Η μορφή του Κ.Π. Καβάφη (του Γιώργου Ι. Ιωάννου)
Η μορφή του Καβάφη διασώζεται σε αρκετές φωτογραφίες και σχέδια, ακόμα και χαλκογραφίες. Ο Καβάφης, ευτυχώς δεν παρουσίαζε την αντίσταση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη φωτογράφηση. Δεχόταν να φωτογραφίζεται κάθε τόσο και θα πρέπει από καιρό σε καιρό να το επεδίωκε. Είχε φωτογραφική αγωγή, θα λέγαμε, όπως όλα τα κανονικά άτομα της τάξεώς του. Διασώζονται φωτογραφίες του από τη νηπιακή ηλικία και από όλες τις φάσεις της ζωής του. Στις φωτογραφίες προσετέθησαν αργότερα και τα σχεδιάσματα διαφόρων φιλών του καλλιτεχνών της εποχής του, όπως του Γιάννη Κεφαλληνού και του Τάκη Καλμούχου.
Υπάρχουν δημιουργοί που, ενώ πολλοί τους διαβάζουν και τους θαυμάζουν, λίγοι θέλουν να τους γνωρίσουν από κοντά. Αυτό με τον Καβάφη δεν συνέβαινε. Οι άνθρωποι του πνεύματος, και ιδίως οι αναγνώσται της ποίησής του, ήθελαν πολύ να τον γνωρίσουν ή αν αυτό δεν ήταν δυνατόν να μάθουν όσο γίνεται πιο πολλά γιαυτόν. Το ίδιο συμβαίνει τώρα με τις φωτογραφίες του, τα πορτραίτα του και τις βιογραφίες του. Εξάπτουν το ενδιαφέρον. Τα σχετικά με αυτόν και το έργο του βιβλία ακόμα και τα μέτρια, έχουν εξασφαλισμένη μια ανάλογη κυκλοφορία, ενώ οι φωτογραφίες και τα πορτραίτα του κοσμούν τοίχους των σπιτιών πολλών ανθρώπων, οι οποίοι όμως δεν έχουν μονάχα τον Καβάφη ως σπουδαίο ποιητή. Και όμως μόνον αυτού την εικόνα συνήθως έχουν. Και αυτό είπαμε συνέβαινε από παλιά, με τον ένα ή άλλο τρόπο. Μιλούσαν πολύ για τον Καβάφη.
Έχομε αρκετές περιγραφές του Καβάφη – της μορφής του και τον τρόπων του. Οι περιγραφές είναι οι ζωγραφιές της λογοτεχνίας. Οι πιο διάσημες και πιο πρώιμες είναι αυτές του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Ο Καβάφης γνωρίστηκε με τον Ξενόπουλο στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1901. Αρκετά αργότερα, το Νοέμβριο του 1903, δημοσιεύτηκε στα «Παναθήναια» ένα περίφημο άρθρο του Ξενόπουλου, με τίτλο «Ένας ποιητής» όπου ανάμεσα στ’ άλλα περιλαμβάνεται και η ακόλουθη περιγραφή του σαραντάρη πια Καβάφη:
«Είναι νέος αλλ’ όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθειά μελαχρινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρο μουστάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολή αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσα ελαφρότατα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Υπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κι ευγενέστατου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής».
Πολύ αργότερα, το 1926, ο Ξενόπουλος αποδίδοντας για μια ακόμα φορά το παλιό αυτό πορτραίτο του Καβάφη, γράφει στον Τίμο Μαλάνο:
«Πολύ νέος δεν ήταν, μα στιλπνός. Μ’ αυτή τη στίλβη τον φέρνω πάντα στη θύμησή μου. Έστιλβαν τα κατάμαυρα μαλλιά του, η κάτασπρη χωρίστρα του, τα μάτια του πίσω από τα ματογυάλια, το μελαχρινό πετσί του, τα στολίδια του, τα ρούχα του όλα. Η ομιλία του πολύ αλλιώτικη απ’ τη δική μας εδώ, μου φάνηκε λιγάκι επιτηδευμένη. Δεν μιλούσε ελεύθερα. Στεκόταν θα ‘λεγες, να βρίσκει ή να διαλέγει τις λέξεις. Σύνολο ωστόσο πολύ ιδιόρρυθμο, πολύ συμπαθητικό και πολύ επιβλητικό. Τέτοιος ήταν εκείνο τον καιρό ο Καβάφης».
Ο ίδιος ο Τίμος Μαλάνος, ο οποίος, βέβαια, γνώριζε καλά τον Καβάφη, παραθέτει στο βιβλίο του «Ο Καβάφης απαραμόρφωτος» την προσωπική του περιγραφή:
«Σε προσεκτικότερο κοίταγμα, μοιάζει με βυζαντινή μορφή. Είναι μελαχρινός με μια γυαλάδα λιπαρή στο πεσμένο του Δέρμα και με πυκνά μαύρα μαλλιά, εξαιρετικώς μαύρα για την ηλικία του. Τα γυαλιά που φορά σε μια μύτη γρυπή του προφυλάγουν ένα βλέμμα αδικαιολόγητα φοβισμένο, αλλά και χαρακτηριστικά χαμηλωμένο, ένα βλέμμα που αποφεύγει αινιγματικά τις ματιές των άλλων, ενώ ταυτόχρονα, κοιτάζει με περιέργεια τους γύρω του. Τα μάτια του είναι μεγάλα και τα φρύδια του πυκνά και μαύρα. Στα μάτια του βρίσκεται ολόκληρος. Μέσα απ’ αυτά μαντεύει κανείς όλο τον άνθρωπο, όλο του το βίο, την πείρα του όλη. Αποφεύγουν ν’ αντικρίσουν τον απέναντί τους. Κι όμως με τα λαθραία τους κοιτάγματα, μ’ εκείνες τις μισοματιές τους, ζυγίζουν υπολογίζουν και εννοούν.
Το σώμα του, μέτριου αναστήματος, ξερακιανό και κάποτε σαν κουρασμένο. Στο όλο του διακρίνει κανείς έναν ακοίμητο υπολογισμό, που του παραμορφώνει σταθερά κάθε του χειρονομία, κάθε του κίνηση, και που τον απομακρύνει από τη φυσικότητα, δημιουργώντας του έτσι μια τεχνική, θα έλεγα φυσικότητα. Γενικά, στους τρόπους του έχει κάτι το προσποιητικό, ένα δικό του τρόπο να φέρεται, να περπατά, να χαιρετά, να δίδει το χέρι, κάτι από τη γοητεία του ηθοποιού, που επιδιώκει, μιλώντας ν’ αποσπάσει την προσοχή, να προκαλέσει το θαυμασμό».
Ο μετέπειτα πολιτικός Φίλιππος Δραγούμης, που γνώρισε νεαρό τον Καβάφη στην Αλεξάνδρεια το 1916, τον περιγράφει στο ημερολόγιό του (21.5.1916) με τα ακόλουθα: «Γνώρισα μετά το τέλος της ομιλίας και έναν τύπο με πρασινοκίτρινο χρώμα, ξουρισμένο, με εβραίικο πρόσωπο και έντονα μαύρα μάτια. Ποτέ δεν γελά ούτε χαμογελά. Η προφορά του είναι αγγλοχιώτικη. Είναι ο ποιητής Καβάφης».
Ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από την Αίγυπτο μιλάει για την επίσκεψή του στον Καβάφη: « Ξεχωρίζω στα σκοτεινά, πάνου στο ντιβάνι, τη φυσιογνωμία του πότε όλο έκφραση μεφιστοφελική και ειρωνία και τα ωραία μαύρα μάτια του ξάφνου αστράφτουν μόλις πέσει επάνω του μια μικρή αχτίδα από φως των κεριών…»
Ο Αλεξανδρινός ιστορικός Χριστόφορος Νομικός σχεδιάζει τον Καβάφη με τα ακόλουθα: «Μάλλον κοντός και μικροκαμωμένος, ντυμένος χωρίς επιτήδευση, μπορώ μάλιστα να πω και με κάποια ατημελησία, περιδιάβαζε αργά τους δρόμους και τα σοκκάκια – τα χέρια συνήθως στις τσέπες, το καπέλλο ριγμένο πίσω». (βλ. Μανώλη Γιαλουράκη, Η Αίγυπτος των Ελλήνων, σ. 613).
Η ποιήτρια Μυρτιώτισσα, που γνώρισε τον Καβάφη το 1923 στην Αλεξάνδρεια, τον περιγράφει ως εξής στο σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Τέχνη». «… Είναι αδύναμος, χλωμός, με μαλλιά γκρίζα και πυκνά, πολύ πυκνά. Μα εκείνο που σου κρατά την προσοχή σου όλη, είναι τα μάτια του, τα δύο παμμέγιστα, παράξενα, αινιγματικά του μάτια. Δύο τέτοια μάτια κανείς μας ποτέ δε θα ιδεί σ’ άλλον άνθρωπο, απλούστατα γιατί δεν ήταν μάτια σημερινού ανθρώπου. Είναι μάτια που έρχονται από πολύ μακριά, από τα βάθη αιώνων και κρατούνε μέσα τους το μυστικό μιας άλλης ζωής, άγνωστης σ’ εμάς. Η φωνή του, όσο την άκουγα, μου φαινόταν κι αυτή σα να ερχόταν από μακριά και ο ίδιος, καθώς είχε τώρα αποτραβηχτεί σε μια σκοτεινή γωνιά και μιλούσε για τέχνη – σε μας ή στον εαυτό του; - έμοιαζε πλάσμα εξωτικό, που ζούσε σ’ άλλη από μας ατμόσφαιρα, που έπρεπε να τα’ ακούς και να το βλέπεις από μακριά και να μην παραξενευτείς καθόλου, αν άξαφνα το δεις να χαθεί ολότελα από μπροστά σου και να σωπάσει…».
Ο Γ.Δ. Κορομηλάς, ο οποίος όταν επισκεύθηκε το 1925 την Αλεξάνδρεια, δεν παράλειψε να γνωρίσει τον Καβάφη, τον περιγράφει μα τα εξής: «… Μέτριος το ανάστημα, απροσδιόριστος την ηλικία, αδύνατος, με τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά, αλλά με ζωηρότατα και μεγαλώτατα μάτια πίσω από τα ματογυάλια, τα’ αεικίνητα οσάκις δεν βοηθούν το βλέμμα να καρφωθεί ως περόνη ατσάλινη. Όταν ομιλεί ο κορμός πηγαινοέρχεται εις μεγάλα σκαμπανεβάσματα, ενώ τα χέρια, ως αυτόνομα, πότε σηκώνονται μαζί, πότε το ένα την ώραν που κατεβαίνει το άλλο και πάντοτε δια να τονίσουν το φθεγγόμενον δόγμα. Όποτε ο Καβάφης δεν ομιλεί δογματίζει. Ακόμη και όταν, υποχρεωτικότατος, συνιστά εις τον ξένον του: Τσίμπα μιαν εληάν…» (βλ. Κ.Π. Καβάφη, Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο, σελ. 129 κ.ε.).
Από τις τελευταίες φωτογραφίες του Καβάφη στο εργαστήρι του Τόμπρου στα 1932, τραβηγμένες από τον Κυριάκο Παγώνη.
Ο Μάριος Βαϊάνος πρωτογνώρισε τον Καβάφη τον Απρίλιο του 1923 στην Αθήνα, σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Κοσμοπολίτ» άρρωστον πια και σημαδεμένον από τον θάνατο. Ο Μάριος Βαγιάνος που λάτρευε από μακριά τον Καβάφη, ήταν φυσικό να έχει στο προτοαντίκρισμά του ισχυρότατες εντυπώσεις: «… Στην πόρτα φάνηκε ο Γέρος - αληθινός γέρος, παρά την καλή εμφάνησή του σε ντύσιμο και κοκκεταρία, τα μαυροειδερά μαλλιά του με το προσεκτικό χτένισμά τους, το άψογο ξύρισμα, το τυλιγμένο γύρω στο λαιμό του μεταξωτό κασκώλ, που κατέληγε μπλαστρόν στο στήθος του. Όμως στην ψυχρή θεατρική του εμφάνιση και στα μάτια του, που αμέσως εισχώρησαν διεισδυτικά, έντονα, σπαθιές στην ψυχή μου, συνήλθα, κρατήθηκα. Σε τούτο με βοήθησε και το σφίξιμο του χεριού του, που μου δόθηκε για το χαιρετισμό και το καλωσόρισμα…» (βλ. Κ.Π. Καβάφη, Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο, σελ. 23 κ.ε.).
Τελευταία στο αφιέρωμα για τον Καβάφη του περιοδικού «Διαβάζω» ήρθε στο φως μια μαρτυρία του Γ. Κατσίμπαλη όπου σε γράμμα του (16.10.1932) προς τον Γ. Σεφέρη σε τόνο ζωηρό και άλλον ανίερο μιλάει για την εμφάνιση και την συμπεριφορά του άρρωστου και εγχειρισμένου Καβάφη, που ο Κατσίμπαλης τον συνάντησε στην Αθήνα μέσα σε ένα λεωφορείο, όπου πήγαινε κάπου μαζί με τον Άγγελο Σεγκόλουλο και τη Ρίκα Σεγκοπούλου.
«…Και αμέσως έπειτα, δείχνοντάς μου ένα παραδοξότατο γερόντιο καθισμένο πλάι της, “Να σας συστήσω το κύριο Καβάφη”. Φαντάζεσαι το ξάφνιασμά μου! Σηκώθηκε, ενώ ξεκίναε το μπούσι, γρύλλισε κάτι που δεν κατάλαβα, μου έδωσε το χέρι και κάθησε απότομα με το ξεκίνημα. Η συνομιλία μας υπήρξε επίπονος και μαρτυρική. Επέμενε να γρυλλίζει διάφορα άναρθρα πράγματα. Τον έπιανε κάθε τόσο βήχας και ξεφύσαγε σα φυσητήρι μέσα από τη μεταλλική σωλήνα του. (…) Τέλος μείναμε μείναμε σύμφωνοι να πάω να τον ιδώ στο ξενοδοχείο όπου θα μεταφερόταν μετά τις εκλογές. Πήγα και καθήσαμε και κουβεντιάσαμε καμιά ώρα. Η θεραπεία του’ χε κάνει μεγάλο καλό και μπορούσα χωρίς μεγάλο κόπο ν’ ακούω την ιδιόρρυθμη εκείνη φωνή του με την ελαφριά αγγλική προφορά. Η εντύπωσή μου; Δύο παμπόνηρα και σπάνιας διεισδυτικότητας μάτια, με μια γλυκύτητα στο κάτω μέρος του προσώπου, ολόγυρα στο στόμα και στο πηγούνι. Δεν μοιάζει καθόλου με ό,τι σκίτσο, φωτογραφία, κ.τ.λ. έχεις δει ως σήμερα. Φυσιογνωμία από τις πιο ενδιαφέρουσες και εντυπωσιακές».
Πολύ ενδιαφέρουσα, αν και σίγουρα κάπως της υπερβολής, η πληροφορία του Γ. Κατσίμπαλη, ότι ο Καβάφης δεν μοιάζει «καθόλου» με τα σκίτσα και τις φωτογραφίες του. Θα ήθελε ίσως να πει, ότι διαφέρει πολύ. Νομίζω, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι τον Καβάφη τον είχε αλλάξει η αρρώστια, που λίγους μήνες αργότερα οδήγησε στον τάφο.
Duane Michals, Homage to Cavafy, 1978, Εθνική Πινακοθήκη Αυστραλίας
Τη μορφή του Καβάφη εξακολουθούν να την ανακαλούν οι καλλιτέχνες και της παρούσης γενιάς. Και θα την ανακαλούν, σίγουρα, και οι της μελλούσης. Είναι η ποίησή του, η γοητεία της μορφής και των τρόπων του. Ένας πνευματικός, θα έλεγε κανείς έρως. Ένα μυστήριο… Άλλωστε και ο Καβάφης ανακαλούσε πολλές ερωτικές μορφές.
Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή,
Με το μολύβι απεικόνισίς του.
…………………………………………………………………………………………………
Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός
…………………………………………………………………………………………………
Απ’ τον Καιρό. Ειν’ ολ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά
Το σκίτσο και το πλοίο, και το απόγευμα.
Γιώργος Ι. Ιωάννου
Από την εισαγωγή στο βιβλίο της Ασπασίας Παπαδοπεράκη Η μορφή του Κ.Π. Καβάφη, που κυκλοφόρησε σε 1000 αντίτυπα, αριθμημένα από 1 έως 1000 και υπογεγραμμένα, για λογαριασμό της συγγραφέως τον Μάρτιο του 1987.
Σχέδιο της Α. Παπαδοπεράκη από το βιβλίο της Η μορφή του Κ.Π. Καβάφη
Το εξώφυλλο του βιβλίου της Α. Παπαδοπεράκη
Σχέδιο της Α. Παπαδοπεράκη από το βιβλίο της Η μορφή του Κ.Π. Καβάφη
Ο Καβάφης όρθιος, φωτογραφία του 1896
... και η δίψα μας για τον Καβάφη, δίψα παραμένει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΞενικός