«Τα
τραγούδια της αμαρτίας», το τελευταίο
έργο του Μάνου Χατζιδάκι
Αφιερωμένο
σε όσους ακόμη μπορούν να διαβρωθούν
από την μουσική και το τραγούδι
Μάνος
Χατζιδάκις
Προλεγόμενα
Ο
αρχικός σχεδιασμός του Μάνου Χατζιδάκι
για τούτο το έργο ήταν να μελοποιήσει
είκοσι τραγούδια και εφτά ορχηστρικά
κομμάτια, που θα αποτελούσαν το σύνολο
του έργου. Πρόλαβε να συνθέσει τα
δεκαπέντε, και από τα ορχηστρικά συνέθεσε
μόνο το «αισθησιακό». Το έργο που
κυκλοφόρησε τελικά με τον τίτλο Τα
τραγούδια της Αμαρτίας και υπότιτλο Η
Αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας
αρχαίος (Έργο 50),
απασχόλησε τον Μάνο Χατζιδάκι τα τρία
τελευταία χρόνια της ζωής του. Από τα
κομμάτια που συνέθεσε πρόλαβε να
ηχογραφήσει κάποια από αυτά δουλεύοντας
στο σπίτι του με τον ερμηνευτή Ανδρέα
Καρακότα. Τα υπόλοιπα βρέθηκαν στο
αρχείο του σε παρτιτούρες και σχέδια.
Όπως ήταν φυσικό δεν πρόλαβε να
ενορχηστρώσει το έργο, εκτός από κάποια
επιμέρους σχέδια, και τις προθέσεις του
για το έργο, που μας είναι λίγο πολύ
γνωστές.
Ο
Χατζιδάκις δηλαδή -από όσα γνωρίζουμε-
σκόπευε να γράψει το έργο για νεανική
λαϊκή φωνή, ανδρική χορωδία και στρατιωτική
μπάντα. Εδώ στην λιτή και απέριττη τούτη
μορφή του, το ακούμε από τον Αντρέα
Καρακότα (φωνή) και την Ντόρα Μπακοπούλου
(πιάνο).
Ο
δίσκος
Το
έργο κυκλοφόρησε το 1996, δύο χρόνια μετά
το θάνατο του συνθέτη. Ουσιαστικά μιλάμε
για το τελευταίο έργο του Μάνου Χατζιδάκι,
έναν κύκλο τραγουδιών πάνω σε ποίηση
του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του
Γιώργου Χρονά. Αφού ο Μάνος δεν πρόλαβε
να ενορχηστρώσει και να ηχογραφήσει
τούτο το έργο, ο στενός φίλος και
συνεργάτης του Νίκος Κυπουργός επιμελήθηκε
την παρούσα παρουσίαση του έργου, που
εκδόθηκε σε έναν υπέροχο δίσκο, που
κυκλοφόρησε από το ΣΕΙΡΙΟ (ΣΕΙΡΙΟΣ SMH
96002.2), τη δισκογραφική εταιρεία που
έφτιαξε ο Χατζιδάκις, με εξώφυλλο του
εικαστικού Γιώργου Σταθόπουλου, στην
αρχική του μορφή για πιάνο και φωνή.
Στις
σημειώσεις του συνθέτη οι πρώτοι
σχεδιασμοί τίτλων για το έργο ήταν:
Τροπάρια
της Αμαρτίας
Τροπάρια
των Δρόμων
Τροπάρια
για τους δρόμους της Θεσσαλονίκης
Η
Αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας
αρχαίος.
Ο
ίδιος ο Μάνος αναφερόμενος στη Θεσσαλονίκη
και στην ποίηση του Χριστιανόπουλου
γράφει: «Μπαίνοντας
στη Θεσσαλονίκη το '45, αργά το βράδυ της
Μ. Πέμπτης είχε τελειώσει η λειτουργία
και οι εκκλησίες άδειες, φωτισμένες
ηχούσαν πένθιμα.
Περπατούσα
μόνος και θαμπωμένος - είπα από μέσα
μου: «Θεέ μου, πόση αμαρτία πρέπει να
περιέχει αυτή η πόλη για να 'χει τόσες
εκκλησίες». Ο προσφερόμενος νεανικός
έρωτας μετεμφυλιακά υπήρξε συγκλονιστικός.
Η επιθυμία δεν είχε προσχήματα. Μόνο η
ερωτική τελετουργία διατηρούσε μερικούς
γοητευτικούς μυστικούς κώδικες με τους
οποίους ολοκλήρωνε φαντασιώσεις, οράματα
και τολμηρές προθέσεις.
Η Θεσσαλονίκη
είχε, τω καιρώ εκείνω, τρείς κοινωνικές
τάξεις χωρίς μεγάλες αποστάσεις μεταξύ
τους. Την αστική, την μικροαστική και
τη λεγόμενη λαϊκή ή εργατική. Οι τάξεις
αυτές είχαν μια ανομολόγητη έλξη ανάμεσα
τους που εκδηλωνότανε με τον ομοφυλόφιλο
ερωτισμό των παιδιών τους. Και οι διάφορες
συνοικίες της Θεσσαλονίκης συνδέονταν
η μια με την άλλη, με λεωφορεία και με
νεανικές διαδρομές αναζητήσεων συντρόφων.
Κι
έτσι έγινα φανατικός λάτρης της πόλης
και των αφανών κατοίκων της. Τα παλιά
σπίτια, οι ατελείωτες συνοικίες, οι
κεντρικοί μα και οι απόκεντροι δρόμοι
της, λειτουργούσαν θρησκευτικά τον
ερωτισμό των νεαρών κατοίκων της και
την υπέροχη και τόσο προχωρημένη αταξική
ερωτική συνείδηση τους.
