Πίτερ
Ορλόφσκι (1933-2010), αφιέρωμα
Προλεγόμενα
Στον
Πίτερ Ορλόφσκι ταιριάζει απόλυτα αυτό
που ο Άλλεν Γκίνσπεργκ είχε πει για τους
Μπιτ ποιητές: «κανείς δεν ξέρει αν
ήμασταν καταλύτες ή αν επινοήσαμε κάτι
ή αν ήμασταν μονάχα ο αφρός πάνω σ’ ένα
κύμα· μάλλον συνέβαιναν και τα τρία».
Ο Ορλόφσκι, ο πιο «σουρεαλιστής» από τη
γενιά των beats, άφησε το δικό του στίγμα,
τη δική του ποίηση αν και η λογοτεχνική
του ταυτότητα δεν υπερέβη την ιδιότητά
του ως εραστή του Γκίνσπεργκ. Εξάλλου
τύπωσε την πρώτη του συλλογή μόλις το
1971 και ο κύριος όγκος των ποιημάτων του
συγκεντρώθηκε σε έναν τόμο που κυκλοφόρησε
μόλις το 1978. Τα ποιήματά του έχουν μια
γοητεία και μια συγκεκριμένη λογική,
όπως, και η κληρονομιά του που σιγά-σιγά
βρίσκει τους αναγνώστες της που
ενθουσιασμένοι δημιουργούν έναν
φιλορλοφσκικό πυρήνα.
Ο Ορλόφσκι
συμμετείχε ενεργά στα δρώμενα της γενιάς
των Μπιτ, γράφοντας και απαγγέλλοντας
ποιήματα. Ποιήματα που χαρακτηρίζονται
από τη χειρότερη σύνταξη και ανορθογραφία
που ίσως κυκλοφόρησαν ποτέ ως έντυπα
στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας
και που δίκαια τον κατατάσσουν στον
κύκλο των Αμερικανών μοντερνιστών. Πολύ
αργότερα θα τον μιμηθούν οι rappers. Χρέος
μας λοιπόν τούτο το μικρό αφιέρωμα στον
ποιητή· έναν ποιητή το έργο του οποίου
δεν έχει τύχει να «μεταφερθεί» όσο θα
του άξιζε στη γλώσσα μας.
Γνωρίζοντας
τον Πίτερ Ορλόφσκι
Ο ποιητής
Πίτερ Ορλόφσκι γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου
του 1933, στο Λόουερ Ιστ Σάιντ (Lower East Side)
της Νέας Υόρκης. Οι γονείς του Katherine και
Oleg Orlovsky ήταν Ρώσοι μετανάστες και είχαν
έρθει στις ΗΠΑ αναζητώντας μια καλύτερη
ζωή. Μια ζωή που δεν βρήκαν αφού η
οικογένεια έζησε ανέκαθεν σε απόλυτη
φτώχεια. Ο ίδιος ο ποιητής χρειάστηκε
μάλιστα να αποφοιτήσει νωρίτερα από το
Newtown High School για να συνδράμει την οικογένεια.
Μετά από πολλές δουλειές του ποδαριού
άρχισε να εργάζεται στο Creedmoor
State Mental
Hospital, γνωστό σήμερα ως
Creedmoor Psychiatric
Center. Ο ίδιος ο ποιητής για
την πρώτη περίοδο της ζωής του έλεγε
χαρακτηριστικά: «Η βιογραφία μου ξεκινά
με τη γέννησή μου, στις 8 Ιουλίου του
1933, στο Λόουερ Ιστ Σάιντ της Νέας Υόρκης.
Μεγάλωσα ξυπόλητος, μέσα στα γέλια».
Το 1953
σε ηλικία 19 ετών ο Ορλόφσκι κατατάχτηκε
στο στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών για
τον πόλεμο της Κορέας. Μην μπορώντας να
αντέξει το στρατιωτικό κλίμα στο μέτωπο
όπου είχε σταλεί, με τη βοήθεια των
ψυχιάτρων, κατάφερε να γυρίσει στα
μετόπισθεν και να εργαστεί ως νοσοκόμος
σε νοσηλευτικό ίδρυμα του Σαν Φρανσίσκο.
Αργότερα πήγε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Τον
Δεκέμβριο του 1945, ο Πίτερ Ορλόφσκι
συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Άλλεν
Γκίνσμπεργκ. Ήταν τότε που εργαζόταν
σαν μοντέλο για τον ζωγράφο Robert La Vigne
και έμενε μαζί του. Στο εργαστήριό του
ήταν που οι δυο άντρες γνωρίστηκαν για
να ξεκινήσει έκτοτε μια δυνατή σχέση
που κράτησε ως τον θάνατο του Γκίνσπεργκ
το 1997.
Ο Ορλόφσκι
πριν γνωριστεί με τον Γκίνσπεργκ δεν
είχε προβεί σε καμιά προσπάθεια να
γράψει ποίηση. Ήταν η συνάντηση και η
προτροπή του Γκίνσπεργκ που τον ώθησαν
να γράψει ποίηση το 1957, κατά τη διάρκεια
της παραμονής του ζευγαριού στο Παρίσι.
Να σημειώσουμε ότι ο Γκίνσμπεργκ είχε
κυκλοφορήσει το 1956 το Ουρλιαχτό
(Howl) μετά το γνωστό δικαστικό
αγώνα που χρειάστηκε να δώσει ο εκδότης.
Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν και άλλα
ταξίδια, στη Μέση Ανατολή, στην Ασία,
στη Βόρειο Αφρική και στην Ευρώπη.
Το 1974,
ο Ορλόφσκι, εντάχθηκε στο διδακτικό
προσωπικό της Σχολής Jack Kerouac διδάσκοντας
«ποίηση» στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο
-Ινστιτούτο Τεχνών Ναρόπα- (Naropa
Institute) στο Μπόλντερ
(Boulder) του Κολοράντο και συνέπεια αυτών
ήταν, προς έκπληξη όλων, να δεχθεί το
ποσόν των 10.000 δολαρίων από το Εθνικό
Ίδρυμα Τεχνών (National
Endowment for the
Arts) για να συνεχίσει τις
δημιουργικές του προσπάθειες -οι οποίες
παρεμπιπτόντως τον είχαν φέρει στις
επάλξεις του αμερικανικού μεταμοντερνισμού.
Το Μάιο
του 2010, έγινε γνωστό ότι ο Πίτερ Ορλόφσκι
είχε προσβληθεί από καρκίνο του πνεύμονα.
Πέθανε στις 30 Μαΐου 2010, σε ηλικία 76 ετών
από επιπλοκές της νόσου. Είναι
θαμμένος στο
Shambhala Mountain Center στο Red
Feather Lakes, του Κολοράντο.
Πάνω στο
τάφο του
αναγράφεται: "Train
will tug my grave, my breathe hueing gentil vapor weel & track".
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ποίηση
- Dear
Allen, Ship will land Jan 23, 58 (1971)
- Lepers Cry
(1972)
- Clean
Asshole Poems & Smiling Vegetable Songs (1978) (reprinted 1992)
- Straight
Hearts' Delight: Love Poems and Selected Letters (with Allen
Ginsberg)
- (1980)
- Dick
Tracy's Gelber Hut und andere Gedichte (German translation) (1984)
Πηγές:
Ανθολογία
Μπιτ ποίησης, μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς,
εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2003.
Η
σκηνή Μπιτ, μτφρ. Εκδόσεις Ερατώ,
Αθήνα 1986.
BEAT & PIECES, εκδόσεις Photology, Μιλάνο, 2005.
Beat Poetry, Αδελφοί Κατσιμίχα, έκδοση Μετρνόμος, Αθήνα, 2012
Άρθρο
του Γιάννη Λειβαδά, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
(Βιβλιοθήκη), 11 Ιουνίου 2010.
Αφιέρωμα
του blog στον Άλλεν Γκίνσμπεργκ: Εδώ
Ο
Πίτερ Ορλόφσκι, έργο του
ζωγράφου Robert La Vigne
ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΙΤΕΡ ΟΡΛΟΦΣΚΙ
Πρώτο
ποίημα
Ένα
ουράνιο τόξο ξεχύνεται μπαίνοντας στο
παράθυρό μου, ηλεκτρίζομαι.
Τραγούδια
ξεσπούν από το στήθος μου, παύουν τα
κλάματά μου,
ο
αέρας γεμίζει μυστήριο.
Ψάχνω
κάτω απ' το κρεβάτι για τα παπούτσια
μου.
Μια
παχιά έγχρωμη γυναίκα γίνεται μητέρα
μου.
Μέχρι
τώρα δεν έχω ούτε ένα ψεύτικο δόντι.
Ξαφνικά δέκα παιδιά κάθονται.
Στα
πόδια μου.
Σε
μια μέρα βγάζω μούσι.
Πίνω
ένα απαλό μπουκάλι κρασί με τα μάτια
κλειστά.
Ζωγραφίζω
στο χαρτί και νοιώθω πως είμαι και πάλι
δυο χρονών.
Θέλω
όλοι να μου μιλάνε όλοι.
Αδειάζω
τα σκουπίδια πάνω στο τραπέζι.
Προσκαλώ
χιλιάδες μπουκάλια στο δωμάτιό μου, τα
ονομάζω
έντομα
του Ιούνη.
Χρησιμοποιώ
τη γραφομηχανή σαν μαξιλάρι.
Ένα
κουτάλι μπροστά στα μάτια μου γίνεται
πιρούνι.
Οι
αλήτες μου έδωσαν όλα τα λεφτά τους.
Το
μόνο που χρειάζομαι για την υπόλοιπη
ζωή μου είναι ένας
καθρέφτης.
Τα
πρώτα πέντε χρόνια μου τα έζησα σε
κοτέτσια μες την πείνα.
Η
μητέρα μου φανέρωσε πρόσωπο μάγισσας
μέσα στη νύχτα και
είπε
ιστορίες
για
κυανοπόγωνες.
Τα
όνειρά μου με σήκωσαν στον αέρα πέρα
απ' το κρεβάτι μου.
Ονειρεύτηκα
πως πήδηξα μες την κάννη ενός όπλου για
να τα βάλω
με
μια σφαίρα.
Συνάντησα
τον Κάφκα και εκείνος πήδηξε από το
κτίριο για να
με
αποφύγει.
Το
κορμί μου έγινε ζάχαρη, χύθηκα μες το
τσάι και βρήκα
το
νόημα της ζωής, το μόνο που χρειαζόμουν
ήταν μαύρο
μελάνι
για να
γίνω
ένας μικρός νέγρος.
Περπατάω
στο δρόμο ψάχνοντας για μάτια που θα
χαϊδέψουν
το
πρόσωπό μου.
Έψαλα
μες στους ανελκυστήρες πιστεύοντας
πως πήγαινα στον
ουρανό.
Σταμάτησα
στο 68ο πάτωμα, κατέβηκα από το διάδρομο
ψάχνοντας για
φρέσκα αποτσίγαρα.
Πάνω
στο κρεβάτι το σπέρμα μου γίνεται
ασημένιο δολάριο.
Κοιτάζω από το
παράθυρο και δεν βλέπω κανένα, βγαίνω
στο
δρόμο,
κοιτάζω
ψηλά στο παράθυρό μου και δε βλέπω
κανέναν.
Κι
έτσι ρωτάω τον πυροσβεστικό κρουνό «τα
δάκρυά σου είναι μεγαλύτερα
από τα
δικά μου;».
Δεν
υπάρχει κανείς, κατουρώ παντού.
Ο
Γαβριήλ μού σαλπίζει, ο Γαβριήλ μού
σαλπίζει,
ελευθερώνει
τις χαρές, την ομοφυλόφιλη ευφροσύνη
μου.
Πηγή:
Ανθολογία
Μπιτ Ποίησης, μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς,
Εκδ. Ροές (απόσπασμα)
«Ασυνάρτητες
μνήμες
πάνω
από ψηλά βουνά με μεταφέρουν μακριά
στη γη
των
νομάδων
όπου
η ανάσα δεν είναι παρά αναστεναγμός
σε
κάποιο χαμένο όνειρο που πέρα μακριά
απ' τα μάτια μου εξελίσσεται
Η
βροχή και το χιόνι ρολόι στο παράθυρό
μου
Τι
ωφελεί που το δωμάτιό μου να χωρέσει
δεν μπορεί
της
γης όλους τους ανθρώπους
και
που οι καρέκλες είναι μόνες γιατί
φτιαγμένες είναι για έναν μόνο;
Σου
λέω οι νέοι ζητούν κάτι περισσότερο
από
αυτόν τον κόσμο που μας άφησαν οι
πρόγονοί μας
Ένας
καθρέφτης μάς κάνει δύο
κι
αυτό είναι ευλογία
Να
τρίζω τα δόντια γιατί μου λείπει η αγάπη
μπαίνοντας
στον καθεδρικό
είναι
σαν να εισέρχομαι σε μια κρύα σόμπα
σε
ένα παγωμένο γάντι.
Ξέρω
πως ο άγγελος πίσω απ' την πόρτα
θα
μου φέρει ωραίους πίνακες σε λίγο
Όλοι
οι άγγελοι μαζεύονται πάνω στης γης
την καμπύλη
και
δημιουργούν μια γραμμή
που
γίνεται γέφυρα προς τον ήλιο...».
Πηγή:
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
(Βιβλιοθήκη), μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς, 11
Ιουνίου 2010
Η
γραφή των ποιημάτων είναι ιερό πράγμα
H γραφή
των ποιημάτων είναι ιερό πράγμα, ξεσπάει
η καρδιά
σαν να ταΐζει ερυθρά κοτόπουλα
πάνω σ' έναν πράσινο λόφο, ή
καθισμένη
σ' ένα μπαλόνι να κατεβαίνει εγκαίρως
σ' ένα περβάζι
σαν πρωινό να με
καλωσορίσει
μέσα στην αυγινή σου
έγερση με το ψωμί και το μπέικον κι
εκείνο
το τραγούδι στο ραδιόφωνο για
χορό γύρω απ' της κουζίνας το τραπέζι
με
κουτάλια μες στο στόμα σου.
Ένα δωμάτιο
είναι το μόνο που θα κατέχω στην
αιωνιότητα, ένα κρεβάτι
-
Ασυνάρτητες
μνήμες
πάνω από ψηλά
βουνά με μεταφέρουν μακριά στη γη των
νομάδων όπου
η ανάσα δεν είναι παρά
αναστεναγμός σε κάποιο χαμένο όνειρο
που
πέρα μακριά απ' τα μάτια μου εξελίσσεται
-
Η βροχή και το χιόνι ρολόι στο παράθυρο
μου. Τι ωφελεί
που το δωμάτιο μου να
χωρέσει δεν μπορεί της γης όλους τους
ανθρώπους
και που οι καρέκλες είναι
μόνες γιατί φτιαγμένες είναι για έναν
μόνο;
Σου λέω οι νέοι ζητούν κάτι
περισσότερο από αυτόν τον κόσμο
που
μας άφησαν οι πρόγονοί μας.
Ένας
καθρέφτης μας κάνει δύο κι αυτό είναι
ευλογία.
Να τρίζω τα δόντια γιατί μου
λείπει η αγάπη, μπαίνοντας στον
καθεδρικό
είναι σαν να περπατώ μέσα
σε μια κρύα σόμπα, σε ένα παγωμένο
γάντι.
Ξέρω πως ο άγγελος πίσω απ' την
πόρτα θα μου φέρει ωραίους πίνακες σε
λίγο.
Όλοι οι άγγελοι μαζεύονται πάνω
στης γης την καμπύλη και δημιουργούν
μια
πομπή που γίνεται γέφυρα προς τον ήλιο.
Πηγή:
Ανθολογία
αμερικάνικης ποίησης του εικοστού
αιώνα, μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς,
εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα 2007