ΤΟΥ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Τοῦ
Κ...
Ι
Τὸ
ξανθὸ παλληκάρι τοῦ καλοκαιριοῦ
ἔχει μιὰ γαλανὴ γραμμὴ πάνω στὸ λεῖο μέτωπο.
Στὰ καστανά του μάτια κρατάει τὶς ἀχτίδες τοῦ ἥλιου
μισοκλείνοντας τὰ σκιερὰ βλέφαρα,
ψιλοπαίζοντας τὶς βλεφαρίδες ἀχτιδωτές.
ἔχει μιὰ γαλανὴ γραμμὴ πάνω στὸ λεῖο μέτωπο.
Στὰ καστανά του μάτια κρατάει τὶς ἀχτίδες τοῦ ἥλιου
μισοκλείνοντας τὰ σκιερὰ βλέφαρα,
ψιλοπαίζοντας τὶς βλεφαρίδες ἀχτιδωτές.
Ἡλιοψημένο
στυλώνει τό λαμπρὸ κορμί,
ἀμέριμνα χαμογελᾶ καὶ ἄσκοπα.
Φαντάζουν κάτασπρα τὰ δόντια του,
μοιάζουν τ' ἄσπρα χαλίκια, καθαροπλυμένα,
στ' ἀκρογιάλι τοῦ γαλάζιου καὶ κρυστάλλινου νεροῦ.
ἀμέριμνα χαμογελᾶ καὶ ἄσκοπα.
Φαντάζουν κάτασπρα τὰ δόντια του,
μοιάζουν τ' ἄσπρα χαλίκια, καθαροπλυμένα,
στ' ἀκρογιάλι τοῦ γαλάζιου καὶ κρυστάλλινου νεροῦ.
ΙΙ
Φῶς
καλοκαιρινὸ γαλάζιο, καὶ χρυσό...
Φουσκώνει ἀεράκι ἀλαφρό, πλανιέται
ἀνάλαφρο ἀερικὸ ποὺ χάνεται,
γιὰ νὰ ξανάρθει δυναμωμένο,
δῆθεν θυμωμένο.
Πῶς εἶναι θυμωμένο; Ἀφοῦ
φέρνει γέλιο χαριτωμένο,
νεανικό,
κρυμμένο, ἄφαντο. Δοσμένο
στὸ πλούσιο φῶς, ἀμέριμνο, εὐτυχισμένο.
Φουσκώνει ἀεράκι ἀλαφρό, πλανιέται
ἀνάλαφρο ἀερικὸ ποὺ χάνεται,
γιὰ νὰ ξανάρθει δυναμωμένο,
δῆθεν θυμωμένο.
Πῶς εἶναι θυμωμένο; Ἀφοῦ
φέρνει γέλιο χαριτωμένο,
νεανικό,
κρυμμένο, ἄφαντο. Δοσμένο
στὸ πλούσιο φῶς, ἀμέριμνο, εὐτυχισμένο.
ΙΙΙ
Ἄψογα
καὶ προπάντων ζωντανά,
ὡραία σώματα νεανικά,
τούτη ζητῶ τὴ βεβαιότητα.
Mὴ μοῦ θυμίσεις τὴν ἀρετή,
ἔχει γεράσει, φόρεσε γυαλιὰ
μὲ σκελετό χρυσό, φυλάγει
ἀπὸ τὸ φῶς τ' ἄχροα μάτια της.
Ἔχει ἀραιὰ μαλλιά, κοκκινωπά,
ἀσπριδερὴ ἐπιδερμίδα, ὄλο φακίδες
κιτρινωπές.
Πές, ἄν μπορεῖ
νὰ καταλάβει μιὰ τέτοια γυναῖκα
τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ χαρίζει ὁ ἥλιος
στὸ λαμπρό σῶμα, ἐφηβικό,
ἐκεῖνου τοῦ ἐφήβου ἀκριβῶς,
ποῦ στάθηκε γυμνὸς καί ὄρθιος,
στὴν πλῶρη τῆς ἄσπρης βάρκας.
Περνούσε τὸ βαποράκι
τῆς συγκοινωνίας γιὰ τὰ θαλάσσια λουτρὰ
καὶ οἱ παχιὲς γυναίκες μὲ τὰ πολλὰ παιδιά,
χειροκροτοῦσαν ἄπ' τὸ πλοῖο ἔξαλλες.
ὡραία σώματα νεανικά,
τούτη ζητῶ τὴ βεβαιότητα.
Mὴ μοῦ θυμίσεις τὴν ἀρετή,
ἔχει γεράσει, φόρεσε γυαλιὰ
μὲ σκελετό χρυσό, φυλάγει
ἀπὸ τὸ φῶς τ' ἄχροα μάτια της.
Ἔχει ἀραιὰ μαλλιά, κοκκινωπά,
ἀσπριδερὴ ἐπιδερμίδα, ὄλο φακίδες
κιτρινωπές.
Πές, ἄν μπορεῖ
νὰ καταλάβει μιὰ τέτοια γυναῖκα
τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ χαρίζει ὁ ἥλιος
στὸ λαμπρό σῶμα, ἐφηβικό,
ἐκεῖνου τοῦ ἐφήβου ἀκριβῶς,
ποῦ στάθηκε γυμνὸς καί ὄρθιος,
στὴν πλῶρη τῆς ἄσπρης βάρκας.
Περνούσε τὸ βαποράκι
τῆς συγκοινωνίας γιὰ τὰ θαλάσσια λουτρὰ
καὶ οἱ παχιὲς γυναίκες μὲ τὰ πολλὰ παιδιά,
χειροκροτοῦσαν ἄπ' τὸ πλοῖο ἔξαλλες.
Ζωὴ
Καρέλλη, Ἀπὸ τὴν συλλογή, Παραμύθια,
1955.
Ἀπὸ
τὴν συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν ποιημάτων
της:
Τὰ
ποιήματα,
2ος τόμος, Ἐκδόσεις τῶν φίλων, Ἀθήνα,
2000.