Συγχρόνως
μου έγινε αντιληπτό πως ο αρχαίος έρωτας
δεν έχει τόση αξία στον καιρό μας, δίχως
αυτό το ανομολόγητο αίσθημα αμαρτίας
κι ενοχής που μας παρέχει η βυζαντινή
θρησκευτική κληρονομιά μας.
Και
όλ' αυτά επιχειρώ να τα συνθέσω, σε μια
πολύχρωμη τοιχογραφία που περιέχει
ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου
κι ένα του Γιώργου Χρονά, βυζαντινές
υμνωδίες, λαϊκούς ρυθμούς και μια
στρατιωτική μπάντα που να παίζει επίμονα
το «Ειδύλλιο του Ζήγκφριντ» του Βάγκνερ.
Το έργο αυτό το αφιερώνω σ' όσους μπορούν
ακόμη να διαβρωθούν από τη Μουσική και
το Τραγούδι».
Μάνος Χατζιδάκις, 4 Ιανουαρίου 1993.
Μάνος Χατζιδάκις, 4 Ιανουαρίου 1993.
Ο
δίσκος συνολικής διάρκειας 42 min, με τον
ενδεικτικό υπότιτλο «Η αμαρτία είναι
βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος», περιέχει
δεκαπέντε τραγούδια του συνθέτη. Κάποια
από τα τραγούδια όπως προείπαμε,
ηχογραφήθηκαν δουλεύοντας με τον Ανδρέα
Καρακότα στο σπίτι του. Στο δίσκο
περιλαμβάνεται και ένα τραγούδι με
τίτλο «Τύψεις», που το ακούμε από τη φωνή
του Μάνου Χατζιδάκι και τον ίδιο στο
πιάνο που προέρχεται από ιδιωτική
ηχογράφηση.
Η
σειρά των τραγουδιών τηρήθηκε σχεδόν
αυτούσια όπως την προέβλεπε ο συνθέτης,
αν εξαιρέσουμε το τραγούδι «Σαν τους
αριστερούς», το οποίο είχε αρχικά
παραληφθεί. Ουσιαστικά πρόκειται για
δεκαπέντε μουσικά ποιήματα ερμηνευμένα
με λαϊκή καθαρότητα από τον Ανδρέα
Καρακότα.
Από
την παράσταση της «Ομάδας εδάφους» Ενός
Λεπτού σιγή
Τα
τραγούδια της Αμαρτίας, μια κάποια ματιά
Υπάρχει
ένας μύθος και ένας θρύλος που θέλει
την Θεσσαλονίκη να είναι η πιο ερωτική
πόλη. Ο τίτλος αυτός βέβαια μπορεί να
διεκδικηθεί από κάθε επαρχιακή πόλη,
μια και η όλη επαρχιακή ατμόσφαιρα είναι
ερωτική. Ο ερωτισμός μιας πόλης μπορεί
να αναζητηθεί σε πολλά πράγματα που με
μια πρώτη ματιά δεν γίνονται ορατά. Αλλά
ο ερωτισμός δεν παύει να βιώνεται και
σαν μια εσωτερική κατάσταση, ένα εσωτερικό
φλογερό μέτωπο που επίμονα ζητάει
εξωτερίκευση, σαν μια λάβα που αναζητά
την κοίτη της. Στην Αθήνα η εξωτερίκευση
αυτή δεν θα έλεγε κανείς ότι φέρει
οποιαδήποτε ποιητική νότα, αλλά μια
καθαρά αντιποιητική και εγκεφαλικά ελεγχόμενη κατάσταση.
Ίσως
γι’ αυτό και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος
θεωρεί την Αθήνα μια τελείως καταστροφική
πόλη, μια και η λαϊκή σάρκα μειώνεται
από τη διανόηση, αλλά και όταν βγαίνει
βόλτα στο κέντρο, εκμαυλίζεται,
αλβανοποιείται και όλο αναζητά να
εκφραστεί με νέα δεδομένα. Για να
διατηρήσει την ρώμη της πρέπει να
συνοδεύεται από ένα υγιές και γερό
μυαλό, πράγμα σπάνιο, αν όχι αδύνατο. Ο
ίδιος ο Χριστιανόπουλος σημειώνει για
το θέμα του έρωτα στην ποίησή του: «Είμαι
ερωτικός ποιητής. Αυτό δεν σημαίνει ότι
τάχθηκα να εκφράσω ολόκληρο το φάσμα
του έρωτα, παρά μόνο το μικρό κομμάτι
που μου αναλογεί. Αν καταφέρω να το
εκφράσω καλά, αυτό το κομμάτι δεν θα
είναι τόσο μικρό. Η ποίηση θα το μεγαλώσει».
Ο
όρος «λαϊκή σάρκα» βέβαια, υπαγορεύεται
από τον αστικό πόθο, έναν πόθος που την
υποδουλώνει και υποδουλώνεται σε αυτήν.
Τα τραγούδια της αμαρτίας είναι ένα
έργο ακριβώς πάνω σε αυτή την πανάρχαιη
σχέση πρωτεύουσας-επαρχίας, μυαλού-σώματος,
αστού-λαϊκού εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου,
θύματος και θύτη κλπ. μια σχέση που δεν μπορεί παρά να
είναι καθαρά –και μόνον- ερωτική αλλιώς
γίνεται ένα απύθμενο κενό, ένα χάσμα
για να μην αναφέρουμε τη λέξη ταξική
σύγκρουση, μια και την μονοπωλεί
συγκεκριμένος πολιτικός χώρος.
Βασισμένοι
μάλιστα σε όρους της σύγχρονης επιστήμης η
ομοφυλοφιλία θα μπορούσε να αναλυθεί
σαν τη σχέση δούλου και αφέντη, αλλά εδώ
μπαίνουμε σε άλλα θέματα που δεν είναι
του παρόντος.
Τα
τραγούδια
Υπάρχουν
τραγούδια που τα «βαραίνει» η υποψία
της ομοφυλοφιλίας και είναι σίγουρα
πολύ περισσότερα που εκείνα που επιλέγουν
την ευθεία οδό για να διατυπώσουν την
προτίμηση αυτή. Όλα εκείνα τα τραγούδια
που αποφεύγουν συστηματικά να προσδιορίσουν
το αντικείμενο του πόθου τους με το
χαρακτηριστικό του φύλου, είναι το
αποτέλεσμα σεμνότητας, αδιαφορίας,
υποκρισίας αλλά και φόβου αφού το
τραγούδι είναι μια τέχνη με μεγάλη
εμβέλεια. Αν συγκρίνει κανείς τα «ποσοστά»
που καταλαμβάνει ο έρωτας του ομοίου
στο τραγούδι, με τα «ποσοστά» που
καταλαμβάνει στην ποίηση, θα δει ότι
στην ποίηση έχουμε αρκετή και ξεκάθαρη
έκφραση της ομοφυλοφιλίας εν αντιθέσει
με το τραγούδι που «οφείλει» να απευθύνεται
στους πολλούς, έτσι αντικείμενο και
προσωπικές αντωνυμίες αποσιωπούνται,
υμνώντας δεκάδες έρωτες «ύποπτους»
μεν, αλλά μη αποδείξιμους. Με άλλα λόγια
το τραγούδι είναι πιο διπλωματικό και
όπως έλεγε και ο Μάνος Χατζιδάκις πιο
διαβρωτικό, άρα πρέπει σαν υγρασία να
ποτίζει τον κόσμο…
Αλλά
ότι δεν τόλμησαν οι στιχουργοί το έπραξαν
οι λογοτέχνες. Με κατακτημένο το θάρρος
των αισθημάτων τους, δεν αντιμετώπισαν
πρόβλημα διατύπωσης στα λιγοστά τραγούδια
που έγραψαν. Ο Γιώργος Ιωάννου στο Κέντρο
διερχομένων ξεκάθαρα είχε αποτυπώσει
τον τύπο της σχέσης, ακόμη πιο ακριβολόγος
δείχνεται ο Ντίνος Χριστιανόπουλος που
δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες.
Τα
τραγούδια της αμαρτίας των Μάνου
Χατζιδάκι πάνω σε ποίηση του Ντίνου
Χριστιανόπουλου και Γιώργου Χρονά
γράφτηκαν τα τρία τελευταία χρόνια της
ζωής του Μάνου. Ωστόσο η δικαίωσή τους
ως έργο τέχνης μπορούσε να προκύψει
μόνο από μια ποιητική χρήση, απαλλαγμένη
από κάθε λαϊκότητα. Έτσι ακριβώς δηλαδή
όπως τη συνέλαβε ο Μανός Χατζιδάκις που
σαν διορατικός καλλιτέχνης έβλεπε πολύ
μακριά, αφού επιθυμούσε να προκύψει
τέχνη ακόμα και στο απλό τραγούδι,
εξάλλου για τον Χατζιδάκι το τραγούδι
ήταν: “ένα τραγούδι όχι εύκολο και όχι
για να ικανοποιεί λαϊκές συνήθειες, η
έννοια του λαϊκού δεν κολακεύει κατ'
ανάγκη τους απαίδευτους και τους δίχως
ευαισθησία λαϊκούς”, όπως έλεγε ο ίδιος.
Σε
αυτό το τελευταίο έργο της ζωής του, που
δεν πρόλαβε να ενορχηστρώσει [ηχογραφήθηκε,
τελικά, με τη μορφή για πιάνο (Ντόρα
Γιαννακοπούλου) και φωνή (Αντρέας
Καρακότας)], ο συνθέτης πραγματοποιεί
ένα διπλό άλμα μέσα στο χρόνο. Από πλευράς
μουσικής πραγμάτωσης, κινείτε στις πιο
ακραίες εξελιγμένες πλευρές της έκφρασής
του. Το τραγούδι «Τύψεις» είναι ένα
αριστουργηματικό κομμάτι βυζαντινής
ρίζας με προοπτική στον 20ο αιώνα,
απόσταγμα μιας συνάντησης Ανατολής-Δύσης.
Ο ανοιχτός ορίζοντας τής μιας πλευράς
συναντά την εσωστρέφεια τής άλλης και
γεννά ένα έργο σύγχρονο, έξω από τα
στεγανά και τα καλούπια της παράδοσης.
Σε
ότι αφορά στο καθαρά συναισθηματικό
περιεχόμενο του έργου, ο Μ. Χατζιδάκις
θέλησε, μέσω του Ντ. Χριστιανόπουλου,
να βυθιστεί στα πρώτα ερεθίσματα και
σκιρτήματα που καθόρισαν τη ζωή του.
Πραγματοποίησε μιαν επιστροφή στη
Μοίρα. Αν Ο Σκληρός Απρίλης το ’45 ήταν,
κατά τον Κώστα Ταχτσή, ένα ρέκβιεμ για
τη γενιά του πολέμου, Τα Τραγούδια
της Αμαρτίας
είναι ένα ρέκβιεμ της προσωπικής
απώλειας. Ένας ύμνος στην λαϊκή σάρκα,
ένα αφιέρωμα στο κομμάτι του εαυτού σου
που εκφράζεται μέσα από αυτήν και στο
φάντασμά της που σε επισκέπτεται συνεχώς,
ως την τελευταία σου πνοή…
Ενός
Λεπτού σιγή, η παράσταση του Δημήτρη
Παπαϊωάννου
Η
παράσταση Ενός Λεπτού σιγή διάρκειας
90 λεπτών αποτελούσε το ένατο εγχείρημα
της «Ομάδας Εδάφους». Είχαν προηγηθεί,
Το Βουνό – Αδιάβροχο, Το δωμάτιο Ι και
ΙΙ, Το τελευταίο τραγούδι, Τα τραγούδια.
Φεγγάρια, Μήδεια, Η Ιφιγένεια στο γεφύρι
της Άρτας, Ορέστεια Ξενάκη Ακολουθία
Αισχύλου. Η παράσταση δόθηκε στις
19/10/1995 στο Παλιό Εργοστάσιο της ΔΕΗ στο
Νέο Φάληρο, ακριβώς δίπλα στο ποτάμι,
και με συνεχόμενες παρατάσεις θα
διαρκέσει ένα μήνα με πάντα γεμάτη την
αμφιθεατρική εξέδρα των 450 θέσεων. Η
χορογραφία, η σκηνοθεσία, και τα βίντεο
της παράστασης ήταν του Δημήτρη
Παπαϊωάννου, τα σκηνικά και τα κοστούμια
υπέγραφε η Λίλη Πεζανού. Στον ρόλο της
γριάς μητέρας ήταν η Ζουζού Νικολούδη.
Αξίζει
να αναφερθεί ότι η χορογραφική παρουσίαση
του κύκλου των Τραγουδιών της αμαρτίας
ανατέθηκε από το Μάνο Χατζιδάκι στον
Παπαϊωάννου, και μαζί δούλεψαν περίπου
δυο μήνες, αλλά το ξαφνικό τέλος του
Χατζιδάκι άφησε ανολοκλήρωτη τη
συνεργασία που τελικά χάρη στην επιμονή
του Δημήτρης Παπαϊωάννου το εγχείρημα
ολοκληρώθηκε.
Το
πρώτο μέρος της παράστασης περιλάμβανε
το Ρέκβιεμ για το τέλος του έρωτα σε
μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη με
σοπράνο τη Τζένη Δριβάλα ουσιαστικά
πρόκριτε για ένα μνυμόσιμο φόρος τιμής
στα νεαρά αγόρια, θύματα του AIDS. Το
δεύτερο μέρος Τα τραγούδια της αμαρτίας
/ Η αμαρτία είναι βυζαντινή του Μάνου
Χατζιδάκι, σε στίχους του Ντίνου
Χριστιανόπουλου και του Γιώργου Χρονά,
στη μορφή που παρουσιάστηκαν και στο
δίσκο. Δηλαδή για πιάνο και φωνή. Στο
πιάνο ήταν ο Κωστής Παπαδάκης και
ερμήνευε ο Ανδρέας Καρακότας.
Ο
Χατζιδάκις, όπως σημειώνεται σε σχόλιο
του (4/1/1993) επιχείρησε τη σύνθεση μιας
πολύχρωμης τοιχογραφίας, όπου πέρα από
τα ποιήματα, θα περιείχε «βυζαντινές
υμνωδίες, λαϊκούς ρυθμούς και μια
στρατιωτική μπάντα που θα παίζει επίμονα
το Ειδύλλιο του Ζίγκφριντ του Βάγκνερ».
Η
παράσταση χοροθεάτρου Ενός Λεπτού σιγή,
θεωρείται μαζί με τον Λάκκο της αμαρτίας
του Γιώργου Μανιώτη (1979, «Λαϊκό Πειραματικό
θέατρο», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά),
το εντελέστερο σκηνικό κείμενο για την
ομοερωτική αγάπη στην Ελλάδα. Τούτο δεν
είναι μόνο γιατί στην συγκεκριμένη
παράσταση συγκλίνουν σ’ ένα πανόραμα
οι θεωρήσεις παλαιότερης και νεώτερης
γενιάς ομοφυλόφιλων καλλιτεχνών για
την «ομοφυλόφιλη κατάσταση» στην Ελλάδα,
αλλά το υλικό που είχε στη διάθεσή του
ο Παπαϊωάννου προς εικονοποίηση δεν
ήταν απλά το βιωματικό υλικό ενός gay
καλλιτέχνη αλλά μέσω αυτού τίθονταν
βασικά και αναπάντητα ερωτήματα για
για την ίδια τη φύση του έρωτα και το
νόημα της αγάπης.
Στην
παράσταση κυριαρχούσε η απόδοση της
ανδρικής ομορφιάς έτσι όπως ακριβώς η
αισθητική του Γιάννη Τσαρούχη την
απέδωσε στα έργα του. Ο Παπαϊωάννου μας
λεέι σχετικά: «Πήρα την αίσθηση την
τσαρουχική, που την γνώριζα αρκετά καλά,
και χρησιμοποίησα τις προσωπικές μου
μνήμες: στην εφηβεία μου και στα πρώτα
χρόνια της νεότητας μου γνώρισα αυτό
τον περιθωριακό κόσμο για τον οποίο
μιλούσε και ο Τσαρούχης και ο Παζολίνι
και ο Χριστιανόπουλος, ίσως σε λίγο πιο
ήπιους τόνους, ωστόσο ανήκω στην τελευταία
φουρνιά που γνώρισε αυτό που συνέβαλε
στους δρόμους».
