Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

DIMITRI MITROPOULOS (1896-1960), a tribute





Ὁ Μητρόπουλος σὲ δοκιμὴ μὲ τὴ Φιλαρμονικὴ τῆς Βιέννης στὸ Musik Verein, 1958.



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (1896-1960), ἀφιέρωμα

Ἦταν νὰ δεσπόζει ἐπάνω σὲ ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο ποὺ ἀπατρίζει μιὰν ὀρχήστρα· ἐπάνω σ᾿ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὄργανα· νὰ κανει τέτοιο πλῆθος, ἕνα μοναδικὸ ὄργανο, δικό του. Καὶ νὰ πλάθει, νὰ ὁδηγεῖ καὶ νὰ ἐξαπολύει τὸ συναρπασμό.

Γιῶργος Σεφέρης

ντὶ προλόγου

Φέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια ἀπουσίας τοῦ μεγάλου Ἕλληνα διευθυντ ρχήστρας, πιανίστα κα συνθέτη Δημήτρη Μητρόπουλου. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ προχωροῦμε σὲ ἕνα ἀφιέρωμα στὸν ἄνθρωπο ποὺ γνώριζε νὰ φανερώνει στὶς παρτιτοῦρες τὶς πιὸ κρυφὲς σκέψεις καὶ συναισθήματα τῶν συνθετῶν τους καὶ ὅλες τὶς ἰδιότητες τῆς δημιουργικῆς ἀτομικότητάς τους. Σκοπός μας νὰ σκιτσάρουμε γιὰ τὸν ἀναγνώστη μιὰ εικόνα τοῦ Μητρόπουλου τόσο ὡς ἀνθρώπου ὅσο καὶ ὡς καλλιτέχνη· μιὰ εἰκόνα δοσμένη μέσα ἀπὸ δικά του κυρίως κείμενα – ἂν καὶ εἶναι γνωστὸ πὼς ὁ Μητόπουλος δὲν κρατοῦσε ἀρχεῖο.

σκητς το διεθνος μουσικο χώρου Δημήτρης Μητρόπουλος εἶχε τὴν τυχη νὰ φύγει ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο σκώντας τὸ ἔργο ποὺ λάτρεψε· διευθύνοντας τὴν Ὀρχήστρα τῆς Σκάλας τοῦ Μιλάνου σὲ μιὰ πρόβα τῆς Τρίτης Συμφωνίας τοῦ Γκούσταβ Μάλερ· γιὰ νὰ πέσει ἐκεῖ, στὸ πόντιουμ, στν τόπο που «ερουργούσε», μαχητὴς τῆς τέχνης του. Εἶναι ἐπίσης γνωστὸ πὼς ὁ Μητρόπουλος -ὅπως καὶ ὁ Ἀρτοῦρο Τοσκανίνι- διεύθυνε τὰ ἔργα ἀπὸ μνήμης, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν παρτιτούρα μπρός του, καὶ αὐτὸ δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα κάποιου σπανίου φυσικοῦ χαρίσματος ἀλλὰ καθημερινὴς, ἐξαντλητικῆς μελέτης πάνω ἀπὸ τὴν παρτιτούρα.

Ἂν καὶ τὸ παρὸν ἀφιέρωμα ἀνατρᾶται σὲ ἕναν τόπο ποὺ ἔχει συγκεκριμένο προσανατολισμό, ἂς μὴν περιμένει ὁ ἀναγνώστης νὰ διαβάσει σὲ αὐτὸ σκανδαλοθηρικὲς λεπτομέρειες γύρω ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ καλλιτέχνη. Αυτὰ τὰ ἀφήνουμε στοὺς ἄλλους διαδικτυακοὺς τόπους ποὺ «εἰδικεύονται» σὲ αὐτὸν τὸν τομέα!! Νὰ άναφέρουμε ἁπλῶς, πὼς μετὰ τὴ δημοσίευση γραμμάτων ἀπὸ τὸ προσωπικὸ ἀρχεῖο τοῦ Λέοναρντ Μπερνστάιν διαφαίνεται πὼς ἡ σχέση τῶν δυὸ ἀνδρῶν δὲν ἦταν μόνο ἐπαγγελμετικὴ-καλλιτεχνική.

Στὸ ἀφιέρωμά μας περιλαμβάνεται ἐκτὸς τῶν αὐτοβογραφικῶν κειμένων τοῦ Μητρόπουλου, τὸ κείμενο τοῦ Γιώργου Σεφέρη ποὺ συνοδεύει τὴν ἔκδοση τῶν γραμμάτων τοῦ μαέστρου στὴν Καίτη Κατσογιάννη καὶ βέβαια μιὰ σχετικὰ σύντομη βιογραφία του. Τὸ ἀφιέρωμά μας ὁλοκληρώνει ὁ κατάλογος μὲ τὴν ἐργογραφία τοῦ Μητρόπουλου. Νὰ προσθέσουμε πὼς στὰ αὐτοβιογραφικὰ κείμενα τοῦ Μητρόπουλου παρατίθενται χωρὶς «ἐπεμβάσεις» παρὰ μόνον τὶς λίγες φορὲς ποὺ ὁ Μητρόπουλος ἀναφέρεται σὲ χρόνο ἐνεστώτα, ὁπότε οἱ σχετικοὶ ρηματικοὶ τύποι μεταφέρθηκαν σὲ χρόνο παρελθόντα ἔτσι ὥστε στὸν ἀναγνώστη νὰ μεταδίδεται ἡ ἐντύπωση τὴς ἀφήγησης. Στὸ ἀφιέρωμα διατηροῦμε φυσικὰ τὴν ὀρθογραφία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας χωρὶς νεοτερισμοὺς καὶ «ἐκπτώσεις», σεβόμενοι τὴν ὀρθογραφία ποὺ Ἕλληνας μαέστρος χρησιμοποιοῦσε στὰ γραπτά του!!




Ὁ Μητρόπουλος σὲ δοκιμὴ μὲ τὴ Φιλαρμονικὴ τῆς Βιέννης στὸ Musik Verein, 1958.



Πρόλογος τοῦ Γιώργου Σεφέρη

(στὰ «Γράμματα τοῦ Μητρόπουλου»)

Καθὼς συλλογίζομαι αὐτὸ τὸ βιβλίο ἔχω στὸ νοῦ μου τρία πρόσωπα, τὴ μοίρα τους. Τὸν Δημήτρη Μητρόπουλο, τὴν Καίτη Κατσογιάννη, τὴ Μαγκουφάνα τῆς Ἀττικῆς.

Ἡ φήμη τοῦ Μητρόπουλου ἦταν πλατιὰ στὸν κόσμο καὶ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ τὴν ἀκολουθεῖ ἡ πιστὴ συτρόφισσά της, ἐκείνη ποὺ ἁπλώνει ἕνα σκοτεινόχρυσο πέπλο ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο και μᾶς ἐμποδίζει νὰ τὸν ἰδοῦμε. Γι᾿ αὐτὸ πιστεύω πὼς εἶναι μεγάλη τύχη γιὰ μᾶς ποὺ βρέθηκε κάποιος νὰ φροντίσει μὲ ἀγάπη καὶ νὰ δημοσιέψει αὐτὰ τὰ γράμματα. Εὔχομαι νὰ βρεθοῦν καὶ ἄλλοι. Ἡ μοίρα τοῦ Μητρόπουλου, ἦταν, θαρῶ, μαναδικὴ στὰ χρονικὰ τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει πολὺ περιθώριο γιὰ τὴ συνηθισμένη ἀδιαφορία μας.

Σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα μηνύματά του -τὸ ἔλαβα στό Λονδίνο- μοῦ ἔγραφε (Μαρτίου 1960, μετάφραση):

«Δυστυχῶς, ἡ λεγόμενη ἀφοσίωσή μου στὴ δουλειὰ μ᾿ ἔχει πραγματικαπάρει ὁλωσδιόλου ἔξω ἀπὸ τὴ ζωή. Δὲ «ζῶ» πιὰ παρὰμόνο γιὰτὶς στιγμὲς ποὺ εἶμαι πάνω στὸ «πόδιον» καὶ γιὰνὰ ζήσω αὐτὲς τὶς στιγμές. Ξοδεύω τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου ἑτομάζονντας τὸν ἑαυτό μου μὲ ἀπογυμνοτικὴ πειθαρχία ἀμφιβολὶες καὶ ταπεινοσύνη».

Καὶ γι᾿ αὐτὴ τὴ παιδομὴ προσθέτει: «συγκριτικὰ μοῦ φαίνεται κωμικὴ ἐμπρὸς στὸ σημερινὸ μηχανοκίνητο κόσμο». Τέτοιος ἄνθρωπος εἴταν.

Ἡ τέχνη τοῦ Μητρόπουλου εἴταν τὸ «πόδιον». Προτιμῶ τούτη τὴ λατινικὴ λεξη ἀπὸ τὴ «μπαγκέτα τοῦ Μαέστρου» καθὼς λέμε. Ἦταν νὰ δεσπόζει ἐπάνω σὲ ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο ποὺ ἀπατρίζει μιὰν ὀρχήστρα· ἐπάνω σ᾿ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὄργανα· νὰ κανει τέτοιο πλῆθος, ἕνα μοναδικὸ ὄργανο, δικό του. Καὶ νὰ πλάθει, νὰ ὁδηγεῖ καὶ νὰ ἐξαπολύει τὸ συναρπασμό. Τὸ «πόδιον» ἐκφράζει καλύτερα, γιὰ μένα, αὐτὴ τὴν κυρίαρχη θέση τοῦ λειτουργήματός του. Σἀὐτὸ ἀναλώθηκε καὶ ἀπὸ κεῖ ἐπάνω ἔπεσε -

ἔπεσε κι ἔμεινε ἡ τέφρα του μονάχη

γιὰ νὰ παραφράσω να μεγάλο στίχο.

Ἔτσι λοιπὸν ποὺ εἴταν ἀφοσιωμένος στὴν τέχνη του ὁ Μητρόπουλος, δὲν τοῦ ἔμεινε καιρὸς γιὰ τίποτα ἄλλο· οὔτε γιὰ τὴν τέχνη τῆς γραφῆς. Χρειάζεται κι αὐτὴ μεγάλη ἄσκηση· σπάνια τὸ ὑποψιαζόμαστε γιατί, ὅλοι σχεδόν, νομίζουμε πὼς ἔχουμε μάθει γράμματα. Ἔκτὸς ἂν εἶναι κανεὶς πολὺ σπουδαῖος· ἀλλὰ τότε μοῦ φαίνεται πιὸ εὐνοϊκὸ νὰ μὴν ἔχει πάει καθόλου στὸ σχολεῖο· δὲν ξέρω ἄλλο παράδειγμα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν Μακρυγιάννη. Γι᾿αὐτὸ δὲν θὰ εἴταν σωστὸ νὰ κοιτάξουμε τὰ γράμματα τοῦ Μητρόπουλου μὲ λογοτεχνικὲς ροπές. Θά ᾿πρεπε νὰ τὰ ἰδοῦμε σὰν τὰ χνάρια μιᾶς ἀξιόλογης ζωῆς, κι ἀκόμα πιὸ προσεχτικά, ἂν συλλογιστοῦμε πὼς ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔχει βρεῖ τὸν ἀφηγητή της.

Τὸν Δημήτρη Μητρόπουλο τὸν γνώρισα πραγματικὰ στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, σὲ σύντομες διαμονές του στὴ Νέα Ὑόρκη. Τότε εἶχα τὴν τύχη νὰ μπῶ στὸ ἄδυτό του, στὸ ἐργαστήρι του. Εἴταν στοὺς 57 «δρόμους» ὅπως λένε, να διαμέρισμα ἠχοστεγὲς καὶ φωτοστεγὲς σάν καταποντισμένο ἀνηχεῖο. Ἕνα σημεῖο Χ τῆς οἰκουμενης, ὅπως ἔλεγε ὁ κ. Τέστ. Τότε, καθὼς μιλούσαμε γιὰ τὶς φωτογραφίες ποὺ εἴταν κρεμασμένες στοὺς τοίχους, ἔνοιωσα τὸν καημὸ ποὺ τὸν ἔκαιγε γιὰ τὸν τόπο μας. Ἐκεῖ ἀσκήτευε, μόνος μέσα στὴν πολύβουη, ἀπέραντη πολιτεία. Ὅμως δὲν εἴταν ἄνθρωπος χωρὶς χιοῦμορ. Μιὰ φορὰ ποὺ δειπνούσαμε ὕστερα ἀπὸ τὸ κονσέρτο, ἀρχίσαμε νὰ λέμε ἱστορίες τοῦ Ναστρεντὶν Χότζα, ὅταν μιὰ ἄγνωστη κυρία ἀπὸ τὸ πλαϊνὸ τραπέζι, καλὰ μεθυσμένη, τοῦ ζήτησε τὸ μαντήλι του· τῆς τὸ ᾿δωσε· ἔπειτα ξαφνικὰ σηκώθηκε. «Πᾶμε νὰ φύγουμε», εἶπε. Στὸ δρόμο ξέσπασε ὁ θυμός του. «Δὲν εἶναι γιὰ τὸ φέρσιμό της ποὺ θύμωσα, ἀλλὰ γιατὶ μοῦ χάλασε τὴν ἱστορία μου», συμπέρανε γελώντας.

Τὰ γράμματα αὐτὰ ἔχουν ἕναν μόνο συνομιλητή· τὴν Καίτη Κατσογιάννη. Ἔπαιξε ἕναν σημαντικὸ ρόλο στὴ ζωή του. Ὅπως σκεπτομουν τὸν καιρὸ τῆς Νέας Ὑόρκης, ὁ Μητρόλουλος ἔνοιωθε πὼς ὁ ἴσκιος της τὸν προστάτευε. Εἶναι μιὰ γενναία γυναίκα, εὐλογημένη μὲ τὸ δῶρο τῆς φιλίας· θέλω νὰ πῶ μιᾶς φιλίας χωρὶς τὸ ψεγάδι τῆς νωχέλειας, ποὺ τὴν ἀσκημίζει καὶ τὸ παρατηροῦμε τόσο συχνά. Ἔχει τὴ χάρη νὰ εἶναι ριζωμένη σὲ μιὰ γῆ τῆς Ἀττικῆς, σὲ τούτους τοὺς καιροὺς τοῦ ξεριζωμοῦ. Πᾶνε τόσα χρόνια ποὺ ζῶ κοντὰ στὸ σπίτι καὶ τὰ δέντρα της, ποὺ μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ πῶ ἄλλο· τὰ γράμματά της μιλοῦν ἀρκετὰ γι᾿ αὐτήν.

Οἱ ἄνθρωποι διαβαίνουν οἱ τόποι μένουν, θὰ λέγαμε ἄλλοτε. Ἔτσι συλλογιζόμουν κ᾿ ἐγώ, κάθε φορὰ ποὺ πήγαινα στὴ Μαγκουφάνα γιὰ χαρὲς καὶ γιὰ λύπες. Ὅμως, τὰ τελευταῖα χρόνια, κοιτάζοντας τὴν παραμορφωτικὴ συμπεριφορὰ ποὺ δείχνουμε στὰ τοπία μας, μὲ παίρνει ἡ πικρὴ σκέψη πὼς ἤμουν ἁπλοϊκός. Ἔχουμε ἀλήθεια τόση βαναυσότητα, ποὺ βάζουμε, θά ᾿λεγε κανείς, ὅλα μας τὰ δυνατὰ γιὰ νὰ τὴν ἀποτυπώσουμε σὲ πολιτεῖες, σὲ βουνά, σὲ βράχους ἢ καὶ σὲ ἀνθρώπους ἀκόμη. Ἀπὸ τὰ τέτοια καμώματα δὲν ἔμεινε ἀπείραχτη, ἂν τὸ καλοπροσέξουμε, μήτε ἡ ζωὴ τοῦ Δημήτρη Μητρόπουλου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ




Δημήτρης Μητρόπουλος, μιὰ γνωριμία


Ἐμεῖς ἀντιπροσωπεύουμε τὸ λαό. Προσφέρουμε μουσικὴ στὸ λαὸ καί, ὅπως στὰ παιδιά, εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ τοὺς δίνουμε ζαχαρωτὰ ὥστε νὰ καταπιοῦν καὶ κανένα πκρότερο φάρμακο, ὥστε νὰ γίνουν ἱκανοὶ ν᾿ ἀπολαύσουν κάτι, γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ὁποίου πρέπει νὰ καταβληθει  προσπάθεια...

Δ. Μητρόπουλος


Ὁ Μητρόπουλος γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα το 1896 καθὼς τεκμηριώνεται ἀπὸ τά ἀρχεῖα στρατολογίας τοῦ Δήμου Ἀθηναίων. Ὁ ἴδιος εἶχε δηλώσει σὰν ἡμερομηνία γέννησής του τὴν 18η Φεβρουαρίου, χωρίς νὰ διευκρινίσει ποτέ, ἂν ναφερόταν στὸ παλιὸ (Ἰουλιανὸ) ἢ στὸ νέο (Γρηγοριανὸ) ἡμερολόγιο.

Ὁ πατέρας του, Ἰωάννης, πρωτότοκος γιὸς τοῦ παπα-Μήτρου Μητρόπουλου, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Τρεστιανά, τὴ σημερινὴ Μελισσόπετρα τοῦ Νομοῦ Ἀρκαδίας. Ὁ Ἰωάννης Μητρόπουλος δὲν ἀκολούθησε τὴν παράδοση τῆς οἰκογένειας ποὺ εἶχε δώσει τρεῖς ἀκόμη κληρικούς: τὰ δυὸ ἀδέλφια του Κωνσταντῖνο καὶ Γεώργιο ποὺ ἔζησαν σὰν μοναχοὶ σὲ μοναστήρι τοῦ Ἄθω, καὶ τὸ θεῖο του Ἱερόθεο, ἐπίσκοπο Πατρῶν. Ἀπὸ τὸ 1839 ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα καὶ σχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριο δερμάτων.

Ἡ μητέρα τοῦ Δημήτρη Μητρόπουλου, Ἀγγελική, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄνδρο. Ἡ οἰκογένειά της εἶχε μετοικήσει ἐπίσης στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ πατέρας της ἦταν ἁμαξὰς στὴν αὐλὴ τοῦ Γεωργίου Α᾿.

Ἐννέα χρόνια πὸ τὴ γέννηση τοῦ Δημήτρη ἦρθε στὸν κόσμο ἡ δελφή του Ὲλένη. Καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ ἔδειξαν κλίση γιὰ τὴ μουσική, ἐπιδόθηκαν στὸ πιάνο καὶ προτοῦ ἀκόμα καλομάθουν μουσικὴ ἀνάγνωση καὶ γραφή, εἶχαν κιόλας έπιχειρήσει νὰ καταγράψουν τὰ συνθετικά τους πρωτόλεια.

Παρ᾿ ὅλο ποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς προγόνους τοῦ Δημήτρη καὶ τῆς Ἑλένης δὲν ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὶς μουσικές του ἐπιδόσεις, δὲν θα ᾿πρεπε νὰ ἀποκλειστεῖ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς κληρονομικῆς προδιάθεσης ἀφοῦ καὶ τὰ δύο παιδιὰ ἔδειξαν πὼς εἶχαν ταλέντο γιὰ τὴ μουσικὴ. Οἱ παππούδες τους θὰ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ταξιδεύοντας στὰ στικὰ κέντρα νὰ ἀκούσουν κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ μουσικὴ τοῦ χωριοῦ τους, ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ δηλαδὴ καὶ τὴ δημοτικὴ μουσική. Ὅσο γιὰ τοὺς γονεῖς, ζώντας τὶς ξελίξεις τῆς κοινωνικῆς καὶ μουσικῆς ζωῆς τῆς πρωτεύουσας στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, εἶχαν ξεπεράσει ὥς ἕνα βαθμὸ τὶς προκαταλήψεις, στε νὰ μὴν ἐναντιωθοῦν στὴν ἐπιθυμία τῶν παιδιῶν τους νὰ σχοληθοῦν μὲ τὴ μουσική. Ποτὲ ὅμως δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ διανοηθοῦν ὅτι ὁ Δημήτρης καὶ ἡ Ἑλένη ὀνειρεύονταν νὰ γίνουν καλλιτέχνες.

Ὁ Δημήτρης Μητρόπουλος πῆρε τὰ πρῶτα μαθήματα πιάνου ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα Ντελμουόνο, Ἰταλὸ πιανίστα, ἐγκαταστημένο στὴν Ἀθήνα. Τὸ 1910 γράφτηκε στὸ Ὡδεῖο Ἀθηνῶν ὅπου φοίτησε ἐννέα χρόνια. Ἀρχικὰ στὸ Ὡδεῖο διδάχτηκε πιάνο ἀπὸ τοὺς Γεώργιο Ἀγαπητὸ (1910-11) καὶ Θησέα Πίνδιο (1911-12 καὶ 1912-13) καὶ θεωρητικὰ ἀπὸ τὸν Φιλοκτήτη Οἰκονομίδη (1910-11). Ἀπὸ τὸ 1912 τὴν θεωρητική του κατάρτιση ἀνέλαβε ὁ Ἀρμὰν Μαρσὶκ ποὺ τοῦ δίδαξε ἁρμονία, ἀντίστιξη καὶ φούγκα. Πιάνο συνέχισε μὲ τὸν Γερμανὸ πιανίστα καὶ παιδαγωγὸ – καθηγητὴ τοῦ δείου ἀπὸ τὸ 1904 – Λούντβιχ Βασσενχόβεν (Ludwig Wassenhoven). Παρακολούθησε ἐπίσεις τὸ «Ὑποχρεωτικὸ χορωδίας» στὴν Τάξη τοῦ Πίνδιου (1912-13) καὶ στὴν τάξη τοῦ Νικολάου Παπαγεωργίου (1913-14).

Ὁ Μητρόπουλος ὁλοκληρωσε τὶς σπουδές του, ὄχι μόνο τυπικὰ (μτὴν πόκτηση διπλώματος) λλὰ καὶ οὐσιαστικὰ στὸ δεῖο Ἀθηνῶν. Οἱ γνώσεις ποὺ θὰ ἀποκτήσει στὰ ἑπόμενα χρόνια ἰδίως σὲ ὅτι ἀφορὰ τὴ σύνθεση καὶ τὴ διεύθυνση ὀρχήστρας, εἶναι στὸ μεγαλύτερο μέρος καρπὸς δικής του μελέτης, ὥστε νὰ μπορεῖ ὥς ἕνα βαθμὸ νὰ θεωρηθεῖ αὐτοδίδακτος. Πρέπει ὅμως νὰ τονιστεῖ πὼς τὶς καλύτερες προϋποθέσεις γι᾿ αὐτὸ τοῦ τὶς εξασφάλισαν ἡ φοίτησή του στὸ Ὡδεῖο Ἀθηνῶν καὶ οἱ διαρκεῖς φροντίδες τοῦ δασκάλου του Ἀρμὰν Μαρσίκ. Ὁ Μαρσὶκ ἔγκαιρα κατάλαβε ὅτι ἔχει στὰ χέρια του ἕναν μαθητὴ μὲ ἀνήσυχο πνεῦμα καὶ προικισμένο μὲ ἰδιαίτερα χαρίσματα· τὸν βοήθησε ν᾿ ἀναπτυχθεῖ, νὰ ὡριμάσει καὶ νὰ βρεῖ μόνος τὸ δρόμο του. Ὁ ἴδιος τοῦ ἔδωκε τὴν εὐκαιρία νὰ παρουσιαστεῖ γιὰ πρώτη φορὰ μπροστὰ στὸ κοινὸ καὶ μάλιστα μὲ τὴ διπλὴ ἰδιότητα τοῦ συνθέτη καὶ τοῦ ἐκτελεστ. Δάσκαλος καὶ μαθητὴς ἐμφανιστήκαν στὴ συναυλία ποὺ ἔγινε στὸ Φάληρο στὶς 22 Μαρτίου 1913. Τὸ πρόγραμμα τῆς συναυλίας περιελάμβανε καὶ τὴ σύνθεση τοῦ Μητρόπουλου Un Morceau De Concert (Κομμάτι κονσέρτου) γιὰ βιολὶ καὶ πιάνο· τὸ μέρος τοῦ βιολιοῦ ἀπέδωσε ὁ Μαρσὶκ καὶ τοῦ πιάνου ὁ νεαρὸς συνθέτης. Στὴ συναυλία τῆς Συμφωνικῆς Ὁρχήστρας τοῦ Ὡδείου Ἀθηνῶν ποὺ δόθηκε στὶς 29 Ἀπριλίου 1915 ὁ Μαρσὶκ ἐμπιστεύτηκε τὴν μπαγκέτα στὸν μαθητή του. Ὁ Μητρόπουλος ἀνέβηκε γιὰ πρώτη φορά στὸ πόντιουμ γιὰ νὰ διευθύνει ἕνα δικό του ἔργο, τὴν Ταφή. Ὁ φωτισμένος Δάσκαλος προχωροῦσε μὲ σύνεση, χωρὶς νὰ προτρέχει, ἀποφεύγοντας νὰ ἐκθέσει τὸν ἐκκολαπτόμενο καλλιτέχνη σὲ πρόωρες δοκιμασίες. Στὸν Μαρσὶκ ὀφείλει ὁ νεαρὸς Μητρόπουλος καὶ τὸ πρῶτο του ταξίδι ἔξω πὸ τὴν Ἑλλάδα. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1912 τὸν πῆρε μαζὶ μὲ τὸ συμμαθητὴ καὶ φίλο του Γεώργιο Σκλάβο στὸ σπίτι του στὴ Ρώμη. Συναυλίες, ρεσιτάλ, παραστάσεις ἐπισκέψεις σὲ μουσεῖα γέμησαν καθημερινὰ τὶς ὥρες τῶν δύο παιδιῶν. Μεγάλη ἐντύπωση εἶχαν κάνει στὸν Σκλάβο -ὅπως διηγεῖται χρόνια ἀργότερα- οἱ γνώσεις τοῦ φίλου του ποὺ πάντα εὕρισκε κάτι νὰ σχολιάσει ἢ νὰ προσθέσει σὲ θέματα Ἱστορίας καὶ Τέχνης.

Πέρα ἀπὸ τὶς γνώσεις ὁ Μήτρόπουλος ἀπέκτησε στὴ διάρκεια τῆς φοίτησής του στὸ δεῖο Ἀθηνῶν πείρα καὶ ἀνέπτυξε ἱκανότητες ποὺ θὰ ἀποδειχθοῦν πολύτιμα ἐφόδια γιὰ ὅλη του τὴ μετέπειτα σταδιοδρομία. Παίζοντας τὰ κρουστὰ στὴν Ὀρχήστρα τοῦ Ὡδείου γνώρισε τὸν παλμὸ τοῦ συμφωνικοῦ συγκροτήματος, τὶς ἀντιδράσεις τῶν ὀργάνων καὶ τῶν μουσικῶν προτοῦ ἀνεβεῖ ὁ ἴδιος στὸ πόντιουμ γιὰ νὰ διευθύνει. Σημαντικὸ εἶναι ἐπίσης ὅτι ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῶν σπουδῶν του εἶχε ρχίσει νὰ συνοδεύει στὸ πιάνο τοὺς συμμαθητές του καὶ ἀργότερα συμμετέχει στὰ ρεσιτὰλ Ἑλλήνων καὶ ξένων καλλιτεχνῶν ποὺ ἐπισκέπτονται τὴν Ἀθήνα. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ παρουσιάζει καὶ δικές του συνθέσεις. Ἦταν τόσο χρήσιμο καὶ ἐπικοδομοιτικὸ νὰ γνωρίζει καὶ νὰ ἀντιμετωπίζει ἀπὸ τὰ πρῶτα του βήματα σὰν δημιουργὸς καὶ ἀναδημιουργὸς τὶς ἀντιδράσεις τοῦ κοινοῦ καὶ τῶν συνεργατῶν του. «Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ» εἶχε γράψει ἡ Σοφία Κ. Σπανούδη «τὴν ἐντύπωση ποὺ μοῦ προξένησε ἡ πρώτη ἐμφάνησις τοῦ μουσικοῦ αὐτοῦ παιδιοῦ τῆς Ἀθήνας. Ἡ καλλιτέχνις τοῦ τραγουδιοῦ δ. Σμαράγδα Γεννάδη, καθηγήτρια τότε τοῦ Ὡδείου Ἀθηνπων, μὲ εἶχε προσκαλέσει στὴν ἐτησίαν συναυλίαν της στὴν αἴθουσα τοῦ Δημοτικοῦ Θεάτρου. Ἕνας νέος μαθητής, ὁ Δημήτρης Μητρόπουλος -νομα τελείως ἄγνωστο τότε- ἐπρόκειτο νὰ συνοδεύσει τὸ τραγοῦδι της στὸ πιάνο καὶ νὰ ἐκτελέσῃ καὶ δικάς του συνθέσεις. Ἡ ἐντύπωσίς μου ἦταν τέτοια, ὥστε τὴν ἐπαύριον, στὸ μουσικὸν ἄρθρο μου τῆς Ἑστίας, ζήτησα πὸ τὴν γαπημένην μου καλλιτέχνιδα τὴν ἄδειαν νὰ μὴ μιλήσω γιὰ τὸ τραγοδι της, γιὰ νὰ ἀφιερώσω ἀποκλειστικῶς ὁλόκληρο τὸ ἄρθρο μου στὸ νέον ἐξαιρετικὸν μουσικόν.

Τὸ ἄρθρο μου ἐκεῖνο ἦτο τόσο ἐνθουσιῶδες καὶ προέλεγε τόσα μεγάλα πράγματα στὸν νέον μουσικόν, ὥστε τὴν ἄλλη μέρα, ἕνα νέο ξανθὸ παιδάκι δεκάξι ἐτῶν [...] ἦλθε νὰ μ᾿ εὐχαριστήσῃ καὶ νὰ ... διαμαρτυρηθῇ γιὰ τὶς ὑπερβολὲς ποὺ ἔγραψα. Ἦταν ὁ Μητρόπουλος. Ἔκτοτε ἐξακολουθῶ νὰ γράφω γιὰ τὸν ἐξαιρετικὸν αὐτὸν μουσικόν μας διαρκῶν ὑπερβολές... Καὶ αὐτὸς ξακολουθεῖ νὰ διαμαρτύρεται. Εἰς μάτην ὅμως. Ἡ «περίπτωση» τοῦ Μητρόπουλου εἶναι μοναδικὴ περίπτωση στὰ μουσικὰ χρονικὰ τῆς Ἑλλάδος. Καὶ σὰν τέτοια πρέπει πολὺ νὰ μελετηθῇ καὶ ν᾿ ἀπασχολήσῃ ὅλους μας».

Τὸ 1920 πῆρε δίπλωμα σολὶστ τοῦ πιάνου μὲ ἄριστα παμψηφεῖ. Γιὰ τὴν ἰδιαίτερη ἐπίδοσή του ἡ ἐξεταστικὴ ἐπιτροπὴ τοῦ ἀπένειμε τὸ «Χρυσοῦν Μετάλλιον Ἰφιγενείας καὶ Ἀνδρέα Συγγροῦ»· γιὰ πρώτη φορὰ στὰ χρονικὰ τοῦ Ἱδρύματος εἶχε ποφασιστεῖ μιὰ τέτοια διάκριση.

Τὸ 1920 ὁ Δημήτρης Μητρόπουλος στέλνεται στὶς Βρυξέλλες μὲ ὑποτροφία τοῦ Ὡδείου Ἀθηνῶν «πρὸς τελειοποίησιν τῶν σπουδῶν του εἰς τὴν σύνθεσιν» καὶ γιὰ νὰ ἐπιδωθεῖ εἰδικὰ στὴ σπουδὴ τοῦ Ὀργάνου στὸ ἐκεῖ Βασιλικὸ δεῖο «ἴνα διδάξῃ τοῦτο βραδύτερον εἰς τὸ δεῖον Ἀθηνῶν». Ὁ Μητρόπουλος προτιμοῦσε νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του στὸ Βερολίνο. Οἱ χορηγοὶ τῆς ὑποτροφίας τοῦ πρότειναν ἐπίμονα τὸ Παρίσι. Στὶς Βρυξέλλες, ποὺ ἐπιλέχθηκαν τελικὰ σὰν μιὰ λύση συμβιβαστική, θὰ μείνει ἕνα χρόνο. Δὲν γράφτηκε στὸ δεῖο ἀλλὰ πῆρε ἰδιωτικὰ μαθήματα ἀπὸ τοὺς Paul Gilson (σύνθεση) καὶ Alphon Desmer (Ὄργανο).

[...] Ὕστερα ἀπὸ παραμονὴ ἑνὸς χρόνου στὴ βελγικὴ πρωτεύουσα, ἐγκαταστάθηκε στὸ Βερολίνο. Ἡ δεξιοτεχνία ποὺ πέκτησε στὸ Ὄργανο δίπλα στὸν Desmet ἦταν σημαντικότατη καθὼς ἀποδείχτηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μουσικὴ βιβλιοθήκη του περιελάμβανε ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Γιόχαν Σεμπάσταιν Μπὰχ καὶ τοῦ Σέζαρ Φράνκ· καὶ καθὼς διαφαίνεται πὸ τὶς προσωπικές του σημειώσεις καὶ ναγραφὲς τὰ εἶχε μελετήσει μὲ ξαιρετικὴ έπιμέλεια. Ἐξάλλου τὰ χρόνια τῆς παραμονῆς του στὸ Βερολίνο -σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τῶν φίλων του ποὺ σπούδαζαν ἐκεῖ τὴν ἴδια ποχή- ἡ πιὸ προσφιλής του ἀσχολία ἦταν νὰ αὐτοσχεδιάζει ἀτελείωτες ὥρες στὸ Ὄργανο μιᾶς ἐκκλησίας.

Στὸ Βερολίνο ὁ Μητρόπουλος γνωρίστηκε μὲ τὸν Φερρούτσιο Μπουζόνι (Ferruccio Busoni) ποὺ δίδασκε στὴν Ἀνώτατη Ἀκαδημία Μουσικῆς. Μπῆκε στὸν κύκλο του, ὅπου σύχναζαν διαπρεπεῖς ἄνθρωποι τῆς Τέχνης καὶ τῶν Γραμμάτων, δὲν φοίτησε ὅμως στὴν Τάξη του, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἦταν μαθητής του, ὅπως τόσο συχνὰ ἔχει γραφεῖ.

Ἡ τριετὴς παραμονὴ τοῦ Μητρόπουλου στὸ Βερολίνο στάθηκε ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴν παραπέρα έξέλιξή του. Ἐκεῖ ἔκανε τὰ πρῶτα του ἐπαγγελματικά βήματα σὰν μουσικὸς ἐκγυμναστὴς τῆς Ὄπερας Ulter den Linden, ὅπου εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ συνεργαστεῖ μὲ μαέστρους ὅπως ὁ Erich Kleiben, Gustav Brecher, Max von Schillingw καὶ παράλληλα νὰ ἀκούσει καὶ νὰ δεῖ νὰ διευθύνουν τοὺς Arthur Nikisch καὶ Wihelm Furtwängler. Τὰ βήματά του ἐκεῖνα τὸν εἶχαν φέρει στὸν πιὸ σωστὸ δρόμο ποὺ ἀκολουθοῦσε κάθε μουσικὸς προτοῦ ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ ἐπωμησθεῖ τὶς εὐθύνες τοῦ ἀρχιμουσικοῦ. Ἀνήσυχο καὶ ἐρευνητικὸ πνεῦμα ὅπως ἦταν, ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν παραμονή του στὴν πόλη αὐτὴ ὅπου διασταυρώνονταν τὰ ρεύματα κοσμογονικῶν ἐξελίξεων στὴ μουσική.

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1924 ὁ Μητρόπουλος τὸ πέρασε στὴν Άθήνα, ὅπου ἀποφάσισε νὰ μείνει πλέον ὁριστικά, ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ διαγράφονταν οὶ καλύτερες προοπτικὲς γιὰ μιὰ σταδιοδρομία στὸ ξωτερικό. Στὴ λήψη μιᾶς τέτοιας ἀπόφασης συντέλεσαν δυὸ θλιβερὰ γεγονότα: ὁ θάνατος τοῦ πατέρα του (1922) καὶ τῆς ἀδελφῆς του (1922).

Βέβαια στὴν Ἑλλάδα, ποὺ δοκιμαζόταν πὸ τὰ δεινὰ τῆς Μικρασιατικῆς τραγωδίας, κάθε ἄλλο παρὰ αἰσιόδοξος μποροῦσε νὰ εἶναι γιὰ τὸ μέλλον του. Ἄλλωστε ὅσοι στὰ μαθητικά του χρόνια τὸν χειροκρότησαν καὶ τὸν βράβευσαν σὰν συνθέτη καὶ πιανίστα εἶχαν ἄλλες προσδοκίες ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ οὔτε μποροῦσαν νὰ προβλέψουν τὴν κατοπινή του ἐξέλιξη. Τὴν κρίσιμη ἐκείνη στιγμὴ ὁ Μανώλης Καλομοίρης, ἱδρυτὴς καὶ διευθυντὴς τότε τοῦ Ἑλληνικοῦ δείου, τοῦ πρότεινε νὰ ναλάβει ὡς συνδιευθυντὴς τῆς ὀρχήστρας τοῦ δείου. Ὁ Μητρόπουλος δέχτηκε καὶ ἔτσι ἄρχισε ἡ σταδιοδρομία του σὰν μαέστρος σὲ μιὰ ποχὴ δύσκολη καὶ μὲ προβλήματα ποὺ αξάνονταν ἀπὸ τοὺς ἀνταγωνισμοὺς καὶ τὴ διχόνοιες. Ἀπὸ τὸ 1925 ὥς τὸ 1927 θὰ διευθύνει τὴν Ὀρχηστρα τοῦ Συλλόγου Συναυλιῶν ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ συγχώνευση τῶν ὀρχηστῶν τοῦ Ὡδείου Ἀθηνῶν καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὡδείου, ἀπὸ τὸ 1927, ὅταν ἡ ὀρχήστρα αὐτὴ διαλύεται, καὶ ς τὸ 1937 θὰ εἶναι ὁ ἀρχιμουσικὸς τῆς Συμφωνικῆς Ὀρχήστρας τοῦ Ὡδείου Ἀθηνῶν ποὺ ἀνασυγκροτήθηκε.

Οἱ τακτικὲς συμφωνικὲς συναυλίες στὴν Ἀθήνα, ἡ ὀργάνωση συναυλιῶν ἔξω ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα -γιὰ πρώτη φορὰ στὰ ρχαῖα θέατρα τῆς Ἐπιδαύρου, τῆς Κορίνθου, τῶν Δελφῶν καὶ τῆς Σικυώνας- συμμετοχή του ὡς πιανίστα σὲ ρεσιτάλ, ἡ σύμπραξή του στὸ Τρίο Ἀθηνῶν μὲ τοὺς Φρειδερίκο Βολωνίνη (βιολὶ) καὶ Ἀχιλλέα Παπαδημητρίου (τσέλο), οἱ ἐμφανίσεις του σὰν ἔκτακτος μαέστρος στὰ εὐρωπαϊκὰ μουσικὰ κέντρα, ἡ σύνθεση καὶ ὴ διδασκαλία (δίδαξε Μορφολογία στὸ Ὡδεῖο Ἀθηνῶν ἀπὸ τὸ 1931 ὣς τὸ 1936) παρτίζουν τὸ εὐρὺ φάσμα δραστηριοτήτων τοῦ Μητρόπουλου τὰ χρόνια ποὺ μόνιμη διαμονὴ καὶ ὀρμητήριό του ἦταν ἡ Ἀθήνα.

ταν τὸ 1936 τὸν κάλεσε στὴν Ἀμερικνὰ διευθύνει τὴ Συμφωνικὴ Ὀρχήστρα τῆς Βοστώνης ὁ Σέργιος Κουσεβίτσκυ Sergio Kussewitzki), ὁ μόνιμος διευθυντὴς της, ἡ φήμη τοῦ Μητρόπουλου δν ἦταν τόσο μεγάλη γιὰ νὰ χει περάσει στὴν ἄλλη πλευρτοῦ Ἀτλαντικοῦ· εἶχε ὅμως ἤδη διευθύνει μερικὲς ἀπὸ τὶς περιφημότερες ὀρχῆστρες τῆς Εὐρώπης, ὅπως: τὴν Φιλαρμονικὴ τοῦ Βερολίνου, τὴν Ὀρχήστρα τοῦ Θεάτρου τῆς Σκάλας τοῦ Μιλάνου, τὴν ὀρχήστρα τοῦ Συλλόγου Συναυλιῶν Λαμουρέ, τὴν Κρατικὴ Φιλαρμονικὴ τοῦ Λένινγκραντ κ.ἄ. Μὲ τὴν πρόσκληση αὐτὴ ὁ Κουσεβίτσυ ἐξασφάλιζε δύο πράγματα: παραχωροῦσε τὸ πόντιουμ σὲ ἕνα ὄχι καὶ τόσο γνωστὸ μαέστρο ποὺ δὲν θὰ ἦταν σὲ θέση -ἔτσι πίστευε τουλάχιστο- μὲ τὴν ἐπιτυχία του νὰ τὸν ἐνοχλήσει, ἐνῶ παράλληλα προωθοῦσε τὰ συμφέροντά του σὰν ἰδιοκτήτης ἐκδοτικῆς ἑταιρείας, ἀφοῦ τὸ Τρίτο Κονσέρτο γιὰ πιάνο καὶ ὀρχήστρα τοῦ Σεργέι Προκόφιεφ ποὺ εἶχε ἐκδόσει, ὁ Μητρόπουλος τὸ ἔπαιζε διευθύνοντας συγχρόνως, ὅταν ἄλλοι καθιερωμένοι πιανίστες δὲν ἦταν καὶ τόσο πρόθυμοι νὰ τὸ ἐκτελέσουν. Ὅμως ὁ Μητρόπουλος εἶχε τόσο μεγάλη ἐπιτυχία, καὶ τὴ χρονιὰ ἐκείνη καὶ τὴν ἑπόμενη, ὥστε ὁ Κουσεβίτσκυ χολωμένος δὲν θὰ τὸν καλέσει πιὰ καὶ θὰ ἀποκρούει κάθε σχετικὴ πρόταση τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ὀρχήστρας. Ὁ δρόμος ὅμως γιὰ τὴν Ἀμερικὴ εἶχε ἀνοίξει γιὰ τὸν Ἕλληνα μαέστρο. Ὑπέγραψε συμβόλαιο μὲ τὴ Συμφωνικὴ Ὀρχήστρα τῆς Μιννεάπολης, τῆς ὁποίας θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἀρχιμουσικὸς ἀπὸ τὸ 1938 ὣς τὸ 1949.

Τὰ χρόνια τοῦ Β᾿ Παγκοσμίου πολέμου ποὺ συμπίπτουν μὲ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Μητρόπουλου στὴν Ἀμερική, ἀποτέλεσαν γι᾿ αὐτὸν μιὰ περίοδο βαθιᾶς κρίσης ποὺ σημάδεψε τὴν ἀνθρώπινη καὶ τὴν καλλιτεχνική του ὑπόσταση. Ἂν πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο ἔνιωθε ἕνα χάος νὰ τὸν χωρίζει ἀπ᾿ ὅλον τὸν κόσμο, ἔτσι ὥστε ἦταν καὶ ἔμενε πάντα μόνος, καὶ ὅταν άκόμα βρισκόταν κοντὰ σὲ κείνους ποὺ τὸν ἀγαπούσαν –εἶναι τὰ δικά του λόγια-, τώρα πιὰ ἀποκομμένος ἀπὸ τὸν φυσικό του περίγυρο, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς δικούς του, ἀνίκανος νὰ προσαρμοστεῖ στὸ νέο του περιβάλλον, ὄχι μόνο θὰ ἀποδεχθεῖ ἀλλὰ καὶ θὰ ἀναζητήσει ὁ ἴδιος τὴ μοναξιά. Κι ἐνῶ γιὰ πολλὰ χρόνια ταλαντεύονταν ἀνάμεσα στὶς ίδέες τῆς τέχνης ὡς αὐτοσκοποῦ καὶ τῆς τέχνης ὡς παιδαγωγικοῦ μέσου, τὰ γεγονότα τοῦ πολέμου θὰ ἐνισχύσουν φυσικές του καταβολὲς καὶ ἐπίκτητες διαθέσεις, ὥστε ποτὲ πιὰ δὲν θὰ δεῖ τὴ μουσικὴ ἔξω ἀπὸ μιὰ γενικότερη ὡφελιμιστικὴ φιλοσοφία.

Μέσα στὸ διάστημα τῶν ἔντεκα χρόνων, καὶ παρ᾿ ὅλες τὶς δυσκολίες καὶ τὶς ἀναπόφευκτες ἐπιπτώσεις ποὺ εἶχε ὁ Β᾿ Παγκόσμιος πόλεμος, ἡ Συμφωνικὴ Ὀρχήστρα τῆς Μιννεάπολης μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν Ἕλληνα μαέστρο ἔφτασε νὰ γίνει μιὰ ἀπὸ τὶς καλύτερες καὶ γνωστότερες ὀρχῆστρες τῆς Ἀμερικῆς. Ἡ Συμφωνικὴ Ὀρχήστρα τῆς Μιννεάπολης πραγματοποίησε μαζί του δεκαπέντα περιοδίες σὲ πόλεις τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν καὶ τοῦ Καναδᾶ, οἱ συναυλίες της μεταδίδονταν ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ραδιοφωνικὰ δύκτια τῆς χώρας, τὸ ρεπερτόριό της εὐρύνθηκε, ἐνῶ καθιερωμένοι καὶ ἄγνωστοι ἀκόμη τότε συνθέτες ἄκουσαν τὰ ἔργα τους νὰ παίζονται σὲ πρώτη παγκόσμια ἐκτέλεση ἀπὸ τὴν Ὀρχήστρα αὐτὴ κάτω ἀπὸ τὴ δική του διεύθυνση. Ἐμφανίστηκε ὡς ἔκτακτος μαέστρος τῶν μεγαλύτερων ὀρχηστρῶν τῆς Ἀμερικῆς, ὅπως τῆς Συμφωνικῆς Ὀρχήστρας τοῦ Σικάγου, τῆς Ὀρχήστρας τοῦ Κλήβελαντ, τῆς Συμφωνικῆς Ὀρχήστρας τοῦ NBC, τῆς Φιλαρμονικῆς τῆς Νέας Ὑόρκης , τῆς Ὀρχήστρας τῆς Φιλαδέλφιας κ.ἄ., συμμετεῖχε ὡς πιανίστας σὲ συναυλίες Μουσικῆς δωματίου μὲ τὸ Ensemble ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ Λούις Κράσνερ (Louis Krasner) (Κονσερτίνο τῆς ὀρχήστας του, καὶ δίδαξε Μορφολογία καὶ Ἑρμηνεία σὲ σεμινάρια ἀποφοίτων τῆς Μουσικῆς Σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου τῆς Μιννεσότα.

Ἀπὸ τὴ σαιζὸν 1944-45, ποὺ ἦταν ἡ δέκατη ἕκτη τοῦ θεσμοῦ τῶν συναυλιῶν ποὺ δίνονταν στὸ Fairmount Park τῆς Φιλαδέλφειας ἀπὸ τὸν μουσικὸ Ὀργανισμὸ Robin Hook Dell, ἀναλαμβάνει ὡς Καλλιτεχνικὸς Διευθυντὴς τοῦ ὀργανισμοῦ αὐτοῦ καὶ ὡς πρῶτος μαέστρος τῆς Robin Hook Dell Symphony Orchestra ποὺ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴν Ὀρχήστρα τῆς Φιλαδέλφειας.

Χωρὶς καμιὰ προσπάθεια ξένη καὶ ἀσυμβίβαστη πρὸς τὴν καλλιτεχνική του ἰδιότητα, μὲ σκληρὴ δουλειὰ καὶ αὐτοκριτική, καὶ παρ᾿ ὅλα τὰ ἐμπόδια ποὺ ὄρθωναν στὸ διάβα του οἱ συνάδελφοι, χωρὶς διαφημιστικὰ τεχνάσματα, μὲ τὴν ἀξία του πέτυχε νὰ τοῦ ἐμπιστευτοῦν τὶς τύχες τῆς πρώτης ἀμερικάνικης ὀρχήστρας, τῆς Φιλαρμονικῆς τῆς Νέας Ὑόρκης.

Γιὰ τὴ σεζὸν 1949-50 ἡ Διεύθυνση τῆς Φιλαρμονικῆς τῆς Νέας Ὑόρκης ἀποφάσισε νὰ προσλάβει ὡς συνδιευθυντὲς τὸν Μητρόπουλο καὶ τὸν Λεοπόλδο Στοκόφσκι. Τὴν ἑπόμενη σαιζὸν ὁ Στοκόφσκι ἀποσύρθηκε καὶ ὁ Μητρόπουλος διορίστηκε μόνιμος διευθυντὴς τῆς ὀρχήστρας. Τὸ 1951 ἀναλαμβάνει καὶ τὰ καθήκοντα τοῦ Καλλιτεχνικοῦ διευθυντῆ ποὺ θὰ ἀσκήσει ὣς τὸ 1957 ὁπόταν ἡ Διεύθυνση τῆς Φιλαρμονικῆς ἐπανέρχεται στὸ σύστημα τῶν συνδιευθυντῶν, τὴ φορὰ αὐτὴ μὲ τὸν Μητρόπουλο καὶ τὸν Μπερνστάιν. Ἀπὸ τὸ 1958 ὁ Μπερνστάιν ἐκλέγεται Καλλιτεχνικὸς Διευθυντὴς, ἐνῶ ὁ Μητρόπουλος θὰ διευθύνει πλέον τὴ Φιλαρμονικὴ ὡς ἔκτακτος Μαέστρος.

Στὶς 16 Μαΐου 1950 ἐμφανίστηκε σὰν προσκεκλημένος μαέστρος στὰ πλαίσια τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ Φλωρεντιανοῦ Μουσικοῦ Μαΐου. Μιὰ νέα φάση τῆς σταδιοδρομίας του ἄρχισε ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ δύο σημαντικὰ γεγονότα: Ἐπιστρέφει στὴν Εὐρώπη ὕστερα ἀπὸ ἕντεκα χρόνια δραστηριότητας ἀποκλειστικὰ στὴν Ἀμερικὴ, καὶ τερματίζει τὴ μακρόχρονη ἀπουσία του ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς ὄπερας διεθύνοντας τὴν Ἡλέκτρα τοῦ Ρίχαρντ Στράους στὸ Teatro Comunale τῆς Φλωρεντίας. Στὰ ἑπόμενα χρόνια θὰ μοιράσει τὴ δραστηριότητά του ἀνάμεσα στὴ Φιλαρμονικὴ τῆς Νέας Ὑόρκης, τὴ Μετροπόλιταν, τὶς ἔκτακτες ἐμφανίσεις του καὶ τὸ Συγκρότημα Δωματίου τῆς Νέας Ὑόρκης ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 1925 ἀπὸ μέλη τῆς Φιλαρμονικῆς καὶ ἐπέζησε ὣς τὸ 1959 χάρη στὴ δική του συμπαράσταση.

Τὸ 1955 ἡ Φιλαρμονικὴ τῆς Νέας Ὑόρκης πραγματοποίησε μιὰ περιοδεία στὴν Εὐρώπη μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν μόνιμο μαέστρο καὶ Καλλιτεχνικό Διευθυντή της, Δημήτρη Μητρόπουλο. Ἡ εὐρωπαϊκὴ κριτικὴ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ χαιρετίσει στὸ πρόσωπό του ἕνα μεγάλο μαέστρο, ἀναγνώρισε τὴν ὀρχήστρα του σὰν τὴν κορυφαία ἀμερικάνικη ὀρχήστρα καὶ ὑπογράμμισε πὼς κάτω ἀπὸ τὴ δική του διεύθυνση δημιουργοῦσε ἕνα νέο standard ὀρχηστικῆς κουλτούρας ποὺ προέκυπτε ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ τῆς τεχνικῆς τελειότητας τῶν ἀμερικανικῶν συγκροτημάτων καὶ τῆς μουσικότητας μιᾶς εὐρωπαϊκῆς παράδοσης ποὺ τὴ θεωροῦσε κανεὶς χαμένη μετὰ τὸ θάνατο του Φούρτβένγκλερ. Στὰ πλαίσια τῆς περιοδείας αὐτῆς ἡ Φιλαρμονικὴ τῆς Νέας Ὑόρκης μὲ διευθυντὴ τὸν Μητρόπουλο ἔδωσε τρεῖς συναυλίες στὴν Ἀθήνα. Τὸ 1958 θὰ ἐμφανιστεῖ καὶ πάλι στὴν Ἀθήνα, τὴ φορὰ αὐτὴ μὲ τὴ Φιλαρμονική τῆς Βιέννης.

Ἤδη ἀπὸ τὸ 1953 ὁ Μητρόπουλος εἶχε παραιτηθεῖ ἀπὸ τὶς ἔκτακτες ἐμφανίσεις του στὴ Ἀμερικὴ (ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνες μὲ τὴ Φιλαρμονική) γιὰ χάρη εὐρωπᾶϊκῶν. Στὴν Εὐρώπη ἐμφανίστηκε στὰ πλαίσια τῶν μουσικῶν ἐκδηλώσεων τοῦ Φεστιβάλ Ζάλτσμπουργκ, τοῦ Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικῆς τῆς Βενετίας, τοῦ Φλωρεντινοῦ Μουσικοῦ Μαΐου, τῶν Διεθνῶν Μουσικῶν Ἐβδομάδων τῆς Λουκέρνης κ.ἄ. Διηύθυνε παραστάσεις ὄπερας στὸ Θέατρο τῆς Σκάλας τοῦ Μιλάνου, στὴν Κρατικὴ Ὄπερα τῆς Βιέννης καὶ συμφωνικὲς συναυλίες μὲ ὀρχῆστρες ὅπως Φιλαρμονικὴ τοῦ Βερολίνου, ἡ Φιλαρμονικὴ τῆς Βιέννης, ἡ Ὀρχήστρα τοῦ Θεάτρου τῆς Σκάλας τοῦ Μιλάνου, ἡ Ὀρχήστρα τῆς Βαυαρικῆς Ραδιοφωνίας, ἡ Κοντσέρτγκεμπάου Ὀεκέστ, ἡ Συμφωνικὴ τῆς Βιέννης κ.ἄ.

Τὸ 1959 ἔπαθε καρδιακὴ προσβολὴ, πολὺ σοβαρότερη ἀπὸ τὴν προσβολὴ τοῦ 1953: «Ἦταν φανερό», γράφει ὴ Καίτη Κατσογιάννη στὴν «Εἰσαγωγὴ» τῆς Ἀλληλογραφίας τοῦ Μαέστρου μαζί της «ὅτι ἂν ἤθελε νὰ ζήσει θά ᾿πρεπε νὰ πάψει νὰ διευθύνει. Μὰ θὰ ἦταν χειρότερο ἀπὸ θάνατο, ἀφοῦ γιὰ κεῖνον ζωὴ καὶ μουσικὴ δραστηριότητα ταυτίζονταν. Ἀποφάσισε λοιπὸν, μὲ πλήρη συνείδηση, νὰ ἐξακολουθήσει τὴ δουλειά του μὲ τὴν ἴδια πάντα ἔνταση.

Στὶς 2 Νοεμβρίου 1960 ἔπαθε τὴν τελευταία καρδιακὴ προσβολὴ πάνω στὸ πόντιουμ τῆς Σκάλας τοῦ Μιλάνου. Εἶχε ἔρθει ἡ στιγμὴ τῆς μοιραίας «παύσης» στὴ ζωὴ καὶ στὴ μουσική του.






Ὁ Δημήτρης Μητρόπουλος αὐτοβιογραφούμενος


Η δουλειὰ τοῦ καλλιτεχνη εἶναι σὰν αὐτὴ τῆς πόρνης· συνίσταται στὸ νὰ κάνει ἄλλους άνθρώπους εὐτυχισμένους ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ πῶς αἰσθάνεται ὁ ἴδιος.
Δημήτρης Μητρόπουλος, Life, 18.02.1946

Ὁ πατέρας μου ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ὄχι μόνο μὲ βοήθησε νὰ βλέπω τὴν τέχνη μὲ ἕνα τρόπο θρησκευτικό, ἀλλὰ στέριωσε μέσα μου τὴν πεποίθηση πὼς τὸ τίμημα τῆς καλοσύνης εἶναι βαρύ. Βλέπω τὸν τρόπο ποὺ πέθανε1 ὁ πατέρας μου σὰν τὴν ὑπέρτατη ἐκδήλωση μιᾶς πεποίθησης.

[...] Ὑποθέτω πὼς τὴν τάση μου νὰ συνδυάζω τὰ ἰδεώδη μὲ τὸ ρεαλισμὸ τὴν κληρονόμησα ἀπὸ τὸν παππού μου ποὺ ἦταν παπᾶς.

***

Στὰ νιάτα μου [...] μὲ βοήθησε στὶς φιλανθρωπικὲς μου δραστηριότητες ἡ μικρή μου ἀδελφὴ Ἕλένη, ὅταν χρειαζόμουν ἕνα συνένοχο γιὰ νὰ μπορῶ νὰ δίνω σὲ φτωχοὺς φίλους ἕνα σωρὸ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ, συμπεριλαμβανομένου καὶ ρουχισμοῦ. Δὲν μποροῦσα νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ πακέτο, ἐπειδὴ ἡ μητέρα μου ἦταν πάντα σὴ μέση, ἔτσι ἔβγαινα μὲ ἄδεια χέρια, ὁπόταν ἡ ἀδελφή μου μοῦ κατάβαζε ἀπὸ τὸ παράθυρο τὰ δέματα μ᾿ ἕνα σχοινί, ἀδειάζοντας ἔτσι σιγὰ-σιγὰ τὸ βεστιάριό μου, πρὸς μεγάλη ἀπελπισία τῆς μητέρας ὅταν ἀνεκάλυπτε ὅτι ἔλειπαν πράματα. Θυμᾶμαι πόσο τὸ χαιρόταν ἡ ἀδελφή μου, καὶ τίποτε δὲν τῆς ἄρεσε, περισσότερο παρὰ νὰ συνωμοτεῖ σὲ τέτοια.

***

Ἀνατράφηκα ἀπὸ τὴν παδική μου ἡλικία μὲ ἀρχὲς καθαρὰ δημοκρατικὲς καὶ χριστιανικές, οἱ ὁποῖες εἶναι μέσα στὴν καρδιά μου, ὡστόσο ποτὲ δὲν θέλησα νὰ τὶς ἐπιβάλλω διὰ τῆς βίας. Δὲν πιστεύω σὲ ἐπαναστάσεις, πιστεύω στὴν ἐξέλιξη, καὶ ἂν εἰς τὸ μέλλον ὁ κόσμος πρόκειται νὰ υἱοθετήσει ἕνα ἰδανικό, θὰ πρέπει νὰ ὡριμάσει πρῶτα γι᾿ αὐτό. Ἀλλιῶς, ἀκόμη καὶ οἱ μεγάλες ἀλήθειες θὰ μποροῦσαν ν᾿ ἀποβοῦν καταστρεπτικές, ἂν ἐφαρμοσθοῦν προτοῦ οἱ λαοὶ γίνουν ὥριμοι ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν ἐγωισμό τους καὶ νὰ θεωροῦν τὸν πλησίον τους σὰν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους.

***

Στὸ βερολίνο συνάντησα τοὺς Ἕλληνες σπουδαστές, ἀνάμεσά τους καὶ ἕνα μαθητὴ2 τοῦ Ἔγκον Πέτρι (Egon Petri)) ποὺ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Μπουζόνι. Ὁ Πατριώτης μου τὰ κανόνισε νὰ παίξω στὸν Πέτρι μιὰ σονάτα γιὰ πιάνο ποὺ μόλις εἶχα συνθέσει. «Πρέπει νὰ σᾶς ἀκούσει ὁ Μουζόνι» μοῦ εἶπε ὁ Πέτρι.

[...] Ο Μουζόνι μὲ ἄκουσε μὲ ὑπμονὴ σαρανταπέντε ὁλόκληρα λεπτά – τόσο διαρκοῦσε ἡ σύνθεσή μου. Ὅταν τελείωσα εἶπε κάτι ποὺ δὲν λησμόνησα ποτέ. «Πολὺ πάθος». Ἡ αἰτιολόγηση τῆς παρατήρησής του ἐξελίχτηκε σὲ ὁλόκληρη διάλεξη μὲ θέμα «Τί εἶναι τὸ πάθος στὴ μουσική». Ἀπὸ ὅ,τι κατάλαβα πρέπει νὰ εἶπε πὼς ἡ μουσικὴ καὶ τὸ πάθος εἶναι δυὸ πράγματα ποὺ δὲν θά ᾿πρεπε νὰ συνυπάρχουν. Τρόμαξα πάρα πολύ. Πέρασα δύσκολες μέρες καὶ ἑβδομάδες. Ἀλλὰ τί μποροῦσα νὰ κάνω ἀφοῦ ἡ φύση μου ὁλόκληρη ἦταν γεμάτη φλόγα καὶ πάθος;

[...] Δὲν μποροῦσα πιὰ νὰ συνθέσω. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ βρῶ τὴν ἁρμονία ἀνάμεσα στὴν καρδιὰ καὶ στὸ νοῦ. Πραγματικὰ ἦταν μιὰ ἀποφασιστικὴ στιγμή. Κι ἂν στὸ μεταξὺ δὲν μοῦ ἀνοιγόταν ὁ δρόμος γιὰ μιὰ καριέρα διευθυντὴ ὀρχήστρας, πιὸς ξέρει, ἴσως νὰ εἶχα σταματίσει νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὴ μουσική. Μουσικὴ χωρὶς πάθος;

[...] Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη συνεργαζόταν μὲ τὴν Κρατικὴ Ὄπερα ἕνας Ἕλληνας σκηνογράφος μὲ μεγάλη φήμη, ὁ Πάνος Ἀραβαντικός. Ὅταν μιὰ μέρα τὸν ρώτησα ἂν τοῦ ἦταν δυνατὸ νὰ μοῦ ἐξασφαλήσει τὴν ἄδεια ὥστε νὰ μπορῶ νὰ κάθομαι ἀνάμεσα στοὺς μουσικοὺς τῆς ὀρχήστρας στὴ διάρκεια τῆς παράστασης, θεώρησε τὴν ἰδέα μου σὰ μιὰ καλὴ λύση γιὰ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὸ ἔξοδο τοῦ εἰσητηρίου. Ἡ ἄδεια δώθηκε. Σὲ μιὰ παράσταση καθόμουν κοντὰ στὴ θέση τῶν τυμπάνων. Σὲ μιὰ στιγμὴ βλέπει ὁ μαέστρος, ὁ Φρὶτς Στήντρυ (Fritz Stiedry), πὼς ἀπουσίαζε ὁ τυμπανίστας. Ἡ παράσταση ἄρχιζε, τὰ φῶτα εἶχαν σβήσει. Σὲ ὅλη τὴ δάρκεια τῆς πρώτης πράξης ἔπαιξα ἐγὼ τύμπανα, μιὰ τέχνη ποὺ εἶχα μάθει στὴν Ὀρχήστρα τοῦ Ὡδείου Ἀθηνῶν. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ μὲ κάλεσε ἕνας ἐκπρόσωπος τῆς Διεύθυνσης καὶ μὲ ρώτησε ἂν ἤθελα νὰ ἀναλάβω ὡς μουσικὸς ἐκγυμναστής. Δέχτηκα μὲ χαρά.

Ἡ πρώτη μου ἐμφάνιση ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα πραγματοποιήθηκε στὸ Βερολίνο. Ἡ Λουΐζε βὸλφ (Luise Wolf), γωνστὴ ἰμπρεσάριος στὸν γερμανικὸ χῶρο, εἶχε ἀναλάβει τὴν ὀργάνωση τῆς συναυλίας. Μὲ συμβούλεψε νὰ βάλλω στὸ πρόγραμμά μου νέα ἔργα γιὰ νὰ κινήσω τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ κοινοῦ καὶ τῶν κριτικῶν, καὶ μὲ παρότρυνε, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσω τὴν προσέλευσή τους, νὰ ἀναθέσω σὲ ἕναν γνωστὸ σολὶστ τὴν παρουσίαση ἑνὸς μοντέρνου κονσέρτου σὲ πρώτη ἐκτέλεση. Ἀποφασίστηκε ἡ μεγάλη ἀτραξιὸν νὰ εἶναι ὁ βιρτουόζος τοῦ πιάνου Ἐγκον Πέτρι. Τὸ ἔργο ποὺ ἐπιλέχτηκε ἦταν τὸ Τρίτο Κονσέρτο γιὰ πιάνο καὶ ὀρχήστρα τοῦ Προκόφιεφ.

Δέκα μέρες πρὶν τὴ συναυλία ὁ Πέτρι μοῦ ἔγραψε ἀπὸ τὴν Ἐλβετία ὅτι οἱ συναυλίες καὶ τὰ ρεσιτὰλ ποὺ εἶχε ἀναλάβει νὰ πραγματοποιήσει δὲν τοῦ ἄφηναν τὸν ἀπαραίτητο χρόνο γιὰ νὰ μελετήσει τὸ νέο ἔργο. Ἔκφραζε τὴ λύπη του καὶ ἔλεγε πὼς θὰ ἦταν εὐτυχὴς νὰ ἔπεζε ἕνα ἀπὸ τὰ καθιερωμένα ἔργα τοῦ κλασσικοῦ ρεπερτορίου. Μάταια προσπάθησε ἡ ἰμπερσάριος νὰ βρεῖ ἄλλο πιανίστα ἀνάμεσα στοὺς καλλιτέχνες ποὺ συνεργάζονταν μαζί της. Κανένας δὲν εἶχε στὸ ρεπερτόριό του τὸ ἔργο καὶ ὁ χρόνος ἦταν πάρα πολὺ λίγος γιὰ νὰ τὸ ἑτοιμάσει.

Τὴν ἀπελπιστικὴ ἐκείνη στιγμὴ πῆγα στὴν κυρία Βὸλφ καὶ τὴ ρώτησα: «Τί θὰ λέγατε ἂν ἔπαιζα ἐγὼ τὸ σολιστικὸ μέρος τοῦ Κονσέρτου τοῦ Προκόφιεφ;» Στὴν ἐρώτησή μου ἀπάντησε μὲ ἐρώτηση: «Καὶ ποιὸς θὰ διευθύνει;» Ἀπάντησα: Δὲν χρειάζομαι μαέστρο. Ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ παίξω καὶ συγχρόνως θὰ διευθύνω». Ἀναστατωμένη μοῦ εἶπε πὼς εἶμαι τρελὸς καὶ πώς, ἀκόμη κι ἂν μποροῦσα νὰ κάνω κάτι τέτοιο, ἦταν πολὺ ριψοκίνδυνο διότι ἂν δὲν πετύχαινα ἡ καριέρα μου θὰ καταστρεφόταν [...]

Τρεῖς μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ συναυλία εἴχαμε τὴν πρώτη δοκιμή. Ὅλοι ἦταν νευρικοὶ καὶ περίεργοι νὰ δοῦν τί θὰ συμβεῖ. Ὅλα ὅμως πῆγαν καλά. Ἡ ἰμπρεσάριος ἔτρεξε στὶς έφημερίδες νὰ ἀναγγείλει πὼς λόγω ξαφνικῆς ἀσθένειας τοῦ Πέτρι τὸ Κονσέρτο τοῦ Προκόφιεφ θὰ τὸ ἔπαιζε ὁ Μητρόπουλος ἐμφανιζόμενος στὸ διπλὸ ρόλο τοῦ μαέστρου καὶ πιανίστα.

[...] Ἡ συναυλία εἶχε μεγάλη ἐπιτυχία. Στὸ διάλειμμα μὲ πλησίασε ἕνας ἡλικιωμένος κύριος, ἄγνωστος τότε σὲ μένα καὶ μὲ συνεχάρῃ λέγοντας ὅτι εἶναι ὁ Φρέντερικ Λαμὸντ (Frederic Lamond). Ἀργότερα ἔμαθα πὼς ἐπροκειτο γιὰ τὸν μεγάλο πιανίστα καὶ ἔνοιωσα μεγάλη ἱκανοποίηση ποὺ εἶχα τὴν ἀναγνώριση ἑνὸς τέτοιου διακεκριμένου καλλιτέχνη. Θυμᾶμαι τὰ λόγια του: «Ἀγαπητό μου παιδὶ θὰ μὲ θυμηθεῖς. Θὰ γίνεις πασίγνωστος μὲ αὐτὸ τὸ κονσέρτο». Ἔτσι κι ἔγινε. Ἡ προφητεία του βγῆκε άληθηνή. Στὰ ἑπόμενα χρόνια μὲ κάλεσαν νὰ παίξω τὸ Κονσέρτο τοῦ Προκόφιεφ σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη -εἰκοσιπέντε φορές! Στὸ Παρίσι, ὁ ἴδιος ὁ Προκόφιεφ μὲ ἄκουσε νὰ τὸ παίζω. «Ἔχεις κάνει ἔργο δικό σου», μοῦ εἶπε. Στὸ κονσέρτο αὐτὸ ὀφείλω τὶς ἐμφανίσεις μου στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση, στὴ Μόσχα καὶ στὸ Λένιγκραντ, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μὲ ἔφερε στὴν Ἀμερικὴ γιὰ νὰ ἀναλάβω ὡς μόνιμος ἀρχιμουσικὸς τῆς Συμφωνικῆς τῆς Μιννεάπολης.

[Ἥταν] ἡ πρώτη φορὰ ποὺ [ἔφευγα] μὲ τόση λύπη ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα γιὰ ἕνα μεγάλο κάπως διάστημα καὶ αὐτὸ μοῦ [ἦταν] ἐξαιρετικὰ ὀδυνηρό. Θὰ προτιμοῦσα νὰ μὴν βρίσκομαι στὴν ἀνάγκη νὰ ἐκπατρίζομαι. Θὰ ἤθελα νὰ δίδω τὴν ψυχή μου ἐξ ὁλοκληρου στὴν Ἑλλάδα, γιατὶ ἡ ψυχή μου ἀνήκει σ᾿ αὐτήν. [Ἤλπιζα] ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ νέου διευθυντοῦ Γραμμάτων καί τεχνῶν κ. Κ. Μπαστιᾶ γιὰ τὴν ἵδρυση μονίμου ὀρχήστρας θὰ εὐτύχῃ, ὥστε νὰ μὴν ἔχω τὴν ἀνάγκη νὰ καταφεύγω στὸ ἐξωτερικὸ καὶ νὰ σπαταλῶ ἀλλοῦ ἐκεῖνο, ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ δώσω στὴν Ἀθήνα, στὴν Ἑλλάδα, στὴ μουσική μας κίνηση, στους Ἕλληνες φίλους τῆς μουσικῆς.

Λόγοι σοβαροὶ διὰ τὴν συαδιοδρομία μου ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν καλλιτεχνικήν μου ἐξέλιξις μέ [ἀνάγκασαν] νὰ μὴν μπορέσω νὰ παραμείνω εἰς τὰς Ἀθήνας [...[. Ἡ Ἑξάμηνος παραμονή μου στὴν Ἀμερικὴ μοῦ ἔδωσε διὰ πρώτη φορὰ νὰ καταλάβω ὅτι ἔχοντας στὴν ἀπόλυτη διάθεσί μου μιὰ ἐξαιρετικὴ ὀρχήστρα ποὺ [διέθετε] ὅλα τὰ μέσα διὰ τὴν ἀρτιωτέραν ἐκτέλεσιν, πόσο [ἠμποροῦσα] νὰ συγκεντρωθῶ, νὰ ἰδῶ τί ξέρω καὶ τί [εἶχα] ἀκόμη νὰ μάθω [...]. Ἐπὶ πλέον ἡ διαρρεύσασα μουσικὴ σαιζὸν στὴν Μιννεάπολη ποὺ ὑπῆρξε τόσον ἐπιτυχής, ὁ θαυμασμὸς καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ κοινοῦ καὶ τῆς κριτικῆς πρὸς τὴν ἐργασίαν μου καὶ οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ καλλιτεχνικοῦ κόσμου, μοῦ ἐδημιούργησαν τὴν ὑποχρέωσιν νὰ ἀποδεχθῶ τὶς προτάσεις των καὶ νὰ δεχθῶ τὴν θυσίαν χάρις αὐτῆς τῆς τέχνης, νὰ σταρηθῶ γιὰ ἕνα διάστημα τὴν πατρίδα μου. Ἡ θυσία [ἦταν] μεγάλη καὶ καταθλιπτική. Ἡ Ἀμερικὴ ζητεῖ πολλὴν ἐργασίαν ἀπὸ ἕναν καλλιτέχνη, τόσο ποὺ καταντοῦσα νὰ ζῶ ὁλομόναχος καὶ μεταξὺ τοῦ ξενοδοχείου μου καὶ τῆς ὀρχήστρας. Μελέτη, δοκιμές, συναυλία. Τίποτε ἄλλο δὲν ὑπῆρχε γιὰ μένα ἐκεῖ. Μακρυὰ άπὸ τὴ μητέρα μου, τοὺς φίλους μου, τοὺς συναδέλφους μου, ἤμουν ὁ ξένος πρὸς τὸν ὁποῖον ἕνα θαυμάσιο κοινὸ ἔδειχνε τὰ πιὸ εἰλικρινῆ αἰσθήματα θαυμασμοῦ καὶ ἀγάπης. Πιστέψατε ὅτι δὲν [ἦταν] τὰ χρήματα ποὺ μὲ ἀνάγκασαν νὰ πάρω τὴν ἀπόφασι αὐτή. Κάθε ἄλλο. Κυρίως ἡ ἐπιθυμία νὰ μορφωθῶ καὶ νὰ ἐξελιχθῶ περισσότερον.

[...] Προτοῦ λάβω τὴν ἀπόφασιν, ἢ μὴ ἔχοντας τὴν δύναμιν ν᾿ ἀποφασίσω μόνος μου, ἔγραψα στὸν ἀγαπητὸ φίλο καὶ διευθυντὴ τοῦ Ὠδείου Ἀθηνῶν κ. Οἰκονομίδην ζητώντας νὰ μὲ βοηθήση εἰς τὴν ἀπόφασίν μου καὶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψη νὰ λήψω γιὰ ἕνα ἢ δύο χρόνια ἀπὸ τὰς Ἀθήνας καὶ τὸ ἵδρυμα, μὲ τὸ ὁποῖο [εἴχα] τόσους δεσμοὺς καὶ ἀναμνήσεις. Ἡ ἀπάντηση ἦλθε. Καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἦταν ἀπάντησις μητέρας πρὸς τὸ παιδί της, ποὺ ἀναγκάζεται μὲ πόνο νὰ τὸ στερηθῇ χάριν τῆς προόδου καὶ τῆς ἐξελίξεώς του καὶ νὰ τοῦ εὐχηθῇ γρήγορη ἐπάνοδο.

Ὅσον ἀφορὰ τὰς Ἀθήνας, ἡ μουσικὴ κίνησις [εἶχε] ἀρκετὰ προοδεύσει ὥστε νὰ μὴν αἰσθανθῇ σοβαρῶς τὴν ἔλλειψίν μου. Ἄλλωστε κατὰ τὴν ἀπουσίαν μου μετεκλήθησαν διακεκρημένοι μαέστροι καὶ ἐκδόθηκαν ἐκτελέσεις ποὺ ἴσως νὰ ἦσαν πολὺ καλύτερες ἀπὸ τὶς δικές μου. Ἡ άπουσία μου ἐπίσης, [ἤμουν] βέβαιος, θὰ ἔδινε τὴν εύκαιρίαν εἰς τοὺς νέους συναδέλφους μου καὶ τὰ νέα ταλέντα, καὶ εὐτυχῶς [ὑπῆρχαν] μερικά, νὰ διευθύνουν συναυλίας καὶ νὰ ἐξελιχθοῦν.

Λόγοι σοβαροὶ διὰ τὴν σταδιορδρομία μου ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν καλλιτεχνικήν μου ἐξέλιξιν μὲ [ἀνάγκασαν] μὰ μὴ μπορέσω νὰ παραμείνω εἰς τὰς ἈθήναςΤὸ γεγονὸς ὅτι ἤμουν χωρισμένος ἀπὸ σᾶς ἐπὶ τόσα πολλὰ χρόνια, ἦταν βέβαια πολὺ σκληρὸ γιὰ μένα, ἐν τούτοις πολλὰ ἐνδιαφέροντα μοῦ συνέβησαν ἀπὸ ἄποψη καλλιτεχνική. Ἔτσι, μπορῶ νὰ εἰπῶ ὅτι κατὰ τὰ χρόνια αὐτά, κατὰ τὰ ὁποῖα τόσοι ἄλλοι ἄνθρωποι κατεστράφησαν, ἐγὼ αἰσθάνομαι νὰ κέρδισα τόσο σὲ φήμη ὅσο καὶ σὲ καλλιτεχνικὴ ὡριμότητα. Μπορῶ νὰ [...] εἰπῶ, χωρίς νὰ ὑπερτιμήσω τὸν ἑαυτό μου, ὅτι ἀλήθεια ἀνέπτυξα περισσότερη δεξιοτεχνία, περισσότερη αύτοσυγκέντρωση, καὶ ἴσως περισσότερο ἄνετη τεχνική. Πολλοὶ ἄνθωποι, ποὺ μὲ γνώρισαν στὴν ἀρχὴ καὶ τώρα, παρατήρησαν αὐτὴ τὴ διαφορά. Ἀλλὰ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὁ κόσμος φρονεῖ, ἄμα ἀνατρέχω σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχω κάνει κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἕξη αὐτῶν ἐτῶν ἀπουσίας άπὸ τὴν Ἑλλάδα, αἰσθάνομαι ὅτι κάπως προόδευσα, πιθανὸν ὅο μοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ προοδεύσω. Δὲν νομίζω ὅτι ἔχασα στιγμὴ χωρὶς νὰ μελετῶ ἢ νὰ διδάσκομαι. Καὶ ἂν παρ᾿ ολα αὐτὰ στὴν πραγματικότητα – καὶ δὲν ξέρω ποιὸς θὰ μποροῦσε θετικὰ νὰ τὸ διαπιστώσει – ἔχω ξεπέσει, [...] αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐλέγξω. Αὐτὴ ἡ άπομόνωση καὶ ἡ συγκέντρωση στὸν ἑαυτό μου μὲ ἀνάγκασε νὰ βρῶ μόνο στήριγμα καὶ παρηγοριὰ στὴ δουλειά μου, καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι κὰτι θὰ πρέπει νὰ ἔχει συντελεσθεῖ σ᾿ αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα.

[...] ὅλα αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια τοῦ πολέμου ὑπέφερε καὶ ἡ τέχνη, καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὴ τὴν ὀρχήστα3 τὴν [εἶχα] ἐννέα ὁλόκληρα χρόνια, δὲν μπορῶ νὰ εἰπῶ ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ἦταν ἡ ἴδια ὀρχήστρα. Παντοῦ [...] αἰκονομικὲς δυσκολίες ἀποτελοῦν πρόβλημα κάθε γνήσιου καλλιτεχνικοῦ συγκροτήματος. Πολλὰ ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ὀρχήστρας μου ἔφυγαν, ἄλλοι τοὺς ἀντικατέστησαν καὶ πάλι ἔφυγαν, ἔτσι ὥστε κάθε χρόνο γινόταν πολλὲς ἀλλαγές, καὶ θὰ μποροῦσα νὰ εἰπῶ πὼς κάθε χρόνο ἤμουν ἀναγκασμένος ν᾿ ἀρχίζω άπὸ τὴν ἀρχή. Καὶ κάθε χρόνο τὰ καλὰ άποτελέσμτα ἄρχιζαν νὰ ξεπροβάλλουν μόλις μετὰ τὸ τέλος τῆς σαιζόν, ἀκριβῶς ὅταν ἔπρεπε νὰ διαλύσω τὴν ὀρχήστρα γιὰ τὸ καλοκαίρι. Τότε ἄρχιζε ἡ ὑπογραφὴ τῶν συμβολαίων μὲ τὰ παιδιὰ ποὺ ζητοῦσαν αὔξηση καὶ άπειλοῦσαν νὰ πᾶνε σὲ ἄλλες ὀρχῆστρες [...]. Ἔτσι [εἴχαμε] καινούργιες δυσκολίες προσπαθώντας ν᾿ ἀνεβάσουμε τὸν προϋπολογισμό.[Εἴχαμε] στιγμὲς ἀπελπισίας, ποὺ [κάναμε] ἀκόμη καὶ τὴ σκέψη νὰ ἐγκαταλήψουμε τὴν ὀρχήστρα, ὁπόταν ξαφνικά, τὴν τελευταία στιγμή, ὡς ἐκ θαύματος, τὰ κεφάλαια [βρίσκονταν]. Τότε [εἶχε] ἐπέμει ὁ γεναιόδωρος Δημήτρης, ποὺ ὄχι μόνο ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια δὲν ἐζήτησε ποτὲ αὔξηση, ἀλλὰ προσεφέρθῃ νὰ πάρει καὶ λιγότερα, ἐνῷ παράλληλα ἐπλήρωνε στοὺς μουσικοὺς κρυφά, ἀπὸ τὴν τσέπη του, τὴ διαφορὰ στὸν μισθὸ καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἴχαν ζητήσει.

***

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς ἡ ἐπίσκεψή μου στὴν Ἀθήνα4 ἦταν γιὰ μένα μιὰ θεϊκή εὐλογία, ποὺ ποτέ μου δὲν φαντάσθηκα πὼς θὰ ζήσω, οὔτε πὼς εἶμαι πραγματικὰ ἀνάξιος. Να εἶναι σίγουρο, πὼς ἐγὼ καὶ οἱ φίλοι μου θαυμαστές μου, συμπατριῶτες μου, βάλαμε σὲ ἀμοιβαία ἐπίδειξη ὅ,τι καλύτερο εἴχαμε μέσα μας, καὶ αὐτὲς οἱ τρεῖς μέρες ἦταν μιὰ γιορτὴ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ὡραίου. Ὕστερα ἀπὸ 16 ὁλόκληρα χρόνια, τί ἀνέλπιστη χαρὰ καὶ εὐτυχία νὰ ξαναγυρίζω στὸν τόπο μου! Καὶ μαζί μ᾿ αὐτὸ νὰ γυρίσω πίσω μὲ μιὰ τέτοια πανοπλία, τὴν πιὸ τέλεια, μὲ τὴν ὀρχήστρα τὴ Συμφωνικὴ τῆς Νέας Ὑόρκης. Ἡ γενναιόδωρη μοῖρα μοῦ παρεχώρησε σὰν βασιλικὴ κορώνα ἕνα τέτοιο καλλιτεχνικὸ σύνολο καὶ μοῦ ᾿δωσε ἔτσι τὴν εὐκαιρία νὰ δείξω στοὺς φίλους μου, στοὺς συμπατριῶτες μου μου τὸν λόγο ποὺ μὲ ἀνάγκασε νὰ τοὺς ἀπαρνηθῶ καὶ νὰ ζῶ στὴν ξενιτιά! Εἶναι ἀλήθεια δυστύχημα ποὺ ἡ τέχνη, ἰδίως ἡ μουσικὴ καὶ ἰδίως ἡ δουλειὰ ἡ δική μου, δὲν γνωρίζει φτώχεια – πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὄμορφη τελειότητα ἀργυπνᾶ ὁ μεγάλος καὶ τρομερὸς Δράκος μυριάδων δολλαρίων.

***

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κὰν τὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς μου, θά ταν προτιμότερος ἀμέσως ὁ θάνατος παρὰ ἕνα ἀστροπελέκι5 ποὺ ἔπεσε μονομιᾶς στὸ ἠθικό μου οἰκοδόμημα καθὼς καὶ στὸ οἰκονομικό μου! [...] Δὲν μποροῦσε νὰ διαλέξει χειρότερη στιγμὴ γιὰ νὰ μὲ ξεκάνει κυριολεκτικῶς! [...] Ἠθικὰ μοῦ ἀφαίρεσε δυὸ μεγάλα γεγονότα καλλιτεχνικὰ ποὺ ζοῦσα και ξενυχτοῦσα λαχταρώντας γι᾿ αὐτά, γιὰ νὰ τὰ δῶ ἀλύπητα δοσμένα: τὸ Macbeth στὸν Leinsdorf !καὶ τὸ Pelléas στὸν Morrel!! [...] Δὲν ὑπῆρχε λόγος γι᾿ αὐτὸ τὸ κτύπημα στὴν καρδιά – δηλαδὴ κανεὶς ἄλλος παρὰ ἡ μοῖρα, ὅπως πάντα, ξέρει πότε θὰ σοῦ ᾿ρθει ὁ ταμπλᾶς! Ἡ οὔτως ἢ ἄλλως, ὅπως λέμε, ποτὲ στὴ ζωή μου ἡ ἠθική μου ὑπόσταση δὲν εἶχε τὸ συναίσθημα τῆς καταστροφῆς σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ποὺ ὄχι μόνο σοῦ ἀφαιρεῖ κάθε ἐλπίδα ἀποκαταστάσεως, μὰ καὶ κάθε ἐλπίδα ὅταν ἔφτασες στὰ 63 σου χρόνια! [...] Ἐδῶ καὶ πέντε χρόνια, ὅταν ξαναχτυπήθηκα πάλι, αὐτὸ συνέβηκε μόλις εἶχα τελειώσει τὴν περίοδο μὲ τὴ Φιλαρμονική, ἔτσι πολὺ λιγώτερο χάσιμο καὶ πολὺ μικρότερο χτύπημα! Τώρα γίνεται συζήτηση γιὰ τὸν ἐρχόμενο Σεπτέμβριο, ἐάν ὅλα πᾶνε κατ᾿ εὐχή!! [...] Χίλιες φορὲς καλύτερα νὰ σταματήσουμε μονοκόμματα, παρὰ νὰ σὲ ἀναγκάσουν νὰ ζεῖς μὲ δανεικὰ (!!) καὶ φυσιολογικῶς καὶ οἰκονομικῶς.

***

Ὡστόσο τὸ γεγονὸς ὅτι πέρασα ἀπὸ τόσες στεναχώριες τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια, δὲν σήμαινε ὅτι πρέπει καὶ νὰ σταματήσω νὰ ζῶ καὶ νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ μ᾿ ἀρέσει. Δὲν πρόκειται νὰ παίξω τὸν grand seigneur [...] καὶ νὰ γίνω ἕνας ἀκριβὸς μαέστρος, τὸν ὁποῖο μόνο μιὰ μεγάλη ἀμοιβὴ θὰ ἔκανε προσιτό. Σο περισσότερο πείθομαι γιὰ τὸ εἶδος τῆς συμβολῆς μου, τόσο ἡ ἀμοιβή μου κατεβαίνει. Καὶ μὲ μὲ ὅλο τὸ σεβασμὸ γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Toscanini, ὅμως λυπᾶμαι γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ οἰκογένειά του, ἰδιαίτερα ἡ σύζυγός του, ἀφοῦ ἐκεῖνος εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴ διεύθυνση, τὸν ἐβίασε νὰ πάει στὸ NBC, άχρις στὰ 6.000 δολλάρια κατὰ συναυλία ποὺ τοῦ προσέφεραν, καὶ νὰ ἐκθέσει τὸν ἑαυτό του στὸν κίνδυνο νὰ ἰδεῖ τὸ μεγαλεῖο του νὰ γκρεμίζεται ὑμνούμενος ἀπὸ τοὺς ἀδαεῖς, οἰκτειρούμενος ἀπὸ τοὺς γνῶστες, ἀντὶ ν᾿ ἀποτραβηχθεῖ πρὶν ἡ ἀμοιβή του φτάσει τὰ 6.000 δολλάρια.

***

Ἡ ὑγεία μου εἶναι σὲ καλὴ κατάσταση, μὰ δὲν εἶμαι πιὰ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος! Ἐκλείσθηκα στὸν ἑαυτό μου περισσότερο ἀπὸ ἄλλες φορὲς καὶ ἀνυπομονῶ γιὰ τὶς ὧρες τῆς μονώσεώς μου. Τοὺς ἀνθρώπους γύρω μου τοὺς βλέπω πάντα μὲ τὴν ἴδια καλοσύνη μὰ μὲ περισσότερη ἀδιαφορία, σὰν νὰ μὴ ζῶ πιὰ μεταξύ τους, καὶ τοὺς παρακολουθῶ ἀπὸ ἕνα ἄλλο κόσμο! Αὐτὸ μερικὲς φορὲς μὲ τρομάζει! Δὲν ἔχω καμιὰ σιγουριὰ ὅτι εἶμαι ζωντανὸς ἢ θὰ μείνω ζωντανὸς γιὰ πολὺ καιρό, καὶ σὰ νὰ περιμένω τὸ τέλος.


Σημειώσεις


1. Ὁ πατέρας τοῦ Μητρόπουλου πέθανε τὸ 1922 ἀπὸ ἐξανθηματικὸ τύφο. Τὴν ἀσθένεια ὁ Ἰωάννης Μητρόπουλος τὴν κόλλησε βοηθώντας τοὺς πρόσφυγες τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, ποὺ κατὰ χιλιάδες ἔφταναν στὸν Πειραιά.

2. Πρόκειται για τὸν συμαθητή του στὸ Ὡδεῖο Ἀθηνῶν Ἀντώνη Στόκο, μετέπειτα σολίστ τοῦ πιάνου καὶ καθηγητὴ τοῦ Ὡδείου Ἀθηνῶν. Ὁ Στόκος ἐμφανίστηκε ὡς σολίστ σὲ συναυλίες ποὺ διηύθυνε ὁ Μητρόπουλος

3. Τὴ Συμφωνικὴ Ὀρχήστρα τῆς Μιννεάπολης.

4. Ἀναφέρεται στὶς ἐμφανίσεις του στὴν Ἄθήνα τὸ 1955

5. Ἐννοεῖ τὴν καρδιακὴ προσβολὴ ποὺ ὑπέστη τὸ 1958.





ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ


ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

(Πρὶν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1924)


Α. Χρονολογημένα ἔργα

  • Scherzo σὲ μὶ ὕφεση μείζονα γιὰ πιάνο (4/17.10.1912).

  • Klavierstuc (κομμάτι πιάνου), σὲ μὶ ὕφεση ἐλάσσονα (20.11/3.12.1912).

  • Un morceau de Consert (Κομμάτι κονσέρτου), σὲ ντὸ ἐλάσσονα γιὰ βιολὶ καὶ πιάνο (1913).

  • Ὁ Κορνιαχτὸς (Ἰωάννη Πολέμη), τραγούδι γιὰ ἀντρικὴ χορωδία (28.8/10.9.1914).

  • Dance de Faunes – Scherzo fantastique (Χορὸς τῶν Φαύνων – Σκέρτσο φανταστίκ), σὲ σὶ ὕφεση μείζονα γιὰ κουαρτέτο ἐγχόρδων (19.2/4.3.1915).

  • Ἡ ταφὴ σὲ μὶ φεση ἐλάσσονα γιὰ ὀρχήστρα (9/22.4.1915).

  • Beatrice σκέρτσο γιὰ πιάνο σὲ μὶ ὕφεση μείζονα ((25.12.1915/7.1.1916).

  • Σπίθες εὐτυχίας σκέρτσο γιὰ πιάνο σὲ φὰ ἐλάσσονα (24.5/12.6.1919).

  • Κασσιανὴ (Κωστῆ Παλαμᾶ), τραγούδι γιὰ φωνὴ καὶ πιανο (11/24.6.1919).

  • Eine Griechische Sonate (Μιὰ Ἑλληνικὴ Σονάτα), σὲ ρὲ ἐλάσσονα γιὰ πιάνο (15/28.10.1920).

  • L’ Allouette et ses Petits (Ὁ Κορυδαλλὸς καὶ τὰ μικρά του), τραγούδι γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο.

Β. Ἀχρονολόγητα ἔργα

  • Reveries au Bord de la Mer (Ὀνειροπολήματα στὴν ἀκρογιαλιά), κομμάτι γιὰ πιάνο σὲ φὰ ἐλάσσονα.

  • Κλειστεῖτε μάτια μου (ἀγνώστου ποιητῆ), τραγούδι γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο.

  • Ὁ θάνατος τοῦ Ναύτη (Αἰκατερίνη Σπηλιοπούλου), τραγούδι γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο.

  • Ἐλπίδες χαμένες (ἀγνώστου ποιητῆ), α. γιὰ φωνὴ καὶ ὀρχήστρα, β. γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο.

  • Ἡ καρδιὰ τῆς Μάνας (Jean Richepin – Ἄγγελου Βλάχου), γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο.

  • Ἡ Ψυχή μου, σονάτα γιὰ πιάνο σὲ μὶ ὕφεση μείζονα.

  • Soeur Beatrice (Ἄδελφὴ Βεατρίκη), ὄπερα σὲ τρεῖς πράξεις (γαλλικὸ κείμενο Μωρὶς Μαίτερλιννκ).

  • Ἡ Παναγιὰ τῆς Σπάρτης, (Ἄγγελου Σικελιανοῦ), τραγούδι γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο.

  • Σονάτα γιὰ βιολὶ καὶ πιάνο σὲ ντὸ (χαμένο).

  • Τὸ στερνὸ τραγούδι (Ἀχιλλέα Παράσχου), γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο (χαμένο).



Μὲ τὸν Λέοναρντ Μπερνστάιν.



ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

(Ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1924 καὶ μετὰ)


Α. Χρονολογημένα ἔργα

  • Passacaglia, Intermezze e Fuga γιὰ πιάνο (26.6.1924).

  • Ἀφροδίτη Οὐρανία (Ἄγγελου Σικελιανοῦ), γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο (Ἰούλιος 1924).

  • Klavierstuc (Κομμάτι πιάνου) (1924).

  • Τέσσερις Κυθηραϊκοὶ Χοροί, γιὰ πιάνο (Ἰανουάριος 1926).

  • Conserto Grosso, (18.8.1928).

  • Ἀμαλία (Ζαχαρία Παπαντωνίου), τραγούδι γιὰ γυναικεία χορωδία, (1934).

  • Σκηνικὴ μουσικὴ γιὰ τὴν παράσταση τοῦ Ἱππολύτου τοῦ Εὐριπίδου (6.6.1937).

Β. Ἀχρονολόγητα ἔργα

  • Πᾶν (Ἄγγελου Σικελιανοῦ), τραγούδι γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο.

  • 14 Invenzioni (Κωνσταντίνου Καβάφη), γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο.

  • Ostinata in tre parti, γιὰ βιολὶ καὶ πιάνο.

  • Σκηνικὴ μουσικὴ γιὰτὴν παράσταση τῆς Ἠλέκτρας τοῦ Σοφοκλέους.

Μεταγραφὲς

  • Partita III σὲ μὶ ὕφεση μείζονα τοῦ Γ. Σ. Μπὰχ (BWB 1006): Γιὰ βιολὶ καὶ πιάνο (15/28.8.1923).

  • Preludium (Fantasie) und Fuge σὲ σὸλ ἐλάσσονα γιὰ Ὄργανο τοῦ Γ. Σ. Μπὰχ (BWV 542): Γιὰ ὀρχήστρα.

  • Preludium und Fuge σὲ σὶ ἐλάσσονα γιὰ Ὄργανο τοῦ Γ. Σ. Μπὰχ (BWV 544): Γιὰ ὀρχήστρα.

  • Πρελούδιο καὶ θάνατος τῆς Διδοῦς, ἀπὸ τὴν ὄπερα Διδὼ καὶ Αἰνείας τοῦ Χένρυ Πέρσελ: Γιὰ ὀρχήστρα ἐγχόρδων.

  • Μιὰ Φούγκα(;) τοῦ Καμὶν Σαὶν-Σὰνς: Γιὰ ὀρχήστρα.

  • Quartett No 14 op. 131 τοῦ Μπετόβεν.





Τιμητικὲς διακρίσεις

  • Ἀριστεῖον Mουσικῆς τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (1927).

  • Ἀξιωματικὸς τοῦ Tάγματος τοῦ Ἰταλικοῦ Στέμματος (1931).

  • Πρόεδρος Mέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (1933).

  • Ἱππότης τῆς Λεγεώνας τῆς Tιμῆς (1935)

  • Ἀργυροὺς Σταυρὸς τοῦ Tάγματος του Σωτήρος.

  • Tιμητικό Δίπλωμα του Πανεπιστημίου τῆς Mινεζότα (1949).

  • Ἀξιωματικὸς τῆς Λεγεώνας τῆς Tιμῆς (1951).

  • Διδάκτωρ τῶν Kαλῶν Tεχνῶν τοῦ Syracusse University (1951)..

  • Διδάκτωρ τῆς Mουσικῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Σικάγου (1951).

  • Mετάλλιο Ά. Σαίνμπεργκ τοῦ Διεθνοῦς Συνδέσμου Συγχρόνου Mουσικῆς (1952)

  • Διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφίας τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Xάρβαρντ (1952).

  • Τιμητικὸ δίπλωμα τοῦ Συλλόγου τῶν Μουσικοκριτικῶν τῆς Nέας Ὑόρκης (1953).

  • Σταυρός τῶν Tαξιαρχῶν τοῦ Tάγματος τοῦ Φοίνικος (1954).

  • Διδάκτωρ τῆς Mουσικῆς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Nέας Ὑόρκης (1955)..

  • Mετάλλιο τοῦ Συλλόγου τῶν Φίλων τῆς Mουσικῆς, Aθήνα (1955).

  • Ὁ «Xρυσὸς Ὀρφέας»" τῆς πόλης τῆς Mάντουα (1956).

  • Tιμητικὸ Δίπλωμα τοῦ Eθνικοῦ Συμβουλίου Mουσικῆς / UNSESCO, H.Π.A. (1957).

  • Accademico onorario τῆς Ἐθνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἁγ. Καικιλίας τῆς Pώμης (1958).

  • Mετάλλιο τῆς Πόλεως τῆς Nέας Ὑόρκης (1958).

  • Ἐπίτιμος Ἑταῖρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (1959).

  • Xρυσό «Mετάλλιο Otto Nikolai» της Φιλαρμονικής της Bιέννης (1959).

  • Xρυσὸ «Mετάλλιο Γκούσταβ Mάλερ» τῆς Διεθνοῦς Ἑταιρείας Γκ. Mάλερ (1960).




Μὲ τὸν Ἰγκὸρ Στραβίνσκι.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δημήτρης Μητρόπουλος, Ἡ ἀλληλογραφία του μὲ τὴν Καίτη Κατσογιάννη, πρόλογος Γιῶργος Σεφέρης, Ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 1966.

Δημήτρης μητρόπουλος 1896-1960, «Ἑπτὰ ἡμέρες», ἔνθετο τῆς Καθημερινῆς, ἐπιμέλεια ἀφιερώματος Πέγκυ Κουνενάκη, Ἀθήνα 26 Μαΐου 1996.

Δημήτρης Μητρόπουλος - 15 χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του, Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ καὶ Ἐπιστημῶν – Διεύθυνση Πολιτιστικῶν Ἐκδηλώσεων, κείμενα - ἐπιλογὴ ὑλικοῦ Ἀπόστολος Κωστίου, Ἀθήνα 1986.

Κώστιος Ἀπόστολος, Δημήτρης Μητρόπουλος, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1995.

Κώστιος Ἀπόστολος, Δημήτρης Μητρόπουλος - Κατάλογος ἔργων, Ἔκδοση τῆς Ὀρχηστρας τῶν Χρωμάτων, Ἀθήνα 1996.

Κείμενα Δημήτρη Μητρόπουλου, είσαγ. - μετ. Κώστιος Ἀπόστολος, Ἔκδοση τῆς Ὀρχηστρας τῶν Χρωμάτων, Ἀθήνα 1997.

Κώστιος Ἀπόστολος, Τὸ στοιχεῖο τῆς θεατρικότητας στὸν Μητρόπουλο, Ἔκδότης Παπαγρηγορίου - Κ. Νάκας Χ., Ἀθήνα 1997.

Κώστιος Ἀπόστολος, Δημήτρης Μητρόπουλος – Ζωὴ καὶ ἔργο, Ἴδρυμα Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, Βιέννη 1995.

Χριστοπούλου Μαρία, Δ. Μητρόπουλος – Ζωὴ καὶ ἔργο, Ἰδιωτικὴ Ἔκδοση, Ἀθήνα 1971.




Σὲ παιδικὴ ἡλικία.

Ἡ ἀδελφή τοῦ Μητρόπουλου Ἑλένη.



Ποιὸς συντείνει περισσότερο στὴν πρόοδο: οἱ παῖχτες τοῦ μπέιζ-μπολ ἢ οἱ μουσικοί; Ἐὰν σᾶς ἀρέσουν καὶ τὰ δύο, δηλαδὴ καὶ ἡ μουσικὴ καὶ τὸ μέιζ-μπολ, αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδεῶδες, κύριε. Ἀλλὰ ρωτῶ τὸν ἑαυτό μου, ἐὰν θὰ ἔπρεπε νὰ διαλέξει: θὰ ἀνέχοταν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν θὰ ἦταν πρῶτο στὸν ἀθλητισμό, πρῶτο στὴν πνευματικὴ καλλιτεχνικὴ καλλιέργεια καὶ πρῶτο στὴν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου; Φροντίδα γιὰ τὸ σῶμα, τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή, αὐτὸ ὀνομάζω μιὰ τέλεια ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ ἕναν τέλειο πολιτισμό. (Δημήτρης Μητρόπουλος).


Αὐτὸς ὸ πολυσύνθετος μουσικὸς, ἐμφανίστηκε στὴν πατρίδα μας, ὄχι μόνο σὰν μαέστρος ἀλλὰ καὶ σὰν πιανίστας, κάνοντας τοὺς Μοσχοβίτες νὰ ἐκπλαγοῦν μὲ τὴ λαμπρὴ ἐκτέλεση τοῦ ΙΙΙ Κονσέρτου γιὰ πιάνο τοῦ Προκόφιεφ, τὸ ὁποῖο συγχρόνως διηύθινε, παίζοντας καὶ τὸ σόλο τοῦ πιάνου. Ἦταν ἕνας πολὺ φίνος μουσικός, ἄψογος κυρίαρχος τῆς ὀρχήστρας, βαθὺς καὶ δυνατὸς καλλιτέχνης, ποὺ γνώριζε νὰ φανερώνει στὶς παρτιτοῦρες τῶν Μπάχ, Τσαϊκόφσκι, Σαίνμπεργκ, Βάγκνερ, Μουζόφσκι, Προκόφιεφ τὶς πιὸ κρυφές σκέψεις καὶ συναισθήματα τῶν συνθετῶν καὶ ὅλες τὶς ἰδιότητες τῆς δημιουργικῆς ἀτομικότητάς των...  (Ἀρὰμ Χατσατουριάν, Μόσχα, 7 Δεκεμβρίου 1962).



Μὲ τὸν Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Λένινκραντ 1935.


Ὁ πρωταρχικὸς σκοπὸς σὲ μιὰ συναυλία δὲν εἶναι ἡ τελειότητα στὴν ἐκτέλεση, ἀλλὰ ἡ έπικοινωνία. ἡ μετάδοση τῆς ψυχῆς, τοῦ πάθους, τοῦ νοήματος τοῦ ἔργου στὸ άκροατήριο. Ο μαέστρος δὲν εἶναι μόνος. Εἶναι διπλὰ πλαισιωμένος ἀπὸ τὴν ὀρχήστρα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀκροατές· γιὰ νὰ δονήσει τοὺς ἀκροατὲς μὲ τοὺς κραδασμοὺς τοῦ ἔργου πρέπει πρῶτα νὰ δονήσει τὰ ἄτομα τῆς ὀρχήστρας καὶ τὴν ὀρχήστρα ὡς σύνολο. Καὶ δὲν τὸ πετυχαίνει αὐτὸ παρὰ ἂν κατέβει ἀπὸ τὸ βάρθρο του καὶ κάνει τοὺς μουσικοὺς νὰ νιώσουν ὅτι δὲν εἶναι δικτάτορας παρὰ άπόστολος ἢ ἀγγελιοφόρος... (Δημήτρης Μητρόπουλος)· στὴ φωτογραφία σὲ δοκιμὴ μὲ τὴ Φιλαρμονικὴ τῆς Βιέννης στὸ Musik Verein, 1958.


Μὲ τὸν Λέοαρντ Μπερνστάιν.


Ἦταν τίμιος, εὐπρεπὴς καὶ συνεργάσιμος· ἕνα ἐξαιρετικὸ ἄτομο. Ὅταν άνακάλυψε καὶ ὁ ἴδιος ὅτι τοῦ ἀρέσει νὰ δουλεύει στὴν ὄπερα, ἐξεπλάγη καὶ ἦταν εὐτυχὴς στὴ «Μετροπόλιταν». Ὅλα ὅσα ἔκανε εἶχαν ἕνα στὶλ «προσωπικό». Μὲ τὸ μεγάλο, ὀστεῶδες πρόσωπό του καὶ τὰ τεράστια χέρια, δὲν ἔμοιαζε μὲ κανέναν στὸν κόσμο καὶ οἱ μουσικές του ἰδέες ἦταν συχνὰ πρωτότυπες σὰν τὴν ἐμφάνισή του. (Ρούντολφ Μπίνγκ, Διοικητὴς τῆς Μερτοπόλιταν τῆς Νέας Ὑόρκης).


Συναυλία στὸ ἀρχαῖο θέατρο τῆς Ἐπιδαύρου μὲ μουσικοὺς τῆς Συμφωνικῆς Ὀρχήστρας τοῦ Ὠδείου Ἀθηνῶν, 22 Σεπτέμβίου 1935.


Στὸν διπλὸ ρόλο τοῦ σολίστ καὶ μαέστρου, σὲ δοκιμὴ μὲ τὴ Συμφωνικὴ Ὀρχήστρα τῆς Μιννεάπολης.


Στὸ πόντιουμ, πάντα χωρὶς παρτιτούρα.



Μὲ τὸν Ἕλληνα συνθέτη Χαρίλαο Περπέσα.


Ἡ καθημερινὴ ἐξαντλητικὴ μελέτη τῆς παρτιτούρας ἔκανε τὸ μαέστρο νὰ διευθύνει ἀπὸ μνήμης ἀκόμα καὶ στὶς πρόβες.


Εἶναι ἕνας σοβαρὸς μαέστρος, ἀφοσιωμένος στὴ δουλειά του, μὲ μεγάλες συμπάθειες ὅσον ἀφορᾶ τὸ ρεπερτόριο τοῦ 19ου καὶ γιὰ μερικὲς περιοχὲς τοῦ 20ου αἰώνα. Βρίσκεται στὸ στοιχεῖο του ὅταν πρόκειται γιὰ μουσικὴ μὲ δραματικὸ περιεχόμενο καὶ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ μεταδίδει μιὰ σχεδὸν πυρετικὴ ἔνταση. Κάνει ἔξοχη δουλειὰ στὴ Φιλαρμονικὴ μὲ ἔργα συνθετῶν ὅπως οἱ Ρίχαρντ Στράους, Μάλερ, Σαίνμπεργκ καὶ Μπέργκ ἢ μὲ μιὰ ὄπερα τοῦ Πουτσίνι στὴ Μετροπόλιταν. (Αὐτά, μεταξὺ ἄλλων, ἔγραφε ὁ κριτικὸς Taubman).


Ἀνεβαίνω στὰ βουνά, γιατὶ μ᾿ ἀρέσει νὰ νικῶ τὰ πράγματα, νὰ κατακτῶ. Γιὰ μένα ἡ κατάκτηση ἑνὸς βουνοῦ εἶναι τὸ ἴδιο σὰν τὴν κατάκτηση μιᾶς πολὺ δύσκολης παρτιτούρας. Κι ὅταν βρίσκουμαι στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, νιώθω ἕνα αἴσθημα ζωῆς, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἕνα αἴσθημα θανάτου. Καὶ σᾶς λέω ὅτι θὰ παιθάνω πέφτοντας ἀπὸ ἕνα βουνό!! (Δημήτρης Μητρόπουλος)· στὴ φωτογραφία: μὲ τὴν ὀρειβατικὴ ὁμάδα τρίτος ἀπὸ ἀρ., μὲ τὸν μπερέ.



Ἡ παρούσα φωτογραφία δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Life στὶς 30.02.1946 συνοδευόμενη ἀπὸ συνένευξη τοῦ μαέστρου. Ἡ δημοσίευση λεγόμενα καὶ φωτό, προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ ὑπερσυντηριτικοῦ διευθυντῆ τῆς ὀρχήστρας τῆς Βοστώνης Σεργκέϊ Κουσεβίτσκι, ποὺ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν ὁρίσει διάδοχό του τὸν Μητρόπουλο. 



Μὲ τὸν Γεχούντι Μενουχίν.



Τέσσερα ἀπὸ τὰ ἱδρυτικὰ μέλη τῆς Ἕνωσης Ἑλλήνων Μουσουργῶν. Στὸ κέντρο ὁ Μανώλης Καλομοίρης. Ὄρθιοι ἀπὸ άρ. Μάριος Βάρβολης, Δημήτρης Μητρόπουλος, Αἰμίλιος Ριάδης.


Μιὰ ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ἔχρωμες φωτογραφίες τοῦ Δημήτρη Μητρόπουλου.



Ὁ Μητρόπουλος σὲ δοκιμὴ μὲ τὴ Φιλαρμονικὴ τῆς Βιέννης στὸ Musik Verein, 1958.


Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ γίνει Διευθυντὴς Ὀρχήστρας καὶ θέλει νὰ έπιβάλλει τὴ γνώμη του σὲ ἑκατὸ μουσικούς, ποὺ πιθανὸν ἔχουν τὶς δικές τους διαφορετικὲς ἀντιλήψεις, πρέπει νὰ εἶναι πιὸ προικισμένος, πιὸ μετριόφρων, ἐργατικότερος καὶ πιὸ μουσικὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, νὰ εἶναι ἁγνὸς καὶ ὑπεράνω συμφερόντων. (Δημήτρης Μητρόπουλος).


Κατάλαβα πὼς εἶχα καθήκον νὰ θυσιάσω ὅλη μου τὴ ζωὴ γιὰ τὴν τέχνη, μὰ καὶ ἡ θυσία ἔχει τὰ ὅριά της. Μόνος μου ὅπως ζῶ έδῶ, δὲν εἶναι θυσία, εἶναι τέλεια καταστροφὴ τῶν σπλάχνων μου, μαρασμός. Πρέπει νὰ βρεθεῖ μιὰ λύση.ἔτσι δὲν μπορῶ νὰ έξακολουθήσω. Ὅλοι οἱ συνάδελφοί μου ποὺ ζοῦν ἐδῶἔχουν ἐδῶ τὸ σπιτικό τους,τους ἀνθρώπους τους, τοὺς φίλους τους. Ἐγὼ εἶμαι μόνος, περιτριγυρισμένος ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν ἀπολύτως καμιὰ σχέση μὲ τὸν ἐσωτερικό μου ἄνθρωπο... (Δ. Μητρόπουλος ἀπὸ γράμμα του πρὸς τὴν Καίτη Κατσιγιάννη  τὸ 1940).


Ὁ Μητρόπουλος πῆρε τὰ πρῶτα μαθήματα πιάνου ἀπὸ τὸν Ἰταλὸ πιανίστα Ἀχιλλέα Ντελμουόνο. Ἐν συνεχείᾳ γράφτηκε στὸ Ὠδεῖο Ἀθηνῶν ὅπου φοίτησε ἐννέα χρόνια.






Ὁ Μήτρόπουλος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ καθιερώθηκε διευθύνοντας μὲ τὰ χέρια, ὅμως στὸ τέλος ἀναγκάστηκε νὰ πιάσει τὴ μπακέτα, ἀφοῦ τὸν βοηθοῦσε νὰ καταβάλλει λιγότερο κόπο, μιὰ καὶ τὰ πρῶτα προβλήματα μὲ τὴν καρδιά του εἶχαν κάνει τὴν ἐμφάνησή τους.



Ἐκτὸς άπὸ διυθυντὴς ὀρχήστρας ὁ Μητρόπουλος ἦταν καὶ ἐξαιρετικὸς πιανίστας. Ἐδῶ τὸν διπλὸ ρόλο τοῦ σολίστ καὶ μαέστρου.


Ἡ πρώτη ἔκδοση σὲ δίσκο τριαντατριῶν στροφῶν τῆς θρυλικῆς ἐκτελέσεως τῆς «Τιτάνιας» τοῦ Μάλερ.


Ὁ Μητρόπουλος σὲ δοκιμὴ μὲ τὴ Φιλαρμονικὴ τῆς Βιέννης στὸ Musik Verein, 1958.

Ὁ Μητρόπουλος σὲ δοκιμὴ μὲ τὴ Φιλαρμονικὴ τῆς Νέας Ὑόρκης τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1955.


Ὑποδοχὴ στὸ Ὡδεῖο Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ, 1955.


Ἀνέμεσα στοὺς μουσικούς, στὸ διάλειμμα μιᾶς δοκιμῆς μὲ τὴ Συμφωνικὴ Ὀρχήστρα τῆς Μιννεάπολης.