Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Ανδρέας Κάραγιαν (1943 -), αφιέρωμα (Andreas Karayan, a tribute)




Ποδηλάτες, λάδι σε καμβά.


Ανδρέας Κάραγιαν (ή Καραγιάν), αφιέρωμα
 
Προλεγόμενα
Το έργο του Κύπριου ζωγράφου Αντρέας Κάραγιαν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανθρωποκεντρικό, αφού στη συντριπτική του πλειοψηφία επικεντρώνεται στην ανθρώπινη φιγούρα.
Στη ζωγραφική του Κάραγιαν εύκολα ανιχνεύει κανείς τα χνάρια μια ζωγραφικής παράδοσης που εδρεύει τόσο στην ελληνική αρχαιότητα όσο και στη βυζαντινή.
Οι μορφές του Κάραγιαν φέρνουν ακέραια τη σφραγίδα των ελάχιστα σωζόμενων έργων της ελληνικής αρχαιότητας, των πορτρέτων του Φαγιούμ και των βυζαντινών εικόνων, αλλά εύκολα ανιχνεύει κανείς και επιρροές από τον μεγάλο μας ζωγράφο, το Γιάννη Τσαρούχη. Όλα αυτά βέβαια μπολιασμένα από μια προσωπική ματιά που φέρει τη σφραγίδα της εποχής μας. Ο ίδιος βέβαια επιμένει να αναγνωρίζει οφειλές μόνο σε ζωγράφους όπως ο Μαζάτσιο, ο Πιέρο ντέλλα Φραντζέσκα, ο Καραβάτζιο. Αλλά οι δρόμοι που βαδίζει κανείς στην κάθε τέχνη, είναι ήδη περπατημένοι -για να μην πω πολυπερπατημένοι- οπότε δεν μένει παρά να βαδίσεις ακολουθώντας τα ίχνη που χρόνια τώρα έχουν αφήσει οι άλλοι. Εξάλλου, γνωστό είναι -για να το πω αλλιώς- πως, παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει.
Αναπόφευκτα, η ζωγραφική του Κάραγιαν χαρακτηρίζεται ως ερωτική. Σ' αυτό συμβάλει τόσο ο θεματικός της κύκλος –αυτός της απεικόνισης της αντρικής φιγούρας- όσο και ένας διάχυτος, και πάντα παρόν, αισθησιασμός που τη διαπερνά, και βέβαια το ρομαντικό ύφος στην ανασύνθεση του θέματος.
Για παράδειγμα στην έκθεσή του με τίτλο «Όμηροι 2000» ο Καραγιάν παρουσίασε δέκα πίνακες που απεικονίζουν νεαρούς άντρες γυμνούς σε μια παράξενη στάση αναμονής. Όλες οι εικονιζόμενες μορφές κοιτούν κάπου, εκτός από τον θεατή. Δουλεμένοι με αχνές πινελιές και καθώς το καθαρό χρώμα απουσιάζει, ο Κάραγιαν καταφέρνει να αποφύγει το έντονο περίγραμμα,έτσι οι φιγούρες μοιάζει σαν να διαχέονται, να εξατμίζονται στο φόντο τους.
Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει τούτα τα έργα είναι το φως. Ένα φως που μοιάζει εσωτερικό, λες και οι μορφές είναι αυτόφωτες. Γεγονός που τους προσδίδει μια εσωτερικότητα, αλλά και μια μελαγχολία. Έτσι καταφέρνει να μιλήσει για τη φθαρτότητα, για τη θνητότητα του κάθε πλάσματος σε τούτο το μάταιο κόσμο. Τούτη η διάχυτη εσωτερική μελαγχολία που διαπερνά τις μορφές του Κάραγιαν, μορφές που μπορεί να σφύζουν από θαλερότητα, νιάτα και ομορφιά, έρχεται να μας θυμίσει το παροδικό της ζωής. Άρα το χρόνο.
Θα προχωρήσουμε λοιπόν σε ένα μικρό αφιέρωμα στο έργο –ζωγραφικό και πεζογραφικό- του Αντρέα Κάραγιαν. Στην πλειοψηφία τους, τα κριτικά κείμενα του παρόντος αφιερώματος που αναφέρονται στο πεζογραφικό έργο του Κάραγιαν, αντλήθηκαν από το διαδίκτυο, που με τη σειρά του τα έχει αντλήσει από διάφορα έντυπα. Δυστυχώς, οι ασχολίες και ο περιορισμένος χρόνος δεν επέτρεψαν μια εκτενέστερη ματιά μου –πέραν του παρόντος σημειώματος- σε ένα έργο που γνωρίζω αρκετά καλά. Εν καιρώ όμως...



Γνωρίζοντας τον Αντρέα Κάραγιαν
Ο ζωγράφος Ανδρέας Κάραγιαν γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1943. Σπούδασε όμως Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου αποφοίτησε παίρνοντας το δίπλωμά του το 1967. Εν συνεχεία πήγε στο Λονδίνο με αρχικό σκοπό να λάβει ειδικότητα πάνω στην ιατρική, κάτι που δεν έμελλε να γίνει, αφού, γοητευμένος από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των late '60s εγκατέλειψε τους αρχικούς του στόχους, για να σπουδάσει ζωγραφική στο Camberwell και το Central School of Art. Στη συνέχεια σπούδασε χαρακτική στη Γερμανία και έζησε αρκετό καιρό στο Βερολίνο.
Το 1978 έκανε την πρώτη του έκθεση στο διάσημο τότε Πνευματικό Κέντρο «ΩΡΑ», στην Αθήνα, τον καλλιτεχνικό πολυχώρο που είχε και διεύθυνε ο αείμνηστος ζωγράφος, Ασαντούρ Μπαχαριάν. Ακολούθησε σειρά εκθέσεων στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Το 2007, κατόπιν προσκλήσεως της Βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας, δημιούργησε μια σειρά έργων με αλεξανδρινά θέματα τα οποία εκτέθηκαν στο καινούργιο κτίριο της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας στην Αίγυπτο, με τίτλο «Τα Αλεξανδρινά». Ως ζωγράφος αντιπροσώπευσε την Κύπρο στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2001 και στην Μπιενάλε του Καΐρου το 2006. Από το 1978 έως το 2004 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την κριτική κινηματογράφου και θεάτρου.
Το 2008 κυκλοφόρησε το ημιαυτοβιογραφικό βιβλίο του Η αληθής ιστορία, για να ακολουθήσουν άλλα τρία μέρη. Το 2011, οι Ανήθικες ιστορίες, το 2013, οι Σκοτεινές ιστορίες και τέλος το 2016, ο Άκρατος γέλωτας. Τούτα τα τέσσερα βιβλία του Κάραγιαν αποτελούν μια τετραλογία μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας. Το 2012 η Κυπριακή Δημοκρατία τον τίμησε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για εκδόσεις του έτους 2011, για το βιβλίο του Ανήθικες ιστορίες, και το 2013 τιμήθηκε και πάλι με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του Σκοτεινές ιστορίες. 
Το 2015, παρουσίασε από 3 έως τις 15 Μαρτίου την έκθεση για τον Καβάφη με τίτλο «Ερώτων Ατελών», στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης.
Ο ίδιος ο Καραγιάν μιλώντας για τα έργα που παρουσίασε στην έκθεση είπε: «Στην ποίηση του Καβάφη με συγκίνησε αυτή η ακαθόριστη ατμόσφαιρα “ερώτων ατελών”. Ιστορίες που πλάθει η φαντασία του ποιητή και διαμορφώνονται από τις φαντασιώσεις που δημιουργεί η πάροδος του χρόνου, πέραν από το πραγματικό συμβάν (αν υπήρξε και αυτό)! Τον Καβάφη τον “χρησιμοποίησα” ως ασπίδα για να μπορέσω να πω ορισμένα πράγματα σημερινά για την αποξένωση, τα κρυφά ταμπού και να κάνω μια κριτική του ερωτικού. Ο Γ. Π. Σαββίδης διάλεξε ειδικά για μένα 13 ερωτικά ποιήματα, τα πιο προσωπικά του Καβάφη, όπως μου είπε, που τα έγραψε για έναν ποιητή στην Αθήνα με τον οποίο ήταν ερωτευμένος, και εγώ τα εικονογράφησα. Επάνω σε αυτά τα ποιήματα βασίστηκε και η δημιουργία των έργων για την έκθεση “Καβάφης”, την οποία αφιέρωσα στον Σαββίδη και παρουσίασα στις 11 Ιουνίου του 1995 στο Βερολίνο. Την ημέρα των εγκαινίων έμαθα ότι πέθανε ο Γ. Π. Σαββίδης. Η έκθεση ακολούθως μεταφέρθηκε σε αίθουσα του Δήμου Αθηνών».
Ο ζωγράφος Ανδρέας Καραγιάν, ζει και εργάζεται στη Λευκωσία, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα.

Βιβλία του Ανδρέα Καραγιάν:
Αναδρομικοί κατάλογοι
  • Δεκατρία ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, (με εικονογράφηση του Κάραγιαν), εκδόσεις Janssen, Βερολίνο 1993.
  • Μια ζωή, (με κείμενα του Κάραγιαν), εκδόσεις Εν Τύποις, 2002
  • Terra Incognita, εκδόσεις Εν Τύποις, 2008.
Βιβλία
  • Η αληθής ιστορία, εκδόσεις Καστανιώτη, 2008.
  • Ανήθικες ιστορίες, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011.
  • Σκοτεινές ιστορίες, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013.
  • Άκρατος γέλωτας, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016.





Η αληθής ιστορία
«Κάθε Μεγάλη Πέμπτη γινόταν στην εκκλησία η αναπαράσταση του "πλυσίματος των ποδιών" των Δώδεκα Αποστόλων από τον καλό Χριστούλη. Πηγαίναμε λοιπόν δώδεκα καθολικά παιδάκια, από τις καλές οικογένειες φυσικά, καθόμασταν σ' έναν κυκλικό πάγκο, βγάζαμε τις κάλτσες και τα ολοκαίνουργια, γι' αυτόν τον σκοπό αγορασμένα, παπούτσια μας και ο ιερέας έσκυβε μπροστά μας, έπαιρνε απαλά στα χέρια του τα πόδια μας, τα κρατούσε πάνω από ασημένια λεκάνη, τους έχυνε χλιαρό νερό, τα σκούπιζε τρυφερά με λευκό λινό ύφασμα, ενώ έψαλλε γλυκά, μετά ακουμπούσε τα χείλη του στο γυμνό πόδι και το φιλούσε. Αυτή η άκρα "ταπείνωση" είχε κάτι το έντονα αισθησιακό και με άγγιζε σχεδόν ερωτικά, γιατί ιερείς που αποσπώντο από τον Πάπα στην Κύπρο... συχνά ομοίαζαν του Αγίου Αντωνίου, του οποίου την εικόνα είχα πάνω από το κρεβάτι μου και του μιλούσα και τον προσκυνούσα κάθε βράδυ. Τα πόδια μας εννοείται ότι τα είχαμε πλύνει και αρωματίσει από το σπίτι!»
Οι κριτικές βιβλίων είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, προσαρτημένες στο άρμα μιας τυχαίας επικαιρότητας. Ο αριθμός των τίτλων που έχουν εκδοθεί μέσα στον έναν χρόνο που μεσολάβησε από τη βιογραφία του Α. Καραγιάν, υπεραρκεί για να καταποντίσει στη λήθη έργα μικρότερα από αυτό. Λιγότερο απροκάλυπτα. Λιγότερο της καρδιάς.
Όμως εδώ μιλούν ένα ευφάνταστο διοπτροφόρο αγόρι που σε όλα τα σχολικά του χρόνια το συνόδευε το στίγμα του «διαφορετικού», ένας γιατρός, αργότερα, που αποσκίρτησε στις Καλές Τέχνες, ένας γιος, πάντα, που δεν σταμάτησε να αποζητά έναν πατέρα εγγύτερο του υπαρκτού, ένας Μεγαλονησιώτης αστός, εντέλει, που ανελήφθη στις τέχνες και τον κοσμοπολιτισμό διατηρώντας αλώβητες τις παλιές του αγάπες και θεότητες. Μια χορωδία από επιμέρους φωνές ανακαλούν τις ζυμώσεις της ανθρώπινης πραγμάτωσης καθώς το εγώ διευρύνεται σε χωρητικότητα και συνοχή, παίρνοντας μέσα του όλο και περισσότερο από τον κόσμο. Έναν κόσμο τον οποίο οι σημερινοί τριαντάρηδες και κάτω γνωρίζουν, κυρίως, μόνον από δεύτερο χέρι. Οι όροι της περιγραφής μάς κερδίζουν με τη θέρμη τους καθώς αντλούν τους χυμούς τους από τον «παλιό κόσμο» της Λευκωσίας και της Αθήνας, του 1950 και του '60.
Πριν, ακόμα, από την τουρκική εισβολή, είναι άκρως θελκτική η νοσταλγία που το βιβλίο ανακινεί για την belle epoque της πολυπολιτισμικής Λευκωσίας αλλά και για όσους θυμούνται το view master, έχουν γαλουχηθεί με τη Φίνος Φιλμ («Της μιας δραχμής τα γιασεμιά» της Κατερίνας Βασιλάκου!) και αφυπνιστεί σεξουαλικά από τα αγάλματα στην Εγκυκλοπαίδεια Ηλίου και στις ταινίες του Ταρζάν...
Πρόκειται, φυσικά, για μια εκ των υστέρων ξενάγηση (και φόρο τιμής) στις αναμνήσεις τού σήμερα εξηνταπεντάχρονου Ελληνοκύπριου ζωγράφου, με όλα τα προνόμια του retrospection, δηλαδή της αναδρομικής εποπτείας, όταν πια η μνήμη έχει γίνει συνείδηση: αποδοχή, έστω μελαγχολική, για όσα έχουν χαθεί, συμφιλίωση με τα παλιά (άλυτα;) διλήμματα, χιούμορ και τρυφερότητα απέναντι στον παρελθόντα εαυτό... Αυτή η αίσθηση της ανακεφαλαίωσης γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή στο τέλος του βιβλίου, όταν όλα τα επιμέρους έχουν αδιόρατα συναθροιστεί στο ειδικό βάρος μιας συγκεκριμένης ζωής, χωρίς άλλη λογοτεχνική σκηνοθεσία από την παράταξή τους.
Οι γείτονες της οδού Ουζουνιάν: η ξεπεσμένη αριστοκράτισσα με την ψυχοκόρη της, ο Εγγλέζος «κατάσκοπος», η «πολλοπάιτη», (ήτοι ευτραφής), κυρία Βικτώρ Οχανές, ο τούρκος νυχτοφύλακας... Τα φυσικά τοπία: Ο αυστηρός Πενταδάκτυλος, η νωχελική Κερύνεια, η Ηχώ στον Παχύαμμο, «που έπαιρνε την κάθε λέξη που φωνάζαμε, την άπλωνε και κάλυπτε το βουνό»... Οι τέχνες: οι εβδομαδιαίες όπερες στην πρώτη τηλεόραση της γειτονιάς, το πρώτο πέος στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας (ανήκε στον Σεπτίμιο Σέβηρο), το μηνιαίο περιοδικό Η Γυναίκα και το Σπίτι, «με πατρόν για φορέματα [που] μου άρεσαν ιδιαίτερα, γιατί με γοήτευαν τα παράξενα σημάδια που στόλιζαν το χαρτί, και όπως τ' άνοιγα, ξετυλίγονταν μπροστά μου μυστηριώδεις χάρτες που οδηγούσαν σε κρυμμένους θησαυρούς».
Εκτός από πολιτιστικό ντοκουμέντο μιας Κύπρου αμετάκλητα εξόριστης, οι λεπτομέρειες των παλιών διαδρομών που παρατίθενται η μία δίπλα στην άλλη με τρόπο ποϊνταλιστικό, (ετούτο κι εκείνο και τ' άλλο) επιβεβαιώνουν τα δεδομένα της καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας: την αλληλεξάρτηση του αισθησιασμού με τις εικαστικές αναζητήσεις και του ερωτισμού με την περιρρέουσα μεταφυσική (εν προκειμένω την Καθολική μυθογραφία). Κυρίως, ίσως, σηματοδοτούν την επίπονη μετάλλαξη της αυτο-αμφισβήτησης σε τέχνη, μια και η δημιουργική δράση ενέχει εξ ορισμού το ρίσκο της ρήξης και της απεμπόλησης. (Διακύβευμα αδιαφιλονίκητο και στη ζωγραφική του Καραγιάν, ειδικά στα πιο σκοτεινά γυμνά του.)
«Με την εφηβεία και την αφύπνιση του κορμιού μου άρχισε να με γοητεύει το σκοτεινό. Διάβαζα "Υπεράνθρωπο", ένα εβδομαδιαίο περιοδικό που κυκλοφορούσε κάθε Τετάρτη. Φυσικά ήμουν με το μέρος του Καλού, του καλού Υπεράνθρωπου, της Αστραπής, της πανέμορφης κόρης του, και του Κεραυνού, του γιου του...έλα όμως που ασκούσε τρομερή γοητεία επάνω μου η Ρεγγίνα, και οι δέκα κακοί Υπεράνθρωποι, οι εχθροί τους! Ντυμένοι με πράσινες εφαρμοστές στολές, να κρύβουν τα ωραία καλογυμνασμένα κορμιά τους... αψηφούσαν τα κοινωνικά δεδομένα, ενώ στα σκληρά χαρακτηριστικά τους διέκρινα μια έντονη σεξουαλικότητα...στο ημίφως της κάμαρής μου, φανταζόμουν τα όργια που κάνανε μεταξύ τους γυμνοί, όταν δεν τους μάχονταν οι καλοί και το Κακό απλωνόταν στον κόσμο, και τότε με περιέλουζε η ηδονή».
Κι αφού έχουν όλα αυτά ειπωθεί ή υπονοηθεί, στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου με τίτλο «Γλυκιά αίσθηση των παρωχημένων πραγμάτων» έρχονται τα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης, η αίθουσα Ανατομίας, η απρόθυμη στράτευση, η ερωτική σύγχυση και η ομοφυλοφιλική ενοχή και η συνακόλουθη εξιλέωση (επιτέλους!) μέσα από τη συνεύρεση με τη μία και μοναδική, ονειρική γυναίκα της ζωής του: «Και όταν ένα βράδυ αφεθήκαμε και ο μετέωρος μέχρι τότε ανδρισμός μου εισέδυσε στα μυστήρια της θηλυκότητας, μια ανείπωτη χαρά πλημμύρισε το είναι μου, που πια σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του ενωνόταν με την καινούργια του μοίρα, και τη στιγμή της απόλυτης έκρηξης ευχαρίστησα την Εύα, που επέλεξε τον απαγορευμένο καρπό, ώστε ν' αποκαλυφθούν σ' εμάς τους θνητούς τα μυστικά της Δημιουργίας».
Στην ίδια αυτή ενότητα, μια συλλογή από φωτογραφίες, (εκδρομές, Απόκριες, το πιλοποιείο της μητέρας, ο πατέρας στην Αίγυπτο, οι Σμυρνιοί πρόγονοι), «ξεθωριασμένες εικόνες μιας άλλης εποχής, με κοστούμια και χτενίσματα του '30, ρομαντικά βλέμματα και πόζες», κάνουν ακόμα πιο παραστατική την αναβίωση ενός κόσμου που δεν πρόκειται να ξαναδούμε.
Μια κατάθεση ανερυθρίαστα βιωματική, γεμάτη στιγμιότυπα που συνθέτουν μια τροχιά μεγαλύτερη από το άθροισμα των επιμέρους στιγμών. Ιδιαίτερη είναι η συμβολή του βιβλίου ως μαρτυρία στην εξέλιξη του ομοφυλοφιλικού Φαντασιακού σε συνθήκες, ως είθισται, εχθρικές και στην πραγμάτωση ενός επινοητικού εγώ μέσα από την τέχνη.
[Η μητέρα] «με ήθελε τίμιο, δίκαιο, και με έμαθε ότι τα χρήματα δεν έχουν αξία, αξία έχει η αξιοπρέπεια στην κοινωνία, όσο σκληρό κι αν ήταν το τίμημα - αυτό που πλήρωσε η ίδια. Τα πρώτα τα έμαθα καλά, όσο για το τελευταίο, πολύ που σκοτίστηκα».
Κωνσταντίνος Ματσούκας
Πηγή

Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009, (διαδικτυακός τόπος κειμένου, κλικ εδώ)

**********

Αληθής ιστορία είναι ο τίτλος που φέρει το σπονδυλωτό αφήγημα του κύπριου ζωγράφου Ανδρέα Καραγιάν, χωρισμένο σε 20 ξεχωριστές, αυτοτελείς, εγκιβωτισμένες οντότητες. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο όσο και παράξενο αυτοβιογραφικό εγχείρημα, το οποίο καλύπτει μια χρονική περίοδο από τη δεκαετία του '40 μέχρι τη δεκαετία του '60 και το 22ο έτος της ηλικίας του. Το αφηγηματικό νήμα ξεκινάει αργά-αργά στην Κύπρο (πρώτο μέρος του έργου), για να αποκτήσει ιδιαίτερη ταχύτητα (δεύτερο μέρος) στην Αθήνα.
Το κείμενο, ενώ είναι συρραμμένο με τρόπο γλαφυρό, ελαφρώς αυτοσαρκαστικό και παιγνιώδη, φωτίζει διακριτικά το ύφος μιας ολόκληρης εποχής, υπερβαίνοντας τον κίνδυνο ή την κακή αισθητική των φλας μιας αναμνηστικής απεικόνισης προσωπικών γεγονότων. Γραμμένο σε μια γλώσσα που ισορροπεί με ειλικρίνεια μεταξύ της δημοτικής και της καθαρεύουσας, παρεμβάλλει με ιδιαίτερο τρόπο την κυπριακή διάλεκτο ως μητρική, περιφραγμένη πολλές φορές εντός εισαγωγικών, να κορυφώνει τον μύθο εκεί που είναι αδύνατον να διαβεί η κοινή ελληνική.
Η Αληθής ιστορία, έργο προσεγμένο στις λεπτομέρειες, προσφέρει ακόμη δύο καίρια ψήγματα διαφορετικότητας. Ψήγμα πρώτο: τα ήθη. Όταν το 1978 ο ζωγράφος Ανδρέας Καραγιάν εξέθεσε τα πρώτα ανδρικά γυμνά στην Κύπρο τάραξε τα νερά της εγχώριας κοινωνίας, γιατί δεν το είχε τολμήσει κανείς πιο πριν. Το ίδιο έρχεται να διαπράξει ξανά, ύστερα από είκοσι χρόνια, με περισσότερη γαλήνη, διά της γραφής. Πίσω από τη facade μιας μεσοαστικής οικογένειας, ξεπηδάνε αντικρουόμενα συμφέροντα, πάθη, απαγορευμένες πράξεις και ανομολόγητοι έρωτες. Και πού το περίεργο; Το παράξενο έγκειται στον τρόπο. Όταν η αλήθεια δεν προχωρά μέσα από τις αυστηρές συμβάσεις της εποχής, περνά διαμεσολαβημένη με το νυστέρι ενός προσωπικού χιούμορ. Οι ειλικρινείς περιγραφές της οικογενειακής όσο και προσωπικής διαφορετικότητας δημιουργούν υψηλή αισθητική ένταση, γιατί γίνονται υπό το πρίσμα της αθωότητας και το βλέμμα ενός διψασμένου νέου που σκέφτεται. Πίσω από την εγκράτεια και το απαγορευμένο δημιουργούνται ψήγματα ιδανικών στιγμών που δίχως θόρυβο κλέβουν ίσως κάτι από το ύφος της Jane Austen ή του Marcel Proust.
Ψήγμα δεύτερο: Οι πόλεις. Η Λευκωσία. Μια διαφορετική, αδιαίρετη πρωτεύουσα εμφανίζεται στην Αληθή ιστορία. Είναι η Λευκωσία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο και μέχρι την ΕΟΚΑ. Ο Καραγιάν επονομάζει την περίοδο Belle epoque, γιατί όντως ήταν μια ξέγνοιαστη ώρα για τα ανώτερα και μεσαία στρώματα. Μέσα στις σελίδες του πρώτου μέρους δεσπόζει η οδός Ουζουνιάν και ξετυλίγονται καρέ καρέ χοροεσπερίδες, απογευματινά tee party, ball masque, θερινά σινεμά, μια άλλης ποιότητας αστική ζωή και μια άλλου μεγέθους επικοινωνία, κοινωνικότητα, ασφάλεια και συνοχή. Πριν ραγίσει, η πόλη σαν ποτήρι ήταν ολόκληρη και σε καλούσε να πιεις από μέσα όλη τη ζωή. Η Αθήνα. Η Αθήνα του '60, νεόδμητη, με το άρωμα της πασχαλιάς αλλά και το σκοτεινό -την ενοχή για τις αναδυόμενες σεξουαλικές φαντασιώσεις και την απουσία της εκπλήρωσής τους-, όπως και τη γοητεία των παλιών ιστοριών, ευγενικών και παραμυθένιων, από τη Σμύρνη όπου ζει ο ήρωας, στις αφηγήσεις μιας γυναίκας που κατάντησε πρόσφυγας «ενώ ήταν γεννημένη γι' άλλα τρανά πράγματα».
Ο Καραγιάν αυτοβιογραφούμενος χτίζει γέφυρες επικοινωνίας μέσα στον χρόνο παρουσιάζοντας πόλεις μαγικές με «μισοϊδωμένα πρόσωπα». Μέσα από το διαφορετικό που γίνεται ξεχωριστό και δεν φωνασκεί, μας υπενθυμίζει την ιδεώδη πολιτεία. Δίνοντας ενδείξεις ενός κόσμου που χάθηκε δεν γίνεται παρά να προκαλέσει νοσταλγία στους μεγαλύτερους και να δώσει το έρεισμα στους νεότερους να ξαναχτίσουν τη νέα Πόλη ως εχθροί του μετρίου. Γιατί τότε ο κόσμος δεν ήταν κατακερματισμένος, ήταν εδώ ολόκληρος, δεμένος γύρω σου, δίπλα σου, στην τσέπη σου, σαν να σου ανήκε. Η ζωή δεν ήταν παζλ, ήταν ολοήμερο παιχνίδι, ένα κουτί σπίρτα που μπορούσες να παίξεις μαζί τους και να ανάψεις τον κόσμο φωτιά.
Τάσος Γκέκας
Πηγή

Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009, (διαδικτυακός τόπος κειμένου, κλικ εδώ)


 


Ανήθικες ιστορίες. Λονδίνο - Αλεξάνδρεια
Οι Ανήθικες ιστορίες (όπως και η προγενέστερη Αληθής ιστορία, 2008) του Ανδρέα Κάραγιαν (ή Καραγιάν) δεν είναι μια απλή και συνηθισμένη, παραδοσιακή αυτοβιογραφία. Θα λέγαμε ότι ανήκουν κυρίως στον λογοτεχνικό τύπο της αυτοβιογραφίας που, σύμφωνα με τον Γρηγόρη Πασχαλίδη, «χαρακτηρίζεται από την εξιστόρηση της ζωής και της δραστηριότητας του αυτοβιογράφου με έμφαση στην προσωπική, βιωματική διάσταση και σημασία τους και στα πλαίσια μιας, περισσότερο ή λιγότερο, συστηματικής ενδοσκόπησης και μιας εμβάθυνσης στη διαμόρφωση, εξέλιξη και ιδιοσυστασία της προσωπικότητάς του» (Η ποιητική της αυτοβιογραφίας, Αθήνα, Σμίλη, 1993, σ. 63). Δεν λείπουν όμως και στοιχεία από τον νεοτερικό τύπο της αυτοβιογραφίας, που «διατηρεί τόσο τη βασική θεματική εστίαση στην προσωπική εμπειρία και στην προσωπικότητα του αυτοβιογράφου όσο και τον υψηλό βαθμό κειμενικής αυτοσυνειδησίας που τον χαρακτηρίζουν» (Πασχαλίδης, ό.π., σ. 68). Βέβαια, οι ορισμοί αυτοί, όσο χρήσιμοι και να είναι, αποδεικνύονται κάπως στενόχωροι, καθώς παραβλέπονται αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες. Πάντως, ο Ανδρέας Κάραγιαν λειτουργεί ως λογοτέχνης· δεν ενδιαφέρεται να καταγράψει χρονικογραφικά τη ζωή του με ακρίβεια και τάξη, αλλά δίνει έμφαση στην αυτοανάλυση και στην ανάπλαση προσωπικών βιωμάτων και αναμνήσεων, αλλά και σε ζητήματα μορφής και σύνθεσης. Επιστρατεύει συχνά «μυθιστορηματικές τεχνικές αφήγησης, όπως την πλοκή και τη σκηνική δράση», έστω και αν ο ίδιος ο συγγραφέας μάς βεβαιώνει ότι επεξεργάζεται ιστορικό και αυτοβιογραφικό υλικό, πραγματικά πρόσωπα και περιστατικά, και ότι ελάχιστα στοιχεία μυθοπλασίας έχει επινοήσει.
Ο Ανδρέας Κάραγιαν κατορθώνει να ξεφεύγει από το ατομικό και το ναρκισσιστικό εγώ και να ξανοίγεται στο συλλογικό εμείς· επιτυγχάνει να αναγάγει τη βιογραφία του, τις προσωπικές του περιπέτειες και αναζητήσεις στην περιοχή της τέχνης. Πώς το καταφέρνει; Θα λέγαμε ότι οι διαδικασίες που ακολουθεί είναι λεπτές και σύνθετες. Ας δοκιμάσουμε να τις ιχνηλατήσουμε:
Ήδη στο πρώτο βιβλίο του, την Αληθή ιστορία, ο ζωγράφος και συγγραφέας έδειξε ότι ενδιαφέρεται να απεικονίσει με λογοτεχνικούς τρόπους, με λοξές ματιές, χιουμοριστική γλώσσα, εικαστική δεξιότητα και διακειμενικά παιχνίδια, όψεις από την παιδική και εφηβική του ηλικία στη Λευκωσία του 1950 και από τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα του 1960. Τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο βιβλίο του ενδιαφέρεται να μνημειώσει το πρόσωπο (όχι μόνο το δικό του αλλά και μιας πλειάδας ανθρώπων) σε συνάρτηση με τον χώρο όπου ζει. Ο τόπος είναι ο άνθρωπος, για να θυμηθούμε την παροιμιώδη έκφραση. Και ο Ανδρέας Κάραγιαν κατορθώνει να αποδώσει το άρωμα ενός χώρου, όπως της παλιάς Λευκωσίας στο πρώτο βιβλίο του, όπου συμβίωναν σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων, θρησκευτικών και άλλων αντιλήψεων (Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, Αρμένιοι, Λατίνοι, Μαρωνίτες και Βρετανοί) –πριν από την έκρηξη του αντιβρετανικού και ενωτικού αγώνα και των διακοινοτικών συγκρούσεων. Με ανάλογους τρόπους σκιαγραφείται ο χώρος στην Αθήνα, το Λονδίνο και την Αλεξάνδρεια ή αλλού.
Και στα δύο βιβλία του ο συγγραφέας επιχειρεί να αναψηλαφήσει την ταυτότητα και το φύλο του μέσα από τον Άλλο. Η καταγωγή του και η παιδεία του, με κυπριακές, αρμενικές, λιβανικές και ελληνικές ρίζες και καταβολές, με στοιχεία από τον ρωμαιοκαθολικισμό και τον ορθόδοξο χριστιανισμό, φαίνεται ότι ευνόησαν τέτοιες επαφές και ωσμώσεις με τον Άλλο, όπως ευνόησαν και την κριτική, λοξή (ειρωνική και χιουμοριστική) ματιά και την αποδοχή της διαφορετικότητας. Αυτή η λοξή ματιά φαίνεται ότι βοηθά τον συγγραφέα να αντιμετωπίζει το αυτοβιογραφικό και βιωματικό υλικό του με κριτική απόσταση, με απομυθοποιητικό φακό αλλά και με αυτοσαρκασμό.
Ένα άλλος βασικός παράγοντας που συμβάλλει καθοριστικά στην επεξεργασία του πρωτογενούς υλικού και στο σκιτσάρισμα ανθρώπων και τόπων είναι το παιχνίδι της διακειμενικότητας. Ο συγγραφέας κατορθώνει να πλέξει ένα πυκνό δίχτυ με διακειμενικά στοιχεία, που παραπέμπουν σε λογοτεχνικά πρόσωπα και κείμενα, στη μουσική, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο ή και σε άλλες καλές τέχνες. Έτσι τα πρόσωπα και τα περιστατικά των Ανήθικων ιστοριών προσλαμβάνουν άλλες διαστάσεις, συνδιαλέγονται με λογοτεχνικές μορφές, υποδύονται ρόλους θεατρικών ή κινηματογραφικών ηρώων, περιβάλλονται με μουσικές ή ζωγραφικές παραστάσεις κτλ. Η λογοτεχνία, η μουσική και η ζωγραφική κατακλύζουν και καθοδηγούν τη ζωή των προσώπων και ιδίως του συγγραφέα. Ο τελευταίος επιδιώκει να γνωρίσει τον εαυτό του (αλλά και τον Άλλο) μέσω της τέχνης, αλλά και να ολοκληρωθεί μέσα από αυτήν.
Αν παρακολουθήσει κανείς μια σειρά από διακειμενικά και περικειμενικά στοιχεία (όπως επιγραφές, τίτλους, υπότιτλους, παραθεματικές πρακτικές, ονόματα λογοτεχνών και λογοτεχνικών προσώπων, αναφορές σε μουσικά, εικαστικά, κινηματογραφικά έργα κτλ.), μπορεί να διαπιστώσει τη δεξιότητα του συγγραφέα να συνδιαλέγεται αφενός με ένα πλήθος έργων της παγκόσμιας τέχνης και να προσαρμόζει αφετέρου τα διακείμενά του στις ανάγκες της δικής του αυτοβιογραφίας. Πολλές φορές ο αυτοβιογραφούμενος εκφράζεται με λόγια και χειρονομίες λογοτεχνικών και άλλων ηρώων· πολλές φορές τα αφηγηματικά του πρόσωπα περιβάλλονται με συμπεριφορές και αντιδράσεις που παραπέμπουν σε λογής έργα τέχνης. Πολλές φορές ο χώρος υποτυπώνεται μέσα από λογοτεχνικές ή άλλες καλλιτεχνικές υπομνήσεις και διακείμενα. Ας δοκιμάσουμε να δούμε τις Ανήθικες ιστορίες από πιο κοντά:
Αν με τον τίτλο του πρώτου βιβλίου του (Αληθής ιστορία) ο Ανδρέας Κάραγιαν επιδιώκει να επιβεβαιώσει την ιστορική αλήθεια της αυτοβιογραφίας του, με τον τίτλο Ανήθικες ιστορίες του δεύτερου βιβλίου του επιλέγει μιαν περισσότερη αμφίσημη και ειρωνική προσήμανση: Ήδη ο συγγραφέας έχει διευκρινίσει σε συνέντευξή του στη Μαρίνα Σχίζα (Ο Φιλελεύθερος, 27.1.2012) ότι: «Οι ανήθικες ιστορίες μου είναι πολύ ηθικές. Το ερωτικό χρησιμοποιείται ως τραγικό, κωμικό και κοινωνικό στοιχείο». Πιθανότατα, όμως, ένα τέτοιο βιβλίο θα ενοχλήσει άτομα παραδοσιακής ηθικής, που δεν είναι σε θέση να αποδεχτούν «αποκλίνουσες» σεξουαλικές συμπεριφορές. Με τον υπότιτλο ορίζονται οι δυο βασικοί χώροι στους οποίους τοποθετείται ο τόμος: Το Λονδίνο των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του 1960 και η Αλεξάνδρεια του 1998 κ.ε. Βέβαια, όπως και στο πρώτο βιβλίο, υπάρχουν αρκετές διαφυγές στον χώρο και στον χρόνο, για να συμπληρωθούν ψηφίδες από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια (λ.χ. στη Λευκωσία του 1950).
Το πρώτο μέρος του βιβλίου, με τον τίτλο «Η άνθηση του έρωτα», εμφανίζεται ως μια θεατρική ή μουσική παράσταση που διαρκεί πέντε χρόνια (από το 1967 ως το 1972) με χώρο δράσης το Λονδίνο. Τόσο με την επιγραφή όσο και με το εισαγωγικό σημείωμα που προτάσσονται στην ενότητα αυτή, ο συγγραφέας εμφανίζεται να κάθεται στην πολυθρόνα του και να παρακολουθεί τα πρόσωπά του να «μεταμορφώνονται σε σκελετικά προσωπεία», έτοιμος να «πυροβολήσει» το καθένα με τη γραφίδα του και να μνημειώσει λογοτεχνικά τη μορφή του. Ή εμφανίζεται ως μαέστρος ορχήστρας σε μεγαλοπρεπές θέατρο, έτοιμος να διευθύνει μια μουσική παράσταση.
Οι λονδρέζικες μέρες του Ανδρέα Κάραγιαν φαίνεται ότι ήταν καθοριστικές για τη μετεξέλιξη της πορείας του ως καλλιτέχνη. Έχοντας στις αποσκευές του το πτυχίο της ιατρικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, φτάνει στη βρετανική πρωτεύουσα για να ειδικευτεί στην ψυχιατρική, αλλά πολύ σύντομα αλλάζει κατεύθυνση. Η «μαγευτική ατμόσφαιρα» στο Λονδίνο του 1967 ξυπνά τα καλλιτεχνικά του ενδιαφέροντα: Παραμερίζει την ιατρική (αφού τον απωθούν η αρρώστια και η φθορά) και αποφασίζει να σπουδάσει ζωγραφική, για να μνημειώσει εικαστικά την αιώνια ομορφιά. Είναι μόλις 24 χρόνων, με ακονισμένες τις αισθήσεις του, έτοιμος να απορροφήσει λογής καλλιτεχνικά ερεθίσματα, ενώ παράλληλα ετοιμάζεται να βιώσει την επανάσταση των χίπις, των «παιδιών των λουλουδιών», που φορούν ριχτές μπλούζες, καμπάνα παντελόνι και είναι πρόθυμοι να μυηθούν σε νέες μορφές συμβίωσης και στη σεξουαλική απελευθέρωση. Είναι η εποχή των Beatles και της χέβι μέταλ μουσικής, ενώ τείνουν να εξελιχθούν σε μόδες η ψυχεδέλεια και ο διαλογισμός, η αμφισεξουαλικότητα και η ερωτογραφία. Από την Αμερική φτάνουν τα μηνύματα της λογοτεχνικής γενιάς των beat, ενώ αρχίζουν να οργανώνονται ομάδες ατόμων με καταπιεσμένες και διαφορετικές ερωτικές επιθυμίες και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους.
Τέσσερις και πλέον δεκαετίες αργότερα, όταν ο Ανδρέας Κάραγιαν αποφασίζει να αποτυπώσει στο χαρτί μνήμες, βιώματα και εμπειρίες της λονδρέζικης εποχής του, ανακαλεί επιλεκτικά στη μνήμη του πρόσωπα και περιστατικά και τα επεξεργάζεται με καλλιτεχνική μαεστρία: Σκιτσάρει με αδρές γραμμές και με εικαστική δεξιότητα ένα πλήθος ανθρώπινες φιγούρες, κρατώντας από τη φυσιογνωμία τους ό,τι έχει ελκύσει την προσοχή του και διατηρώντας το άρωμα και την αύρα της εποχής εκείνης. Η Ελεονόρα παραμένει κυρίαρχη ερωτική μορφή στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ενώ παράλληλα πλαισιώνεται με άλλες ερωτικές φιγούρες, ανεξαρτήτως φύλου και φυλής, που συμβάλλουν με τη σειρά τους στη σεξουαλική απελευθέρωση του αυτοβιογραφουμένου. Πρόσωπα, συνήθως ζωγράφοι ή άλλοι καλλιτέχνες, λειτουργούν ως μυητικοί χαρακτήρες και βοηθούν τον αυτοβιογραφούμενο να ξεπεράσει τις ενοχές και τις αναστολές του και να πειραματιστεί γενικά με τον έρωτα στις ποικίλες εκδοχές του. Μυητικό χαρακτήρα επιτελεί βέβαια και η λογοτεχνία, όπως και οι άλλες τέχνες: Τα μυθιστορήματα Θάνατος στη Βενετία και Το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, η λογοτεχνία της γενιάς των beat, ο μύθος του Αγίου Σεβαστιανού, η «Μεγάλη Οδαλίσκη» του Εγκρ, η κινηματογραφική μεταφορά του έργου Ζιλ και Τζιμ, ο Ερμαφρόδιτος στο Μουσείο του Λούβρου κτλ. λειτουργούν συχνά ως καθρέφτης και επιτρέπουν στον κεντρικό ήρωα των Ανήθικων ιστοριών να ανακαλύψει το σώμα του και τους ερωτικούς δαίμονές του. Έτσι, όταν ο συγγραφέας γνωρίζει τον Helmut, τον συνδέει με τον ήρωα του Τόμας Μαν στο Μαγικό βουνό και προσθέτει: «Αμέσως γοητεύτηκα, το έχω το κουσούρι να ερωτεύομαι πρόσωπα που έβγαιναν κατευθείαν από τα βιβλία που διάβαζα» (σ. 71).
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο αυτοβιογράφος δεν εξιστορεί με χρονικογραφική τάξη τα πράγματα, ούτε περιορίζεται μόνο στον χώρο του Λονδίνου στο πρώτο μέρος του βιβλίου του. Έτσι, με κάθε ευκαιρία παρεμβάλλονται ένθετες διηγήσεις και μεταδιηγήσεις που αφορούν διαφορετικές χρονικές στιγμές ή διαδραματίζονται σε διαφορετικούς χώρους και δεν συνδέονται άμεσα με το πρόσωπο του συγγραφέα ούτε με τη ζωή του στο Λονδίνο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ένθετη μεταδιήγηση του Άχμετ για την κηδεία της μητέρας του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (μάλλον σε πιο πρόσφατα χρόνια), όταν ένας απελπισμένος πατέρας έριξε στον τάφο της το νεκρό παιδί του, αφού ο τελευταίος δεν είχε χρήματα για να του κάνει χωριστή κηδεία. Σε άλλη περίπτωση παρεμβάλλεται μια μεταδιήγηση του αδελφού τού συγγραφέα, σύμφωνα με την οποία τον Νοέμβριο του 1967 αποσοβήθηκε με παρέμβαση του Τζόνσον στρατιωτική εισβολή των Τούρκων στην Κερύνεια.
Και σε άλλες περιπτώσεις ο συγγραφέας ενσωματώνει στην αυτοβιογραφία του διηγήσεις και ιστορίες για πρόσωπα που γνώρισε ή για δικούς του ανθρώπους. Για παράδειγμα, με αδρές γραμμές σκιτσάρει τη φιγούρα του καταπιεσμένου Martin, ο οποίος από επίδοξος ζωγράφος με άστατη ερωτική ζωή κατέληξε να κουρεύει πρόβατα στην βρετανική επαρχία. Αλλού μνημειώνει τη συμπαθητική μορφή της γιαγιάς του, που ήταν ψυχοκόρη στη Λάρνακα και γνώρισε τον πρίγκιπα στο πρόσωπο του λιβανέζου παππού του. Αλλού εξιστορεί τον παραμυθένιο έρωτα του αδελφού του με την Πατρίσια από την Ιαμαϊκή ή την τραγική ιστορία του Anthony και της Barbara. Το πρώτο μέρος του βιβλίου τελειώνει με διπλό χωρισμό. Η αυλαία πέφτει με μουσική του Τσαϊκόφσκι. Η μουσική κατακλύζει τις σελίδες του βιβλίου, συνοδεύοντας και σφραγίζοντας ψυχικές διαθέσεις της στιγμής. Στο Επιμύθιο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος του βιβλίου εξιστορείται ένα σημαδιακό όνειρο του αυτοβιογραφουμένου· βλέπει τον Ερμή και την Αφροδίτη να σμίγουν σε ένα «υπέρλαμπρο ερμαφρόδιτο ον», το οποίο θα ανακαλύψει αργότερα στο Μουσείο του Λούβρου. Παράλληλα, σκιτσάρεται φευγαλέα η μορφή της ερωτικής Ruth, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον κεντρικό αφηγητή και τον Helmut. Και εδώ, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ο συγγραφέας επικαλείται την αφηγηματική τακτική της παραμυθένιας Σαχραζάτ και υπόσχεται ότι θα επανέλθει με άλλη ευκαιρία για να διηγηθεί την ιστορία αυτή.
Στη δεύτερη, πιο ολιγοσέλιδη ενότητα του βιβλίου, με τον τίτλο «Μετά είκοσι έτη», συστεγάζονται ερωτικές ιστορίες αντρών και δυο θάνατοι, που τοποθετούνται ανάμεσα στο 1986 και το 2009. Ο πρόωρος θάνατος ενός γερμανού φίλου από καρκίνο, ερωτικές αντιζηλίες και χωρισμοί, ο θάνατος της σκυλίτσας Gilda αποτελούν τους κυρίαρχους θεματικούς άξονες της ενότητας αυτής. Ειδικότερο ενδιαφέρον από αφηγηματική σκοπιά παρουσιάζει η «Ιστορία του Δημήτρη», στην οποία η αφήγηση παραχωρείται σε έναν νέο που εξιστορεί τη σχέση του με τον ζωγράφο και τη σεξουαλική του απελευθέρωση. Όσο μπορώ να κρίνω, η ενότητα αυτή δεν ασκεί την ίδια γοητεία με την οποία μας επιβάλλεται το πρώτο μέρος του βιβλίου.
Η τρίτη και τελευταία ενότητα του βιβλίου, με τον τίτλο «Αλεξάνδρεια», αποτελεί ένα άνοιγμα προς τον χώρο της μουσουλμανικής Ανατολής και ειδικά της Αιγύπτου και τοποθετείται χρονικά στα πιο πρόσφατα χρόνια, ανάμεσα στο 1998 και το 2011. Εδώ ο συγγραφέας γίνεται περισσότερο ετεροβιογραφικός. Το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρελ και η ποίηση του Καβάφη λειτουργούν συχνά ως διακείμενα στα όσα εξιστορεί ο Ανδρέας Κάραγιαν έχοντας ως σκηνικό πλαίσιο τη σύγχρονη Αλεξάνδρεια, πριν από την εξέγερση του 2011. Και εδώ όμως δεν λείπουν οι αναδρομές σε παλιότερες εποχές, και ειδικά στα χρόνια του 1930, για να παρουσιαστεί η «αλεξανδρινή ιστορία» του πατέρα τού συγγραφέα, σε μια εποχή κατά την οποία η Αλεξάνδρεια διατηρούσε ακόμα την παλιά αίγλη της. Με ανάλογο τρόπο ο συγγραφέας σκιτσάρει μικρές ιστορίες και στιγμιότυπα από τον κόσμο της Αιγύπτου, ενώ ο ίδιος έχει απεικονίσει σε ζωγραφικούς πίνακές του, αρχικά εμπνευσμένος από 13 ποιήματα του Καβάφη, πρόσωπα νέων ανθρώπων της Αιγύπτου (σ. 111). Στην ενότητα αυτή παρελαύνουν, ανάμεσα σ’ άλλες, οι ερωτικές μορφές της Άννας, του Σελήμ και του Adham, οι ιστορίες του Rachid και της κοντέσας. Κυρίως μέσω του προσώπου του Adham, ο συγγραφέας εισχωρεί στον κόσμο μιας αιγυπτιακής οικογένειας και μαθαίνει να σέβεται τις διαφορετικές θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις τους.
Συνοψίζοντας και κλείνοντας θα λέγαμε ότι ο ζωγράφος Ανδρέας Κάραγιαν κατέχει και το χάρισμα της γραφής. Όσο και αν διηγείται «τολμηρές» και «ανήθικες» ιστορίες, κατορθώνει να δημιουργήσει με την πένα του μια γοητευτική αυτοβιογραφία, που δεν περιορίζεται στα όρια του ναρκισσιστικού εγώ, αλλά ξανοίγεται ποικιλότροπα και εξακολουθητικά στον Άλλο, τον φυλετικά, θρησκευτικά και ερωτικά διαφορετικό. Έτσι, σκιτσάρει με δεξιότητα ένα πλήθος ανθρώπων, με απόλυτο σεβασμό στις επιλογές και τις νοοτροπίες του καθενός. Παράλληλα σκιαγραφεί με εικαστική ματιά τους χώρους της εξιστόρησής του, κυρίως του Λονδίνου του 1960 και της Αλεξάνδρειας του 2000, ανασυστήνοντας μέσα από τη μαγεία της τέχνης την περιρρέουσα ατμόσφαιρα περασμένων εποχών. Όσο γνωρίζω και όσο μπορώ να κρίνω, κανένας κύπριος λογοτέχνης δεν έγραψε ώς τώρα μια τέτοια ή μια τόσο λογοτεχνική αυτοβιογραφία. Η πρωτιά αυτή ανήκει σε έναν ζωγράφο.
Πηγή

Νέα Εποχή 313 (Καλοκαίρι 2012) 87-92, (διαδικτυακός τόπος κειμένου, κλικ εδώ

 
 

Σκοτεινές ιστορίες
Σ' όλη τη διάρκεια του βιβλίου ο νεαρός Καραγιάν παλεύει ανάμεσα στον προυστικό ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών και τον ίσκιο των σαρκωμένων αγοριών. Τα μεγάλα γεγονότα στην Κύπρο και Ελλάδα περνούν περισσότερο σαν φωτοσκίαση σ' έναν πίνακα που κύριο θέμα του είναι ο αισθησιασμός με το αντρικό σώμα. Το βιβλίο του Κάραγιάν γοητεύει. Είναι η αναπαράσταση ενός κόσμου που έφυγε ανεπιστρεπτί. Το κλίμα που επικρατεί εμποδίσει τον συγγραφέα να πολιτικολογεί, να αναφερθεί σε ιστορικά πρόσωπα· έτσι μας μένει η γεύση της άδολης ζωής ενός αγοριού που μεγαλώνει σε μια ατμόσφαιρα ονειρική και την κάνει ακόμη πιο ονειρική ο τρόπος της αφήγησή του. Κια μιας και μιλάμε για αφήγηση θα ήθελα να τονίσω τη ρέουσα και γλαφυρή γλώσσα του βιβλίου, που κάνει τον αναγνώστη μέτοχο μιας ζωής που δεν είναι δικιά του.
Μένης Κουμανταρέας

 **********

Η Βενετία είναι ένας μαγευτικός τόπος, γεμάτος εκπλήξεις, όπου συγκλίνουν ο παρελθοντικός και ο παροντικός χρόνος. Εμπνεύστηκα τις Στάσεις ταξί. Τα έργα, σε σκοτεινούς μυστηριώδεις χρωματισμούς, αποπνέουν μια μελαγχολία: άνδρες μεσογειακοί στέκονται περιμένοντας τη βάρκα-ταξί, όπως οι ψυχές του Χάροντα, για να τους οδηγήσει στην αντίπερα όχθη.
Ένα γλυκό απόγευμα, μετά από μια καλοκαιρινή βροχή, καθώς έλαμψε ο ήλιος, φώτισε μια ομάδα από ναύτες να χαζεύουν στην πλατεία του Αγίου Μάρκου· θέμα καθοριστικό για μια σειρά έργων (αργότερα τα μοντέλα μου ήταν από την Κύπρο). «Όχι, κύριε Καραγιάν» είπε με το ατάραχο αλλά και δηκτικό του ύφος ο Τσαρούχης, ενώ στεκόταν μπροστά στον πίνακά μου
Εθνική εορτή, «οι δικοί σας ναύτες δεν μοιάζουν με τους δικούς μου. Είναι Κύπριοι ναύτες, είναι διαφορετικοί από τους Αθηναίους!».
Το ταξίδι ενός νεαρού ζωγράφου σε αναζήτηση της σχέσης μεταξύ έρωτα και τέχνης στη Γερμανία της πτώσης του Τείχους, στην Αθήνα της μεταπολίτευσης και στη σύγχρονη, μετεπαναστατική Αλεξάνδρεια.
Στεκόμουν στο μέγα σταυροδρόμι ως ένας σύγχρονος Ηρακλής, όπως εκείνος στάθηκε στο σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας. Γι' αυτόν η επιλογή ήταν εύκολη. Έγινε χωρίς μεγάλη μάχη. Το πεπρωμένο του ήταν ήδη γραμμένο, να γίνει ήρωας. Για μένα όμως τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Από την μια μεριά ένα όμορφο κορίτσι μ' ένα λαχταριστό εφηβικό σώμα και ένα σκιερό τρίγωνο ανάμεσα στους μηρούς της για ηδονές που μόνο η πάνδημος Αφροδίτη μπορούσε να προσφέρει, και από την άλλη ένα θεϊκό ολόγυμνο αγόρι, με χνούδι που χρύσιζε στον ήλιο, με ωραία καλλίγραμμα χείλη και κερασένιες ρώγες να με προκαλούν να τις τρυγίσω.
«Σπάνια έχω διαβάσει ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα γραμμένο με τόση ειλικρίνεια. Η περιπλάνηση στον κόσμο των βιβλίων, της μουσικής και της ζωγραφικής, έτσι όπως γίνεται παράλληλα με την διερεύνηση του κόσμου της φιλίας, των αισθημάτων και της ηδονής, δίνει στο καθένα από όλα αυτά μιαν εντελώς άλλη, πιο πλούσια σημασία, και όλα αλληλοσυμπληρώνονται και, κυρίως, φαίνεται η επώδυνη πλευρά τους. Θυμήθηκα άλλους εφήβους της λογοτεχνίας, κυρίως τον Τόνιο Κραίγκερ του Τόμας Μαν. Αγάπησα τα βιβλία σου. Μου γέννησαν μεγάλη συγκίνηση, σκέψεις, συνειρμούς, προβληματισμό. Η εκ "βαθέων γραφή" σου ανοίγει τόσα πολλά ζητήματα προς πολλές κατευθύνσεις».
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου

**********

Το κείμενο χωρίζεται σε τρία μέρη: Βιβλίο πρώτο – Η άνθηση του έρωτα, Βιβλίο δεύτερο – Μετά είκοσι έτη, Βιβλίο τρίτο – Αλεξάνδρεια και στο τέλος παρατίθενται διευκρινιστικές σημειώσεις που αντιστοιχούν στο κάθε κεφάλαιο (ή μέρος όπως επιγράφεται). Το πρώτο βιβλίο θα λέγαμε ότι είναι και το πιο μυθιστορηματικό και συμπαγές: ξεκινάει από το φοιτητικό διαμέρισμα στου Ζωγράφου που μοιραζόταν ο Ανδρέας με την Ελεονόρα, που σπούδαζε πιάνο, συνεχίζεται με μια αναδρομή στα εφηβικά χρόνια στη Λευκωσία που λειτουργεί σαν γέφυρα και κορυφώνεται με τα χρόνια στο Λονδίνο, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του τέλους της δεκαετίας του 1960, των καλλιτεχνικών κινημάτων, της κοινωνικής και σεξουαλικής απελευθέρωσης των νέων, των ομοφυλοφίλων. Οι δύο ιστορίες του δεύτερου βιβλίου λειτουργούν παρενθετικά, για ν’ ακολουθήσει το τρίτο μέρος που μεταφέρει πιο πρόσφατες εικόνες και γεύσεις από την Αλεξάνδρεια όπως προκύπτουν από σπαστές ιστορίες με ανάκατη χρονολογική σειρά.
Η τρυφερή σχέση του Ανδρέα με την Ελεονόρα, η συγκίνηση και η έλξη που ένιωθε για τους άντρες, η προσωπική απελευθέρωσή του μετά την αποδοχή της σεξουαλικής του ταυτότητας, σκηνές και αναμνήσεις από φίλους, συμφοιτητές, συντρόφους και εραστές, μαζί με αναφορές σε λογοτεχνικά, κινηματογραφικά, μουσικά και ζωγραφικά έργα, καταγράφονται με ειλικρίνεια, αμεσότητα και λιτότητα ύφους. Ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να αποδείξει ούτε να μας πείσει για τίποτα: άλλωστε, «τα πρόσωπα και οι ιστορίες τους είναι παραμυθία» που την πλέκει ο ίδιος μαζί με το χρόνο, όπως μας προειδοποιεί στις εσωτερικές σελίδες, προτού σηκωθεί η αυλαία στο «χρυσοποίκιλτο θέατρο με τα κόκκινα βελούδα», για να καταλήξει στο φινάλε, ένα για το Λονδίνο και ένα για την Αλεξάνδρεια.
Καθώς δεν υπάρχει η «κλασική» δομή ενός μυθιστορήματος, δηλ. η ιστορία και η πλοκή, και από την άλλη ξεφεύγει από τα στενά όρια της βιογραφίας ή της μαρτυρίας, που ήταν η πρώτη πεζογραφική εμφάνιση του Καραγιάν με τον τίτλο «Η αληθής ιστορία» (Καστανιώτης, 2008), είναι δύσκολο να αποτιμηθεί το έργο αυτό λογοτεχνικά. Μάλλον πρόκειται για ένα καλογραμμένο αφήγημα που συμπληρώνει μια συγκροτημένη εικόνα του ζωγράφου και μας αφήνει με μια αίσθηση πραγματικής ζωής, λύπης για την απομάκρυνση ή και τον θάνατο αγαπημένων ανθρώπων, αλλά και με την υπόμνηση ενός βασάνου (όπως υποδηλώνεται στην προμετωπίδα).
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί για τον αναγνώστη που πιθανόν να μην το γνωρίζει, πως η Νίκη στην οποία ο Καραγιάν αναφέρεται ιδίως στο τελευταίο βιβλίο, στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο, είναι η Νίκη Μαραγκού, ποιήτρια και πεζογράφος κυρίως εκείνη, αλλά και βραβευμένη ζωγράφος, που κατά τραγική ειρωνεία έχασε τη ζωή της σε τροχαίο στην Αίγυπτο το Φεβρουάριο του 2013.
Βασιλική Χρίστη
Πηγή

(διαδικτυακός τόπος κειμένου, κλικ εδώ)




Άκρατος Γέλωτας
Ο Άκρατος γέλωτας συνοψίζει την πορεία του Ανδρέα Καραγιάν: το χαμόγελο, τον λυγμό και τον κλαυσίγελω ολόκληρης της ζωής του. Και ταυτόχρονα υποδηλώνει πως η ποιότητα της ωρίμανσης είναι ανάλογη με τη διάρκειά της.
Η αναζήτηση της ταυτότητας, ο έρωτας των πάντων, η χαρά της ζωής, το μυστήριο του τέλους, τα ανθρώπινα πάθη σε όλο το φάσμα τους, ρέουν ανανεούμενα, καθιστώντας τελικά τον χρόνο σύμμαχο του συγγραφέα.
Σε αυτό το μακρύ ταξίδι, τέχνη και λογοτεχνία υπήρξαν οι αχώριστοι συνοδοιπόροι, που αντάμειψαν γενναιόδωρα το έργο του με εικόνες γεγραμμένες και λέξεις ζωγραφιστές - χρωστήρας και γραφίδα σε αγαστή συμμετοχή.
Αννίτα Π. Παναρέτου, (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

**********

Ο «Άκρατος Γέλωτας» το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα Ανδρέα Καραγιάν, αποτελεί το τέταρτο μέρος της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, ένα βιβλίο στο οποίο συνοψίζεται η πορεία του από τη νεότητα ως την ωρίμανση. Με ‘άκρατο’ λυρισμό, στοχαστική διάθεση, ενίοτε χιούμορ και αυτοσαρκασμό αποτυπώνει τα σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του και τα πρόσωπα, κυρίως τα ερωτικά, που τον άνδρωσαν και διαμόρφωσαν μέσα του την έννοια του έρωτα, της αγάπης, της φιλίας, αλλά και της ζωής γενικότερα με ό,τι αυτή περικλείει από γεγονότα και εμπειρίες. Ο συγγραφέας αποτυπώνει τις κυριότερες εκφάνσεις και περιόδους της ζωής του σε 7 ενότητες, ενώ η δράση κινείται μεταξύ Κύπρου -Αθήνας στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και αρχές της δεκαετίας του ’80, και μόλις το τελευταίο μέρος διαδραματίζεται στην Αλεξάνδρεια του σήμερα. Στις πρώτες ενότητες ο αφηγητής επιστρέφει στην Κύπρο, σε μια εποχή όπου κυριαρχεί ο συντηρητισμός, η λογοκρισία και η καταπίεση. Αλλά τα όνειρα και η ορμή της νεότητας τον παρακινούν να κάνει τις πρώτες του επαναστάσεις και να βιώσει τον πρώτο μεγάλο έρωτα. Όταν όμως θα εγκαταλειφθεί από το αντικείμενο του πόθου του, ο αφηγητής θα ανακαλύψει νέες πτυχές του εαυτού του που θα τον οδηγήσουν σε μια περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του επιλογών. Ξεχωριστή θέση στο μυθιστόρημα κατέχει το κεφάλαιο «Ιντερμέδιο» διότι σε αυτό διαδραματίζονται οι σπουδαιότερες ανατροπές της ζωής του, ενώ ο ίδιος έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό και τους δαίμονες που τον κατατρύχουν, ενώ οι έννοιες της αμαρτίας της και της ενοχής του Θεού και του Δαίμονα τον κυριεύουν. O αφηγητής θα αφεθεί τότε στα «σκοτεινά» αλλά μαγικά μονοπάτια της Τέχνης που θα του αποκαλύψουν ένα καινούριο κόσμο που τον γοητεύει, τον συναρπάζει και κατά συνέπεια τον λυτρώνει . Άλλωστε, όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί σε παλαιότερη συνέντευξη του, στο ταξίδι της ζωής του η τέχνη όπως και η λογοτεχνία υπήρξαν πάντα πιστοί κι αχώριστοι συνοδοιπόροι του, δυο πιστοί φίλοι που του ‘έδωσαν’ πολλά , τον δίδαξαν και τον αντάμειψαν γενναιόδωρα. Ακολουθούν τα γεγονότα της Αθήνας της μεταπολίτευσης, η συνάντηση με την Τατιάνα Μιλλιέξ, τον Γιάννη Γαϊτη, την Άννυ Κωστοπούλου και άλλες γνωστές προσωπικότητες της εποχής. Τότε όμως τη δεκαετία του ‘80 τη σκιάζει μια νέα μάστιγα που αλλάζει άρδην τα δεδομένα στις ανθρώπινες σχέσεις και δη τις ερωτικές: το AIDS. Στο σημείο αυτό γίνεται μια εξαιρετική εξιστόρηση της εποχής μέσα από δυο ομόφυλες «σχέσεις» του αφηγητή. Το μυθιστόρημα ‘κλείνει’ με ένα ιντερμέδιο για τη σημερινή Αλεξάνδρεια, όπου οι μύθοι είναι ακόμη ζωντανοί ( Καβάφης, Φόρστερ και Ντάρελ) αλλά και η σύγχρονη πραγματικότητα που είναι έντονα αισθητή και παντού παρούσα. Παρότι μέρος της τετραλογίας, το βιβλίο λειτουργεί αυτόνομα, αφού καινούργια πρόσωπα ζουν τις ιστορίες τους , εντούτοις υπάρχουν μερικές αναφορές σε πρόσωπα από τα προηγούμενα βιβλία . Το μυθιστόρημα «Άκρατος Γέλωτας» όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του είναι ένα βιβλίο ύμνος (παρότι ‘ελεγει ο λόγος σε πολλά σημεία του) ύμνος στη ζωή μαζί με όσα αυτή μας επιφυλάσσει μέσα στο βιωμένο χρόνο: χαρές, συγκινήσεις, συγκλονιστικές εμπειρίες, αλλά και πόνο, ματαίωση , διάψευση και κυρίως απώλεια. Απώλεια των αγαπημένων εκείνων προσώπων που έρχονται για λίγο και έπειτα φεύγουν για πάντα από τις ζωές μας, για να μείνουν όμως για πάντα στο υποσυνείδητο μας ως ανάμνηση γλυκιά και αγαπημένη. Και ο χρόνος, αυτός ο παντοδύναμος θεός, πανταχού παρών, κυρίαρχος, διδακτικός, σκληρός αλλά και ελεήμων και σπλαχνικός συνάμα. Ένα βιβλίο που υποδηλώνει, όπως αναφέρει και η Ανίτα Παναρέτου στο επίμετρό της πως «η ποιότητα της ωρίμανσης είναι ανάλογη με τη διάρκειά της. Η αναζήτηση της ταυτότητας, ο έρωτας των πάντων, η χαρά της ζωής, το μυστήριο του τέλους, τα ανθρώπινα πάθη σε όλο το φάσμα τους, ρέουν ανανεούμενα, καθιστώντας τελικά τον χρόνο σύμμαχο του συγγραφέα»
Πέρσα Κουμούτση,
Πηγή

(διαδικτυακός τόπος κειμένου, κλικ εδώ)

**********

Μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα περίπτωση σύγχρονου συγγραφέα του ελλαδικού χώρου, είναι ο Kύπριος Ανδρέας Καραγιάν. [...]
Ο Ανδρέας Καραγιάν ανακαλεί πρόσωπα του παρελθόντος του, ιδέες που τον απασχολήσανε, έρωτες που ενεργοποιήσανε τις δημιουργίες του, ταξίδια που του πλάτυναν τις εμπειρίες.
Και μέσα από μια χαλαρή δομικά αφηγηματική σύνθεση, καταφέρνει να σχηματίσει μια ‘μυθιστορηματική’ περσόνα η οποία υποστηρίζει μια χαμένη αισθητική και μια συνειδητοποιημένη επιλογή.
Η αισθητική έχει να κάνει με το ότι χαρήκαμε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η επιλογή αφορά το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ζει με τον δικό του προσωπικό τρόπο τα πάθη των ερώτων του.
Οι δυο αυτοί άξονες που διαπερνούν την πεζογραφική σύνθεση του βιβλίου σαφέστατα παραπέμπουν σε μια μετα – καβαφική στάση ζωής.
Ο Καραγιάν είναι ηδονιστής και εστέτ. Είναι ταγμένος στον Έρωτα και στην Τέχνη.
Γι αυτό και ζωγραφίζει. Γι αυτό και γράφει. Και δεν διστάζει να προκαλεί –ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει πως «Η αλήθεια είναι πάντα μια πρόκληση άρα, αν τα βιβλία είναι προκλητικά σημαίνει ότι είναι αληθινά».
Οι μνήμες είναι άλλοτε ‘μικρές’ (π.χ. η Διάπλασις των Παίδων του ’50), άλλοτε πάλι πλέον ‘σημαντικές’ (π.χ. οι συζητήσεις με το ζεύγος Μιλλιέξ).
Οι περιγραφές των τόπων –Βερολίνο, Αθήνα, Κύπρος, Αλεξάνδρειας κ.α.- φωτίζουν όσους κυκλοφορούν στους δρόμους τους, αλλά και φανερώνουν τις ιδιόμορφες γοητείες τους.
Οι διακειμενικές αναφορές με συνέπεια επιλεγμένες – Προυστ και Καβάφης.
Και εν τέλει οι ίδιοι οι ήρωες –κάποτε όντα με σάρκα και οστά, τώρα αναπνέουν με τη βοήθεια τυπωμένων λέξεων. «... Λάμπουν για λίγο καθώς αναδιπλώνεται στο χαρτί η ιστορία τους , απλώνουν τα φτερά τους, μας χαμογελούν , ζητούν την κατανόησή μας* κάποτε και τη συγνώμη μας* ή μας δίνουν τη δική τους συγχώρηση. Ύστερα πάλι χάνονται στη λήθη και στη σιωπή.» σελ. 155
Μια, λοιπόν, κατάθεση τρόπου σκέψης και τρόπου πράξης, ολοκληρώνει αυτό το βιβλίο.
Η Αννίτα Παναρέτου σημειώνει στο οπισθόφυλλο «Ο Άκρατος γέλωτας’ συνοψίζει την πορεία του Ανδρέα Καραγιάν: το χαμόγελο, τον λυγμό και τον κλαυσίγελω ολόκληρης της ζωής του. Και ταυτόχρονα υποδηλώνει πως η ποιότητα της ωρίμανσης είναι ανάλογη με τη διάρκειά της».
Θα συμφωνήσω μαζί της. Το πλέον ενδιαφέρον ταξίδι είναι η ίδια η ζωή του κάθε ανθρώπου που ταξιδεύει –όμως- συνειδητοποιημένα.
Σε εποχές όπου η μαζικότητα επιβάλει τις απόψεις της, η τόλμη να προβάλεις τον υποκειμενικό τρόπο σκέψης και πράξης, φανερώνει ωριμότητα και προσφέρει ελπίδα.
Μάνος Κοντολέων
Πηγή

(διαδικτυακός τόπος κειμένου, κλικ εδώ)


Συνεντεύξεις του Αντρέα Κάραγιαν:

© έργων Ανδρέας Κάραγιαν (©Andreas Karayan)



Εθνική γιορτή, (1984), λάδι σε καμβά.

Καφέ στις Πλάτρες, λάδι σε καμβά.

Καφέ στη Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά.

Σταθμός Λαρίσης, λάδι σε καμβά.

Καβάφης, λάδι σε καμβά.

Μουσική, λάδι σε καμβά.

Αγόρια σε πάρκο, λάδι σε καμβά.

Καβάφης, λάδι σε καμβά.

Πορτρέτο, λάδι σε καμβά.

Ναύτες, λάδι σε καμβά.

Η ανάπαυση του στρατιώτη,, λάδι σε καμβά.

Ποδηλάτης, λάδι σε καμβά.

Έλληνες Ναύτες, λάδι σε καμβά.

Έλληνες Ναύτες, λάδι σε καμβά, 11x77,εκ.

Ξενοδοχείο Ακροπόλ, (2007), λάδι σε καμβά.

Πορτρέτο, λάδι σε καμβά.

Ταξί στη Βενετία, λάδι σε καμβά.

Ταξί στη Βενετία, λάδι σε καμβά.

Το τελευταίο βλέμμα, λάδι σε καμβά.

Ποδηλάτες, λάδι σε καμβά.

Ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, από τη σειρά «Ερώτων ατελών», μελάνι σε χαρτί.

Ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, από τη σειρά «Ερώτων ατελών», μελάνι σε χαρτί.

Ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, από τη σειρά «Ερώτων ατελών», μελάνι σε χαρτί.