Ο
ίδιος ο Δημήτρης Παπαϊωάννου πάλι
αναφερόμενος στην ποίηση του Ντίνου
Χριστιανόπουλου αναφέρει: «Τον γνώριζα
καλά ως ποιητή από τα δεκαεφτά μου
χρόνια. Με συντρόφευσε στις νυχτερινές
μου εμπειρίες και στην προσωπική μου
απελπισία, αυτή που μοιράζομαι με όλους
τους άλλους ανθρώπους που ψάχνουν
ερωτικό σύντροφο. Είναι καθοριστική η
παρουσία του Χριστιανόπουλου, γιατί
εκφράζει μια γενιά πριν από μένα, τη
γενιά της περιθωριοποίησης του ερωτικού
ενστίκτου, που βρίσκει χώρο στο πεζοδρόμιο,
στη νύχτα, στα παράνομα στέκια και στη
φτωχολογιά. Με βύθισε, λοιπόν, σε μια
εποχή πιο σκοτεινή, που χάνεται – ίσως
ευτυχώς – έχοντας δώσει, ωστόσο, ένα
μυθικό, σχεδόν θρησκευτικό στοιχείο
στην καθημερινότητα».
Σε
κατοπινή του συνέντευξη ο Παπαϊωάννου,
αναφερόμενος στο εγχείρημα του Ενός
Λεπτού σιγή μιλώντας για τη συνύπαρξη
Χατζιδάκι και Χριστιανόπουλου σχολιάζει
με κινηματογραφικούς όρους: «Η ποίηση
που μελοποίησε ο Χατζιδάκις ήταν ποίηση
του Ντίνου Χριστιανόπουλου (και ένα
ποίημα του Γιώργου Χρονά, επίσης), με
άλλα λόγια, όπως με μια δυτικότροπη
ζωγραφική ο Τσαρούχης ωραιοποιούσε το
πεζοδρόμιο, ωραιοποιούσε την αντρική,
λαϊκή ερωτική μορφή της Μεσογείου μέσα
από αναγεννησιακά πρότυπα με βυζαντινές
επιρροές, έτσι και η μουσική του Χατζηδάκη
έκανε πιο εύληπτους και πιο λυρικούς
τους πολύ δραματικούς στίχους του
Χριστιανόπουλου. Ο Χριστιανόπουλος
είναι παζολινικός, ενώ ο Χατζιδάκις
περισσότερο βισκοντικός. Στον Παζολίνι,
όπως νομίζω και στον Χριστιανόπουλο, ο
ερωτισμός προέρχεται από αυτή καθεαυτή
τη σκληρότητα και όχι από την εξιδανίκευση
της ομορφιάς. Στον Βισκόντι θα δεις τον
Τάτζιο από το Θάνατο στη Βενετία με πολύ
μέικ απ. Στον Παζολίνι βλέπεις τα παιδιά
του δρόμου σε εξωφρενικά γκρο πλαν,
είναι πιο σέξι… […]».
Τα
κομμάτια του δίσκου
Συνθέτης:
Μάνος Χατζιδάκις, ποίηση: Ντίνος
Χριστιανόπουλος - Γιώργος Χρονάς, τραγούδι: Αντρέας
Καρακότας, πιάνο: Ντόρα Γιαννακοπούλου.
Σε παρένθεση αναφέρουμε τους πρωτότυπους
τίτλους του Ντίνου Χριστιανόπουλου,
όπου αυτοί διαφέρουν από εκείνους του
συνθέτη.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ,
Solo πιάνο
ΤΥΨΕΙΣ
ΕΝΟΧΗ
(Δίχως εξουθένωση)
ΕΡΩΤΑΣ
(Σονέτο)
ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΟ,
Solo πιάνο.
ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ
(Με κατάνυξη)
ΦΩΣ
ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙ (Σβήσε το φως)
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
(Σ’ ένα λαϊκό φίλο)
ΑΠΟΚΟΣΜΟΣ
ΔΙΑΔΡΟΜΗ
(Σάββατο βράδυ)
ΑΝΑΜΟΝΗ
(Όταν σε περιμένω)
ΤΟ
ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ
ΣΑΝ
ΤΟΥΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥΣ (Κατατρεγμένοι)
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Α’ (Το δάσος)
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Γ’ (In memoriam)
ΝΕΑΡΕ
ΓΙΕ ΤΟΥ ΜΠΑΚΑΛΗ (Ωδή), ποίηση: Γιώργος
Χρονάς
ΕΝΟΣ
ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ
ΤΥΨΕΙΣ,
τραγούδι: Μάνος Χατζιδάκις
Τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου
Παρουσιάζουμε
εδώ τα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου
που μελοποιήθηκαν από το Μάνο Χατζιδάκι
και αποτέλεσαν τον κύκλο τραγουδιών
που τελικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Τα
τραγούδια της αμαρτίας. Στα ποιήματα
τηρήθηκε η ορθογραφία και ο τρόπος που
ο ποιητής τα έχει παρουσιάσει στις
συλλογές του. Τα ποιήματα παρουσιάζονται
με τον κανονικό τους τίτλο. Σε παρένθεση
βάλαμε τους τίτλους που ο Χατζιδάκις
έδωσε σε κάθε τραγούδι.
ΤΥΨΕΙΣ
Ὅσο
περνοῦν οἱ μέρες καὶ μακραίνει
ἡ
ἡλικία τῆς σεμνότητας, αἰσθάνομαι
τὶς
ἀνεπαίσθητες ραγισματιές ἐντός μου
ἀπὸ
νύχτα σὲ νύχτα νὰ πληθαίνουν:
δρόμοι
ποὺ πήρα μὲ χαμηλωμένα μάτια
φῶτα
ποὺ πέσαν πάνω μου ἀνελέητα
λόγια
πιὸ πρόστυχα κι ἀπ' τὶς χειρονομίες -
μὰ
πιὸ πολύ, ἡ ὄψη τῆς μητέρας μου
ὄταν
γυρνῶ ἀργά τὸ βράδυ καὶ τὴ βρίσκω
μ'
ἕνα βιβλίο στὸ χέρι νὰ προσμένει
βουβή
ξαγρυπνισμένη καὶ χλωμή
ΔΙΧΩΣ
ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ [1952] (Ἐνοχή)
Τὸ
ἀπόγευμα τραβήξαμε κατά τὸ ἐκκλησάκι
καὶ
μοῦ 'παιξε ἀκορντεόν. Ἦταν ὡραῖα
καὶ
τὸ λιβάδι ἥσυχο, μὲς στὴ λιακάδα.
Τὸ
πρόσωπό του εἶχε ἀγλαϊστεῖ
ἀπό
τὸν ἥλιο καὶ τὴ μουσική
καὶ
φάνταζε τόσο ἁγνός ποὺ ντράπηκα
γιατί
εἶχα ἀκόμα φαντασία καὶ αἰσθήσεις.
Ἔτσι,
Θεέ μου σκέφτηκα, νὰ γίνονταν
πρὶν
ἀπό τὴ στιγμὴ ἐκείνη: ἕνα τραγούδι
νὰ
σβήνει ἀργά – ἀργά στὴ φυσαρμόνικα,
σὰν
μιὰ νεανική αγνότητα ποὺ φεύγει.
ΟΣΟ
ΜΕ ΠΛΗΓΩΝΕΙΣ (Ἔρωτας)
Ὁλόκληρος
στὸν ἔρωτα δοσμένος,
ἄλλη χαρά δὲν ἔχω παρὰ μόνο
στὴν ἄγρια σου ματὰ νὰ κρυφολιώνω
καὶ νὰ σοῦ εἶμαι πάντα ὑποταγμένος.
Κι ὅταν στὰ πόδια σου, γονατισμένος,
τ' ἀπελπισμένα χέρια μου ἁπλώνω,
κι ἐσὺ μὲ διώχνεις, νιώθω τέτοιο πόνο,
ποὺ εὐφραίνομαι σὰ σκύλος κλωτσημένος.
ἄλλη χαρά δὲν ἔχω παρὰ μόνο
στὴν ἄγρια σου ματὰ νὰ κρυφολιώνω
καὶ νὰ σοῦ εἶμαι πάντα ὑποταγμένος.
Κι ὅταν στὰ πόδια σου, γονατισμένος,
τ' ἀπελπισμένα χέρια μου ἁπλώνω,
κι ἐσὺ μὲ διώχνεις, νιώθω τέτοιο πόνο,
ποὺ εὐφραίνομαι σὰ σκύλος κλωτσημένος.
Σκληρὸ
ἀγόρι, ὅσο μὲ πληγώνεις,
τόσο καὶ πιὸ πολλὴ χαρὰ μοῦ δίνεις·
τόσο καὶ πιὸ πολλὴ χαρὰ μοῦ δίνεις·
σκιρτᾶ
ἡ ψυχή μου, ὅταν τὴ ματώνεις.
Καὶ
τρέμει ἀπὸ φόβο, μήπως γίνεις
πιὸ τρυφερὸς μιὰ μέρα - γιατί ξέρει
νὰ χαίρεται, μονάχα ἄν ὑποφέρει.
πιὸ τρυφερὸς μιὰ μέρα - γιατί ξέρει
νὰ χαίρεται, μονάχα ἄν ὑποφέρει.
ΜΕ
ΚΑΤΑΝΥΞΗ (Ἀνταλλαγή)
Ἔλα
νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῶο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῶο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.
«ΣΒΗΣΕ
ΤΟ ΦΩΣ» ΕΠΕΜΕΝΕΣ (Φῶς καὶ σκοτάδι)
Μὲ
τί συστολή
φορᾶς
τὴ στολή
κι ὅταν τὴν πετᾶς
πετᾶς!
«σβῆσε τὸ φῶς» ἐπέμενες,
θυμήθηκα μιὰν ἄλλη μου ἀγάπη,
τὰ ἤθελε ὅλα ἀναμμένα.
δὲν ξέρω τὶ νὰ προτιμήσω-
μὲς στὸ σκοτάδι χάνεται ἡ ἀσκήμια μου
μέσα στὸ φῶς λάμπει ἡ ομορφιά σου.
Σ'
ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΦΙΛΟ (Παράκληση)
Μὴ
βάζεις σὲ παρακαλῶ, άρώματα,
Μοῦ
ἀρέσει ἡ μυρουδιά τοῦ κορμιοῦ σου.
Πιὸ
ὄμορφο ἄρωμα ἀπό τὸν ἱδρώτα σου δὲν
ἔχει.
Θέλω
νὰ γεύομαι τὴν ἀρμύρα τοῦ στήθους
σου,
νὰ
ρουφῶ τὴ μοσχοβολιά τῆς μασχάλης
σου,
νὰ μουσκεύω στὴν ὑγρασία τῶν σκειῶν σου.
νὰ μουσκεύω στὴν ὑγρασία τῶν σκειῶν σου.
Μὴ
βάζεις σὲ παρακαλῶ, ἀρώματα.
Γιατί
βιάζεσαι νὰ ξεχάσεις τὸ χωριό καὶ τὸ
μηχανουργεῖο;
Τί
τὰ θέλεις ἐσύ αὐτὰ τὰ μοσχοσάπουνα,
θὰ
σοῦ χαλάσουν ὕπουλα τὸν άνδρισμό σου.
Μὴ
βάζεις σὲ παρακαλῶ, άρώματα.
Μέσα
σὲ χίλιους φλώρους εἶδα κι ἔπαθα νὰ
βρῶ ἕναν
ἄντρα.
Μεῖνε λοιπόν αὐτό πού εἶσαι:
ἕνα αχὰλαστο λαϊκό παιδί.
Μεῖνε λοιπόν αὐτό πού εἶσαι:
ἕνα αχὰλαστο λαϊκό παιδί.
ΑΠΟΚΟΣΜΟΣ (ἀπό τὰ «Μικρὰ ποιήματα»)
κάνε
τὸ σώμα μου φωλιά
γιὰ κάθε σου μεράκι
γιὰ κάθε σου μεράκι
γιὰ νὰ κουρνιάζουν μέσα μου
τὰ ὄνειρά σου
ὑπάρχει τόση ἀφθονία λουλουδιῶν
γιατὶ λοιπὸν παραπονιούνται οἱ μέλισσες;
Εἶσαι υπόκοσμος
Εἶμαι απόκοσμος
τί
ἐμοὶ καὶ σοὶ;
καινούριο χιόνι πέφτει
ἐπάνω στὸ παλιὸ
Κι ἄλλες νιφάδες βιάζονται
νὰ
γίνουν λάσπη
ὅσο
σὲ λατρεύω
τόσο
διαφθείρεσαι
κάτι ξέραν οἱ ἀρχαίοι
ποὺ λάτρευαν ἀγάλματα
κάτι ξέραν οἱ ἀρχαίοι
ποὺ λάτρευαν ἀγάλματα
Εἶσαι υπόκοσμος
Εἶμαι απόκοσμος
τί
ἐμοὶ καὶ σοὶ;
ἀπόψε ἡ νύχτα στόλισε τὸ πάρκο
μὲ τὰ πιὸ διαλεχτὰ καθάρματά της
Θανάση γιατί ἔκοψες τὸ ἄλφα ἀπό μπροστὰ;
γιὰ ἕνα γράμμα χάνεις τὴν ἀθανασία
ΣΑΒΒΑΤΟ
ΒΡΑΔΥ (Διαδρομή)
Ἀπ’
τὸ Βαρδάρη ὣς τὸ Συντριβάνι
κι ἀπὸ τὸν Πύργο ὣς τὴν πλατεία Δικαστηρίων
σὲ ψάχνω σ’ ὅλα τ’ ἀγοραῖα, πεζοδρόμια,
κι ἀπὸ τὸν Πύργο ὣς τὴν πλατεία Δικαστηρίων
σὲ ψάχνω σ’ ὅλα τ’ ἀγοραῖα, πεζοδρόμια,
ἔφαγα
ὅλα τὰ γιαπιὰ γιὰ νὰ σὲ βρῶ
Μὴν εἶσαι σὲ κανένα σινεμά,
Μὴν εἶσαι σὲ κανένα σινεμά,
μὴν
παίζεις σὲ κανένα σφαιριστήριο,
ἢ τάχα πιὰ ρουφήχτρα νὰ σὲ χαίρεται,
σὲ πιὸ δωμάτιο, σὲ πιὸ πάρκο, σὲ πιὲ κέντρο;
Καὶ τριγυρνῶ μονάχος καὶ ἀξεδίψαστος
ἢ τάχα πιὰ ρουφήχτρα νὰ σὲ χαίρεται,
σὲ πιὸ δωμάτιο, σὲ πιὸ πάρκο, σὲ πιὲ κέντρο;
Καὶ τριγυρνῶ μονάχος καὶ ἀξεδίψαστος
ἀπ’
τὸ Βαρδάρη ὣς τὸ Συντριβάνι·
δὲν ἐξαρθρώνεται αὐτὸς ὁ πυρετός,
δὲν ἐπανδρώνεται μὲ ἄλλους ἡ καρδιά μου.
δὲν ἐξαρθρώνεται αὐτὸς ὁ πυρετός,
δὲν ἐπανδρώνεται μὲ ἄλλους ἡ καρδιά μου.
ΟΤΑΝ
ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ (Ἀναμονή)
Ὅταν
σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ’ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μιὰ οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μιὰ πόρτα ἢ μπροστά σ’ ἕναν ὑπάλληλο,
Κι ἐκλιπαροῦν μὲ μιὰ αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μιὰ ὑπογραφή, γιὰ μιὰ ψευτοσύνταξη.
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ’ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μιὰ οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μιὰ πόρτα ἢ μπροστά σ’ ἕναν ὑπάλληλο,
Κι ἐκλιπαροῦν μὲ μιὰ αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μιὰ ὑπογραφή, γιὰ μιὰ ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα μὲ τοὺς τσακισμένους.
ΤΟ
ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙ (Τὸ γαϊδουράκι)
Ἀδέσποτο
στοὺς δρόμους τριγυρνάει
ἕνα μικρὸ γαϊδούρι μοναχό,
κανένα χορταράκι μασουλάει
γιατί 'ναι πεινασμένο τὸ φτωχό.
Κοιτάει τ’ αὐτοκίνητα θλιμμένο
καὶ σκύβει τὸ κεφάλι καταγής,
κι ἐκεῖνα σταματούνε νὰ περάσει
σὰ λείψανο μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς.
- Καημένο γαϊδουράκι, ποὺ ποτέ σου
δὲ χάρηκες ἀγάπη καὶ στοργή,
ποιὸς ξέρει πότε θὰ 'ρθει ἡ σειρὰ σου
μιὰ ρόδα νὰ σοῦ πάρει τὴ ζωή.
ἕνα μικρὸ γαϊδούρι μοναχό,
κανένα χορταράκι μασουλάει
γιατί 'ναι πεινασμένο τὸ φτωχό.
Κοιτάει τ’ αὐτοκίνητα θλιμμένο
καὶ σκύβει τὸ κεφάλι καταγής,
κι ἐκεῖνα σταματούνε νὰ περάσει
σὰ λείψανο μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς.
- Καημένο γαϊδουράκι, ποὺ ποτέ σου
δὲ χάρηκες ἀγάπη καὶ στοργή,
ποιὸς ξέρει πότε θὰ 'ρθει ἡ σειρὰ σου
μιὰ ρόδα νὰ σοῦ πάρει τὴ ζωή.
ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟΙ
(Σὰν τοὺς ἀριστερούς)
Σαν
τους αριστερούς σας αγαπώ αδέλφια μου
κι αυτοί κι εμείς διαρκώς κατατρεγμένοι.
Αυτοί για το ψωμί, εμείς για το κορμί.
Αυτοί για λευτεριά, εμείς για έρωτα.
Για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη.
Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ αδέλφια μου
παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν.
κι αυτοί κι εμείς διαρκώς κατατρεγμένοι.
Αυτοί για το ψωμί, εμείς για το κορμί.
Αυτοί για λευτεριά, εμείς για έρωτα.
Για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη.
Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ αδέλφια μου
παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν.
ΤΟ
ΔΑΣΟΣ
(Νυχτερινό
α')
Δὲν
ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
βλασταίνουν
φύλλα καί κλαδιά
κι
ἔρχονται τὰ πουλιὰ τοῦ ἔρωτα καὶ
κελαηδοῦνε.
Δὲν
ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
οἱ
σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στὶς
λόχμες του ὁ φόβος ἐνεδρεύει.
Ζῶα
μικρά καὶ ζῶα ἄγρια τό κατοικοῦν
ὄχεντρες
ἕρπουν καὶ ρημάζουν τὶς φωλιές μας,
λιοντάρια
ἑτοιμάζονται νὰ μᾶς ξεσκίσουν.
Δὲν
ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
ἔγιναν
δάσος σκοτεινό καὶ μᾶς πλακώνουν.
IN
MEMORIAM (Νυχτερινό γ')
Αἷμα
στὴ χλαίνη αἷμα στὸ χορτάρι,
αἷμα στὸ επικίνδυνο φεγγάρι.
αἷμα στὸ επικίνδυνο φεγγάρι.
Τὸ
ἐπικίνδυνο φεγγάρι θὰ χαθεῖ,
τὸ χορτάρι κι αὐτὸ θὰ μαραθεῖ.
Μὰ στὴν καθημερινή σου χλαίνη,
ἄνθός ἀμάραντος τὸ αἷμα μου θὰ μένει.
τὸ χορτάρι κι αὐτὸ θὰ μαραθεῖ.
Μὰ στὴν καθημερινή σου χλαίνη,
ἄνθός ἀμάραντος τὸ αἷμα μου θὰ μένει.
ΝΕΑΡΕ
ΓΙΕ ΤΟΥ ΜΠΑΚΑΛΗ
Νεαρὲ,
γιὲ τοῦ μπακάλη,
λατρεμένε διαβάτη τῆς νύχτας,
γιὰ σένα ἀφήνει ἡ Ἀφροδίτη,
τὰ κλειδιὰ στὴν πόρτα.
Γιὰ σένα ξενυχτάνε οἱ φοιτητές
τῆς Γεωπονικῆς Σχολῆς.
Γιὰ σένα λιώνει τὸ σαπούνι
στὰ χέρια μου.
λατρεμένε διαβάτη τῆς νύχτας,
γιὰ σένα ἀφήνει ἡ Ἀφροδίτη,
τὰ κλειδιὰ στὴν πόρτα.
Γιὰ σένα ξενυχτάνε οἱ φοιτητές
τῆς Γεωπονικῆς Σχολῆς.
Γιὰ σένα λιώνει τὸ σαπούνι
στὰ χέρια μου.
ΕΝΟΣ
ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ
Ἐσεῖς
ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπό σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν’ ἀκουμπάτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν’ ἀκουμπάτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔτω καὶ μιὰ φορά;
εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγὴ
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;
Πηγές
Ντίνος
Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, Εκδόσεις
Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1998
Ένθετο
του δίσκου «Τα τραγούδια της αμαρτίας»
(ΣΕΙΡΙΟΣ, SMH 96002.2)
Ένθετο
του δίσκου «Κέντρο Διερχομένων» (LYRA, CD
3758)
Ένθετο
του δίσκου «Σκληρός Απρίλης του ’45»
(MINOS, MCD 221)
Το
επίσημο site του Μάνου Χατζιδάκι:
www.hadjidakis.gr
Η
επίσημη ιστοσελίδα της δισκογραφικής
εταιρείας Σείριος: Εδώ
Η
επίσημη σελίδα του Δημήτρη Παπαϊωάννου:
Εδώ
Από
την παράσταση της «Ομάδας εδάφους» Ενός
Λεπτού σιγή
Από
την παράσταση της «Ομάδας εδάφους» Ενός
Λεπτού σιγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου