Φωτογραφία
© Νίκη Τυπάλδου
«Περισσότερο
απ’ όλα στον Μένη μου αρέσει η δουλειά
του, το λογοτεχνικό του έργο, γιατί πέρα
από την αναγνωστική απόλαυση που δίνει,
φτιάχνει όλη τη ζωή, τον χώρο, την
κοινωνία, την ευαισθησία αυτών των
δεκαετιών που πέρασαν»..
Τίτος
Πατρίκιος
ΜΕΝΗΣ
ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ (1931-2014), αφιέρωμα
Αντί
προλόγου
Ο Μένης
Κουμανταρέας δεν είναι πια μαζί μας.
Αναπαύεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών
από τις 9 Δεκεμβρίου του 2014. Ο βίαιος και
άδικος θάνατός του μας φέρνει στο νου
την άγρια δολοφονία ενός άλλου αγαπημένου
συγγραφέα και φίλου του Κουμανταρέα,
του Κώστα Ταχτσή.
Ο
Κουμανταρέας θα κυκλοφορήσει 24
μυθιστορήματα που συνέγραψε από το 1962
μέχρι σήμερα, έχοντας ένα πλατύ αναγνωστικό
κοινό που τον λάτρευε, αλλά κυρίως τον
διάβαζε. Και αυτό είναι ίσως το πιο
σημαντικό. Οι ήρωές του, μικροαστοί,
νέοι κάτω από την τυραννία της πρώτης
αντρικής ηλικίας μεσόκοπες πλαδαρές
γυναίκες, παρέμεναν πάντοτε συνταρακτικά
και εντυπωσιακά επίκαιροι, γιαυτό και
θα αγαπηθούν από το κοινό. Αλλά ο Μένης
βέβαια πέρα από τη σκιαγράφηση τούτων
των ηρώων, θα μοιραστεί μαζί με το κοινό
του προσωπικές μαρτυρίες, εξομολογήσεις,
γνώμες και κριτικές του για συναδέλφους,
στα αυτοβιογραφικά κείμενα των βιβλίων
του: Η μέρα για τα γραπτά
κι η νύχτα για το σώμα,
(1999), Πλανόδιος σαλπιγκτής
(1989), Το show είναι των
Ελλήνων
(2008), Ξεχασμένη Φρουρά,
(2010),
Ο θησαυρός του χρόνου (2014).
Δεν
θα σχολιάσουμε τις νοσηρές δηλώσεις
κάποιων για τον τρόπο και το τέλος του
μεγάλου μας συγγραφέα. Παραθέτουμε απλά
ένα απόσπασμα του ίδιου από το τελευταίο
του βιβλίο, Ο θησαυρός του χρόνου,
μια και εδώ ο Μένης όπως και σε προηγούμενα
εξάλλου κείμενά του, δεν δίστασε να
αφήσει ορθάνοιχτα τα παραθύρια της
ψυχής του: «Απορώ
ακόμα για την καταπίεση και δυσφορία
που ένιωσα τα πρώτα χρόνια του έγγαμου
βίου και το πώς είχα επιτρέψει σε φίλους
διάφορα σχόλια, ότι τάχα είχα προδώσει
τον βαθύτερο εαυτό μου. Ποτέ δεν είχα
κρύψει τη σεξουαλικότητά μου παρεκτός
από τους γονείς. Μου είναι αδιανόητο
ότι υπάρχουν άντρες που μια ζωή κρύβουν
από τη σύντροφό τους ότι πιθανώς να
ποθούν έναν άλλο άντρα. Το ότι παντρεύτηκα
για να κλείσω τα στόματα και να βολευτώ
-το λέω γιατί μου το είχε πετάξει
κατάμουτρα κάποτε ένας κυκλοθυμικός,
κατά τα άλλα ταλαντούχος συγγραφέας-
είναι το μεγαλύτερο ψέμα».
Με
προσοχή και ευλάβεια θα λέγαμε, προχωρούμε
σε τούτο το αφιέρωμα που περιλαμβάνει
-πέρα από ένα σύντομο βιογραφικό και
εργογραφία- κείμενα, επιστολές και
κριτικές για το έργο του. Νομίζουμε ότι
είναι ο καλύτερος τρόπος να τιμήσουμε
το συγγραφέα και μεταφραστή Μένη
Κουμανταρέα. Τα δικά μας λόγια νομίζω
πως περισσεύουν.
Μένης
Κουμανταρέας, μια γνωριμία
Ο Μένης
(Αριστομένης) Κουμανταρέας γεννήθηκε
στην Αθήνα το 1931 και όπως χαρακτηριστικά
δήλωνε, έζησε πάντα σε αυτήν. Εξαίρεση
βέβαια αποτελούν οι έξι μήνες του 1948,
όπου έζησε κοντά στον θείο του, αδερφό
του πατέρα του στο Λονδίνο, γεγονός που
τον βοήθησε να έρθει σε επαφή με την
πολιτιστική κίνηση της πόλης. Ο
Κουμανταρέας αποφοίτησε από το Πρότυπο
Λύκειο Αθηνών Κάρολος
Μπερζάν το 1949
και στη συνέχεια σπούδασε νομικά και
φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
χωρίς να πάρει ποτέ πτυχίο. Δεν ακολούθησε
δηλαδή ολοκληρωμένο κύκλο πανεπιστημιακών
σπουδών αλλά προτίμησε να μαθητεύσει
δίπλα σε ανθρώπους όπως ο Μάνος Χατζιδάκις,
ο Νίκος Γκάτσος και ο Γιάννης Τσαρούχης.
Σε διάφορα αυτοβιογραφικά του κείμενα
δεν ξεχνούσε να δηλώσει ότι άρχισε να
γράφει από πολύ μικρός. Θα αργήσει όμως
πολύ να δημοσιεύσει.
Επί
σειρά ετών εργάστηκε σε ναυτιλιακές
και ασφαλιστικές εταιρείες. Το πρώτο
του βιβλίο Τα μηχανάκια κυκλοφόρησε
το 1962 και περιλαμβάνει ιστορίες
καταπιεσμένων εφήβων της εποχής που
αναζητούν διέξοδο στις παρορμήσεις και
τα όνειρά τους. Το 1969 δικάστηκε τρεις
φορές για το βιβλίο του Το Αρμένισμα,
δίκη που πήρε αντιστασιακό χαρακτήρα.
Έλαβε μέρος επίσης στη έκδοση των
Δεκαοχτώ κειμένων.
Επί δικτατορίας απεδέχθη την υποτροφία
Ford που συνετέλεσε στην ολοκλήρωση του
μυθιστορήματός του Βιοτεχνία
υαλικών. Το 1972 έζησε
για έξη μήνες στο Δυτικό Βερολίνο
υπότροφος της DAAD.
Έγραψε
το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας
του Π. Βούλγαρη Το
προξενιό της Άννας,
ενώ η νουβέλα του Η
κυρία Κούλα,
έγινε τηλεταινία με πρωταγωνίστρια τη
μεγάλη ηθοποιό Βέρα Ζαβιτσάνου, ενώ το 2011 θα ανέβει στο θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη σε μια σπουδαία ερμηνεία από τη Λυδία Κονιόρδου. Τηλεταινία
επίσης έγινε το διήγημά του Τα
καημένα.
Το μυθιστόρημά του Η
φανέλα με το εννιά
μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη από τον
Παντελή Βούλγαρη το 1987 σε σενάριο Βαγγέλη
Ραπτόπουλου.
Έργα
του Μένη Κουμανταρέα έχουν μεταφραστεί
σε διάφορες γλώσσες ενώ ο ίδιος έχει
μεταφράσει κυρίως αγγλοσάξονες συγγραφείς
όπως: ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε
(Edgar Allan Poe),
ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville), ο
Έρνεστ Χέμινγουεϊ
(Ernest Hemingway), ο Κάρσον ΜακΚάλλερς (Carson
McCullers),
και ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (Francis Scott
Fitzgerald). Επιπλέον θα δημοσιεύσει κείμενά
του σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά,
όπως για παράδειγμα τα: Εκλογή,
Ηριδανός,
Επιθεώρηση
Τέχνης,
Η
λέξη, Οδός Πανός
κ.α.
Το
1967 θα λάβει το Β’ Κρατικό Βραβείο
Διηγήματος για το βιβλίο του Το
αρμένισμα,
ενώ το 1975 και το 2002 τιμήθηκε με το Κρατικό
Βραβείο Μυθιστορήματος για τα έργα
Βιοτεχνία υαλικών και Δυο
φορές Έλληνας,
αντίστοιχα. Το 1997 θα λάβει το Α’ Κρατικό
Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή, Η
μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω.
Για
το μυθιστόρημά του Ο
ωραίος λοχαγός έλαβε
το νεοσύστατο βραβείο Blue Book στην Παγκόσμια
Έκθεση Βιβλίου στην Φρανκφούρτη το
2001, ενώ το 2008 θα τιμηθεί με το Βραβείο
Πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών του
Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη για
το σύνολο του έργου του. Ο Μένης
Κουμανταρέας ήταν ιδρυτικό μέλος της
Εταιρείας Συγγραφέων και από το 1982 ως
το 1986 ήταν μέλος του διοικητικού
συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Το
βιβλίο του Δυο
φορές Έλληνας,
μια τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας
από το 1947 - 1990, έγινε ομόθυμα αποδεκτό
από το ελληνικό κοινό και αποτέλεσε τη
μεγάλη εκδοτική επιτυχία του 2001.
Μια
επιστολή του Γιώργου Ιωάννου
Θεσσαλονίκη,
24-3-1971
Φίλε
Μένη
Με
ιδιαίτερη ευχαρίστηση και προσοχή
ξαναδιάβασα Τα μηχανάκια.
Αγνοούσα μόνο τη «Δόξα του Σκαπανέα».
Σ' εσένα πολύ μ' αρέσει η στιγμή της ζωής
που διαλέγεις, συνήθως, να παρουσιάζεις.
Δηλαδή όλη αυτή η απεικόνιση της
μετεφηβικής και της πρώτης αντρικής
ηλικίας με την τυραννία της και τις
βαθιές διακυμάνσεις. Αυτή τη στιγμή της
ζωής την συλλαμβάνεις ιδιαίτερα καλά
-θα υπάρχουν βέβαια ειδικοί λίγοι.
Νομίζω
-και μη σου κακοφανεί- πως μερικές
παραλλαγές αν έκαμες σε ορισμένα
πεζογραφήματά σου -π.χ. στο πεζό τα
Μηχανάκια θα γίνονταν όχι μόνον κατάλληλα
για νεοχριστιανικά περιοδικά, μα θα
έκαμνες όλους αυτούς τους νεοχριστιανούς
να ουρλιάζουν από χαρά γιατί θα είχαν
βρει επιτέλους τον καλό συγγραφέα τους.
Τρελαίνονται και στη ζωή και στη
λογοτεχνία να βλέπουν διακυμάνσεις και
σπαρταρίσματα εφήβων και νεαρών αντρών
γιατί πιστεύουν -και όχι άδικα- πως τότε
ακριβώς είναι η κατάλληλη στιγμή για
το καμάκωμα. Πάντως, συχώρα με για όλα
αυτά που ανακατεύω, μα ήθελα από την
άλλη φορά να σου το πω.
Η «Δόξα
του Σκαπανέα» μ' άρεσε ιδιαίτερα, έχει
και μορφικά τεχνικά, πολύ ενδιαφέρον.
[...]
Γεια
σου
Γιώργος
Μια
επιστολή του Γιώργου Θεοτοκά
Αγαπητέ
φίλε,
Ευχαριστώ
για το βιβλίο σας (Τα μηχανάκια),
που το διάβασα με πολύ ενδιαφέρον. Με
ευχαρίστηση είδα αμέσως πως ξέρετε να
γράφετε. Εννοώ τόσο την αφήγηση όσο και
τους διαλόγους. Καλή γλώσσα, ύφος άμεσο,
απλό, καθαρό, διάθεση αποφυγής της
περιττολογίας – αυτά είναι στέρεα
προσόντα πολύτιμα. Επίσης βλέπω
διαισθητική ικανότητα στην ψυχολογία
του νέου άντρα. Το πρώτο διήγημά σας
είναι, νομίζω, το καλύτερο. Από το
τελευταίο κάτι έλειψε για να ολοκληρωθεί.
Ωστόσο, εκεί διακρίνω μιαν ικανότητα
να συλλάβετε ή να ζωντανέψετε ένα μικρό
κοινωνικό όμιλο. Είναι μια διάθεση που
πρέπει να την καλλιεργήσετε. Πολύ με
ενδιέφεραν και τα σχόλιά σας για την
Ιερά οδό που κι αυτή είναι έργο
ανολοκλήρωτο, μα ελπίζω πως τελικά θα
γραφτεί το δεύτερό της μέρος. Το
συλλογίζομαι. Ελπίζω να τα ξαναπούμε.
Φιλικότατα
Γιώργος
Θεοτοκάς
Μια
επιστολή του Τ.Κ. Παπατσώνη
15
Δεκεμβρίου 1969
Φίλε
κύριε Κουμανταρέα,
Διάβασα
Το Αρμένισμα και
θέλω να σας συγχαρώ, πράγμα που δεν
συνηθίζω εύκολα. Στην σωρεία των
πεζογραφημάτων που βλέπουν το φως,
καθημερινά και που συνταντά κανείς μόνο
άτεχνες μετριότητες, είναι ευτύχημα να
ξεχωρίζει κανείς εκλεκτές σελίδες, όπως
οι δικές σας.
Απορώ
για την περιπέτεια [εννοεί την δίωξη
του συγγραφέα] που σας βρήκε- το εξηγώ
όμως γιατί οι μη ειδικευμένοι υποπίπτουν
στη σύγχυση μεταξύ αληθινής Τέχνης και
των διαφόρων σκανδαλοθηρικών αναγνωσμάτων.
Το περίεργον είναι, ότι ακριβώς τα
επίμαχα δύο διηγήματα είναι ακριβώς
εκείνα που εξετίμησα εντελώς ιδιαιτέρα,
για τον τόσο δυνατό ρεαλισμό τους – που
έχει άλλωστε τόση άμεση σχέση με τις
σημερινές εξελίξεις και παρεκτροπές.
Αν χάση
η Τέχνη τον δεσμό με όλες τις πτυχές της
πραγματικότητας, τι θα της απομείνη;
Είμαι
όμως βέβαιος, πως τελικά η Ανώτερη και
φωτισμένη Δικαιοσύνη, θα σας δικαιώσει.
Με πολλήν
εκτίμηση
Τ.Κ.
Παπατσώνης
Τα
«Καημένα» (1972) είναι δυο κακόμοιρα,
«καημένα» αλητάκια, που κάηκαν σε ένα
καΐκι (Το ίδιο εφέ δισημίας στον τίτλο
είχε χρησιμοποιήσει και στο «Αρμένισμα»
ο συγγραφέας). Στην «Αγία Κυριακή στο
βράχο», το δεύτερο διήγημα αυτού του
βιβλίου, οι κάτοικοι ενός ολόκληρου
χωριού πέφτουν θύματα πειρατών που
ήλθαν μεταμφιεσμένοι σε θεατρίνους.
Κύριο
υφολογικό στοιχείο αυτών των πρώτων
έργων είναι το εφέ της επανάληψης σε
λεκτικό επίπεδο, που φτάνει σε ολόκληρες
περιόδους. Όμως στα «Καημένα» παρατηρούμε
μια αλλαγή στην αφηγηματική τεχνική,
που θα χαρακτηρίσει τα επόμενα έργα του
συγγραφέα. Μέχρι τώρα ο αφηγητής ήταν
εξωδιηγητικός-ετεροδιηγητικός, ο
κλασικός τριτοπρόσωπος αφηγητής. Τώρα
οι αφηγητές είναι μεν ετεροδιηγητικοί,
είναι όμως ενδοδιηγητικοί. Αυτό το
πετυχαίνει ο Κουμανταρέας στα «Καημένα»
με το να δημιουργεί μέχρι και τρίτο
επίπεδο αφήγησης, σε διαδοχικά
εγκιβωτισμένες μαρτυρίες/διηγήσεις.
Στο «Χερουβείμ και Σεραφείμ» ο αφηγητής
είναι ενδοδιηγητικός, όμως είναι
ετεροδιηγητικός, αφού πρωταγωνιστές
είναι άλλα πρόσωπα, γνωστά στον αφηγητή.
Φιλολογική,
τχ. 61, Οκτ-Δεκ. 1997, (πηγή)
Και
μια επιστολή του Κώστα Ταχτσή
12 Απριλίου 1981
Αγαπητέ
μου Μένη,
Είσαι
ευγενικός και γενναιόδωρος – πάντα.
Τα
κομμάτια που πρόλαβα να διαβάσω απ' το
βιβλίο σου Σεραφείμ και Χερουβείμ
-μένουν δύο-τρία,
αλλά τ' αφήνω γι' αργότερα, όταν θα ξανάχω
την απαραίτητη ευδιαθεσία- δείχνουν
πως έχεις ωριμάσει πάρα πολύ, αν όχι σα
λογοτέχνης, πάντως αναμφισβήτητα σα
συγγραφέας, που χωρίς να' ναι το ίδιο
είναι ίσως πολύ πιο σημαντικό. (Μιλάω
για τη διαφορά ανάμεσα στην αισθητική
και την ηθική -το γράψιμο είναι πάνω απ'
όλα ηθικό πρόβλημα, με την ευρύτερη
φυσικά έννοια του όρου).
Παρ' όλο
λοιπόν που δεν τα 'χω διαβάσει ακόμα
όλα, και πάντως όχι πολύ προσεκτικά, έχω
καταλάβει αρκετά. «Παλιά καραβάνα», για
να επαναλάβω την δική σου έκφραση, χωρίς
αυτή τη φορά ν' αδικώ ουτ' εσένα,, ούτε
τον εαυτό μου. Ξορκίζεις τα φαντάσματα
της τυραννισμένης μας εφηβείας. Επιμένω
στο επίθετο που τόσο σ' ενόχλησε. Μπορεί
να είναι λίγο μελόδραμα αστικό, αλλά
την εποχή εκείνη τα βάσανά μας δεν ήταν
μελόδραμα, αλλά σκέτο δράμα, ακόμα και
όταν συνοδευόταν απ' τη μουσική του
Μπετόβεν του Τσαϊκόφσκι, του Σμέτανα
και μερικών άλλων -ακούγαμε ακριβώς τα
ίδια πράγματα, μόνο που εγώ πρόλαβα τις
συναυλίες της Κρατικής και στο Παλλάς
εν μέση Κατοχή, και με πρώτο βιολί τον
Σκαλκώτα! A proros, πρόσεξε λίγο κανά-δυο
πράγματα: λέμε Απασιονάτα του Μπετόβεν
– η «Παθητική» είναι η γνωστή συμφωνία
του Τσαϊκόφσκι. Και, νομίζω, το βάθρο
του διευθυντή ορχήστρας δε λέγεται
υποπόδιον, αλλά μάλλον πόδιον, όχι επειδή
λέγεται podium στ' αγγλικά αλλ' επειδή ο
όρος υποπόδιο, στα ελληνικλά έχει, σχεδόν
αποκλειστικά άλλη σημασία, τη μεταφυσική.
[...]
Αλλ'
ας ξαναγυρίσω σ' αυτά τα φαντάσματα..
Πες μου σε παρακαλώ, πες μου, γιατί εγώ
δε μπορώ να το καταλάβω ακόμα και σήμερα,
τι έφταιξε κι έτυχε σε μας κι όχι σ'
άλλους, γιατί σε μερικούς ναι, σ' άλλους,
τους περισσότερους, όχι;; Και γιατί, απ'
αυτούς τους «μερικούς», εμείς τρομάξαμε
πιο πολύ; Τι μας έλειψε; Η εξυπνάδα ή η
σκληρότητα; Και γιατί τόσες ενοχές, αφού
ξέραμε ακόμα και τότε ότι οι ένοχοι ήταν
άλλοι; Ας είναι. Αυτά τα κείμενα -ξόρκια
είναι τα πρώτα σου γραφτά που πραγματικά
μ' άρεσαν, κι ελπίζω όχι μόνο από κάποιο
ναρκισσισμό. Ένα-δυο μάλιστα με συγκίνησαν,
κι υποθέτω ότι άλλους, πιο αγνούς, θα
τους συγκινήσουν ακόμα περισσότερο.
Τώρα που ξέφυγες σχετικά αλώβητος απ'
τις συμπληγάδες της «φιλολογίας» -απ'
την οποία έπασχε ακόμα και η έξοχη
Βιοτεχνία υαλικών-
ίσως γράψεις κάποτε ένα μεγάλο μυθιστόρημα
κυρίως για τη δεκαετία του '60 κι ύστερα.
[...]
Σε φιλώ
με πολύ αγάπη
Ταχτσής
Η
Ελλάδα της Εθνικής Οδού και η «Σκόντα»
της Μπέμπας
του
Mario Vitti
[...]
Το
θέμα της Βιοτεχνίας υαλικών
είναι λίγο ή πολύ εκείνο που απασχόλησε
την κλασική πεζογραφία της Ευρώπης, και
που χοντρά, για να συνεννοηθούμε, μπορούμε
να το αποκαλέσουμε η ήττα του ατόμου
από την κοινωνία. Και στην Ελλάδα το
θέμα έχει μια γερή παράδοση. Από τον Κ.
Θεοτόκη ως τον Α. Τερζάκη και τον Κ.
Πολίτη, έδωσε δείγματα στο παρελθόν που
ξεχωρίζουν για την αξία τους. Στους πιο
πρόσφατους πεζογράφους της ίδιας γενιάς
στην οποία ανήκει ο Κουμανταρέας, έγινε
όμως εκείνη η ριζική αλλαγή που είδε
τους «ήρωες» αυτούς να εγκαταλείπουν
τις φιλοδοξίες που προκαλούσαν την
ήττα τους, να γεννιούνται δίχως μεγάλες
φιλοδοξίες.. Με αυτόν τον τρόπο, από
αρνητικοί ήρωες που ήταν τον καιρό της
ήττας προξενημένης από τις μεγάλες
φιλοδοξίες, βρέθηκαν απλώς να είναι
παθητικοί ήρωες, καθώς μας λένε οι
ειδικοί..
Ένα άλλο
χαρακτηριστικό των σημερινών ηρώων
είναι η απουσία από την προσωπικότητά
τους μιας συνειδητοποίησης των προβλημάτων
της κοινωνίας και τις ίδιας τους της
ύπαρξης, ανάλογη με την πραγματική
σημασία τους. Οι περιστάσεις τούς
ξεπερνούν, είναι πιο μικροί από τις
περιστάσεις, ακόμη και από τις ταπεινές
της καθημερινής ζωής. Τα πρόσωπα του
Βιοτεχνία υαλικών βρίσκονται σε αυτό
το συνειδησιακό επίπεδο. Η Μπέμπα (ο
συγγραφέας δεν δίστασε να τις δώσει
τέτοιο όνομα που δηλώνει και μια
οικογενειακή και κοινωνική κληρονομιά)
έχει μια μεγάλη θέληση να ζήσει και
αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με θετικότητα,
δίχως φιλοδοξίες, δίχως προβληματισμούς.
Μαθαίνουμε μερικές συνήθειές της, την
άσπρη κορδέλα στα μαύρα μαλλιά της, το
ένα χέρι έξω από το κρεβάτι όταν κοιμάται..
Είναι μια γυναίκα σαν τις άλλες. Από τη
ζωή της, «ό,τι έχει απομείνει ήταν καμιά
εκδρομή στη θάλασσα ή στο βουνό, κανένα
αποκριάτικο γλεντάκι, όλα όσα έδιναν
την ψευδαίσθηση μιας ευτυχίας, μιας
παράτασης όσων ήταν σήμερα – αύριο, να
χαθούν οριστικά».
Ο άντρας
της ο Βλάσης είναι ένας πολύ πιο αδύνατος
άνθρωπος από αυτήν. Από αυτήν παίρνει
δύναμη για να ζήσει, ζητά προστασία,
μέσω των αισθήσεων περισσότερο, παρά
με τα λόγια. Αν οι ζωτικές του δυνάμεις
δεν είναι καλά εξισορροπημένες και η
άμυνά του απέναντι στις δυσκολίες
υποτονική και τον σπρώχνουν σε μια ήρεμη
τρέλα, αυτό γίνεται με τον πιο φυσικό
τρόπο και δεν παραξενεύει καθόλου τον
αναγνώστη.
Τα άλλα
δύο πρόσωπα, οι δύο έμπιστοι φίλοι που
αναλαμβάνουν το μαγαζί και που τα κάνουν
«γυαλιά – καρφιά», που λέει και το
βιβλίο, όταν η Μπέμπα εξαφανίζεται, μας
γίνονται επίσης πολύ οικεία. Ο Βάσος
«θα 'λεγες, μια προϊστορική χελώνα που
πασχίζει να βγάλει το κεφάλι της από το
καύκαλο και να ρίξει μια ματιά έξω. Δίπλα
του, όρθιος σταματώντας να σαλιώνει το
δάκτυλό του, ο Σπύρος μετρούσε μια
δεσμίδα χαρτονομίσματα». Τους ξαναβλέπουμε
παραπέρα: «Ο ένας ψηλός λέλεκας σωστός,
να κουτσαίνει- ο άλλος κοντός κι ασθματικός
με κάτι μάτια κουκουβάγιας».
Παρόλη
την πετυχημένη σωματική διαφοροποίηση
των δύο προσώπων από τον συγγραφέα, η
αίσθηση που αυτά προξενούν είναι ότι
πρόκειται για ένα και μόνο πρόσωπο: οι
αντιδράσεις, και γενικά η συμπεριφορά
είναι μία. Ακόμα και όταν χωρίζουν το
βράδυ και ο καθένας τους μπαίνει στο
διαμέρισμα του ενός δωματίου στην ίδια
πολυκατοικία, οι κινήσεις που κάνουν
είναι απαράλλαχτες. Ετούτοι οι δύο
άνθρωποι που ο ένας τους έχει δουλέψει
πριν πλασιέ φαρμακαποθήκη και ο άλλος
έχει πάει στον πόλεμο της Κορέας και
έχει βρεθεί στην Αμερική να ταΐζει
άλογα, τείνουν με τα αδέξια καμώματά
τους στο «γκροτέσκ». Η αδεξιότητά τους
να αντιμετωπίσουν τη ζωή, το αξιοθρήνητο
σουλούπι τους, κάνουν τους δύο «μαγκούφηδες»
να φαντάζουν σαν το σύμβολο της
μη-ζωής. Δεν υπάρχει όμως σε αυτή την
φόρτιση του ρόλου τους τίποτε το βιασμένο,
ούτε προς την κατεύθυνση της συμπόνιας
ούτε προς την κατεύθυνση του γελοίου..
Η Μπέμπα,
ο Βλάσης και οι δυο μαγκούφηδες. Αποτελούν
μια οικογένεια. Αν ο Μαρξ μας μίλησε για
την οικογένεια σαν μια εμπορική
επιχείρηση, εμείς βλέπουμε σε τούτη εδώ
την οικογένεια την ίδια εξίσωση να
εξακολουθεί να λειτουργεί, αλλά από την
ανάποδη. Σε συνθήκες ζωής όπου η κοινωνία
βλέπει να διαλύεται η οικογένεια, οι
τέσσερις αυτοί άνθρωποι, που από την
κοινωνία είχαν αποκομίσει μονάχα
αρνητικές εμπειρίες, βρέθηκαν συσπειρωμένοι
σαν μια οικογένεια γύρω στη Βιοτεχνία
υαλικών. Η αποθήκη και οι τέσσερίς τους
αποτελούν μια οικογένεια που αμύνεται,
όπως μπορεί και όπως ξέρει, για να
επιζήσει.
Κόντεψε
να μου διαφύγει ένα άλλο πρόσωπο που
συμπληρώνει αναπόσπαστα την οικογενειακή
μονάδα της βιοτεχνίας: η Σκόντα, το
αυτοκίνητο που οδηγεί η Μπέμπα και που
δεν λείπει από κανένα επεισόδιο, από τη
δουλειά όσο και από τα γλέντια και τις
περιπέτειες. Είναι η πρώτη φορά, νομίζω,
που ένα αυτοκίνητο έχει μια παρουσία
σε ελληνικό μυθιστόρημα με διάρκεια
από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία.
Στην αρχή το βλέπουμε να τρέχει στην
Εθνική οδό όχι δα και πολύ καινούργιο,
στο τέλος το βρίσκουμε άχρηστο πίσω από
την αποθήκη.
Τα
πρόσωπα που ο Κουμανταρέας παράστησε
στη Βιοτεχνία υαλικών και που βρίσκονται
υποχρεωμένα να υποστούν μια ζωή που δεν
διάλεξαν και που ξεπερνά τη νοημοσύνη
τους, δεν είναι ούτε έξω από την κοινωνική
πραγματικότητα, ούτε έξω από τα
ενδιαφέροντα άλλων πεζογράφων. Ο
Κουμανταρέας δεν κοίταξε να ξεφύγει
από τον κλήρο που έλαχε στη γενιά του.
Εκείνο όμως που κάνει να ξεχωρίζει τον
Κουμανταρέα από άλλους νέους πεζογράφους
είναι η αφηγηματική μέθοδος που, το
είπαμε κιόλας, είναι η κλασική. Αυτό ο
Κουμανταρέας το επέτυχε εκλέγοντας μια
παραδοσιακή απλή έκθεση των πραγμάτων
–δηλαδή μια έκθεση που υπακούει στη
διαδοχή των δεδομένων μέσα στο χρόνο.
Μερικοί
νέοι πεζογράφοι για να απαλλαγούν από
τις χειροπέδες της χρονικής διαδοχής
και τη δυσχέρεια που προκύπτει από τις
αναδρομές στα περασμένα, την καταργούν
και εφαρμόζουν μια έκθεση α-χρονική
είτε μετά-χρονική, που τους εξασφαλίζει
μεγάλη ελευθερία στο να αναδιοργανώσουν
το υλικό τους. Άλλοι μέσα στη διατάραξη
της μνήμης που προξενήθηκε από ένα
τραυματικό επεισόδιο, αγωνίζονται
μάταια να βάλουν σε κάποια τάξη, λογική
και χρονική, την ιστορία τους, ενώ κάτι
τους αποκρύπτεται επίμονα.
Ο
Κουμανταρέας δεν φοβήθηκε να εκθέσει
την υπόθεση του βιβλίου του με την
παραδοσιακή σειρά της χρονικής διαδοχής.
Εάν αυτό του αφαίρεσε την ευκαιρία να
σκηνοθετήσει εντυπωσιακά το θέμα, με
αποτέλεσμα να κερδίσει τον αναγνώστη
του με την κατάπληξη, του εξασφάλισε τη
δυνατότητα να επιβάλει στον αναγνώστη
μια συγκίνηση που, είναι μεγάλο προνόμιο
της αφηγηματογραφίας και που
πραγματοποιείται μόνο μέσα στην έκταση
ενός μυθιστορήματος. Κάποιος Έλληνας
μυθιστοριογράφος έκανε λόγο για ποίηση
που περνά. Αυτός ο ομαλός βηματισμός,
που παρατάσσει αβίαστα τα δεδομένα,
φέρνει και ένα άλλο αποτέλεσμα. Μέσα
στην έκταση της αφήγησης βρίσκουν τη
θέση τους, δίχως να θίγουν την ευαισθησία
του απαιτητικού αναγνώστη, και μερικές
εκφράσεις «πεζές», κοινότυπες που σε
άλλες συνθήκες, με άλλα συμφραζόμενα,
με άλλο επίπεδο ύφους δεν θα μπορούσαν
καθόλου να γίνουν επαρκείς. Έτσι, όταν
ο Κουμανταρέας πει ότι οι δυο εργένηδες
είναι «ναυαγοί», αυτός ο κοινός τόπος
όχι μόνο δεν ενοχλεί αλλά γίνεται δεκτός
με συμπάθεια. Η παρουσία αυτονόητων
διαπιστώσεων θα ήταν φυσικά δυσάρεστη
και δεν θα την ανεχόταν ο αναγνώστης αν
ο Κουμανταρέας είχε διαλέξει μια μέθοδο
αφηγηματική που στηρίζεται στην
εντυπωσίαση, στην κατάπληξη, στην
φανταχτερή πρωτοτυπία.
Η απλότητα
γραφής οδήγησε τον Κουμανταρέα και σε
μια απόδοση του διαλόγου πιο μαλακή,
σαν φιλτραρισμένη. Ο Κουμανταρέας δεν
έχει μεγάλους διαλόγους σε ευθύ λόγο.
Στο πρώτο κεφάλαιο δεν υπάρχει σχεδόν
καθόλου ίχνος διαλόγου. Μόνο στη μέση
του δεύτερου κεφαλαίου παρουσιάζονται
μερικές λέξεις σε ευθύ λόγο («Βλάση, θα
‘ρθεις;»), ενώ λίγες σελίδες παρακάτω
συναντούμε ένα διάλογο όπου ο ευθύς
λόγος εναλλάσσεται με τον πλάγιο σ’
ένα ευχάριστο κράμα. Ένας διάλογος
ρεαλιστικά θεατρικός, ηχογραφικός, σε
ευθύ, λόγο, θα ήταν κάτι το πολύ ωμό για
την απαλή γραφή που εξασφάλισε ο
Κουμανταρέας.
Ένα από
τα συστατικά της αφήγησης είναι η
προηγούμενη ζωή των προσώπων, τα γεγονότα
δηλαδή που αφορούν μια φάση προγενέστερη
από τα επεισόδια που ενδιαφέρουν άμεσα.
Τέτοιο υλικό μπαίνει μέσα στην κύρια
πλοκή διακόπτοντας συχνά, τη δράση, είτε
έχει άλλους τρόπους εισχώρησης, όπως
λόγου χάρη μέσω της εσωτερικής ζωής, τη
στιγμή που ένα πρόσωπο αναδρομεί με τη
μνήμη στα περασμένα. Συμβαίνει μάλιστα
σε μερικές περιπτώσεις η μνήμη να είναι
τόσο πληθωρική ώστε να καταπνίγει τη
δράση, φτάνοντας σε ακραίες περιπτώσεις
όπως στα συνειρμικά πεζογραφήματα του
Ν. Γ. Πεντζίκη (για να μνημονέψω μια
ελληνική περίπτωση πέρα ως πέρα θετική).
Η χρήση της μνήμης δεν ξέρει προκαθορισμένες
μεθόδους και δεν δέχεται, φυσικά, κανέναν
περιορισμό. Όσο για τον Κουμανταρέα,
χάρη στη λιτότητα της αφήγησής του,
ανάθεσε στη μνήμη των προσώπων του μια
λειτουργία, σημαντική, αποφατική, αλλά
δίχως να της δώσει μια θέση εις βάρος
των άλλων αφηγηματικών συστατικών. Και
σε αυτόν τον χειρισμό τού υλικού τήρησε
έναν αυτοέλεγχο αποτελεσματικότατο.
Σύμφωνα
με την λειτουργία της μνήμης μεσ’ την
αφήγηση, έτσι όπως την επινόησε ο Μένης
Κουμανταρέας, κάθε τόσο, με μια συχνότητα
που θα τη δούμε, μπαίνει στη διάθεση του
αναγνώστη και ένα κομμάτι από τα περασμένα
του προσώπου με την απόφαση της μνήμης.
Στον χειρισμό αυτό της μνήμης ο
Κουμανταρέας δίνει ιδιαίτερη σημασία.
Κατ’ αρχήν στα κεφάλαια όπου η δράση
είναι πιο έντονη, η μνήμη υποχωρεί
τελείως (το τέταρτο και το έκτο). Όσο για
τα άλλα κεφάλαια διαπιστώνουμε λόγου
χάρη ότι στο πρώτο, που τελειώνει με το
γλέντι στις Μαρίδες και με ένα αεράκι
ξαφνικό και υπερκόσμιο, η μνήμη κάνει
την πρώτη παρουσία της, σαν φυσική
κουβέντα ανάμεσα στους τέσσερεις φίλους.
Στα
επόμενα κεφάλαια ολοένα πιο συχνά
εμφανίζονται αποσπάσματα μνήμης, πάντοτε
όμως με τρόπο διακριτικό και οργανικά
δεμένο με το επεισόδιο, μέχρι που στο
τελευταίο (επιγράφεται «Παλιά και
λησμονημένα»). Η μνήμη εισβάλλει στην
ερειπωμένη Μπέμπα και την βασανίζει
ήσυχα-ήσυχα («Αχ, ήταν ένα βάσανο να τα
θυμάται όλα»).
Ανέφερα
τις πρώτες παρατηρήσεις που μου ήρθαν,
μέσ’ στην προσπάθεια να εξηγήσω την
αίσθηση που έχω, ότι βρισκόμαστε μπροστά
σε ένα έργο ακέραιο και αντιπροσωπευτικό,
με μια λιτότητα μέσων που δύσκολα την
έχουν εκμεταλλευτεί με ίση απόδοση και
υποβολή άλλοι, προγενέστεροι και
σύγχρονοι του Κουμανταρέα. Πως ένας
πεζογράφος επέτυχε να φτάσει σε μια
κάθαρση των αισθημάτων σαν αυτή στην
οποία μας οδηγεί αγάλια – αγάλια ο
Κουμανταρέας, μου είναι δύσκολο να το
διαπιστώσω σαφέστερα, όσο και να μην
έχω καμία αμφιβολία για την ύπαρξη αυτής
της κάθαρσης. Πως, ένας συγγραφέας, στα
χρόνια της χούντας (στην τελευταία
σελίδα δηλώνονται τα χρόνια συγγραφής
1971 – 74), εγκαταλείπει υφολογικά όργανα
σαν τις εντυπωσιακές παρομοιώσεις και
τη στιλπνή γραφή, πως παραιτείται από
το υλικό πολιτικής επικαιρότητας και
μας δίνει ένα έργο όπου η νόθα ζωή, μαζί
με την εφταετία που υπάρχει σαν φόντο
όλου του μύθου, φτάνει σε ένα μόνιμο
μεταφυσικό ξάφνιασμα, πως, τέλος, με
αυτό το υλικό και με αυτή τη μέθοδο,
έγραψε ένα βιβλίο που μας ποτίζει με
μια αίσθηση της ζωής που δεν μας
εγκαταλείπει αφού τελειώσουν την
ανάγνωση, είναι κάτι που δεν μπορώ να
περιγράψω σαφέστερα γιατί η μοναδική
εμπειρία της ανάγνωσης του βιβλίου δεν
έχει κανένα υποκατάστατο.
Πηγή:
Mario Viti,
ΤΟ ΒΗΜΑ, Τρίτη, 29 Ιουλίου, 1975
Μένη
Κουμανταρέα: Η κυρία Κούλα. Μια απόπειρα
ερμηνείας.
του
Σταύρου Τσσαγκαράκη
Γιατί
γράφει την «κυρία Κούλα» ο Κουμανταρέας;
Και γιατί πάλι, ο τίτλος του έργου του,
να είναι ένα κοινότυπο, εύχρηστο, φερέγγυο
αλλά συνάμα σκοτεινό και μίζερο όνομα
μιας γυναίκας, περιχαρακωμένο μάλιστα,
μέσα στο κοινωνικό αδιέξοδο, που υποβάλλει
εκείνο το τραγικό, αδυσώπητο και
πολυσήμαντο «κυρία»; Και τέλος, ποιά
μυστική δύναμη της τέχνης, ποιά υπόγεια
φωνή διαμαρτυρίας, οδηγεί τα βήματα του
συγγραφέα στις δύσβατες αλλά ευφρόσυνες
πτυχές μιας «άνομης» σχέσης —η μεσόκοπη
κυρία Κούλα, παντρεμένη . με παιδιά
πλαγιάζει σε μια ύποπτη γκαρσονιέρα μ'
ένα νεαρό σπουδαστή— την οποία δεν
διστάζει να εγκωμιάσει προκλητικά;
Το
βέβαιο είναι, πως ο Κουμανταρέας ξέρει
τα πράγματα από την καλή: ποιος έφταιξε,
ποιος δεν έφταιξε, για τα όνειρα της
γενιάς του που προδόθηκαν (...)
Σταύρος
Τσσαγκαράκης,
(πηγή)
ΜΕΝΗ
ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑ: Η κυρία Κούλα
του Αντρέα Κουνιού
Τρυφερή,
υπόγεια, ενδοφλέβια, σχεδόν ψιθυριστή,
ιστορία αγάπης που ξετυλίγεται ανάμεσα
σ' ένα νεαρό φοιτητή, τον Μίμη, και σε
μια συνηθισμένη νοικοκυρά, την Κούλα,
η οποία, με χίλιες προφυλάξεις, αποφασίζει
να σπάσει το νόμο της ηθικής η οποία,
σαν ομίχλη, σκεπάζει το γάμο της. Και
τους γάμους γενικώς.
Στην αρχή, φυσικά,
η κυρία Κούλα είναι δύσπιστη. Δύσκολα
μπορεί να φανταστεί, και πόσο μάλλον να
ζήσει, μια ερωτική περιπέτεια με τον
επιπόλαιο νεαρό τον οποίο γνώρισε στον
Ηλεκτρικό και ο οποίος, σίγουρα πράγματα,
αργά ή γρήγορα θα την πετάξει σαν στυμμένη
λεμονόκουπα. Ωστόσο, η γλυκιά του θωριά,
οι καθαρές του κουβέντες, το μυστήριο
που, σαν φωτοστέφανο, καλύπτει το
συμμετρικό πρόσωπό του, πρωτίστως όμως
η ανάγκη της ίδιας να βιώσει κάτι πέρα,
και έξω, από τα τετριμμένα της έγγαμης
συμβίωσης, κάμπτουν και την τελευταία
επιφύλαξή της. Οι συναντήσεις τους είναι
συναρπαστικά όμορφες. Ο νεαρός, προφανώς,
ξέρει τα κατατόπια του έρωτα, η κυρία
Κούλα τα απολαμβάνει και ονειρεύεται
ότι δεν πρόκειται να τα χάσει ποτέ.
Παρόλα αυτά, πάντα, ανεβαίνοντας στον
Ηλεκτρικό, νιώθει το τσίμπημα του φόβου.
Θα βρίσκεται, άραγε, και σήμερα εδώ, ή
την έχει σκαπουλάρει; Πόσο έχει, αλήθεια,
αλλάξει η καθημερινότητα της κυρίας
Κούλας και πόσο αρχίζει να περιφρονεί
τον κίνδυνο; Ναι, αλλά και πόσο θα
κρατήσουν τα σμιξίματά τους; Θα παραμείνει
πιστός ο Μίμης ή, με την πρώτη ευκαιρία,
ή με την πρώτη αφορμή, θα αφήσει την
κυρία Κούλα στα κρύα του λουτρού;
«Η κυρία
Κούλα» είναι ένα αστραφτερά αληθινό
μυθιστόρημα αγάπης. Ο Μένης Κουμανταρέας
καταγράφει, με υποδειγματική λιτότητα
λόγου, τις εκθαμβωτικές χαρές που
προσφέρει ο παράνομος έρωτας αλλά και
τα τρομακτικά αδιέξοδά του, αφήνοντας,
ανάλαφρα, να περάσει το μήνυμα πως,
τελικά, οι χαρές του παράνομου έρωτα
είναι εκθαμβωτικές, ακριβώς γιατί
εγκυμονούν τα τρομακτικά αδιέξοδα που
ακολουθούν. Όσες φορές και να το διαβάσω,
πραγματικά, δεν το χορταίνω.
απόσπασμα
συνέντευξη στον Γιάννη Μπασκόζο
-
Στο «Κουρείο» που μόλις εκδόθηκε γράφετε
ότι είναι «έκδοση ξανακοιταγμένη».Μπήκατε
στον πειρασμό να αλλάξετε κάτι
ουσιαστικό,τις συνήθειες ενός ήρωα ή
να προσθέσετε κάποια νέα στοιχεία;
«Δεν
πείραξα σχεδόν τίποτα. Πιστεύω ότι ένα
κείμενο ανήκει στην εποχή που έχει
γραφτεί. Εχω δοκιμάσει δύο φορές να
πειράξω γραπτά μου και έχω μετανοήσει.
Τα γραπτά έχουν τις αρετές και τα
ελαττώματα της εποχής. Το μόνο που
πειράξαμε με τον επιμελητή μου Αγι
Μπράτσο είναι κάποια πραγματολογικά
στοιχεία, όπως αν ο καθρέφτης που είναι
δεξιά στο κουρείο επιτρέπει στον
περαστικό να βλέπει το πρόσωπο του
πελάτη, ενώ έβαλα κάποια απαλή πατίνα
σε ορισμένες εκφράσεις παλαιάς κοπής.
Γενικά, αποφεύγω να διαβάσω τα παλιά
μου βιβλία, εκτός αν πρέπει να τα διαβάσω
για να θυμηθώ τι γίνεται παρακάτω. Σε
ορισμένα που με έχουν σημαδέψει όμως
θυμάμαι έντονα την εποχή τους. Είναι
σαν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα όπου
ξαναδιαβάζεις την εποχή που τα έγραψες,
όχι τα ίδια τα βιβλία».
-
Το «Κουρείο» είχε απήχηση;
«Τo
“Κουρείο” είχε απήχηση σε έναν πολύ
μικρό κύκλο ανθρώπων. Υπήρξαν μάλιστα
και αναγνώστες που ενοχλήθηκαν από τη
σκοτεινή ατμόσφαιρά του. Σιγά σιγά,
όμως, σε αντίθεση με τη λάμψη του
“Αρμενίσματος” που έφθινε, το “Κουρείο”
απέκτησε φανατικούς αναγνώστες. Το
έγραψα σε μια δύσκολη περίοδο. Είχα
σπασμένο το δεξί μου χέρι και το έγραφα
με το αριστερό, αλλά γενικότερα ήμουν
σε μια σκοτεινή μεταβατική περίοδο της
ζωής μου. Και αυτό που έχει αποτυπωθεί
στο βιβλίο είναι κάτι πολύ μύχιο, σκοτεινό
μεν, αλλά φωτεινό στη σκοτεινότητά του».
-
Πάντα σας ενδιέφεραν οι νέοι ως ήρωες
των πεζών σας,όπως ο Κίτσος, ο Αναστάσης,ο
Μενέλης... Υπάρχει τέτοιος ήρωας,σαν τον
Μενέλη του «Κουρείου»,δίπλα μας;
«Υπάρχουν
πολλοί Μενέληδες δίπλα μας. Ανθρωποι
που διαβιώνουν λάθρα, τόσο από οικονομική
άποψη όσο και από το συναισθηματικό
φορτίο που τους πιέζει, αλλά και από
μοναξιά. Διάβαζα προχθές ότι αυξάνονται
οι τρόφιμοι των ψυχιατρείων, αυξάνονται
οι άνθρωποι που δεν τολμούν να
αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα».
Μπασκόζος
Γιάννης Ν., ΤΟ ΒΗΜΑ, 01/08/2010, (Πηγή)
Μένης
Κουμανταρέας: Η φανέλα με το εννιά,
Κέδρος, Αθήνα 1986
του
Κρίτωνα Χουρμουζιάδη
Η
ιστορία είναι παραπλανητικά απλή και
λιτή, ηθελημένα περιορισμένη. Δεν μας
δίνει το πανόραμα της κοινωνίας ή της
εποχής. Είναι βασικά η μονογραφία του
ήρωα που μόνο στις προεκτάσεις της
καθρεφτίζει τον γύρω κόσμο. Ο συγγραφέας
κινείται μέσα σε αυστηρούς αυτοπεριορισμούς
για να μας δώσει τη διόλου απλή ψυχοσύνθεση
ενός «απλού παιδιού του λαού» , μια
διόλου απλή εικόνα τού κόσμου του, αλλά
ανάλυση λεπτή και σε βάθος μιας
συγκεκριμένης ζωής, στο συγκεκριμένο
σημερινό ελληνικό περιβάλλον.
Το
παράδοξο ή ειρωνικό στοιχείο στην
ιστορία του Σερέτη είναι ότι τα πρόσωπα
και τα γεγονότα είναι, και συγχρόνως
δεν είναι, αυτό που φαίνονται – περιέχουν
δηλαδή και την ειρωνική αντίφασή τους
κατά τρόπο τόσο φυσιολογικό που συχνά
σχεδόν μας διαφεύγει.
Το
στοιχείο αυτό, που μοιάζει να απασχολεί
εδώ συστηματικά τον συγγραφέα, πλουτίζει
την αφήγηση με τη διάσταση της ειρωνείας
και παρέχει προεκτάσεις στη θεώρηση
και ερμηνεία προσώπων και πραγμάτων. Ο
Σερέτης είναι ικανός και αξιαγάπητος,
αλλά και εγωιστής, πεισματάρικο
παλιόπαιδο. Η Κική είναι και «φτηνό
κορίτσι» και γυναίκα με κάποιο μεγαλείο
στην αφοσίωση και στη βαθιά κατανόησή
της. Ο Σπύρος είναι πονηρός συμφεροντολόγος,
αλλά και καλός φίλος, όπως εξάλλου ο
Μακρής πιστεύει στην αξία του Σερέτη
και συγχρόνως τον θεωρεί «τσογλάνι». Ο
τύπος του τρένου είναι και σαλταδόρος
αλλά και προσωποποίηση της σοφής μοίρας.
Το να γίνεις ποδοσφαιρικός σταρ «Μπιλ»
είναι ιδεώδες μα και αυταπάτη – ο
κατάλογος μπορεί να συνεχισθεί, γιατί
περιλαμβάνει τα πάντα μέχρι την τελική
«ανωνυμία», που είναι και αποτυχία και
λύτρωση μαζί από την ανωριμότητα.
Η
δομή μέσα στην οποία παίζεται το παιχνίδι
των ειρωνικών αντιθέσεων είναι σχηματικά
απλή. Ο ήρωας είναι το κέντρο που δρα
και αντιδρά ακτινωτά στην περιφέρεια,
την κοινωνία, ενώ η κοινωνία εμφανίζεται
μόνο στην άμεση σχέση της με τον ήρωα.
Δεν υπάρχει πρόσωπο ή επεισόδιο που να
μην εξυπηρετεί την ανάδειξη κάποιας
πτυχής, κάποιου κινήτρου στο χαρακτήρα
και τις πράξεις του Σερέτη. […]
Μ’
αυτές τις προϋποθέσεις και με την
ψυχοσύνθεση του Σερέτη, η πτώση του
ακολουθεί τη μοιραία εξέλιξη της
τραγωδίας (σήμερα θα λέγαμε είναι
προγραμματισμένη από τη αρχή), γιατί
οφείλεται στην «ύβρη» του ποδοσφαιριστή,
που συναντάται στην αλαζονική αυτοπεποίθησή
του και ανυπομονησία. Τη διάγνωση την
κάνουν αμέσως οι κατά καιρούς προπονητές
του και άλλοι, που βρίσκουν ότι του
λείπει η σεμνότητα, ότι δεν συμβιβάζεται
με την παραμικρή αντιξοότητα – το ότι,
τελικά, είναι «τσογλάνι». Όλα τα θετικά
στοιχεία του χαρακτήρα του συγκεντρωμένα
δεν φτάνουν για να τον γλυτώσουν. Όταν
σπάσει το πόδι του, όλοι δείχνουν φρόνηση
εκτός από τον ίδιο. Αρνείται να κάνει
θεραπεία που πρέπει, γιατί αυτός δεν
είναι σαν τους άλλους, δεν του χρειάζονται
αυτά, και έτσι μένει αθεράπευτος,
καταστρέφοντας την καριέρα του. Ο τρόπος
που δείχνει την ήττα του χωρίς διαμαρτυρία
αφήνει να φανεί ότι αποδέχεται τις
συνέπειες χωρίς ζητάει τους φταίχτες
έξω από τον εαυτό του. Έτσι, όταν μπαίνει
στην ανωνυμία, μπαίνει συγχρόνως και
στην ωριμότητα. Αυτό φαίνεται έμμεσα
και στο τελευταίο ρεπορτάζ που αποσκοπεί
στην απομυθοποίηση του σταρ Μπιλ. Εμείς
ξέρουμε την πραγματικότητα του ανθρώπου
Βασίλη Σερέτη που μαθαίνει επίπονα να
παραδέχεται τον ταπεινωμένο εαυτό του.
Αυτόν τον Σερέτη μόνο ο Γαλάντης τον
υποψιάζεται και αρνείται να μιλήσει
στο δημοσιογράφο «από σεβασμό στον
άνθρωπο». Το σεβασμό αυτό τον αισθάνεται
και ο αναγνώστης, γιατί παρ’ όλα τα λάθη
του, ο Σερέτης διατηρεί μια ακεραιότητα
και μια συνέπεια που συνιστούν την
ανθρώπινη ευγένειά του και αφήνουν την
ελπίδα ότι δεν είναι τελειωτικά χαμένος
σαν τον Ωραίο Λοχαγό.
Στον
ίδιο γκρίζο κόσμο, στην ίδια αλλοτρίωση
καταλήγει ο Σερέτης όπως οι προηγούμενοι
ήρωες του Κουμανταρέα, αλλά εδώ υπάρχει
στην ψυχρή συμφεροντολόγα κοινωνία
ένας Γαλάντης σοφός και ανιδιοτελής,
υπάρχουν οι προπονητές που έχουν τις
καλές και γενναιόδωρες πλευρές τους,
υπάρχουν ακόμα και οι Σπύροι που θέλουν
να χαρίσουν φιλία και αγάπη, έστω κι αν
ο εγωισμός της σύγχρονης ζωής δεν τους
αφήνει να το καταφέρουν πάντα. Αυτοί
όλοι παρουσιάζονται στο ταξίδι του
Σερέτη προς την ωριμότητα, που το τίμημά
της μοιάζει να είναι η αποτυχία. Άραγε,
όμως, χρειάζεται να λυπηθούμε τον Σερέτη,
όσο λυπόμαστε τον Οιδίποδα; Χωρίς να
θέλω καθόλου να ανεβάσω το μικρό
ποδοσφαιριστή στο επίπεδο της μεγάλης
τραγωδίας, επισημαίνω απλώς το βασικό
θέμα, την ανακάλυψη της αλήθειας του
εαυτού μας και της ζωής, όπως αυτή δίνεται
στα πλαίσια των δυνατοτήτων του κάθε
ανθρώπου. Αυτή είναι η μοίρα όπως
χρησιμοποιείται στη Φανέλα με το εννιά,
όταν ο Σερέτης ζητάει επίμονα από τον
άνθρωπο του τρένου να διαβάσει την
παλάμη του. Είναι η συνειδητοποίηση της
αλήθειας που λέγεται ωμότητα. Ας μην
ξεχνάμε ότι στο τέλος της ιστορίας, ο
ήρωας μόλις έχει περάσει τα είκοσι και
η ζωή είναι μπροστά του. Υπάρχουν τρόποι
να βγει από το αδιέξοδο και υπάρχει η
Κική και ο μέντωρ φυσιοθεραπευτής της
Κυψέλης για να τον βοηθήσουν. Η ανωνυμία
είναι δρόμος ανοιχτός.
Κρίτωνας
Χουρμουζιάδης, περ. Η λέξη,
Μάιος 1986.
Πινακοθήκη
ηρώων
της
Μάρη Θεοδοσοπούλου
Ο
Μ. Κουμανταρέας κρατάει μυστική την
ταυτότητα της φωτογραφίας.
Μόνο στο προτελευταίο κείμενο του
βιβλίου του αποκαλύπτει, και πάλι έμμεσα,
ότι πρόκειται για λεχαινίτες νεαρούς
γλεντζέδες του Μεσοπολέμου· μια
ανδροπαρέα που χορεύει στην παραλία
του Αϊ-Θανάση. Ωστόσο όποιος έτυχε να
φυλλομετρήσει το λεύκωμα, αυτό το
ερωτικό, όπως θα έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις,
ενσταντανέ, σίγουρα θα του εντυπώθηκε.
Εξήντα τόσα χρόνια μετά τη στιγμή που
απαθανάτισε ο πλανόδιος φωτογράφος, ο
Μ. Κουμανταρέας πλάθει μια αφήγηση με
ήρωες τους νεαρούς αυτούς άντρες της
φωτογραφίας, κλέβοντας από τη λεζάντα
τα μικρά τους ονόματα. Με τι ασχολούνται
και ποιοι είναι οι κρυφοί πόθοι τους,
πώς περνάνε τις νύχτες τους και τι άραγε
απόγιναν.
Η
φωτογραφία θα έδενε με έναν τίτλο
παραπλήσιο με του βιβλίου· «Η μέρα για
τα έργα κι η νύχτα για το σώμα».
Αλλά
και το βιβλίο του Μ. Κουμανταρέα φαίνεται
σαν μια αντίστοιχη φωτογραφία. Μόνο που
δεν είναι τραβηγμένη το '30 αλλά «στις
μαγικές εκείνες δεκαετίες του '50 και
του '60» και δεν εικονίζει λεχαινίτες
νεαρούς αλλά Αθηναίους, όχι στην παραλία
αλλά στο καφενείο «Βυζάντιο» και σε
άλλα στέκια. Διαδοχικά ενσταντανέ· μια
παρέα, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Κρίτων
Χουρμουζιάδης και ο Κουμανταρέας,
νωρίτερα μια δυάδα, ο Χατζιδάκις και ο
Κουμανταρέας, που τη διαδέχεται μια
άλλη, ο Κώστας Ταχτσής και ο Κουμανταρέας,
πολύ αργότερα μια τρίτη, ο Γιώργος
Ιωάννου και ο Κουμανταρέας. Στις
φωτογραφίες διακρίνονται και άλλα
πρόσωπα, σε δεύτερο πλάνο. [...]
Γράφει
για «νύχτες βελούδινες» και σκιές του
παρελθόντος. Ένας νέος άντρας, κάπως
παχουλός, με μαύρη κλειστή μπλούζα ως
τον λαιμό και πυρετικά μάτια, ο Χατζιδάκις.
Στρουμπουλός και ευκίνητος, ευφυολόγος
και θυμώδης, μονίμως σαρκαστής και
αυτοσαρκαζόμενος, ο Ταχτσής. Και οι δύο,
όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, στάθηκαν
πιο άντρες στη ζωή τους από πολλούς
άλλους. Παρεμπιπτόντως, τόσα πέρασε ο
Ταχτσής για το «Τρίτο στεφάνι» και αυτό
έμελλε τελικά να περάσει στους νεότερους
με την άνευρη τηλεοπτική εκδοχή του.
Ενας εικοσάρης Θεσσαλονικιός, με
αριστοκρατική εμφάνιση, εφορμά στα
αθηναϊκά σαλόνια, ο Βασιλικός. Συντροφιά
του ένας μειλίχιος, κάπως αποστασιοποιημένος,
ο Χουρμουζιάδης, που θα πεθάνει κι αυτός
στα 60 του. Τέλος, ένας ακόμη όμηρος των
βιωμάτων, ο Ιωάννου, τον οποίο ο συγγραφέας
θυμάται σαν εξόριστο βυζαντινό άρχοντα.
[...]
Είκοσι
χρόνια συμπληρώνονται εφέτος τον
Αύγουστο από τον θάνατο του Τερζάκη και
μόλις ένα αφιέρωμα λογοτεχνικού
περιοδικού έχει γίνει στη μνήμη του,
όταν μας κατακλύζουν τα αφιερώματα. Ως
αφήγημα το κείμενο του Μ. Κουμανταρέα
μεταφέρει την ατμόσφαιρα μέσα στην
οποία έζησε ο Τερζάκης· το σπίτι της
οδού Πιπίνου, το ισόγειο γραφείο στο
Εθνικό Θέατρο. Απρόσιτος ο Τερζάκης, κι
όμως ο Μ. Κουμανταρέας εικάζει αισθηματικές
ανησυχίες κάτω από την ακύμαντη επιφάνεια.
Μας
θυμίζει ακόμη εκείνη την ταινία, τη
«Νυχτερινή περιπέτεια», που σκηνοθέτησε
ο Τερζάκης το 1954 με μουσική Χατζιδάκι
και πρωταγωνιστές την Νταίζη Μαυράκη,
κατόπιν Μις Υφήλιο, και τον Βασίλη
Διαμαντόπουλο. Δικό του και το σενάριο,
μια παραλλαγή στο εν πολλοίς αυτοβιογραφικό
μυθιστόρημά του «Η μενεξεδένια πολιτεία».
Δεκαετία του '30, στην τότε πλατεία Αγάμων,
ξεκίνησε το ειδύλλιο του Τερζάκη με τη
νεαρά Λουίζα Βογάσαρη, τη μετέπειτα
σύζυγό του. Παραπλεύρως, οδός Σπάρτης
14, βρισκόταν η οικία Καραγάτση, σε ένα
σπίτι που σώζεται ακόμη σήμερα. Τότε η
καλή τάξη κατοικούσε ακόμη στα Πατήσια.
Ωραίος άντρας ο Δημητράκης Ροδόπουλος,
όπως ήταν το όνομα του Καραγάτση, με
μουστάκι α λα Ντάγκλας Φέρμπανγκς, τόσο
διαφορετικός από τον Τερζάκη. Δυστυχώς
η διήγηση του Μ. Κουμανταρέα φθάνει και
στο τελευταίο διάστημα της αρρώστιας
του Τερζάκη. Εμείς πιστεύουμε πως θα
έπρεπε να υπάρχει μια συνωμοσία του
σιναφιού για την προστασία του ιδιωτικού
χώρου ενός λογοτέχνη, όταν ο ίδιος
αδυνατεί πια να τον υπερασπιστεί.
Το
πρωτότυπο στην περίπτωση του Μ. Κουμανταρέα
είναι ότι, ενώ δείχνει τόση προσήλωση
στους παρελθοντικούς χρόνους, ταυτόχρονα
μένει ανοιχτός στο μέλλον. Αισιοδοξεί
και δεν θεωρεί ότι απειλείται η γλώσσα
ή η λογοτεχνία. Αυτό δείχνει η μετάφραση
στην καθομιλουμένη ενός διηγήματος του
Παπαδιαμάντη, κυρίως όμως η στήριξη που
προσφέρει σε νεότερους συγγραφείς, ενώ
συχνά μέμφεται την περιορισμένη
δεκτικότητα των κριτικών.
«Η όποια
αυτοβιογραφία του συγγραφέα έχει
ενδιαφέρον μόνο στο μέτρο που φωτίζει
τις πηγές και τη φύση του έργου του»
σχολίαζε ο Κ. Χουρμουζιάδης. Πράγματι
η ανιστόρηση μιας περιπλάνησης στο
Βερολίνο του '72 ή των ακουστικών εμπειριών
από τον πιανίστα Σβιατοσλάβ Ρίχτερ,
ακόμη οι σκέψεις γύρω από τον «Θάνατο
στη Βενετία» στις διαδοχικές εκδοχές
του, νουβέλα, ταινία, όπερα, ή και οι
κριτικές παρατηρήσεις για ένα συγγραφέα
υφολογικά αρκετά διαφορετικό όπως ο Δ.
Νόλλας, είναι κείμενα που βοηθούν τον
αναγνώστη να βρει το αισθητικό νόημα
στις μυθοπλασίες του Μ. Κουμανταρέα.
Προς το
τέλος του βιβλίου το «αμάρτημα» του
πεζογράφου· ποιήματα, γραμμένα το
καλοκαίρι του '97, εφαρμόζοντας τη συμβουλή
του Τζον Στάινμπεκ, ο οποίος πίστευε
πως η ποίηση εξασφαλίζει εξαιρετική
απομόνωση με τις λέξεις και συμβάλλει
αποτελεσματικά στην κυοφορία
πεζογραφήματος. Το οποίο, σε αυτή την
περίπτωση, και αναμένουμε. Πάντως η
συνέχεια με ένα τρίτο, αντίστοιχο βιβλίο
ορίζεται από τον Μ. Κουμανταρέα για το
2009.
Μάρη
Θεοδοσοπούλου, TO BHMA, 10/04/1999, (πηγή)
του
Δημοσθένης Κούτροβικ,
Στον
Δυο φορές Έλληνας
κυριαρχούνε οι δρόμοι και οι πλατείες
της πρώιμης μεταπολεμικής Αθήνας, τα
καφενεία, τα εστιατόρια και τα καμπαρέ
της, τα τυπογραφεία και τα στέκια των
διανοουμένων της, ίσως περισσότερο από
κάθε άλλο τα έπιπλα, τα σκεύη, τα στολίδια
των σπιτιών της εποχής. Πάνω σε όλα αυτά
ο Κουμανταρέας απλώνει, σαν χάδι
αποχαιρετισμού, ένα βλέμμα τρυφερότητας
και μελαγχολίας, προφέρει με συγκίνηση
τα ονόματά τους, πολλά ανάμεσά τους
λησμονημένα σήμερα. Γιατί (και εδώ
βρίσκεται η διαφορά από τον Φραγκιά),
παρ' όλο που η αφήγησή του είναι σύγχρονη,
η ματιά του είναι αναδρομική. Στρέφεται
προς έναν κόσμο που ήδη τότε είχε αρχίσει
να γίνεται παρελθόν, όπως καταλάβαινε,
χωρίς να μπορεί ή να τολμάει να το
εκφράσει, ο διορθωτής Ευγένιος – Ζένια
Ζαφειρίδης, ή πιο συμπαθητική φιγούρα
σ' αυτό το μυθιστόρημα.
Δεν
υπήρχε καταλληλότερος συγγραφέας για
να μας δώσει μια τέτοια ελεγειακή εικόνα
της μεταπολεμικής Αθήνας στο πέρασμα
των δεκαετιών. Ο Κουμανταρέας είναι ο
επιφανέστερος, αν όχι ο μόνος εν ζωή
πεζογράφος μας που σε όλη τη διάρκεια
της συγγραφικής διαδρομής του εμπνεόταν
από την ατμόσφαιρα της σύγχρονης
ελληνικής πόλης, ένας από τους ελάχιστους
εκείνους οι οποίοι ανακαλύπτουν σε
ταπεινές λεπτομέρειες του καθημερινού
αστικού σκηνικού μια παράξενη, συχνά
κάπως νοσηρή, πάντα όμως πολύ ανθρώπινη
ομορφιά, που μνημειώνει κατά κάποιον
τρόπο τους ανεκδήλωτους, φευγαλέους ή
αγνοημένους κραδασμούς και κυματισμούς
της ψυχής των αφανών.
Αλλά
ένα μυθιστόρημα 755 σελίδων δεν μπορεί
να στηριχτεί μόνο στην αστική τοπογραφία
και πολύ περισσότερο στη νοσταλγία για
την Αθήνα των νεανικών χρόνων του
συγγραφέα. Ο Κουμανταρέας, φυσικά, το
ξέρει αυτό. Έτσι προσπαθεί να συνδέσει
τη νοσταλγία με ορισμένες θετικές αξίες,
τις κινήσεις των χαρακτήρων του μέσα
στην πόλη και την πορεία τους στον χρόνο
με την πολιτική και την κοινωνική ιστορία
των μεταόλεμικών δεκαετιών.
Εδώ,
όμως, αρχίζουν και τα προβλήματα του
βιβλίου. Η ιδιαίτερη συμβολή τού
Κουμανταρέα σ' αυτή την κατά τα άλλα
τυποποιημένη και στατική εικόνα της
Ελλάδας στο δεύτερο μισό του εικοστού
αιώνα είναι, εκτός από το άρωμα της
παλιάς Αθήνας, ένα σχόλιο με το εξής
περιεχόμενο: η πνευματικότητα, η
καλλιτεχνική ευαισθησία, η νεανική
δημιουργική ορμή ήταν τα πρώτα και
μεγαλύτερα θαύματα του μεταπολεμικού
οδοστρώματος. Η πιο γνήσια καλλιτεχνική
φυσιογνωμία του βιβλίου, ο νεαρός
ομοφυλόφιλος Παναγιώτης Λεκές, χάνεται
πριν βγει η δεκαετία του '40. Ο Ζένια, που
αγαπάει τη λογοτεχνία και τη μάθηση,
μαραζώνει. Η πνευματικά ανήσυχη Μαρία
υποκύπτει γρήγορα στην Κίρκη του
αστισμού. Ο Άγγελος, βέβαια, εκπληρώνει
τις συγγραφικές φιλοδοξίες του, αλλά
πουθενά στο βιβλίο δε έχει το εκτόπισμα
ενός πραγματικού συγγραφέα. Στο τέλος
του μυθιστορήματος ένας άλλος νεαρός
ομοφυλόφιλος, γιος της Μαρίας, Σωκράτης,
φαίνεται να υπόσχεται μια καλλιτεχνική
αναγέννηση, αλλά τα μηνύματα είναι
αντιφατικά και το όποιο ταλέντο του
κινδυνεύει να στερηθεί (αν και ο συγγραφέας
δεν το βλέπει έτσι) από τα μάλλον
γεροντικά, ηθικιστικά κηρύγματα του
Άγγελου περί τέχνης, πολιτικής, ναρκωτικών,
κ.λ.π., που ο νεαρός ακούει με κατάνυξη.
[...]
Πέρα
και Ανεξάρτητα από όλα αυτά ο Κουμανταρέας
θίγει (συνειδητά) σ' αυτό το βιβλίο του
κι ένα ενδιαφέρον ζήτημα λογοτεχνικής
έκφρασης. «Είναι περίεργο, Μαρία, δεν
θα το πιστέψεις, αλλά νιώθω τόση ανάγκη
να γράψω ένα μυθιστόρημα όπως το λες:
παλιομοδίτικο... για όλους εμάς, για όλα
όσα ζήσαμε...», δηλώνει ο συγγραφέας
Αγγελίδης, απηχώντας εδώ, όπως και αλλού,
τον συγγραφέα Κουμανταρέα. Γιατί
πραγματικά, το Δυο φορές Έλληνας δεν θα
μπορούσε να είναι πιο «παλιομοδίτικο».
Φτάνοντας στα 1959, ο αόρατος αφηγητής
λέει «ο παλιός θόρυβος του τυπογραφείου
είναι πάντα ίδιος – θα περάσουν αρκετά
χρόνια ωσότου έρθει η επανάσταση της
ηλεκτρονικής τυπογραφίας». Όλη η δράση
του μυθιστορήματος προωθείται χάρη σε
τυχαίες συναντήσεις με χαρακτήρα
στανικών συμπτώσεων, κάτι που ωθεί στα
άκρα ένα γνωστό τέχνασμα της κλασικής
λογοτεχνίας.
Έτσι ο
Κουμανταρέας, που καθιερώθηκε ως ένας
από τους ανανεωτές της λογοτεχνικής
γραφής στην Ελλάδα, επιστρέφει σε
εκφραστικά πρότυπα που απέρριψε αναφανδόν
η παζογραφική γενιά στην οποία ανήκει.
Δεν πρόκειται για μεταμέλεια και
εγκατάλειψη θέσεων. Πρόκειται μάλλον
για τη συμφιλίωση με τον (λογοτεχνικό)
πρόγονο μετά την αναγκαία εξέγερση και
χειραφέτηση από αυτόν. Το χάδι
αποχαιρετισμού στον κόσμο των νεανικών
χρόνων συνοδεύεται από ένα τραγούδι
στην παλιά, οικεία γλώσσα – πράξη
φιλοφροσύνης και ταυτόχρονα αναγνώριση
της κοινής τελικά μοίρας, τόσο της
ανθρώπινης όσο και της λογοτεχνικής.
Δημοσθένης
Κούτροβικ, ΤΑ ΝΕΑ, 6 Οκτωβρίου 2001
«Το
show είναι των Ελλήνων»
της Όλγας Σελλά
[...]
Ο Μένης
Κουμανταρέας έχει υπογράψει πολλά
βιβλία από το 1962 και «Τα μηχανάκια» του
μέχρι σήμερα. Επίκεντρό του πάντα ο
άνθρωπος. Αυτή τη φορά πρωταγωνιστές
γίνονται οι επώνυμοι αλλά και οι ιστορικές
στιγμές. Όμως είναι σαφής: «Δεν κάνω
ιστορία. Κάνω σχόλιο πάνω στην ιστορία
και τους ανθρώπους». Και ομολογεί ότι
γράφει για εποχές και περιόδους που τον
ενδιαφέρουν, για εποχές που τις έχει
ζήσει σε διάφορες ηλικίες. «Αλλά τότε
δεν ήμουν αρκετά μεγάλος για να τις ζήσω
πραγματικά. Είναι περιστατικά που
σημάδεψαν αυτή την πόλη, τα οποία ήθελα
να εξερευνήσω».
Στην
πρώτη νουβέλα, με τίτλο «Μια μέρα απ' τη
ζωή τους», ο Μένης Κουμανταρέας
παρακολουθεί ένα τμήμα της μεγαλοαστικής
Αθήνας, και την ίδια στιγμή δύο μεγάλους
καλλιτέχνες, που προσπαθούν να
επικοινωνήσουν, αλλά είναι φανερό πόσο
απέχουν από τους Ελλαδίτες διανοούμενους.
Ο συγγραφέας δεν ταυτοποιεί κανένα από
τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις νουβέλες
του, αλλά τα φωτογραφίζει εξαιρετικά
καθαρά, κι αυτές είναι ένα ενδιαφέρον
παιχνίδι που κάνει με τον αναγνώστη:
«Ενας ένας καταφτάνουν οι καλεσμένοι.
Ο λαμπρός καθηγητής με τα πυκνά φρύδια,
τ' ανοιχτόχρωμα γκρίζα μάτια και το
ανεπίληπτο παπιγιόν, μελλοντικός
ιστορικός της λογοτεχνίας μας. »Καλώς
τον Κωνσταντίνο [σ.σ. Δημαρά]», τον
υποδέχεται η οικοδέσποινα. Ακολουθεί
ο ποιητής της Ursa Minor μειλίχιος,
λεπτοκαμωμένος και πανέξυπνος. »Ως ευ
παρέστης, Τάκη [σ.σ. Παπατσώνης]», του
δίνει το χέρι ο νοικοκύρης, ενώ με το
άλλο στερεώνει το μονόκλ του. Έπεται η
επιβλητική μουσικοκριτικός Αύρα [σ.σ.
Θεοδωροπούλου, ψευδώνυμο Θέρου], με τα
άσπρα της μαλλιά και τα γυαλάκια, που
με τον αέρα της σπρώχνει και τον σύζυγό
της λογοτέχνη Αγι [σ.σ. Θέρο]. Κι ακόμη,
ο ευγενικός και μελαγχολικός ποιητής
Μιλτιάδης [σ.σ. Μαλακάσης], που ρίχνει
ένα φευγαλέο βλέμμα στον καθρέφτη...».
«Δεν
γράφω ιστορία»
Ο Μένης
Κουμανταρέας αποτυπώνει έξοχα την
ατμόσφαιρα, τις λεπτομέρειες, τους
χαρακτήρες. Όμως επιμένει με πείσμα ότι
το βιβλίο του δεν είναι ιστορικό
μυθιστόρημα. «Είναι ένα βιβλίο για να
δείξω πώς να μη γράψει κανείς την ιστορία.
Η λογοτεχνία έχει αυτή τη μεγάλη αβάντα
απέναντι στους ιστορικούς. Γράφει για
πράγματα που φαίνονται μόνο με το
μικροσκόπιο. Νομίζω ότι αυτές οι νουβέλες
είναι γραμμένες από την απόσταση που
χρειάζεται για ν' αποδοθούν η εποχή και
οι άνθρωποί της. Το βιβλίο είναι
ανθρωποκεντρικό, όχι ιστοριογραφικό».
Και το
δικό του μικροσκόπιο έχει κλίμα,
ατμόσφαιρα, γνωστά πρόσωπα της πολιτικής
και της τέχνης και συνεχείς αναζητήσεις,
αφού, ασφαλώς, μέσω του τότε μιλάει και
για το σήμερα. «Η ιστορία είναι ένας
κύλινδρος που γνωρίζει και ξανατυπώνει
τα ίδια πράγματα με άλλον τρόπο».
Ας μην
ανησυχήσουν οι φανατικοί αναγνώστες
του Μένη Κουμανταρέα. Δεν πρόκειται να
χάσουν τίποτα από τη γοητεία όλων των
προηγούμενων βιβλίων του. Απλώς αυτή
τη φορά οι διαδρομές του στην πόλη της
Αθήνας, που αυτή κυρίως πρωταγωνιστεί,
συνοδεύονται κι από τα βήματα κάποιων
επωνύμων.
Όλγα
Σελλά, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15.11.2008, (πηγή)
Ξεχασμένη
Φρουρά
[...]
Προς
το παρόν επιβάλλεται, πρόχειρη έστω, η
σύσταση της πρόσφατης, δημόσιας Φρουράς
του
Κουμανταρέα, η οποία διαβάζεται μονορούφι:
άνετο γράψιμο, κι εκεί που τρέχει κι
εκεί που καθυστερεί. Πρόκειται για
είκοσι τέσσερα κείμενα άνισης έκτασης
που περιβάλλονται από δεκασέλιδο
«Πρόλογο» και μισής σελίδας «Ευχαριστίες».
Ο εξομολογητικός κατά βάση «Πρόλογος»
αρχίζει κάπως αυτάρεσκα: Αποφεύγοντας
καθαρά
και
ξάστερα να απαντήσω στο ερώτημα «τι
είναι αυτό που με αναγκάζει
να
γράφω», ερώτημα το οποίο απασχολεί
περισσότερο
τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας παρά
τους ίδιους τους συγγραφείς, έχω την
απάντηση έτοιμη για τα σκόρπια κείμενα
ετούτου του τόμου.
Έπονται όλες οι απαραίτητες
εξηγήσεις. Πρόκειται δηλαδή για πεζά
κείμενα κατά παραγγελία, λίγο πολύ
αυτοβιογραφικά, που καθ΄ οδόν μεταμφιέζονται
σε «δοκίμια, βιογραφίες, συνομιλίες ή
απλά αφηγήματα». Επικεντρωμένα σε θέματα
«συγγραφικά και κοινωνικά κάθε λογής»,
γραμμένα όλα στην πρώτη δεκαετία του
εικοστού πρώτου αιώνα, που μας άλλαξε
τον αδόξαστο. Με άλλα λόγια: αλλού
δουλεύει περισσότερο η γοητεία της
μακρινής μνήμης, με εντυπωσιακή ακρίβεια·
αλλού υπερισχύει η ευαίσθητη τριβή με
επίκαιρα πρόσωπα και πράγματα, αξιοθαύμαστα
ή επίμαχα· αλλού ανοίγει η όρεξη διαλόγου
με νέους και νεοφώτιστους συγγραφείς.
Παντού πάντως φαίνεται καθαρά το εύρος
και το βάθος μιας πολλαπλής παιδείας,
συγκεντρωμένης στη λογοτεχνία (δική
μας και ξένη) και εξακτινωμένης στο
θέατρο, στη μουσική αλλά και στις
εικαστικές τέχνες.
Στις συνεισφορές
της μακράς αναδρομικής μνήμης εξέχει
το εκτενέστερο θεατρόφιλο κείμενο με
τον αριστοφανικό τίτλο: «Εμπρός ξεκίνα,
πες τους γλυκά τους αναπαίστους». Στα
συγγραφικά πρόσωπα προέχει σίγουρα ο
Καβάφης («Ένας θεός μου»). Φιλοξενούνται
όμως απλόχερα και κάποιοι συνοδοιπόροι:
ο Ταχτσής λόγου χάριν στον «Τρίτο Γύρο»,
ο Ιωάννου στο «Ένας σειληνός στην
Ακολουθία του Επιταφίου». Δίκαιη τιμή
αποδίδεται στον Στρατή Τσίρκα («Ενας
τζέντλεμαν στην Αθήνα»). Ευνοούνται
κάποιοι νεότεροι μαθητεύσαντες πεζογράφοι
(Πέτρος Τατσόπουλος, Βαγγέλης Ραπτόπουλος
κ.ά.). Στα σύντομα εξάλλου κείμενα
πρωτεύουν, κατά τη γνώμη μου, «Τα πιο
όμορφα και τα πιο άσχημα παιδιά», όπου
αντιμετωπίζεται με υποδειγματική
ευστοχία το θέμα των μεταναστών εξ
επαφής. [...]
TO
BHMA, 07/04/2011, (πηγή)
Το πορτρέτο του στρατηγού
της Μάρης
Θεοδοσοπούλου
[...]
Αυτή τη
φορά, όμως, ο συγγραφέας δεν αρκείται
σε μια ρεαλιστικού τύπου αφήγηση με
ερωτικά ή παρωδιακά στοιχεία. Βάζει ως
στόχο μια νουβέλα, στην οποία κινείται
μεταξύ παραμυθιού και παραβολής, όπως
διασαφηνίζει και στο οπισθόφυλλο του
βιβλίου. Και πράγματι, αφθονούν τα
παραμυθητικά στοιχεία. Ως αγγελική
μορφή με φωτοστέφανο εμφανίζεται ο
φαντάρος, ο επιλεγόμενος Ρώσος, ο οποίος
και φιλοτεχνεί το πορτρέτο του Στρατηγού
κατά έναν μαγικό τρόπο, που παραπέμπει
στις μεταφυσικές αντιλήψεις των
βυζαντινών αγιογράφων, που πίστευαν
στη θεϊκή επενέργεια. Ετσι, το πορτρέτο
συμπληρώνεται τη νύχτα και αποτυπώνει
τις επικείμενες αλλαγές στην εμφάνιση
του Στρατηγού, φτάνοντας, την ώρα των
αποκαλυπτηρίων, να δείχνει το πρόσωπό
του, όχι μόνον άσχημο, όσο οι αμαρτίες
του, αλλά και σαν νεκρική μάσκα
δολοφονημένου. Εδώ, ο Κουμανταρέας
αντλεί από το μυθιστόρημα του Οσκαρ
Ουάιλντ «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι»,
δίνοντας μια κωμική εκδοχή, όπως δείχνει
και η σκηνή που ακολουθεί, στην οποία ο
Στρατηγός, κατ' όναρ, εμβολίζει το είδωλό
του στον καθρέφτη. Αλλωστε, η περιπαικτική
διάθεση του συγγραφέα δηλώνεται ευθύς
εξαρχής και με την αστεία μύτη που
προικίζει τον Στρατηγό, παραπέμποντας
στα πλείστα όσα έχουν γραφτεί για τις
αφύσικα μεγάλες μύτες. Κατά τ' άλλα, όπως
συμβαίνει στα παραμύθια, πληθαίνουν τα
σύμβολα, οι οιωνοί, ενώ στα όνειρα δίνεται
προφητική βαρύτητα. Γενικότερα, πολλά
υπερφυσικά συμβαίνουν, μόνο που σε αυτά
τα επιμέρους σημεία της νουβέλας η
αφήγηση υστερεί, καθώς αδυνατεί να δώσει
την αίσθηση του μαγικού, που βρίσκει
κανείς στους Λατινοαμερικανούς.
Όσο για
το παραβολικό φορτίο του βιβλίου,
πιστεύουμε πως παραμένει μάλλον σκοτεινό.
Από τη μια, προβάλλει το αισιόδοξο
στοιχείο, πως οι απολυταρχικές εξουσίες
καταρρέουν και οι επαναστάτες δικαιώνονται.
Από την άλλη, όμως, φαίνεται να υπονομεύεται
η άποψη πως η τέχνη θριαμβεύει. Μπορεί
μεν στον πρόλογο και τον επίλογο της
αφήγησης, να μαθαίνουμε ότι το πορτρέτο
του Στρατηγού διασώθηκε και εκτίθεται
σε μια Πινακοθήκη, όπου συρρέουν πλήθη.
Όμως, αυτά τα πλήθη ελάχιστα ενδιαφέρονται
για τον πίνακα. Εκείνο που τα ενθουσιάζει
είναι το θεατρικό δρώμενο που έστησαν
οι υπεύθυνοι. Σε αυτό αναπαρίσταται,
σαν σε παραμύθι, η ερωτική έλξη της
ώριμης κυρίας και του ωραίου φαντάρου.
Εάν παρακάμψουμε το φύλο των ηρώων, η
έλξη μεταξύ ωριμότητας και νεότητας
είναι περίπου η ίδια που έδωσε πέρυσι
τις καλύτερες σελίδες της νουβέλας «Μια
μέρα απ' τη ζωή τους». Μόνο που εδώ ο
συγγραφέας φαίνεται μάλλον να ειρωνεύεται
την ανάγκη του κοινού για ρομάντζα, αλλά
και να σχολιάζει τη μικρή απήχηση της
τέχνης.
Μάρη
Θεοδοσοπούλου, TO BHMA, 11/12/2009, (πηγή)
Ο
Έριχ Χονεκερ στο ντιβάνι ενός …Έλληνα
ψυχαναλυτή
της
Κικής Τριανταφύλλη
Στο
νέο του μυθιστόρημα ο Μένης Κουμανταρέας
φαντάζεται τις τελευταίες ημέρες του
πρώην ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας
και τον βάζει να μιλάει για τις εμμονές
του σε έναν νεαρό Έλληνα ψυχίατρο.
Οι
ιστορίες του Μένη Κουμανταρέα
διαδραματίζονται σχεδόν πάντοτε στους
δρόμους της Αθήνας. Κάπως έτσι, λοιπόν,
με μια σύντομη σκηνή σε ένα αθηναϊκό
διαμέρισμα αρχίζει και το τελευταίο
του μυθιστόρημα με το οποίο μετακομίζει
μάλιστα έπειτα από χρόνια σε νέο εκδοτικό
οίκο.
«Μια
δέσμη αυγουστιάτικου αθηναϊκού ήλιου
γλίστρησε απ” το κουφωμένο παράθυρο
και πέφτοντας στα μάτια του ξαπλωμένου
άντρα τον ξύπνησε. Πέταξε το σεντόνι
από πάνω του κι έμεινε να παρατηρεί
γύρω» γράφει ο Κουμανταρέας στο πρελούδιο
του νέου του βιβλίου «Θάνατος στο
Βαλπαραΐζο».
Αυτή
τη φορά όμως ο συστηματικός αθηναιογράφος
εγκαταλείπει το άστυ για να μας ταξιδέψει
στη Λατινική Αμερική με έναν πολύ
παράξενο τρόπο. O πρωταγωνιστής του δεν
κατονομάζεται. Είναι ένας «ψηλός
τριανταεφτάχρονος με μπεζ θερινό
κοστούμι και το βαλιτσάκι στο χέρι» που
επιστρέφει στην Αθήνα έπειτα από θητεία
δύο χρόνων σε μια ψυχιατρική κλινική
του Σαντιάγκο. Εκεί, ένας μυστηριώδης
τύπος ονόματι Φέλζενστάϊν φιλοξενεί
τον ετοιμοθάνατο Εριχ Χόνεκερ.
Η
υγεία του έχει επιδεινωθεί έπειτα από
χημειοθεραπείες και ο Φέλζενσταϊν καλεί
τον νεαρό Έλληνα γιατρό να τον βοηθήσει.
Θα συναντηθούν στην εσωτερική αυλή μιας
λευκής βίλας και οι δυο τους θα βιώσουν
μια εντελώς παράδοξη ιστορία. Ο Χόνεκερ
θα εμπιστευτεί τον Έλληνα, για τον οποίο
γνωρίζει ότι έχει σπουδάσει στο Βερολίνο
και έχει υπάρξει μέλος της Κομμουνιστικής
Νεολαίας Ελλάδος. Και κατά τη διάρκεια
των συναντήσεών τους θα αρχίσει να του
μιλάει για τη ζωή του και για τις εμμονές
του. Στην ιστορία εμπλέκεται επίσης
ένας αδίστακτος νεοναζί και μια μοιραία
γυναίκα που διευθύνει ένα μπορντέλο
στο λιμάνι του Βαλπαράΐζο. Η δόνα
Κοντσέτα, η οποία μαζί με τον Εριχ
προσπαθεί να αποτρέψει την αναβίωση
του φασισμού, αναθέτει στον γιατρό να
μεταφέρει στην Ευρώπη ένα σημαντικό
μήνυμα του κομμουνιστή ηγέτη.
Κάπως
έτσι αρχίζει το θρίλερ του Κουμανταρέα
που θα ολοκληρωθεί στην Αθήνα. Τα πρόσωπα
είναι φανταστικά -και ο έλληνας γιατρός,
το alter ego του συγγραφέα -, όχι όμως τα
γεγονότα και τα ιστορικά πρόσωπα που
περιβάλλουν τον Εριχ Χόνεκερ. Ο μύθος
πλέκεται γύρω από τις τελευταίες ημέρες
του στη Χιλή όπου αυτοεξορίστηκε μαζί
με τη σύζυγό του Μαργκότ Χόνεκερ.
Μετά
την πτώση του Τείχους του Βερολίνου,
τον Νοέμβριο του 1989, ο τελευταίος γενικός
γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος
και Πρόεδρος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας
της Γερμανίας δικάστηκε και φυλακίστηκε
τον Ιούλιο του ’92. Εξι μήνες αργότερα,
τον Γενάρη του ’93, αποφυλακίστηκε λόγω
ανηκέστου βλάβης.
Το
ύφος του Κουμανταρέα εξακολουθεί να
είναι γνώριμο. Πενήντα χρόνια μετά την
κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου «Τα
μηχανάκια», που εκδόθηκαν το 1962, η γραφή
του ογδοντάχρονου λογοτέχνη παραμένει
ανάλαφρη και οι εικόνες του καθαρές και
διάφανες ανακαλούν στη μνήμη μας παιδική
καλλιγραφία. Ο «Θάνατος στο Βαλπαραΐζο»
όμως δεν θυμίζει σε τίποτα τη «Φανέλα
με το εννιά», τον «Ωραίο Λοχαγό», την
«Κυρία Κούλα» ή τη «Βιοτεχνία Γυαλικών».
Είναι
σίγουρο επίσης ότι θα προκαλέσει πολλές
πολιτικές συζητήσεις αφού αυτή τη φορά
ο συγγραφέας θίγει τον κίνδυνο αναβίωσης
του ναζισμού, ενώ ανάμεσα στις γραμμές
διακρίνεται η συμπάθειά του για τον
αμφιλεγόμενο ανατολικογερμανό ηγέτη.
Με την περιγραφή του άρρωστου Χόνεκερ
μοιάζει άλλωστε να ξορκίζει τη δική του
πρόσφατη ασθένεια. Ο ίδιος έχει πει
μάλιστα παλιότερα ότι «κάθε βιβλίο
είναι αυτοβιογραφία – είτε είναι
μασκαρεμένη είτε όχι».
Το
τελευταίο πουκάμισο
«Μέσα
στην τετράγωνη κατάλευκη αυλή, ο γιατρός
με την άψογη θερινή φορεσιά του
περιεργαζόταν το τσαλακωμένο και σε
μερικές μεριές κιτρινισμένο κοστούμι
του ηγέτη.
Η
διαδρομή Βαλπαραΐζο – Σαντιάγκο για
τον Εριχ ήταν ένας απολογισμός ζωής.
Μια έξοδος από τη φυλακή με συνοδό έναν
Ναζί, προτού φανεί η επόμενη, που αυτή
τη φορά ήταν η έπαυλη Φέλζενσταϊν. Κι
αντί να απολογείται στον γερμανό ανακριτή
του Χίτλερ ή του Κολ, τα έλεγε τώρα σ”
αυτόν τον γιατρό που η καταγωγή του ήταν
η κοιτίδα της ελευθερίας, με την ελπίδα
αν όχι να τύχει απαλλαγής, τουλάχιστον
να γίνει πιστευτός. Γερμένος στην ψάθινη
πολυθρόνα, με τα γυαλιά του να κρέμονται
πιασμένα στα δάχτυλα του ενός χεριού
και με το χιλιάνικο πουράκι σβηστό στο
άλλο χέρι απ” όπου ξεκινούσε ο ορός για
να καταλήξει κρεμασμένος στο στατό,
άφηνε τον ιδρώτα μέσα από τα αραιωμένα
του μαλλιά να κυλά στο μέτωπό του.
Μα
κι ο γιατρός, στριφογυρίζοντας στο
κάθισμά του σαν κολασμένος και καπνίζοντας
σαν αράπης, προσπαθούσε να βρει ποια
θέση του ταίριαζε καλύτερα: του ψυχιάτρου
ή του κατασκόπου; Ή μήπως η διαφορά
ανάμεσα στα δύο ήταν μικρή;».
Κική
Τριανταφύλλη, ΤΑ
ΝΕΑ, 6/4/2013, (πηγή)
Ο
Κουμανταρέας στην στάση του Ηλεκτρικού
στην Πλ. Βικτωρίας
Βιβλία
του Μένη Κουμανταρέα
Τα
μηχανάκια, εκδόσεις
Κέδρος, 1962
Το
αρμένισμα, εκδόσεις
Κέδρος, 1967
Τα
καημένα, εκδόσεις
Κέδρος, 1972
Βιοτεχνία
υαλικών, εκδόσεις
Κέδρος, 1975
Η
κυρία Κούλα, εκδόσεις
Κέδρος, 1978
Το
κουρείο, εκδόσεις
Κέδρος, 1979
Σεραφείμ
και Χερουβείμ,
εκδόσεις Κέδρος, 1981
Ο
ωραίος λοχαγός,
εκδόσεις Κέδρος, 1982
Η
φανέλα με το εννιά,
εκδόσεις Κέδρος, 1986
Πλανόδιος
σαλπιγκτής, εκδόσεις
Κέδρος, 1989
Η
συμμορία της άρπας,
εκδόσεις Κέδρος, 1993
Η
μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω
, εκδόσεις Κέδρος, 1996
Η
μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το
σώμα, εκδόσεις
Κέδρος, 1999
Δυο
φορές Έλληνας,
εκδόσεις Κέδρος, 2001
Νώε,
εκδόσεις Κέδρος, 2003
Η
γυναίκα που πετάει, εκδόσεις
Κέδρος, 2006
Θυμάμαι
τη Μαρία, εκδόσειςΚέδρος,
2007
Το
show είναι των Ελλήνων, εκδόσεις
Κέδρος, 2008
Σ'
ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά,
εκδόσεις Κέδρος, 2009
Ξεχασμένη
Φρουρά, εκδόσεις
Καστανιώτη, 2010
Οι
αλεπούδες του Γκόσπορτ,
εκδόσεις Κέδρος, 2011
Θάνατος
στο Βαλπαραΐζο,
εκδόσεις Πατάκη, 2013
Ο
θησαυρός του χρόνου,
εκδόσεις Πατάκη, 2014
Μεταφράσεις
του Μένη Κουμανταρέα
Carroll,
Lewis, Οι
περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των
θαυμάτων,
εκδόσεις Ερμείας 1977 και Πατάκης, 2013
Hesse,
Hermann, Ντέμιαν,
εκδόσεις Ηριδανός, 1977
Büchner,
Georg, Λεντς,
εκδόσεις Ηριδανός, 1977
Fitzgerald,
Francis Scott, Το
πλουσιόπαιδο,
εκδόσεις Οδυσσέας, 1980
Melville,
Herman, Μπάρτλεμπυ,
ο γραφιάς,
εκδόσεις Οδυσσέας, 1984
McCullers,
Carson, Η
μπαλλάντα του λυπημένου καφενείου,
εκδόσεις Κέδρος, 1988
Poe,
Edgar Allan,
Στη
δίνη του Μάελστρομ,
εκδόσεις Κέδρος, 1995
Hemingway,
Ernest, Οι
φονιάδες,
εκδόσεις Κέδρος, 1995
Συλλογικό
έργο, Ανθολογία
του μαύρου χιούμορ,
εκδόσεις Αιγόκερως, 1996
Faulkner,
William, Καθώς
ψυχορραγώ,
εκδόσεις Κέδρος, 1999
MacCullers,
Carson, Η
μπαλάντα του λυπημένου καφενείου,
εκδόσεις Κέδρος, 2008
Melville,
Herman, Τρεις
απόκληροι,
εκδόσεις Καστανιώτη, 2010
Faulkner,
William, Καθώς ψυχορραγώ,
εκδόσεις Κέδρος, 2011
Συμμετοχές
σε συλλογικά έργα:
Δεκαοχτώ
κείμενα
(Κέδρος,
1970)
Στα
γήπεδα η πόλη αναστενάζει
(Ιανός, 1999)
Βόλος:
Μια πόλη στη λογοτεχνία
(Μεταίχμιο, 2000)
Τα
παιδικά μου χρόνια
(Καστανιώτης,
2003)
Το
χρονικό του Κέδρου
(Κέδρος, 2004)
Με
τον ρυθμό της ψυχής –
Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου
(Κέδρος, 2006)
Μπλε
μελαγχολία. Σας αρέσει ο Μπραμς;
Άλτιν
(Κέδρος, 2007)
21η
Απριλίου: 1967-2007 40 χρόνια από το πραξικόπημα
της Χούντας
(Δημοσιογραφικός
Οργανισμός Λαμπράκη, 2007)
Ενδοσκεληδόν
(Ζήτρος, 2008)
Γιώργος
Σεφέρης 1900-1971: 45 χρόνια μετά το Νόμπελ
(Ελευθεροτυπία, 2008)
Μ.
Καραγάτσης: Ιδεολογία
και ποιητική
(Μουσείο Μπενάκη, 2010)
Σενάρια:
Από αρ:
Κουμανταρέας, Ξένος, Αγγελάκης, Χρονάς.
Επιλεγμένες
κριτικές για το έργο του Μένη Κουμανταρέα
Τα
μηχανάκια (1962)
Απ.
Σαχίνη: Πεζογραφήματα Νέων. Τα γράμματα
του Απ. Σαχίνη, εφ. Έθνος, 24 Σεπτεμβρίου
1963.
Π.
Χάρη: Τα Νέα βιβλία, Πέτρου Αμπατζόγλου;
«Με τον Μινώταυρο» - Μ. Κουμανταρέα «Τα
μηχανάκια» εφ. Ελευθερία, 21 Οκτωβρίου
1962.
Απ.
Σαχίνη: Σε αναζήτηση ενός χαμένου
προσανατολισμού Μ. Κ. Τα μηχανάκια, Νέα
Βιβλιοθήκη Φέξη 1962.
Αλ.
Κοτζιά: Μ. Κ. Τα μηχανάκια, εκδόσεις Γ.
Φέξη, Αθήνα 1962.
Αγγ.
Φουριώτη: Η κριτική του βιβλίου Κ. Κυριαζή
«Κων/νος Παλαιολόγος», Μ. Κ. «Τα μηχανάκια»,
εκδ. Φέξη 1962
Δημ.
Ραυτόπουλος: Μ.Κ. Τα μηχανάκια, περ.
Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 96, Δεκέμβριος
1962.
Το
Αρμένισμα (1966)
Αλ.
Κοτζιά: Μ. Κ. «Το Αρμένισμα, τρία χρονικά,
Βιβλ. Της Εστίας Αθήναι 1966, εφ. Μεσημβρινή,
31 Δεκεμβρίου 1966.
Δημ.
Ραυτόπουλος: Μ. Κ. Το Αρμένισμα, περ.
Επιθεώρηση Τέχνης τχ. 45, Ιανουάριος 1967
(Αναδημοσιεύεται στο βιβλίο του Κρίσιμη
Λογοτεχνία, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1986.
Λ.
Ζενάκος: Βιβλία. Μ. Κ. «Το Αρμένισμα»,
τρία χρονικά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας,
Αθήνα 1966, περ. Ταχυδρόμος, 4 Φεβρουαρίου,
1967.
Γ.
Χατζίνης: Μ. Κ. «Το Αρμένισμα», τρία
χρονικά, περ. Νέα Εστία, 15 Φεβρουαρίου
1967.
Βάσου
Βαρίκα: «Πειραματισμοί και επιτεύγματα»
στη στήλη Συγγραφείς και Κείμενα: Μ. Κ.
«Το Αρμένισμα» και Μαίρης Καλατζή «Το
πρόσωπο της αλήθειας», εφ. Το Βήμα, 19
Φεβρουαρίου 1967.
Φώντα
Κονδύλη: [Μ. Κ.] τρία χρονικά εκδόσεις
της Εστίας, εφ. Δημοκρατική αλλαγή, 20
Φεβρουαρίου 1967.
Ανδρέα
Καραντώνη: Μ. Κ. «Το Αρμένισμα» (Τρία
Χρονικά), εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας,
Αθήναι 1966.
Τα
Καημένα (1972)
Σπ.
Πλασκοβίτη: Μ. Κ. «Τα καημένα», Κέδρος,
Αθήνα 1972, περ. Συνέχεια, Αύγουστος 1973.
Βιοτεχνία
υαλικών (1975)
Τ.
Γκρίτση – Μιλλιέξ: Μ. Κ. Βιοτεχνία
υαλικών Μυθιστόρημα (Κέδρος) εφ. Αυγή,
7 Φεβρουαρίου 1975.
Αλ.
Κοτζιά: «Βιοτεχνία υαλικών» Μ. Κ. «Κέδρος»,
εφ. Καθημερινή, 25 Μαΐου 1975.
M.
Vitti: Η Ελλάδα της Εθνικής
Οδού και η «Σκόντα» της Μπέμπας. 1) Η
υπόθεση και η οικογένεια, εφ. Το Βήμα,
27 Ιουλίου 1975, Η Ελλάδα της Εθνικής Οδού.
2) Ο χρόνος και η μνήμη, εφ. Το Βήμα, 29
Ιουλίου 1975.
Κ.
Σταματίου: Η Μπέμπα και η «Σκόντα», Μ.
Κ. Βιοτεχνία υαλικών, Εκδόσεις Κέδρος
1975, εφ. Τα Νέα, 6 Σεπτεμβρίου 1975.
Κρίτων
Χουρμουζιάδης: «Βιοτεχνία». Αναδημοσιευμένο
στο βιβλίο του «Συμπόσιο, Κείμενα για
τη Νεοελληνική Πεζογραφία», σε
πρόλογο-επιμέλεια Μ.Κ., εκδ. Κέδρος 1996.
Αλ.
Ζήρας: Ανιχνεύοντας το πεζογραφικό έργο
του Μ. Κ. εφ. Θεσσαλονίκη, 29 Δεκεμβρίου
1975.
Η
Κυρία Κούλα (1978)
Β[αϊος]
Π [αγκουρέλης]: «Η Κυρία Κούλα» Το νέο
βιβλίο του Μ. Κ., εφ. Το Βήμα, 29 Δεκεμβρίου
1977.
Αλ.
Κοτζιάς: Κάτω από τις απλές επιφάνειες,
Μ. Κ. «Η κυρία Κούλα», εκ. Κέδρος 1978, εφ.
Καθημερινή, 13 Απριλίου 1978.
Αλ.
Ζήρας: Μ. Κ. «Η Κυρία Κούλα», Αθήνα 1978,
περ. Σχεδία τχ. 1, Αθήνα, Νοέμβριος –
Δεκέμβριος 1978.
Το
κουρείο (1979)
[Αλ.
Ζήρας]: Ο Αλέξης Ζήρας γράφει για το
βιβλίο του Μ. Κ. «Το Κουρείο», Αθήνα 1979
περ. Αντί τχ. 130, 1979.
Νατάσα
Χατζηδάκη: Σκύψιμο με συμπάθεια στο
υπαρξιακό πρόβλημα του σύγχονου Έλληνα.
περ. Διαβάζω, τχ. 19.
Σεραφείμ
και Χερουβείμ (1981)
Φιλ.
Κωστομητσοπούλου: «Μ. Κ. Σεραφείμ και
Χερουβείμ» Κέδρος 1981. Περ. «Ο Δρόμος»
(Ρόδου), Μάιος 1981, τεύχος (Α’).
[Άγν.]:
Μ. Κ. Ανιστορώντας μια βεβιασμένη
«Ανοικοδόμηση», περ. Επίκαιρα, 28 Μαίου
1981.
Ο
ωραίος λοχαγός
(1982)
Ν.
Κασδαγλής: Εξουσία και Ισχύς. «Ο Ωραίος
Λοχαγός» του Μ. Κ., εφ Καθημερινή, 2
Δεκεμβρίου 1982.
Μ.
Γ. Μερακλής: Προσεγγίσεις στην Ελληνική
Πεζογραφία, (ο αστικός χώρος), Μ Κ. Ο
Ωραίος Λοχαγός, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα
1986.
Η
φανέλα με το εννιά
(1986)
Σπ.
Τσακνιάς: Ένας μοναχικός σταρ της μπάλας,
Μ. Κ. «Η φανέλα με το εννιά», Μυθιστόρημα,
Αθήνα, Κέδρος 1986, περ. Διαβάζω.
[Δημ.
Κούτροβικ]: Μ. Κ. Η φανέλα με το εννιά,
εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986, περ. Σχολιαστής,
τχ. (;) Ιανουάριος 1987.
Πλανόδιος
Σαλπιγκτής (1989)
Βας.
Κλαμαρά: Αυτοβιογραφικός Κουμανταρέας,
εφ. Ελευθεροτυπία, 10 Αυγούστου 1988.
[Αγν.]:
Σαλπίσματα περιπλάνησης. Παρουσιάστηκε
χθες το βιβλίο του Μ. Κ. «Πλανόδιος
Σαλπιγκτής», εφ. Ριζοσπάστης, 17 Μαρτίου
1989.
[Αγν.]:
Μ. Κ. Πλανόδιος Σαλπιγκτής, εκδόσεις
Κέδρος, Αθήνα 1989, περ. Αντί, 24 Μαρτίου
1989.
Η
συμμορία της άρπας
(1993)
Βαγγέλ.
Χατζηβασιλείου: Ο μετρ και η Μαργαρίτα,
εφ. Ελευθεροτυπία, 8 Δεκεμβρίου, 1993.
Μ.
Θεοδοσοπούλου: Από την οργισμένη γενιά
του ’60, εφ. Εποχή, 10 Απριλίου 1994.
Άλκηστης
Σουλογιάννη: Μ. Κ. Η συμμορία της άρπας.
Κέδρος 1993. Περ. (;).
Δημ.
Χουλιαράκη: Μουσικό μυθιστόρημα, Η
συμμορία της άρπας του Μ. Κ. εκδ. Κέδρος,
περ. Elle.
Θυμάμαι
τη Μαρία (1994)
Αγγ.
Κώττη: Ο Μένης θυμάται τη Μαρία. Μια
φανταστική συνάντηση με την Κάλλας, εφ.
Έθνος, 23 Ιανουαρίου1995.
Γιώργου
Μπαλούρδου: Θυμάμαι τη Μαρία, εφ. Φωνή
Πειραιώς, 30 Σεπτεμβρίου 1997.
Η
μυρωδιά τους με κάνει και κλαίω
(1996)
Β.
Χατζιβασιλείου: Το χρώμα της θλίψης. Μ.
Κ. Η μυρωδιά τους με κάνει και κλαίω, εκδ
Κέδρος, Αθήνα 1996, εφ. Ελευθεροτυπία, 22
Ιανουαρίου 1997.
Γιώτας
Κωντανάτου: Μ. Κ. Η μυρωδιά τους με κάνει
και κλαίω, εκδ. Κέδρος, περ. Επενδυτής,
15 Μαρτίου 1997.
Πόλυ
Κρημνιώτη: Μυστικά και ψέματα… στο χώρο
του βιβλίου, εφ. Αυγή, 23 Μαρτίου 1997.
Δ.
Κούτροβικ: Οι γείτονες από το ημιυπόγειο.
Μ. Κ. Η μυρωδιά τους με κάνει και κλαίω,
Κέδρος, Αθήνα 1996, εφ. Τα Νέα (Πανόραμα),
22 Απριλίου 1997.
Δυο
φορές Έλληνας (2001)
Μαρ.
Τζιαντζή: Δυο φορές Έλληνας, εφ. Πριν,
22 Ιουλίου 2001.
Γ.
Ν. Μπασκόζου: Βιβλίο – παρουσίαση: Μ. Κ.
Δυο φορές Έλληνας, εφ. Εξπρές, 5 Αυγούστου
2001.
Βαγγ.
Χατζηβασιλείου: «Χρονικό μιας
τεσσαρακονταετίας / Από το τέλος του
Εμφυλίου ως τα ρέιβ πάρτι των αρχών του
‘90» Μ. Κ. Δυο φορές Έλληνας, Κέδρος, εφ.
Ελευθεροτυπία, 7 Σεπτεμβρίου 2001.
Μάρης
Θεοδοσόπουλος: Ήθη, έθιμα και τάσεις.
Μιας αναδρομή στο λογοτεχνικό 2001.
[Κριτική και σχόλιο], Το Άλλο Βήμα, ένθετο
της εφ. Το Βήμα, 16 Δεκεμβρίου 2001.
Χαρ.
Γ. Δημακόπουλος: Ανιχνεύσεις ελληνικότητας
σε πολλές εκδοχές, εφ. Εστία, 22 Δεκεμβρίου
2001.
Δημ.
Νικολόπουλου: Βιβλίο, Δυο φορές Έλληνας,
εφ. Αδέσμευτος Τύπος, 30 Δεκεμβρίου 2001.
Πηγές
και σύνδεσμοι
Το
αφιέρωμα στον Μένη Κουμανταρέα άντλησε
υλικό από το περιοδικό Οδός
Πανός,
τχ. 117, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002.
Ο
Μένης Κουμανταρέας στον Κέδρο : Εδώ
Ο
Μένης Κουμανταρέας στη Βικιπαίδεια:
Εδώ
Ο
Μένης Κουμανταρέας στη BiblioNet: Εδώ
Ο
Μένης Κουμανταρέας στο Εθνικό Κέντρο
Βιβλίου: Εδώ