ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΜΟΡΓΚΑΝ ΦΟΡΣΤΕΡ, αφιέρωμα
«Ο
Μόργκαν έχει το νου καλλιτέχνη· λέει
τα απλά πράγματα που δεν τα λεν οι
έξυπνοι· βρίσκω πως γι' αυτό το λόγο
είναι ο καλλίτερος ανάμεσα στους
κριτικούς»
Βιρτζίνια
Γουλφ (Virginia Woolf)
«Η
σωματική μοναξιά συνεχίζεται πάρα
πολλούς μήνες. […] Είμαι σίγουρος πως
κάποιοι από τους αξιοπρεπείς ανθρώπους
που συναντώ καθημερινά θα ήταν πρόθυμοι
να με σώσουν αν ήξεραν, αλλά δεν ξέρουν,
δεν μπορούν να ξέρουν. […] Κάθομαι
ακουμπισμένος πάνω τους για λίγο και
εκεί τελειώνει –εκτός από τις εικόνες
που με καίνε στον ύπνο μου. Είναι φοβερό
να ζεις με ανικανοποίητο πόθο, να τον
καταπνίγεις μερικές φορές, αλλά ποτέ
να μην τον σκοτώνεις, ή να μην θέλεις να
τον σκοτώσεις». 1
Πρόλογος
Όταν
ο Γιώργος Σεφέρης τον Ιούνιο του 1951
επισκέφτηκε το Cambridge συνάντησε και
γνωρίστηκε με τον Ε. Μ. Φόρστερ. Ο ίδιος
μας λέει: «Εκείνο το απόγευμα συνάντησα
τον Μόργκαν Φόρστερ. Δημιουργήθηκε
αμέσως ατμόσφαιρα οικειότητας μεταξύ
μας -το χάρισμα ήταν δικό του- και το
βράδυ δειπνούσαμε μαζί με τη γυναίκα
μου και τον Σαββίδη σ' ένα στενόμακρο
ινδικό εστιατόριο. Τα πρώτα λόγια που
μου είπε αφορούσαν τον Καβάφη· την
έκπληξη του Αλεξανδρινού όταν είδε πως
ο Φόρστερ κάτι έπαιρνε από
τα ποιήματά του».2
Ο
Μάικλ Χάαγκ3
στο βιβλίο του, Αλεξάνδρεια.
Η πόλη της μνήμης. Φόρστερ, Καβάφης,
Ντάρρελ,
μας
λέει:
«Κάθε φορά που ξαναδιαβάζω βιογραφικά
στοιχεία για τον Φόρστερ νομίζω ότι ο
θαυμασμός μου μεγαλώνει. Σπάνια άνθρωπος
ξεπέρασε τις προσωπικές του ανεπάρκειες
σε τέτοιο βαθμό. Η παθολογική του
ευαισθησία και η τυραννική παρουσία
της μητέρας του Λίλυ στη ζωή του, η πίεση
της μικροαστικής κοινωνίας της πόλης
Weybridge σε όλα τα παιδικά και εφηβικά του
χρόνια, η ομοφυλοφιλία στον 19ο αιώνα,
τα ταξίδια του στην Αίγυπτο και την
Ινδία την εποχή που σπούδαζε στο
Cambridge, η συνάντησή του στην Αλεξάνδρεια
με τον Mohammed el Adl που, μέχρι το θάνατο του
δεύτερου σε νεαρή ηλικία, συνέβαλε στην
υπέρβαση όλων των φυλετικών διαφορών
και συμπλεγμάτων, η μετάπλαση της
ιδιαιτερότητας σε λογοτεχνία...
Στη
φλογερή πολιορκία του Μωχάμετ από τον
Φόρστερ ο φόβος έδινε το «παρών», όπως
παραδέχτηκε, όταν έθιξε το θέμα αυτής
της σχέσης στη Φλόρενς στις 29 Μαϊου
1917: «Έχω πέσει με τα μούτρα σε μια
ανησυχητική μα πολύ ωραία σχέση». Όμως,
τα έβαζε με τον εαυτό του και έλεγε πως
δεν ήταν κακό να φοβάται, γιατί ο «ο
φόβος είναι ένα συναίσθημα» που πρέπει
να αντιμετωπίζεται με ειλικρίνεια
εξαχρειωτική ήταν η πίεση της συνήθειας
και των κοινωνικών συμβάσεων που ήθελαν
στανικά να τον κάνουν να αισθάνεται
διαφορετικά από αυτό που πραγματικά
ένιωθε. Αυτός ήταν ο κόσμος που είχε
γνωρίσει στην Αγγλία, ο κόσμος της
μητέρας του, στον οποίο παρέμενε παιδί.
Τρεις μέρες αργότερα, αναφερόμενος ξανά
στον Μωχάμετ, ανακοίνωσε στη Φλόρενς
το πέρασμα του σε μια νέα διάσταση:
«Πρώτη φορά αισθάνομαι ώριμος άνδρας».(…)
Ο
Φόρστερ μπορεί να χάρισε ευτυχία στις
αδελφές Σλέγκελ υπό την μορφή του
σιωπηρού γάμου τους στο Χάουαρντ
Έντ,
ωστόσο η δική του ανάγκη για εκπλήρωση
παρέμεινε μεταμφιεσμένη και ανικανοποίητη
ούτε και έδωσε χάρη στον εαυτό του
γράφοντας τον Μωρίς,
το καταφανέστατα ομοφυλοφιλικό
μυθιστόρημά του.
Πορτρέτο του Φόρστερ από την Dora Carrington, (1924-25)
Λάδι σε καμβά 50.8 x 40.6 εκ. National Portrait Gallery, Λονδίνο
Ε. Μ. Forster (1879- 1970), μια γνωριμία
Ο
Edward Morgan Forster γεννήθηκε στο Λονδίνο το
1879. Στην ηλικία των δύο ετών θα χάσει
τον πατέρα του -που ήταν αρχιτέκτονας-
από φυματίωση, και η ευκατάστατη 25 χρονών
χήρα μητέρα του θα προσκολληθεί στο
μοναχογιό τους, αναζητώντας συναισθηματική
στήριξη, κάτι που έμελλε να συνεχιστεί
για όλη τη ζωή του Φόρστερ. Λέγεται πως
επιθυμία του πατέρα του ήταν να πει το
γιο του Χένρι, το Έντουαρντ ειπώθηκε
κατά λάθος. Ο Φόρστερ σε παιδική ηλικία
είχε την τύχη να κληρονομήσει από τη
θεία του Μάριαν Θόρντον, κόρη του Χένρι
Θόρντον, το ποσό των 8.000 στερλινών. Ποσό
που ήταν αρκετό να του εξασφαλίσει μια
άνετη ζωή και να του δώσει τη δυνατότητα
να ασχοληθεί με το γράψιμο.
Ο
Φόρστερ σπούδασε αρχικά στο Tonbridge School
και στη συνέχεια στο Κέμπριτζ από το
1897 έως και το 1901, και συμμετείχε στους
Αποστόλους, μια λέσχη συζήτησης. Ήταν
τα μέλη τούτης της ομάδας που διαμόρφωσαν
τον κύκλο που αργότερα θα ονομαζόταν
Μπλούμσμπερι. Μιλάμε για τον Τζ. Μ. Κέινς,
τον Λ. Στρέιτσι, τον Λ. Γουλφ και τον Μπ.
Ράσελ, στον κύκλο αυτό όμως ο Φόρστερ
υπήρξε περιστασιακό μέλος της δεκαετίες
του 1910 και του 1920. Για τούτη την περίοδο
–του Κέμπριτζ και των Αποστόλων- μιλάει
στο μυθιστόρημά του, Το πιο μακρύ
ταξίδι (The longest Journey) γραμμένο το 1907.
Με
το πέρας των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο
ταξίδεψε στην Ευρώπη μαζί με τη μητέρα
του. Εδώ όμως πρέπει να αναφερθεί η
ασφυκτική της παρουσία στη ζωή του
Φόρστερ, αφού ο συγγραφέας θα συνεχίσει
να συγκατοικεί μαζί της τόσο στο
Γουέιμπριτζ όσο και το Άμπινγκερ Χάμερ
ως το θάνατό της το 1945. Το 1904 θα δημοσιεύσει
το πρώτο του διήγημα, την «Ιστορία ενός
πανικού». Ακολουθούν τα πρώτα μυθιστορήματα
που το υλικό τους αντλεί από τα ταξίδια
του σε Ιταλία και Ελλάδα. Τούτα τα έργα
αν και επαινέθηκαν από τους κριτικούς
δεν είχαν καλή τύχη στις πωλήσεις. Το
1910, με την δημοσίευση του Χάουαρντς
Εντ (Howards End) θα γίνει γνωστός και
δημοφιλής. Το 1913-14 ο Φόρστερ θα γράψει
το μυθιστόρημα Μωρίς (Maurice).
Ένα έργο, ο κεντρικός ήρωας του οποίου
είναι ομοφυλόφιλος. Ο Φόρστερ προτίμησε
να μην εκδώσει το βιβλίο όσο ζούσε. Μετά
το θάνατό του βρέθηκε στο συρτάρι του
με την σημείωση: «έτοιμο αλλά δημοσιεύσιμο;»
και την αφιέρωση: «σε μια καλύτερη
εποχή». Το μυθιστόρημα Μωρίς θα
κυκλοφορήσει το 1971, ένα χρόνο μετά το
θάνατο του Φόρστερ.
Το
1912 ο Φόρστερ θα ταξιδέψει στην Ινδία,
μαζί με τον Μαζούντ· στη συνέχεια, το
1914, ταξιδεύει στην Αίγυπτο, τη Γερμανία
και την Ινδία μαζί με τον κλασικιστή
Γκολντσγουόρθι Λόουες Ντίκινσον. Στην
Αίγυπτο, το χειμώνα του 1916-17, όπου
εργάζεται στον αιγυπτιακό Ερυθρό Σταυρό,
θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί στη Ράμλα
τον Μοχάμεντ ελ-Αντλ. Ο Μωχάμετ είναι
ένας νεαρός οδηγός τραμ μόλις 17 χρονών
και έμελλε να γίνει μια από τις βασικές
εμπνεύσεις για το λογοτεχνικό του έργο.
Ο άτυχος Μοχάμεντ ελ-Αντλ θα πεθάνει
από φυματίωση στην Αλεξάνδρεια το
χειμώνα του 1922. Στη μνήμη του και θρηνώντας
την απώλεια αυτή, ο Φόρστερ θα γράψει
μια μεγάλη Επιστολή –σε μέγεθος
βιβλίου- η οποία σήμερα βρίσκεται στο
Κέμπριτζ. Την ίδια περίοδο θα γνωρίσει
και τον Καβάφη και θα συνδεθεί μαζί του
με μια φιλία η οποία θα διαρκέσει ως το
τέλος του ποιητή.
Θα
ακολουθήσει δεύτερο ταξίδι στην Ινδία
στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Τώρα ο
Φόρστερ είναι ο προσωπικός γραμματέας
του Μαχαραγιά του Ντεουάς. Η εμπειρία
τούτου του ταξιδιού θα δώσει υλικό για
το βιβλίο Ο λόφος του διαβόλου (The
Hill of Devil) που αποτελεί μη-μυθοπλαστική
περιγραφή του. Μετά την επιστροφή του
από την Ινδία θα ολοκληρώσει, το 1924, το
τελευταίο και σπουδαίο του μυθιστόρημα
που λέγεται Ταξίδι στην Ινδία (A
passage to India), -ελληνικός τίτλος Το πέρασμα
στην Ινδία- ένα έργο που θα γίνει διάσημο
και θα μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Μόνο στις εκδόσεις Penguin
το μυθιστόρημα τον πρώτο καιρό πούλησε
300.000 αντίτυπα.
Στη
συνέχεια ο Φόρστερ δεν θα ασχοληθεί
ξανά με την λογοτεχνία με εξαίρεση
κάποια διηγήματα που απευθύνονται στον
εαυτό του. Τις δεκαετίες του 1930 και του
1940 θα γίνει και μάλιστα πετυχημένος
παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών στο
BBC και θα συνδέσει τη δημόσια εικόνα του
με τη Βρετανική Ανθρωπιστική Ένωση.
Μετά
το θάνατο της μητέρας του, το 1946, θα πάρει
τιμητικά το αξίωμα του Πανεπιστημιακού
Εταίρου, στο Κινγκς Κόλετζ του Κέιμπριτζ,
αν και στη συνέχεια πολλά πανεπιστήμια
θα του απονείμουν τιμητικά διπλώματα.
Ο Φόρστερ μετά την αποδοχή της τιμητική
θέσης θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του
εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας
με ελάχιστες ενασχολήσεις.
Πέρα
από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα,
ο Φόρστερ δημοσίευσε περίπου δεκαεννέα
άλλα έργα· που συμπεριλαμβάνουν δυο
βιογραφίες, δύο για τις εμπειρίες του
στην Αλεξάνδρεια, ένα κινηματογραφικό
σενάριο, και το λιμπρέτο που έκανε με
τον Eric Crozier
για την όπερα του Benjamin Britten,
Billy Bud.
Μιλώντας
σε συνέντευξη του BBC με
αφορμή την ογδοηκοστή επέτειο των
γενεθλίων του είχε πει: «Δεν έγραψα
όσο θα ήθελα να είχα γράψει… γράφω για
δυο λόγους: εν μέρει για να βγάλω χρήματα
και εν μέρει για να κερδίσω το σεβασμό
των ανθρώπων που σέβομαι… Το καλύτερο
που θα είχα να κάνω, θα ήταν να προσθέσω
πως είμαι εντελώς βέβαιος ότι δεν είμαι
ένας μεγάλος μυθιστοριογράφος».
Ο
Ε.Μ. Φόρστερ πέθανε στο Κόβεντρι το 1970.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Μυθιστορήματα
- Where Angels Fear to Tread (1905)
- The Longest Journey (1907)
- A Room with a View (1908)
- Howards End (1910)
- A Passage to India (1924)
- Maurice (γραμμένο το 1913–14, κυκλοφόρησε το 1971)
- Arctic Summer (an incomplete fragment, written in 1912–13, published posthumously in 2003)
- Book of Love
Διηγήματα
- The Story of a Panic
- The Other Side Of The Hedge
- The Celestial Omnibus
- Other Kingdom
- The Curate's Friend
- The Road from Colonus
- The Machine Stops
- The Point of It
- Mr Andrews
- Co-ordination
- The Story of the Siren
- The Eternal Moment
- The Life to Come and other stories (1972) (posthumous) containing the following stories written between approximately 1903 and 1960:
- Ansell
- Albergo Empedocle
- The Purple Envelope
- The Helping Hand
- The Rock
- The Life to Come
- Dr Woolacott
- Arthur Snatchfold
- The Obelisk
- What Does It Matter? A Morality
- The Classical Annex
- The Torque
- The Other Boat
- Three Courses and a Dessert: Being a New and Gastronomic Version of the Old Game of Consequences
Λιμπρέτο
- Billy Budd (1951) (with Eric Crozier; based on Melville's novel, for the opera by Benjamin Britten)
Βιογραφίες
- Goldsworthy Lowes Dickinson (1934)
- Marianne Thornton, A Domestic Biography (1956)
Ταξιδωτικά
(Travel writing)
- Alexandria: A History and Guide (1922)
- Pharos and Pharillon (A Novelist's Sketchbook of Alexandria Through the Ages) (1923)
- The Hill of Devi (1953)
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΦΟΡΣΤΕΡ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ
ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
- Ένα δωμάτιο με θέα, Μεταίχμιο, 2006 και 2011
- Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ, Μεταίχμιο, (2011
- Το πέρασμα στην Ινδία, Μεταίχμιο, 2009
- Mωρίς, Καστανιώτης, 2008
- Το πιο μεγάλο ταξίδι, Καστανιώτης, 2007
- Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ, Μεταίχμιο, 2007
- Το πέρασμα στην Ινδία, Μεταίχμιο, 2006
- Ο δρόμος για τον Κολωνό, Μπιλιέτο, 2003
- Ταξίδι στην Ινδία, Πλέθρον, 2000
- Στην άλλη ζωή, εκδόσεις Καστανιώτης, 1999
- Εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν, Καστανιώτης, 1996
- Η αιώνια στιγμή, Νεφέλη, 1994
- Ένα δωμάτιο με θέα, Οδυσσέας, 1994
- Ο δρόμος από τον Κολωνό, Ερμείας, 1992
- Εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν, Ερμείας, 1992
- Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ, Καστανιώτη, 1992
- Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ, Λιβάνης - Το Κλειδί, 1991
- Φάρος και φαρίσκος, Αλεξάνδρεια, 1989
- Το πέρασμα στην Ινδία, Κονιδάρης, 1988
- Δυο ζητωκραυγές για τη δημοκρατία, Ερμείας, 1980
Συμμετοχή
σε συλλογικά έργα
- Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση, Ίκαρος
- Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης(1980)
- Δοκίμια, Εκδόσεις Α. Καραβία
ΤΑΙΝΙΕΣ
ΒΑΣΙΣΜΕΝΕΣ ΣΕ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΦΟΡΣΤΕΡ
- The Machine Stops (1966), δραματοποιημένο επεισόδιο της σειράς του BBC Out of the Unknown
- A Passage to India (1984), σκηνοθεσία David Lean
- A Room with a View (1985), σκηνοθεσία James Ivory
- Maurice (1987), σκηνοθεσία James Ivory
- Where Angels Fear to Tread (1991), σκηνοθεσία Charles Sturridge
- Howards End (1992), σκηνοθεσία James Ivory
ΣΥΝΤΟΜΟ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ Ε.Μ. ΦΟΡΣΤΕΡ4
1897.
Γεννιέται ο Edward
Morgan Forster, γιος του αρχιτέκτονα Ευγ.
Μόργκαν Φόρστερ.
1880.
Πεθαίνει ο πατέρας του και ο συγγραφέας
μεγαλώνει σ' έναν κόσμο όπου επικρατούν
γυναίκες. Ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή του
και τη σταδιοδρομία του παίζει η θεία
του Μάριαν Θόρτον.
1893.
Εγκαθίσταται με την μητέρα του στο
Τόνμπριτζ όπου συνεχίζει τις γυμνασιακές
του σπουδές στο ομώνυμο ιδιωτικό σχολείο.
1880.
Πεθαίνει η θεία του Μάριαν Θόρτον
αφήνοντάς του 800 λίρες κληρονομιά. Αυτό
το ποσό, όπως ο ίδιος αναφέρει, τον
βοήθησε να σπουδάσει και να ταξιδέψει
στην Ευρώπη. Πηγαίνει στο Βασιλικό
Κολέγιο του Καίμπριτζ όπου επηρεάζεται
από το φιλόσοφο Τζ. Ε. Μουρ, συγγραφέα
του κλασικού έργου Αρχές ηθικής (1903). Η
φιλοσοφία του επηρέασε τα μέλη της
ομάδας Μπλούμσμπερι.
1901.
Ο Μόργκαν εκλέγεται μέλος της ομάδας
Μπλούμσμπερι. Βασική αρχή που πήρε ήταν
η πίστη «στη χαρά των ανθρώπινων σχέσεων
και την απόλαυση των ωραίων αντικειμένων».
Στο Καίμπριτζ γίνεται μέλος της ομάδας
«Οι Απόστολοι» στην οποία ανήκαν οι
Τζων Μέιναρν Κένις, Λίττον Στράιτσυ,
Λέναρντ Γουλφ, Μπέρτραντ Ράσελ, σχεδόν
οι ίδιοι που ανήκαν και στην Μπλούμσμπερι.
1903.
Ταξιδεύει σε Ιταλία και Ελλάδα με τη
μητέρα του. Επιστρέφοντας αρχίζει να
αρθρογραφεί στην εφημερίδα Independent
Review.
1904.
Δημοσιεύει την πρώτη του νουβέλα με
τίτλο Η ιστορία ενός πανικού.
1905.
Εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα Εκεί
όπου οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν.
Σύντομη παραμονή στη Γερμανία, όπου
κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά
μιας κόμισσας. Επιστρέφοντας στην
Αγγλία, αναλαμβάνει να προετοιμάσει
στα λατινικά, για εισαγωγικές εξετάσεις
στο πανεπιστήμιο, τον Ινδό Σάιντ Ρος
Μασούντ, έναν μωαμεθανό πατριώτη. Μεταξύ
τους αναπτύσσεται μια πολύ στενή σχέση.
1907.
Εκδίδεται το μυθιστόρημα Το μεγαλύτερο ταξίδι.
1908.
Εκδίδεται το μυθιστόρημα Δωμάτιο με θέα.
1910.
Εκδίδεται το μυθιστόρημα Χάουαρντ εντ,
το οποίο καθιερώνει το συγγραφέα.
1911.
Εκδίδεται ο τόμος Ουράνιο λεωφορείο με
πρωτότυπες νουβέλες.
1912-1913.
Πρώτη επίσκεψη στην Ινδία. Τον συνοδεύει
ο φίλος του Σάιντ Ρος Μασούντ.
1915.
Εργάζεται στην Αλεξάνδρεια ως μέλος
του Ερυθρού Σταυρού. Γνωρίζεται με τον
Κωνσταντίνο Καβάφη, του οποίου τα έργα
βοήθησε να γίνουν γνωστά στην Αγγλία.
Η παραμονή του στην Αλεξάνδρεια θα έχει
ως συνέπεια την έκδοση ενός
ιστορικού-ταξιδιωτικού οδηγού για την
πόλη, με τίτλο Αλεξάνδρεια.
1922-1923.
Δεύτερο ταξίδι στην Ινδία, όπου εργάζεται
ως γραμματέας ενός μαχαραγιά. Εκδίδεται
η συλλογή Φάρος και Φάριλον, η οποία
περιέχει και ένα δοκίμιο για τον Μέγα
Αλέξανδρο.
1924.
Εκδίδεται το γνωστότερό του έργο Πέρασμα στην Ινδία που έγραφε από το 1912. Είναι
το τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε.
Αρχίζει ν' ασχολείται με τον αγώνα κατά
της λογοκρισίας, αγώνα που θα συνεχίσει
έως το θάνατό του.
1927.
Εκδίδει το δοκίμιο Πτυχές του μυθιστορήματος.
1946.
Το Κάιμπριτζ τον ανακηρύσσει επίσημο
εταίρο και του διαθέτει δωρεάν διαμέρισμα.
Εκεί θα περάσει τα τελευταία του χρόνια.
1951.
Εκδίδεται το δοκίμιο Δύο ζήτω για τη δημοκρατία.
1953.
Εκδίδεται το μυθιστόρημα Ο λόφος του Ντέβι.
1958.
Εκδίδει τη βιογραφία της θείας του
Μάριαν Θόρντον.
1970.
Πεθαίνει ο Ε. Μ. Φόρστερ.
1971.
Εκδίδεται το μυθιστόρημα Μωρίς που είχε
γράψει το 1913, αλλά λόγω του ομοφυλοφιλικού
θέματός του είχε αποφύγει να το εκδώσει.
1972. Δημοσιεύεται η συλλογή διηγημάτων του Στην άλλη ζωή.
1.
Ε. Μ. Φόρστερ προς Τζ. Χ. Λάντολφ, 10
Οκτωβρίου 1919, Letters,
τομ. 1, σελ. 304
2.
Γιώργος Σεφέρης Δοκιμές,
τόμ. 2, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1984
3.
Μάικλ Χάαγκ, Αλεξάνδρεια.
Η πόλη της μνήμης. Φόρστερ, Καβάφης,
Ντάρρελ μτφρ.
Δημήτρης Γ. Στεφανάκης εκδόσεις Ωκεανίδα,
Αθήνα 2005.
4. Από
το βιβλίο, Στην
άλλη ζωή, εκδόσεις
Καστανιώτη, Αθήνα 2009.
ΜΙΑ ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ένα δωμάτιο με θέα (A Room with a View)
Είναι
το τρίτο κατά σειρά βιβλίο της καλλιτεχνικής
πορείας του Φόρστερ κι ένα από τα πιο
γνωστά μυθιστορήματά του. Ηρωίδα του
βιβλίου είναι η Λούσι Χάνιτσερτς, μια
νεαρή Αγγλίδα, που έχει εκπαιδευτεί να
υπακούει στους κοινωνικούς κανόνες και
τις συμπεριφορές που τις υπαγορεύουν
πρόσωπα του περιβάλλοντός της, είτε
πρόκειται για τη νευρωτική ξαδέρφη της
είτε για τη μητέρα είτε για τον
αρραβωνιαστικό της.
Το
1908 όμως η Λούσι θα έχει την τύχη να κάνει
ένα ταξίδι στην Φλωρεντία. Εκεί λοιπόν
η νεαρή Αγγλίδα, που ξεχάσαμε να πούμε
είναι μιας κάποιας καταγωγής, μαζί με
την γεροντοκόρη ξαδέρφη της η οποία
έχει αναλάβει την επίβλεψή της, θα
γνωρίσει διάφορους ανθρώπους και θα
χτυπήσει το καμπανάκι της καρδιάς της
όταν γνωρίσει τον Τζορτζ Έμερσον, -οποίος
κάνει διακοπές μαζί με τον πατέρα του-
οι οποίοι όμως δεν θα λέγαμε ότι χαίρουν
άκρας αναγνώρισης. Στο δεύτερο και
σημαντικότερο μέρος του βιβλίου, η Λούσι
έχει επιστρέψει στην Αγγλία, στην άχαρη,
οργανωμένη, και αδιάφορη ζωή της, για
να κάνει τελικά την επανάστασή της
ενάντια των σιδηροκατασκευών που την
περικλείουν τόσο ασφυκτικά. Ο Φόρστερ
εδώ, δίνει μια πολύ ωραία τοιχογραφία
των ηθών της εποχής, επικεντρώνοντας
στο δίλημμα των αστικών ταξικών δεσμεύσεων
από τη μια και στο δρόμο της καρδιάς από
την άλλη. Ένα εξαιρετικό αλλά και καυστικό
σχόλιο πάνω στη βρετανική αστική τάξη
των αρχών του 20ού αιώνα.
Πηγή
Κείμενο:
gayekfansi.blogspot.gr
Επιστροφή
στο Χάουαρντς Εντ,
(Howards
End)
Το
βιβλίο κυκλοφόρησε το 1910, πέντε χρόνια
δηλαδή μετά την έκδοση του πρώτου έργου
του Φόρστερ και δύο χρόνια μετά την
έκδοση του Ένα Δωμάτιο Με Θέα. Τι είναι
όμως το Χάουαρντς
Έντ, περιοχή,
οικισμός, πόλη; Όχι είναι το όνομα ενός
σπιτιού και όπως κάθε σπίτι είναι ένα
ζωντανό στοιχείο-κύτταρο, με τις μνήμες
του, τις καλές και κακές στιγμές του
αλλά προπάντων με τους ανθρώπους που
το κατοικούν και ζουν όλα αυτά.
Βασικές
ηρωήδες δυο αδελφές με κάποια οικονομική
θέση που τους αποφέρει και την αντίστοιχη
κοινωνική. Ζουν στο Λονδίνο με μαζί με
τον μικρότερο αδερφό τους. Θα γνωριστούν
με την οικογένεια Γουίλκοξ αφού η
μικρότερη αδελφή, η Έλεν, θα παραθερίσει
για ένα διάστημα στο Χάουαρντς Έντ, και
εκεί θα γνωρίσει και θα συνδεθεί
εντυπωσιασμένη από την διαφορετικότητά
του, με τον μικρότερο γιο της οικογένειας.
Σίγουρα
η Επιστροφή
στο Χάουαρντς Έντ είναι
από τα καλύτερα μυθιστορήματα του
Φόρστερ, δομημένο εξαιρετικά με
ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Η μοίρα ή
αν θέλετε τα γεγονότα έτσι όπως το ένα
διαδέχεται το άλλο στη ζωή των ηρώων,
συντείνουν στο να καταλήξουν όλα εκεί
ακριβώς που ο συγγραφέας επιθυμεί. Μέσα
από αυτά τα γεγονότα που έχουν βιώσει
οι ήρωες θα λέγαμε «ενηλικιώνονται»
τείνοντας προς αυτό που λέμε ολοκληρωμένος
άνθρωπος, άνθρωπος που μπορεί να
αντιμετωπίσει τις καταστάσεις και να
πάρει τις αποφάσεις που η ίδια η ζωή
επιβάλει, αλά και να υποστεί τις συνέπειες
των επιλογών αυτών.
Σε
τούτο το έργο δε λείπουν οι κοινωνικές
τάξεις, που οριοθετούνται καθαρά από
τον Φόρστερ, αλλά όλοι, έχοντες και μη
μορφωμένοι και αμόρφωτοι, εμπλέκονται
στα ίδια πάθη, έχουν την ίδια επιθυμία
για έρωτα και ζωή. Σίγουρα η Επιστροφή
στο Χάουαρντς Έντ κρατά
μια υψηλή θέση στο λογοτεχνικό στερέωμα.
Πηγή
Κείμενο:
gayekfansi.blogspot.gr
Ταξίδι
στην
Ινδία
(A Passage to India)
[...]
Κεντρικό θέμα του σπουδαίου αυτού
μυθιστορήματος είναι, με τα λόγια του
Εντουαρντ Σαΐντ («Κουλτούρα και
Ιμπεριαλισμός»), «η διαρκής σύγκρουση
μεταξύ Άγγλων αποικιοκρατών -"καλοφτιαγμένα
μυαλά, καλοδουλεμένα μυαλά και αδούλευτες
καρδιές"- και της Ινδίας» - ή, αλλιώς,
η συνεχής αντιπαράθεση του Ινδού Αζίζ
και του Βρετανού Φίλντινγκ: και οι δύο
διανοούμενοι, και οι δύο μέτοχοι αλλά
όχι δέσμιοι του πολιτισμού και των
παραδόσεων της χώρας τους, και οι δύο
πρόθυμοι να συνδεθούν, κι όμως... Όπως
υπογραμμίζει στον «Οριενταλισμό» του
ο Σαΐντ, στο τέλος «μένουμε με την αίσθηση
μιας ανυπέρβλητης απόστασης που
εξακολουθεί να χωρίζει "εμάς" από
μιαν Ανατολή προορισμένη να φέρει την
ετερότητά της ως σφραγίδα της αμετάκλητης
απομόνωσής της από τη Δύση. Αυτή είναι
και η απογοητευτική κατακλείδα του
«Περάσματος στην Ινδία». Ο Αζίζ και ο
Φίλντινγκ προσπαθούν, και αποτυγχάνουν,
να συμφιλιωθούν:
Γιατί
δεν μπορούμε να είμαστε φίλοι τώρα; είπε
ο άλλος, κρατώντας τον στοργικά. «Είναι
αυτό που θέλω. Είναι αυτό που θέλεις».
Αλλά
τα άλογα δεν το ήθελαν - και απομακρύνθηκαν
ξαφνικά το ένα από το άλλο· η γη δεν το
ήθελε, στέλνοντας πέτρες που για να
περάσουν ανάμεσά τους έπρεπε να προχωρούν
ένας ένας· οι ναοί, η στέρνα, η φυλακή,
το παλάτι, τα πουλιά, το νεκρό κουφάρι,
ο ξενώνας (...) δεν το ήθελαν· είπαν, με
τις μυριάδες φωνές τους, «όχι, όχι ακόμα»,
και ο ουρανός απάντησε «όχι, όχι
εκεί».
Αυτός ο κατηγορηματικός τόνος καταλογίστηκε αρνητικά στον Φόρστερ: «στο πολιτιστικό επίπεδο αρνείται στον ινδικό πολιτισμό ένα προνόμιο, το οποίο, παρεμπιπτόντως, παραχωρούσε πρόθυμα στους Έλληνες και τους Ιταλούς», γράφει ο Σαΐντ. Όμως εδώ ο Φόρστερ απλώς καταγράφει την αδυναμία των ανθρώπων να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον, να καταρρίψουν φραγμούς, προκαταλήψεις, ταυτοτικές αγκυλώσεις· δεν είναι πολιτικός, θεωρητικός ή προφήτης, ούτε στρατεύεται σε μιαν υπόθεση δικαιοσύνης. Οι άνθρωποι είναι που τον ενδιαφέρουν και σ' αυτούς αφιερώνει τον στοχασμό του.
Αυτός ο κατηγορηματικός τόνος καταλογίστηκε αρνητικά στον Φόρστερ: «στο πολιτιστικό επίπεδο αρνείται στον ινδικό πολιτισμό ένα προνόμιο, το οποίο, παρεμπιπτόντως, παραχωρούσε πρόθυμα στους Έλληνες και τους Ιταλούς», γράφει ο Σαΐντ. Όμως εδώ ο Φόρστερ απλώς καταγράφει την αδυναμία των ανθρώπων να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον, να καταρρίψουν φραγμούς, προκαταλήψεις, ταυτοτικές αγκυλώσεις· δεν είναι πολιτικός, θεωρητικός ή προφήτης, ούτε στρατεύεται σε μιαν υπόθεση δικαιοσύνης. Οι άνθρωποι είναι που τον ενδιαφέρουν και σ' αυτούς αφιερώνει τον στοχασμό του.
Το
«Πέρασμα» στην Ινδία ήταν το τελευταίο
μυθιστόρημα του Φόρστερ (1924). [...]
Πηγή
Κατερίνα
Σχινά, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ -
Ελευθεροτυπία, 22/06/2007
Εκεί
που οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν
(Where Angels Fear to Tread)
Το
1962, ο E. M. Forster, απευθυνόμενος σε ιταλικό
ακροατήριο τόνισε ότι ήταν η Ιταλία που
τον ενέπνευσε και του επέβαλε, έτσι
τελικά, την ιδέα να ασχοληθεί με το
μυθιστόρημα. Η αρχή έγινε με την «Ιστορία
ενός πανικού». Από κει και πέρα...
«Συνέχισα
να γράφω. Απελευθερώθηκε το δημιουργικό
στοιχείο από μέσα μου και, φυσικά δύο
από τα μυθιστορήματά μου -Εκεί που οι
άγγελοι φοβούνται να διαβούν, και Δωμάτιο
με θέα- είναι κατά βάση ιταλικά. Η χώρα
σας με δίδαξε πολλά. Ατυχώς δεν με δίδαξε
τα πάντα. Δεν με δίδαξε την ιταλική
γλώσσα, όπως οι ίδιοι οι Ιταλοί έχουν
αποφασίσει να τη μιλούν, ούτε με παρουσίασε
σε καμιά μερίδα της ιταλικής κοινωνίας,
πράγμα που για μένα, σαν μυθιστοριογράφο,
υπήρξε μειονέκτημα. Ο όποιος τουρίστας
μπορεί να είναι έξυπνος, εγκάρδιος και
διορατικός -πιστεύω ότι κι εγώ δεν
υστέρησα- αλλά όταν είναι υποχρεωμένος
να επιστρέψει το βράδυ στο ξενοδοχείο
ή στην πανσιόν του, δεν μαθαίνει παρά
ελάχιστα πράγματα για το ταξικό οικοδόμημα
ή τα οικονομικά προβλήματα της χώρας
που επισκέπτεται. Οι γνώσεις μου, λοιπόν,
ήταν σαφώς περιορισμένες· ευχής έργο
που το αγνοούσα και προχώρησα ακάθεκτος.
