Ο
Τρούμαν Καπότε από τον Henri Cartier-Bresson,
(1947).
Τρούμαν
Καπότε (1924-1984), αφιέρωμα
Προλεγόμενα
O
συγγραφέας και σεναριογράφος Τρούμαν
Καπότε γεννημένος στη Νέα Ορλεάνη θα
γίνει γνωστός, με τη νουβέλα Πρόγευμα
στο Τίφφανυς (1958)
αλλά κυρίως από το μυθιστόρημα Εν
Ψυχρώ (1966). Ο Καπότε
τόσο με το έργο του όσο και με την ίδια
τη ζωή του θα αποκτήσει μεγάλη φήμη και
δικαίως θεωρείται ένας από τους
σημαντικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Το
πραγματικό όνομα του ήταν Τρούμαν
Στρέκφους Πέρσονς, και ήταν γιος του
πωλητή Άρκιουλους Πέρσονς και της Λίλι
Μέι Φωκ. Τα ταραγμένα παιδικά χρόνια
λόγω διαζυγίου των γονιών και ανάθεση
του μικρού Τρούμαν στην οικογένεια της
μητέρα του, θα δώσουν τη σκυτάλη σε μια
άλλη ζωή, αφού η μητέρα του θα μετακομίσει
στη Νέα Υόρκη μαζί με τον νέο σύζυγό της
που υιοθετεί και δίνει στον μικρό Τρούμαν
το όνομα, Τρούμαν Γκαρσία Καπότε.
Θα
ακολουθήσουν σπουδές αρχικά στο Trinity
School της Νέα Υόρκης
για να συνεχιστούν αργότερα στο Dwight
School και στο Greenwich
High School του Κονέκτικατ.
Ο Καπότε θα δημοσιεύσει το πρώτο του
διήγημα με τίτλο Μύριαμ (Miriam), το 1945, με
το οποίο θα αποσπάσει το βραβείο Ο.
Henry Memorial Award. Το
γεγονός θα τραβήξει την προσοχή του
εκδότη Μπένετ Σερφ και έτσι ο μικρός
Τρούμαν δεν θα αργήσει να υπογράψει ένα
συμβόλαιο για την έκδοση ενός μυθιστορήματος
με τον εκδοτικό οίκο Random House.
Από
εδώ όμως και πέρα αρχίσει ένας δρόμος
που ο Καπότε θα τον βαδίσει με επιτυχία
ως το τέλος. Η ουσιαστική αρχή θα γίνει
με την κυκλοφορία του μυθιστορήματός
του, Άλλες φωνές άλλοι τόποι
(Other voices, other rooms) που εκδόθηκε το 1948. Με
τούτο το έργο θα εδραιώσει τη φήμη του
αλλά και την εμπορικότητά του, αφού το
βιβλίο θα πουλήσει περισσότερα από
26.000 αντίτυπα.
Ο
Καπότε καλλιεργούσε σχέσεις με άλλους
συγγραφείς, καλλιτέχνες, προσωπικότητες
της υψηλής κοινωνίας, αλλά και διεθνείς
διασημότητες. Δεν δίσταζε να προκαλεί
την προσοχή των μέσω ενημέρωσης και να
στρέφει το ενδιαφέρον πάνω του τόσο με
προσεγμένες κινήσεις γύρω από το έργο
του αλλά και με την δηλωμένη ομοφυλοφιλία
του.
Ο
Καπότε συχνά μιλούσε ότι επιθυμία του
ήταν να δημιουργήσει στη λογοτεχνία
ένα νέο είδος. Ένα είδος που θα συνδυάζει
ότι ως τώρα είχε κατακτηθεί από τους
μεγάλους μυθιστοριογράφους με μια
δημοσιογραφικού τύπου εξιστόρηση ενός
πραγματικού, πάντα, γεγονότος.
Αλλά
ας αφήσουμε τον ίδιο να μας μιλήσει για
τον εαυτό του και το έργο του.
Ο
Truman Capote από τον Carl van Vechten, (1948).
Ο
Καπότε για τον Καπότε
Η
ζωή μου, αυτή του συγγραφέα τουλάχιστον,
μπορεί να παρασταθεί γραφικά με ακρίβεια,
όπως ο πυρετός· με τα πάνω της και τα
κάτω της, με σαφείς κύκλους.
Άρχισα
να γράφω στα οχτώ μου, στα καλά καθούμενα,
χωρίς να παρακινηθώ από κάποιο πρότυπο.
Δεν είχα γνωρίσει ποτέ κάποιον που να
έγραφε και, για την ακρίβεια, γνώριζα
ελάχιστους που διάβαζαν. Αλλά ήταν
γεγονός πως τα μόνα τέσσερα πράγματα
που με ενδιέφεραν ήταν να διαβάζω βιβλία,
να πηγαίνω σινεμά, να χορεύω κλακέτες
και να ζωγραφίζω. Και ύστερα, μια μέρα,
άρχισα να γράφω χωρίς να ξέρω ότι έτσι
γινόμουν σκλάβος εφ’ όρου ζωής σ’ έναν
ευγενή μεν αλλά άσπλαχνο αφέντη. Όταν
ο Θεός σου δίνει ένα ταλέντο, σου δίνει
κι ένα μαστίγιο που το ‘χεις μόνο για
να αυτομαστιγώνεσαι.
Αλλά
φυσικά δεν το ‘ξερα αυτό. Έγραφα
περιπετειώδη διηγήματα, φάρσες, ιστορίες
που μου είχαν αφηγηθεί πρώην σκλάβοι
και βετεράνοι του Εμφυλίου. Ήταν πολύ
διασκεδαστικό, στην αρχή τουλάχιστον.
Έπαψε να είναι διασκεδαστικό όταν
ανακάλυψα τη διαφορά μεταξύ καλής γραφής
και κακής γραφής, και μετά έκανα άλλη
μια, ακόμα πιο ανησυχητική, ανακάλυψη,
της διαφοράς μεταξύ της πολύ καλής
γραφής και της αληθινής τέχνης, που
είναι λεπτή αλλά αδυσώπητη. Και ύστερα,
το μαστίγιο έπεσε.
Όπως
κάποιοι νέοι εξασκούνται στο πιάνο ή
στο βιολί τέσσερεις πέντε ώρες τη μέρα,
το ίδιο έκανα και εγώ με το γράψιμο.
Ωστόσο, δεν το κουβέντιαζα ποτέ με
κανέναν, και αν κάποιος με ρωτούσε τι
έκανα όλες αυτές τις ώρες, του έλεγα ότι
μελετούσα για το σχολείο. Η λογοτεχνική
μου μαθητεία με απασχολούσε πλήρως, η
επίμοχθη κατάκτηση της τεχνικής, της
τέχνης· οι τρομακτικές, περίπλοκες
δυσκολίες του χωρισμού σε παραγράφους,
της στίξης, των διαλόγων. Για να μην
πούμε για τη συνολική σχεδίαση, τη μεγάλη
και απαιτητική καμπύλη της αρχής-μέσης-τέλους.
Ήταν τόσα αυτά που έπρεπε να μάθει κανείς
και μάλιστα από τόσες πηγές· όχι μόνο
από βιβλία αλλά κι απ’ τη μουσική, τη
ζωγραφική και την απλή καθημερινή
παρατήρηση.
Στην
πραγματικότητα, τα πιο ενδιαφέροντα
κείμενα που έγραψα εκείνη την εποχή
ήταν απλές καθημερινές παρατηρήσεις
που κατέγραφα στο ημερολόγιό μου. Η
περιγραφή ενός γείτονα. Μακριές καταγραφές
επί λέξει συζητήσεων που πήρε το αυτί
μου. Κουτσομπολιά. Ένα ρεπορτάζ κατά
κάποιο τρόπο, ένας τρόπος να βλέπω και
να ακούω, που αργότερα θα με επηρέαζε
πολύ, αν και τότε το αγνοούσα, γιατί όλα
τα «επίσημα» γραπτά μου, αυτά που είχα
διορθώσει και ξαναδιορθώσει και τα ‘χα
δακτυλογραφήσει προσεκτικά, ήταν λίγο
ως πολύ φανταστικά.
Όταν
ήμουν πια δεκαεφτά χρονών, ήμουν
ολοκληρωμένος συγγραφέας. Αν ήμουν
πιανίστας, θα ‘ταν η στιγμή για την
πρώτη μου συναυλία. Όπως είχαν τα
πράγματα, αποφάσισα ότι ήμουν έτοιμος
να δημοσιεύσω κάτι. Έστειλα διηγήματα
στα κύρια λογοτεχνικά τριμηνιαία
περιοδικά όπως και σ’ αυτά, με κυκλοφορία
σ’ όλη τη χώρα, που εκείνη την εποχή
δημοσίευαν την καλύτερη «ποιοτική»
λογοτεχνία, το Story,
το The New
Yorker,
το Harper’s
Bazaar,
το Mademoiselle,
το Harper’s,
το Atlantic Monthly·
και όντως το διηγήματά του δημοσιεύτηκαν
σ’ αυτά τα έντυπα.
Και
μετά, το 1948, εξέδωσα ένα μυθιστόρημα, το
Άλλες φωνές, άλλοι τόποι.
Πήρε καλές κριτικές και έγινε μπεστ
σέλερ. Επίσης, χάρη σε μια εξωτική
φωτογραφία του συγγραφέα στο εξώφυλλο,
ξεκίνησε μια φήμη που έκτοτε, όλα αυτά
τα χρόνια, με ακολουθεί. Για την ακρίβεια
πολλοί απέδωσαν την εμπορική επιτυχία
του μυθιστορήματος στη φωτογραφία.
Άλλοι απέρριψαν το βιβλίο ως κάτι που
συνέβη τυχαία. «Εκπληκτικό, που κάποιος
τόσο νέος μπορεί να γράφει τόσο καλά».
Εκπληκτικό; Μα έγραφα καθημερινά, βρέξει
χιονίσει επί δεκατέσσερα χρόνια! Αυτό
το μυθιστόρημα ήταν η ικανοποιητική
κατάληξη του πρώτου κύκλου στην εξέλιξή
μου.
Μια
νουβέλα, το Πρόγευμα στο Τύφφανυς,
ολοκλήρωσε το δεύτερο κύκλο το 1958. Στα
ενδιάμεσα χρόνια πειραματίστηκα σχεδόν
με κάθε μορφή γραφής προσπαθώντας να
κατακτήσω μια ποικιλία τεχνικών, να
αποκτήσω μια δεξιοτεχνία τόσο δυνατή
και ευλύγιστη όσο το δίχτυ ενός ψαρά.
Φυσικά, σε κάμποσους από τους τομείς
που προσπάθησα να κατακτήσω απέτυχα,
αλλά αληθεύει ότι κάποιος μαθαίνει
περισσότερα από μια αποτυχία παρά από
μια επιτυχία. Ξέρω ότι αυτό ισχύει για
μένα, και αργότερα εφάρμοσα επωφελώς
ό,τι είχα μάθει. Τέλος πάντων, στη διάρκεια
αυτής της δεκαετίας πειραματισμών
έγραψα συλλογές διηγημάτων (Δέντρο της
νύχτας, Μια χριστουγεννιάτικη ανάμνηση),
δοκίμια και πορτρέτα (Τοπικό χρώμα,
Παρατηρήσεις, τα κείμενα στο Τα σκυλιά
γαβγίζουν), σενάρια
για ταινίες (Πιο δυνατός απ’ το
Διάβολο, Οι αθώοι)
και πολύ ρεπορτάζ, το περισσότερο για
το New Yorker.
Αυτά
που από τη δική μου σκοπιά, του δημιουργικού
μου πεπρωμένου, ήταν τα πιο ενδιαφέροντα
γραπτά σε όλη αυτή τη δεύτερη φάση
πρωτοδημοσιεύτηκαν στο New
Yorker
ως σειρά από άρθρα και κατόπιν εκδόθηκαν
ως βιβλίο με τίτλο Οι μούσες ακούγονται.
Αφορούσαν τις πρώτες πολιτιστικές
ανταλλαγές μεταξύ Ε.Σ.Σ.Δ. και Η.Π.Α., μια
περιοδεία που έκανε το 1955 στη Ρωσία ένας
θίασος μαύρων Αμερικανών ανεβάζοντας
το Πόργκυ και Μπες.
Συνέλαβα όλη αυτή την περιπέτεια ως
βραχυκωμικό «μη μυθιστορηματικό»
μυθιστόρημα, το πρώτο του είδους του.
Το
Οι μούσες ακούγονται
πήρε εξαιρετικές κριτικές και ακόμα
και κάποιοι συνήθως εχθρικά διακείμενοι
απέναντί μου το επαίνεσαν. Ωστόσο πέρασε
σχετικά απαρατήρητο και οι πωλήσεις
ήταν μέτριες. Εντούτοις, αυτό το βιβλίο
ήταν για μένα ένα σημαντικό γεγονός
γιατί, γράφοντάς το, συνειδητοποίησα
ότι ίσως είχα βρει τη λύση σε αυτό που
ανέκαθεν ήταν το μεγαλύτερο δημιουργικό
μου δίλημμα.
Για
πολλά χρόνια η δημοσιογραφία ως αυτόνομο
καλλιτεχνικό είδος με είλκυε όλο και
περισσότερο. Είχα δύο λόγους γι’ αυτό.
Πρώτον, μου φαινόταν ότι τίποτα αληθινά
καινοτόμο δεν είχε συμβεί στην πεζογραφία
ή και γενικά στη γραφή μετά το ’20, και
δεύτερον, η δημοσιογραφία ως τέχνη ήταν
σχεδόν παρθένο έδαφος, για τον απλό λόγο
ότι ελάχιστοι λογοτέχνες έγραφαν
δημοσιογραφικά αφηγηματικά κείμενα
και, όταν το έκαναν, ήταν υπό τη μορφή
ταξιδιωτικών εντυπώσεων ή αυτοβιογραφίας.
Το Οι μούσες ακούγονται έβαλε
τη σκέψη μου σε ολωσδιόλου διαφορετική
τροχιά. Ήθελα να δημιουργήσω ένα
δημοσιογραφικό μυθιστόρημα, κάτι σε
μεγάλη κλίμακα, που θα ‘χε την αξιοπιστία
του αληθινού γεγονότος, την αμεσότητα
του φιλμ, το βάθος και την ελευθερία της
πεζογραφίας και την ακρίβεια της ποίησης.
Ήταν
1959 πια, όταν ένα μυστηριώδες ένστικτο
με οδήγησε στο θέμα, μια άγνωστη στο
ευρύ κοινό υπόθεση φόνων σε μια απομονωμένη
γωνιά του Κάνσας, και δεν μπόρεσα παρά
το 1966 να εκδώσω το αποτέλεσμα, το Εν
ψυχρώ.
Σε
ένα διήγημα του Χένρυ Τζέιμς, νομίζω Η
μέση ηλικία, ο
χαρακτήρας του, ένας συγγραφέας, βλέποντας
με φόβο τα χρόνια να περνούν θρηνεί:
«Ζούμε στο σκοτάδι, κάνουμε ό,τι μπορούμε
και τα υπόλοιπα είναι η παραφροσύνη της
τέχνης». Ή κάτι παρόμοιο. Τέλος πάντων,
ο κύριος Τζέιμς ρισκάρει εδώ να μας πει
την αλήθεια. Και το σκοτεινότερο κομμάτι
του σκοταδιού, η μεγαλύτερη παραφροσύνη
μες στην παραφροσύνη, είναι αδυσώπητο
ρίσκο. Οι συγγραφείς, τουλάχιστον αυτοί
που όντως ρισκάρουν, που είναι διατεθειμένοι
να τα παίξουν όλα κορόνα γράμματα, έχουν
πολλά κοινά με μια άλλη ράτσα μοναχικών
ανθρώπων, αυτούς που βγάζουν τα προς το
ζην παίζοντας μπιλιάρδο και χαρτιά.
Πολλοί με θεώρησαν τρελό που ξόδεψα έξι
χρόνια περιπλανώμενος στις πεδιάδες
του Κάνσας και άλλοι απέρριψαν όλη μου
την ιδέα του «μη μυθιστορηματικού»
μυθιστορήματος και το θεώρησαν ανάξιο
ενός «σοβαρού» συγγραφέα. Ο Νόρμαν
Μέιλερ θεώρησε ότι πάσχει από «έλλειψη
φαντασίας», εννοώντας, φαντάζομαι, ότι
ένας μυθιστοριογράφος θα ‘πρεπε να
γράφει για κάτι φανταστικό και όχι για
κάτι αληθινό.
Ωστόσο
ήταν σαν να τα παίζεις όλα για όλα στο
πόκερ. Για έξι αβάσταχτα χρόνια δεν
ήξερα αν είχα ή δεν είχα ένα βιβλίο στα
χέρια μου. Ήταν έξι χρόνια με ατελείωτα
καλοκαίρια και παγερούς χειμώνες, αλλά
συνέχισα να παίζω όσο καλύτερα μπορούσα
με τα χαρτιά που είχα. Και μετά αποδείχτηκε
ότι εντέλει είχα ένα βιβλίο στα χέρια
μου. Κάμποσοι κριτικοί παραπονέθηκαν
ότι το «μη μυθιστορηματικό μυθιστόρημα»
ήταν απλώς πιασάρικη φράση και απάτη
και ότι δεν υπήρχε τίποτα αληθινά
πρωτότυπο ή καινούργιο σε ότι έκανα.
Αλλά όμως υπήρχαν και εκείνοι που είχαν
διαφορετική άποψη, άλλοι συγγραφείς
που κατάλαβαν την αξία του πειράματός
μου και έσπευσαν να το χρησιμοποιήσουν,
πρώτος ο Νόρμαν Μέιλερ, που έχει βγάλει
πολλά λεφτά και έχει κερδίσει πολλά
βραβεία γράφοντας «μη μυθιστορηματικά»
μυθιστορήματα (Οι στρατιές της
νύχτας, Μια φωτιά στο φεγγάρι, Το τραγούδι
του δημίου), αν και
φρόντιζε πάντα να μην τα αποκαλεί «μη
μυθιστορηματικά» μυθιστορήματα. Δεν
έχει σημασία, είναι καλός συγγραφέας
και φίνος τύπος, και είμαι ευγνώμον που
του παρείχα έστω και αυτή τη μικρή
υπηρεσία.
Η
τεθλασμένη γραμμή που παριστάνει γραφικά
τη συγγραφική μου φήμη είχε φτάσει σε
ένα ικανοποιητικό ύψος και την άφησα
για λίγο εκεί, προτού να μετακινηθώ στον
τέταρτό μου κύκλο, αυτόν που φαντάζομαι
θα είναι ο τελευταίος μου. Επί τέσσερα
χρόνια, περίπου από το 1968 μέχρι το 1927,
πέρασα τον περισσότερο χρόνο διαβάζοντας
και ξεδιαλέγοντας, ξαναγράφοντας και
ευρετηριάζοντας τις επιστολές μου, τις
επιστολές άλλων και τα ημερολόγιά μου,
που κάποια περιείχαν λεπτομερείς
περιγραφές εκατοντάδων σκηνών και
συζητήσεων, για τα έτη 1943 έως 1965. Σκόπευα
να χρησιμοποιήσω πολύ απ’ αυτό το υλικό
σε ένα βιβλίο που σχεδίαζα επί μακρόν,
μια παραλλαγή του «μη μυθιστορηματικού»
μυθιστορήματος. Το τιτλοφόρησα Όταν
οι προσευχές εισακούγονται,
που είναι φράση της Αγίας Τερέζας, η
οποία είπε: «Περισσότερα δάκρυα χύνονται
όταν οι προσευχές εισακούγονται παρά
όταν δεν εισακούγονται». Το 1972 άρχισα
να δουλεύω αυτό το βιβλίο
γράφοντάς
το τελευταίο κεφάλαιο πρώτο (είναι πάντα
καλό να ξέρει κανείς που πατάει). Ύστερα
έγραψα το πρώτο κεφάλαιο Ανήμερα τέρατα.
Μετά το πέμπτο,
Μια σοβαρή προσβολή του εγκεφάλου.
Έπειτα το έβδομο La
Côte
Basque.
Συνέχισα έτσι, γράφοντας διάφορα κεφάλαια
και όχι κατά σειρά. Μπορούσα να το κάνω
επειδή η πλοκή, ή μάλλον οι πλοκές, ήταν
αληθινές, όπως και όλοι οι χαρακτήρες,
έτσι δεν ήταν δύσκολο να το έχω όλο στο
μυαλό μου, γιατί δεν είχα επινοήσει
τίποτα. Ωστόσο, το Όταν
οι προσευχές εισακούγονται δεν
θα ήταν ένα συνηθισμένο roman
à
clef,
μια φόρμα όπου αληθινά γεγονότα
παρουσιάζονται μεταμφιεσμένα σε
φανταστικά. Η πρόθεσή μου ήταν η
αντίστροφη, όχι να συγκαλύψω αλλά να
αποκαλύψω.
Το
1970 και το 1976 δημοσίευσα τέσσερα κεφάλαια
του βιβλίου στο περιοδικό Esquire.
Αυτό προκάλεσε το θυμό κάποιων κύκλων
που ένοιωσα ότι πρόδωσα την εμπιστοσύνη
τους και κακομεταχειρίστηκα φίλους και
εχθρούς. Δεν σκοπεύω να το συζητήσω
αυτό, γιατί είναι θέμα κοινωνικής
πολιτικής και όχι καλλιτεχνικής αξίας.
Θα πω μόνον ότι το μόνο που ένας συγγραφέας
έχει για να δουλέψει είναι το υλικό που
έχει μαζέψει χάρη στις προσπάθειές του
και τις παρατηρήσεις του, και δεν μπορούν
να του αρνηθούν το δικαίωμα να το
χρησιμοποιήσει. Να τον καταδικάσουν
ναι, να του το αρνηθούν όχι.
Εντούτοις,
το Σεπτέμβριο του 1977 σταμάτησα να δουλεύω
το Όταν οι προσευχές εισακούγονται,
ένα γεγονός που δεν είχε καμιά σχέση με
οποιαδήποτε αντίδραση απέναντι στα ήδη
δημοσιευμένα κομμάτια του βιβλίου.
Σταμάτησα γιατί είχα πολλά προβλήματα,
περνούσα ταυτόχρονα δημιουργική
προσωπική κρίση. Καθώς η δεύτερη είχε
ελάχιστη ή και καμιά σχέση με την πρώτη,
γι’ αυτό που χρειάζεται εδώ να μιλήσω
είναι για το δημιουργικό χάος.
Αν
και ήταν βασανιστήριο, χαίρομαι που
συνέβη, γιατί εντέλει άλλαξε εξ ολοκλήρου
τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη συγγραφή,
τη στάση μου απέναντι στην τέχνη και
στη ζωή, και την ισορροπία ανάμεσα στο
αληθινό και στο αληθινά
αληθινό.
Κατ’
αρχάς πιστεύω ότι τα κείμενα των
περισσότερων συγγραφέων, ακόμα και των
καλύτερων, είναι παραφορτωμένα. Εγώ
προτιμώ τα δικά μου να’ ναι λιτά. Απλά
και διαυγή σαν βουνίσιο ρέμα. Αλλά ένιωθα
ότι η γραφή μου είχε παραγίνει πυκνή,
ότι χρειαζόταν τρεις σελίδες για να
επιτύχω ένα αποτέλεσμα που θα ‘πρεπε
να μπορώ να πετύχω σε μια μοναδική
παράγραφο. Ξανά και ξανά διάβασα ότι
είχα γράψει στο Όταν οι προσευχές
εισακούγονται και
άρχισα να έχω αμφιβολίες, όχι για το
υλικό ή για την προσέγγισή μου αλλά για
την ίδια τη γραφή. Ξαναδιάβασα το Εν
ψυχρώ και είχα την
ίδια αντίδραση·
υπάρχουν πάρα πολλά σημεία όπου δεν
έγραφα τόσο καλά όσο μπορούσα, όπου δεν
εκμεταλλευόμουν όλες μου τις δυνατότητες.
Αργά, αλλά με όλο και πιο μεγάλη ανησυχία,
διάβασα ό,τι είχα εκδώσει μέχρι τότε,
από την πρώτη ως την τελευταία λέξη, και
αποφάσισα ότι ποτέ, ούτε μια φορά στη
ζωή μου, δεν είχα εξερευνήσει πλήρως
όλη τη ενέργεια και το αισθητικό δυναμικό
του υλικού μου. Ακόμα και όταν ήταν καλό,
έβλεπα ότι δεν δούλευα ποτέ με πάνω από
το μισό ή και μόλις το ένα τρίτο των
ικανοτήτων μου. Γιατί;
Η
απάντηση που μου αποκαλύφθηκε ύστερα
από μήνες περισυλλογής, ήταν απλή αλλά
όχι πολύ ικανοποιητική. Σίγουρα δεν
βοήθησε να μετριαστεί η κατάθλιψή μου
και, για την ακρίβεια, την ενέτεινε.
Γιατί η απάντηση γεννούσε ένα φαινομενικά
άλυτο πρόβλημα, και αν δεν μπορούσα να
το λύσω, καλά θα έκανα να παρατούσα τη
συγγραφή. Το πρόβλημα ήταν πως μπορεί
ένας συγγραφέας να συνδυάσει με επιτυχία
σε μια μοναδική φόρμα, ας πούμε στο
διήγημα, ό,τι γνωρίζει για κάθε άλλη
μορφή γραφής; Γιατί αυτός ήταν ο λόγος
που το έργο μου συχνά δεν είχε τη διαύγεια
που ήθελα· οι δυνατότητες υπήρχαν, όμως,
περιορίζοντας τον εαυτό μου στη φόρμα
που κατά περίσταση δούλευα, δεν
χρησιμοποιούσα ό,τι γνώριζα περί
συγγραφής, ό,τι είχα μάθει από τα
κινηματογραφικά σενάρια, τα θεατρικά
έργα, το ρεπορτάζ, την ποίηση, το διήγημα,
τη νουβέλα, το μυθιστόρημα. Ένας συγγραφέας
θα ‘πρεπε να έχει όλα του τα χρώματα,
όλες του τις ικανότητες διαθέσιμες στην
ίδια παλέτα, ώστε να τις ανακατεύει και,
στην κατάλληλη περίσταση, να τις
χρησιμοποιεί ταυτόχρονα. Αλλά πως;
Ξανάπιασα
το Όταν οι προσευχές εισακούγονται.
Αφαίρεσα ένα κεφάλαιο κι έγραψα δύο
άλλα. Τώρα ήταν σίγουρα καλύτερο. Αλλά
η αλήθεια ήταν ότι έπρεπε να γυρίσω πίσω
στο νηπιαγωγείο. Να με να τα παίξω ξανά
όλα κορόνα γράμματα! Ωστόσο, ήμουν
συνεπαρμένος, ένοιωθα να με φωτίζει
ένας αόρατος ήλιος. Εντούτοις, τα πρώτα
μου πειράματα ήταν αδέξια. Ένοιωθα
αληθινά σαν παιδί μ’ ένα κουτί κραγιόνια.
Από
τεχνική σκοπιά η μεγαλύτερη δυσκολία
που είχα ποτέ γράφοντας το Εν ψυχρώ
ήταν να αφήσω τον
εαυτό μου τελείως έξω απ’ αυτό. Συνήθως
ο ρεπόρτερ χρησιμοποιεί τον εαυτό του
ως χαρακτήρα, ως αυτόπτη μάρτυρα, ώστε
να διατηρήσει την αξιοπιστία του. Αλλά
εγώ ένοιωθα ότι ήταν ουσιώδες για το
φαινομενικά αποστασιοποιημένο χαρακτήρα
του βιβλίου ο συγγραφέας να είναι απών.
Στην πραγματικότητα, σε όλα μου τα
δημοσιογραφικά κείμενα είχα προσπαθήσει
να είμαι όσο πιο αόρατος γινόταν.
Τώρα,
ωστόσο, έβαλα τον εαυτό μου στο κέντρο
της σκηνής και επανέλαβα με τρόπο αυστηρό
και λιτό τετριμμένες συζητήσεις με
καθημερινούς ανθρώπους· τον επιστάτη
του κτιρίου μου, ένα μασέρ στο γυμναστήριο,
έναν παλιό φίλο απ’ το σχολείο, τον
οδοντογιατρό μου. Αφού έγραψα εκατοντάδες
σελίδες μ’ αυτό τον απλοϊκό τρόπο,
δημιούργησα τελικά ένα ύφος. Είχα βρει
ένα πλαίσιο όπου θα μπορούσα να εντάξω
ό,τι γνώριζα σχετικά με τη συγγραφή.
Αργότερα
χρησιμοποιώντας μια τροποποιημένη
εκδοχή αυτής της τεχνικής, έγραψα μια
«μη μυθιστορηματική» νουβέλα (Φέρετρα
σκαλισμένα στο χέρι)
και αρκετά διηγήματα. Το αποτέλεσμα
ήταν το βιβλίο Μουσική για
χαμαιλέοντες.
Και
πόσο επηρέασαν όλα αυτά το εν εξελίξει
έργο μου, το Όταν οι προσευχές
εισακούγονται;
Πολύ. Αλλά στο μεταξύ είμαι εδώ, μόνος
μες στο σκοτάδι της τρέλας μου, ολομόναχος
με την τράπουλά μου… και φυσικά με το
μαστίγιο που μου έδωσε ο Θεός.
Τρούμαν
Καπότε, 1979
Πηγή
Από
τον πρόλογο του Τρούμαν Καπότε στο
βιβλίο, Μουσική
για χαμαιλέοντες,
μτφρ.
Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτης,
Αθήνα 2008.
Τρούμαν Καπότε, (φωτογραφία του
1949).
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
ΤΟΥ ΤΡΟΥΜΑΝ ΚΑΠΟΤΕ
1924.
Γεννιέται στη Νέα Ορλεάνη. Το αληθινό
του όνομα είναι Τρούμαν Στρέκφους
Πέρσονς. Ο πατέρας του ήταν ένας πλασιέ
ενώ η δεκαεξάχρονη μητέρα του είχε
στεφθεί βασίλισσα ομορφιάς.
1928.
Οι γονείς του χωρίζουν. Ο μικρός Τρούμαν
ακολουθεί τη μητέρα του στη Μονρόεβιλ
της Αλαμπάμα. Θα ζήσει κάποια χρόνια με
διάφορους συγγενείς του, ενώ η μητέρα
του θα ψάχνει δουλειά σε άλλες μικρές
πόλεις της επαρχίας.
1923.
Η μητέρα του ξαναπαντρεύεται, αυτή τη
φορά έναν επιχειρηματία, τον Τζόζεφ
Γκαρσία Καπότε, και όλοι μαζί μετακομίζουν
στην Νέα Υόρκη. Είναι η εποχή που ο μικρός
Τρούμαν αρχίζει να γράφει.
1941.
Τελειώνει το σχολείο και πιάνει δουλειά
στο περιοδικό New Yorker.
Ήδη σοκάρει τους συναδέλφους του με το
εκκεντρικό στυλ ντυσίματός του.
1945.
Δημοσιεύει το πρώτο του κείμενο με τον
τίτλο Μίριαμ.
1947.
Κερδίζει το βραβείο Ο’Χένρυ για το
διήγημά του Κλείσε μια τελευταία πόρτα.
1948.
Δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα
Άλλες φωνές, άλλοι
τόποι που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία παρά
το τολμηρό ομοφυλοφιλικό θέμα του.
1949.
Ταξιδεύει στην Ευρώπη. Φτάνει στη
Σοβιετική Ένωση ακολουθώντας την πορεία
του Πόργκυ και Μπες.
Αρχίζει να γράφει κείμενα για τον
κινηματογράφο. Από τις δουλειές του
αυτής της περιόδου εντυπωσιάζει ιδιαίτερα
ένα πορτρέτο του Μάρλον Μπράντο που
δημοσιεύει. Συγκεντρώνει σε έναν τόμο
όλες τις ιστορίες που έχει γράψει μέχρι
τότε κάτω από τον τίτλο Δέντρο της
νύχτας.
1950.
Συγκεντρώνει ταξιδιωτικά του κείμενα
σε έναν τόμο με τον τίτλο Τοπικό χρώμα.
1951.
Η Άρπα της χλόης
είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του που
εκδίδεται. Ο ίδιος θα το διασκευάσει
και για το θέατρο.
1954.
Μαζί με τον συνθέτη Χάρολντ Άρλεν γράφει
το μιούζικαλ Το σπίτι των λουλουδιών.
1958.
