ΒΙΑΙΟ
ΒΟΥΚΟΛΙΚΟ
Πάνω
στὸν μαῦρο θώρακα τοῦ
σύννεφου
τῆς μπόρας, ὁ ἀετὸς
ψηλώνει
μὲ τὸ κλεμμένο πρόβατο:
δυὸ
φτεροῦγες, τέσσερα πόδια,
ἕνας
σφυγὸς ποὺ χτυπᾶ, χτυπᾶ,
κι
εἶναι τόσο λίγος ὁ καιρὸς
νὰ
νιώσεις τὴ γῆ ποὺ μικραίνει,
τὸν
τυμπανισμὸ τῶν νερῶν,
νὰ
γίνεις μὲ μιᾶς, ἀδιέξοδα,
ἀρπάγη
ποὺ πονᾶ καὶ βάρος
ποὺ
βελάζει, μαζὶ καὶ τὰ δυό,
ὥσπου
ὁ δεσμὸς χαλάσει,
νὰ
συσχετίσεις τὴ χωμάτινη γραμμὴ
καθὼς
κονταίνει τὸ σχοινὶ ἀνάμεσα
στὸ
πόδι καὶ στὸν πάσαλο, μὲ τοὺς
κύκλους
τοῦ ἀετοῦ καθὼς μακραίνει
σὲ
μιὰ φωλιὰ φασκιωμένη στ' ἀστροπελέκια,
στρωμένη
μὲ τὰ ράμφη τους ποὺ ἀκόμα
δὲν
ἔχουν γίνει, ὅμως τὰ κόκκαλά τους
ποὺ
δὲν εἶναι πιά, ὁλότελα ἀδέλφια·
ὡσότου
πέρα ἀπ' τὸν Κιθαιρώνα,
πόδι,
φτερό, ἕνα προσανατολισμένο
πλάσμα,
ἄγρια περήφανη κραυγὴ
καὶ
σωθικὰ τοῦ τρόμου,
ἀθέατο
μὲς τὸ οὐράνιο τόξο,
νὰ
γίνεις ἕνα καὶ μὲ τὸν βοσκὸ
ποὺ
ψηλὰ κοιτάζοντας κατάλαβε
δίχως
νὰ μεταμωρφωθεῖ σὲ πέτρα.
Μετάφραση,
Βασίλης Βασιλικός,
ἀπὸ τὴ συλλογή, Ὁ
μαῦρος κύκνος,
Ἐκδόσεις Γαβριηλίδης 2015.