Τρίτη 21 Απριλίου 2020

«In the Name Of» (W imię…), a film by Małgorzata Szumowska




 

 

 

«In the Name Of» (W imię…), μιὰ ταινία τῆς Małgorzata Szumowska

Ἡ στάση τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπέναντι στὴν ὁμοφυλοφιλία μᾶς εἶναι γνωστὴ καὶ θεωροῦμε περιττό, –κυρίως ὅμως βαρετό– νὰ τριγυρνᾶμε γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο θέμα, γράφοντας ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ ἴδια πράγματα. Οὔτως ἢ ἄλλως δὲν περιμένει κανεὶς ἀπὸ τὶς θρησκεῖες νὰ γίνουν ἐλαστικές, καὶ ἐκσυγχρονίζοντας τὰ δόγματά τους νὰ συμπεριλάβουν διαφορετικότητες στοὺς κόλπους τους. Ἂν θέλει κανεὶς ντὲ καὶ καλὰ νὰ προσαράξει σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀπάνεμους κόλπους δὲν ἔχει παρὰ νὰ ἀκολουθήσει εὐλαβικὰ τὰ σιδερόφρακτα δόγματά τους, ἀρνούμενος τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του· νὰ γίνει δηλαδὴ κάποιος ἄλλος ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι ἀρεστὸς στοὺς ἀνὰ τὸν κόσμο ρασοφόρους, τηρώντας κατὰ γράμμα τὶς συμβουλές τους γιὰ σεξουαλικὴ ἀποχὴ καὶ μετάνοια, καὶ βέβαια νὰ ἀκολουθεῖ τὸ τελετουργικό τῶν δογμάτων τους.
Στὸν χριστιανισμό, μιὰ θρησκεία, ποὺ οὐσιαστικά, δημιούργησε ὁ Παῦλος καὶ ὄχι ὁ Χριστός –ὁ Χριστὸς πλάστηκε στὰ μέτρα ποὺ ὁ Παῦλος ἐπιθυμοῦσε προκειμένου νὰ ὀρθώσει πάνω του, γερὰ στερεωμένο, τὸ οἰκοδόμημα τοῦ χριστιανισμοῦ, ἔτσι ὅπως αὐτὸς τὸ ὀνειρευόταν–, ἡ ὁμοφυλοφιλία δὲν εἶναι ἀποδεκτή. Μπορεῖ βέβαια τὰ Εὐαγγέλια νὰ μὴν ἀναφέρουν οὔτε λέξη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴς ὁμοφυλοφιλίας καὶ γενικὰ κατὰ τῶν ὁμοφυλόφιλων, ὅμως αὐτὸ δὲν φαίνεται νὰ πτόησε τὸν Παῦλο καὶ τοὺς Πατέρες τὶς ἐκκλησίας ποὺ στρώθηκαν οἱ ἴδιοι καὶ συνέγραψαν μόνοι τους τὰ κείμενα ποὺ τοὺς χρειάζονταν, «συμπληρώνοντας» τὰ Εὐαγγέλια – ὄχι ποὺ θὰ ἄφηναν τὸ θέμα ἀνέγγιχτο!
Στὸ δημιούργημα τοῦ χριστιανισμοῦ λοιπόν, δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσουν ὅσοι δὲν εἶναι «φυσιολογικοί», –ἂν δὲν εἶναι νὰ ἀλλάξουν πάραυτα, μετανοώντας– καὶ ὅσοι δὲν ἀκολουθοῦν κατὰ γράμμα τὰς γραφάς του. Καὶ τί λένε αὐτὲς οἱ γραφές; Αἰ γραφαὶ οὐσιαστικὰ μᾶς λέμε νὰ ζοῦμε τὴ ζωή μας ἀρνούμενοι τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, παίζοντας θέατρο σὰν καλοὶ ἠθοποιοί, καὶ νὰ σκύβουμε τὸ κεφάλι ὑποτασσόμενοι στὸ ἀφεντικό μας· εἴτε αὐτὸ εἶναι ὁ καλὸς Θεούλης τους, εἴτε ὁ ἐπίγειος ἀφέντης-δυνάστης ποὺ μᾶς πετάει ὡς ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴν ὑποταγή μας, ἕνα ξεροκόμματο – καὶ βέβαια γιὰ τὴ σκληρὴ ἐργασία μας· μιὰ ἐργασία ποὺ τὸν ἔχει γεμίσει πλοῦτο! Διόλου τυχαῖο ποὺ ἡ ἐκκλησία δὲν συνηγόρησε, δὲν υποστηρίξετε καὶ δὲν παρακίνησε τὸν λαὸ σὲ καμιὰ ἐπανάσταση. Καμιά!! Καὶ μὴν ἀκοῦτε τὰ περὶ παρακινήσεως τοῦ Γένους ἀπὸ τοὺς παπάδες γιὰ τὸν ξεσηκωμὸ τὸ 1821 ποὺ διαβάζουμε στὰ σχολικά μας βιβλία, ἡ ἀλήθεια βρίσκεται πολὺ μακριά...
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία κατάφερε τόσα χρόνια νὰ σταθεῖ ὄρθια ἐφαρμόζοντας σταθερὰ τὸ δυαδικὸ σύστημα. Ἀπὸ τὴ μιὰ δηλαδὴ ὁ αὐτοκράτορας στὸν ὁποῖο ὀφείλει ὑποταγὴ τὸ σῶμα σου, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ πατριάρχης στὸν ὁποῖο ὀφείλει ὑποταγὴ τὸ μυαλό σου, κυρίως ὅμως ἡ ψυχή σου. Καὶ ἄντε τώρα ἐσὺ νὰ κουνηθεῖς... Ἄψογη συνεργασία κράτους–ἐκκλησίας γιὰ τὴν ὕπνωση, τὴν ἐκμετάλλευση καὶ ἀφαίμαξη τοῦ κοσμάκη. Ἐξάλλου, μὴν λησμονοῦμε, πὼς τὸ ἐκμεταλλευτικὸ καπιταλιστικὸ σύστημα βαδίζει χρόνια καὶ χρόνια τώρα παρέα μὲ τὸν χριστιανισμὸ –εἴτε τὸν ἐξ ἀνατολῶν εἴτε τὸν δυτικό– πιασμένοι λὲς χεράκι–χεράκι... σὰν ἐρωτευμένα πιστουνάκια! Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ διερευνᾶ ὑπέροχα ἡ ὑπέροχη Λιλὴ ζωγράφου στὸ βιβλίο τῆς Ἀντιγνώση - Τὰ δεκανίκια τοῦ καπιταλισμοῦ, τὸ ὁποῖο καὶ ἀνεπιφύλακτα συνιστοῦμε...
Στοὺς κόλπους λοιπὸν τὶς ἐκκλησίας δὲν μποροῦν νὰ χωρέσουν οὶ ὁμοφυλόφιλοι. Πιθανὸν γιατὶ ἡ ἐκκλησία ἀγνοεῖ ὅτι ὁ δρόμος γιὰ τὶς πόρτες τοῦ παραδείσου της περνάει ἀναγκαστικὰ μέσα ἀπὸ τὶς πόρτες τῆς κόλασης, –γιὰ μὴν ποῦμε πὼς διασχίζει ὁλόκληρη τὴν κόλαση ἀπὸ τὴν μιά της ἄκρη ὣς τὴν ἄλλη– στὴν ὁποία τοὺς στέλνει κατευθείαν μὲ «σφραγισμένο» φύλλο πορείας· κυρίως ὅμως ἀγνοεῖ πὼς ἐκκλησία εἶναι τὸ σύνολο καὶ ὄχι ὄσους –καὶ ὅποιους– θέλουν οἱ ρασοφόροι της... Καὶ βέβαια μὴν λησμονοῦμε πὼς ὁ Χριστός, ὅπως σκιτσάρεται στὰ Εὐαγγέλια τουλάχιστον, δὲν ἔκανε παρέα μὲ κανέναν φεουδάρχη, ἱερέα ἢ πόλιτικὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀλλὰ προτιμοῦσε τὴ συντροφιὰ τοῦ κοσμάκη χωρὶς μάλιστα νὰ τοὺς διαχωρίζει μὲ βάση τὶς προτιμήσεις τους  καὶ τὴν ταχτική τους στὸ κρεββάτι – βλέπε καὶ Μαρία Μαγδαληνή.
Ἀλλὰ κόλαση καὶ παράδεισος δὲν εἶναι παρὰ δυὸ φανταστικὰ ἑβραϊκὰ κτίσματα, ποὺ φτιάχτηκαν μάλιστα παράλληλα, σχεδιασμένα ἀπὸ Ἑβραίους ἀρχιτέκτονες, –πῆτε τους καὶ προφῆτες ἢ πατέρες τὸ ἴδιο κάνει–, μὲ σκοπὸ νὰ βάλουν τὸν κόσμο σὲ πρόγραμμα καὶ τάξη – μιὰ καὶ γνωρίζουμε τὸ πόσο δύσκολο εἶναι κάτι τέτοιο χωρὶς τὴ δημιουργία φόβου· ἂν δὲν σπείρεις φόβο δὲν κυβερνᾶς, πάει καὶ τελείωσε!! Τὴν ἀρχὴ βέβαια τοὺς εἶχε προσφέρει ὁ Πλάτων. δὲν εἶναι διόλου τιχαῖο ποὺ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ σημαντικότατου Ἕλληνα φιλοσόφου μᾶς διασώζεται ἐνῷ ἄλλων τὸ ἔφαγε τὸ μαῦρο σκοτάδι...
Ὅμως παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ ἀρκετοὶ ὁμοφυλόφιλοι ἐξακολουθοῦν νὰ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους πιστοὺς ὀπαδοὺς τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῶν δοξασιῶν του, καί, βέβαια, ἂν ἔτσι αἰσθάνονται, ὀρθῶς πράτουν. Τώρα ἀπὸ τὴν ἄλλη, συλλογιέται κανεὶς πὼς ἡ πάλη, ἡ ἀγωνία, οἱ μετεωρισμοί, οἱ ἐσωτερικὲς συγκρούσεις καὶ γενικὰ τὸ μεταίχμιο στὸ ὁποῖο βρίσκεται ἕνα ἄτομο ποὺ θέλει νὰ ἀνήκει ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ θέλουν, δὲν ξέρουμε κατὰ πόσο βοηθᾶ στὸ νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς μιὰ θρησκεία ποὺ δὲν θὰ τὸν δεχθεῖ ποτὲ στοὺς κόλπους της παρὰ μόνο ἂν ἀλλάξει τὴν ἴδια του τὴ φύση, ἂν σταματήσει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε, καὶ βέβαια μπορεῖ νὰ ἀναλογηστεῖ κανεὶς τὶ ψυχολογικὰ προβλήματα δημιουργοῦνται σὲ ἕνα ἄτομο ποὺ ζεῖ ὅλον αὐτὸν τὸν τραγέλαφο. Εἶναι σὰν νὰ θέλουν νὰ φορέσει τὸ ἀρνὶ λυκοτόμαρο καὶ νὰ εἰσέλθει στὸν ναό τους! - κυρίως ὅμως νὰ φαντασιώνεται πώς, φορώντας λυκοτόμαρο, ἔγινε πράγματι λύκος!!
Τώρα ἂν εἶσαι καὶ ὁμοφυλόφιλος καὶ ἱερωμένος τὴν ἔχεις πατήσει διπλά, ἀφοῦ εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ φορᾶς καθημερινὰ τοῦτο τὸ λυκοτόμαρο καὶ κυρίως νὰ προσέχεις νὰ μὴν ξεχαστεῖς καὶ βελάξεις, μιὰ καὶ ὡς «γνήσιος» λύκος, θὰ πρέπει συνέχεια μόνο νὰ οὐρλιάζεις!! Ἡ ὁμοφυλοφιλία βέβαια ὑπῆρχε πάντα στοὺς κόλπους τῆς ἐκκλησίας· καὶ μιλᾶμε βεβαίως γιὰ ὅλα ἀνεξαρτήτως τὰ δόγματα καὶ τὶς αἰρέσεις! Ὅμως αὐτὸ ἡ ἐκκλησία δὲν μπόρεσε νὰ τὸ «δεῖ» ποτέ, σκεπάζοντας τὸ θέμα καὶ μιλώντας πάντα γιὰ ἐξαίρεση ποὺ διευθετήθῃ, ὅπου αὐτὸ ἀναδυόταν διεκδικώντας τὴν ὕπαρξή του!
Αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ στὴν παρούσα ταινία τῆς Σουμόβσκα (Małgorzata Szumowska), ταινία ποὺ στάθηκε ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ξετυλίξουμε τὶς παραπάνω σκέψεις ποὺ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν θεωροῦμε κριτική, ἀλλὰ ἕνα ἐκτεταμένο κινηματογραφικὸ –καὶ ὄχι μόνο– σχόλιο μὲ ἀφορμὴ τὴ θέασή της – ἐξάλλου τὶς κριτικὲς τὶς ἀφήνουμε γιὰ τοὺς ἐπαγγελματίες κριτικοὺς οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν ἀπὸ σινεμά, ἀλλά, δυστυχῶς, ἀγνοοῦν πολλὰ ἄλλα...
Ὁ Ἀντὰμ (Andrzej Chyra) λοιπὸν εἶναι ἕνας ἱερωμένος ποὺ συναντήθηκε κάπως ἀργὰ μὲ τὸν χριστιανισμό, ἀφοῦ, ὅπως ὁμολογεῖ, μόλις στὰ 21 του βρῆκε τὸν δρόμο γιὰ τὴν πίστη, σπούδασε ἱερέας καὶ μόλις πρὶν λίγες μέρες μετατέθηκε σὲ τούτη τὴν ἐνορία ἀπὸ κάποια ἄλλη ὅπου τελοῦσε τὰ ἱερατικά του καθήκοντα· ἐνορία ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει γιὰ λόγους ποὺ δὲν μᾶς γίνονται εὐθέως γνωστοί. Ἐδῶ, στὸ πανέμορφο τοῦτο ἐπαρχιακὸ τοπίο, ὁ Ἀντὰμ φροντίζει, καθοδηγεῖ καὶ ἐπιβλέπει μιὰ ὁμάδα ἐφήβων μὲ προβληματική, βίαιη συμπεριφορά, σὲ ἕνα ἰδιόμορφο ἵδρυμα–ἀναμορφωτήριο ποὺ λειτουργεῖ, πάντα ὑπὸ τὴν σκέπη τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ κάμερα ἐπιμένει νὰ κινηματογραφεῖ ἀπὸ κοντὰ τὰ ἱδρωμένα κορμιὰ τῶν νεαρῶν, ἀτίθασων ἀγοριῶν καθὼς παίζουν ποδόσφαιρο, μπουγελώνονται, κολυμποῦν ἢ δουλεύουν σπάζοντας καὶ κουβαλώντας πέτρες, προκειμένου νὰ προχωρήσουν τὰ ἔργα περίφραξης τοῦ χώρου. Καὶ τούτη ἡ κινηματογράφηση δὲν εἶναι παρὰ τὸ μάτι τοῦ 45χρονου Ἀντάμ, ἀφοῦ τὸ δικό του δὲν μπορεῖ νὰ περιεργαστεῖ ἀνενόχλητο αὐτὰ τὰ ἱδρωμένα, γεμάτα ζωή, επιθυμητά κορμιά. Ἐπιπλέον, ἡ κάμερα στρέφεται στὴ φύση. Μιὰ φύση καλοκαιρινή, καρποφορούσα καὶ ὁλοζώντανη ποὺ σὲ συντρίβει μὲ τὶς μυρωδιές της καὶ τὴν ἀβάστασχτη ὀμορφιά της. Καὶ ἀναρωτιέται κανείς, πόσο μπορεῖ νὰ ἀντέξεις τὸν ἀλήτη καιρὸ ποὺ σὲ περιτριγυρίζει; – πῆτε τον καὶ ἔρωτα τὸ ἴδιο κάνει. Στὴ μέση λοιπὸν ὅλων αὐτῶν βρίσκεται ὁ Ἀντὰμ μὲ τὶς καλὰ κρυμμένες ἐπιθυμίες του νὰ ζεῖ τὸ προσωπικό του δράμα.
Τοῦτος ὁ πραγματικὰ προικισμένος μὲ ἐξαιρετικὲς ἱκανότητες ἱερέας, δὲν θὰ μπορέσει νὰ διαχειριστεῖ τὸ περιστατικὸ τῆς κρυπτομοφυλοφιλίας ἕνὸς ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ πέφτει στὴν ἀντίληψή του, καὶ ἔτσι νὰ τὸ βοηθήσει. Καὶ αὐτὸ γιατὶ τὸ πρόβλημα τοῦ μικροῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ φόβο του νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὴν κοινότητα τῶν συνομηλίκων του ἡ σεξουαλική του προτίμηση, εἶναι καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ Ἀντάμ. Ἔτσι, ἀφοῦ δὲν ἔχει δώσει λύση στὸ δικό του πρόβλημα, πῶς μπορεὶ νὰ δώσει λύση στὸν νεαρὸ ὁ ὁποῖος τοῦ τὸ ἐξομολογεῖται, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος γίνεται θεατῆς ὅταν ἕνα βράδυ τὸν τσακώνει νὰ συνουσιάζεται μὲ ἕναν νέο τρόφιμο ποὺ μόλις ἔχει καταφτάσει στὸ ἵδρυμα.
Ὅμως τὸ δράμα τοῦ Ἀντὰμ μεγεθύνεται ὅταν γνωρίζει τὸν Λούκας (Mateusz Kosciukiewicz), ἕναν νεαρὸ ἐργάτη. Ἡ ἔλξη του γι᾿ αὐτὸν τὸν νεαρό, ἂν καὶ ἀμοιβαία, μᾶς δίνεται ἀπὸ τὴ σκηνοθέτιδα μὲ τὸ σταγονόμετρο, καὶ αὐτὸ θέλοντας νὰ τονίσει τὴ στέρηση καὶ τὴν ἐγκράτεια πού, ὡς ἱερέας, ὀφείλει νὰ δείχνει – αὐτὸ ὑποδηλώνει καὶ τὸ συνεχόμενο τζόκιν στὸ ὁποῖο ὑποβάλλει τὸν ἑαυτό του ἀντὶ νὰ αὐτομαστιγωθεῖ ὅπως ἔπραταν οἱ καλόγεροι στὸν μεσαίωνα προκειμένου νὰ κατευνάσουν τὶς ὀρμές τους.
μως ὅτι δὲν τολμάει νὰ κάνει ὸ Ἀντάμ, ποὺ μεθυσμένος κλαψουρίζει στὴν ἀδελφή του πὼς ὅλη ἡ ζωή του εἶναι ἕνα δράμα, τὸ τολμάει ὁ βαθιὰ ἐρωτευμένος νεαρὸς ἐργάτης, σπάζοντας τὸ ἀράγιστο τοῦ τοίχου, ἐπιτρέποντας σὲ μιὰ ἀχτίδα φωτὸς νὰ εἰσέλθει ἀπὸ τὴ διανοιχθείσα χαραμάδα καὶ ἔτσι νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια τοῦ χώρου, ἀφήνοντας ἕνα αἰσιόδοξο μήνυμα πὼς τὴ ζωὴ ποὺ δὲν ἔζησαν -ἴσως- τώρα μπορεῖ νὰ τὴ ζήσουν.
Ἂν κάτι ἔχουμε νὰ προσάψουμε στὴ σκηνοθέτιδα αὐτὸ εἶναι πὼς ἀρνῆται νὰ σχολιάσει –ἂν καὶ τῆς δίνεται πρόσφορο ἔδαφος– τὴν ὑποκριτικὴ στάση τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, μιᾶς ἐκκλησίας ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀντιπροσωπεύει τὴ θρησκεία τῆς ἀγάπης, καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τῆς τοπικῆς κοινωνίας, ποὺ ὡς φανατικοὶ ὀπαδοὶ τῆς θρησκείας τῆς ἀγάπης, δὲν ἔχουν παρὰ νὰ κάνουν πράξη τὸ σημαντικότατο μήνυμα τοῦ ἀγαπᾶτε ἀλλήλους· ἄπαντες ὅμως μᾶς παρουσιάζονται νὰ ἀρνοῦνται νὰ δοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν τὸ γεγονὸς τῆς ἀμοιβαίας, καὶ κρατεὰς ὡς θανάτου, ἀγάπης δυὸ ἀνθρώπων, στρουθοκαμηλίζοντας.



© κειμένου: www.gayekfansi.blogspot.com - μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος.
© φωτογραφιῶν: στὶς ἑταιρεῖες παραγωγῆς καὶ διανομῆς.





 








 












 

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

«Ἱερὸς πόνος», ἕνα ποίημα τοῦ Γιώργου Χρονᾶ





Παναγιώτης Καρώνης, «Πάθη», μελάνι σὲ χαρτί, 16 x 27,5 ἐκ. (πηγή).




Ἱερὸς πόνος
Αἰσθάνομαι χωρὶς προέλευση
χωρὶς καταγωγὴ
ὅπου καταλήγω μὲ καλύπτουν
οἱ μουσικὲς
οἱ φωτισμένες πλευρὲς τῶν πόλεων.
Βαδίζω ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα
θέλοντας νὰ συλληφθῶ
καὶ νὰ ὁμολογήσω
ὅτι ὑπῆρξα ἕνα τίποτα
ἕνας ἱερὸς πόνος
στὴν ὠμοπλάτη.






Γιῶργος Χρονᾶς, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Κατάστημα νεοτερισμῶν, Ἐκδόσεις Ὁδὸς Πανός, Ἀθήνα 1997.
Θερμὲς εὐχαριστίες στὸν Πάνο Καρώνη γιὰ τὴν παραχώρηση τοῦ σχεδίου του ποὺ ἀντλήσαμε ἀπὸ τὴ σελίδα τοῦ καλλιτέχνη στὸ facebook.


Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

"God's Own Country", a film by Francis Lee





 


«Τοῦ Θεοῦ ἡ Χώρα», μιὰ ταινία τοῦ Francis Lee
Ἡ ζωὴ τῶν ποιμένων πεῖτε τους καὶ τσοπάνηδες, δὲν θὰ παρεξηγηθοῦν ἦταν, καὶ ἀκόμα εἶναι, σκληρὴ καὶ δύσκολη. Δὲν ὑπάρχει γι᾿ αὐτοὺς χρόνος ἀνάπαυσης, ἀργία, γιορτινὴ μέρα· χρόνια ζοῦσαν μέσα στὴ στέρηση καὶ στὴ φτώχεια, δουλεύοντας γιὰ νὰ μεγαλώσουν τὰ παιδιά τους, προσπαθώντας νὰ ἐπιζήσουν στὰ σκληρά, κακοτράχαλα βουνά μας ἀλλὰ καὶ προσφέροντας στὴν ἑλληνικὴ οἰκονομία ἡ ὁποία βάσιζε πολλὰ στοὺς Ἕλληνες ποιμένες, ἀφοῦ γάλα καὶ τὰ παράγωγά του, μαλλί, καὶ κρέας ἦταν βασικὰ προιόντα τῆς ἑλληνκῆς ὑπαίθρου γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῶν ὲλληνικῶν βουνῶν. Διόλου τυχαῖο ποὺ πῆραν τὴν προσωνυμία ξωμάχοι, ἀπὸ τὸ μάχομαι ἔξω, μέσα στὴ φύση, ἐνίοτε καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση, ἀφοῦ ἀντιμετώπιζαν ὅλα τὰ καιρικὰ φαινόμενα, μαχόμενοι μαζί τους κατὰ μέτωπον!!
Τὰ ταξίδια τῆς ζωῆς τους ἦταν μεταξὺ βουνοῦ, τοὺς καλοκαιρινοῦς μῆνες, καὶ κάμπου, τοὺς χειμερινούς. Ἂς θυμηθοῦμε ἐκεῖνον τὸν ὑπέροχο στίχο τοῦ Κρυστάλλη ποὺ λέει: «πάρε με πάνω στὰ βουνὰ τὶ θὰ μὲ φάει ὁ κάμπος», ἂν καὶ ὁ Ὅμηρος τοὺς θέλει νὰ ἀνάβουν φωτιὲς στὰ ὄρη γιὰ νὰ ζεσταθοῦν· φωτιὲς ποὺ λάμπουν καὶ εἶναι ὀρατὲς ἀπὸ τοὺς θαλασσινούς· ἡ λάμψη τους δὲ ὁμοιάζει μὲ τὴ λάμψη τῆς θεότευκτης ἀσπίδας τοῦ Άχιλλέως!
Ἂν τώρα μὲ λίγη φαντασία καταφέρουμε νὰ ἀντικαταστήσουμε τὰ κακοτράχαλα, σκληρὰ ἑλληνικὰ βουνά, ποὺ γιὰ χρόνια ἀποτελοῦσαν τὰ λημέρια τῶν δικῶν μας τσοπάνηδων, μὲ τὸ ἐξ ἴσου σκληρὸ κακοτράχαλο, ὀρεινὸ καὶ ὑγρὸ τοπίο τοῦ Γιόρκσαϊρ τῆς Ἀγγλίας, θὰ δοῦμε πώς, οὐσιαστικά, ἐλάχιστα διαφέρουν. Τοῦτο τὸ Ἀγγλικὸ τοπίο φέρει μάλιστα καὶ τὸ τοπωνύμιο «Tοῦ Θεοῦ ἡ Χώρα». Τοπωνύμιο ποὺ ἔχει νὰ κάνει μᾶλλον μὲ την ὁμιχλώδη εἶκόνα τῶν χαμένων μέσα στὰ σύννεφα βουνῶν του, πάνω στὶς κορυφὲς τῶν ὁποίων, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κατοικεῖ, ὡς ἄλλος νεφεληγερέτης Δίας, ὁ Θεός.
Σὲ τούτη τὴ λασπωμένη, ὑγρὴ χώρα, λοιπόν, κατοικεῖ ὁ Θεός· ἀλλὰ ἐδῶ, στοῦ Θεοῦ τὴ Χώρα, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κατοικεῖ καὶ ὁ νεαρὸς Ἀδάμ της!! Καὶ μὴν τὸν μπερδεύεται μὲ κεῖνον τῆς ἑβραϊκῆς μυθολογίας, τὸν δικό μας Ἀδάμ, ποὺ φέρει τὸ ὄνομα Τζόνι (Josh O'Connor), δὲν τὸν ἔπλασε κανένας Δημιουργὸς ἀπὸ χῶμα καὶ σάλιο. Τὸ ἔπλασαν οἱ γονεῖς του μετὰ ἀπὸ μιὰ νυχτιὰ ἔρωτα παθιασμένου ἢ μὴ δὲν γνωρίζουμε πάνω στὶς λάσπες, καὶ τὸν ἀπόθεσαν στὸ σκληρὸ τοῦτο τοπίο γιὰ νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ τοὺς ἀντικαταστήσει, ἀναλαμβάνοντας μὲ τὴ σειρά του τὴ μικρὴ στάνηφάρμα, ἀφοῦ, τώρα πιά, ὁ πατέρας του μετὰ ἀπὸ σοβαρὴ ἀσθένεια δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσει· μπορεῖ μόνο νὰ τὸν συμβουλεύσει ἔτσι καθὼς προσπαθεῖ μόλις νὰ στηριχθεῖ στὰ δεκανίκια του. Ἡ μητέρα του δέ, χρόνια τώρα, ὡς γνήσια Ἀγγλίδα τοὺς ἔχει ἐγκαταλείψει γιὰ μιὰ ἀστική, λιγότερο τραχιὰ ζωή· ἔτσι παρέμειναν οἱ δυό τους παρέα μὲ τὴ γιαγιά του, ποὺ εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τοῦ σπιτιοῦ, χῶρο ποὺ ἔχει ἀναλάβει ἐξ ὁλοκλήρου τὴ φροντίδα του.
Κομμάτι τούτου τοῦ λασπωμένου τοπίου, τούτης τῆς «θεϊκῆς» χώρας ὁ ἀνώριμος, ρατσιστής, ἐγωιστής, χωρὶς ἴχνος εὐγένειας Τζόνι, παρὰ τὴ σκληρή του δουλειά, παρὰ τὸν καθημερινὸ κάματο, δὲν μπορεῖ νὰ φέρει ἐπάξια βόλτα τὸ μικρὸ ποιμνιοστάσιό του. Καὶ αὐτὸ ὄχι γιατὶ τοῦ λείπει ἡ ἐργατικότητα ἀλλὰ τὸ ἀπαιτούμενο πάθος, ἡ ἀπαιτούμενη ἀγάπη γιὰ τοῦτο τὸν θεϊκὸ τόπο. Γιὰ νὰ λησμονήσει ὅλ᾿ αὐτά, δὲν παραβλέπει νὰ ἐπισκεπτεται τὰ βράδια ποὺ ἡ ἀνία καὶ ἡ μοναξιὰ τν τυραννεῖ τὴν τοπικὴ πάμπ, κατεβάζοντας τὴ μιὰ μπύρα μετὰ τὴν ἄλλη, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἀναζήτηση στιγμιαίων ἐρωτικῶν ἐπαφῶν μὲ ἄντρες, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴ μοναξιὰ τοῦ τοπίου του, ἀδιαφορώντας γιὰ τρυφερότητα, συντροφικότητα καὶ ἀγάπη, ἀφοῦ τοῦτος ὁ Ἀδὰμ δείχνει νὰ μὴν ἔχει τὴν ἀνάγκη καμιᾶς «Εὔας» στὴ ζωή του.
Μέσα σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ ἀδιέξοδο ὁ πατέρας του προσλαμβάνει ἕναν ἐποχικὸ ἐργάτη, τὸν Γκιόργκι Ἰονέσκου (Alec Secareanu), ποὺ καθὼς μιὰ σκοτεινὴ νύχτα φτάνει, θὰ ἀντιμετωπίσει τὸν ρατσισμό, τὴ ψυχρότητα καὶ τὴν τραχύτητα τοῦ Τζόνι. Ἐξάλλου τί μπορεῖ νὰ διδάξει ἕνας Ρουμάνος «γύφτος» στὸν Ἀγγλόπαις Τζόνι μας; Ὅμως μέσα ἀπὸ τὴν ἀρχικὰ δύσκολη συνεργασία τους στὸ στανοτόπι τῶν κακοτράχαλων βουνῶν, ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὸ ἄγρυπνο βλέμμα τοῦ Θεοῦ πού, εἴπαμε, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κατοικεῖ στὶς κρυμμένες μέσα στὴν ὁμίχλη κορυφές του, καθὼς βοηθοῦν τὰ πρόβατά του νὰ γεννήσουν, τὸ φράγμα ποὺ ὁ Τζόνι ἔχει στίσει ἀνάμεσά τους θὰ πέσει ὡς ἄλλος χάρτινος πύργος, ἡ φύση θὰ εἰσέλθει καὶ θὰ τοὺς κατακλίσει, οἱ ἐθνικιστικὲς-ρατσιστικὲς κορῶνες τοῦ Τζόνι θὰ πᾶνε περίπατο, καὶ ὁ Ἔρως, κυρίαρχος πιά, θὰ ἑνώσει τὰ δυὸ κορμιά!!
Τοῦτα τὰ κορμιὰ παρουσιάζονται, ἰδιοφυέστατα, θὰ λέγαμε ἀπὸ τὸν σκηνοθέτη σὰν τὴ συνέχεια τούτου τοῦ θεϊκοῦ τοπίου, θεϊκὰ καὶ αὐτά, πλασμένα ἀπὸ σάρκα φρέσκια, ζωντανή, ποὺ τρέμει καὶ σπαράζει σὲ κάθε ἄγγιγμα· παρουσιάζονται σὰν τὸν φυσικὸ τάπητα τῆς γῆς καθὼς παράφορα ἀγκαλιάζονται πάνω της, σὰν τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ ἐρειπωμένου σταύλου μέσα στὸν ὁποῖο στενάζουν, καθὼς ἀγκαλιασμένα συστρεφονται! προσέξτε τὴ σκηνὴ ποὺ οἱ δυό τους χτίζουν τὴ γκρεμισμένη ξερολιθιά, εἶναι σὰν νὰ τὴν χτίζουν, οὐσιαστικά, μὲ τὰ ἴδια τὰ μέλη τους!!
Στὴ σωματική τους ἕνωση δέ, οἱ δυὸ νέοι κινηματογραφοῦνται ὡς ζῶα· ζῶα κι αὐτοὶ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ζῶα, ἑνώνονται ξέφρενα, κάτω ἀπὸ τὸν ἐπιταχτικὴ ἐντολὴ τοῦ ἐρωτικοῦ πόθου, διαχέοντας ἕναν ἔντονο ἠλεκτρισμὸ τριγύρω τους.
Οἱ κριτικοί μας ἂς τοὺς ἀποκαλέσουμε ἔτσι, ἀναφερόμενοι στὴν ταινία μίλησαν γιὰ τὴν ἀγγλικὴ ἐκδοχὴ τοῦ Brokeback Mountain στὴν πιὸ τραχιά της ἔκδοση!! Ὅμως ἡ ταινία τοῦ Φράνσις Λὶ (Francis Lee), πέραν τῆς ποιμενικῆς καὶ τοπιογραφικῆς σύνδεσής της, ἐλάχιστη σχέση ἔχει μὲ τὴν ταινία του Ἂνκ Λί προφανῶς καὶ τὸ κοινὸ ἐπώνυμο τῶν σκηνοθετῶν!
Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ συνειδητοποιημένους ὁμοφυλόφιλους καὶ ὄχι μὲ δυὸ ἄτομα ποὺ ἀναζητοῦν τὴ σεξουαλικότητά τους καὶ ποὺ ντρέπονται γι᾿ αὐτή, κουβαλώντας σωρεία τύψεων καὶ ἐνοχῶν μετὰ ἀπὸ κάθε ἕνωσή τους. Ὁ νέος δηλαδὴ τοῦ ποιήματος τοῦ Καβάφη, ποὺ ἤθελε νὰ σωθεῖ ἀπ᾿ τὴ στιγματισμένη, τὴν νοσηρὴ ἡδονή, ἀπ᾿ τὴ στιγματισμένη τοῦ αἴσχους ἡδονή, δὲν ὑπάρχει ἐδῶ· ἐνῶ στὸ Brokeback Mountain εἶναι παρὸν καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ταινίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ δυὸ ἥρωες καταφεύγουν στὸ νὰ δημιουργήσουν οἰκογένειες προκειμένου νὰ «ἐνταχθοῦν» στὴν κοινωνία, κρυμμένοι μέσα στὴν πλαστὴ εἰκόνα τοῦ «καλοῦ» οἰκογενειάρχη. Ἐπιπλέον, δεῖτε τὸν περίγυρο πόσο ἀνοιχτόμυαλος μᾶς παρουσιάζεται στὸ God’s Own Country, σὲ σημεῖο ποὺ μᾶς ἐκπλήσει ἰδιαίτερα ὁ ἀνεκτικὸς πατέρας ποὺ κάλλιστα θὰ τὸν συγκρίναμε μὲ τὸν πατέρα τοῦ Νὰ μὲ φωνάζεις μὲ τ᾿ ὅνομά σου!! Ἀντίθετα, ὁ κοινωνικὸς περίγυρος στὸ Brokeback Mountain εἶναι ποὺ συνθλίβει τοὺς ἥρωες καὶ ποὺ στὸ τέλος δολοφονεῖ τὸν ἕναν, μὴ ἀνεχόμενος «παραβατικὲς» σεξουαλικὲς συμπεριφορές!!
Τέλος, τὸ Brokeback Mountain μᾶς ἀφηγεῖται μιὰ καταδικασμένη ἀπὸ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ὁμοερωτικὴ σχέση, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ God’s Own Country ὅπου τὸ hapi end μᾶς πλημμυρίζει μὲ ἕνα συναίσθημα καθαρὸ καὶ εἰλικρινές, μιλώντας γιὰ παγκόσμια μεγέθη, ὅπως ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας, ἡ κατανόηση καὶ ἡ συντροφικότητα τὰ ὁποῖα οἱ ἢρωές του ἔχουν τὴ χαρά νὰ γευτοῦν ἄφοβα!! πρὸς ἀποφυγὴν παρεξηγήσεως, νὰ προσθέσουμε πὼς καὶ τὸ Brokeback Mountain μιλάει γι᾿ αὐτά, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ συνθλίβονται κάτω ἀπὸ τὸν ὁδοστρωτήρα τῆς μὴ ἀνεκτικότητας, τὸ τραγικὸ τέλος του δὲ σὲ πλημμυρίζει μὲ πίκρα καὶ πόνο γιὰ τὸ ἀνεκπλήρωτο τῆς ζωῆς τῶν ἡρώων του – γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ δὲν ἔζησαν!
Ἀξίζει νὰ προσθέσουμε πὼς ὁ σκηνοθέτης, ποὺ ὑπογράφει καὶ τὸ σενάριο, μᾶς ἀφηγεῖται μιὰ λίγοπολὺ προσωπικὴ ἱστορία, ἀφοῦ ὡς γιὸς ἰδιοκτήτη φάρμας τὴν ἐγκατέλειψε προκειμένου νὰ γίνει ἡθοποιός. Ἡ ταινία ἀπέσπασε ἀρκετὰ βραβεῖα στὰ διεθνὴ φεστιβὰλ ὅπου προβλήθηκε: Βερολίνο, Σάντανς, Τορόντο, Σικάγο, Ἐδιμβοῦργο κ.ἀ., ἦταν ἐπίσεις ὑποψήφια γιὰ BAFTA.
Τὰ περὶ σχολίων τοῦ σκηνοθέτη γύρω ἀπὸ τὸ brexit ποὺ ἐλέχθησαν ἀπὸ πολλούς, δὲν πιστεύουμε πὼς δικαιώνονται, ἀφοῦ δὲν διαφαίνεται καμιὰ ξεκάθαρη πρόθεση τοῦ εὐφυέστατου δημιουργοῦ τῆς παρούσας ταινίας νὰ πάρει θέση πάνω σ᾿ αὐτό, ἀλλὰ στὶς προθέσεις του ἀνιχνεύουμε μόνο σκέψεις καὶ ὀλιγόλογα σχόλια! Ἐξάλλου, ὁ σκηνοθέτης, ἔλεγε ὁ Θόδωρος Ἀγγελόπουλος, δὲν πρέπει νὰ ὑποδεικνύει μὲ τὸ δάχτυλο ἀλλὰ νὰ δίνει τροφὴ γιὰ σκέψη καὶ διάλογο...
Οὐσιαστικά, ἐδῶ, ὁ Φράνσις Λὶ κινηματογραφεῖ τὰ τοπία καταγωγῆς του, τὰ «ὄμορφα μοναχικὰ τοπία της», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει καὶ ὁ οἰκονομικὸς μετανάστης, ἀναφερόμενος στὴ νέα του χώρα νὰ ποῦμε δὲ πὼς ὅλα τὰ γυρίσματα ἔγιναν στὰ φυσικὰ τοπία τοῦ Γιόρκσαϊρ. «Ἡ χώρα μου εἶναι νεκρή», λέει κάπου ἀλλοῦ, ἀναφερόμενος στὴ Ρουμανία, καὶ προφανῶς, κατ᾿ ἐπέκταση, στὴν Εὐρώπη...
Ἕνα σωματικὸ φίλμ, ἀφοῦ μὲ τὰ ἴδια τὰ σώματα τῶν πραγματικὰ ἐξαιρετικῶν ἠθοποιῶν του, ὁ σκηνοθέτης χτίζει μιὰ σπουδαία, τρυφερὴ καὶ συνάμα σκληρὴ ταινία, πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ ὁποιοδήποτε στενάχωρο κλισὲ τῶν gay ταινῶν.




© κειμένου: www.gayekfansi.blogspot.com - μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος.
© φωτογραφιῶν: στὶς ἑταιρεῖες παραγωγῆς καὶ διανομῆς.



 


 












 



 

 

 











 


 

 


 


 

 

 




 








 
Ἀπὸ ἀρ.: Josh O’Connor, Francis Lee καὶ Alec Secareanu στὸ Κινηματογραφικὸ Φεστιβὰλ τοῦ Ἐδιμβούργου.