Σύμφωνα
με την αρχαία Ελλάδα ο χρόνος είναι κατά
βάση κυκλοτερής και συνεχούς
επαναλαμβανόμενου τύπου. Και όταν λέμε
αρχαία Ελλάδα, αναφερόμαστε κατά πρώτον
στον Πλάτωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο
χρόνος μετρούμενος από την κυκλική
τροχιά των ουρανίων σφαιρών, ορίζετε
ως ομοίωμα της αιωνιότητας σε κίνηση,
όπως αναφέρει στονΤιμαίο: «Ο δημιουργός
του κόσμου επινόησε ένα ομοίωμα της
αιωνιότητας σε κίνηση και, διευθετώντας
κατάλληλα τον ουρανό, κατασκεύασε, από
τη μια και ασάλευτη αιωνιότητα ξεκινώντας,
το ομοίωμα τούτο που κινείται διαρκώς
σύμφωνα με τους νόμους του αριθμού και
που εμείς το αποκαλούμε χρόνο» (Τιμαίος
ΙΑ’, 37 c – d) και κατά δεύτερον στον
Αριστοτέλη, σύμφωνα με τον οποίο ο χρόνος
ορίζεται σαν «αριθμός της κίνησης
σύμφωνα με το πριν και το μετά» (Φυσικής
Ακροάσεως Δ’, 220 α).
Η
κυκλική κίνηση εξασφαλίζει τη διατήρηση
των ίδιων πραγμάτων μέσα από την επανάληψη
και τη συνεχή επιστροφή τους. Αντίθετα
η εικόνα που καθοδηγεί τη χριστιανική
σχηματοποίηση της έννοιας του χρόνου
είναι η ευθεία. Δηλαδή το σύμπαν δεν
είναι αιώνιο ούτε ατελεύτητο και τα
γεγονότα που διαδραματίζονται εντός
του δεν πρόκειται ποτέ να επαναληφθούν,
αφού όλα ξεκίνησαν με τη δημιουργία
τους από ένα ανώτερο ον (το Θεό) και όλα
θα τελειώσουν με την δεύτερη παρουσία
αυτού του Όντος. Στο μεσοδιάστημα αυτό
υπάρχει η παρουσία του Χριστού, υιού
του Θεού που αποτελεί ένα κεντρικό
σημείο αναφοράς. Έννοια που δεν κατάφερε
να περάσει αφού ο θεμελιώδης χαρακτήρας
της ελληνικής εμπειρίας του χρόνου,
διαμέσου των Φυσικών του Αριστοτέλη
και του Τιμαίου του Πλάτωνα, καθόρισε
για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια τη
δυτική παράσταση για το χρόνο.
Στην παράσταση ΜΕΣΑ του Δημήτρη Παπαϊωάννου, μια αθόρυβη επανάληψη καλύπτει το όλο δρώμενο της μοναξιάς, χωρίς καμιά κορύφωση, καμιά αλλαγή, κανένα φινάλε. Όλα κινούνται μέσα σε μια συνεχή ανακύκλωση. Με μια κυκλική τροχιά που αρχίζει με το άνοιγμα της πόρτας -θα μπορούσε εν δυνάμει να είναι η είσοδο στη ζωή-, οι ερμηνευτές θα παραδοθούν σε μια ρουτίνα κινήσεων μέχρι να καταλήξουν στο κρεβάτι-τάφο. Όλοι κινούνται μόνοι, κανείς δεν κοιτάζει κανέναν και τίποτα γύρω. Τίποτα γύρω τους δεν φαίνεται να τους απασχολεί, αλλά με μηχανικές κινήσεις επαναλαμβάνουν ακριβώς το ίδιο, ξανά και ξανά, μέσα στον ίδιο χώρο, οι ίδιες κινήσεις, αενάως. Για να πληρωθεί το ρητό που λέει ότι: Στη ζωή ερχόμαστε μόνοι, ζούμε στην ουσία μόνοι και πεθαίνουμε μόνοι. Έρωτες, σχέσεις, φιλίες δεν είναι τίποτ' άλλο παρά προσπάθειες να ξεφύγουμε από αυτή την τροχιά της μοναξιάς.
Αρχικά τη ματιά σου τραβάει το αναγεννησιακό σκηνικό. Αναγεννησιακό με την έννοια ότι αναπαράγει πλήρως τον προοπτικό τρισδιάστατο αναγεννησιακό χώρο. Χώρο που η αναγέννηση δηλαδή ξανάφερε στο προσκήνιο -πρώτη διδάξασα η αρχαία Ελλάδα, για να μην ξεχνιόμαστε. Ένα σκηνικό στεγνό, καθορισμένο, γεωμετρικό, όπως ακριβώς η ζωή μας, αλλά και ψυχρό όπως οι σημερινές “διαδικτυακές και κινητές” σχέσεις μας.
Η
πόρτα θα ξεκλειδώσει, ένας άντρας ή δυο,
ή μία γυναίκα θα εισβάλλει στο δωμάτιο,
θα ανάψει το φως, θα κοιτάξει λίγο σαν
χαμένος, θα ανάψει το θερμοσίφωνα, θα
αφήσει το σάκο του, θα κατευθυνθεί προς
το κρεβάτι, θα βγάλει τα παπούτσια του
και τη μια του κάλτσα, θα σηκωθεί να
βγάλει την άλλη, θα κατευθυνθεί προς το
μπάνιο, θα γδυθεί για να κάνει ντους, θα
σκουπιστεί με την πετσέτα, θα πάει στην
κουζίνα να τσιμπήσει κάτι, θα πάρει το
ποτό του και θα κατευθυνθεί προς το
μπαλκόνι για να ατενίσει το εγγύς τοπίο
των απέναντι πολυκατοικιών και τέλος,
θα πάει προς το κρεβάτι, όπου θα βγάλει
το εσώρουχο για να ξαπλώσει και να
καταβροχθιστεί από αυτό, όπως ακριβώς
από τον τάφο του.
Και μέσα σε όλα αυτά η πόλη, η άχαρη σκοτεινή απρόσωπη πόλη που το δηκτικό της πρόσωπο προσπαθεί ώρες-ώρες να φορέσει ένα γλυκό προσωπείο. Ο ήχος του νερού που κυλάει θα έλεγε κανείς ότι υπερέχει των ηχητικών τοπίων του Κωνσταντίνου Βήτα. Τα παιδιά της σκηνής, αγόρια και κορίτσια κυκλοφορούν ανάμεσα στον κόσμο, συνομιλούν μαζί του ανακατεύονται και ακούραστοι ανεβαίνουν για να συνεχίσουν τον κυκλικό χορό τους, να απογυμνωθούν εκθέτοντάς μας απογοητεύσεις, προσμονές, ελπίδες, διαψεύσεις, ανταγωνισμό, προσπάθεια, όλα αυτά που καθορίζουν την ανθρώπινη υπόσταση, αλλά και να γυμνωθούν εκθέτοντας κάθε εκατοστό του κορμιού τους. Η μετακίνηση δε του κοινού κατά την διάρκεια του δρώμενου μέσα στο Παλλάς, είναι ένα έξυπνο τρικ από τη μεριά του Παπαϊωάννου, αφού καταφέρνει έτσι να μας εντάξει μέσα στη δράση του έργου. Η συνεχής δηλαδή κίνηση του όλου χώρου, δίνει άλλες διαστάσεις στο εγχείρημα, αφού το μάτι ξεστράτιζε να δει τις φιγούρες που κινούταν, κρυφογελούσαν, έσκυβαν να μιλήσουν, ή άλλαζαν θέση περιφερόμενοι μέσα στην αίθουσα.
Ο ίδιος ο δημιουργός ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου στο θέατρο Παλλάς:
«Δεν
κάνουμε ένα πλήρες ντοκιμαντέρ για την
ανθρώπινη ζωή αλλά επικεντρωνόμαστε
και ζουμάρουμε σε ένα πολύ μικρό σημείο
που είναι ο άνθρωπος μόνος του, με τον
εαυτό του στη φωλιά του. Αυτός ο
μικρόκοσμος και αυτή η στιγμή είναι τα
δομικά υλικά του έργου. Αυτό που μας
ενδιαφέρει είναι ο άνθρωπος στο αστικό
τοπίο, στη φωλιά του, στο διαμέρισμά
του, την ώρα που είναι μόνος και ήρεμος.
Δεν
συμπεριλάβαμε τίποτα από τα δεκανίκια
που χρησιμοποιούμε όταν δεν θέλουμε να
είμαστε μόνοι μας, όπως εφημερίδα,
τσιγάρο, κινητό ή τηλεόραση. Η δράση
είναι αραιή και ήρεμη και δεν βασίζεται
στην αργή κίνηση.
Εκθέτουμε
έναν ιδιωτικό χώρο σε κοινή θέα για
πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους
είναι για να θυμηθούμε ότι όλοι είμαστε
το ίδιο. Παρότι μας αρέσει να τονίζουμε
κυρίως τις διαφορές μας, όλοι έχουμε
μία κοινή ζωή και στην τελική κοινά
μυστικά. Ένας από τους λόγους που
ανεβάζουμε αυτήν την παράσταση είναι
για να σκεφτούμε και να αισθανθούμε
πάνω σε αυτό».
Το ΜΕΣΑ δεν είναι παράσταση, δεν είναι ντοκιμαντέρ, δεν είναι πρόζα, δεν είναι μπαλέτο, δεν είναι χοροθέατρο, πολύ περισσότερο, δεν είναι θέατρο, αλλά η λιτή, συμπυκνωμένη και αφαιρετική ματιά ενός μεγάλου δημιουργού, πάνω στον άνθρωπο των σημερινών μεγαλουπόλεων και τη μοναξιά του. Είναι μια σιωπηλή κραυγή, ένας βουβός θρήνος, είναι το ρέκβιεμ αν προτιμάται του ανθρώπου των αστικών κέντρων, είναι το μέλος που με πλήρη απουσία κάθε συναισθηματικής έξαρσης, σταθερά επί έξι ώρες, ψηλαφεί την υπαρξιακή αγωνία μας.
Να
παραθέσω εδώ το υπέροχο ποίημα της Λένας
Παππά "Το δωμάτιο" που νομίζω ότι έχει να πει πολύ
περισσότερα από οποιαδήποτε δική μου
φλυαρία:
Το δωμάτιο
Μές
τό κλειστό δωμάτιο
μπορείς
νά βρεῖς ὄ,τι ποτέ νά ὀνειρευτείς δέν
τόλμησες
ὄ,τι βαθιά σου ἀγάπησες
κι ὅμως ποτέ δέν εἶδες
κι ἄλλα πού δέν φαντάστηκες
καί
μέσα στή βαθιά ἐπιθυμία ψηλάφησες
μέ
ξέφρενη ἐλπίδα.
Ἐκεῖ
εἷναι ὅλα καί τίποτε.
Ἀνάλογα
μέ
ποιό κλειδί θά ξεκλειδώσεις τή σιωπή
τους
μέ
ποιά χέρια θά τ' ἀγγίξεις, μέ τί μάτια
θά
τά κοιττάξεις.
Μές
στό κλειστό δωμάτιο
ὑπάρχουν ὅλα:
Τό
πουκάμισο τῆς Ἑλένης,
ξόανα
θεῶν λησμονημένων,
ὁ φόβος τοῦ Χριστοῦ στόν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ,
τά
βήματα τῆς θλίψης του, τῆς αἴγλης του τό
φῶς,
τό
αἷμα τῶν θυσιασμένων
οἱ
χαμένοι στόχοι τους
τό
ψῦχος τό δριμύ τῶν χωρισμῶν
τά
δάκρυα τής Βρησιίδας, τῆς Κίρκης τό
φίλτρο,
τό
διαμαντένιο ἀηδόνι τοῦ βασιλιᾶ τῆς
Κίνας
σινιάλα ἀπό σβυσμένους φάρους
μαγικά
τοτέμ ἀπό ἄγνωστες φυλές
λευκά
χιονισμένα παραμύθια καί πεταλουδόφτερα
ἐφηβικά
κορμιά καί καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι
καί φωτιές και ἀόρατη ὀμορφιά.
Ἐκεῖ ὑπάρχουν ὅλα: ἀρκεῖ νά πᾶς, ὁλάνοιχτος
γυρεύοντάς τα.
γυρεύοντάς τα.
Κρατήστε
τον τελευταίο στίχο. Α! ξέχασα κάτι. Πριν
ξαπλώσει κάθε νέος στο κρεββάτι-τάφο
του, θα αφήσει το ποτήρι του δίπλα στα
άλλα ποτήρια, μισογεμάτο ή μισοάδειο.
Είναι το ποτήρι της ζωής που τέλειωσε;
είναι το πικρό ποτήρι των δεινών ή το
ποτήρι της ευχαρίστησης που το στράγγιξε;
Κανείς δεν ξέρει, μόνο ίσως ο σπουδαίος
δημιουργός τούτου του σπουδαίου
εγχειρήματος.
Δημήτρη
Παπαϊωάννου, ευχαριστούμε για το
ταρακούνημα!
Πηγές:
Οι
φωτογραφίες είναι του René Habermacher
Το
ποίημα "Το Δωμάτιο" της Λένας Παππά
είναι από τη συλλογή Αρτεσιανά
εκδ.
Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1988
©
κειμένου: www.gayekfansi.blogspot.com - με την επιφύλαξη
κάθε δικαιώματος.
Συνέντευξη
του Παπαϊωάννου στο you tube: Εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου