρεμ «Καμικάζι». Πρεμιέρα της «Λόλα» στο Βερολίνο.
1982. Γυρίζει τον «Καβγατζή». Χρυσή Άρκτος για τη «Βερόνικα Φος» στη Μπερλινάλε. Στις 10 Ιουνίου ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ βρίσκεται νεκρός στο διαμέρισμά του στο Μόναχο. Πρεμιέρα του «Καβγατζή» το Σεπτέμβριο στις Κάννες. 
Πηγή:
«Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Αγάπη πιο κρύα κι απ' το θάνατο», Κ. Ράαμπ -Κ. Πέτερς, μτφ: Νίκος Μαστοράκης, εκδόσεις Κάκτος.



Με τον Peter Chatel στην ταινία «Το παιχνίδι της τύχης» (1974)

Ο Φασμπίντερ στην ταινία «Το παιχνίδι της τύχης» (1974)

Ο Φασμπίντερ στην ταινία «Το παιχνίδι της τύχης» (1974)

Φασμπίντερ και Peter Chatel στην ταινία «Το παιχνίδι της τύχης» (1974)

Ο Φασμπίντερ με την Χάννα Συγκούλα στην ταινία «Το παιχνίδι της τύχης» (1974)

Φασμπίντερ και Peter Chatel στην ταινία «Το παιχνίδι της τύχης» (1974)

Από την ταινία «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» (Die bitteren Tränen der Petra von Kant) (1972)

Από την ταινία «Ο Καβγατζής» (Querelle) (1980)

Ο Volker Spengler στην ταινία «Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια» (1978)