Την πηγή έμπνευσης του βιβλίου μου Εκεί
που οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν, θα
την χαρακτήριζα απρεπή. Στο σαλόνι ενός
ξενοδοχείου στη Σιένα έτυχε κάποια μέρα
ν' ακούσω μια Αγγλίδα να μιλάει σε μια
άλλη Αγγλίδα για μια τρίτη Αγγλίδα που
είχε παντρευτεί, λέει, έναν Ιταλό πολύ
κατώτερό της κοινωνικά και επιπλέον
νεότερό της -σκέτη δυστυχία. Μέσα σε όλη
αυτή τη φλυαρία, εγώ κράτησα τη θλιβερή
ιστορία, την δούλεψα ώσπου πήρε μορφή
και βγήκε ένα μυθιστόρημα αντιθέσεων.
Από τη μια η ζωή στα αγγλικά προάστια,
όπου γνώρισα τόσο καλά, με την αφόρητη
πλήξη και τις αναστολές της, κι από την
άλλη το Μοντεριάνο, μιαν ρομαντική
πολίχνη χτισμένη χτισμένη πάνω σ' ένα
λόφο, στους πρόποδες του Σαν Τζιμινιάνο,
όπου μαζεύονται οι Αγγλίδες για να
θαυμάσουν τις τοιχογραφίες. Μια από
αυτές ερωτεύεται τον Τζίνο, ένα γοητευτικό
ντόπιο παλληκάρι, και τον παντρεύεται.
Οι συνέπειες αυτής της mésallianca ήταν
τραγικές, αλλά δεν είναι αυτό που μας
απασχολεί εδώ. Το θάρρος το δικό μου
είναι το αξιοπερίεργο, που έβαλα τον
Τζίνο να ζει και να κινείται σε μια
κοινωνία για την οποία δεν είχα ιδέα.
Προσπάθησα να μαντέψω πως θα ήταν οι
συγγενείς του, η καθημερινή του ζωή, οι
συνήθειές του, το σπίτι του, το περιβάλλον
του. Και όχι μόνο του έδωσα την όποια
προσωπικότητά του, αλλά και του δημιούργησα
κοινωνικό περίγυρο. Ιταλοί φίλοι που
διάβασαν το βιβλίο λένε ότι δεν τα
κατάφερα και τόσο άσχημα. -αν αυτό
αληθεύει, τότε, μα την αλήθεια, νιώθω
πολύ περήφανος. Ανάμεσά τους και μια
ελκυστική κοπέλα, η οποία δεν παρέλειψε
να προσθέσει ότι ναι μεν, αλλά δεν πρέπει
να θεωρώ τον Τζίνο πρότυπο Ιταλού. Μαν
δεν υπάρχει καν φόβος να συμβαίνει κάτι
τέτοιο, μια και πιστεύω ότι κανείς δεν
αποτελεί πρότυπο κανενός. Εγώ είμαι
μυθιστοριογράφος και δουλειά μου είναι
τα άτομα, όχι η ταξινόμησή.
Ο
G.F.G. Masterman της «Daily News» έγραψε μεταξύ
άλλων στην κριτική του για το Εκεί
που οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν:
«Σ'
αυτό το βιβλίο συνυπάρχουν η ποιότητα
ύφους και σκέψης, που διεγείρουν την
αίσθηση της ικανοποίησης και της
απόλαυσης, ευαισθησίας στην επιλογή
των λέξεων και βαθιά γνώση του ευτράπελου
της ζωής και όχι μόνο». Και καταλήγει:
«Η αφήγηση κυλάει με κέφι, μαεστρία και
ατμόσφαιρα σπινθηροβόλου χιούμορ, που
επισημαίνουν δύναμη και δεξιοτεχνία,
μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον».
Πηγή
Από
το βιβλίο Εκεί
που οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν,
μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις Ερμείας
Δυο
ζητωκραυγές για τη δημοκρατία
Αυτά
τα δοκίμια, άρθρα, ραδιοφωνικά κείμενα,
κ.λπ., γράφτηκαν σχεδόν όλα μετά τη
δημοσίευση του Abinger
Harvest,
δηλαδή μετά το 1936.
Ήταν
δύσκολο να βρεθεί ο τίτλος για τη συλλογή.
Ένας από τους νεώτερους φίλους μου
πρότεινε τον τίτλο Δύο
ζητωκραυγές για τη δημοκρατία
στ’ αστεία κι εγώ αποφάσισα να τον
υιοθετήσω στα σοβαρά.
Η
διάταξη ήταν ακόμα δύσκολη. Μια χρονολογική
διάταξη θα ήταν πιο απλό. Αλλά αυτό που
ήθελα ήταν το να παράγω ένα βιβλίο
μάλλον, αντί για μια χρονολογική σειρά
και το να επιβάλω κάποιο είδος τάξης
στις απασχολήσεις και τις ενασχολήσεις,
τις διαθέσεις και τις απογοητεύσεις
των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Ο
διαχωρισμός σε δύο μέρη αποδείχτηκε
χρήσιμος. Το πρώτο μέρος, Το δεύτερο
σκοτάδι, έχει
να κάνει με τον πόλεμο που άρχισε για
τη Μεγάλη Βρετανία το 1939, αν και νωρίτερα
αλλού, και που συνεχίζεται ακόμα. Θέματα
όπως ο Αντισημιτισμός, οι Ναζί, η
Ελευθερία, η Λογοκρισία, συζητιούνται
εδώ. Το κλίμα είναι πολιτικό και το
συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, αν
και δεν είναι δυνατόν να περιμένει
κανείς πως θ’ αγαπήσουμε ο ένας τον
άλλον, πρέπει να μάθουμε ν’ ανεχόμαστε
ο ένας τον άλλον. Διαφορετικά θα
καταστραφούμε όλοι.
Το
δεύτερο μέρος, Τι πιστεύω,
καλύπτει την ίδια χρονική περίοδο με
το πρώτο και καμιά φορά και τα ίδια
θέματα, αλλά το κλίμα του είναι ηθικό
και αισθητικό. Ανοίγει μ’ ένα δοκίμιο
που θα μπορούσε ν’ αντιμετωπισθεί σαν
ένα κλειδί για το βιβλίο. Μετά ακολουθούν
οι τέχνες.
Η
πείρα μου με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι
οι τέχνες μπορούν να δράσουν σαν ένα
αντίδοτο των τωρινών μας δυσχερειών κι
επίσης σαν ένα στήριγμα της κοινής μας
ανθρώπινης φύσης· και μου προκαλεί
ευχαρίστηση το ότι το τονίζω αυτό σε
μια εποχή που υποτιμώνται και υποσιτίζονται.
Τις θεωρίες για την τέχνη ακολουθούν
οι τέχνες εν δράσει –στη λογοτεχνία
ιδιαίτερα: από τον Skelton
και τον Shakespeare
ως τον Forrest
Reind,
από τον Voltaire
ως τον Proust
και τον Iqbal,
μαζί με άλλα θέματα που πιο δύσκολα
διευθετούνται, όπως είναι η Κυρία
Μίνιβερ, ο Δούκας του Πόρτλαντ, ο παππούς
μου και η βιβλιοθήκη μου.
Μετά
ακολουθούν οι τρόποι σε αυτούς επίσης
πιστεύω. Αρχίζοντας με τα Pelew
Islands,
που έχω επισκεφθεί ως απεσταλμένος
μόνον, πετάω διαμέσου των Ινδιών και
της Νότιας Αφρικής στις Ηνωμένες
Πολιτείες, στην Ευρώπη, στην Αγγλία και,
στο τέλος κατεβαίνω ελικοειδώς στο
Abinger,
στο χωριό στο Σάρρεϋ που για πολλά χρόνια
ήταν το σπίτι μου.
Με
αυτό τελειώνει το σύμφυρμα. Ελπίζω ότι
είναι δυνατόν να παρουσιάσει κάποια
ενότητα νοοτροπίας γιατί ασφαλώς του
λείπει η ενότητα της ατμόσφαιρας·
ορισμένα από τα μέρη του όντας επεξηγηματικά
ως προς τον τόνο τους και άλλα υπαινικτικά.
Τα ραδιοφωνικά κείμενα παρουσίασαν
δυσκολίες. Υπάρχει κάτι το καλοπιαστικό
και το φιλοφρονητικό σε αυτά που δεν
μπορεί να εξορισθεί διασκευάζοντάς τα
και ήταν μια ολόκληρη ιστορία το να
ξαναγραφούν. Δεν υπήρξα συνεπής με τις
ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Σε ορισμένες
περιπτώσεις άρπαξα το μικρόφωνο από τα
κέρατα και τύπωσα το κείμενο όπως ήταν.
Αλλού προσπάθησα ν’ αποκρύψω ορισμένα
πράγματα, τα οποία πιθανώς ο αναγνώστης
θ’ ανιχνεύσει.
Ως
τη στιγμή που πιο συναρπαστικές συμβουλές
υπερίσχυσαν. Το τέλος του Abinger
επρόκειτο να είναι ο γενικός τίτλος του
βιβλίου.
Αλλά
δεν θέλω πραγματικά να καταγράψω το
τέλος οποιουδήποτε πράγματος και είμαι
ευχαριστημένος για την αλλαγή. Η ανθρώπινη
ζωή είναι ακόμα σε πλήρη δράση, φέρνοντας
ακόμα μαζί της ανεξερεύνητα πλούτη και
μη χρησιμοποιημένες μεθόδους απελευθέρωσης.
Το σκοτάδι που μας ταράζει και προσπάθησε
να μας ταπεινώσει μπορεί ν’ αραιώσει.
Μπορεί ακόμα και να καταφέρομε να
ζητωκραυγάσομε τρεις φορές για τη
δημοκρατία, αν και προς το παρόν δεν τις
αξίζουν περισσότερες από δύο.
Ε.M.
Forster, Cambridge, England, 1951
Πηγή
Πρόλογος
του Ε. Μ. Φόρστερ στο βιβλίο, Δυο
ζητωκραυγές για τη δημοκρατία,
μτφρ. Νανά Ησαΐα,
εκδόσεις, Ερμείας.
Το
πιο μεγάλο ταξίδι
O
Pίκι, ένας ευαίσθητος, έξυπνος αλλά όχι
πλούσιος νέος, έχει ένα μόνο όνειρο στη
ζωή του: να γίνει ένας πετυχημένος
συγγραφέας. H ζωή όμως έχει άλλα σχέδια
γι' αυτόν. Oι ιστορίες που γράφει δεν
έχουν επιτυχία, ενώ ο ίδιος, προκειμένου
να παντρευτεί την όμορφη αλλά ρηχή
Άγκνες, συμφωνεί να εγκαταλείψει το
γράψιμο και να γίνει δάσκαλος σ' ένα
δευτεροκλασάτο σχολείο. H εγκατάλειψη
κάθε ονείρου και προσωπικής αξίας θα
τον
σπρώξει βαθμιαία στο δρόμο της υποκρισίας
και του κομφορμισμού.
Από
τα πιο προσωπικά, τα πιο δραματικά και
πλούσια σε συμβολισμούς μυθιστορήματα
του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα.
