Ἦταν
βουκόλος στοῦ Ρούφ. Ὑπάρχουν ἀκόμα
βουκόλοι; Καὶ εἶχε πάει στὸν εἰδικευμένο
κινηματογράφο καὶ κεῖ τὸν γνώρισε.
Ὅταν γδύθηκαν καὶ οἱ δύο, ὁ παθιασμένος
ἐραστὴς τῶν ἀντρῶν, μισθωτὸς ὑπάλληλος,
πάντα καλοντυμένος, δὲν χόρταινε τὸ
γλυκό χρῶμα τοῦ σώματος τοῦ βουκόλου.
Ἴδιος σὰν τὴν κανελιὰ φανέλλα του. Κι
ὁ βουκόλος τοῦ εἶπε, τί κοιτᾶς τὰ
χάλια μου ποὺ μ᾿ ἔχει κάνει ὁ ἥλιος
σὰν ἀράπη; Τί νά κάνωμε ἐμεῖς οἱ
φτωχοί, μᾶς καίει ὅλη τὴ μέρα κάτω στοῦ
Ρούφ. Ἐσεῖς οἱ πλούσιοι εἴσαστε ἄσπροι
σὰν τὸ γάλα.
Ἕνα
ἀπόγευμα τοῦ εἶπε ὁ βουκόλος: μὴ
νομίζεις πὼς μ᾿ ἀρέσεις. Γιὰ ἕνα
συμπλήρωμα ἔρχομαι σὲ σένα. Ἔχουμαι
ἄλλα πρόσωπα ποὺ μᾶς ἀρέσουν.
Ἔλεγε
τὴν ἀλήθεια;
Ὁδὸς Πανός, τχ. 45, «Ἀφιέρωμα στὸν Γιάννη Τσαρούχη», Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1989.
© Ἵδρυμα Γιάννη Τσαρούχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου