Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Ποίηση καὶ gay εὐαισθησία

 

 

 

Levi Jackman Foster

 

Προλεγόμενα

Μὲ τὴν ὀμοφυλοφιλία στὴ λογοτεχνία ἀσχοληθήκαμε σὲ πολὺ παλιότερη ἀνάρτησή μας, καταχωρόντας ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερους τίτλους ἔργων ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὁμοφυλόφιλη εὐαισθησία καὶ κουλτούρα, δίνοντας ἔτσι τὴ δυνατότητα σὲ κάποιον/α ποὺ ἀναζητεῖ ἕνα ἔργο νὰ βρεῖ τὰ στοιχεῖα του (τίτλο, συγγραφέα, ἐκδοτικὸ οἶκο, χρονολογία ἔκδοσης, μεταφραστὴ κ.λπ.). Γιὰ περισσότερα: Κλὶκ ἐδῶ.

Εἶναι γεγονὸς πὼς ἡ θεματικὴ αὐτὴ πού, εἶναι στιγματισμένη ἀπὸ τὴν περιθωριοποίηση καὶ τὴν ἀπόριψη τὴν ὁποία ἡ δυτικὴ κοινωνία ἐπιφυλάσσει στοὺς παρίες της, ἔχει δημιουργήσει μιὰ εἰδικὴ φωνὴ γιὰ νὰ ἐξερευνήσει τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση, ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Cristopher Robinson στὸ κείμενό του ποὺ παρουσιάζουμε παρακάτω.

Παραθέτουμε λοιπὸν τὸ κείμενο τοῦ Robinson ποὺ μιλάει γιὰ τὴν πολὺ στενὴ σχέση τῆς ποιήσεως καὶ τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἀναφερόμενος στὸν Ἀμερικανὸ ποιητὴ Μὰρκ Ντότι καὶ στὸ ποίημά του «Στὸν Καβάφη», ποὺ ὑπάρχει στὴ συλλογή του Χελώνα, Κύκνος (Turtle, Swan).

gayekfansi.blogspot.com



Ποίηση καὶ gay εὐαισθησία

(τοῦ Cristopher Robinson)

Σὲ πολλὲς εὐρωπαϊκὲς χῶρες, καὶ στὴν Ἑλλάδα, ἡ σύναψη τῶν λέξεων «ποιητὴς» καὶ «gay» εἶναι ἀκόμα σχεδὸν διανόιητη στὸν λόγο τῆς λογοτεχνικῆς κριτικῆς. Στὶς περιπτώσεις ποὺ ἕνα ποιητὴς εἶναι γνωστὸ χωρὶς μφιβολία ὅτι εἶναι ὁμοφυλόφιλος, ἡ παρουσία τογεγονότος αὐτοῦ στὴν ποίησή του εἶναι, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Καβάφη, ἀντικείμενο καταδίκης κριτικῆς παράληψης, θέμα ὑποτιμημένο, ἢ πλῶς ἀδιάφορο. Τὸ ναπόφευκτο ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ ποιητὲς ἀποφεύγουν μιὰ ἔξω ἀπὸ τὰ δόντια διερεύνηση τοῦ θέματος: ἐκτὸς πὸ τὸν Χριστιανόπουλο, τὸν Ἀσλάνογλου, τὸν Χρονᾶ (καὶ ἐνδεχομένως ἕναν περιορισμένο ἀριθμὸ λιγότερο γνωστῶν ποιητῶν, ὅπως ὁ Θεοδωρακόπουλος καὶ ὁ Άγγελάκης), ποιὸς Ἕλληνας ποιητὴς τόλμησε νὰ συζητήσει ἀνοιχτὰ τὴν ὁμοφυλοφιλία του μέσα στὴν ποίησή του.

Κι ὅμως, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀναγνωρισμένους Ἀμερικανοὺς ποιητὲς τῆς γενιᾶς του, ὁ πρῶτος Ἀμερικανὸς ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ βρετανικὸ βραβεῖο ποίησης T.S. Eliot, ὁ Μὰρκ Ντότι (Mark Doty 1953-) μᾶς δίχνει πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ μιλήσει ἡ ποίηση ἀπὸ τὴ σκοπιὰ μιᾶς καθορισμένης μειονότητας μὲ τρόπο ποὺ νὰ εἶναι ἠθικὰ καὶ αἰσθητικὰ ἐλκυστικὸς στοὺς ἀναγνῶστες ποὺ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους μέλη τῆς ἴδιας μειονότητας ἀλλὰ καὶ στοὺς ὑπόλοιπους. Τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας τοῦ Ντότι πρέπει κανεὶς νὰ τὸ ἀναζητήσει σὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ δεξιότητες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ποίησή του: ἰδιαίτερη αἴσθηση τῆς λυρικῆς ἔντασης, βλέμμα ὀξυμένο στὴ λεπτομέρεια ποὺ συλλαμβάνουν οἱ αἰσθήσεις, χάρισμα τῆς ἀφήγησης, ταλέντο στὴ δημιουργία ρυθμικῶν καὶ μορφικῶν σχημάτων μὲ τὸ ἐπικίνδυνο καὶ ρευστὸ ὑλικὸ τοῦ ἐλεύθερου στίχου. Ἀλλὰ ἕνα χαρακτηριστικὸ ποὺ ἴσως κανεὶς δὲν θὰ περίμενε νὰ συνεισφέρει στὴν ποιότητα τοῦ ποιητικοῦ ἀποτελέσματος εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἡ προσωπικὴ ποιητικὴ φωνὴ χρωματίζεται ἀπὸ τὴν ἠχὼ μιᾶς συγκεκριμένης ποιητικῆς παράδοσης, καθὼς πλέκεται μὲ ἀναφορὲς σὲ ὅ,τι θὰ μπορούσαμε νὰ ὀνομάσουμε «ὑψηλὴ παράδοση» τῆς ὁμοφυλόφιλης ποίησης: τὸν Whitman, τὸν Hart Grane καὶ τὸν Καβάφη. Κάνοντας τὸν ἑαυτό του μέρος αὐτῆς τῆς παράδοσης, ὁ Ντότι ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ποίηση ἡ γεννημένη ἀπὸ τὴν ὁμοφυλόφιλη εὐαισθησία, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀναπόδραστα στιγματισμένη ἀπὸ τὴν περιθωριοποίηση καὶ τὴν πόρριψη τὴν ὁποία ἡ δυτικὴ κοινωνία ἐπιφυλάσσει στοὺς παρίες της, ἔχει δημιουργήσει μιὰ εἰδικὴ φωνὴ γιὰ νὰ ἐξερευνήσει τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση. Πρόκειται γιὰ μιὰ ποίηση ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ μέσος ἀναγνώστης ἔχει πολλὰ νὰ μάθει καὶ μὲ τὴν ὁποία ἔχει πολλὰ νὰ μοιραστεῖ, χωρὶς ἴσως ποτὲ νὰ καταφέρει νὰ κατακτήσει τὴν πλήρη ταύτιση ποὺ μποροῦν νὰ γνωρίσουν μόνο ὅσοι ἔχουν ζήσει παρόμοιες ἐμπειρίες. Εἶναι ἐπίσης, ὅπως καὶ ἡ ποίηση τοῦ Καβάφη, μιὰ ἐκπληκτικὰ δεξιοτεχνικὴ ποίηση, ἡ ὁποία ἐξερευνᾶ ἕως ὁρίων τὴ δύναμη τῆς γλώσσας καὶ τῆς αἰσθητικῆς.

Στὴν πρώτη συλλογὴ τοῦ Ντότι, Χελώνα, Κύκνος (Turtle, Swan), τὰ ποιήματα χρησιμοποιοῦν ἀνεκδοτολογικὸ ὑλικὸ —προσωπικὲς ἱστορίες, κυρίως λεπτομέρειες τῆς σχέσης τοῦ ποιητῆ μὲ τοὺς γονεῖς του, τὴ σύζυγό του, τὸν ἐραστή του, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὶς τυχαῖες εἰδήσεις γιὰ τὸν φόνο ἑνὸς ὁμοφυλόφιλου νέουὡς φηγηματικὸ πλαίσιο γιὰ νὰ ἐξερευνήσουν στιγμὲς ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς, τὴ φύση καὶ τὶς συνέπειες τῆς μεταβλητότητας, τὶς διαδικασίες τῆς αἰσθητικῆς δημιουργίας. Εἶναι μιὰ ποίηση ποὺ ἐκθλίβει τὶς διαφορές παρὸν/παρελθόν, ἐμπειρία/γλώσσα, τέχνη/ζωήκαὶ προκρίνει τὴν ἄμεση, σωματικὴ ἀντίληψη τῶν ντικειμένων, τῶν νθώπων, τῶν τόπων, ὡς τὸ ὄχημα τῶν ἐντόνων αἰσθημάτων τὰ ὁποῖα ἡ γραφὴ τοῦ ποιητῆ καλεῖται ὄχι μόνο νὰ κρατήσει ἀλλὰ καὶ νὰ δημιουργήσει, φοῦ τὸ ὅριο μεταξὺ μνήμης καὶ φαντασίας εἶναι δυσδιάκριτο.

Σὲ αὐτὴ τὴ συλλογὴ τὰ ποιήματα-κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ὑποδόριας αἰσθητικῆς της μὲ τὴ σεξουαλικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ποιητῆ εἶναι τὸ ποίημα «Στὸν Καβάφη», τὸ ὁποῖο προσφέρει μὰ καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀναστοχαστικὰ σχολιάζει τὴ δύναμη μιᾶς ἐπιφανειακῆς εἰκόνας νὰ συνεγείρει τὸν πόθο. Τὸ ἐκφραστικὸ πλαίσιο, καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ τὸ χρονικὸ ἐπίπεδο, εἶναι διπλό: κάποιοι φίλοι σχολιάζουν τὸν ρόλο τῆς εἰκόνας ὡς ἐρέθισμα τῆς ἐπιθυμίας, ἔπειτα ὁ Ντότι ἀρχίζει νὰ ζωγραφίζει μιὰ μικρὴ σκηνή, μιὰ ὁμάδα ἀγοριῶν τὴ στιγμὴ ποὺ κάνουν βουτιές. Ἡ περιγραφὴ ἔχει κάτι πὸ ἰμπρεσσιονιστικὴ ἀκρίβεια πλῆθος εἶναι οἱ λεπτομέρειες γιὰ τὸ χῶρο, τὸ χρόνο, τὸ φωτισμὸ καὶ τὰ χρώματα—, ἀλλὰ ὴ λειτουργίας της σιγὰ-σιγὰ μετατρέπεται, καὶ ἀπὸ καταγραφὴ ἑνὸς γεγονότος τοῦ παρελθόντος γίνεται ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας στὸ παρόν. Ἀπὸ τὴν ρχὴ λοιπὸν τὸ κύρος τῆς περιγραφῆς ὑπονομεύεται.

Μιὰ ἱστορὶα ποὺ

πλάθω με τὸν νοῦ ὅσο καὶ τὴ θυμᾶμαι

καί, παράδοξο, καθὼς ἡ περιγραφὴ γίνεται πιὸ ἔντονη, τρισδιάστατη, ἀρχίζει νὰ κυριαρχεῖ ἡ αἴσθηση τοῦ ποιητῆ ποὺ ἐρωτεύεται αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος δημιουργεῖ παρὰ καταγράφει ἕνα παλαιότερο συναίσθημα. Ὅπως τὸν Μπωντλαὶρ τὸν ἐνδιαφέρει ἡ γηραιὰ κυρία (Little Old Lady) στὸ πεζοτράγουδό του «Τὰ παράθυρα», ὄχι γιὰ τ«ρεαλιστικότητα» τῆς εἰκὸνας της, ἀλλὰ λόγω τῆς δύναμής της νὰ γὶνει ὴ πιθανὴ πηγὴ ἑνὸς μύθου, ὁ Ντότι βλέπει τὸ ἀγόρι μὲ τοὺς ὅρους τῶν αἰσθητικῶν δυνατοτήτων του μᾶλλον, παρὰ ἁπλῶς μὲ ρεαλιστικοὺς ὅρους ἐρωτικῆς συνεύρεσης, ἂν καὶ ἡ γλώσσα του καταφέρνει νὰ ἑνώσει τὶς δύο αὐτὲς πλευρές, χρησιμοποιώντας ἕνα ρῆμα μὲ ἐρωτικὰ συμφραζόμενα, «εἰσχωρῶ, μπαίνω», καὶ συνάπτοντάς το σὲ μιὰ αἰσθητικὴ εἰκόνα: «ὅπως βούτηξε ἀνέμελα ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀποβάθρα, σίγουρος γιὰ τὸν ἑαυτό του», τὸ ἀγόρι «γίνεται μορφὴ καθαρή».

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τὸ ποίημα φαίνεται μᾶλλον ὁλοκληρωμένο: τ φηρημένο ζήτημα τῆς ρωτικῆς ἔλξης ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐπιφάνεια, ἡ εἰκόνα τῶν πραγμάτων, παίρνει ζωὴ καθὼς μετασχηματίζεται στὴν ἐρωτικὴ μνήμη τῶν σωμάτων τῶν νέων κολυμβητῶν· ἡ δύναμη τῆς μνήμης ἐπαναπροσδιορίζεται καὶ γίνεται παραδειγματικὴ ὣς έρωτικὴ φαντασία ἱκανὴ νὰ γίνει πηγὴ ποίησης. Ὅμως ὁ Ντότι κυρώνει τὴ δική του κδοχὴ αὐτῆς τῆς διαδικασίας μὲ τὸ νὰ τὴν κάνει μέρος ὲνὸς εὐρύτερου συστήματος ξιῶν ποὺ ὁρίζουν τὴ δημιουργικότητα, συνάπτοντάς τη στὴν ποιητικὴ μορφὴ τοῦ Καβάφη καὶ σὲ μιὰ ὑποθετικὴ σχέση μεταξὺ ἐπιθυμίας, ἐμπειρίας καὶ ποιητικῆς δημιουργίας στὴν καβαφικὴ ποίηση.

Ὁ Καβάφης, στὸ ποίημα το Ντότι, εἶναι, ὁ Καισαρίων στὸ ποίημα τοῦ Καβάφη, μιὰ μορφὴ ποὺ τὴν ἔχει καλέσει ἡ φαντασία μὲ μόνο στήριγμα λέξεις γραμμένες στὸ χαρτί.

Μὲ τὴ διαφορτι, ἐν προκειμένῳ, πρόκειται γιὰ τὶς λέξεις του «Ὁ ἥλιος τοἀπογεύματος» κα«Ρωτοσε γιὰ τὴν ποίηση», κι ὄχι γιὰ τὶς γραμμὲς βιβλίων στορίας.

Ὁ Καβάφης, μαντεύει ὁ Ντότι, ξαναδουλεύοντας τὴ μνήμη τῶν ἀνδρῶν ποὺ συνάντησε στὴ ζωή του, ὄχι μόνο μεταμορφώνει τὴν ἐμπειρία τῆς σωματικῆς ἐπιθυμίας σὲ κάτι αἰσθητικὰ τελειότερο —ἄνδρες πιὸ βουβοὶ καὶ ἰδεδώδεις / κι ὅλο πιὸ τέλοιοι ὅσο τοὺς ξαναδούλευε»— ἀλλὰ κάνοντας κάτι τέτοιο δημιουργεῖ ἕνα καινούργιο φορτίο πόθου ποὺ ἔχει νὰ κάνει ἀποκλειστικὰ μὲ τὰ ἴδια τὰ ποιήματα. Αὐτὴ εἶναι οὐσιαστικὰ καὶ ἡ ἰδέα τοῦ «ἐρωτισμοῦ τῆς μνήμης» (memory’s erotics) τὴν ὁποία ὁ Ντότι θὰ ἀναπτύξει στὴ μεταγενέστερη συλλογή του μὲ τίτλο Ἡ Ἀλεξάνδειά μου. Ἐν κατακλείδῃ, τὸ ποίημα «Στὸν Καβάφη» τῆς συλλογῆς Χελώνα, Κύκνος εἶναι σημαντικό, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἐμπεριέχει τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ σχέση τῆς ἐπιθυμίας μὲ τὴν τέχνη στὸν Ντότι, ἀλλὰ καὶ γιατὶ προσφέρει μιὰ ὀξυδερκὴ ἀνάγνωση τῶν ἴδιων στοιχείων στὸν Καβάφη.






 

Μετάφραση Δημήτρης Παπανικολάου, Βιβλιοθήκη, τῆς Ἐλευθεροτυπίας, 26.11.2004, σελ. 18-19. 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου