Ουίλιαμ
Μπάροουζ
(1914–1997),
αφιέρωμα
Προλεγόμενα
Ο
Ουίλιαμ Μπάροουζ, τούτο το μεταλλικό
ερπετό της λογοτεχνίας, είχε με το έργο
του την μεγαλύτερη επίδραση στη λαϊκή
κουλτούρα. Οι ιδέες του, οι εικόνες του
και η γλώσσα του έφτασαν στο πλατύ κοινό.
Το έργο του Μπάροουζ είχε κάτι που
λειτουργούσε σαν καταλύτης, επιτρέποντας
στα πράγματα να συμβαίνουν, εμπνέοντας
τη δημιουργία στους ανθρώπους, παρά το
γεγονός ότι ο ίδιος προτιμούσε να ζει
μια ήρεμη ζωή με ένα αυστηρά περιορισμένο
κύκλο φύλων.
Το
πρώτο του βιβλίο θα εμφανιστεί μόλις
το 1953. Οι συγκυρίες δεν είναι οι κατάλληλες
αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Μπάροουζ
είναι ήδη 40 ετών, κατηγορούμενος για το
φόνο της γυναίκας του, ομοφυλόφιλος και
τοξικομανής. Οι πιθανότητες να καθιερωθεί
συγγραφικά και μάλιστα στην Αμερική,
ελάχιστες. Το έργο του Μπάροουζ όμως
δεν θα αργήσει να γίνει όχι απλά γνωστό
αλλά όπως είπαμε και πριν να φτάσει και
να επηρεάσει βαθιά το κοινό.
Όπως
γράφει Τζον Κάλντερ: «Ο Μπάροουζ, βλέπει
το έργο του σαν ένα όπλο εναντίον των
εχθρών της ελευθερίας και όσων προσπαθούν
να επιβάλλουν τον έλεγχό τους πάνω στους
άλλους. Είναι ένας ρομαντικός κι ένας
εξπρεσιονιστής, σκοπός του οποίου είναι
να αλλάξει τον κόσμο που είναι και ατελής
και στο χείλος της άνευ όρων παράδοσης
στην τυραννία και –πιθανώς- τη μαζική
καταστροφή, εν μέρει εξαιτίας της
απάθειας τόσων πολλών πολιτών που έχουν
την τύχη να ζουν υπό δημοκρατική
στρατιωτική κατοχή και εν μέρει εξαιτίας
της αποφασιστικότητας όλων αυτών των
πεινασμένων για εξουσία ατόμων που
θέλουν να επιβάλουν τον έλεγχο
υπονομεύοντας την πραγματική (πολιτική)
μόρφωση και αναπτύσσοντας τα παραφερνάλια
ενός αστυνομικού κράτους που περιορίζει
και τελικά αφαιρεί όλες τις ελευθερίες
του ατόμου».
Ο
ίδιος ο Μπάροουζ εκλαμβάνει το έργο του
και τη συγγραφική του ιδιότητα ως εξής:
«Όσα λέω και όσα γράφω θέλω να ερμηνεύονται
κατά λέξη, θέλω να ευαισθητοποιήσω τους
ανθρώπους, να τους να νιώσουν την
πραγματική εγκληματικότητα των καιρών
μας, να ξυπνήσω τα κορόιδα. Ολόκληρο το
έργο μου στρέφεται εναντίον όλων αυτών
των βλαμμένων, που είτε λόγω ηλιθιότητας
είτε από κατασκευής τους ετοιμάζονται
να τινάξουν τον πλανήτη στον αέρα ή να
καταφέρουν να τον κάνουν ακατοίκητο.
Ενδιαφέρομαι, όπως οι διαφημίσεις για
την ακριβή χειραγώγηση της λέξης και
της εικόνας ώστε να δημιουργήσω μια
δράση, όχι να τους κάνω να τρέξουν να
πιουν μια Κόκα-Κόλα, αλλά να αλλάξω τη
συνείδηση του αναγνώστη. Ξέρετε με έχουν
ρωτήσει αν θα εξακολουθούσα να γράφω
αν βρισκόμουν σ’ ένα έρημο νησί και
ήξερα πως κανείς δεν επρόκειτο να
διαβάσει ποτέ όσα γράφω. Η απάντησή μου
είναι ναι, οπωσδήποτε. Θα έγραφα για
συντροφιά. Γιατί φτιάχνω πάντα έναν
φανταστικό κόσμο στον οποίο θα ήθελα
να ζούσα».
Ο
συγγραφέας και μεταφραστής έργων του
Μπάροουζ, Βασίλης Κιζήλος σημειώνει: «
Ο Μπάροουζ βλέπει το κακό ως εγγενές
στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, και
θέματα όπως ο ρατσισμός ή η ηδονή που
προκαλείται από πράξεις βίας βρίσκονται
στην εμπροσθοφυλακή της συνθετικής
δυναμικής του ακριβώς για να το καταδείξει.
Ο Μπάροουζ δεν έχει άλλο τρόπο να ξορκίσει
το κακό γύρω του και μέσα του, παρά μόνο
με το γράψιμο. Το ευτύχημα για μας είναι
ότι το κάνει με έναν απόλυτα γοητευτικό
τρόπο, επινοώντας σκηνικά και χαρακτήρες
με τέτοια μαεστρία που μόνο ένα μεγάλο
ταλέντο μπορεί να διαθέτει, και κινεί
ένα τέτοιο σύμπαν καταργώντας τον
χωροχρόνο ή αφήνοντας τις εικόνες και
τα δρώμενα να υπερχειλίσουν σε παράλληλους
χώρους και χρόνους, με μια μέθοδο που
ζητά από τον αναγνώστη να είναι
συγκεντρωμένος και συνάμα ανοιχτός,
έτοιμος να μεταπηδήσει από την μια σκηνή
στην άλλη ή να επιστρέψει σε μια
προηγούμενη στη μέση ενός τρίτου
περιστατικού».
Ουίλιαμ
Μπάροουζ, μια γνωριμία
Ο
Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ γεννήθηκε
στο Σεντ Λούις του Μιζούρι, στις 15
Φεβρουαρίου του 1914, «Γεννήθηκα το 1914 σ’
ένα γερό τρίπατο τούβλινο σπίτι σε μια
μεγάλη Μεσοδυτική πόλη», γράφει ο ίδιος
προλογίζοντας (ως Ουίλιαμ Λη) το Junky.
«Οι γονείς μου ήταν ευκατάστατοι. Ο
πατέρας μου (Μόρτιμερ Μπάροουζ) ήταν
ιδιοκτήτης και διευθυντής μιας επιχείρησης
ξυλείας. Το σπίτι είχε μια πρασιά στην
πρόσοψη, πίσω αυλή με κήπο, μια λιμνούλα
με ψάρια, και τριγύρω απ’ όλα αυτά έναν
ψηλό ξύλινο φράχτη. Θυμάμαι τον φανοκόρο
ν’ ανάβει τα φανάρια γκαζιού του δρόμου,
και την τεράστια μαύρη αστραφτερή
Λίνκολν και τις αυτοκινητάδες στο πάρκο
την Κυριακή. Υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις
για έναν ασφαλή άνετο τρόπο ζωής που
τώρα πια έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Μπορώ
να αναπολήσω κάποια από κείνες τις
νοσταλγικές καθημερινότητες όπως τον
Γερμανό γιατρό που ζούσε μια πόρτα
παρακάτω από μας και τα ποντίκια που
βολτάρανε στην πίσω αυλή και το ηλεκτρικό
αυτοκίνητο της θείας μου και τον
κατοικίδιο βάτραχό μου που ζούσε στη
λιμνούλα με τα ψάρια».
Θα
περάσει την παιδική του ηλικία μέσα σε
όνειρο, είτε αυτό είναι εφιάλτης είτε
μαγική εικόνα. Όνειρα τα οποία δεν θα
πάψουν ποτέ να είναι γι’ αυτόν μια
ανεξάντλητη πηγή θησαυρών, όπως ο ίδιος
μας εξομολογείται: « Όμως στ’ αλήθεια,
οι πιο παλιές αναμνήσεις μου είναι
χρωματισμένες από έναν φόβο για τους
εφιάλτες. Φοβόμουν να μείνω μόνος,
φοβόμουν το σκοτάδι και φοβόμουν να πάω
για ύπνο εξαιτίας των ονείρων όπου ένας
υπερφυσικός φόβος έμοιαζε πάντα έτοιμος
να λάβει συγκεκριμένο σχήμα. Φοβόμουν
πως κάποια μέρα το όνειρο θα ήταν παρόν
ακόμα και όταν θα ξύπναγα. Και φέρνω στη
μνήμη μου τη στιγμή που άκουγα μια
υπηρέτρια να κάνει κουβέντα για το όπιο
και να λέει πως το κάπνισμα του οπίου
φέρνει γλυκά όνειρα και έλεγα: Θα καπνίσω
όπιο όταν μεγαλώσω».
Στην
ηλικία των επτά οι γονείς μετακομίζουν,
μας λέει ο ίδιος: «Όταν ήμουν στα εφτά,
οι γονείς μου αποφάσισαν να μετακομίσουν
στα προάστια για να φύγουμε μακριά από
τους ανθρώπους. Αγόρασαν ένα μεγάλο
σπίτι με περίβολο και δέντρα, λιμνούλα
με ψάρια, και, αντί για ποντίκια είχαμε
σκίουρους. Ζούσαν εκεί μέσα σε μια
αναπαυτική κάψουλα μ’ ένα όμορφο κήπο,
αποκομμένο από κάθε επαφή με τη ζωή της
πόλης».
Θα
μεγαλώσει διαβάζοντας βιβλία. Ο Όσκαρ
Ουάιλντ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Γκυστάβ
Φλωμπέρ, ο Αντρέ Ζιντ, ανήκουν στους
συγγραφείς που θα τον συντροφεύσουν
τούτα τα χρόνια. Οι λέξεις των οποίων
θα τον στοιχειώσουν, αλλά και θα τον
κάνουν να τις λατρέψει. Σαν μικρό αγόρι
είναι επιφυλακτικό απέναντι στους γύρω
του και αντιπαθεί την πολυκοσμία, το
θόρυβο και τη σωματική βία. Αποφεύγει
το βαρύ φορτίου του σχολικού διαβάσματος,
αλλά και του σχολείου, υιοθετώντας το
ρόλο του κατά προσποίησην ασθενούς.
Στις Πόλεις της κόκκινης νύχτας,
περιγράφοντας έναν χαρακτήρα βρίσκουμε
ένα σκίτσο του μικρού Μπάροουζ, γραμμένο
από τον ίδιο για τον ίδιο: «Κανείς δεν
ήθελε τον Τόμπι για πολύ, παρ’ όλο που
‘ταν ένα όμορφο αγόρι με ξανθά μαλλιά
και τεράστια γαλάζια μάτια σαν βαθιές
λίμνες. Έκανε τους ανθρώπους να μην
αισθάνονται άνετα. Υπήρχε πάνω του μια
νωθρή ζωώδης ηρεμία. Άνοιγε το στόμα
του μονάχα για ν’ απαντήσει σε μια
ερώτηση ή για να εκφράσει μια ανάγκη. Η
σιωπή του έμοιαζε να κρύβει μια απειλή
ή μια επίκριση, κι αυτό δεν άρεσε στους
ανθρώπους».
Ένα
όμορφο αγόρι του προκαλεί τα πρώτα
σκιρτήματα του ομοφυλόφιλου έρωτα.
Τριγυρνούν μαζί με τα ποδήλατά τους,
εξερευνούν παλιά ορυχεία, ψαρεύουν μαζί
σε λιμνούλες και ποτάμια. Ο Μπάροουζ
εντυπωσιάζεται από ένα βιβλίο. Πρόκειται
για την αυτοβιογραφία ενός διαρρήκτη,
του Τζεφ Μπλακ με τίτλο, You
can’t wit
(Δεν μπορείς να νικήσεις). «Ο συγγραφέας
ισχυριζόταν ότι είχε περάσει ένα μεγάλο
μέρος της ζωής του στη φυλακή. Αυτό μου
φάνηκε όμορφο σε σχέση με την πλήξη ενός
Μεσοδυτικού προαστίου όπου ήσουν
αποκλεισμένος από κάθε επαφή με τη ζωή.
Είδα τον φίλο μου σαν σύντροφο, συνεργάτη
στο έγκλημα. Βρήκαμε ένα εγκαταλελειμμένο
εργοστάσιο και σπάσαμε όλα τα τζάμια
και κλέψαμε μια σμίλη. Ύστερα από το
περιστατικό αυτό ο φίλος μου με “παράτησε”
γιατί η σχέση μας έθετε σε κίνδυνο την
υπόληψη που του είχαν στην παρέα. Κατάλαβα
πως δεν υπήρχε δυνατός συμβιβασμός με
την παρέα, δηλαδή τους άλλους, και
διαπίστωσα πως ήμουν αρκετά μόνος».
Σπούδασε
φιλολογία και ανθρωπολογία στο Χάρβαντ
της Μασαχουσέτης, παρακολουθούσε
σεμινάρια ιατρικής στη Βιέννη, έζησε
μποέμικα στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου,
περιπλανώμενος από χώρα σε χώρα, κάνοντας
μάλιστα και έναν γάμο στην Ελλάδα,
προκειμένου να βοηθήσει τη Γερμανίδα
Ίλζε Κλάππερ να διαφύγει στις ΗΠΑ την
εποχή που ο Χίτλερ ετοίμαζε τις ορδές
των Ούνων του για τον Δεύτερο Μεγάλο
Μακελειό. «Πήγα σ’ ένα από τα Τρία Μεγάλα
Πανεπιστήμια, όπου ειδικεύτηκα στην
Αγγλική φιλολογία χάνοντας το ενδιαφέρον
μου για κάθε άλλο θέμα. Μίσησα το
Πανεπιστήμιο και μίσησα και την πόλη
όπου βρισκόταν. Καθετί σ’ αυτόν τον
τόπο ήταν νεκρό. Το Πανεπιστήμιο ήταν
σε απομίμηση του αγγλικού στυλ και ήταν
κατειλημμένο από αποφοίτους δημοσίων
σχολείων που ήταν απομιμήσεις του
αγγλικού στυλ. Ήμουν μοναχικός. Δεν
ήξερα κανέναν, κι οι ξένοι αντιμετώπιζαν
με αποστροφή από τον κλειστό συνεταιρισμό
των επιθυμητών».
Ο
Μπάροουζ επέστρεψε στην Αμερική,
παρακολούθησε μαθήματα εθνολογίας και
αρχαιολογίας, ενώ δεν παρέλειψε να
ασκήσει μια σειρά από αλλόκοτα επιτηδεύματα
(όπως μπάρμαν, ιδιωτικός ντέντεκτιβ και
απολυμαντής) συλλέγοντας έτσι εμπειρίες
που έμελλε αργότερα να ενσωματώσει στα
γραπτά του. Θα λαμβάνει το ποσό των
εκατόν πενήντα δολαρίων κάθε μήνα από
την οικογένειά του. Θα αποφύγει να
υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία
και θα σχετισθεί με την Τζοάν Άνταμς
Βόλμερ, η οποία με τη σειρά της τον έφερε
σε επαφή με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ και
τον Τζακ Κέρουακ (φοιτητές φιλολογίας
τότε, στη Νέα Υόρκη0 βάζοντας έτσι τα
θεμέλια για την αείζωη φιλία και για
ένα πολύπτυχο κίνημα που δεν θα αργούσε
να αναστατώσει τη λογοτεχνική και
καθημερινή ζωή του μεσοπολέμου. Ο
Μπάροουζ θα παντρευτεί την Τζοάν και
μαζί θα αποκτήσουν έναν γιο, τον Ουίλιαμ
Μπάροουζ ΙΙΙ, ο οποίος πέθανε το 1981.
Το
τέλος της Τζοάν θα είναι τραγικό, αφού
ως γνωστόν, ο ίδιος ευθύνεται γι’ αυτό.
Τον Σεπτέμβριο του 1981 την πυροβόλησε
στο κεφάλι ενώ έπαιζαν μεθυσμένοι τον
Γουλιέλμο Τέλλο, με την Τζοάν να έχει
στηρίξει στο κεφάλι της ένα ποτήρι
σαμπάνια, αντί του γνωστού μήλου, και
τον Μπάροουζ να κρατά ένα όπλο αντί του
τόξου και να την σημαδεύει. Αστοχώντας
η σφαίρα θα την στείλει στον άλλο κόσμο.
Οι συνέπειες αυτού του μακάβριου
ατυχήματος ήταν τόσο φρικώδεις όσο και
δημιουργικές, μια και ο Μπάροουζ φρονεί
ότι το γράψιμο θα είναι λύτρωση –ίσως
μάλιστα μοναδική. Ο ίδιος γράφει κάπου
τριανταπέντε χρόνια μετά το τραγικό
γεγονός, στην εισαγωγή στο Queer:
«Είμαι αναγκασμένος να φτάσω στο
ανατριχιαστικό συμπέρασμα ότι δεν θα
γινόμουν ποτέ συγγραφέας χωρίς το θάνατο
της Τζοάν και μια συνειδητοποίηση του
βαθμού στον οποίο αυτό το γεγονός έχει
υποκινήσει και έχει δώσει μορφή στο
γράψιμό μου. Ζω με τη διαρκή απειλή ότι
κάτι μπορεί να με κυριέψει, και με την
διαρκή ανάγκη να ξεφύγω από αυτό, από
τον Έλεγχο. Έτσι ο θάνατος της Τζοάν με
έφερε σε επαφή με τον εισβολέα, το Κακό
Πνεύμα, και με στρίμωξε σε μιας ισόβια
πάλη, μέσα στην οποία δεν είχα άλλη
διέξοδο παρά να γράφω μήπως και καταφέρω
να αποδράσω από αυτή τη φρίκη».
Από
τα μέσα της δεκαετία του ’40 ο Μπάροουζ
έχει να αντιμετωπίσει ακόμα μια πτυχή
του Ελέγχου. Θα περάσει στον κόσμο της
ηρωίνης και έκτοτε τόσο ο εθισμός όσο
και οι (επιτυχείς) προσπάθειες απεξάρτησης
θα του προσφέρουν ένα δυσπρόσιτο και
δυσμεταχείριστο υλικό προς επεξεργασία.
Εκτός από το πασίγνωστο Junky,
ο Μπάροουζ θα γράψει εκατοντάδες σελίδες
που καταπιάνονται με αυτό το τόσο
περίπλοκο ζήτημα και με δεκάδες λεπτές
και μη όψεις του. Παράλληλα, θα συνεχίσει
τις περιπλανήσεις του –ένα είδος μονίμου
και περιπετειώδους νομαδισμού που
διατήρησε σχεδόν ως το τέλος της
συναρπαστικής ζωής του. Πόλη του Μεξικού,
Ταγγέρη, Παναμάς, Εκουαδόρ, Κολομβία,
Περού, Παρίσι, Λονδίνο, Μαρακές, τοπία
που ταιριάζουν με τον εσωτερικό χώρο
του συγγραφέα, σκηνικά του κόσμου που
τον βοηθούσαν να προχωρεί στην χαοτική
αρχικά και περισσότερο επιμελημένη
αργότερα σύνθεση του έργου του.
Ο
Μπάροουζ θα συνάψει στενές σχέσεις με
την παρέα των Γκίνσμπεργκ, Κέρουακ, Νηλ
Κάσσιντι, Γκρέκορι Κόρσο, με τη λεγόμενη
Μπητ Γενιά, του μπήτνικς. Μολονότι πολλές
φορές θα χαρακτηριστεί «πατριάρχης»
της γενιάς αυτής, δεν θα παραλείψει να
δηλώσει ότι, πέραν της φιλίας, ελάχιστα
είναι τα κοινά ανάμεσα στους μπήτνικς
και σε αυτόν, τόσο όσον αφορά στη
λογοτεχνική παραγωγή όσο και ως προς
το όραμα ζωής, την κοσμοαντίληψη, τον
ιδιαίτερο τρόπο του σκέπτεσθαι. Στον
Μπάροουζ θα είναι πάντα φανερές οι
πολιτικές –με την ευρύτερη έννοια-
διαστάσεις των κειμένων του, η εναντίωση
σε όλα τα συστήματα ελέγχου, η πολεμική
του κατά των διακλαδώσεων της καταστολής
και της επιβολής αφόρητα συντηρητικών
εκδοχών για το ζην και το σκέπτεσθαι.
Με
το έργο του, ο Μπάροουζ θα επιχειρήσει
να πλήξει εκείνες ακριβώς τις θεσμικές
βεβαιότητες που στοιχειώνουν τη δυτική
σκέψη και αποτελούν φραγμούς στην
ελευθερία. Θα αποπειραθεί να εστιάσει
τις επιθέσεις του στον τρόπο με τον
οποίο χρησιμοποιούμε τις λέξεις, στον
τρόπο με τον οποίο οι λέξεις μας
χρησιμοποιούν. Η δυτική νοοτροπία
είτε/είτε, η επιβολή δυαδικών συστημάτων,
η κατίσχυση της όρασης έναντι όλων των
άλλων αισθήσεων, η γραμμική οργάνωση
του χρόνου, θα αποτελέσουν σημεία
ανατρεπτικής επεξεργασίας εκ μέρους
του Μπάροουζ. Το κράτος, η θρησκεία και
οικογένεια θα υποστούν δριμύτατες
επιθέσεις. Ακόμα, οι μορφές τέχνης που
αποτελούν επιβεβλημένους αναχρονισμούς
και, κατά πολλούς τρόπους, συμπληρώματα
και στηρίγματα μιας ακραιφνώς συντηρητικής
οργάνωσης του υπάρχειν, θα δεχθούν τα
άλλοτε άτακτα και αιφνίδια και άλλοτε
συστηματικά και εξόχως μεθοδικά πυρά
του Μπάροουζ.
ΜΙΚΡΗ
ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
Γυμνό
γεύμα (Naked Lunch)
Όταν
το Γυμνό γεύμα κυκλοφόρησε στο
Παρίσι (αρχικά σε 5.000 αντίτυπα και στη
συνέχεια σε άλλα τόσα) από τον Olymbia
Press το 1959, δεν έλαβε καμιά
κριτική. Την πλήρη αξιολόγησή του την
έλαβε τρία χρόνια αργότερα, όταν ο Μπάρνυ
Ρόσσετ το έβγαλε στη Νέα Υόρκη από τις
εκδόσεις Grove Press,
το 1962. Στην αμερικάνικη έκδοσή του το
βιβλίο περιλάμβανε επιπλέον δύο νέα
μέρη. Μια 17σέλιδη επιστολή προς τον Δρα
Ντεντ ως παράρτημα, την «Επιστολή ενός
πολυεθισμένου σε επικίνδυνες ουσίες»,
που είχε πρωτοδημοσιευτεί στην British
Journal of
Addiction το 1957 και αποτελούσε
μια μελέτη πάνω στα αποτελέσματα της
χρήσης μιας ευρείας γκάμας ψυχοτρόπων
ουσιών με τις οποίες είχε πειραματιστεί
ο Μπάροουζ. Στην αρχή του βιβλίου είχε
μπει επίσης μια εντελώς νέα 12σέλιδη
εισαγωγή «Κατάθεση: Μια προσωπική
μαρτυρία αναφορικά με μια αρρώστια»
σχεδιασμένη να καταδείξει τη σοβαρότητα
των προθέσεών του, και πιθανών να
αποτρέψει κάποια πιθανή δίωξη για
προσβολή της δημοσίας αιδούς. Στο Γυμνό
γεύμα όμως τελικά ασκήθηκε δίωξη για
προσβολή της δημοσίας αιδούς, αλλά ο
Μπάροουζ και ο εκδοτικός οίκος κέρδισαν
την έφεση στη Βοστόνη τον Ιούλιο του
1966. Με αφορμή την όλη ιστορία ο εκδότης
θα κυκλοφορήσει το βιβλίο στην επόμενη
έκδοση γεμίζοντάς το με αποσπάσματα
από τα πιο σκανδαλιστικά κομμάτια της
ακροαματικής διαδικασίας της δίκης.
Για τα επόμενα 20 χρόνια το άσχετο αυτό
υλικό θα ακολουθεί κάθε έκδοση του
βιβλίου στην Αμερική.
Ο
Μπάροουζ θα επιχειρήσει με το Γυμνό
γεύμα να γυμνάσει τη σκέψη σε απογύμνωση.
Ο λόγος του είναι φαινομενικά τραχύς,
άμεσος, ωμός, ακραίος. Ο εφιάλτης είναι
πάντα παρών, απαλλαγμένος από καρυκεύματα,
γυμνός. Το χιούμορ αγγίζει τα όρια ενός
αχαλίνωτου –αλλά τόσο μεθοδικού, τελικά-
σαδισμού. Ο συγγραφέας εδώ καταπιάνεται
με το να εκθέτει τις συνθήκες στις οποίες
ζει ο σύγχρονος άνθρωπος, και μάλιστα
να τις εκθέτει με βάναυση ειλικρίνεια,
με μιαν αμεσότητα που προκαλεί αλλεπάλληλα
ασφυκτικά σοκ. Τα ωμά γεγονότα περιγράφονται
με ωμό τρόπο, απλώνονται στις σελίδες
εντελώς γυμνά. Με έναν σχεδόν διεστραμμένο
καταιγισμό αλλόκοτων εικόνων και
περιστατικών, ο Μπάροουζ εξαπολύει το
κατηγορώ του σε μια παραπαίουσα κουλτούρα
και θέτει τα θεμέλια μιας διευρυμένης
κοσμοαντίληψης που θέλει να καταργήσει
τις πεπαλαιωμένες σχέσεις πνεύματος/σώματος,
γλώσσας/επικοινωνίας, τέχνης/επιστήμης,
πηγαίνοντας πέρα από τους περιορισμούς
της δυαδικής και διαζευκτικής θεώρησης.
Ακόμη, διερευνά (όπως σημειώνει η Ρόμπιν
Λάιντενμπεργκ) τη δυνατότητα μιας
οντολογίας και μιας αισθητικής που
θεμελιώνεται στην αρνητικότητα και την
απουσία.
Ο
ίδιος ο Μπάροουζ λέει: «Το Γυμνό γεύμα
είναι ένα μηχανολογικό σχεδιάγραμμα,
ένα Εγχειρίδιο Πλεύσης… Οδηγός για να
διευρύνεις το πεδίο εμπειρίας ο οποίος
σου ανοίγει την πόρτα στο βάθος του
διαδρόμου… Πόρτες που ανοίγουν μόνο
μέσα σε σιωπή… Το γυμνό γεύμα απαιτεί
τη Σιωπή του Αναγνώστη. Ειδάλλως
ομφαλοσκοπεί μετρώντας το σφυγμό του».
Ο
Μπάροουζ δεν κάνει καμιά προσπάθεια να
δημιουργήσει τεχνητές καταστάσεις ή
να οικοδομήσει περίτεχνη πλοκή. Το
κείμενο απλώς αποτελεί καταγραφή της
συνείδησης του συγγραφέα τη συγκεκριμένη
στιγμή που το αποτυπώνει, με όλες εκείνες
τις διακοπές, τις αλλαγές διάθεσης, τις
δυσάρεστες φαντασιώσεις, το τρελό
χιούμορ να καταγράφονται καθώς ταχύτατα
περνούν από το συνειδητό του. Αυτό
επεξηγείται και μέσα στο βιβλίο.
Τα άγρια
αγόρια (The Wild Boys)
Τα
Άγρια αγόρια (The Wild
Boys) κυκλοφόρησαν στη Νέα
Υόρκη από τον Grove Press,
το 1971. Ο Μπάροουζ εκκινεί τη συγγραφή
αυτού του συγκλονιστικού (αντι)μυθιστορήματος
τον Μάρτιο του 1967, στο Λονδίνο. Ωστόσο
οι πολλοί φίλοι, εραστές, σύντροφοι και
καλλιτέχνες που μπαινοβγαίνουν στο
διαμέρισμά του τον υποχρεώνουν τελικά
να φύγει για το Μαρακές και να επιστρέψει
αργότερα στο περιβάλλον της Ταγγέρης,
ήδη οικείο και ήδη γόνιμο για τις
περιδινήσεις και τα ακροβατικά της
δυναμικής του έμπνευσης. Θα εργάζεται
σκυμμένος πάνω από τη γραφομηχανή από
τις δέκα το πρωί ως το βράδυ, στο δωμάτιό
του στο Ξενοδοχείο Άτλας. Θα καταναλώνει
ματζούν και θα ξαναγυρίσει στο Λονδίνο,
όπου θα συνεχίσει τη δουλειά του πάνω
στα Άγρια αγόρια μέχρι την πλήρη
ολοκλήρωση του έργου, το 1969.
Εδώ
στα Άγρια αγόρια, η συνοχή και η
αλληλεπίδραση μορφής/περιεχομένου
απασχολούν τον Μπάροουζ πολύ περισσότερο
απ’ ό,τι στην πειραματική τριλογία.
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι από τις
σελίδες του βιβλίου απουσιάζουν γνώριμα
είδη μοτίβα και εμμονές του συγγραφέα.
Το σεξ, η βία, ο έλεγχος, το ταξίδι στο
χρόνο, η αναζήτηση έντονων σωματικών
αλλά και εξωσωματικών εμπειριών
εκρήγνυται κάθε τόσο στα μάτια και στο
μυαλό του αναγνώστη. Η μέριμνα για τη
γλώσσα παραμένει πάλλουσα και
αποτελεσματική. Η χρήση των λέξεων είναι
έτσι υπολογισμένη ώστε να προκαλεί ένα
κύμα αντιβίας απέναντι στη βία της
επίσημης πραγματικότητας («Ονειρεύομαι
μια γλώσσα που οι λέξεις της, σαν γροθιές,
θα τσάκιζαν σαγόνια», γράφει σ’ έναν
αφορισμό του ο Ρουμάνος φιλόσοφος
Σιοράν). Ακόμη, οι αναφορές στους φίλους
του Μπάροουζ, οι αλλεπάλληλες υπενθυμίσεις
σχετικά με εκείνες τις προσωπικότητες
που διέσχισαν επικίνδυνα την εποχή
τους, κάνουν συχνά την παρουσία τους. Η
αίσθηση του déjà-vu
είναι έντονη. Και ο σφαγιασμένος,
κονιορτοποιημένος λυρισμός αποκαλύπτει
την απόφαση του Μπάροουζ να είναι και
να παραμείνει πάνω απ’ όλα ένας
συγγραφέας.
Σχολιάζοντας την
ελληνική μετάφραση των Άγριων αγοριών, (Ελευθεροτυπία, 6 Μαρτίου 1996), ο συγγραφέας Ευγένιος Αρανίτσης θα
γράψει μεταξύ άλλων:
«Τα
Άγρια αγόρια γράφτηκαν στο τέλος
της δεκαετίας του '70. Θα μπορούσαμε,
καταχρηστικά, να θεωρήσουμε το έργο σαν
ένα ενδιάμεσο σταθμό, σαν ένα μεταίχμιο
ανάμεσα στις δύο περιόδους, την καθαρά
πειραματική και τη μετέπειτα αφηγηματική,
μολονότι η διαφορά στα είδη της συγγραφικής
εμπειρίας που εναποτίθεται στις δύο
αυτές φάσεις δεν είναι πάντα ευδιάκριτη,
και, μολονότι, επίσης, η εμμονή του
Mπάροουζ στα θεματολογικά στερεότυπα
της μυθολογίας του είναι τόσο ισχυρή,
ώστε κάθε βιβλίο μοιάζει να προφητεύει
το επόμενο. Πάντως οι τεχνικές cut-up είναι
ακόμη, εδώ, σε λειτουργία, εναλλασσόμενες
με την κεντρική ροή μιας πιο "κλασικής"
αφήγησης, αυτής που θα κυριαρχήσει
αργότερα στις Πόλεις.
»Η παραπάνω
διαπίστωση σημαίνει, κατ’ ουσία, ότι ο
Mπάροουζ αρχίζει να διασκεδάζει λιγότερο
με τη χρήση του βίαιου κραδασμού στη
δομή της ίδιας της φράσης και τη μεταφέρει
στην αφήγηση, στο επιταχυνόμενο μοντάζ
των επεισοδίων, στην επιδεινούμενη
αναντιστοιχία των πραγματικοτήτων ενός
κόσμου που ρέπει προς την οριστική
αποσύνθεση. Tο ασυνεχές σχήμα δεν είναι
πια τόσο ζήτημα γλώσσας, συντακτικού,
ροής του λόγου, όσο ανάγκη για το πλαίσιο
μιας ιστορίας όπου τα πάντα συγκρούονται
με τα πάντα. Ωστόσο, και παρ' όλο που
πρόκειται για ένα σύνολο σκηνών μάλλον
παρά για ένα «έργο» με την τυπική έννοια,
δεν παύει να διαθέτει μεγαλύτερη συνοχή
και ενότητα υλικού απ’ όλα τα ως τότε
βιβλία του συγγραφέα.
»Κατά τα άλλα, βρίσκουμε εδώ όλα τα θέματα, των οποίων νιώθουμε αμέσως τον παροξυσμικό βαθμό έντασης: την ομοφυλοφιλία, το μισογυνισμό, τη φρίκη, τη βία, τα ναρκωτικά, μια παράδοξη τεχνολογία όπλων και χημικών ουσιών, το σαδισμό, τη φρίκη και το μακάβριο (ο υπότιτλος του έργου «Μια βίβλος των νεκρών» δεν είναι καθόλου παραπλανητικός), την παραϊατρική, την αναρχία, καθώς και την ιδέα μιας παγκόσμιας συμμορίας που αντιπαρατίθεται, μέσω μιας ιλιγγιώδους αλλά άμορφης επέλασης, στη συνομωσία των νομοταγών και πουριτανών. Τέλος, δεν λείπει το είδος εκείνο της απειλητικής σάτιρας που κάνει ο Μπάροουζ συχνά διφορούμενο: η ενατένιση της δύναμης με την οποία πολλαπλασιάζεται σαγηνευτικά μια εικόνα κυριεύοντας τα πάντα (η ίδια η βία μεταδίδεται σαν ιός) είναι ταυτόχρονα λατρεία και καταγγελία.
»Κατά τα άλλα, βρίσκουμε εδώ όλα τα θέματα, των οποίων νιώθουμε αμέσως τον παροξυσμικό βαθμό έντασης: την ομοφυλοφιλία, το μισογυνισμό, τη φρίκη, τη βία, τα ναρκωτικά, μια παράδοξη τεχνολογία όπλων και χημικών ουσιών, το σαδισμό, τη φρίκη και το μακάβριο (ο υπότιτλος του έργου «Μια βίβλος των νεκρών» δεν είναι καθόλου παραπλανητικός), την παραϊατρική, την αναρχία, καθώς και την ιδέα μιας παγκόσμιας συμμορίας που αντιπαρατίθεται, μέσω μιας ιλιγγιώδους αλλά άμορφης επέλασης, στη συνομωσία των νομοταγών και πουριτανών. Τέλος, δεν λείπει το είδος εκείνο της απειλητικής σάτιρας που κάνει ο Μπάροουζ συχνά διφορούμενο: η ενατένιση της δύναμης με την οποία πολλαπλασιάζεται σαγηνευτικά μια εικόνα κυριεύοντας τα πάντα (η ίδια η βία μεταδίδεται σαν ιός) είναι ταυτόχρονα λατρεία και καταγγελία.
»Ποια
θα είναι η “θεμιτή χρήση” ενός τέτοιου
συγγραφέα, ποια θα ήταν η ιδεώδης ανάγνωση
ενός τέτοιου έργου, θαυμαστού, στυγερού,
ανυπόφορα έντονου, αδιάλειπτα βάναυσου
στην εικονοποιία του, ενός βιβλίου-σκανδάλου;
Ο Μπάροουζ ευφραίνεται περιγράφοντας
την Κόλαση. Απ’ την άλλη, ανήκει στους
συγγραφείς που κάνουν τον αναγνώστη
ευφυέστερο· ο μικρόκοσμος που κρύβεται
στη συνείδησή τού καθενός αναγκάζεται
να παραδοθεί στον ίλιγγο της επίθεσης
απ’ τα έξω, υποχρεώνεται να δεχτεί το
διαφορετικό, γιατί πρόκειται για ένα
διαφορετικό δαιμονικής επιρροής που
διαλύει και συντρίβει τα πάντα. Επομένως,
διαβάζει σήμερα κανείς τον Μπάροουζ
για να θεραπεύσει τον εφησυχασμό του,
κατανοεί ότι ο πλανήτης αποτελεί ένα
τεράστιο στούντιο, αντιλαμβάνεται ότι
τα πάντα είναι εικονικά και ότι αυτό
δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου
ανακουφιστικό όπως διαδίδει το Σύστημα:
η ηδονική αναστάτωση (ανάμεικτη με
πλήξη, όμως μια πλήξη ανακουφιστική,
αφού σε ωθεί να διαφύγεις που συνεπάγεται
η συνήθεια να παρακολουθείς τους εφιάλτες
του Μπάροουζ) πηγάζει από την ανάγκη
μας να δούμε στ’ αλήθεια ποιος είναι
και ποιος θα είναι το αμέσως επόμενο
λεπτό ο κόσμος στον οποίο ζούμε, η δίψα
για μια ελκυστική, για μια ηλεκτρισμένη
ωμότητα στην περιγραφή του σκουπιδότοπου».
Νόβα
Εξπρές (Nova Express)
Στο
Νόβα Εξπρές (Νέα Υόρκη: Grove
Press, 1964), ο Μπάροουζ υιοθετεί
έναν κατ’ εξοχήν επιτακτικό, διδακτικό,
προπαγανδιστικό τόνο, εμμένοντας βέβαια
στην εκτεταμένη χρήση του cut-up
και, όπως σημειώνει ο ίδιος στο προλογικό
του σημείωμα, χρησιμοποιώντας την
«τεχνική του flod-in
που είναι εξέλιξη της μεθόδου cut-up
του Μπράιον Γκάιζιν. Το βιβλίο αυτό
επομένως είναι κράμα διαφόρων συγγραφέων,
άλλων που ζουν ακόμα και άλλων που έχουν
πεθάνει». Στην περίφημη συνομιλία του
με τον Κόντραντ Νίκερμποκερ (Conrad
Knickerbocker), ο Μπάροουζ
αποκαλύπτει ότι οι συγγραφείς, σελίδες
των οποίων “λεηλάτησε” κατά τη σύνθεση
του Νόβα Εξπρές, είναι οι Τζέημς
Τζόυς, Τζακ Κέρουακ, Ουίλιαμ Σαίξπηρ,
Αρθούρος Ρεμπώ, και αδιάφοροι λαγνωστοι,
όπως κάποιος Τζακ Στερν.
Και
εδώ, μέλημα είναι η διαφορετική χρήση
της γλώσσας. Ο Μπάροουζ, «κάνει να
ακουστεί σαν κάτι καινούργιο και
απίστευτο η γλώσσα ως γλώσσα». Ο
προπαγανδιστικός καταιγισμός συνθημάτων
και εκκλήσεων παραμένει το πιο ενδιαφέρον
χαρακτηριστικό αυτού του (αντι)μυθιστορήματος.
Οι υπόγειες και μη υπόγειες συνάφειες
με τη ρητορική και τη θεματική των
καταστασιακών (αλλά και των λεττριστών)
είναι ανιχνεύσιμες σε πολλές σελίδες.
Η καταγγελία της εικόνας («Η εικόνα
είναι πρέζα»· «Η λέξη γεννά την εικόνα
και η εικόνα είναι ο ιός»), και οι επίμονες
αναφορές στον Χασάν Σαμπάχ, τον περιβόητο
Γέρο του βουνού, και ιδιαίτερα στα
τελευταία λόγια του (Τίποτα δεν είναι
αληθινό, όλα επιτρέπονται) –τα οποία,
ας θυμηθούμε, αποτέλεσαν κεντρικό
σύνθημα της λεττρικής ομάδας- είναι δύο
μονάχα από τα κοινά σημεία ανάμεσα στον
Μπάροουζ και τον εσμό εκείνων των έξοχων
πρωτοπόρων.
Ο
Μπάροουζ, εξάλλου επιτυγχάνει ένα
αδιάπτωτο σφυροκόπημα, ένα σφοδρότατα
πολεμικό “μπαράζ” ενάντια στις δυνάμεις
του ελέγχου και των ολέθριων δραστηριοτήτων
τους. Το Νόβα Εξπρές είναι μια έκρηξη
επικοινωνίας –ανάγκης για επικοινωνία.
Η Ρόμπιν Λάιντενμπεργκ σημειώνει ότι
το κείμενο αυτό σημαδεύεται από μια
οδυνηρά ανθρώπινη και επιτακτική έκκληση
προς τον αναγνώστη· αντανακλά την
απεγνωσμένη ανάγκη του Μπάροουζ να
επιχειρήσει ένα είδος επαφής με κάποιον
ή κάτι έξω από το κείμενο, να γίνει
απολύτως κατανοητός –ύστερα μάλιστα
από την εποχή της απομόνωσης που επιβάλλει
ο εθισμός στη ηρωίνη, ύστερα από τη φάση
παράλυσης του πρεζάκια, του ανθρώπου
που περνάει ώρες ολόκληρες, επί μήνες
ολόκληρους, μόνος στο δωμάτιό του
ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με το βλέμμα
του μονίμως σφηνωμένο στο μεγάλο δάχτυλο
του ποδιού του· παρά, μάλιστα, τη δυσκολία
της γραφής, τον κυκεώνα των λετρικών
πυροτεχνημάτων, τον ορυμαγδό των cut-ups.
Ο
Ρούσβελτ πρόεδρος και άλλες ωμότητες
Στο
τομίδιο Ο Ρούσβελτ πρόεδρος
και άλλες ωμότητες, ο Μπάροουζ
“τα βάζει” με το πολιτικό σύστημα των
Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο και σπεύδει
να γελοιοποιήσει ανενδοίαστα, μ’ έναν
τρόπο που θυμίζει εξαχρειωμένους και
σε κατάσταση αμόκ Μαρξ Μπράδερς. Τα
πάντα ανατρέπονται με μια διάθεση που
ναι μεν είναι ασύστολα χλευαστική αλλά
δεν παύει να είναι και βίαια προφητική
–πρόκειται για ένα είδος προαναγγελίας
του Σκανδάλου Γουότεργκεϊτ και της
ελεεινής, ολέθριας και γελοίας προεδρίας
Νίξον. Ο ίδιος ο Μπάροουζ σημειώνει στην
Εισαγωγή του κειμένου –με το χαρακτηριστικό
του στυλ- απογειώνοντας αιφνίδια τον
λόγο του: «Νομίζω πως ο “Ρούσβελτ
Πρόεδρος” προφητεύει κατά κάποιο τρόπο
το Γουότεργκεϊτ –παρ’ όλα αυτά, λίγοι
από τους κατηγορούμενους σ’ αυτή την
υπόθεση μπόρεσαν να επιδείξουν τόσο
ξεκάθαρη, απαστράπτουσα αδιαντροπιά.
Εμπρός, λοιπόν, ας αναζητήσουμε στον
ορίζοντα νέα όρια εξαχρείωσης. Ζούμε
πια στον αιώνα του διαστήματος, είμαστε
έτοιμοι να απογειωθούμε. Μπορούμε ν’
αφήσουμε πίσω μας τη Γη, ν’ ακολουθήσουμε
μια φωταγωγημένη λεωφόρο γνήσιας,
απόλυτης αχρειότητας».
Ηλεκτρονική
επανάσταση (Electronic Revolution)
Η
Ηλεκτρονική επανάσταση (Electronic
Revolution, εκδόσεις Blackmoor
Head, Κέμπριτζ 1971) κυκλοφόρησε
αρχικά, όπως πολλά βιβλία του Μπάροουζ,
σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Με
μια γλώσσα όπου αναμιγνύονται με
ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα τρόπο η
επιστημονική διάλεκτος, η αργκό και η
καθομιλουμένη, ο Μπάροουζ εκτυλίσσει
ορισμένα από τα πρίσματά του στα οποία
οδηγήθηκε ύστερα από πειραματισμούς
που επεξέτειναν τη μέθοδο του cut-up
από τις σελίδες στις μαγνητοταινίες
και στα φιλμ. Ακόμη, εκθέτει πολιτικές
απόψεις και σπεύδει, για μιαν ακόμη
φορά, να επιτεθεί με δριμύτητα κατά του
κόσμου των μέσων μαζικής ενημέρωσης
και του ελέγχου. «Παγκόσμια νάρκωση από
τα εβδομαδιαία περιοδικά», γράφει,
«πάντα τυπωμένα με ημερομηνία της
περασμένης εβδομάδας. Έχετε παρατηρήσει
πως το να σε βάλουν εξώφυλλο στο time
είναι σα να σε φιλάει ο θάνατος;».
