Τρίτη 20 Μαΐου 2014

MAGNUS KNUT ENCKELL (1870-1925), a tribute



 
Το ξύπνημα του Φαύνου, (1914), λάδι σε καμβά.


Magnus Knut Enckell (1870-1925), αφιέρωμα
Προλεγόμενα
Ο Magnus Enckell είναι ένας Φιλανδός ζωγράφος που θα μπορούσε κανείς να τον κατατάξει στους συμβολιστές, αν και ουσιαστικά αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του είναι ότι δε δίστασε να κάνει τομή στη ζωγραφική, τόσο σε επίπεδο φόρμας όσο και θεματικά. Ο Enckell αγνοώντας την επικρατούσα νατουραλιστική τάση της εποχής, γοητεύτηκε από το χρωματικό ξέσπασμα του ιμπρεσιονισμού, αλλά παράλληλα δε δίστασε να απεικονίσει τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Αν και έζησε σε μια εποχή όπου η λέξη ομοφυλοφιλία και μόνο, θα μπορούσε να σε απομονώσει κοινωνικά και καλλιτεχνικά, ο Enckell θα προχωρήσει με αργά και σταθερά βήματα κατακτώντας την τέχνη του για να παρουσιάσει στη συνέχεια στον καμβά τις σκέψης και την ερωτική προτίμησή του. Η έντονη εμπρεσιονιστική ματιά του θα μας δώσει έργα μοναδικά. Τα νεανικά αντρικά σώματα του Enckell δείχνουν να διαχέονται στον περιβάλλοντα χώρο αλλά ταυτόχρονα και να συνθέτονται από αυτόν.
Ο ερωτικός προσανατολισμός του Enckell -όπως είπαμε- ήταν στο ίδιο του το φύλο. Από τη θεματολογία των έργων του προκύπτει ένας έντονος ομοερωτισμός που αν αναλογιστούμε τη δύσκολη εκείνη εποχή, μπορεί να μιλήσει κανείς για προοδευτικά και ρηξικέλευθα έργα, τόσο θεματικά όσο και σε επίπεδο εκτέλεσης. Οι γυμνοί του άντρες, το σώμα των οποίων δομεί με το χρώμα, είναι ανοιχτά ερωτικοί και αισθησιακοί. Χωρίς αμφιβολία, η ερωτική του προτίμηση υπήρξε μια σταθερή πηγή έμπνευσης που ο Enckell δε δίστασε να αποτυπώσει στον καμβά. Το έργο του θα παραμείνει από τα πιο πρωτοπόρα για τη Φιλανδική τέχνη. Χρέος μας λοιπόν τούτο το μικρό αφιέρωμα στον Φιλανδό καλλιτέχνη.


Magnus Knut Enckell, μια γνωριμία
Ο Magnus Knut Enckell γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1870 στη Hamina, μια μικρή παραθαλάσσια πόλη με λιμάνι στις ακτές της Βαλτικής θάλασσας στη νότια Φιλανδία. Ήταν το έκτο παιδί της οικογένειας του Carl Enckell που ήταν εφημέριος και της συζύγου του Αλεξάνδρας Enckell, το γένος Appelberg.
Μετά τη βασική του εκπαίδευση, το 1889, σε ηλικία 19 ετών, άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική στο Drawing School of the Art Society της Φινλανδίας. Γνωστό σήμερα ως Φινλανδική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ελσίνκι. Ωστόσο εγκατέλειψε τις σπουδές του ένα χρόνο μετά και άρχισε να μαθητεύει κοντά στο ζωγράφο Gunnar Fredrik Berndtson, ο οποίος ήταν γνωστός για τις νατουραλιστικές απεικονίσεις σκηνών τις καθημερινής ζωής των ευπόρων ανώτερων τάξεων της Φιλανδίας.
Το 1891, ο Enckell μετακόμισε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στη σχολή Καλών Τεχνών Académie Julian, κάτω από την εποπτεία των Γάλλων ζωγράφων Jean-Joseph Benjamin-Constant και Jules-Joseph Lefebvre, που ήταν γνωστοί για τα ρεαλιστικά πορτρέτα τους.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών στο Παρίσι, ο Enckell άρχισε να απομακρύνεται σταδιακά από το νατουραλισμό, που εκείνη την εποχή ήταν η κυρίαρχη τάση πάνω στην τέχνη, και να ενστερνίζεται το Συμβολισμό, ένα καλλιτεχνικό κίνημα με ρίζες στη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες, τις οποίες χρησιμοποιούσε έμμεσα και που με τις εικόνες του ήθελε να εκφράσει αλληγορικά, ιδέες, συναισθήματα και καταστάσεις του νου. Η επιρροή του ζωγράφου Pierre Puvis de Chavannes ήταν καθοριστική επίσης. Εδώ οφείλουμε να πούμε ότι ο Enckell ήταν ο πρώτος Φιλανδός ζωγράφος που απομακρύνθηκε από το νατουραλισμό και γενικά το καθιερωμένο στιλ της εποχής. Αυτή η απομάκρυνση δεν ήρθε ξαφνικά αλλά είχε αρχίσει από την περίοδο των σπουδών του στο Ελσίνκι.
Χαρακτηριστικά συμβολικά έργα του Enckell την περίοδο αυτή θα μπορούμε να πούμε ότι είναι το Skull (1893), που αναπαριστά ένα παιδί που σκυμμένο στο έδαφος κρατά ένα ανθρώπινο κρανίο, και το The Awakening (1893) όπου ένας νεαρός άνδρας και μια γυμνή γυναίκα σε ένα κρεββάτι, διαχέουν μια περίεργη διάθεση που περιφέρετε μεταξύ ανίας και ερωτισμού. Τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται από μια συγκρατημένη μονοχρωματική διάθεση αλλά και αινιγματικό θέμα.
Το 1894 - 1895, Enckell θα ταξιδέψει στην Ιταλία μελετώντας εκτενώς την τέχνη και την αρχιτεκτονική της. Πόλεις όπως το Μιλάνο, η Ραβέννα, η Σιένα, η Φλωρεντία, η Βενετία θα αποτελέσουν σταθμούς του καλλιτέχνη.
Θα επιστρέψει την Φλωρεντία το 1898, και θα ασχοληθεί με την τοιχογραφία και τις τεχνικές γύρω από την τέμπερα και τη νωπογραφία, μελετώντας έργα των ζωγράφων της πρώιμης ιταλικής Αναγέννησης όπως ο Masaccio και ο Fra Angelico. Αποτέλεσμα θα είναι να εντάξει στην παλέτα του μια μεγαλύτερη γκάμα χρωμάτων πράγμα που θα αποτυπωθεί στα νέα του έργα.
Το 1907, θα πάρει μια μεγάλη παραγγελία για να ζωγραφίσει την τοιχογραφία για το κεντρικό βωμό του νέου καθεδρικού ναού στο Τάμπερε, της τρίτης μεγαλύτερης πόλης στη Φινλανδία (Piece Tampere Cathedral). Μιλάμε για μια τοιχογραφία, πάνω από 10 μέτρα πλάτος και 4 μέτρα ύψος. Το θέμα της ήταν η γιορτή της Ανάστασης των ανθρώπων όλων των εθνών και των φυλών. Στο κέντρο της τοιχογραφίας, ανάμεσα στις φιγούρες που παριστάνουν τις αναστημένες ψυχές των νεκρών, βλέπουμε και δυο άντρες που βαδίζουν χέρι-χέρι. Οι μελετητές του έργου του βέβαια, αρνήθηκαν να δουν και να σχολιάσουν αυτή τη λεπτομέρεια.
Αργότερα ο Enckell θα γοητευτεί από το έργο των Μετα-Ιμπρεσιονιστών και ιδιαίτερα από το έργο των Γάλλων καλλιτεχνών Paul Cézanne και Paul Gauguin, με αποτέλεσμα η παλέτα του να γίνει ακόμα πιο φωτεινή και πολύχρωμη.
Οι πίνακές τις περιόδου αυτής χαρακτηρίζονται από έντονα χρώματα και μια εξωστρεφή διάθεση. Θέματα από την Ελληνική Μυθολογία θα δώσουν την αφορμή στον Enckell να ζωγραφίσει νεαρούς άνδρες συνδυάζοντας κλασικά θέματα με τη σύγχρονη ζωγραφική ματιά, έτσι με πρόσχημα το θέμα πχ. ενός Φαύνου ή του Ίκαρου θα παρουσιάσει καινοτόμα αντρικά γυμνά, λάγνα και επιθυμητά.
Στις 29 Μαΐου 1912 ο Enckell θα παρακολουθήσει την ιστορική πρεμιέρα του μπαλέτου Après - midi d' un faune (Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός Φαύνου), σε χορογραφία του Vaslav Nijinsky από τα θρυλικά Ρώσικα Μπαλέτα, πάνω στη μουσική του ομώνυμου έργου του Κλωντ Ντεμπυσσύ (Claude-Achille Debussy). Ο Enckell παρακολούθησε το μπαλέτο ύστερα από πρόσκληση του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ που εκείνη την εποχή ήταν εραστής του Nijinsky. Ο Enckell είχε γνωρίσει τον μαικήνα Ντιαγκίλεφ τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Η χορογραφία του πρωτοπόρου αυτού μπαλέτου ήταν αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε gay. Σε αυτό το έργο ο Enckell θα βρει και θα αντλήσει υλικό για τη δικιά του τέχνη.
Από το 1901 και μετά ο Enckell θα περάσει πολλά καλοκαίρια στο νησί Suursaari. Εκεί, το 1910, θα φιλοτεχνήσει και τον πίνακα Boys on the Shore. Το 1903 ο Enckell θα οργανώσει στο Βερολίνο μια έκθεση παρουσιάζοντας τη φινλανδική τέχνη, την ίδια έκθεση θα παρουσιάσει και στο Παρίσι το 1908. Θα οργανώσει επίσης εκθέσεις με βελγική και γαλλική τέχνη στο Ελσίνκι το 1904. Τα έτη 1915-1918 ανέλαβε την προεδρία του Συνδέσμου Φινλανδικών Τεχνών, ενώ το 1922 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Καλών Τέχνης της Φινλανδίας. Ήταν επίσης ηγετικό μέλος της ομάδας των «Septem».
Ο Magnus Knut Enckell πέθανε στις 27 Νοεμβρίου 1925, στη Στοκχόλμη, σε ηλικία 55 ετών. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην γενέθλια πόλη Hamina της Φινλανδίας, όπου βρίσκεται σήμερα ο τάφος του.
 
Βιβλιογραφία
S. Koja, ed. Nordic Dawn Modernism's Awakening in Finland 1890-1920, κατάλογος έκθεσης, 2005.
Magnus Enckell 1870-1925, κατάλογος έκθεσης, Ελσίνκι, City Art Museum, 2000.
Magnus Enckell 1870-1925, κατάλογος έκθεσης, Tampere Art Museum, 1988.

Σημειώσεις

Όπου μας ήταν γνωστά, οι τίτλοι, οι διαστάσεις, το υλικό και οι κάτοχοι των έργων αναφέρονται. Αν κάποιος κάτοχός πνευματικού δικαιώματος, συλλέκτης, μουσείο ή γκαλερί θέλει να αναφερθεί το όνομά του ή να αφαιρεθεί το έργο, να επικοινωνήσει μαζί μας και αυτό θα γίνει άμεσα.
© κειμένου: www.gayekfansi.blogspot.com - με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος.

 

Το αγόρι με τον κύκνο, (1918). Λάδι σε καμβά.


(;)


Σπουδή για Φαύνο, (1914), λάδι σε καμβά.


Φαντασία, (1895). Λάδι σε καμβά.


  
Άδωνις, (1915). Λάδι σε καμβά.


(;)


Αγόρι σε βάρκα με πανί, (1902) λάδι σε καμβά.


(;)


Χαμένος στις σκέψεις, (1922), λάδι σε καμβά.

 
Σπουδή για το Χαμένος στις σκέψεις, (1922), λάδι σε καμβά.


Η συναυλία, (1893), λάδι σε καμβά.
Μουσείο Τέχνης Ateneum, (Ateneum Art Museum), Ελσίνκι, Φινλανδία.


Σπουδή γυμνού, (1897), ακουαρέλα σε χαρτί.


Σπουδή για τον Κυνηγό, (αχρονολόγητο), μελάνι σε χαρτί.


Σπουδές γυμνού, (1913), μολύβι σε χαρτί.


Σπουδές γυμνού, (1913), μολύβι σε χαρτί.


Σπουδή γυμνού, (1924), ακουαρέλα σε χαρτί.


Γεσθημανή, (αχρονολόγητο), κάρβουνο σε χαρτί.


Αγόρι με κρανίο, (1893), λάδι σε καμβά.
Μουσείο Τέχνης Ateneum, Ελσίνκι, Φινλανδία.


Κεφάλι, (1894). Λάδι σε καμβά.
Εθνική Πινακοθήκη, Ελσίνκι, Φινλανδία.


Το ξύπνημα, (1893). Λάδι σε καμβά.


Καθιστό αγόρι, (1894). Λάδι σε καμβά.


Φαντασία (Ορφέας), (1895). Λάδι σε καμβά.
Εθνική Πινακοθήκη, Ελσίνκι, Φινλανδία.


Φαύνος, (1895). Λάδι σε καμβά.


Σπουδή γυμνού, (1917), μολύβι σε χαρτί.


Η γιορτή της Ανάστασης, (1907). Τοιχογραφία, 400 x 1000 εκ. 
Βωμός του νέου καθεδρικού ναού στο Τάμπερε, (Piece Tampere Cathedral).


Σελήνη και Ενδυμίων, (1918). Λάδι σε καμβά.


Κυνηγός, (1919), Λάδι σε καμβά.



Δυο αγόρια. Λάδι σε καμβά.


Η χρυσή ηλικία, (1904). Λάδι σε καμβά.


Η χρυσή εποχή, (1904). Τοιχογραφία, (λεπτομέρεια).


 
Η χρυσή ηλικία, (1890). Λάδι σε καμβά.


Από το παράθυρο, (1918). Λάδι σε καμβά.


Δαίδαλος και Ίκαρος, (1923). Λάδι σε καμβά.


Μητέρα που κοιμίζει το παιδί της. Λάδι σε καμβά.


Νάρκισσος, (1918). Λάδι σε καμβά.


Σπουδή γυμνού, (1913), μολύβι σε χαρτί.


 
Τρία αγόρια, ακουαρέλα σε χαρτί.


Σπουδή για τα Τρία αγόρια, (1917). Ακουαρέλα σε χαρτί.

Τρία αγόρια, (1917). Λάδι σε καμβά.


Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΔΥΤΗ (Tomba del Tuffatore) [Tomb of the Diver]




Ο τάφος του δύτη (Tomba del Tuffatore)
Προλεγόμενα
Ο Τάφος του δύτη με τις πολυσυζητημένες τοιχογραφίες που ανακαλύφθηκε το 1968 στην αρχαία πόλη Paestum της Μεγάλης Ελλάδας, θα παραμείνει ένα αυθεντικό ντοκουμέντο για τη θέση της ομοφυλοφιλίας στον αρχαίο κόσμο, αλλά και ένα ακλόνητο στοιχείο, ένα αγκάθι στην προσπάθεια των μελετητών να μας τον παρουσιάσουν «ομαλό» και εξιδανικευμένο. Τούτη η απεικόνιση του αρχαίου συμποσίου με τις έκδηλες ερωτικές σκηνές μεταξύ ανδρών, που χρονολογείται τον 5ο αι. π. Χ., είναι η χαρακιά στη «γυαλιστερή» επιφάνεια των αρχαιολόγων και μελετητών, όχι απαραίτητα όλων, αλλά των γαλουχημένων με τα ιδεώδη του τραγέλαφου που αποκαλούν ελληνορθοδοξία. Τουλάχιστον οι Ιταλοί φέρθηκαν πιο έξυπνα, δεν αναφέρθηκαν ποτέ σε κανέναν ρωμαιοκαθολικισμό!
Παρουσιάζουμε λοιπόν εδώ, τούτη τη σπουδαία -από κάθε άποψη- ανακάλυψη της αρχαιολογικής σκαπάνης.

 

Η Ποσειδωνία
Η Ποσειδωνία ιδρύθηκε γύρω στο 600 π. Χ. από Συβαρίτες αποίκους, οι πρόγονοι των οποίων είχαν μετακινηθεί από την Αχαΐα. Παρόλο που δεν διαθέτει λιμένα, η περιοχή επιλέχθηκε γιατί είχε πρόσβαση σε μια πλούσια καλλιεργήσιμη έκταση. Οι Συβαρίτες μαθημένοι από την εύφορη περιοχή τους τη διάλεξαν ακριβώς γι’ αυτό της το προσόν. Γύρω στο 510 π. Χ., όταν η Σύβαρις καταστράφηκε από τους Κροτωνιάτες, οι επιζήσαντες Συβαρίτες αναζήτησαν καταφύγιο στην παλιά τους αποικία. Έτσι στα μέσα του 5 π. Χ. αιώνα η πόλη έχοντας ολοκληρώσει τη μορφή της άρχισε να έχει ταχύτατη ανάπτυξη αφού το εμπόριο με τους Ετρούσκους -τους κατά βορρά γείτονές τους- ανθούσε φέρνοντας ανάπτυξη και ευημερία.
Η Ποσειδωνία γύρω στο 400 π.Χ. καταλήφθηκε από τους Λουκανούς, δεν άλλαξε όμως σχεδόν σε τίποτα την οργάνωση και την κοινωνική της δομή. Ο κόσμος συνέχισε να μιλάει την ελληνική, η λατρεία των θεών δεν άλλαξε στο παραμικρό, όπως δεν άλλαξε και η οργάνωση της πόλης. Η καλλιτεχνική παραγωγή δεν παρουσίασε σημεία κάμψης. Στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα εγκαταστάθηκε στην Ποσειδωνία ένας αγγειογράφος, ο Αστέας. Ο καλλιτέχνης αυτός πιθανότατα καταγόταν από την Σικελία, όπως μπορεί να εικάσει κάποιος μελετώντας το έργο του σε παραλληλισμό με σικελικά κεραμικά προϊόντα της ίδιας εποχής. Ο Αστέας και ο μαθητής του Πύθων, είναι οι μόνοι καλλιτέχνες κεραμοποιοί της κάτω Ιταλίας που υπέγραφαν τα αγγεία που ζωγράφιζαν. Στην περιοχή υπάρχουν διάσπαρτα μνημεία όπως ο Ναός της Αθηνάς που οικοδομήθηκε περί το 500 π. Χ., ναός της Ήρας ΙΙ κατασκευασμένος από ασβεστόλιθο, ρωμαϊκή αγορά, ασκληπιείο, ο ναός της Ειρήνης, αμφιθέατρο, ο ναός της Δήμητρας, το Ηραίο του Σιλάρεως κ.α. 

 

Ο τάφος
Ο τάφος που φέρει τώρα το όνομα Τάφος του δύτη, ανακαλύφθηκε το 1968 και έκτοτε αποτελεί σημείο αναφοράς στην ιστορία της αρχαίας ζωγραφικής για την ποιότητα και την μοναδική θεματολογία των παραστάσεων με τις οποίες είναι διακοσμημένος. Χρονολογικά, η κατασκευή του τοποθετείται γύρω στο 480 π. Χ. Οι πέντε ασβεστολιθικές πλάκες που αποτελούν τις πλευρές του και το κάλυμμα επιχρίστηκαν με κονίαμα, πάνω στο οποίο όσο ήταν νωπό αποδόθηκαν οι παραστάσεις. Η τεχνική αυτή βέβαια ήταν πολύ διαδομένη εκείνη την εποχή και δεν είναι άλλη από τη γνωστή μας νωπογραφία (ιταλικά: Fresco). Ο καλλιτέχνης δηλαδή σχεδίασε με ένα οξύ εργαλείο το περίγραμμα των μορφών και, ενώ ήταν ακόμα νωπό το επίχρισμα, απέδωσε το χρώμα.
Το θέμα της παράστασης είναι σκηνές από ένα συμπόσιο στο οποίο συμμετέχουν πρόσωπα ανωτέρων κοινωνικών τάξεων. Η ευωχία αναλύεται σε επιμέρους επεισόδια, στις μακρές πλευρές εικονίζονται οι συμποσιαστές ανά πεντάδες, στις οποίες οι τέσσερις παρουσιάζονται ζευγάρια, με στεφάνια στην κεφαλή ανακεκλιμένοι σε ανάκλιντρα να συζητούν, να πίνουν κρασί, να παίζουν κότταβο, αλλά, κυρίως να ερωτοτροπούν. Κρατώντας την κύλικα από τη μια λαβή και τινάζοντας το αγγείο προσπαθούν να ρίξουν τις τελευταίες σταγόνες κρασί σε έναν κρατήρα που βρισκόταν στο μέσο του δωματίου.
Στις στενές πλευρές εικονίζεται ένας γυμνός υπηρέτης με έναν δυσανάλογα προς αυτόν μεγάλο κρατήρα, καθώς και μια μικρή γυναικεία μορφή που παίζει δίαυλο, ακολουθούμενη από δύο άντρες που χορεύουν. Στην οροφή του κιβωτιόσχημου τάφου έχει αποδοθεί μια μοναδική σκηνή, από την οποία έλαβε το όνομά του ο τάφος. Από εξώστη ένας γυμνός νέος επιχειρεί κατάδυση στο υγρό στοιχείο, πιθανόν κοντά σε μια ακτή, όπως υποδηλώνει ένα παρακείμενο δέντρο. Η σκηνή της οροφής δείχνει ξένη σε σχέση με τις υπόλοιπες παραστάσεις του τάφου. Από τις ποικίλες ερμηνείες που έχουν δοθεί επικρατέστερη είναι αυτή που τη θεωρεί υποδήλωση της ζωής και του θανάτου. Οι στήλες στα δεξιά είναι τα όρια του κόσμου των ζωντανών, οι μυθικές Ηράκλειες Στήλες, πέρα από τις οποίες απλώνεται ο αχανής Ωκεανός στον οποίο βυθίζονται οι ψυχές των νεκρών. Ίσως αποτελεί μια έμμεση αναφορά στην πυθαγόρεια φιλοσοφία με την οποία ο νεκρός με το θάνατο του επιχειρεί ένα άλμα σε έναν άλλο κόσμο, γεγονός που επιφέρει και την κάθαρσή του. Οι παραστάσεις του τάφου, παρά τη ζωντάνια και την ενεργητικότητά τους, αφήνουν μιαν αίσθηση απαισιοδοξίας, καθώς η χαρά της ζωής διακόπτεται αιφνιδίως από τον θάνατο. Δεν παύει όμως ο καλλιτέχνης με τη σύλληψη του όλου θέματος και το στήσιμο των σκηνών να υμνεί τον έρωτα, τη ζωή και τις χαρές της.
Τις νωπογραφίες του Τάφου του δύτη, αλλά και άλλα σημαντικά εκθέματα όπως οι μετόπες από το πανάρχαιο Ιερό της Αργείας Ήρας, οι οποίες απεικονίζουν άθλους του Ηρακλή αλλά και παραστάσεις από την Ελληνική Μυθολογία και τον Τρωϊκό πόλεμο, μπορεί σήμερα ο επισκέπτης να θαυμάσει στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Paestum (Museo Archeologico Nazionale di Paestum) που βρίσκεται πλησίον του αρχαιολογικού χώρου.

Πηγές

Πολύτιμη βοήθεια στη σύνταξη και τεκμηρίωση τούτης της ανάρτησης σταθηκε το βιβλίο Καμπανία & Απουλία, της σειράς Κοιτίδες Ελληνισμού της εφημερίδας Καθημερινή.

Επίσημο site του Αρχαιολογικού Μουσείου του Paestum:

Η ευωχία αναλύεται σε επιμέρους επεισόδια,


Ζευγάρι συμποσιαστών που παρουσιάζονται να ερωτοτροπούν και να παίζουν λύρα.


Στις μακρές πλευρές εικονίζονται οι συμποσιαστές ανά πεντάδες, στις οποίες οι τέσσερις παρουσιάζονται ζευγάρια, με στεφάνια στην κεφαλή ανακεκλιμένοι σε ανάκλιντρα να συζητούν, να πίνουν κρασί, να παίζουν μουσικά όργανα, αλλά, κυρίως να ερωτοτροπούν.


  Ζευγάρι συμποσιαστών που παρουσιάζονται να απολαμβάνουν τη μουσική.


Το θέμα της παράστασης είναι σκηνές από ένα συμπόσιο στο οποίο συμμετέχουν πρόσωπα ανωτέρων κοινωνικών τάξεων.


Στις στενές πλευρές εικονίζεται ένας γυμνός υπηρέτης με έναν δυσανάλογα προς αυτόν μεγάλο κρατήρα, καθώς και μια μικρή γυναικεία μορφή που παίζει δίαυλο, ακολουθούμενη από δύο άντρες που χορεύουν.


Η σκηνή της οροφής του κιβωτιόσχημου τάφου από την οποία έλαβε το όνομά του ο τάφος. Από εξώστη ένας γυμνός νέος επιχειρεί κατάδυση στο υγρό στοιχείο, πιθανόν κοντά σε μια ακτή, όπως υποδηλώνει ένα παρακείμενο δέντρο.


Οι πέντε ασβεστολιθικές πλάκες όπως εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Paestum