Πηγή
Από
το οπισθόφυλλο του βιβλίου Το
πιο μακρύ ταξίδι,
εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2009
Ο
δρόμος από τον Κολωνό (The
Road from Colonus)
Η
συλλογή περιλαμβάνει τα διηγήματα:
-
Ο δρόμος από τον Κολωνό
-
Ο φίλος του εφημέριου
-
Η άλλη πλευρά του φράχτη
-
Το ουράνιο λεωφορείο
-
Η μηχανή σταματά
-
Η ιστορία της Σειρήνας
-
Το Άλλο Βασίλειο
-
Προς τι
-
Συν-τονισμός
-
Η αιώνια στιγμή
Παρ'
όλ' αυτά, χαιρόταν που βρισκόταν εδώ -ο
αγωγιάτης τον είχε βοηθήσει να ξεπεζέψει-
χαιρόταν που δεν ήταν εδώ η κ. Φόρμαν να
προβάλει τις επιλογές του, χαιρόταν
ακόμα που δεν θα 'βλεπε την Έθελ για
κάπου μισή ώρα. Ήταν ανιδιοτελής και
τρυφερή και, γενικά, υπήρχε η γνώμη πως
θ' αφιέρωνε τη ζωή της στον πατέρα της
και θα γινόταν το στήριγμα των γηρατειών
του. Η κ. Φόρμαν πάντα την αποκαλούσε
Αντιγόνη κι ο κ. Λούκας προσπαθούσε να
στρώσει στο ρόλο του Οιδίποδα, τον μόνο
που 'μοιζε να γίνεται κοινωνικά αποδεκτός.
Με
τον Οιδίποδα είχε κοινό το γεγονός ότι
γερνούσε. Το 'βλεπε κι ο ίδιος. Είχε χάσει
το ενδιαφέρον του για τις υποθέσεις των
άλλων ανθρώπων, σπάνια πρόσεχε όταν του
μιλούσαν. Του ίδιου του άρεσε να μιλά,
μα συχνά ξεχνούσε τι ήθελε να πει κι
όταν τα κατάφερνε, σπάνια άξιζε τον
κόπο. Οι φράσεις και οι κινήσεις του
είχαν γίνει ξερές και στερεότυπες, τ’
ανέκδοτά του, άλλοτε τόσο πετυχημένα,
έπεφταν στο κενό, η σιωπή του ήταν χωρίς
περιεχόμενο όπως και η κουβέντα του.
Υπήρξε ωστόσο γερός και δραστήριος στη
ζωή του, δούλευε συνέχεια, είχε κάνει
λεφτά κι είχε μορφώσει τα παιδιά του.
Τίποτε δεν έφταιγε, ούτε και κανείς:
απλώς, να, γερνούσε.
Τώρα
βρισκόταν εδώ στην Ελλάδα κι ένα από τα
όνειρά του είχε πραγματοποιηθεί. Ο
πυρετός της Ελλάδας τον είχε πιάσει
πριν σαράντα χρόνια κι ένιωθε σ' όλη του
τη ζωή πως μόνο αν μπορούσε να επισκεφθεί
τη χώρα αυτή, δε θα υπήρξε μάταιη η ζωή
του. Μα η Αθήνα ήταν μες στη σκόνη, οι
Δελφοί υγροί, οι Θερμοπύλες πεζές και
τα ενθουσιώδη επιφωνήματα των συντρόφων
του τ’ άκουσε μ’ απορία και κυνισμό. Η
Ελλάδα ήταν όπως και η Αγγλία: ήταν ένας
άντρας που γερνούσε και δεν υπήρχε
διαφορά αν ο άντρας αυτός αντίκριζε τον
Τάμεση ή τον Ευρώτα. Αυτή ήταν η τελευταία
ευκαιρία ν’ αντικρούσει την λογική
αυτή της πείρας, κι αποτύχαινε.
Κάτι
του είχε κάνει ωστόσο η Ελλάδα κι ας μην
το 'ξερε. Τον είχε δυσαρεστήσει, και μες
στη δυσαρέσκεια υπάρχουνε δυνάμεις
ζωτικές. Ήξερε πως δεν ήταν θύμα συνεχούς
κακοτυχίας. Κάτι σοβαρό δεν πήγαινε
καλά και τα 'χε βάλει μ’ έναν εχθρό που
ούτε μέτριος ήταν ούτε και τυχαίος. Τον
τελευταίο μήνα ένιωθε μια παράξενη
επιθυμία να πεθάνει πολεμώντας.
«Η
Ελλάδα είναι τόπος για τους νέους», είπε
στον εαυτό του καθώς στεκόταν κάτω απ’
τα πλατάνια, «εγώ όμως θα μπα και θα την
κατακτήσω. Τα φύλλα θα ξαναπρασινίσουν,
το νερό θα ξαναγλυκάνει κι εγώ θα τα
ξαναποκτήσω. Με νοιάζει που γερνώ καθ
θα πάψω να παρασταίνω».
Προχώρησε
δυο βήματα κι αμέσως, κρύα νερά τύλιξαν
τον αστράγαλό του.
«Από
πού να 'ρχεται το νερό;» αναρωτήθηκε.
«Ούτε καν αυτό δεν το ξέρω». Θυμήθηκε
πως οι πλαγιές ήταν όλες ξερές’ όμως
εδώ, ξαφνικά, το δρόμο τον σκέπαζαν
τρεχούμενα νερά.
Σταμάτησε
απορημένος κι είπε: «Νερό μες απ’ το
δέντρο – μες από ένα κούφιο δέντρο;
Τέτοιο πράγμα δεν το 'χω δει ούτε φανταστεί
ποτέ μου».
Γιατί
το τεράστιο πλατάνι που έγερνε κατά το
χάνι ήταν κούφιο – το 'χανε κάψει μέσα,
για να κάνουν κάρβουνο – κι από το
ζωντανό κορμό του ξεπηδούσε μια ορμητική
πληγή, που έντυνε το φλοιό του φτέρες
και χλόη κι έτρεχε πέρ' από το μονοπάτι
να ποτίσει τα λιβάδια παραπέρα. Οι απλοί
χωρικοί είχαν τιμήσει την ομορφιά και
το μυστήριο με τον τρόπο τους, φτιάχνοντας
ένα αγίασμα μες στον κορμό του, μ’ ένα
καντήλι κι ένα εικόνισμα της Παναγίας,
που είχε κληρονομήσει την κατοικία των
Ναϊάδων και των Δρυάδων.
«Ωραιότερο
πράγμα δεν έχω ξαναδεί», είπε ο κ. Λούκας.
Έτσι μου ‘ρχεται να μπω μες στον κορμό,
να δω από πού έρχεται το νερό».
Δίστασε
μια στιγμή να παραβιάσει το ιερό. Μετά
θυμήθηκε χαμογελώντας τη σκέψη που είχε
- «θα γίνει δική μου’ θα μπω και θα την
κατακτήσω» - και πήδησε, επιθετικά
σχεδόν, επάνω σε μια πέτρα που βρισκόταν
μέσα.
Το
νερό ανάβλυζε συνέχεια, σιωπηλά, μες
απ' τις κούφιες ρίζες και τις κρυφές
ρωγμές του πλατανιού, σχηματίζοντας
μια, πανέμορφη, κεχριμπαρένια νερογούβα
που ξεχειλούσε από το φλοιό έξω στη γη.
Ο κ. Λούκας το δοκίμασε κι ήταν γλυκό,
και, όταν ύψωσε τα μάτια του, είδε μες
απ’ τη μαύρη χοάνη ένα γαλάζιο ουρανό
και κάτι πράσινα φύλλα και, δίχως
χαμόγελο, θυμήθηκε μια άλλη σκέψη.
Άλλοι
είχαν υπάρξει πριν απ' αυτόν - είχε,
πραγματικά, μια παράξενη αίσθηση
συντροφικότητας. Μικρά αναθήματα στην
Ύψιστη Δύναμη ήταν στερεωμένα στο φλοιό
- χεράκια, ποδαράκια τενεκεδένια, άτεχνα
ομοιώματα του μυαλού και της καρδιάς –
όλα μαρτυρίες για την ανάκτηση κάποιας
δύναμης ή σοφίας ή αγάπης. Δεν υπήρχε
αυτό που λέγεται μοναξιά της φύσης,
γιατί οι θλίψεις κι οι χαρές της
ανθρωπότητας είχαν εισχωρήσει στα
σπλάχνα του πλατανιού. Άπλωσε τα χέρια
του και στηρίχθηκε στο μαλακό καρβουνιασμένο
ξύλο κι έγειρε πίσω αργά, ώσπου το σώμα
του ακούμπησε στον κορμό. Τα μάτια του
έκλεισαν και είχε την περίεργη αίσθηση
κάποιου που είναι σε κίνηση μα είναι
και γαληνεμένος - την αίσθηση του
κολυμβητή που, έπειτα από σκληρή μάχη
με τη φουρτουνιασμένη θάλασσα καταλαβαίνει
πως το κύμα θα τον βγάλει τελικά στον
προορισμό του.
Έμεινε
έτσι ακίνητος, νιώθοντας μόνο το ρεύμα
κάτω από τα πόδια του και πως όλα τα
πράγματα είναι ένα ρεύμα, που μέσα του
κινιόταν και ο ίδιος.
Συνήλθε
τελικά, μ' ένα ξάφνιασμα -ίσως το σοκ που
δίνει κάποια άφιξη, γιατί ανοίγοντας
τα μάτια είδε πως κάτι απίθανο, κάτι
ακαθόριστο είχε περάσει πάνω απ' όλα τα
πράγματα και τα 'χε κάνει γνώριμα και
καλά.
Υπήρχε
κάποιο νόημα στο καμπούριασμα της γριάς
επάνω στη δουλειά της και στις γοργές
κινήσεις του μικρού γουρουνιού και στο
μαλλί που είχε λιγοστέψει στο κουβάρι.
Ένα παλληκάρι πέρασε το ρέμα πάνω στο
μουλάρι του τραγουδώντας, και υπήρχε
ομορφιά στη στάση και την ειλικρίνεια
τού χαιρετισμού του. Τα σχήματα του
ήλιου πάνω στις απλωμένες ρίζες των
δέντρων δεν ήταν τυχαία και κάπου
στόχευαν, καθώς κατάνευαν και σείονταν
τ' ασφοδίλια και το τραγούδι του νερού.
Ο κ. Λούκας που τόσο απότομα είχε
ανακαλύψει όχι μόνο την Ελλάδα, μα και
την Αγγλία και τον κόσμο όλο και τη ζωή,
διόλου δεν παραξενεύθηκε με την επιθυμία
να κρεμάσει κι αυτός μέσα στο δέντρο
κάποιο τάμα – το μικρό ομοίωμα ενός
ολόκληρου ανθρώπου.
«Ε,
να ο μπαμπάς, που παριστάνει τον Μέρλιν».
Είχαν
έρθει εντελώς απαρατήρητα – η Έθελ, η
κ. Φόρμαν, ο κ. Γκράχαμ κι ο διερμηνέας
που μιλούσε αγγλικά. Ο κ. Λούκας τους
κοίταξε από μέσα, με υποψία. Του είχαν
γίνει ξένοι ξαφνικά και ό,τι κάναν του
φαινόταν τώρα ψεύτικο και χοντρό.
«Επιτρέψτε
μου να σας βοηθήσω», είπε ο κ. Γκράχαμ,
ένας νέος που πάντα φερόταν ευγενικά
στους πιο μεγάλους.
Ο
κ. Λούκας ενοχλήθηκε. «Σας ευχαριστώ,
τα καταφέρνω μόνος μια χαρά», απάντησε.
Καθώς έβγαιναν από το δέντρο το πόδι
του γλίστρησε και βούλιαξε μες την πηγή.
«Ωχ,
μπαμπά μπαμπά μου!», είπε η Έθελ, «τι
κάνετε; καλά που σας έχω μια αλλαξιά στο
μουλάρι».
Τον
φρόντισε προσεχτικά, δίνοντάς του
καθαρές κάλτσες και στεγνά παπούτσια
και τον κάθισε χάμω στην κουβέρτα δίπλα
στο καλάθι των τροφίμων, ενώ πήγε με
τους άλλους να εξερευνήσει το δασάκι.
Επέτρεψαν
με επιφωνήματα εκστατικά, στα οποία
προσπάθησε να συμμετέχει και ο κ. Λούκας.
Τους έβρισκε όμως ανυπόφορους. Ο
ενθουσιασμός τους ήταν επιπόλαιος,
κοινότοπος και σπασμωδικός. Δεν ένιωθαν
τη συνοχή της ομορφιάς που άνθιζε γύρω
τους. Θέλησε να εκφράσει τουλάχιστον
τα συναισθήματά του και να τι είπε:
«Είμαι
γενικά ευχαριστημένος με την εμφάνιση
αυτού του τόπου. Μου κάνει πολύ θετική
εντύπωση. Τα δέντρα είναι ωραία, εξαιρετικά
ωραία για την Ελλάδα και υπάρχει κάτι
το πολύ ποιητικό στην πηγή με το διαυγές,
τρεχούμενο νερό. Οι άνθρωποι επίσης
φαίνονται καλόψυχοι κι ευγενικοί.
Αναμφίβολα είναι ένας ωραίος τόπος».
Η
κυρία Φόρμαν τον μάλωσε για τον χλιαρό
του έπαινο.
«Ω,
τέτοιο τόπο βρίσκεις ένα στους χίλιους!»
φώναξε. «Εδώ θα μπορούσα να ζήσω και να
πεθάνω! Πραγματικά θα έμενα αν δεν έπρεπε
να γυρίσω στην Αθήνα. Μου θυμίζει τον
Κολωνό του Σοφοκλή».
«Ε,
τότε εγώ, πρέπει να μείνω», είπε η Έθελ.
«Πρέπει οπωσδήποτε».
«Ωραία,
μείνε! Εσύ κι ο πατέρας σου! Η Αντιγόνη
και ο Οιδίποδας. Φυσικά πρέπει να μείνετε
στον Κολωνό!»!
Του
κυρίου Λούκας του κόπηκε σχεδόν η ανάσα
απ’ την ταραχή. Όσο βρισκόταν μέσα στο
δέντρο είχε πιστέψει πως η ευτυχία του
θα υπήρχε ανεξάρτητα απ’ τον τόπο. Μα
η κουβέντα αυτά τα λίγα λεπτά του είχε
ανοίξει τα μάτια. Δε βασιζόταν πια στον
εαυτό του για να ταξιδεύει κάπου στον
κόσμο, γιατί μπορεί να τον συντύχαιναν
σκέψεις παλιές, παλιές σκοτούρες, έτσι
κι έφευγε απ’ τη σκιά του πλατάνου και
το τραγούδι του αγνού νερού. Αν κοιμόταν
στο χάνι, με τους ευγενικούς, αγαθομάτες
χωρικούς, αν έβλεπε τις νυχτερίδες να
πετούν στη θολωτή σκιά και το φεγγάρι
ν΄ ασημώνει τα σχήματα τα χρυσά – μια
τέτοια νύχτα θα τον πήγαινε πέρα απ’
το ξανακύλισμα και θα τον εδραίωνε μια
για πάντα στο βασίλειο που είχε ανακτήσει.
Μα το μόνο που ξέραν να προφέρουν τα
χείλη του ήτανε «Θα δεχόμουν να περάσω
μια νύχτα εδώ».
«Μια
βδομάδα, θέλετε να πείτε, μπαμπά! Οσοδήποτε
λιγότερο θα ήταν ιεροσυλία».
«Μια
βδομάδα, λοιπόν, μια βδομάδα», είπαν τα
χείλη του, ενοχλημένα από τη διόρθωση,
ενώ η καρδιά του πετούσε από χαρά».
Πηγή
Απόσπασμα
από το βιβλίο, Ο
δρόμος από τον Κολωνό,
Ε.M. Forster μτφ: Νέλλη Ανδρικοπούλου,
Εκδόσεις, Ερμείας, Αθήνα, 1994
Στην
άλλη ζωή
(The
life to Come and Other Stories)
Aπό
τις δεκατέσσερις σύντομες ιστορίες του
μεγάλου συγγραφέα που περιλαμβάνονται
σε αυτό το βιβλίο, μόνο δύο δημοσιεύτηκαν
πριν από το θάνατό του, κι αυτό γιατί
στην πλειοψηφία τους διερευνούν το θέμα
της ομοφυλοφιλίας σε μια εποχή που κάτι
τέτοιο ήταν αδιανόητο. Γράφοντάς τα,
όμως, ο ίδιος ο Φόρστερ προσδοκούσε στη
δημοσίευσή τους μετά θάνατον, ώστε να
διαβαστούν από τις επόμενες -και με
λιγότερες προκαταλήψεις- γενιές. Στα
διηγήματα αυτά ο σύγχρονος αναγνώστης
θα αναγνωρίσει τη σπάνια ευρηματικότητα,
τον κομψό και πυκνό λόγο, καθώς και την
αμερόληπτη σκέψη, όλα όσα καθιέρωσαν
τον E.M. Φόρστερ ως έναν από τους
σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου
αιώνα.
Πηγή
Από
το οπισθόφυλλο του βιβλίου, Στην
άλλη ζωή, εκδόσεις
Καστανιώτη, Αθήνα 2009.
Φάρος
και φαρίσκος (Pharos
and Pharillon)
Μεγάλος
ταξιδιώτης αλλά και βαθύς γνώστης της
ιστορίας των τόπων που επισκέπτεται
και αγαπά, ο Ε. Μ. Φόρστερ σκιαγραφεί με
σπάνια ευστοχία και ζωντάνια το πορτραίτο
της Αλεξάνδρειας στο πέρασμα των αιώνων.
Επιλέγοντας σοφά ορισμένες κρίσιμες
ιστορικές στιγμές που έζησε η πόλη, μας
δίνει, μέσα από την αφήγηση κάποιων
φαινομενικά τυχαίων περιστατικών, την
ατμόσφαιρά της, την πολυχρωμία της, την
αίσθηση αυτής της εύθραυστης και
μοναδικής ισορροπίας χάρη στην οποία
συνυπήρξε γόνιμα η ποικιλία των φυλών,
των εθνοτήτων, των γλωσσών και των
θρησκειών που πάντα στέγαζε η Αλεξάνδρεια.
Στο «Φάρο» συγκεντρώνει μια σειρά από
επεισόδια που αναφέρονται στο παρελθόν
της πόλης ενώ στο «Φαρίσκο» περιγράφει
το πρόσωπο που διαμόρφωσε η σύγχρονη
πόλη από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι την
εποχή που την περπάτησε ο Καβάφης, στον
οποίο και αφιερώνει το τελευταίο του
σχεδίασμα. Και όλα αυτά με έναν πλούτο
γνώσεων και μια ιστορική ευαισθησία
που σπάνια χαρακτηρίζουν τα λογοτεχνικά
έργα. Μ' ένα χιούμορ και μια ανάλαφρη
αφήγηση που λείπει από τις ιστορικές
μελέτες. Εύλογα ο Γ. Σεφέρης επισημαίνει
τη διορατικότητα της ματιάς του, στο
σύντομο κείμενό του «Μόργκαν Φόρστερ:
Ματιά από το λοξό πύργο» όπου παρουσιάζει
την προσωπικότητα του Φόρστερ ως «...
μια από τις ελάχιστες εστίες του πνεύματος
στην Ευρώπη».
Πηγή
Από
το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Φάρος
και Φαρίσκος,
μτφρ. Άννυ Σπυράκου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια,
Αθήνα 1991
E.M.
FORSTER
– Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Φίλοι
σε ελαφρήν απόκλιση
Η
έκδοση της αλληλογραφίας του Ε.Μ. Φόρστερ
με τον Κ.Π. Καβάφη ετοιμαζόταν για περίπου
σαράντα πέντε χρόνια. Δεν ξεκινώ να
μετρώ το χρόνο από τη πρώτη γραπτή
επικοινωνία των δύο αντρών, πριν από
ενενήντα δύο χρόνια, ούτε από την
τελευταία, πριν από εβδομήντα επτά
χρόνια –αλλά μάλλον χρονολογώ την ιδέα
αυτής της έκδοσης από το 1964, όταν ο νεαρός
φιλόλογος Γ.Π. Σαββίδης παρουσίασε στον
Φόρστερ αντίγραφα των επιστολών του,
μαζί με τα σχέδια των επιστολών του
Καβάφη.
Στις
πέντε δεκαετίες που μεσολάβησαν έκτοτε,
έγιναν κάποιες απόπειρες φιλολογικής
έκδοσης και δημοσίευσης αυτής της
αλληλογραφίας. Καμιά δεν τελεσφόρησε,
για ποικίλους λόγους που δεν χρειάζεται
να παρατεθούν εδώ· η στιγμή της ολοκλήρωσης
δεν πρέπει να είναι αφορμή για να
ασχοληθούμε με τις επανειλημμένες
αποτυχίες, αλλά για να γιορτάσουμε την
εξαιρετική επιτυχία.
Ο
κύριος υπεύθυνος αυτής της επιτυχίας
είναι ο δρ Peter
Jeffreys,
ένας φιλόλογος με την παραδοσιακή
σημασία του όρου, ακάματος και οξυδερκής
ερευνητής που ξέρει και μπορεί να
αποκαλύπτει ειδοποιούς λεπτομέρειες.
Ο δρ Jeffreys
παρουσιάζει την αλληλογραφία Φόρστερ
– Καβάφη με πλούσιο σχολιασμό και εκτενή
συμφραζόμενα, κι έτσι η ιστορία αυτής
της αλληλογραφίας παρουσιάζεται ως
γοητευτική και τεκμηριωμένη αφήγηση,
με πολλές επιμέρους ιστορίες και θέματα
που είτε αναλύονται, είτε απλώς
επισημαίνονται για όποιον ενδιαφέρεται
για περαιτέρω έρευνα.
Συνδέσεις,
διακειμενικότητα, παράλληλες αφηγήσεις:
αυτές θεωρούνται ως κατ’ εξοχήν ιδιότητες
διαδικτυακών παρουσιάσεων. Συχνά ξεχνάμε
πως οι καλύτερες έντυπες εκδόσεις, όπως
η παρούσα, είναι εξίσου εντυπωσιακές
και περιεκτικές – και ακόμη πιο θαυμαστές
γιατί πετυχαίνουν τον σκοπό τους δίχως
φούμαρα, καθρεφτάκια ή hypetlinks.
Έχω
την πεποίθηση πως αυτές οι επιστολές
παρουσιάζονται με τον καλύτερο δυνατό
τρόπο. Από τον καλύτερο επιμελητή, και
στην καλύτερη στιγμή για μια νηφάλια
αποτίμηση της μοναδικής σχέσης μεταξύ
του Ε.Μ. Φόρστερ και του Κ.Π. Καβάφη. Όπως
λέει και η αγγλική παροιμία, μερικές
φορές τα καλά πράγματα έρχονται σε
κείνους που περιμένουν.
Μανόλης
Σαββίδης Αρχείο Καβάφη, Αθήνα 11 Μαρτίου
2009
Πηγή
Πρόλογος
στο βιβλίο, E.M.
FORSTER
– Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Φίλοι
σε ελαφρήν απόκλιση,
μτφρ. Κατερίνα Γκίκα, εκδόσεις Ίκαρος,
Αθήνα, 2013.
«Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως τον δρόμο του Καβάφη προς την παγκόσμια σφαίρα τον άνοιξε ο Ε. Μ. Φόρστερ. Σίγουρα, χωρίς τη δύναμη της ποίησής του ο Καβάφης θα έμενε στα μισά της διαδρομής, ό,τι κι αν έκανε ο Φόρστερ. Παρ' όλα αυτά, για να βηματίσει ένας δυνατός λογοτέχνης στην υδρόγειο χρειάζεται πάντα έναν ισχυρό μεσολαβητή. Και αυτόν ακριβώς τον ρόλο ανέλαβε ο Φόρστερ».
Πηγή
Βαγγέλης
Χατζηβασιλείου, Βιβλιοθήκη (Ελευθεροτυπία),
22/06/2007
«Το έργο του Εντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ δεν το γνωρίζουμε επαρκώς. Υπάρχουν κενά και παραλήψεις. Παραδόξως όταν μνημονεύουμε τους Άγγλους φιλέλληνες συνήθως τον προσπερνάμε, το πιθανότερο γιατί δεν συγχρωτίστηκε με τους γηγενείς συγγραφείς του Μεσοπολέμου ούτε εκφράστηκε μεγαλόστομα και θαυμαστικά για τον τόπο μας, όπως λ.χ. ο συμπατριώτης του, ο πολύς Λόρενς Ντάρελ. Διακριτική η σχέση του Ε. Μ. Φόρστερ με την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, παρέμεινε περισσότερο προσωπική του υπόθεση, όπως η γνωριμία του με τον Καβάφη, στις αρχές του αιώνα, στην Αλεξάνδρεια, και τέσσερις δεκαετίες αργότερα με τον Σεφέρη, στο Κέιμπριτζ».
Πηγή
Μάρη
Θεοδοσοπούλου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 19/11/2000
Μωρίς (Maurice)
Αφιέρωμα του blog στην ταινία Μωρίς του Άιβορι: ΕΔΩ
Η απόδραση από την πραγματικότητα
Ξεπερνώντας τον υλικό κόσμο και αγιοποιώντας την επιθυμία
(της
Κατερίνας Σχινά)
Το έργο του Ε.Μ. Φόρστερ είναι ο καθρέφτης ενός διχασμού, η πολυάνθρωπη σκηνή μιας σύγκρουσης οδυνηρής που ποτέ, ωστόσο, δεν γίνεται μελοδραματική. Από τη μια, οι συμβάσεις μιας κοινωνίας μεγαλοαστικής, δοσμένης ολόψυχα στο παιχνίδι των αποκρύψεων και των αποσιωπήσεων· από την άλλη, η ελευθερία ενός πνεύματος που ασφυκτιά μέσα στους περιορισμούς και επιζητεί, συχνά ατελέσφορα, τη ρήξη. Ρεαλιστής, που αποτυπώνει ολοζώντανα την εδουαρδιανή και μεταπολεμική βρετανική πραγματικότητα και ταυτόχρονα μυθογράφος ανοιχτός στις μυθολογικές, αρχετυπικές εκφάνσεις της ανθρώπινης εμπειρίας, ηθικά στιβαρός και ενορατικά στοχαστικός, ανθρωπιστής που διηθεί την ευαισθησία του με ειρωνεία και πλεονάζον χιούμορ και συνάμα διαυγής, παρατηρητικός και οξυδερκής κριτικός του καιρού του, ο «λεπταίσθητος» Φόρστερ μπορεί, χωρίς αμφιβολία, να συστοιχιστεί, ως προς το λογοτεχνικό του εκτόπισμα, με τους μεγάλους συγκαιρινούς του - από τη Βιρτζίνια Γουλφ ώς τον Ντ.Χ. Λόρενς.
Το έργο του Ε.Μ. Φόρστερ είναι ο καθρέφτης ενός διχασμού, η πολυάνθρωπη σκηνή μιας σύγκρουσης οδυνηρής που ποτέ, ωστόσο, δεν γίνεται μελοδραματική. Από τη μια, οι συμβάσεις μιας κοινωνίας μεγαλοαστικής, δοσμένης ολόψυχα στο παιχνίδι των αποκρύψεων και των αποσιωπήσεων· από την άλλη, η ελευθερία ενός πνεύματος που ασφυκτιά μέσα στους περιορισμούς και επιζητεί, συχνά ατελέσφορα, τη ρήξη. Ρεαλιστής, που αποτυπώνει ολοζώντανα την εδουαρδιανή και μεταπολεμική βρετανική πραγματικότητα και ταυτόχρονα μυθογράφος ανοιχτός στις μυθολογικές, αρχετυπικές εκφάνσεις της ανθρώπινης εμπειρίας, ηθικά στιβαρός και ενορατικά στοχαστικός, ανθρωπιστής που διηθεί την ευαισθησία του με ειρωνεία και πλεονάζον χιούμορ και συνάμα διαυγής, παρατηρητικός και οξυδερκής κριτικός του καιρού του, ο «λεπταίσθητος» Φόρστερ μπορεί, χωρίς αμφιβολία, να συστοιχιστεί, ως προς το λογοτεχνικό του εκτόπισμα, με τους μεγάλους συγκαιρινούς του - από τη Βιρτζίνια Γουλφ ώς τον Ντ.Χ. Λόρενς.
Ορφανός
στα δύο του χρόνια από πατέρα και
λατρεμένος από μια ασφυκτικά παρούσα
μητέρα, που δεν θα πάψει ούτε στιγμή να
«του παραπονιέται και να τον κατηγορεί
για αδιαφορία», σπούδασε στο Tonbridge School
(που το απεχθανόταν), φοίτησε αργότερα
στο Κέμπριτζ (που το εξιδανίκευσε,
θεωρώντας τα κολέγιά του ως νέες
πλατωνικές ακαδημίες ή περιπατητικές
σχολές) και ταξίδεψε πολύ. Ένας χρόνος
στην Ιταλία με τη μητέρα του και μια
κρουαζιέρα στην Ελλάδα στις αρχές του
αιώνα, θα του προμηθεύσουν το υλικό για
τα πρώιμα έργα του - σάτιρες της
συμπεριφοράς των Άγγλων τουριστών στο
εξωτερικό. Το Καίμπριτζ, ο κύκλος του
Μπλούμσμπερι -του οποίου αποτελούσε,
μαζί με τους άλλους «Αποστόλους», τον
Τζ. Μ. Κέινς, τον Λ. Στρέιτσι, τον Λ. Γουλφ
και τον Μπ. Ράσελ, σταθερό μέλος- και τα
ταξίδια στην Ευρώπη προκάλεσαν ένα
εκρηκτικό ξέσπασμα δημιουργικότητας.
Το 1904 δημοσίευσε τα πρώτο του διήγημα,
την «Ιστορία ενός πανικού». Το 1905
ολοκληρώνει το «Where Angels Fear to Tread» («Εκεί
που οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν»)
και περνά μερικούς μήνες στη Γερμανία,
ως δάσκαλος των παιδιών της κοντέσας
Φον Αρνιμ. Το 1906 εγκαθίσταται με τη
μητέρα του στο Γουέιμπριτζ και αναλαμβάνει
να προγυμνάσει στα λατινικά τον υποψήφιο
φοιτητή της Οξφόρδης Σάγεντ Ρος Μαζούντ,
έναν φλογερό μουσουλμάνο Ινδό πατριώτη,
με τον οποίο ο Φόρστερ συνδέεται στενά.
Ακολουθούν τα έργα του «The Longest Journey»
(«Το πιο μακρύ ταξίδι», 1907), «Α Room with a
View» («Δωμάτιο με θέα», 1908), και «Howard's End»
(1910) και η συλλογή διηγημάτων «Celestial
Omnibus and Other Stories» («Ουράνιο λεωφορείο και
άλλες ιστορίες», 1911), με κοινό θέμα την
απόδραση από τις «αξιώσεις της
πραγματικότητας», τη μετάβαση στον χώρο
του φανταστικού, την υπέρβαση του υλικού
κόσμου και την αγιοποίηση της επιθυμίας.
Το ίδιο αίτημα αναπαράγεται και στα
διηγήματα που περιλαμβάνονται στον
τόμο «The eternal moment» («Η αιώνια στιγμή»,
1914), τα οποία ο συγγραφέας αφιερώνει
στον «Τ.Ε. in the absence of anything else». Ο Τ.Ε. δεν
είναι άλλος από τον Λόρενς της Αραβίας.
Η
σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικούς
κόσμους είναι το θέμα στο οποίο επανέρχεται
συνεχώς ο Φόρστερ, και στους «Αγγέλους»,
και στο «Δωμάτιο με θέα» και στο «Χάουαρντς
Εντ»: ο μεσοαστός συμβατικός Βρετανός
έρχεται σε αιφνίδια και ανησυχητική
επαφή με ανθρώπους σαγηνευτικά
απρόβλεπτους, εν πολλοίς εξωτικούς. Το
τέλος φτάνει πάντα ακολουθούμενο από
μια αίσθηση απώλειας, απογοήτευσης, αν
όχι θανάτου· αλλά στο βάθος τρεμοσβήνει
πάντα μια αναλαμπή λύτρωσης, η πιθανότητα
μιας αλλαγής, η γνώση της ύπαρξης της
ομορφιάς. Ο Φόρστερ αντιμετωπίζει με
ευγενική ειρωνεία την ηθική και
συναισθηματική αναπηρία των ανώτερων
τάξεων· ο άνθρωπος είναι γι' αυτόν μια
παρουσία αισθαντική, ταγμένη να ακολουθεί
τις επιθυμίες της και η διαφορά ανάμεσα
σε όσους ζουν ακολουθώντας το ένστικτο
και τις επιταγές του και όσους
αυτοπεριορίζονται από τις κοινωνικές
συμβάσεις, αβυσσαλέα.
Το
1912 ο Φόρστερ ταξίδεψε στην Ινδία, μαζί
με τον Μαζούντ· λίγο αργότερα, το 1915,
βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια ως μέλος του
Ερυθρού Σταυρού, συναντήθηκε με τον
Καβάφη και συνδέθηκε μαζί του με μια
φιλία, που καθώς έγραψε ο Μάικλ Χάαγκ
στο ωραίο του βιβλίο για την Αλεξάνδρεια
«έμελλε να είναι πρωταρχικής σημασίας
για τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα». «Συχνά
αναλογίζομαι την καλή μου τύχη και την
ευκαιρία που μου έδωσε η συγκυρία ενός
φριχτού πολέμου να συναντήσω έναν από
τους μεγάλους ποιητές της εποχής μας»,
έγραφε ο Φόρστερ αργότερα, στον Αλεξανδρινό
έμπορο Περικλή Αναστασιάδη, ο οποίος
αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα
στους δύο συγγραφείς. Ο Βρετανός
συγγραφέας θα μείνει στην Αλεξάνδρεια
ως το τέλος του πολέμου, και θα γράψει
τον δικό του οδηγό για την πόλη - επειδή
«για κάθε όραμα χρειάζεται το κατάλληλο
μάτι» («Αλεξάνδρεια: μια ιστορία κι ένας
οδηγός»). Παράλληλα θα δουλεύει σύντομα,
«επιφυλλιδικού» χαρακτήρα, κείμενα,
υπαγορευμένα από την όλο και στενότερη
επαφή του με την πόλη, κυρίως όμως από
τον έρωτά του για τον Μοχάμετ ελ Αντλ,
ένα νεαρό Αιγύπτιο που, όπως έγραφε στη
φίλη του Φλόρενς Μπάρτζερ, τον έκανε να
αισθανθεί «για πρώτη φορά ώριμος άνδρας».
Μια συναγωγή τους θα αποτελέσει το
βιβλίο «Φάρος και φαρίσκος», στοχασμοί
ενός φιλελεύθερου, «ελληνιστικού»
πνεύματος πάνω στα ανθρώπινα ήθη, το
οποίο θα εκδοθεί λίγο μετά τον θάνατο
του Μοχάμεντ από φυματίωση, τον Μάιο
του 1922. Τότε ακριβώς ο Φόρστερ θα
επιχειρήσει και το δεύτερο ταξίδι του
στην Ινδία, όπου θα εργαστεί ως γραμματέας
ενός μαχαραγιά και θα ολοκληρώσει το
γνωστότερο έργο του «Α Passage to India»
(«Πέρασμα στην Ινδία», 1924).
Κεντρικό
θέμα του σπουδαίου αυτού μυθιστορήματος
είναι, με τα λόγια του Εντουαρντ Σαΐντ
(«Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός»), «η
διαρκής σύγκρουση μεταξύ Άγγλων
αποικιοκρατών -"καλοφτιαγμένα μυαλά,
καλοδουλεμένα μυαλά και αδούλευτες
καρδιές"- και της Ινδίας» - ή, αλλιώς,
η συνεχής αντιπαράθεση του Ινδού Αζίζ
και του Βρετανού Φίλντινγκ: και οι δύο
διανοούμενοι, και οι δύο μέτοχοι αλλά
όχι δέσμιοι του πολιτισμού και των
παραδόσεων της χώρας τους, και οι δύο
πρόθυμοι να συνδεθούν, κι όμως... Όπως
υπογραμμίζει στον «Οριενταλισμό» του
ο Σαΐντ, στο τέλος «μένουμε με την αίσθηση
μιας ανυπέρβλητης απόστασης που
εξακολουθεί να χωρίζει "εμάς" από
μιαν Ανατολή προορισμένη να φέρει την
ετερότητά της ως σφραγίδα της αμετάκλητης
απομόνωσής της από τη Δύση. Αυτή είναι
και η απογοητευτική κατακλείδα του
«Περάσματος στην Ινδία». Ο Αζίζ και ο
Φίλντινγκ προσπαθούν, και αποτυγχάνουν,
να συμφιλιωθούν:
Γιατί
δεν μπορούμε να είμαστε φίλοι τώρα; είπε
ο άλλος, κρατώντας τον στοργικά. «Είναι
αυτό που θέλω. Είναι αυτό που θέλεις».
Αλλά
τα άλογα δεν το ήθελαν - και απομακρύνθηκαν
ξαφνικά το ένα από το άλλο· η γη δεν το
ήθελε, στέλνοντας πέτρες που για να
περάσουν ανάμεσά τους έπρεπε να προχωρούν
ένας ένας· οι ναοί, η στέρνα, η φυλακή,
το παλάτι, τα πουλιά, το νεκρό κουφάρι,
ο ξενώνας (...) δεν το ήθελαν· είπαν, με
τις μυριάδες φωνές τους, «όχι, όχι ακόμα»,
και ο ουρανός απάντησε «όχι, όχι
εκεί».
Αυτός ο κατηγορηματικός τόνος καταλογίστηκε αρνητικά στον Φόρστερ: «στο πολιτιστικό επίπεδο αρνείται στον ινδικό πολιτισμό ένα προνόμιο, το οποίο, παρεμπιπτόντως, παραχωρούσε πρόθυμα στους Έλληνες και τους Ιταλούς», γράφει ο Σαΐντ. Όμως εδώ ο Φόρστερ απλώς καταγράφει την αδυναμία των ανθρώπων να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον, να καταρρίψουν φραγμούς, προκαταλήψεις, ταυτοτικές αγκυλώσεις· δεν είναι πολιτικός, θεωρητικός ή προφήτης, ούτε στρατεύεται σε μιαν υπόθεση δικαιοσύνης. Οι άνθρωποι είναι που τον ενδιαφέρουν και σ' αυτούς αφιερώνει τον στοχασμό του.
Αυτός ο κατηγορηματικός τόνος καταλογίστηκε αρνητικά στον Φόρστερ: «στο πολιτιστικό επίπεδο αρνείται στον ινδικό πολιτισμό ένα προνόμιο, το οποίο, παρεμπιπτόντως, παραχωρούσε πρόθυμα στους Έλληνες και τους Ιταλούς», γράφει ο Σαΐντ. Όμως εδώ ο Φόρστερ απλώς καταγράφει την αδυναμία των ανθρώπων να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον, να καταρρίψουν φραγμούς, προκαταλήψεις, ταυτοτικές αγκυλώσεις· δεν είναι πολιτικός, θεωρητικός ή προφήτης, ούτε στρατεύεται σε μιαν υπόθεση δικαιοσύνης. Οι άνθρωποι είναι που τον ενδιαφέρουν και σ' αυτούς αφιερώνει τον στοχασμό του.
Το
«Πέρασμα» στην Ινδία ήταν το τελευταίο
μυθιστόρημα του Φόρστερ. Από το 1924 ως
τον θάνατό του, το 1970, έγραψε μόνο δοκίμια,
δύο βιογραφίες και βιβλία λογοτεχνικής
κριτικής, με κορυφαίο το «Aspects of a novel»
(«Πτυχές του μυθιστορήματος»), που
περιλαμβάνει τις διαλέξεις Clark, τις
οποίες έδωσε ο συγγραφέας στο Κέμπριτζ
το 1927. Το έργο μελετά τη δόμηση των
χαρακτήρων, τον σχεδιασμό και τον ρυθμό
στο μυθιστόρημα. Οι ήρωες, σημειώνει ο
Φόρστερ, είναι είτε επίπεδοι -καρικατούρες,
χρήσιμοι κυρίως στην κωμωδία- είτε
στρογγυλοί, ικανοί να εκπλήξουν και να
πείσουν τον αναγνώστη. Οσο για τον ρυθμό,
ο συγγραφέας θεωρεί πως μερικές φορές
τα ηχητικά σύνολα της συμφωνικής μουσικής
βρίσκουν το ακριβές ανάλογό τους στο
μυθιστόρημα. Δοκίμια περιλαμβάνονται
επίσης στα βιβλία του «Abinger Harvest» («Η
συγκομιδή του Αμπινγκερ», 1936) και «Two
Cheers for Democracy» («Δύο ζήτω για τη δημοκρατία»,
1951). Ιμπρεσιονιστικά, άκρως προσωπικά,
βαθύτατα ανθρωπιστικά, τα περισσότερα
από τα κείμενα των συλλογών αυτών
εκφράζουν δυσπιστία προς την πρόοδο,
ανησυχία για το μέλλον του ανθρώπινου
πολιτισμού, αποστροφή για την επικράτηση
των υλιστικών αξιών. Ομως το πιο
συγκινητικό κείμενο του Φόρστερ είναι
το μακροσκελές δοκίμιο «Σε τι πιστεύω»
από το «Δύο ζήτω για τη δημοκρατία»,
υποβλητική ελεγεία στη δημοκρατία και
την ιερότητα του ατόμου, θαρραλέα έκκληση
ενάντια στον ρατσισμό, γενναία υπεράσπιση
της σημασίας των ανθρώπινων σχέσεων.
Ανακαλώντας την «Αγαπημένη Δημοκρατία
του Ερωτά», την οποία επικαλείται στο
περίφημο «μυστικιστικό, αθεϊστικό,
δημοκρατικό, ανθρωπολογικό» ποίημά του
«Hertha» (1869) ο Σουίνμπορν, ο Φόρστερ γράφει:
«Δύο ζήτω για τη Δημοκρατία: ένα γιατί
αποδέχεται την ποικιλία και δύο γιατί
επιτρέπει την κριτική. Δύο ζήτω είναι
αρκετά: δεν υπάρχει περίπτωση να δώσω
τρία. Μόνον ο Έρως, η Αγαπημένη Δημοκρατία
τα αξίζει». Σε μια εποχή γενικευμένης
ομοιομορφίας και τυφλής ομαδοποίησης,
ο Φόρστερ τολμάει να διακηρύξει τη
σημασία της ιδιωτικότητας και το δικαίωμα
κάθε ατόμου να «είναι ο μοναδικός εαυτός
του» και να εκφράσει τον πόθο για εκείνη
την ιδανική -και γι' αυτό ανέφικτη-
δημοκρατία που θα επέτρεπε στον άνθρωπο
να αυτοπραγματωθεί πλήρως.
Ίσως
αυτός ο ανέφικτος πόθος να ήταν η αιτία
που ο τόσο ταλαντούχος μυθιστοριογράφος
βυθίστηκε στη σιωπή. Κάποιοι απέδωσαν
τη λογοτεχνική του στειρότητα στην
απογοήτευσή του από τη σύγχρονη ζωή·
άλλοι στο άγχος που του προξενούσε η
αδυναμία του να ομολογήσει την ομοφυλοφιλία
του - είναι χαρακτηριστικό ότι ο Φόρστερ
κράτησε στο συρτάρι του αρκετά «ομοερωτικά»
αφηγήματα, όπως και το μυθιστόρημά του
«Μορίς» (1913), το οποίο εκδόθηκε μετά τον
θάνατό του, αφού, καθώς σημειώνει ο
Furbank στη μονογραφία του για τον συγγραφέα,
ο Φόρστερ γνώριζε ότι δεν μπορούσε να
το δημοσιεύσει «αν πρώτα δεν πεθάνω εγώ
ή η Αγγλία». Αλλά αν ο Φόρστερ ως
μυθιστοριογράφος εξαντλήθηκε νωρίς,
τα λίγα του βιβλία κοινωνούν ακόμη ένα
αξεπέραστο όραμα: μια ζωή όπου συνυπάρχουν
αισθησιασμός και ορθολογισμός και την
οποία μονάχα οι ανθρώπινες σχέσεις
μπορούν να εννοηματώσουν.
Πηγή
Κατερίνα
Σχινά, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - Ελευθεροτυπία,
22/06/2007
Forster
και Syed Ross Masood το 1911
Πηγή: King's Colleege Cambridge
Benjamin
Britten (κέντρο) και E.M. Forster (αρ), Οκτώβριος
1949.
Φωτογραφία: Kurt Hutton/Getty Images
Φωτογραφία: Kurt Hutton/Getty Images
Από
αρ. Jack Sprott, Gerald Heart, E.M. Forster, Lytton. Strachey
στο σπίτι του Strachey, δεκαετία του '20. Φωτο: Αρχείο King's College Cambridge
στο σπίτι του Strachey, δεκαετία του '20. Φωτο: Αρχείο King's College Cambridge
Ο
Mohammed el Adl με τον οποίο ο Φόρστερ συνδέθηκε
ερωτικά το 1917
αποκάλυψη! δεν έχω διαβάσει το "Maurice" κι από τα λίγα άλλα που διάβασα δεν αντιλήφτηκα τις ερωτικές κατευθύνσεις του...
ΑπάντησηΔιαγραφήθαυμάσιο αφιέρωμα!
Ξενικός
Αγαπητά Ξενικέ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι ο Φόρστερ ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά σε μια πουριτανική Αγγλία που η ελισαβετιανή ηθική ήταν ακόμα κυρίαρχη, δεν μπορούσε να εκφράσει ανοιχτά την σεξουαλική του προτίμηση. Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα αν αναλογιστούμε πόσο πρόσφατα είναι τα γεγονότα που οδήγησαν στη φυλακή και στη συνέχεια στο θάνατο τον Όσκαρ Ουάιλντ.
Τα συχνά εξάλλου ταξίδια του Φόρστερ, αυτό μας λένε ουσιαστικά, αφού ο συγγραφέας στις χώρες αυτές αναζητούσε τους έρωτές του. Δεν είναι τυχαίο που η σχέση που σημάδεψε τη ζωή του ήταν ο δεσμός του με τον Mohammed el Adl που γνώρισε στην Αλεξάνδρεια το 1916-17.