Θα
εκθειάσει τον αντεργκράουντ τύπο, ο
οποίος «λειτουργεί ως μετρητής της
αυξανόμενης ισχύος και των όλο και πιο
περίτεχνων τεχνικών που χρησιμοποιούν
τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να
παραποιήσουν, να διαστρέψουν, να
διαστρεβλώσουν, να διαγράψουν σαν o
priori γελοία, ή απλώς να μη
δώσουν καθόλου σημασία και να αγνοήσουν
την ύπαρξη: στοιχείων, βιβλίων, ανακαλύψεων
που θεωρούν επιβλαβή για το συμφέρον
του κατεστημένου».
Ο
Μπάροουζ εξηγεί εδώ ότι θεωρεί πως οι
λέξεις και οι εικόνες λειτουργούν όπως
οι ιοί, πως ευνοούν μια κρυπτογράφηση
και παραποίηση των γεγονότων, απομακρύνοντάς
μας εφιαλτικά από το αληθές είναι μας.
Θα εναντιωθεί και πάλι στη δυϊστική
σκέψη, στο ταυτοτικό είναι, στο οριστικό
άρθρο Ο-Η-ΤΟ, σε ολόκληρη την έννοια του
ΕΙΤΕ/ΕΙΤΕ, και θα επιχειρήσει την
διατύπωση ενός προγράμματος προορισμένου
στην επινόηση μιας νέας γλώσσας, η οποία
θα είναι απαλλαγμένη από τις παραποιήσεις
–τους ιολογικούς μηχανισμούς- μην
επιτρέποντάς τους να λειτουργήσουν στο
πλαίσιό της. Επιπροσθέτως, θα είναι μια
γλώσσα τονική, όπως τα κινέζικα, η γραφή
της θα είναι ιερογλυφική, όλο και
περισσότερο εικονογραφική, και –πολύ
σημαντικό για τον τρόπο σκέψης του
Μπάροουζ –θα είναι μια γλώσσα που θα
παρέχει σε κάποιον το δικαίωμα της
σιωπής. «Αυτός που θα χρησιμοποιεί αυτή
τη γλώσσα θα μπορεί, όταν δεν θα μιλάει,
να δέχεται τις σιωπηλές εικόνες των
γραπτών, εικονογραφικών και συμβολικών
γλωσσών».
Ο
Μπάροουζ ολοκληρώνει το κείμενο με μιαν
επίκληση πλαισιωμένη από σκληρά και με
σφοδρότητα διατυπωμένα συμπεράσματα.
Ένα είδος πολεμικού ανακοινωθέντος για
το τέλος –το τόσο ευκταίο- όλων των
πολέμων. Μόνο που αν δεν παρέμβουμε,
κρίσιμα και αποφασιστικά, αυτό το τέλος
θα είναι γελοίο και συνάμα ζοφερό.
Ο
ίδιος θεωρεί ότι ρίχνει νέα όπλα σ’ ένα
παιχνίδι που πρέπει να οδηγηθεί στην
κατάργησή του, στην εξαφάνισή του, μια
για πάντα. Για να πάψουν να γεννιούνται
Χίτλερ και Στάλιν. Για να πάψουν να
παράγονται όπλα που απειλούν με ολοσχερή
αφανισμό τον πλανήτη. Για να πάψουν να
βραχυκυκλώνονται οι προσπάθειες
συνεννόησης του ενός μας με τον άλλο.
Junkie
Το
Junkie είναι καθαρά
αφηγηματικό, μιας και είναι αυτοβιογραφικό,
αλλά του λείπει η μυθιστορηματική
υπόθεση που πιθανώς περιμένει ο
αναγνώστης. Παρά το γεγονός ότι είχε
υπότιτλο «οι εξομολογήσεις ενός
αμετανόητου ναρκομανούς», ελάχιστοι
θα θεώρησαν πως ανταποκρινόταν πλήρως
στην πραγματικότητα. Η δράση του βιβλίου
διέπεται όλη από το γεγονός ότι η πρέζα
(η ηρωίνη και η μορφίνη) είναι παράνομη.
Καθώς ο Λη (ο Μπάροουζ) είναι ηρωινομανής,
η δράση περιστρέφεται στην αναζήτηση
ναρκωτικών και την αποφυγή σύλληψης.
Πρόκειται για μια περιπέτεια –ο Λη
ενάντια στο νόμο- επεισοδιακή και γεμάτη
αγωνιώδεις αναμονές σαν από παιδική
ταινία σε πρωινή σαββατιάτικη προβολή.
Στο Junkie βλέπουμε τον Λη
να διέρχεται τέσσερις περιόδους στέρησης,
η καθεμιά πιο άσχημη από την προηγούμενη,
τις οποίες και καταφέρνει διαδοχικά να
ξεπεράσει για να επιδοθεί σε νέες
περιπέτειες. Το βιβλίο κλείνει με τον
πρωταγωνιστή έτοιμο να αναχωρήσει προς
αναζήτηση του γιαχέ. Στην τελευταία
γραμμή του βιβλίου διαβάζουμε: «Ίσως
στο γιαχέ να βρω αυτό που έψαχνα στην
πρέζα, το χόρτο και την κόκα. Το γιαχέ
ίσως και να ‘ναι το οριστικό φιξάκι».
Αδερφή (Queer)
Ο
Μπάροουζ είχε μιλήσει για το νέο του
μυθιστόρημα στον Κέρουακ ως εξής: «Είναι
ένα αδερφίστικο μυθιστόρημα με την ίδια
καθαρή αφηγηματική μέθοδο που είχα
χρησιμοποιήσει και στο Junkie».
Ο Κέρουακ του απάντησε προτείνοντας το
Queer (Αδερφή) ως έναν
καλό τίτλο για το βιβλίο, ιδέα που μετά
χαράς δέχτηκε ο Μπάροουζ, αφού είχε
προβληματιστεί ιδιαίτερα με τον τίτλο.
Ο Μπάροουζ έβλεπε το Queer
ως φυσική συνέχεια του Junkie,
όμως η αλλαγή της αφήγησης από πρώτο σε
τρίτο πρόσωπο έδειχνε να ακυρώνει την
ιδέα της προσθήκης τού κειμένου στο
ίδιο βιβλίο. Όπως το έβλεπε ο Μπιλ, και
έγραφε στον Γκίνσμπεργκ δυο βδομάδες
αργότερα, δεν υπήρχε ικανοποιητικός
στυλιστικός τρόπος για να ξεπεραστεί
το πρόβλημα.
Το
Queer δεν θα κυκλοφορήσει
παρά μόλις το 1985. Ο ίδιος ο Μπάροουζ θα
δηλώσει: «Δεν νομίζω ότι θα έγραφα τώρα
κάποια συνέχεια του Queer
ή οτιδήποτε άλλο για την ακρίβεια. Το
Queer το έγραψα για τον
Μάρκερ. Πιστεύω ότι εκείνος δεν αισθάνεται
τίποτα γι’ αυτό ή για μένα». Ο δεσμός
με τον Μάρκερ θα τελειώσει ή θα
εγκαταλειφτεί και η πόλη του Μεξικού
έφερνε στο μυαλό πάρα πολύ κακές
αναμνήσεις. Ο Μπάροουζ θα πάρει την
απόφαση να φύγει για την Ταγγέρη χωρίς
να συνεχίσει άλλο πια την ενασχόληση
με το Queer. Στο μυαλό
του τριγυρνούσε ήδη το Γυμνό γεύμα.
Απολυμαντής
Με
διαρκεί πηγαινέλα από το τότε στο τώρα
και από το τώρα στο κάποτε αργότερα
είναι δομημένο και οργανωμένο το υλικό
του Απολυμαντή. Το βιβλίο αυτό
παρουσιάζεται ως μυθιστόρημα –κάτι το
οποίο εξενεύρισε μάλλον αρκετούς
κριτικούς αλλά ακόμη και τον βιογράφο
του Μπάροουζ, τον Τεντ Μόργκαν, ο οποίος
το θεωρεί απλώς ένα συνονθύλευμα από
κείμενα ατάκτως ερριμμένα στο χαρτί
που αποκαλούνται παραπλανητικά
“μυθιστόρημα”. Ωστόσο, φαίνεται
προτιμότερο να θεωρούμε ότι ο Μπάροουζ
φρονεί πως ένα τέτοιο έργο, αποτελούμενο
από θραύσματα κειμένων, από ποιήματα
και από δοκιμιακές ασκήσεις μπορεί
κάλλιστα να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα,
ύστερα μάλιστα από τις επιθέσεις που
έχει δεχτεί το είδος αυτό από όλες τις
λεγόμενες ιστορικές (Φουτουρισμός,
Νταντά, Σουρρεαλισμός) αλλά και τις
μετέπειτα- πρωτοπορίες.. Πως μπορείς να
χαρτογραφήσεις το χάος αυτού του
θρυμματισμένου κόσμου και πως μπορείς
να το εκφράσεις αν όχι με μια γραφή
αποσπασματική, πολυσχιδή, απαρτιζόμενη
από σπαράγματα ειδών, από αρχινίσματα
που έμειναν στη μέση, από μορφές που δεν
ολοκληρώθηκαν ποτέ;
Εξάλλου,
η συνοχή του έργου είναι θαυμαστή, η
καλειδοσκοπική πάντα οπτική και τεχνική
του Μπάροουζ εκθέτει τη ζοφερή
πραγματικότητα του δυτικού πολιτισμού,
τον βαθμό της παράλογης βίας που
εξαπλώνεται, δια μέσου των κρατικών
μηχανισμών, σε όλο τον πλανήτη σαν
μολυσματικός ιός, τον εφιαλτικό κόσμο
των συνωμοσιών, την επικινδυνότητα της
επιστήμης που πλέον έχει ολοφάνερα
εκτροχιαστεί και απεμπολήσει κάθε
ουμανιστική πρόφαση για να μετατραπεί
σε υποχείριο των εξουσιαστών εγκληματιών.
Στο
εναρκτήριο κείμενο, «Απολυμαντής!», ο
Μπάροουζ επιστρέφει στην εποχή που
εργαζόταν ως εξολοθρευτής εντόμων στην
Εταιρεία Απολυμάνσεων Έι Τζέι Κόεν, μια
εποχή που παρά τις αντιξοότητές της
παρά την ελλοχεύουσα βία και την
γενικευμένη οικονομική ανασφάλεια,
προκαλεί πάντα ένα είδος νοσταλγίας
στον συγγραφέα Μπάροουζ. Εκεί επανέρχεται
διαρκώς, στα παλιά τούβλινα κτίρια, στα
δωμάτια με τις χάρτινες ταπετσαρίες
και τις έντονες μυρωδιές, στους
μικροκομπιναδόρους και τους περιθωριακούς,
τους τσαλακωμένους, με τα ενδιαφέροντα
σκαμμένα πρόσωπα και ένα αμάραντο πικρό
χιούμορ. Δεν μπορεί παρά να είναι κάτι
γοητευτικό για έναν λόγιο, με την ευρύτατη
παιδεία ενός Μπάροουζ, το να έχει εργαστεί
ως απολυμαντής και να ανατρέχει, μέσω
της ιδιότυπης λογοτεχνικότητάς του,
στις λεπτομέρειες και τις συγκινήσεις
ενός τέτοιου επιτηδεύματος.
Οι
πόλεις της κόκκινης νύχτας (Cities of the Red Night)
Ύστερα
από τόσα χρόνια προετοιμασίας, μεθοδικής
και συστηματικής, ο Μπάροουζ εξαπολύει
τον πρώτο τόμο της τριλογίας: Οι πόλεις
της κόκκινης νύχτας (Cities
of the Red
Night, εκδόσεις Holt,
Rineharr and
Winston, Νέα Υόρκη 1981) εκκινούν
το ταξίδι τους στο χώρο, στο χρόνο και
στο Αχανές Βιβλίο της Λογοτεχνίας. Για
τον Γέρο, το έργο αυτό είναι μια ακόμη
πολεμική χειρονομία, ένας ακόμη ελιγμός,
ένα ακόμη τέχνασμα ενάντια στον Εχθρό
–στον Έλεγχο, στην Ανοησία, στο Θάνατο.
Είναι επίσης, ένα πολυσχιδές μανιφέστο,
μια επίκληση χαμένων ευκαιριών για την
ευζωία και την ευδαιμονία της ανθρωπότητας,
για την κατάκτηση της ελευθερίας. Και,
φυσικά παραμένει πάντα ένα μυθιστόρημα,
και μάλιστα από τα καλύτερα του δεύτερο
μισού του αιώνα μας.
Ακόμη
πιο μεστά απ’ ότι στα Άγρια αγόρια,
ο συγγραφέας θα στραφεί και εδώ σε μια
αφήγηση άμεση και στρωτή. Τα πειράματα
των cut-up
είναι χωνεμένα στον αφηγηματικό κορμό,
υπάρχουν σαν υπενθυμίσεις και νύξεις,
λειτουργούν σήματα καπνού, πότε καθοδηγούν
και πότε παρασύρουν. Η μυθολογία του
Μπάροουζ, οι αντιλήψεις του για το σεξ,
το ταξίδι στο χρόνο, τη λέξη ως ιό, το
κρατικό σύστημα ως εφιάλτη, το χρήμα
και την εικόνα ως πρέζα, τα σκιρτήματα
και τις εκρήξεις εναντίωσης ως μοναδικές
δυνατότητες λύτρωσης μιας καταπονημένης
ανθρωπότητας, είναι εδώ όλα παρόντα με
τον καλύτερο και πιο ώριμο τρόπο.
Η
ηθική του Μπάροουζ είναι άτεγκτη και,
συνάμα, βαθιά συγκινητική. Σημείο
αφετηρίας είναι μια πραγματωμένη
ουτοπία, μια πειρατική και πειραματική
κοινότητα που κατάφερε –έστω για λίγο-
να υλοποιήσει βασικές αρχές ελευθερίας,
να ζήσει μια ζωή πλήρη εν τέλει, να δράσει
έτσι ώστε η Πράξη να γίνει όντως Αδελφή
του Ονείρου. Εφόσον κάποτε, στο παρελθόν,
πραγματώθηκε κάτι τέτοιο, μπορεί και
να πραγματωθεί, με άλλους όρους, πιο
ώριμους, και κάποτε άλλοτε, στο μέλλον.
Και καθήκον του συγγραφέα φαίνεται να
είναι η διαρκής υπενθύμιση αυτής της
προοπτικής, ο ρητός και αέναος υπαινιγμός
ότι οι ορίζοντες παραμένουν ανοιχτοί,
ότι το παιχνίδι της ελευθερίας παίζεται
ακόμη, ότι η ιστορία δεν έχει τελειώσει.
Μπορούμε να ξαναμοιράσουμε την τράπουλα.
Ο
τόπος των νεκρών δρόμων (The Place of Dead Roads)
Ο
τόπος των νεκρών δρόμων κυκλοφόρησε
τον Φεβρουάριο του 1984. Ο Μπάροουζ θεωρεί
ότι πρόκειται για συνέχεια των Πόλεων
της νύχτας. Και είναι, από πολλές απόψεις.
Παντού έχουν εισχωρήσει αυτοβιογραφικά
θραύσματα. Και, όπως πάντα, συνεχείς
αναφορές σε αγαπημένα πρόσωπα και σε
αγαπημένα κείμενα. Εύκολα τα επισημαίνει
ο αναγνώστης. Ο Ρεμπώ και ο Πωλ Μπόουλς
είναι παρόντες. Φυσικά και ο Σαίξπηρ. Ο
Στρατηγός Γκραντ και ο Στρατηγός
Στόουνγουολ Τζάκσον, μαζί με τον ποιητή
Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ. Ο Τ. Σ. Έλιοτ
και ο Φ. Σ. Φιτζέραλντ, παλιές αλησμόνητες
αγάπες, όπως πάντα, και ο Γέρος του
Βουνού. Κι ακόμη, η Σιωπή, τα Όπλα, ο
Χρόνος, το Σεξ, ο Έλεγχος, ο Θάνατος –οι
εμμονές του Παππού, να χορεύουν εδώ τον
τρελό τους χορό, να γίνονται τραγούδια
και ξόρκια.
Όπως
παρατηρεί ο Τεντ Μόργκαν, ο Μπάροουζ
αφού καταπιάστηκε με δύο θρυλικές μορφές
των παιδικών αναγνωσμάτων, στρέφει τώρα
την προσοχή του στην Τρίτη: στον πιστολά
του Φαρ Ουέστ, στον τυχοδιώκτη και
περιπλανώμενο της Άγριας Δύσης. Φυσικά,
αλλοιώνει, παραμορφώνει, κατατεμαχίζει
και ανασυγκροτεί κατά τη βούλησή του
τούτη τη μορφή. Ο ήρωάς του, ο Κιμ Κάρσονς,
πρέπει να είναι ο πρώτος πιστολάς της
λογοτεχνίας που συμβαίνει να έχει
ομοφυλοφιλικές τάσεις, να μισεί τα
άλογα, και να περιφέρεται με ένα βιβλίο
του Ρεμπώ στην τσέπη!
Κι
ακόμη, υιοθετεί πολλές από τις ιδέες
και τις συμπεριφορές των αναρχικών, των
λεττριστών και των καταστασιακών. Κάνει
derive (“Μερικές φορές
αποφάσιζε το δρόμο του βλέποντας τις
επιγραφές, άλλοτε τα πόδια του τον
τραβούσαν προς μια ορισμένη κατεύθυνση»)·
φιλοσοφεί σχετικά με το νόημα του χρόνου
(«Η αίσθηση του χρόνου δεν διαιρείται
σε ώρες, αλλά απλώνεται στο χώρο σα
δρόμος»)· εξοικειώνεται με τα μυστικά
της γλώσσας («Η αίσθηση της γλώσσας
είναι σαν την αίσθηση της τράπουλας.
Μερικοί την έχουν, μερικοί όχι»)· μισεί
την Αγγλία και λατρεύει το Παρίσι (« Ο
Κιμ αγάπησε το Παρίσι με την πρώτη ματιά…
τα δημόσια ουρητήρια, τα λουλουδάδικα
και τις αγορές και τους λιθόστρωτους
δρόμους, τα υπέροχα οπλοπωλεία κατάφορτα
με κάθε λογής μπαστούνια και πιστόλια
με κρυφές λεπίδες και στυλογράφους που
πυροβολούν, τα πλήρως εφοδιασμένα
φαρμακεία, τους Γάλλους νεαρούς με το
χαμόγελο του χαμινιού και την μπαγκέτα
του ενός μέτρου παραμάσχαλα. Ένας γέρος
περνάει μ’ ένα ποδήλατο, ένας αστακός
χειρονομεί φρενιασμένα μέσα στο καλάθι
του τιμονιού… Είναι ένας κινούμενος
πίνακας »)· μισεί τους πλούσιους και το
χρήμα («Μελέτησε τους καλοντυμένους
ταχτικούς πελάτες με τις φωνές τις
γεμάτες χρήμα. Πως θα ήταν τότε δυνατόν,
αναρωτήθηκε, να εντυπωσιαστεί από την
αυτοπεποίθηση των πλουσίων; Ήταν απλώς
βασισμένοι στα όριά τους. Το μόνο που
σκέφτονται είναι χρήμα, χρήμα κι άλλο
χρήμα. Δεν είναι καλύτεροι από τα ζώα.
Τους έβλεπες σαν σκιές που παρελαύνουν
μέσα σε σέρες, σαλόνια, και κήπους με
συμμετρικά σχέδια και μαρμάρινες στοές
παγωμένες στις μελετημένες πόζες παλιών
φωτογραφιών. Είναι ήδη νεκροί και
συντηρούνται με το χρήμα. Πρόσεξε ότι
οι πολλοί πλούσιοι έχουν όψη βαλσαμωμένοι
και θυμήθηκε πως στην αρχαία Αίγυπτο
μόνο οι πλούσιοι θεωρούνται αθάνατοι
διότι μόνο αυτοί είχαν τα χρήματα να
γίνουν μούμιες»)· συντάσσει ιδιαίτερα
ανατρεπτικά κείμενα («Εμείς θα αδράξουμε
κάθε ευκαιρία για να αποδυναμώσουμε
την ισχύ της εκκλησίας. Θα πιέσουμε το
Κονγκρέσο για να φορολογηθούν βαριά
όλες οι εκκλησίες. Θα προσφέρουμε πιο
ενδιαφέρουσες διεξόδους στους νέους.
Θα καταστρέψουμε την εκκλησία με το
χλευασμό. Θα την εκκοσμηκεύσουμε και
θα την οδηγήσουμε στη συρρίκνωση. […]
Θα πολεμήσουμε κάθε επέκταση της
κεντρικής εξουσίας και θα υποστηρίξουμε
τα Δικαιώματα των Πολιτειών. Θα
αντισταθούμε σε κάθε απόπειρα
ποινικοποίησης ή νομοθετικής δίωξης
των αποκαλούμενων εγκλημάτων άνευ
θύματος… των τυχερών παιχνιδιών, της
ερωτικής συμπεριφοράς, του ποτού, των
ναρκωτικών. […] Θα αγωνιστούμε για να
αναχαιτίσουμε τη Βιομηχανική Επανάσταση
προτού να είναι πολύ αργά, για να
ρυθμίσουμε τους πληθυσμούς σε εύλογους
αριθμούς, για να αντικαταστήσουμε
βαθμιαία τα ποσοτικά χρήματα με ποιοτικά,
για την αποκέντρωση και την αυτοδιοίκηση
και για την προστασία των φυσικών πόρων.
Η Βιομηχανική Επανάσταση είναι πάνω
από όλα ιική επανάσταση, που έχει ως
σκοπό τον πολλαπλασιασμό πανομοιότυπων
αντικειμένων και ανθρώπων. Παράγεις
σαπούνι, δε δίνεις πεντάρα ποιος το
αγοράζει, όσο πιο πολλοί τόσο το καλύτερο.
Και δε δίνεις πεντάρα ποιος το παράγει,
ποιος δουλεύει στα εργοστάσιά του. Αρκεί
που παράγεται σαπούνι»).
Έργα
του Γουίλιαμ Μπάροουζ στα ελληνικά:
- Queer, μτφ Γιώργος Μπέτσος, Τόπος, 2011
- Γυμνό γεύμα, μτφ. Γιώργος Μπέτσος, Τόπος, 2010
- Επιστολές του Γιαχέ, μτφρ. Γιώργος Γούτας, Απόπειρα, 2010
- Τζάνκι, μτφ.Γιώργος Μπέτσος, Τόπος, 2009
- Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους, μτφ. Γιώργος Μπέτσος, Τόπος, 2009
- Μία στις χίλιες, μτφ. Βασίλης Κιζήλος, Οξύ, 2006
- Η γάτα μέσα μας, μτφ. Αργυρώ Πιπίνη - Νίκη Προδρομίδου, Απόπειρα, 2005
- Η Βίβλος των αναπνοών, μτφ. Γιώργος Γούτας, Ελεύθερος Τύπος, 2003
- Γυμνό γεύμα, μτφ. Γιώργος Γούτας, Απόπειρα, 2003
- Τρεις συνομιλίες, μτφ. Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης - Κλ. Λυμπέρη, Printa, 2001
- Το σοκάκι των ανεμοστρόβιλων, μτφ. Δημήτρης Κουμανιώτης, Απόπειρα, 2001
- Η σαϊεντολογία και τα συστήματα ελέγχου, μτφ. Γιώργος Γούτας, Ελεύθερος Τύπος, 2000
- Αδερφή, μτφ. Αννίτα Μιχάλη, Πλέθρον, 1998
- Σελίδες από το χάος, μτφ. Γιώργος Γούτας, Απόπειρα, 2000
- Τα άγρια αγόρια, μτφ. Βασίλης Κιζήλος, Απόπειρα, 1998
- Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας, μτφ. Νίκος Ρέγκας - Δημήτρης Κουμανιώτης, Απόπειρα, 1987
- Ο Ρούσβελτ πρόεδρος και άλλες ωμότητες, μτφ. Αγγελος Μαστοράκης, Μαύρος Ήλιος, 1991
- Ο Απολυμαντής, μτφ. Νίκος Μπαλής, Ελεύθερος Τύπος, 1990
- Ηλεκτρονική επανάσταση, μτφ. Γιώργος Γούτας, Απόπειρα, 1990
- Ο απολυμαντής, μτφ. Νίκος Μπαλής, Απόπειρα, 1992
- Ο τόπος των νεκρών δρόμων, μτφ. Έφη Καλλιφατίδη, Απόπειρα, 1990
- Οι γυμνοί άγγελοι, μτφ. Γιώργος Γούτας, Ελεύθερος Τύπος, 1998
- Νόβα Εξπρές, μτφ. Γιώργος Γούτας, Ελεύθερος Τύπος, 1986
- Σε ποιον ανήκει λοιπόν η θανατηφόρος TV;, μτφ. Δημήτρης Αρβανίτης, Ελεύθερος Τύπος, 1983
- Ο Α Πουκ είναι εδώ, μτφ. Γιώργος Γούτας, Ελεύθερος Τύπος, 1983
- Junky, μτφ. Ντίνα Σώτηρα - Νίκος Πρατσίνης, Απόπειρα, 1983
Βιβλία
για τον Γουίλιαμ Μπάροουζ στα ελληνικά:
- Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ: Ο παππούς όλων μας, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Αθήνα, 2014.
- Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: William S. Burroughs Το ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο, εκδόσεις Οξ υ, Αθήνα, 2000.
- Barry Miles: Ουίλιαμ Μπάρροουζ, El hombre invisible, εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 2008.
Πηγές
Για
τη σύνταξη του αφιερώματος στον Ουίλιαμ
Μπάροουζ αντλήθηκαν στοιχεία από τα παρακάτω βιβλία και άρθρα:
Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, S.
Burroughs Το ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο,
εκδόσεις Οξ υ, Αθήνα, 2000. (© Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Ακτή - Οξ υ ΕΠΕ 2000).
Barry
Miles:
Ουίλιαμ
Μπάρροουζ, El
hombre
invisible,
εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 2008. (© για την ελληνική γλώσσα: 2008 Απόπειρα)
Εισαγωγή
του Βασίλη Κιζήλου στο βιβλίο Τα
άγρια αγόρια, μτφ. Βασίλης Κιζήλος,
Απόπειρα, 1998 (© Βασίλης Κιζήλος και εκδόσεις Απόπειρα 1998).
«Τα άγρια αγόρια του Μπάροουζ», άρθρο του Ευγένιου Αρανίτση, Ελευθεροτυπία, 6 Μαρτίου 1996. (© 1996 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α. Ε.)
Allen
Ginsberg, William Burroughs και Jean Genet
Allen
Ginsberg και William Burroughs
Jean
Kerouac και William Burroughs
William
Burroughs, Lucien Carr και Allen Ginsberg
William
Burroughs και Francis
Bacon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου