Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Antinous (111-130 AD), a tribute




Ο Αντίνοος, περ. 130-138 π.Χ.
Μάρμαρο Πάρου. Ύψος 1,80 μ. Δελφοί, Αρχαιολογικό Μουσείο

 
Αντίνοος, (111 130 μ.X.), αφιέρωμα
 
Προλεγόμενα
Για τον Αντίνοο, τον νεαρό Έλληνα,1 μορφή που μας είναι οικεία λόγω των πολλών σωζόμενων αναπαραστάσεών του σε αγάλματα, γνωρίζουμε ελάχιστα. Και αυτό γιατί οι πηγές γύρω από τον βίο του σιωπούν, γιατί όπως φαίνεται, το μόνο που ενδιέφερε τους καταγραφείς και μελετητές ήταν να μάς τον παρουσιάσουν απλά σαν τον ακόλουθο του Αδριανού. Έτσι, αφαιρετικά και γενικά. Μέχρι εδώ. Ο νεαρός όμως δεν παύει να είναι μια ξεχωριστή μορφή στην ιστορία και σαν τέτοια θα πρέπει να τον δούμε. Εξάλλου η πράξη του τέλους του δείχνει μια προσωπικότητα που, παρά το νεαρό της ηλικία του, φανερώνει ισχυρό ψυχικό σθένος και αποφασιστικότητα, αρετές που δεν συναντάτε συχνά σ’ αυτές τις ηλικίες.
Επιπλέον θα έπρεπε να μας έχει παρουσιαστεί καλύτερα από τους ιστορικούς και για ένα ακόμα λόγο, μια και τούτος ο έφηβος είναι το σύμβολο του μεταίχμιου από τον παλιό μυστηριακό και μυστικιστικό κόσμο των θεών, στον κόσμο της νέας θρησκείας, που σύντομα θα εξαπλωθεί δείχνοντας τα δόντια της, και θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να σβήσει οτιδήποτε το παλιό και κατά τη γνώμη της ανίερο. Λες και η ανθρωπότητα δεν υπήρξε πριν από αυτήν. Μάταιη βέβαια προσπάθεια, μια και ο παλιός κόσμος θα διεκδικήσει και θα πάρει –χρόνια μετά βέβαια- ό,τι του ανήκει.
Αλλά τούτος ο νέος, που είναι και ο τελευταίος θεός του Ελληνορωμαϊκού Πανθέου, έχει περάσει στην ιστορία και θα παραμείνει για μας το όμορφο αγαλμάτινο αγόρι με το ονειροπόλο βλέμμα, που είναι σαν να ατενίζει με τα παιδικά του μάτια όχι μόνο το δικό του θλιβερό τέλος, αλλά και έναν κόσμο που δύει. Χωρίς επιστροφή.



Ο Αντίνοος των Δελφών. περ. 130-138 π.Χ.


Το ιστορικό πλαίσιο, ο αυτοκράτορας Αδριανός
Θεωρούμε όπως πάντα σημαντικό, να εντάξουμε το πρόσωπο το οποίο μας ενδιαφέρει στο παρόν αφιέρωμα, στο ιστορικό του πλαίσιο. Δεν είναι βέβαια εύκολο, αλλά θα προσπαθήσουνε μέσα στον περιορισμένο χώρο τούτου του αφιερώματος να δώσουμε το ιστορικό στίγμα της εποχής, σκιτσάροντας ουσιαστικά το πορτραίτο του αυτοκράτορα Αδριανού· μια και τούτος ο σημαντικότατος ηγέτης ξεχωρίζει από όλους όσους πέρασαν από τους θρόνους Ρώμης και Βυζαντίου, αφού άφησε πίσω του ένα σπουδαίο έργο σε όλους τους τομείς. Να φανταστεί κανείς ότι το υδραγωγείο της Αθήνας που ήταν δικό του έργο, έφερνε το πολύτιμο ύδωρ στην πόλη των Αθηνών ως και το 1930!!
Η ιστορική περίοδος πριν, αλλά, κυρίως, μετά τη γέννηση του Χριστού, είναι ένα κομμάτι της ιστορίας που βέβαια δεν διδάσκεται στα σχολειά μας. Από την ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τους διωγμούς που έκανε στους χριστιανούς -αυτό πρέπει να μείνει κυρίως στα παιδιά για την περίοδο αυτή, οι κακοί Ρωμαίοι και οι καλοί χριστιανοί- περνάμε στο ένδοξο Βυζάντιο, λες και δεν υπάρχει μια σκοτεινή όσο και άκρως ενδιαφέρουσα ενδιάμεση περίοδος. Αλλά αυτό είναι ένα κομμάτι που ο καθένα οφείλει να μελετήσει μόνος του, και που εδώ δεν μπορούμε να επεκταθούμε και να δούμε για παράδειγμα γιατί ο Ιουλιανός, αυτός ο κορυφαίος, αξιέπαινος και επιτυχημένος αυτοκράτορας, δεν μας είναι γνωστός για το έργο του των δύο όλων κι όλων χρόνων που κυβέρνησε -όσο πρόλαβε δηλαδή- αλλά τον ξέρουμε σχεδόν όλοι ως παραβάτη. Αλήθεια παραβάτη σε τι;
Αλλά ας αρχίσουμε να κοιτάμε την περίοδο που μας ενδιαφέρει.
Ο Αδριανός (πλήρες όνομα Πόπλιος Αίλιος Τραϊανός Αδριανός, Publius Aelius Traianus Hadrianus), ο οποίος γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 76 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 117 μ.Χ., σε ηλικία 41 ετών, παίρνοντας την σκυτάλη από τον Τραϊανό, τον οποίο είχε εξάδελφο. Σε αυτό το χρίσμα είχε την αμέριστη βοήθεια και υποστήριξη του στρατού και της Συγκλήτου. Αλλά κυρίως είχε την τύχη να είναι ευνοούμενος της συζύγου του εξαδέλφου του Τραϊανού, Πλωτίνας. Ο Αδριανός έτρεφε φιλελληνικά αισθήματα και από μικρός ήταν γνώστης της ελληνικής γραμματείας. Του είχε μάλιστα δοθεί και το προσωνύμιο «Γκρεκούλους» (δηλαδή το Ελληνάκι) γι’ αυτή του την κλίση. Ο Αδριανός όμως ήταν ουμανιστής και θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς σαν «Μεγάλο Έλληνα». Ήταν όμως και στωικός και επικούρειος φιλόσοφος.
Ως Αυτοκράτορας ο Αδριανός φημίζεται για μια σειρά μέτρων που ανακούφισαν το λαό, όπως η διαγραφή των καθυστερούμενων φόρων, που τον έκαναν αγαπητό. Επιπλέον, μείωσε τη δουλεία, εξανθρώπισε τον νομικό κώδικα και απαγόρευσε τα βασανιστήρια. Σχεδόν όλη η βασιλεία του συνέπεσε με ειρηνική περίοδο, έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθεί με έργα ειρήνης, αλλά και θωράκισης της Αυτοκρατορίας, όπως τα τείχη που κατασκεύασε κατά μήκος των συνόρων, με πιο σπουδαία και γνωστά αυτά της Βρετανίας, του Δούναβη και του Ρήνου.
Κατάφερε όμως να εξασφαλίσει τις κατακτήσεις του προκατόχου του Τραϊανού στη Μεσοποταμία, και να συνάψει ειρήνη με τους Πάρθους. Αλλά κυρίως, κατάφερε να καταστείλει την εξέγερση των Εβραίων που είχε ξεκινήσει επί Τραϊανού, και να τους περιορίσει. Τους είχε μάλιστα απαγορεύσει να επισκέπτονται την Ιερουσαλήμ –την οποία μετονόμασε Αιλία Καπιτωλίνα- επί ποινή θανάτου.
Ο Αδριανός είχε ουσιαστικά να κυβερνήσει και να διαχειριστεί μια αχανή και αρκετές φορές ταραχώδη αυτοκρατορία. Έτσι ήταν πολύ φυσικό να βρίσκεται συνέχεια σε κίνηση και να αναγκάζεται να ταξιδεύει, να επιβλέπει, να ελέγχει και να δίνει οδηγίες για τα μεγάλα δημόσια έργα που κατασκευάζονταν στα διάφορα μέρη της. Και πραγματικά είναι αξιόλογα τα έργα υποδομής που έγιναν επί βασιλείας του. Βιβλιοθήκες, υδραγωγεία, λουτρά, θέατρα, ναοί, είναι μερικά από αυτά. Ο ίδιος πίστευε μάλιστα πως η αυτοκρατορία θα θωρακισθεί καλύτερα από τους εχθρούς της με έργα υποδομής, παρά με κατακτητικούς πολέμους.
Το φθινόπωρο του 124 μ.Χ. ο Αδριανός θα έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Θα λάβει μέρος και θα μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια. Στην Αθήνα, φτάνει τον Μάρτιο του 125 μ.Χ. Θα γίνει Αθηναίος πολίτης και δεν θα διστάσει να εφοδιάσει την πόλη με μια σειρά από σπουδαία έργα. Χτίζει τείχος που χωρίσει την νέα από την παλιά πόλη. Όλοι σήμερα ξέρουμε την Αψίδα του Αδριανού ή Πύλη του Αδριανού που ουσιαστικά είναι μέρος αυτού του τείχους. Φτιάχνει την Βιβλιοθήκη του Αδριανού που σώζεται μέχρι σήμερα. Αποπερατώνει το Ναό του Ολυμπίου Διός, που σημειωτέων, είχε ξεκινήσει να ανεγείρεται πριν από περίπου 600 χρόνια -επί Πεισιστράτου- και σήμερα μας είναι γνωστός ως Στύλοι του Ολυμπίου Διός.
Δεν έμεινε όμως μόνο σε αυτά τα έργα. Το σημαντικότερο και ευεργετικότερο έργο που έκανε στην πόλη των Αθηνών ήταν το Αδριάνειο Υδραγωγείο. Ένα έργο που παρέμεινε σχεδόν το μόνο μέσο ύδρευσης της πόλης μέχρι και το 1930. Επιπλέον, διαπλάτυνε την οδό μεταξύ Κορίνθου και Μεγάρων, γνωστός μας ως Κακιά σκάλα. Δεν θα έχει όμως επιτυχή έκβαση η προσπάθειά του να ενώσει όλες τις ημιαυτόνομες ελληνικές πόλεις-κράτοι, σε Ελλάδα και Ιωνία, υπό το «Πανελλήνιον», ένα είδος περιφερειακής βουλής.
Η βασιλεία του Αδριανού χαρακτηρίζεται από μια περίοδο ακμής και πολιτισμού. Ο Αδριανός υπήρξε ο αυτοκράτορας που πάνω απ’ όλα ήταν προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Βίλλα του Αδριανού στο Τίβολι ήταν ένα ζωντανό μουσείο.
Ο Αδριανός πέθανε στις 10 Ιουλίου 138 σε ηλικία 62 ετών στην πατρική του οικία στην Ιταλική. 

 
 Ο Αντίνοος των Δελφών, φωτό: Φώτης Διογένης

Αντίνοος, μια σύντομη γνωριμία
Ο Αντίνοος γεννήθηκε στο Βιθύνιο (Κλαυδιούπολη) της Βιθυνίας στης 27 Νοεμβρίου του 111 μ.Χ., από γονείς ποιμένες. Ήταν ένα αγόρι με εξαίσιο κάλος.
Το 123 μ.Χ., ο Αδριανός φτάνει στη Μαυριτανία. Η επίσκεψή του θα είναι σύντομη μια και φεύγει για την Παρθία που πληροφορίες τη θέλουν να προετοιμάζεται και πάλι για πόλεμο. Φτάνοντας στον Ευφράτη θα έρθει σε διακανονισμό με τον βασιλιά των Πάρθων, Χοσρόη Α'. Κατόπιν σπεύδει στον Εύξεινο Πόντο για να ελέγξει την άμυνα κατά μήκος της ακτής. Ιδρύει την Αδριανούπολη, και περνάει το χειμώνα στη Νικομήδεια, πρωτεύουσα της Βηθυνίας. Ο σεισμός που έχει προκαλέσει πολλές καταστροφές στην πόλη θα κάνει τον Αδριανό να σταθεί πολύ γενναιόδωρος μαζί της και να αρχίσει ένα μεγάλο αριθμό έργων ανοικοδόμησης της πόλης. Ακριβώς τότε ο Αδριανός επισκέφτηκε την Κλαυδιούπολη, όπου θα γνωρίσει τον πανέμορφο νεαρό Έλληνα Αντίνοο. Έμεινε εμβρόντητος από την ομορφιά του νέου και τον πήρε μαζί του. Αν και οι πηγές δεν αναφέρουν τίποτα για το χρόνο συνάντησής τους, οι απεικονίσεις του Αντίνοου που τον παρουσιάζουν ως νέο άντρα και οι οποίες χρονολογούνται λίγο πριν ο νέος πεθάνει, τον παρουσιάζουν στην ηλικία των είκοσι περίπου ετών. Είναι λοιπόν πιθανόν ο νέος να ήταν τότε 13 -14 ετών. Δεν γνωρίζουμε αρχικά αν ο Αδριανός πήρε μαζί του το νέο ή τον έστειλε στη Ρώμη για να εκπαιδευτεί ως ακόλουθός του, αν και πιθανότατα δεν θα μπορούσε να αποχωριστεί τον όμορφο νεανία. Εξάλλου κάποιο στοιχείο θα υπήρχε από την περίοδο που ο Αντίνοος θα εκπαιδεύονταν στην Ρώμη, Οπότε πρέπει μάλλον να αποκλείσουμε την πιθανότητα αυτή.
Ο Αντίνοος έκτοτε συνόδευε τον Αδριανό σε όλες του τις περιοδείες. Έγινε σύντροφος και ερωμένος του.
Ο νεαρός Αντίνοος αυτοκτόνησε πέφτοντας στα νερά του Νείλου στις 30 Οκτωβρίου του 130 μ.Χ. σε ηλικία μόλις 19 ετών, ενώ περιόδευαν μαζί με τον αυτοκράτορα στην Αίγυπτο. Ουσιαστικά αυτοθυσιάστηκε μια και πίστευε στην παλιά παράδοση που ήθελε την πράξη του αυτή να βοηθάει για να ζήσει ο αυτοκράτορας περισσότερα και καλύτερα χρόνια. Ήταν βαθιά μέσα του ριζωμένη η πεποίθηση πως ο χαμός του θα έδινε μακροζωία στον προστάτη του. Υπάρχουν βέβαια και άλλες εκδοχές για το τέλος του Αντίνοου που μιλούν για ατύχημα, φόνο, ή ακόμα και θρησκευτική θυσία.
Ο θάνατός του βύθισε τον αυτοκράτορα σε μια απέραντη και βαθιά λύπη, φέρνοντάς τον στα όρια της απελπισίας. 

 
Ο Αντίνοος των Δελφών. περ. 130-138 π.Χ.

Αντίνοος, ο τελευταίος Έλληνας θεός
Ο Αδριανός, γνώστης και ένθερμος οπαδός του ελληνικού ιδεώδους, συντετριμμένος από το θάνατο του ερωμένου του, ζήτησε τη συμμετοχή ολόκληρης της αυτοκρατορίας στο πένθος. Έδωσε διαταγή να στηθούν εικονιστικά αγάλματά του νεαρού Έλληνα και προτομές σε όλους τους λατρευτικούς χώρους, στα ιερά, καθώς και σε πολλές πόλεις σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας. Επίσης αναγέρθηκαν ναοί προς τιμήν του στην Βιθυνία, την Μαντίνεια και στην Αθήνα και οργανώθηκαν γιορτές για να τον τιμήσουν. Τα Αντινόεια εν άστει γιορτάζονταν στην Αθήνα στη Ελευσίνα (Αντινόεια εν Ελευσίνι), στην Μαντίνεια, στην Βιθυνία, στην Αίγυπτο και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Έτσι ο άτυχος και πρόωρα χαμένος Αντίνοος, κόσμησε με το κάλος του τους χώρους αυτούς, αλλά και λατρεύτηκε σαν θεός.
Ο Ηρόδοτος μάς αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν αφηρωισμένους όσους πνίγονταν στον Νείλο, έτσι η θεοποίηση φαίνεται να βασίστηκε στην αιγυπτιακή θρησκεία, αλλά πέρα από την παράδοση της Αιγύπτου, ο Αδριανός που φαίνεται πως έφερε πολύ βαριά την ευθύνη για το τραγικό τέλος του ερωμένου του, δεν μπορούσε παρά να τον παραδώσει στην αιωνιότητα έτσι όπως ακριβώς τον γνώρισε και τον αγάπησε. Νέο και όμορφο. Μην λησμονούμε ότι λίγους αιώνες πριν ο Μέγας Αλέξανδρος επιχείρησε να κάνει ακριβώς το ίδιο για τον μονάκριβο φίλο του Ηφαιστίωνα.
Αλλά ο Αδριανός δεν έμεινε μόνο σε αυτά, διέταξε και έτσι καθιερώθηκαν προς τιμήν του Αντίνοου αγώνες που τελούνταν κάθε χρόνο. Επιπλέον φτιάχτηκαν εκατοντάδες σφραγιδόλιθοι που φέρουν το κεφάλι του νέου, και κόπηκαν ρωμαϊκά νομίσματα προς τιμήν του Αντίνοου, στα οποία αναπαρίστατο η παράσταση του αγάλματος και καλούνταν με την προσωνυμία «προπυλαίος», δηλαδή αυτός που βρισκόταν έμπροσθεν της πύλης. Τέλος, για να τιμήσει τη μνήμη του έκτισε στην Αίγυπτο την Αντινοούπολη ή Αντινόη, πόλη που ιδρύθηκε πάνω στα ερείπια της Μπέσα, εκεί δηλαδή που ο νέος πέθανε και που σήμερα ελάχιστα ερείπια της πόλης μάς σώζονται, μια και τα υλικά της χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστεί πλησίον της ένα εργοστάσιο ζάχαρης!
Το 125 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αδριανός επισκέφτηκε τη Μαντίνεια, στην Αρκαδία, η οποία από το 223 π.Χ. ονομαζόταν Αντιγόνεια, προς τιμήν του Βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονου, μια και οι Μακεδόνες είχαν καταλάβει τότε την περιοχή. Ο Αδριανός θα φανεί ιδιαίτερα γενναιόδωρος με τους Μαντινείς. Θα επαναφέρει την ονομασία Μαντίνεια, θα χτίσει ξανά το ιερό του Ίππιου Ποσειδώνα βάζοντας το ξανά σε λειτουργία -όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας- ιερό που οι Μακεδόνες είχαν κλείσει κ.ά. Αργότερα, το 130 μ.Χ. οι Μαντίνειοι μαθαίνοντας τον θάνατο του Αντίνοου για να τιμήσουν τον αυτοκράτορα και καθώς υπήρχε ισχυρός δεσμός ανάμεσα στη Μαντίνεια και την πατρίδα του Αντινόου, την Βιθυνία, θα αναγείρουν ναό και θα θεσπίσουν προς τιμήν του χαμένου Αντίνοου τα Αντινόεια, πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες. Αυτό ενισχύει την άποψη που θέλει τον Αντίνοο να ακολουθεί τον Αδριανό κατά την εκεί επίσκεψή του. Οι Μαντινείς δηλαδή, είχαν γνωρίσει τον νεαρό καθώς και τη σχέση του με τον Αυτοκράτορα.
Εδώ, θα μου επιτραπεί να πω για να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο της καταγωγής του Αντίνοου, και για να κατανοήσουμε τον ακριβή λόγο για τις τιμές που απέδωσαν σε αυτόν οι Μαντινείς, πως, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Βιθυνοί της Μ. Ασίας ήσαν Αρκάδες, και κατά τον Παυσανία, τον Στράβωνα, τον Πτολεμαίο και τον Πλίνο υπήρχε αποικία των Μαντινέων στη Βιθυνία με την ονομασία Βιθύνιον, που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Σαγκάριου, και ήταν -όπως προαναφέραμε- η γενέτειρα του Αντίνοου. Αυτός ήταν ο λόγος που οι Μαντινείς τίμησαν όσο καμιά άλλη ελληνική πόλη τον Αντίνοο. Γιατί τον θεωρούσαν ομογενή για την καταγωγή του από τη Βιθυνία, που είχε αποικιστεί από προγόνους τους Μαντινείς.
Η λατρεία του Αντίνοου ήταν τόσο ισχυρή που ακόμα και τον Ε' μ.Χ. αιώνα λατρεύονταν ως θεός. Η νέα θρησκεία όμως που είχε πια για τα καλά ανδρωθεί και γίνει καθεστώς -κάτι που από την πρώτη στιγμή διακαώς επιθυμούσε- άρχισε να επιβάλλεται παντού. Έτσι, από θέση ισχύος τώρα πια, επιτέθηκε με σφοδρότητα σε κάθε τι που ήταν πέρα και έξω από αυτήν, χωρίς να σέβεται ούτε καν τα κηρύγματα του ίδιου του ιδρυτή της. Έτσι, αλλού δια της βίας, αλλού με τους νόμους των αυτοκρατόρων -βλέπε τον Ιουστιάνειο Κώδικα για παράδειγμα- αλλού με τη φοβέρα κράτους και εκκλησίας, προσπάθησε να σβήσει την παλιά λατρεία των θεών. Μια λατρεία που αντιστάθηκε γενναία, για να λάβει σήμερα από την ανθρωπότητα τη θέση που της αξίζει.     

Δελφοί 1893. Η ανακάλυψη του Αντίνοου,

Ο Αντίνοος των Δελφών, ή, Η ιστορία ενός αγάλματος
Το 130 μ,Χ., όπως αναφέραμε, ο διάσημος για την ομορφιά του νέος, Αντίνοος, πνίγηκε στα νερά του Νείλου.
Στους Δελφούς, ιερό που ο αυτοκράτορας Αδριανός είχε ευεργετήσει, στήθηκε ένα από τα ωραιότερα λατρευτικά αγάλματα (πορτρέτα) του νεαρού Αντίνοου. Το άγαλμα στήθηκε στο ιερό των Δελφών με απόφαση των αμφικτυόνων και του ιερέα Αριστότιμου.
Συγκεκριμένα, το άγαλμα του νέου που χρονολογείται το 130-135- π.Χ., στήθηκε και λατρεύτηκε μέσα στο ιερό των Δελφών. Πιθανότατα, αρχικά το άγαλμα να είχε στηθεί στην είσοδο του ιερού, μια και στα ρωμαϊκά νομίσματα που κόπηκαν προς τιμήν του, αναφέρεται με την προσωνυμία «προπυλαίος» και αργότερα να μεταφέρθηκε στο σημείο που βρέθηκε, σ' ένα είδος παρεκκλησίου κοντά στο ναό του Απόλλωνα.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τούτο το άγαλμα του νεαρού Αντίνοου, το 1893, κατά τη διάρκεια ανασκαφών στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών. Το άγαλμα βρέθηκε αν και με σπασμένο το γόνατο, πολύ καλά διηρημένο, όρθιο πάνω στο βάθρο του, δίπλα στον τοίχο ενός πλινθόκτιστου δωματίου, πίσω από το ναό του Απόλλωνα. Η εξαιρετική διατήρηση και η λαμπρότητα του αγάλματος οφείλονται στην στίλβωση του μαρμάρου με ειδικό λάδι, τεχνική που ήταν χαρακτηριστική και διαδεδομένη για τα λατρευτικά αγάλματα της εποχής του Αδριανού. Τα χέρια του αγάλματος από τους αγκώνες και κάτω, λείπουν.
Σε αδρές γραμμές, αν θέλαμε να περιγράψουμε τη στάση του αγάλματος θα λέγαμε ότι το κεφάλι του νέου με την μελαγχολική ομορφιά, γέρνει ευλαβικά και με περισυλλογή στο πλάι. Τα πυκνά μαλλιά του πέφτουν και καλύπτουν απαλά το μέτωπο και τα μάγουλα, προσδίδοντας στην μορφή του έναν πένθιμο τόνο. Επιπλέον, ο παρατηρητικός επισκέπτης μπορεί να διακρίνει τις τρύπες στις οποίες κάποτε στερέωναν το δάφνινο από χαλκό στεφάνι, από το οποίο σώζεται μόνο η ταινία. Τα ματιά του, όπως αναφέρει ο επιφανής αρχαιολόγος Γιάννης Μηλιάδης «εκφράζουν μια βαθιά μελαγχολία, σα να καθρέφτιζαν ακόμα στην υγρότητά τους το ποτάμι που βρήκε το θάνατο ο μυστικόπαθος νέος».2 Το κορμί του με την ηρωική-θεϊκή γυμνότητα θέλει να πλησιάσει τις αθλητικές κλασικές μορφές, αλλά δεν έχει την πνοή των προτύπων του, που νοσταλγικά αναζητεί η τέχνη του αδριάνειου κλασικισμού. Ο Αντίνοος, με το ονειροπόλο βλέμμα του, είναι σαν να ατενίζει όχι μόνο το δικό του πρόωρο τέλος, αλλά και έναν κόσμο που δύει χωρίς επιστροφή
Ο Αντίνοος παριστάνεται –φυσικά- νέος με εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εξέλιξης του πορτραίτου μια και όλα τα χαρακτηριστικά του παραπέμπουν ευθέως στην Αρχαία Ελλάδα. Αποτελεί όμως και ένα χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής του μια και ενσαρκώνει το όλο πνεύμα των αυτοκρατορικών χρόνων για την τάση τής τέχνης που δεν είναι άλλη από την επάνοδο στα αρχαία ελληνικά πρότυπα.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος γράφει για το άγαλμα αυτό:
Το άγαλμα του Αντίνοου των Δελφών είναι ένα από τα καλύτερα πορτραίτα του πανέμορφου αυτού νέου. Ύστερα από το θάνατό του ο αυτοκράτορας Αδριανός που τον είχε πολύ αγαπήσει, τον θεοποίησε και διέταξε να στηθεί το άγαλμά του σε αναρίθμητες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι σήμερα η μορφή τού νέου αυτού με την μελαγχολική ομορφιά, που ενσαρκώνει τον κόσμο των αυτοκρατορικών χρόνων, με την εξωτερική δύναμη και ωραιοπάθεια που καλύπτει την ουσιαστική φθορά του αρχαίου κόσμου, βρίσκεται στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Μεσογείου, από την Αφρική και την Ελλάδα και από τη Συρία ως την δυτική Ευρώπη.3


Αδριανός και Αντίνοος

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Αδριανού Απομνημονεύματα4
Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στο αριστουργηματικό της έργο Αδριανού Απομνημονεύματα, μιλάει για την προσωπικότητα και τη μορφή του Αντίνοου αλλά κυρίως για την προσωπικότητα του Αδριανού. Σαν μεγάλη συγγραφέας που είναι, η γραφή της αποπνέει και αναπλάθει την ατμόσφαιρα της εποχής και το κλίμα των ημερών που ο νέος βρήκε άδοξο τέλος. Στο έργο αφηγητής είναι ο Αδριανός. Παρουσιάζουμε εδώ δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Το προηγούμενο βράδυ, ο Λούκιος με είχε καλέσει να δειπνήσω στο σκάφος του. Πήγα, το δειλινό. Ο Αντίνοος αρνήθηκε να με συνοδεύσει. Τον άφησα στην πρύμη, στο κατώφλι της καμπίνας μου, να παίζει ξαπλωμένος απάνω στην λεοντή του αστραγάλους με τον Χαρβία. Μισή ώρα αργότερα, όταν έπεφτε η νύχτα, άλλαξε γνώμη, και φώναξε ένα βαρκάκι. Μ’ ένα μονάχα κωπηλάτη ανέβηκε αντίθετα στο ρεύμα τη σημαντική απόσταση που μας χώριζε από τις άλλες βάρκες. Η είσοδός του στη σκηνή, όπου δινόταν το δείπνο, διέκοψε τις ζητωκραυγές που είχανε σαν αιτία τους τα τσακίσματα κάποιας χορεύτριας. Ήταν παράξενα μασκαρεμένος μέσα σ’ ένα μακρύ συριακό φόρεμα, λεπτό σαν επιδερμίδα καρπού, ολόσπαρτο από άνθη και χίμαιρες. Για να κωπηλατεί πιο άνετα, είχε κατεβάσει το δεξί ώμο του. Οι στάλες του ιδρώτα τρεμοπαίζανε πάνω σε κείνο το λείο στήθος. Ο Λούκιος του πέταξε μια γιρλάντα, που την έπιασε στον αέρα. Η σχεδόν παράφωνη χαρά του δεν τον πρόδωσε ούτε στιγμή, ενισχυμένη μόλις από μια κούπα ελληνικό κρασί. Επιστρέψαμε με τη δική μου βάρκα που την πηγαίνανε έξι κωπηλάτες. Από ψηλά μας ξεπροβόδησε το δηκτικό «καληνύχτα» του Λούκιου. Η άγρια ευθυμία του διαρκούσε. Αλλά το πρωί, άγγιξα ένα πρόσωπο παγωμένο από τα δάκρυα. Δυσανασχετώντας, τον ρώτησα γιατί κλαίει. Μου δικαιολογήθηκε ταπεινά, προβάλλοντας σα δικαιολογία την κούραση. Το δέχτηκα εκείνο το ψέμμα. Ξανακοιμήθηκα. Πέρασε την πραγματική αγωνία του μέσα σ’ αυτό το κρεββάτι, στ πλάι μου.
Μόλις είχε φτάσει το ταχυδρομείο από τη Ρώμη. Πέρασα τη μέρα μου διαβάζοντάς το και γράφοντας απαντήσεις. Όπως συνήθως, ο Αντίνοος πηγαινοερχόταν σιωπηλός μέσα στο δωμάτιο. Δεν ξέρω σε ποιαν ακριβώς στιγμή βγήκε αυτό το όμορφο λαγωνικό από τη ζωή μου. Κατά τη δωδέκατη ώρα, μπήκε αναστατωμένος ο Χαρβίας. Αντίθετα μ’ όλους του κανονισμούς, ο νεαρός άντρας είχε εγκαταλείψει το σκάφος χωρίς να καθορίσει ούτε το σκοπό, ούτε τη διάρκεια της απουσίας του. Είχαν περάσει τουλάχιστον δυο ώρες από την αναχώρησή του. Ο Χαρβίας αναλογιζόταν παράξενες φράσεις που είχαν ειπωθεί την παραμονή, μια παραγγελία που του είχε αφήσει το ίδιο εκείνο το πρωί, και που μ’ αφορούσε. Μου εξομολογήθηκε τους φόβους του. Κατεβήκαμε βιαστικοί ως την όχθη. Από ένστικτο ο γέρος παιδαγωγός κατευθύνθηκε προς έναν μικρό ναό που βρισκόταν στην παραλία, ένα μικρό οίκημα, απομονωμένο, παράρτημα του ναού που είχαν επισκεφθεί παρέα με τον Αντίνοο. Πάνω σε μια τράπεζα προσφοράς υπήρχαν ακόμα, οι στάχτες κάποιας θυσίας. Ο Χαρβίας έχωσε μέσα τους το δάχτυλό του και τράβηξε άθικτη σχεδόν, μια μπούκλα κομμένα μαλλιά.
Δε μας έμενε πια παρά να ψάξουμε την ακτή. Μια σειρά από δεξαμενές που θα έπρεπε να χρησίμευαν άλλοτε σε ιερές τελετές, συγκοινωνούσαν με ένα μυχό του ποταμού. Στην όχθη της τελευταίας, ο Χαρβίας διάκρινε μέσα στο σούρουπο που έπεφτε γοργά ένα διπλωμένο ρούχο, σάνδαλα. Κατέβηκα τα γυαλιστερά σκαλοπάτια. Ήταν ξαπλωμένος στο βυθό, είχε βουλιάξει κιόλας μέσα στο βούρκο του ποταμού. Με τη βοήθεια του Χαρβία, κατάφερα ν’ ανασηκώσω εκείνο το κορμί που βάραινε κιόλας σαν πέτρα. Ο Χαρβίας φώναξε τους βαρκάρηδες που αυτοσχεδίασαν ένα πάνινο φορείο. Ο Ερμογένης, που στείλαμε να φωνάξουμε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να πιστοποιήσει το θάνατο. Εκείνο το τόσο υπάκουο κορμί, αρνιότανε να ξαναζεσταθεί, να ξαναζήσει. Τον μεταφέραμε στο σκάφος. Όλα κατέρρεαν. Όλα μοιάζαν να σβήνουνε. Ο Ολύμπιος Δίας, ο Παντοκράτορας ο Σωτήρας του Κόσμου, είχανε σωριαστεί, και δεν έμενε παρά ένας ψαρομάλλης άνθρωπος που έκλαιγε με λυγμούς πάνω στη γέφυρα μιας βάρκας.
Δυο μέρες αργότερα, ο Ερμογένης κατάφερε να με κάνει να σκεφτώ την κηδεία. Το τυπικό της θυσίας που είχε διαλέξει ο Αντίνοος σαν πλαίσιο του θανάτου του, μου έδειχνε το δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσω. Δε θα πήγαιναν χαμένες αυτές οι ώρες και αυτές οι ημέρες που συνέπιπταν με την κάθοδο του Όσιρη μέσα στον τάφο. Πέρασα στην άλλη όχθη, στην Ερμούπολη, στους ταριχευτές. Είχα δει πως δούλευαν οι όμοιοί τους στη Αλεξάνδρεια. Ήξερα τους εξευτελισμούς που θα επιβάλανε σ’ αυτό το κορμί. Αλλά το ίδιο τρομακτική ήτανε και η πυρά, που θάψηνε και θα καρβούνιαζε αυτό το σώμα που αγαπήθηκε και η γη όπου σαπίζουν οι νεκροί. Διασχίσαμε γρήγορα το ποτάμι. Κουβαριασμένος σε μια γωνιά της καμπίνας της πρύμης ο Ευφορίωνας ολόλυζε σιγανά δεν ξέρω πιο πένθιμο αφρικανικό θρήνο. Εκείνο το πνιχτό και βραχνό τραγούδι μού φαινόταν σα δικιά μου σχεδόν κραυγή. Μεταφέραμε το νεκρό μέσα σε μια αποστειρωμένη αίθουσα, που μου έφερε στο νου την κλινική του Σάτυρου. Βοήθησα τον εκμαγέα ν’ αλείψει με λάδι το πρόσωπο προτού ρίξει το κερί. Όλες οι μεταφορές βρίσκανε ξανά ένα νόημα. Κράτησα αυτή την καρδιά μέσα στα χέρια μου. Όταν την άφησα το αδειασμένο κορμί δεν ήταν πια παρά μια προπαρασκευή ταριχευτή, πρώτο στάδια ενός αποτροπιαστικού αριστουργήματος, πολύτιμο συστατικό, δουλεμένο μ’ αλάτια και με πολτούς μύρρας που ο αέρας κι’ ο ήλιος δε θ’ αγγίζανε ποτέ πια.
Στην επιστροφή, επισκέφτηκα το ναό κοντά στον οποίο είχε γίνει η θυσία. Μίλησα με τους ιερείς. Ανακαινισμένο το ιερό τους θα γινόταν .ένας τόπος προσκυνήματος για όλη τη Αίγυπτο. Πιο πλούσιο το κολλέγιό τους, πιο μεγάλο, θ’ αφιερω4νότανε στο εξής στη λατρεία του θεού μου. Ακόμα και στις λιγότερο εκστατικές στιγμές μας, ποτέ δεν αμφέβαλλα πως αυτή η νεότητα ήτανε θεϊκή. Η Ελλάδα και η Ασία, θα τον τιμούσανε με τον τρόπο μας, με αγώνες, με χορούς, με τελετουργικές προσφορές στα πόδια ενός λευκού και γυμνού αγάλματος. Η Αίγυπτος που παραστάθηκε στην αγωνία του, θα είχε κι’ αυτή το μέρος της στην αποθέωση. Θα είχε τον πιο σκοτεινό τον πιο μυστικό, τον πιο σκληρό ρόλο. Αυτή η χώρα, θα έπαιζε πλάι του το ρόλο του ταριχευτή. Για αιώνες ιερείς με ξυρισμένα κεφάλια θ’ απαγγέλλανε λιτανείες που θα μνημονεύανε αυτό το όνομα, που δεν θα ‘χε αξία γι’ αυτούς, αλλά που για μένα κλείνει τα πάντα μέσα του. Κάθε χρόνο, η ιερή βάρκα θα περιέφερε αυτό το ομοίωμα στο ποτάμι. Κάθε πρώτη του μήνα της Αθύρ, μοιρολογητές θα βαδίζουν πάνω σ’ αυτή την όχθη, όπου έχω βαδίσει. Κάθε ώρα έχει το άμεσο καθήκον της, το πρόσταγμά της πάνω στις άλλες. Το πρόσταγμα της στιγμής ήτανε να διεκδικήσω από το θάνατο το λίγο που μου απόμενε. Ο Φλέγωνας συγκέντρωσε στην όχθη τούς αρχιτέκτονες και τους μηχανικούς της ακολουθίας μου. Ψυχωμένος από ένα είδος μεθύσι που διατήρησε την ενάργειά μου, τους έσερνα πίσω μου πάνω στους πετρωμένους λόφους, τους εξηγούσα τα σχέδιά μου, την ανέγερση τειχών μήκους σαράντα πέντε σταδίων. Χάραζα πάνω στην άμμο το σημείο της αψίδας του θριάμβου, τον τόπο του τάφου. Η Αντιγόνη θα γεννιόταν. Θα ήταν ήδη σα να νικάς το θάνατο, το να επιβάλεις σ’ αυτή τη θλιβερή γη μια πολιτεία ολότελα ελληνική, ένα οχυρό που θα ενέπνεε το σεβασμό στους νομάδες της Ερυθραίας, μια νέα αγορά πάνω στο δρόμο για τις Ινδίες. Ο Αλέξανδρος είχε γιορτάσει την κηδεία του Ηφαιστίωνα με καταστροφές και εκατόμβες. Το έβρισκα ωραιότερο να προσφέρω στον εκλεκτό μία πόλη, όπου η λατρεία του θα ήταν αιώνια ανακατεμένη με την κίνηση στις δημόσιες πλατείες, όπου το όνομά του θα ξαναρχόταν στις εσπερινές συζητήσεις καθώς οι νεαροί άντρες θα πετάνε γιρλάντες ο ένας στον άλλο την ώρα των συμποσίων. Αλλά η σκέψη μου σκόνταφτε σε ένα σημείο. Μου φαινόταν αδύνατο να εγκαταλείψω αυτό το κορμί σε ξένο έδαφος. Όμοια με τον άνθρωπο που δεν είναι βέβαιος για τον επόμενο σταθμό του και κρατάει δωμάτια σε πολλά ξενοδοχεία μαζί, του παρήγγειλα κι ένα μνημείο στη Ρώμη, στην όχθη του Τίβερη, κοντά στον δικό μου τον τάφο. Σκεφτόμουν, ακόμα, τον αιγυπτιακό ναό που είχα χτίσει, από ένα καπρίτσιο, μέσα στην έπαυλη, και που ξαφνικά αποδεικνυόταν τραγικά χρήσιμος. Ορίσαμε την ημέρα της ταφής, που θα γινόταν μετά από δύο μήνες που απαιτούσαν οι ταριχευτές. Ανάθεσα στον Μεσομήδη να συνθέσει τα νεκρικά χορικά. Αργά, μέσα στη νύχτα γύρισα στο καράβι. Ο Ερμογένης μου ετοίμασε ένα καταπραϋντικό για να κοιμηθώ. […]
Εξακολουθήσαμε ν’ ανεβαίνουμε τα νερά του ποταμού, εγώ όμως ταξίδευα πάνω στα ύδατα της Στυγός. Στα στρατόπεδα των αιχμαλώτων, στις όχθες του Δούναβη, είχα δει, άλλοτε, άθλιους, που πλαγιασμένοι πλάι στον τοίχο, χτυπούσαν ασταμάτητα το κούτελό τους πάνω σ’ αυτόν με μια άγρια κίνηση, παράλογη και γλυκιά, επαναλαμβάνοντας αδιάκοπα το ίδιο πάντοτε όνομα. Στις σπηλιές του Κολοσσαίου μού είχαν δείξει λιοντάρια που μαραζώνανε γιατί τους είχανε πάρει το σκύλο με τον οποίο είχανε μάθει να ζουν. Συγκέντρωσα τις σκέψεις μου. Ο Αντίνοος ήταν νεκρός. Παιδί, είχα ουρλιάξει πάνω στο πτώμα του Μαρουλλίνου, το κατακομματιασμένο από τις κουρούνες, αλλά όπως ουρλιάζει τη νύχτα ένα ζωντανό στερημένο από λογική. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει, αλλά το ορφανό των δώδεκα χρόνων που είμουνα τότε δεν είχε παρατηρήσει τίποτα άλλο έξω από την αταξία του σπιτιού, τα κλάματα της μητέρας του και τον ίδιο τον τρόμο του. Δεν είχε μάθει τίποτα από τα μαρτύρια που είχε περάσει ο νεκρός. Η μητέρα μου είχε πεθάνει πολύ αργότερα, προς την εποχή της αποστολής μου στην Παννονία, δεν θυμόμουν ακριβώς την ημερομηνία. Ο Τραϊανός δεν ήταν παρά ένας άρρωστος που έπρεπε να πείσω να κάνει μια διαθήκη. Δεν είχα δει την Πλωτίνα να πεθαίνει. Ο Αττιανός, είχε πεθάνει κι’ αυτός. Ήταν ένας γέροντας. Στους δακικούς πολέμους, είχα χάσει συντρόφους που πίστευα πως αγαπούσα φλογερά. Αλλά ήταν νέοι, η ζωή και ο θάνατος ήταν εξίσου μεθυστικοί και εύκολοι. Ο Αντίνοος ήταν νεκρός. Θυμόμουν τις κοινοτοπίες που τόσο συχνά λέγονται, πως πεθαίνουμε σ’ όλες τις ηλικίες, πως όσους πεθαίνουνε νέοι τους αγαπάνε οι θεοί. Είχα κάνει, και ‘γω μιαν εξευτελιστική κατάχρηση λέξεων. Είχα μιλήσει για θανάτους στον ύπνο μας, για θανάτους από πλήξη. Είχα μεταχειριστεί τη λέξη αγωνία, τη λέξη πένθος, τη λέξη χαμός. Ο Αντίνοος ήταν νεκρός.
Ο Έρωτας , ο πιο σοφός από τους θεούς… αλλά ο Έρωτας δεν ευθυνότανε γι’ αυτές τις αμέλειες, γι’ αυτές τις σκληρότητες γι’ αυτήν την αδιαφορία που ανακατεύεται με το πάθος όπως η άμμος με το χρυσάφι που παρασύρει ένας ποταμός, γι’ αυτήν τη χυδαία τύφλωση ενός υπερβολικά ευτυχισμένου ανθρώπου, που γερνά. Πως μπορούσα να είμαι τόσο αναίσθητα ικανοποιημένος; Ο Αντίνοος ήταν νεκρός. Μακριά από το ν’ αγαπώ υπερβολικά, όπως, αναμφίβολα, ισχυρίζεται αυτή τη στιγμή ο Σερβιανός στη Ρώμη, δεν είχα αγαπήσει αρκετά, για ν’ αναγκάσω εκείνο το παιδί να ζήσει. Ο Χαρβίας, που με την ιδιότητα του ορφικού μύστη αντιμετώπιζε την αυτοκτονία σαν έγκλημα, επέμενε στην πλευρά της θυσίας αυτού του τέλους. Δοκίμαζα και ‘γω ένα είδος τρομερής χαράς, όταν έλεγα με τον εαυτό μου ότι αυτός ο θάνατος ήταν δώρο. Αλλά μόνον εγώ αναλογιζόμουν πόση πίκρα κόχλαζε στο βάθος της γλυκύτητας, πόση απελπισία κρυβόταν μέσα στην απάρνηση, ποιο μίσος ανακατεύεται με τον έρωτα. Ένα ταπεινωμένο πλάσμα, μου πετούσε στα μούτρα την αφοσίωσή του. Ένα παιδί, φοβισμένο μήπως τα χάσει όλα, είχε βρει αυτόν τον τρόπο για να με δέσει μαζί του για πάντα. Αν είχε ελπίσει να με προστατέψει μ’ αυτή τη θυσία του, θα πρέπει, να αισθανόταν πολύ λίγο αγαπητός για να μην καταλάβει πως το χειρότερο των δεινών θα ‘τανε να τον χάσω.


 
Διάφορα αγάλματα του Αντίνοου.
Συνολικά υπολογίζεται πως στήθηκαν πάνω από 150 αγάλματα του νὲου.

Σόνια Ζαχαράτου, Τα νερά στα μάτια σου5
Το αφήγημα Τα νερά στα μάτια σου της Σόνιας Ζαχαράτου, όπως διαβάζουμε και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου περιγράφει το ακραίο πάθος και τη σαρωτική δύναμη του έρωτα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού με το νεαρό Αντίνοο.
Το κείμενο παρακολουθεί, μέσα από τις αναμνήσεις του Αντίνοου, τους δύο εραστές στην απροσδόκητη γνωριμία τους, στις μακρινές περιπλανήσεις τους, στις μεθυστικές απολαύσεις τους, στις φιλοσοφικές αναζητήσεις τους, στις νυχτερινές ερωτικές διαδρομές τους, στην άκρατη ζήλια και την καταστροφή που, αναπόφευκτα, επιφέρει.
Στο έργο αφηγητής είναι ο νεαρός Αντίνοος. Παρουσιάζουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα:
Πάνω στο σώμα μου κυλάει ο Νείλος. Τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα των νερών του. Μα ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω, η δική μου σκέψη σαν βέλος με ταχύτητα ιλίγγου διαπερνά τον παρελθόντα χρόνο και με φέρνει κοντά σου. Πιάνομαι τότε από την άκρη του αυτοκρατορικού μανδύα σου και παίρνω δύναμη. Υπάρχω. Είμαι. Κι άλλοτε μπερδεύομαι στα πόδια σου για να εμποδίσω μιαν αιφνίδια παραφορά σου κι άλλοτε πάλι ισορροπώ πάνω στο βλέμμα σου· βλέμμα, γερακίσα σαϊτιά για τους αντιπάλου, κούπα μέλι για τους φίλου, μπούσουλας αλλά και σύμπαν ανεξάντλητο για μένα.
«Κοίταξέ με»
Σκόρπιες φάσεις σου και λέξεις σου θυμάμαι κι ακροβατώ διαρκώς στα ίδια και στα ίδια. Εξαντλώ σχολαστικά τ' αλλοτινά σπουδαία ή ελάχιστα που ύφαναν τη ζωή μας. Τις λεπτομέρειες και της πιο μικρής σου κίνησης. Τα δευτερόλεπτα και της πιο ασήμαντής σου έκφρασης. Τις αποχρώσεις και του πιο ανεπαίσθητου ήχου σου. Και, από μια ψευδαίσθηση ευτυχίας ορμώμενος, στέκομαι...
«Στάσου πλάι μου!»
..ξαναστέκομαι πλάι σου.
Ξαναμπαίνω περιδεής στις πόλεις της αυτοκρατορίας που διαβήκαμε μαζί, ένα βήμα πίσω σου για να σε προσέχω. Ξαφνιάζομαι και συγκινούμαι, καθώς βλέπω μπουλούκια τους λαούς να σε περικυκλώνουν και να σε επευφημούν για τα σπουδαία έργα σου, που άλλαξαν τη ζωή τους. Να σε ευγνωμονούν για την ανθρωπιά, τη μεγαλοσύνη και τη γενναιοδωρία σου. Να σου προσφέρουν, δοξάζοντάς σε, τα αγαθά των τόπων τους κι εσύ να τους τα επιστράφεις με μια κίνηση απλή, πολλαπλασιάζοντάς τα.
Ξαναβλέπω να σε προσκυνούν ωσάν θεό, Αδριανέ, μαζί με τους θεούς τους για την πίστη σου στα ιερά και απαραβίαστα, στους δημοκρατικούς θεσμούς, στη δημόσια αρετή και στην ειρήνη. Θερμαίνομαι και τώρα ακόμα από τους φλογερούς λόγους σου μπροστά στα πολυεθνή ακροατήρια, για την ευσέβεια και την προσήλωση που όλοι πρέπει να τρέφουν απέναντι στους νόμους και στην πατρίδα. Από τους εμπνευσμένους λόγους σου για κάθε τι πνευματικό, δίκαιο και ωραίο. Από τη φιλοσοφημένη επιμονή σου στην ύψιστη τέχνη της ζωής. Από τη φροντίδα σου απέναντι σε κάθε πολίτη ανήσυχο, απόκληρο, αποκαμωμένο.
Κι αφήνοντας τη σκέψη να ξεστρατίσει από τις εικόνες με τα μεγάλα πλήθη, περιπλανιέμαι στο αχανές πάθος μου για εσένα. Νοσταλγώ τις νύχτες τις δικές μας. Τις γεμάτες ψιθυρίσματα, όρκους, σχέδια, ποίηση και μουσική. Και ξεχνιέμαι. Και ονειροπολώ. Και γελώ. Και μελαγχολώ. Και σε ραίνω με ψιχάλες ποταμίσιες. Κι ο ελαφρύς κυματισμός του νερού μού φέρνει το άρωμά σου. Κια κάνω πείσματα και νάζια μικρού παιδιού. Και σε αποζητώ. Και κλαίω που πια δεν μπορώ να σε αγγίξω. Αλλά κλαίω και από υπερηφάνεια για όσα αξιώθηκα να ζήσω. Κλαίω, όπως όταν θριαμβευτή σε αγκάλιαζα, με δάφνινα στεφάνια στολισμένο και μου έλεγες...
«η νίκη μου, για σένα και μόνο!»
Ρουφούσα πάντα την ομορφιά της ζωής με ευλάβεια· το ξέρεις.
Ήμουν θιασώτης της προσηλωμένος από τότε που μου την έμαθες εσύ. Αφή με αφή. Φιλί με φιλί. Λέξη με λέξη. Ανάσα με ανάσα. Βλέμμα με βλέμμα. Βήμα με βήμα. Γι' αυτό σκιρτώ, και σήμερα ακόμα, μπροστά στην ομορφιά που μου προσφέρει ο τόπος. Εδώ, μέσα στο ποτάμι, όταν ο ήλιος δοξαστικά λαμπρύνει τις φοινικιές αλλά και τον κοντινό ορυζώνα· τον ορυζώνα που, τις ώρες του μεσημεριού, αντανακλά στον ουρανό αστραποβόλα νερά και φύλλα πράσινα. Στον ουρανό νερά και φύλλα... Το μεσημέρι, που κατάχαμα κοιτά κι εμένα ο ήλιος. Που με υποχρεώνει, με το ανελέητο φως του, να ξαναπιάσω το νήμα της αλήθειας. Της αλήθειας μου, που είχα πλάσει σαν αλήθεια και πραγματικότητα, για να μου αρέσει. Επειδή, έτσι.
Επειδή...
«το σώμα σου είναι φτιαγμένο από φως... Πόσο σε θέλω!»
...μου ψιθύριζες τρυφερά.
Κι έπειτα, το σούρουπο, καθώς ο ήλιος προχωρά στην άλλη μεριά του ορίζοντα, πορφυρός επανέρχομαι. Και πάνω σε αυτό το σώμα, που έλεγες ότι είναι φτιαγμένο από φως, στέκονται οι ηλιαχτίδες, τριαντάφυλλα. Στο σώμα μου. Το σώμα μου. Ανθίζει το σώμα μου τριαντάφυλλα, που δεν ξέρω πως έφτασαν ίσαμε εδώ, αφού αυτά τα μάζευα στην προηγούμενη πατρίδα.
Εκεί. Μακριά. Πέρα από τη θάλασσα που απλώνεται σαν ουρανός ανάστροφος και πέρα από τα πολύμορφα νησιά του Ομήρου. Εκεί, που με βρήκες λερωμένο με χώματα να τρυγώ το αμπέλι, ένα απαλό απόγευμα στο τέλος του καλοκαιριού.
Εκεί. Στην πατρίδα τη δική μου. Στην πατρίδα, την αλλού διάσπαρτη με βράχια και άγονες κατωφεριές και την αλλού μελίρρυτη. Με λιόδεντρα ασημοπράσινα, λεύκες θροϊστές, κουκουναριές με βαριά κλαδιά, πευκώνες βαθύσκιωτους, μεστωμένα κυπαρίσσια.
Εκεί.
Εγώ εκεί.
Το σώμα μου εδώ εκεί.


Πηγές και σημειώσεις του αφιερώματος

1. Ο Αντίνοος ήταν Έλληνας, μια και καταγόταν από το Βιθύνιο, πόλη της Βιθυνίας που ήταν Αρκαδική αποικία. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηρόδοτο, οι Βιθυνοί της Μ. Ασίας ήσαν Αρκάδες και κατά τον Παυσανία, τον Στράβωνα, τον Πτολεμαίο και τον Πλίνο, το Βιθύνιον, πόλη που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Σαγκάριου, ήταν αποικία των Μαντινέων. Αυτός εξάλλου ήταν και ο λόγος που οι Μαντινείς τίμησαν όσο καμιά άλλη ελληνική πόλη τον Αντίνοο. Γιατί τον θεωρούσαν ομογενή για την καταγωγή του από τη Βιθυνία, που είχε αποικιστεί από προγόνους τους Μαντινείς.
2. Ποιήματα, μεταφράσεις και άρθρα του Γιάννη Μηλιάδη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη. Αθήνα, 2013.
3. Τα ελληνικά Μουσεία, Μανόλης Ανδρόνικος, Εκδοτική Αθηνών, 1974.
4. Αδριανού απομνημονεύματα, Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, μετ. Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα.
5. Τα νερά στα μάτια σου, Σόνια Ζαχαράτου, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2012.

Επιπλέον στοιχεία αντλήθηκαν από τους τόμους:
Ελληνική τέχνη - Αρχαία γλυπτά, Νικόλαος Γιαλούρης, Εκδοτική Αθηνών, 1990.
Ρωμαϊκή ιστορία, Francesco Bertolini, μετ. Σπυρίδωνος Λάμπρου, εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα 2003.
Ρωμαϊκή ιστορία, Rostovtzeff Michael Ivanovitch, μετ. Β. Καλφόγλου, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1984.
Θεολογία των Ρωμαίων, Claudio Rutilio, μετ. Ανδρέου Γιάννης, εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, Αθήνα 1997.
 
Το φωτογραφικό υλικό του παρόντος αφιερώματος αντλήθηκε από το διαδίκτυο. Όπου μας ήταν γνωστό γίνεται αναφορά στους φωτογράφους, στους οποίους και ανήκουν πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα των φωτογραφιών τους.



Αντίνοος. Παρίσι. Μουσείο Λούβρου.


 Ο Αντίνοος των Δελφών. περ. 130-138 π.Χ.

 
 Ο Αντίνοος των Δελφών. περ. 130-138 π.Χ.


Ο Αντίνοος των Δελφών. περ. 130-138 π.Χ.


 Ο Αντίνοος των Δελφών. περ. 130-138 π.Χ.


 
Προτομή του Aντινόου 130-138 μ.X. Βρέθηκε στην Πάτρα.
Αθήνα. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.


O αυτοκράτορας Αδριανός και ο Αντίνοος,. Λονδίνο. Βρετανικό Μουσείο.