Δημοσιεύει ένα από τα γνωστότερα έργα
του, το μυθιστόρημα Πρόγευμα στο
Τίφφανυς. Το έργο
θα μεταφερθεί μερικά χρόνια αργότερα
στον κινηματογράφο από τον Μπέικ
Έντουαρντς και θα γίνει μεγάλη επιτυχία.
1959.
Γράφει το (εν πολλοίς αυτοβιογραφικό)
θεατρικό έργο Η
ημέρα των ευχαριστιών.
Κυκλοφορεί το βιβλίο Παρατηρήσεις,
με φωτογραφίες του Ρίτσαρντ Άβεντον
και κείμενα του Καπότε, στο οποίο γίνονται
εμφανείς οι διασυνδέσεις του με την
κοσμική κοινωνία της Νέας Υόρκης.
1961.
Γράφει μια κινηματογραφική προσαρμογή
του έργου του Χένρυ Τζέιμς Το
στρίψιμο της βίδας
με τον τίτλο Οι αθώοι.
1965.
Προβάλλεται στην τηλεόραση το έργο του
Μια χριστουγεννιάτικη ανάμνηση,
και πάλι εμπνευσμένο από τα παιδικά του
χρόνια.
1966.
Δημοσιεύει αυτό που θεωρείται το
αριστούργημά του, το μυθιστόρημα Εν
ψυχρώ, ένα «μυθιστόρημα
χωρίς μυθοπλασία», όπως χαρακτηρίστηκε
τότε. Το βιβλίο θα μεταφερθεί σχεδόν
αμέσως στον κινηματογράφο από τον
Ρίτσαρντ Μπρουκς. Ανακοινώνει ότι
σκέφτεται να γράψει ένα «προυσκικό»
μυθιστόρημα, με τίτλο Όταν οι
προσευχές εισακούγονται.
Το αλκοόλ και τα ναρκωτικά αρχίζουν αν
κάνουν αισθητή την επίδρασή τους στη
ζωή και τη δουλειά του Καπότε.
1973.
Συγκεντρώνει στον τόμο Τα σκυλιά
γαβγίζουν δοκίμια από φιλολογικά
πορτρέτα τα οποία καλύπτουν μια περίοδο
τριάντα χρόνων.
1975.
Δημοσιεύει στο περιοδικό Esquire
τα πρώτα κείμενα από το Όταν οι
προσευχές εισακούγονται.
Ο ίδιος δηλώνει ότι το έργο αυτό είναι
το σημαντικότερό του.
1981.
Εκδίδει τον τόμο Μουσική για
χαμαιλέοντες με
διηγήματα, διάφορα μικρά κείμενα και
συνεντεύξεις που είχαν δημοσιευτεί σε
διάφορα περιοδικά.
1984.
Πεθαίνει στο Λος Άντζελες από προβλήματα
στο συκώτι που επιδεινώθηκαν από μια
χρόνια φλεβίτιδα και από την παρατεταμένη
χρήση ναρκωτικών. Το Όταν οι
προσευχές εισακούγονται παρέμεινε
ημιτελές.
Πηγή
Από
το βιβλίο, Μουσική
για χαμαιλέοντες,
μτφρ.
Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτης,
Αθήνα 2008.
MIA
ΞΕΝΑΓΙΣΗ ΣΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Άλλες
φωνές, άλλοι τόποι,
μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις
Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005.
Όταν
η μητέρα του πεθαίνει, ο δωδεκάχρονος
Τζόελ Νοξ, που ζει ως τότε στη Νέα
Ορλεάνη,
θα ταξιδέψει μόνος στον μαγευτικό και
ταυτόχρονα εφιαλτικό αμερικάνικο Νότο
για να ξανασμίξει με τον πατέρα του, ο
οποίος τον είχε εγκαταλείψει. Θα φτάσει
σ’ ένα ξεπεσμένο και μισοερειπωμένο
αρχοντικό όπου, αντί για τον πατέρα του,
θα τον υποδεχτούν η βλοσυρή μητριά του
και ο παράξενος, αν και γοητευτικός,
ξάδερφος Ράντολφ. Σιγά σιγά ο Τζόελ,
αναζητώντας τις απαντήσεις στα αινίγματα
του ενήλικου κόσμου για την αγάπη και
το θάνατο, θα γνωριστεί με τα χρώματα,
τις συνήθειες και τις δεισιδαιμονίες
του Νότου, ενώ θα βρει τρυφερότητα και
συντροφικότητα στη φιλική σχέση που
αναπτύσσει με την Άινταμπελ, ένα τρομερό
αγοροκόριτσο.
Το
μυθιστόρημα αυτό, το οποίο εκδόθηκε
όταν ο Τρούμαν Καπότε ήταν μόλις είκοσι
τεσσάρων χρονών, κατέκτησε κοινό και
κριτικούς, ενώ θεωρείται λογοτεχνικό
ορόσημο των μέσων του 20ού αιώνα. Χρόνια
αργότερα ο ίδιος ο συγγραφέας σχολιάζοντας
το βιβλίο αυτό έγραφε: «Ήταν μια απόπειρα
να ξορκίσω τους δαίμονές μου. Μια
ασυνείδητη και ενστικτώδης προσπάθεια,
αφού δεν είχα καμία επίγνωση, εκτός ίσως
για κάποια γεγονότα και περιγραφές, ότι
ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό».
«Ο
Τρούμαν Καπότε είναι ο τελειότερος
συγγραφέας της γενιάς μου».
Νόρμαν
Μέιλερ
Μουσική
για χαμαιλέοντες,
μτφρ.
Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτης,
Αθήνα 2008.
«…
επανέλαβα με τρόπο αυστηρό και λιτό
τετριμμένες συζητήσεις με καθημερινούς
ανθρώπους […] αφού έγραψα εκατοντάδες
σελίδες με αυτό τον απλοϊκό τρόπο,
δημιούργησα τελικά ένα ύφος. Είχα βρει
ένα πλαίσιο όπου θα μπορούσα να εντάξω
ό,τι γνώριζα σχετικά με τη συγγραφή,
ό,τι είχα μάθει από τα κινηματογραφικά
σενάρια, τα θεατρικά έργα, το ρεπορτάζ,
την ποίηση, το διήγημα, τη νουβέλα, το
μυθιστόρημα».
Έτσι
περιγράφει ο Τρούμαν Καπότε τον τρόπο
γέννησης αυτής της συλλογής, που
αναμφίβολα συγκαταλέγεται στα καλύτερά
του βιβλία. Με γραφή θαυμαστά λιτή και
ιδιαίτερα εύστοχη, περιγράφει συναντήσεις
του με ανθρώπους, συζητήσεις με επωνύμους
και ανωνύμους (μια καθαρίστρια, ένα
δολοφόνο, μια μαύρη σταρ, τη Μέριλιν
Μονρόε) και την προσπάθεια ενός ντετέκτιβ
να διαλευκάνει μια σειρά από μυστηριώδεις
φόνους σε μια νουβέλα βασισμένη σε
αληθινά περιστατικά.
Καλοκαιρινό
ταξίδι,
μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις
Καστανιώτης, Αθήνα 2007.
Oι
γονείς της Γκρέιντι, ενός δεκαεφτάχρονου
πλουσιοκόριτσου από τη Νέα Υόρκη, φεύγουν
για ταξίδι στην Ευρώπη. Η Γκρέιντι
πολιορκείται από τον Πίτερ, έναν νεαρό
της κοινωνικής τάξης της, αλλά ερωτεύεται
τον Κλάιντ, που κατάγεται από τη λαϊκή
συνοικία του Μπρούκλιν, και ζει το δικό
της ιλιγγιώδες ταξίδι καθώς πρώτα ο
έρωτας κι ύστερα η απελπισία τη
μεταμορφώνουν από έφηβη σε γυναίκα.
Από τα πρώτα έργα του Τρούμαν Καπότε, το Καλοκαιρινό ταξίδι, ανακαλύφθηκε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 2006. Πρόκειται για ένα κείμενο που με την ώριμη γραφή του επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά εκείνη τη δύναμη και το ταλέντο που ανέδειξαν τον Καπότε σε έναν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Από τα πρώτα έργα του Τρούμαν Καπότε, το Καλοκαιρινό ταξίδι, ανακαλύφθηκε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 2006. Πρόκειται για ένα κείμενο που με την ώριμη γραφή του επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά εκείνη τη δύναμη και το ταλέντο που ανέδειξαν τον Καπότε σε έναν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Εν
ψυχρώ,
μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις
Καστανιώτης, Αθήνα 2006.
Λίγα
αμερικανικά βιβλία έγιναν θρύλος όσο
το Εν
ψυχρώ.
H μυθιστορηματική αυτή αφήγηση μιας πραγματικής ιστορίας –της άγριας δολοφονίας τεσσάρων μελών μιας οικογένειας στο Κάνσας, της έρευνας που ακολούθησε για την ανεύρεση των δραστών, της σύλληψης και της εκτέλεσής τους– συνάρπασε από την αρχή την κριτική και το αναγνωστικό κοινό της εποχής. Aυτό το «non fiction novel», σαράντα χρόνια μετά (όπως απέδειξε η κινηματογραφική ταινία Καπότε, της οποίας κεντρικό θέμα είναι ακριβώς το πώς ο συγγραφέας προσέγγισε το υλικό του, γνωρίζοντας από κοντά τους δολοφόνους σε μια πολυσυζητημένη, αμφίρροπη και ιδιάζουσα σχέση), εξακολουθεί να θεωρείται το αριστούργημα του Τρούμαν Καπότε, ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του 20ού αιώνα.
Σε νέα, έγκυρη μετάφραση.
«Ένα αριστούργημα... ένα συναρπαστικό βιβλίο».Life
H μυθιστορηματική αυτή αφήγηση μιας πραγματικής ιστορίας –της άγριας δολοφονίας τεσσάρων μελών μιας οικογένειας στο Κάνσας, της έρευνας που ακολούθησε για την ανεύρεση των δραστών, της σύλληψης και της εκτέλεσής τους– συνάρπασε από την αρχή την κριτική και το αναγνωστικό κοινό της εποχής. Aυτό το «non fiction novel», σαράντα χρόνια μετά (όπως απέδειξε η κινηματογραφική ταινία Καπότε, της οποίας κεντρικό θέμα είναι ακριβώς το πώς ο συγγραφέας προσέγγισε το υλικό του, γνωρίζοντας από κοντά τους δολοφόνους σε μια πολυσυζητημένη, αμφίρροπη και ιδιάζουσα σχέση), εξακολουθεί να θεωρείται το αριστούργημα του Τρούμαν Καπότε, ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του 20ού αιώνα.
Σε νέα, έγκυρη μετάφραση.
«Ένα αριστούργημα... ένα συναρπαστικό βιβλίο».Life
Όλα
τα διηγήματα,
μτφρ.
Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτης,
Αθήνα 2006.
O
Τρούμαν Καπότε –μαζί με τον Χέμινγουεϊ
σίγουρα ο πιο πολυσυζητημένος Αμερικανός
συγγραφέας του 20ού αιώνα– είναι γνωστός
κυρίως για το μυθιστόρημά του Εν
ψυχρώ
και για τη νουβέλα του Πρόγευμα
στο Τίφφανυς.
Eπίσης, στη φήμη του, συνέβαλε η φρενήρης
ζωή του, σημαδεμένη από δύσκολα παιδικά
χρόνια. Εκτός όμως από πολύκροτος
μυθιστοριογράφος, υπήρξε και σπουδαίος
συγγραφέας διηγημάτων, που εδώ
συγκεντρώνονται όλα για πρώτη φορά. O
λόγος του, πυκνός και περιγραφικός,
υπηρετεί ιστορίες άλλοτε εφιαλτικές,
γραμμένες με τη «λογική» ενός ονείρου
(Μίριαμ,
Ένα δέντρο από νύχτα, Το ακέφαλο γεράκι)
κι
άλλοτε ιστορίες γεμάτες χιούμορ κι
αλλόκοτους χαρακτήρες, που περιγράφονται
με τρυφερότητα και ζωντάνια (Η
κανάτα με το ασήμι, Παιδιά στα γενέθλιά
τους).
O αμερικανικός νότος, όπου μεγάλωσε, του
χάρισε τις καλύτερες ιστορίες του (Μια χριστουγεννιάτικη ανάμνηση, O επισκέπτης
της Ημέρας των Ευχαριστιών),
ιστορίες γεμάτες λυρισμό, όπου
πρωταγωνιστές είναι ο μικρός Τρούμαν
και η μοναχική ηλικιωμένη θεία του, που
με την απλή σοφία της δείχνει στον μικρό
Τρούμαν τον κόσμο όπως είναι γι' αυτήν
κι όπως θα 'πρεπε να είναι για όλους:
μαγικός...
Όταν
οι προσευχές εισακούγονται,
μτφρ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδόσεις
Καστανιώτης, Αθήνα 2005.
O
Π. Μπ. Τζόουνς, αγνώστου πατρός και
μητρός, φεύγει 13 ετών από το αυστηρό
ορφανοτροφείο στο οποίο μεγάλωσε για
να γνωρίσει τον κόσμο. Χωρίς να έχει
κανενός είδους ηθικές αναστολές, αρχίζει
να προσφέρει το κορμί του «για σοκολάτες»
ήδη από την προεφηβική του ηλικία, χωρίς
να κάνει διακρίσεις αν το αντάλλαγμα
θα του το δώσουν άντρες ή γυναίκες. Θα
βρεθεί σε κοσμικά σαλόνια και σε κύκλους
διανοουμένων ως ένα περιφερόμενο ζωντανό
εμπόρευμα που δεν βρίσκει άλλον τρόπο
επιβίωσης από το να «κρίνει για να μην
κρίνεται».
Το τελευταίο (ημιτελές)
λογοτεχνικό έργο του Τρούμαν Καπότε,
αυτό που ο ίδιος θεωρούσε το καλύτερό
του, κινείται αριστοτεχνικά μεταξύ
μυθοπλασίας και κοσμικού κουτσομπολιού,
κι ίσως σε αυτή τη σχεδόν άναρχη δομή
του να οφείλεται η γοητεία που ασκεί
στον αναγνώστη.
Ο
καλεσμένος,
μτφρ. Μαίρη Κιτσικοπούλου, εκδόσεις
Καστανιώτης, Αθήνα 1991.
Σ'
ένα όμορφο αγροτικό σπίτι, κάπου στην
Αλαμπάμα, μεγαλώνει ένα εντεκάχρονο
αγόρι κοντά στις θείες και στο θείο του.
Στενή παρέα του και η πιο καλή του φίλη
είναι η αξιαγάπητη, στοργική, ντροπαλή
γεροντοκόρη θεία του. Όμως ο φόβος και
τρόμος στον ύπνο και στον ξύπνο του δεν
είναι άλλος από τον παλικαρά του σχολείου,
το μισητό Οντ Χέντερσον. Κοκαλιάρης,
κουρελιάρης, ο Οντ δε χάνει ευκαιρία να
τον βασανίζει και να του δυσκολεύει τη
ζωή. Όμως η θεία δεν το βάζει κάτω. Και
στη γιορτή της Ημέρας
των Ευχαριστιών ο
ήρωάς μας θα αντιδράσει με τρόπο που
κανένας δε θα το περίμενε.
Με
τρόπο ξεχωριστό ο Τρούμαν Καπότε μας
μεταφέρει στη νοσταλγική ατμόσφαιρα
της παιδικής ηλικίας, όπου οι μικρές
χαρές φαντάζουν πελώριες και οι ασήμαντες
δυσκολίες ανυπέρβλητα εμπόδια.
Τζέραλντ
Κλαρκ:Τρούμαν
Καπότε, Η αλληλογραφία του,
εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2008.
Ο
Τρούμαν Καπότε δεν είχε μοχθήσει για
να κατακτήσει την τέχνη της επιστολογραφίας.
Είχε ένα φυσικό χάρισμα. Έγραφε στους
φίλους του όπως μιλούσε, χωρίς περιορισμούς,
αναστολές ή περιττές ευγένειες, και
έβαζε στα γράμματά του ολόκληρη τη ζωή
του: τις λύπες, τις χαρές του, τις επιτυχίες
και τις αποτυχίες του, νέα από το χώρο
της τέχνης και φυσικά διάφορα κουτσομπολιά,
τα οποία ο Καπότε λάτρευε και να λέει
και να ακούει.
Οι επιστολές που
περιλαμβάνονται στη νέα αυτή έκδοση
συνιστούν ένα είδος αυτοβιογραφίας
αφού τις γράφει ο Τρούμαν Καπότε σε όλη
τη διάρκεια της ζωής του: από τα πρώτα
ανέμελα και γεμάτα ενθουσιασμό χρόνια
στη λογοτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης
μέχρι τα ταξίδια του στην Ευρώπη, και
από την αφοσίωσή του στην έρευνα για τη
συγγραφή του περίφημου Εν ψυχρώ μέχρι
τις καταχρήσεις της δεκαετίας του '80.
Ανάμεσα στην πρώτη επιστολή και στο
τελευταίο τηλεγράφημα περικλείεται
ένας κόσμος γοητείας, ηδονής και
διασκέδασης. Μέσα από την παρέλαση
αστραφτερών προσωπικοτήτων (ο Ζαν Κοκτό,
η Κολέτ, η Γκρέτα Γκάρμπο, ο Όρσον Γουέλς
και πολλοί άλλοι), τα τρελά πάρτι του
Μπροντγουέι και τις στιγμές της
συγγραφικής δημιουργίας, η Αλληλογραφία
του Τρούμαν Καπότε προσφέρει ένα
αποκαλυπτικό πορτρέτο όχι μόνο του
θρυλικού συγγραφέα, αλλά και μιας
ολόκληρης εποχής.
Πηγή
Τα κείμενα είναι από τα οπισθόφυλλα των βιβλίων.
Ο
Truman Capote από τον Carl van Vechten.
ΒΙΒΛΙΑ
ΤΟΥ ΤΡΟΥΜΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
- Πρόγευμα στο Τίφφανυς, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2008.
- Εν ψυχρώ, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2006.
- Άλλες φωνές, άλλοι τόποι, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005.
- Κάποια Χριστούγεννα, μτφρ. Αλόη Σιδέρη, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1997.
- Μύριαμ, μτφρ. Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα, 1990.
- Μουσική για χαμαιλέοντες, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2008.
- Καλοκαιρινό ταξίδι, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2007.
- Όλα τα διηγήματα, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2006.
- Όταν οι προσευχές εισακούγονται, μτφρ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2005.
- Ο καλεσμένος, μτφρ. Μαίρη Κιτσικοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 1991.
- Εν ψυχρώ, μτφρ. Λ. Δουκίδου, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ. Ι., Αθήνα 1969.
- Τρούμαν Καπότε, Η αλληλογραφία του, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2008.
- Η Τέχνη της γραφής (συλλογικό), μτφρ. Μαρίνα Τουλγαρίδου, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2010.
- Τζέραλντ Κλαρκ, Καπότε: Μια ζωή εν θερμώ, μτφρ. Βασίλης Μανουσάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2009.
Από
αρ: Andy Warhol, Reina Sacks, Truman Capote, Grace Jones.
Με
την Τζέιν Μπόουλς (όρθια στο κέντρο), 1974.
Με
τη Μέριλιν Μονρόε.
Με
τη Λάιζα Μινέλι, 1979.
Robert
Blake, Scott Wilson και Truman Capote στα γυρίσματα
της ταινίας
In
Cold Blood,
που βασιζόταν στο βιβλίο Εν
ψυχρώ.
Φωτό: Steve Schapiro-Corbis Outline
Truman
Capote, Audrey Hepburn και Mel Ferrer, 1950's