Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ μὲ ἕνα ποίημα τοῦ Κ.Π. Καβάφη






Γιάννης Τσαρούχης, Χειμώνας, © Ἵδρυμα Γιάννη Τσαρουχη






ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1908
Τὸν χρόνο ἐκεῖνον βρέθηκε χωρὶς δουλειά·
καὶ συνεπῶς ζοῦσεν ἀπ’ τὰ χαρτιά,
ἀπὸ τὸ τάβλι, καὶ τὰ δανεικά.

Μιὰ θέσις, τριῶ λιρῶν τὸν μήνα, σὲ μικρὸ
χαρτοπωλεῖον τοῦ εἶχε προσφερθεῖ.
Μὰ τὴν ἀρνήθηκε, χωρὶς κανένα δισταγμό.
Δὲν ἔκανε. Δὲν ἤτανε μισθὸς γι’ αὐτόν,
νέον μὲ γράμματ’ ἀρκετά, καὶ εἴκοσι πέντ’ ἐτῶν.

Δυό, τρία σελίνια τὴν ἡμέρα κέρδιζε, δὲν κέρδιζε.
Ἀπὸ χαρτιὰ καὶ τάβλι τί νὰ βγάλει τὸ παιδί,
στὰ καφενεῖα τῆς σειρᾶς του, τὰ λαϊκά,
ὅσο κι ν ἔπαιζ’ ἔξυπνα, ὅσο κι ἂν διάλεγε κουτούς.
Τὰ δανεικά, αὐτὰ δὰ ἦσαν κ’ ἦσαν.
Σπάνια τὸ τάλληρο εὕρισκε, τὸ πιὸ συχνὰ μισό,
κάποτε ξέπεφτε καὶ στὸ σελίνι.

Καμιὰ ἐβδομάδα, ἐνίοτε πιὸ πολύ,
σὰν γλύτωνεν ἀπ’ τὸ φρικτὸ ξενύχτι,
δροσίζονταν στὰ μπάνια, στὸ κολύμβι τὸ πρωί.

Τὰ ροῦχα του εἶχαν ἕνα χάλι τρομερό.
Μιὰ φορεσιὰ τὴν ἴδια πάντοτ’ ἔβαζε, μιὰ φορεσιά
πολὺ ξεθωριασμένη κανελιά.

Ἂ μέρες τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ ἑννιακόσια ὀκτώ,
ἀπ’ τὸ εἴδωμά σας, καλαισθητικά,
ἔλειψ’ ἡ κανελιὰ ξεθωριασμένη φορεσιά.

Τὸ εἴδωμά σας τὸν ἐφύλαξε
ὅταν ποὺ τἄβγαζε, ποὺ τἄριχνε ἀπὸ πάνω του,
τ’ ἀνάξια ροῦχα, καὶ τὰ μπαλωμένα ἐσώρουχα.
Κ’ ἔμενε ὁλόγυμνος· ἄψογα ὡραῖος· ἕνα θαῦμα.
Ἀχτένιστα, ἀνασηκωμένα τὰ μαλλιά του·
τὰ μέλη του ἡλιοκαμένα λίγο
ἀπὸ τὴν γύμνια τοῦ πρωιοῦ στὰ μπάνια, καὶ στὴν παραλία.ραλία.








Κ.Π. Καβάφης, παντα Ποιητικά,κδόσεις ψιλον, θήνα 1990.


Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

«Νέοι τῆς Σιδῶνος 1970», ἕνα ποίημα τοῦ Μανόλη Ἀναγνωστάκη






ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ 1970
Κανονικὰ δὲν πρέπει νά 'χουμε παράπονο
Καλὴ κι ἐγκάρδια ἡ συντροφιά σας, ὅλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερὰ — ἀρτιμελὴ ἀγόρια
Γεμάτα πάθος κι ἔρωτα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δράση.
Καλά, μὲ νόημα καὶ ζουμὶ καὶ τὰ τραγούδια σας
Τόσο, μὰ τόσο ἀνθρώπινα, συγκινημένα,
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ πεθαίνουν σ' ἄλλην Ἤπειρο
Γιὰ ἥρωες ποὺ σκοτώθηκαν σ' ἄλλα χρόνια,
Γιὰ ἐπαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Γιὰ τὸν καημὸ τοῦ ἐν γένει πάσχοντος Ἀνθρώπου.
Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾶ τούτη ἡ συμμετοχὴ
Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας
Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὸν καὶ δραστικὸ — κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιοῦσθε μὲ τὸ παραπάνω
Δυὸ-δυό, τρεῖς-τρεῖς, νὰ παίξετε, νὰ ἐρωτευθεῖτε,
Καὶ νὰ ξεσκάσετε, ἀδελφέ, μετὰ ἀπὸ τόση κούραση.

(Μᾶς γέρασαν προώρως, Γιῶργο, τὸ κατάλαβες;)





Μανόλης Ἀναγνωστάκης, ἀπὸ τὴ συλλογή, Ὁ στόχος, ἀπὸ τὴν συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ποιήματα 1941-1971, πρώτη ἰδιωτικὴ ἔκδοση, Θεσσαλονίκη 1971· Ἐκδόσεις Πλειᾶς, Ἀθήνα 1976· Ἐκδόσεις Στιγμή, Ἀθήνα 1985· Ἐκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2000.


ΥΓ: Ποίημα ἀφιερωμένο σὲ ὅλους, νέους καὶ παλαιότερους! Καὶ ὅποιος καταλάβει, κατάλαβε... 



Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

«ΚΑΛΙΑΡΝΤΑ – Ἐρασιτεχνικὴ γλωσσολογικὴ ἔρευνα τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου», ἀφιέρωμα στὸ ἱστορικὸ λεξικὸ




Ἐξώφυλλο καὶ ὁπισθόφυλλο τῆς πρώτης ἔκδοσης, φιλοτεχνημένο ἀπὸ τὸν Κώστα Μποστατζόγλου. Μὲ ἀναγραμματισμένο τὸν τίτλο καὶ ἀνάποδα τὰ γράμματα, ἀπὸ τὶς φανταστικὲς Ἐκδόσεις Δίγαμμα.


ΚΑΛΙΑΡΝΤΑ – Ἤτοι, τὸ γλωσσικὸν ἰδίωμα τῶν κιναίδων, ὅπερ παρ᾿αὐτοῖς εἶναι γνωστὸ ὡς καλιαρντὴ ἢ καλίαρντω καὶ ὡς τζιναβωτά, καὶ ὡς λιάρντω ἢ ντούρα λιάντρα, καὶ ὡς λατινικὰ ἢ βαθιὰ λατινικά, ἤ, ἁπλῶς, ἐτροῦσκα, καὶ ὡς λουμπινίστικα ἢ φραγκολουμπινίαστικα.

Ἕνα ἀφιέρωμα –ὅπως ἀξίζει ἀλλὰ καὶ ὅπως ὀφείλει νὰ εἶναι ἕνα ἐμπεριστατωμένο ἀφιέρωμα– σὲ τούτη τὴν ἔρευνα τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου ἄργησε λίγο, ἀλλὰ –γιὰ νὰ τὸ πῶ ὅπως ὁ λαός μας– κάλιο ἀργὰ παρὰ ποτέ! Τὰ Καλιαρντὰ κυκλοφόρησαν στὴν πρώτη ἔκδοσή τους μὲ ἀναγραμματισμένο τὸν τίτλο, άτνραιλακ, καὶ ἀνάποδα τὰ γράμματα, ἔτσι ὥστε νὰ διαβάζεται ὄχι μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἀλλὰ –ὅπως δηλώνει καὶ ὁ συγγραφέας τους– «μόνον μὲ τὴν βοήθεια καθρέφτη». Σὲ μεταγενέστερη ἔκδοσή τους, τὸ 1980, συμπληρώθηκε ὁ ὑπότιτλος, Ἐρασιτεχνικὴ γλωσσολογικὴ ἔρευνα τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου καὶ προστέθηκε στὸ ἐσώφυλλο ὁ παραπάνω μακρύς, δεύτερος ὐποτίτλος.
Ἀρχικὴ ἰδέα ἦταν νὰ κυκλοφορήσει τὸ βιβλίο σὲ τετράγωνο σχῆμα καὶ ἡ ἔκδοση νὰ συνοδεύεται μὲ ἕνα δισκάκι 45 στροφῶν. Ὁ γραφίστας Ἀνακρέων Καναβάκης ἔδωσε τὶς πολύτιμες τεχνικὲς ὁδηγίες του γιὰ μιὰ τσέπη στὸ ὀπισθόφυλλο ποὺ θὰ ἔμπαινε ὁ δίσκος, καὶ, ὁπως σχεδίαζε ὁ συγγραφέας: «στὸ δισκάκι αὐτὸ θὰ εἶχα φωνογραφημένες καλιαρντὲς συνομιλίες, εἰπωμένες ἀπὸ διάφορες ἀδερφές, ὥστε νὰ καλύψω τὸ ἀπαράδεκτο φωνολογικὸ κενὸ τοῦ λεξικοῦ». Ἡ ἰδέα ναυάγησε, ὅταν ἡ μονοπωλιακὴ ἑταιρία τοῦ ζήτησε ἄδεια τῆς λογοκρισίας προκειμένου νὰ προσχωρήσουν στὴν τύπωση τῶν δίσκων. Κάτι ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ βρεθεῖ...
Ἡ ἔκδοση τοῦ λεξικοῦ μὲ τὴ γλώσσα τῶν ὀμοφυλόφιλων τῆς Ἀθήνας ἀποτελεῖ ἕνα μακρινὸ παρελθὸν τώρα πιὰ καὶ ἐλάχιστοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς gay γνωρίζουν τόσο τὸ θέμα, πολὺ δὲ περισσότερο τὸ ἱστορικὸ βιβλίο τοῦ Πετρόπουλου -καλά, γιὰ νὰ τὸ ἔχουν μελετήσει οὔτε κουβέντα! Μὴν περιμένετε νὰ βρεῖτε στὸν λόγο τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου τὶς λέξεις gay καὶ queer, καὶ γενικὰ τὴν σημερινὴ ὁρολογία γύρω ἀπὸ τὸ ὅλο θέμα. Ὁ συγγραφέας, ἂν καὶ γνώστης τῆς διεθνοῦς ὁρολογίας προτιμᾶ νὰ ἀναφέρται στοὺς ὁμοφυλόφιλους μὲ τοὺς ὅρους καὶ τοὺς χαρακτηρισμοὺς τῆς πιάτσας: πούστης, ἀδερφή, λουμπίνα, κίναιδος! Αὐτό, σὲ καμιὰ περίπτωση, δὲν ὑποβιβάζει στὰ μάτια μας τὸν κορυφαῖο λαογράφο μας, μιὰ καὶ ὁ ἰδιος στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου του σημειώνει: «Ἴσως ἡ ὁμοφυλοφιλία νὰ μοιάζει μὲ πληγή, μέσα στὶς τόσες κοινωνικὲς πληγές. Μὰ οἱ πληγὲς δὲν κρίνονται, οὔτε τιμωροῦνται»!
Τὰ Καλιαρντὰ εἶναι τὸ πρῶτο λεξικὸ στὸ εἶδος του. Ὁ Πετρόπουλος δὲν ἐπανῆλθε στὸ θέμα του, καὶ ὅπως ὁ ἴδιος δηλώνει: «δὲν ἐφρόντησα νὰ ἐξαντλήσω τὰ ὅρια τοῦ θέματός μου. Νοιώθω, ἐξ ἐνστίκτου, ὅτι ἡ καλιαρντὴ διαθέτει κάπου πέντε χιλιάδες λέξεις. Ἀπὸ καθαρὴ τεμπελιὰ κι ἀπ᾿ τὸν φόβο μου μὴ μὲ προκάνει κάνας ἄλλος (τὸ μυστικὸ τῆς δουλειᾶς μου εἶχε διαρρεύσει) δὲν ἐμερίμνησα ὥστε νὰ καταγράψω τὸ μέγιστον μέρος αὐτοῦ τοῦ ἰδιώματος. Ξαφνικὰ ἔνοιωσα ἀνοήτως ἱκανοποιημένοςμὲ τὶς τρεῖς χιλιάδες λέξεις καὶ ἔσπευσα νὰ δημοσιεύσω ἕνα κολοβὸ λεξικό. Ντρέπομαι τὸ ὁλολογῶ».
Δὲν ἔχει δίκιο! Τἁ καλιαρντὰ ὡς γλώσσα ἀργκό, ἄρα ἄγραφη καὶ «τοῦ πεζοδρομίου», συνέχεια ἀνανεώνεται, διαμορφώνεται, ἀνασυντάσεται. Ἔτσι προκύπτουν νέες λέξεις καὶ οἱ παλιὲς ξεχνιοῦνται καθὼς οἱ γενιὲς ἀλλὰζουν, σὰν τὰ φύλλα τῶν δέντρων, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν Ὅμηρο! Εἶναι πραγματικά, ἀνεκτίμητα πολύτιμη ἡ συμβολὴ τοῦ Πετρόπουλου μὲ αὐτό του τὸ πόνημα. Νὰ προσθέσουμε πώς, γιὰ ἀντίστοιχη δουλειὰ στὴ Γαλλία τοῦ ᾿70, οἱ δυὸ συγγραφεῖς τοῦ ἀντίστοιχου λεξικοῦ τιμήθηκαν μὲ βραβεῖο. Πόσες νομίζεται πὼς ἦταν οἱ λέξεις ποὺ παρουσίαζαν στὸ λεξικό τους; Μόλις κάπου 180 λέξεις!
Ὁ ἴδιος ὁ Πετρόπουλος ἀναφέρει πὼς αὐτολογοκρίθηκε ἀποφεύγοντας νὰ δημοσιεύσει στὸ βιβλίο του μιὰν ὁλόκληρη λειτουργία γάμου στὴν καλιαντρή, μιὰ καὶ ἔκρινε πὼς κάτι τέτοιο θὰ ἦταν ὑπέρ τὸ δέον προκλητικό. Εἰλικρινὰ εἶναι κρίμα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη κατανοεῖ κανεὶς τοὺς λόγους ποὺ ἐν ἕτη 1971 ἔκακαν, τὸν ὁμολογουμένως τολμηρὸ Περτόπουλο, νὰ αὐτολογοκριθεῖ. Ἀναφέρει πάντως πώς: «τέτοιες λειτουργίες χρησιμοποιοῦνται στοὺς ψευτογάμους ποὺ συνάπτονται μεταξὺ πούστηδων καὶ τεκνῶν, καί, ὅπου ἀκολουθεῖται πιστὰ τὸ σχετικὸ τυπικόν».
Ἀναφερόμενος στὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῶν καλιαρντῶν ὁ Περόπουλος γράφει στὴν εἰσαγωγή του: «Οἱ κίναιδοι ἔχουν τὴν ἰδιαίτερη γλώσσα τους, ὅπως ἀκριβῶς οἱ μάγκες ἔχουν τὰ κουτσαβάκικα. [...] Τὰ Καλιαρντὰ εἶναι μιὰ προφορικὴ γλώσσα μὲ χιλιάδες λέξεις. Δὲν διαθέτουμε μνημεῖα γραπτοῦ λόγου στὴν καλιαρντή. Ὑπάρχουν κίναιδοι ποὺ ὁμιλοῦν θαυμάσια τὰ καλιαρντά. Ἡ μάζα ὅμως τῶν κιναίδων χρησιμοποιεῖ μόνο τρεῖς-τέσσερεις ἑκατοντάδες λέξεις. Ὁ κίναιδος ποὺ ὁμιλεῖ τὰ καλιαρντὰ ἔχει πλήρη ἐποπτεία τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας. Σήμερα ἡ καλιαρντὴ δὲν ἔχει μιὰν ἑνιαίαν ὄψη, ἀλλὰ ἐμφανίζεται σὰν ἕνα σύνολο σὲ δύο ἐπίπεδα: τὴν ἁπλὴ καλιαντρὴ καὶ τὴν λιάντρω (ἢ ντούρα λιάντρα). Ἡ πρώτη ὁμιλεῖται λίγο-πολὺ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς κίναιδους ἡ δεύτερη εἶναι ἡ οἰονεὶ καθαρεύουσα ποὺ τὴν χειρίζονται οἱ πολὺ μπασμένοι, οἱ ἐλάχιστοι. [...] Χωρὶς νὰ ἀποκλείονται οἱ μοναχικὲς έξαιρέσεις οἱ κίναιδοι ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σῶμα ὑπάγονται οἱ θηλυπεπεῖς ποὺ γυρίζουν τὶς νύχτες στὰ κατασκότεινα πάρκα ἢ συναγελάζονται μὲ ἐπιβήτορες στὰ ἐπὶ τούτω φτωχικὰ κέντρα διασκεδάσεως, καὶ ποὺ ὅλοι γνωρίζονται καλὰ μεταξὺ τους. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ σῶμα ὁμιλεῖ τὰ Καλιαρτντα. Καλιαρντὰ δὲ σημαίνει ἄσχημα λόγια, κακὰ λόγια, περίεργα λόγια».
Ὅλα αὐτὰ το 1971. Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν, ἀλλὰ καὶ σήμερα, κανεὶς δὲν θέλησε νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τοῦ Πετρόπουλου πάνω σὲ αὐτὴ τὴ γλώσσα. Βλέπεις οἱ λαογράφοι καὶ λαογραφίζοντες, ἀλλὰ καὶ οἱ γλωσσολόγοι, σὰν γνήσιοι κηφῆνες ποὺ εἶναι, προτιμοῦν τὴν σιγουριὰ τοῦ γραφείου τους καὶ τὶς «βαριὲς» ἐργασίες τους. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ὑπάρχει λαογράφος ποὺ νὰ ἔχει ἄμεση καὶ προσωπικὴ βιωματική ἐπαφὴ μὲ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο γράφει καὶ ἀσχολεῖται. Οἱ ἐλάχιστες φωτεινὲς ἐξαιρέσεις ἐπιβεβαιώνουν –δυστυχῶς– αὐτὰ ποὺ γράφουμε. Σήμερα, φοβᾶμαι πὼς θὰ ἀπογοητευτεῖ κανεὶς βλέποντας καὶ ἀκούγοντας τὴ γλώσσα τῶν gay, ἀφοῦ ἡ καυστικὴ ἐλευθεροστομία τῆς έποχῆς ἐκείνης ἔδωσε τὴ σκυτάλη της σὲ μιὰ ἐπίπεδη, χωρὶς καμιὰ ἔμπνευση, ἐκφυλισμένη γλώσσα, φαινόμενο βέβαια γενικότερο μὲ τὰ ἑλληνικά. Ἀλλὰ ἡ κάθε ἀργκὸ δεν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ν᾿ ἀκολουθεῖ τὴν κυρίως γλώσσα... Γιὰ νὰ ἀντιληφτεῖ κανεὶς τί λέω, παραθέτω τὶς καλιαρντὲς ὀνομασίες τῆς ἐκκλησίας, ποὺ λέγεται τραγοπουρότσαρδο, τοῦ δεσπότη, σκυλοτραγόπουρος καὶ τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ στὰ καλιαρντὰ καλεῖται κηφηνότσαρδο. Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς γιὰ τί μιλᾶμε!!
Τὰ Καλιαρντὰ ἐκδόθηκαν τὸ 1971, μὲ ἐξώφυλλο φιλοτεχνημένο ἀπὸ τὸν Κώστα Μποστατζόγλου καὶ χωρὶς εἰκόνες. «Μιὰ κεφαλαιώδης ἔλειψη τῶν Καλιαντρῶν προέρχεται ἀπὸ τὴν καθολικὴ ἀπουσία φωτογραφιῶν μὲ τυπικές, ἢ τυποποιημένες, ἀδερφίστικες χειρονομίες», ἀναφέρει μὲ πίκρα ὁ συγγραφέας τους. Σὲ ἐπόμενες ἐκδόσεις βέβαια θὰ προσθέσει «μερικὲς τέτοιες φωτογραφίες». Στὴ δεύτερη πιὰ ἔκδοσή τους –Ἐκδόσεις Πλειάς 1974– τὰ Καλιαρντὰ κυκλοφόρησαν μὲ ἄλλο ἐξώφυλλο, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει καὶ πάλι τὸ έξώφυλλο τοῦ Μποστατζόγλου στὶς μετέπειτα ἐκδόσεις. Ὅπως δήλωνε στὸν ὑποτιτλο τοῦ τόμου ὁ Ἠλίας Πετρόπουλος, πρόκειται γιά: Ἑρμηνευτικόν, καί, ἐν πολλοῖς, ἐτοιμολιγικὸν λεξικόν, συγγραφὲν πρὸς χρῆσιν παρὰ τῶν φιλολόγων, ἀστυνομικῶν, λαογράφων, ψυχιάτρων, εὐζώνων, γλωσσολόγων, πυροσβεστῶν, λογοτεχνῶν, φιλανθρώπων, κοινωνιολόγων, σνομπάκιδων, θεολόγων, ναυτῶν, ἀργοσχόλων, πληροφοριοδωτῶν, ἀκαδημαϊκῶν, περιέργων, καί, γενικότερον ἀλλοκότων ἀνθρώπων, ἐκδοθὲν τὸ πρῶτον παρὰ τοῦ ἀτυχοῦς συγγραφέως Ἀθήνησιν, ἐν σωτηρίῶ ἔτει 1971.
Κατανοεῖ λοιπὸν κανεὶς πὼς τὸ ἔργο κυκλοφόρησε ἐν μέσω χούντας. Ἡ χούντα λοιπόν, βρῆκε τὸ βιβλίο ὀχληρό, χαρακτηρισμὸς ποὺ βρίσκει ἀπόλυτα σύμφωνο τὸν συγγραφέα του, ποὺ χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει: «τὸ βιβλίο εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ κάθε κυβέρνηση -καὶ δή, κωλοκυβέρνηση ἀμερικάνικης ἀποικίας», –θὰ μᾶς ἐπιτρέψει ὁ ἀναγνώστης νὰ προσθέσουμε πὼς καὶ σήμερα κυβέρνηση ἀποικίας ἔχουμε, ἁπλὰ ἄλλαξε ὁ γεωγραφικὸς προσδιορισμός· σήμερα γίναμε εὐρωπαϊκὴ ἀποικία! Συνεχίζουμε λοιπόν, λέγοντας, πώς ἡ περαιτέρω φιλολογικὴ-γλωσσολογικὴ κριτικὴ κοίταξε τὸ βιβλίο μὲ τὸ μικροσκόπιο προκειμένου νὰ ἐντοπίσει λάθη στὴν ἐτοιμολόγιση! Ἔ! βρῆκε καμιὰ δεκαριά!!
Καὶ βέβαια τὸ 1971, ἦταν δύσκολο ἂν ὄχι ἀκατόρθωτο νὰ βγεῖ ἕνα βιβλίο μὲ τὸ περιεχόμενο τῶν Καλιαντρῶν ἐκδότη. Ἔτσι ὁ συγγραφέας ἀνέλαβε μόνος του τὸ βάρος τῆς ἔκδοσης τοῦ βιβλίου του.
Ὅπως διευκρινίζει ὁ ἴδιος ὁ Πετρόπουλος σὲ ἑπόμενη ἔκδοση τοῦ βιβλίου, ὅπου παραθέτει στὸ τέλος ἐπίμετρο ὑπὸ τὸν τίτλο, Ἡ Ἱστορία τοῦ βιβλίου: «Κανεὶς ἐκδότης δὲν ἤθελε νὰ βγάλει τὰ Καλιαρντά. Οἱ ἀνύπαρκτες Ἐκδόσεις Δίγαμμα -ποὺ φιγουράρουν πάνω στὸ ἐξώφυλλο τοῦ λεξικοῦ μου- εἶναι δικό μου παραμύθι. Τὴ μέρα ποὺ ἔβγαλα στὰ βιβλιοπωλεῖα τὰ Καλιαρντὰ εἶχε ἀποφασιστεῖ ἡ φυλάκισή μου. Εἶμαι ἀπολύτως βεβαιωμένος πώς, ἡ δίωξή μου γιὰ τὰ Καλιαρντὰ δὲν ξεκίνησε ἀπὸ τὴν εἰσαγγελία. Οὔτε ἀπὸ τὴν Γενικὴ Ἀσφάλεια. Ἡ ποινική μου δίωξή μου ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ΓΔΕΑ, καί, πιθανότατα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔκανε τὸ σχετικὸ ραπόρτο εἶναι ἐκεῖνο τὸ κομπλεξικὸ καθικάκι (τέως καπετάνιος τοῦ ΕΛΑΣ) ποὺ κυκλοφορεῖ ἀπὸ βιβλιοπωπεῖο σὲ βιβλιοπωλεῖο, στεκάροντας ὅλα τὰ ἐπιλήψιμα βιβλία καὶ στέλνοντας τὰ ἄλλο πρωὶ ἕναν στρατιώτη νὰ ἀγοράσει τρία ἀντιτυπα ἑκάστου προμηθευθέντος ἐντύπου».
Καὶ ὁ ἰδιος ὁ συγγραφέας συνεχίζει:
«Γνώριζα ἐκ τῶν προτέρων τί μὲ περιμένει μὲ τὸ λεξικό μου. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὁ Κώστας Μποστατζόγλου ἔκανε τὴ μακέτα τῶν Καλιαρντῶν, τὸν παρακάλεσα νὰ βάλει ἀνάποδα τὸν τίτλο τοῦ βιβλίου, ὥστε νὰ διαβάζεται μόνον μὲ τὴν βοήθεια καθρέφτη. Τότε ἐτύπωσα καὶ ἀρκετὲς ἀφισοῦλες, σχεδιασμένες ἀπὸ τὸν Ἀνεκρέοντα Καναβάκη. Τὶς μοίρασα, αὐτοπροσώπως, σὲ πάμπολλα βιβλιωπολεῖα. Κανεὶς βιβλιοπώλης δὲν ἀνήρτησε τὴν ἀφίσα τῶν Καλιαρντῶν. Τὸ ἴδιο εἶχα πάθει, τὸ ᾿68, μὲ τὴν ἀφίσα τῶν Ρεμπέτικων τραγουδιῶν. Αὐτὸ ἤτανε τὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς. Καὶ ἴσως γι᾿ αὐτὸ δὲν ὑπάρχουν σχόλια καὶ κριτικὲς γιὰ τὰ Καλιαρντά. Μὰ ὁ κανὼν ἔχει μιὰν ἐξαίρεση: ὁ Kimon Friar έδημοσίευσε, τὸν Ὀκτώβρη τοῦ ᾿72, μιὰ θερμὴ κριτικὴ στὴν ἀμερικάνηκη έπιθεώρηση Book Abroad. Ὁ Kimon Friar εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ μίλησε γιὰ τὰ Καλιαρντα. Ἀλλά, πρέπει νά προσθέσω καὶ τὸ ότι, ὁ Ἀλέκος Σακελλάριος ἔγραψε τὸ χρονογράφημα Καλιαρντά (βλέπε: Ἐλεύθερος κόσμος, 7-3-1972), δίχως νὰ βγάλει ἄχνα γιὰ τὸ λεξικό μου».
Τὸ 1976 στὸ Bulletin analytique de bibliographie Hellenique, τοῦ Γαλλικοῦ Ἰνστιτούτου Ἀθηνῶν δημοσιεύεται μιὰ ὁλοσέλιδη κριτικὴ γιὰ τὰ Καλιαρντὰ μὲ ὑπογραφὴ N. Coutouzis. Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ἡ γαλλικὴ ἐπιθεώρηση Topique (τεῦχος 20, Ὀκτώβριος 1977) κυκλοφόρησε ἡ μελέτη τῆς Hélène Ioannidi, Caliarda la langue secrète des homoxexuels grecs, ἕνα διεξοδικὸ κείμενο τριάντα πέντε σελίδων. Λίγο ἀγρότερα κυκλοφορεῖ ἡ μελέτη The Greek Gays Have a Word for It τοῦ Dr Steve A. Demakopoulos, ποὺ φιλοξενήθηκε στὴν πρωτοποριακὴ ἀμερικάνικη ἐπιθεώρηση Maledicta / The International Journal of the Verbal Aggression (τόμος ΙΙ, τεῦχος 1+2, 1978). Τὸ κείμενο αὐτὸ ξεκαθαρίζει καὶ μᾶς δείχνει πὼς τὰ Καλιαρντὰ προηγήθηκαν τοῦ διάσημου ἀντίστοιχου ἀμερικάνικου λεξικοῦ The Queer’ Vernacular τοῦ bruce Rodges ποὺ κυκλοφόρησε στὰ τέλη τοῦ ᾿72. Τὸν Ὀκτώβρη τοῦ ᾿78 Ὁ πολίτης (τεῦχος 21) παρουσίασε μιὰ μελέτη τοῦ γιὰ τὴ γλώσσα τῶν ὁμοφυλοφίλων τοῦ Νίκου Παπαγιάννη. Μελέτη ξεπερασμένη ἐν τῇ γεννέση της!
Ὁ Ἠλίας Πετρόπουλος δέχθηκε πλῆθος συγχαρητηρίων ἐπιστολῶν -δυστυχῶς ὄχι ἀπὸ ἀναγνώστες- γιὰ τὶς ὁποῖες, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, «δὲν κουβεντιάζει», ἀλλὰ καὶ «σκληρὰ», ὅπως τὰ χαρακτηρίζει γράμματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων τοῦ φίλου του Γιώργου Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἐκφράστηκε ἀρνητικὰ γιὰ τὰ προλεγόμενα μιλώντας «γιὰ δρόμο τοῦ Θεοῦ!», σὲ ποιόν, στὸν Πετρόπουλο!! Ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὸ συγκλονιστικὸ κείμενο τοῦ γλωσσολόγου Βασίλη Φόρη, ποὺ παρακινημένος ἀπὸ τὸν Ρένο Ἀποστολίδη ἔστειλε στὸν συγγραφέα τῶν Καλιαρντῶν μιὰ ἐγκωμιαστικὴ ἐπιστολή. Δυὸ ἐπιστολὲς τῶν ἄκρων δηλαδὴ γιὰ τὸ ἴδιο πάντα βιβλίο. 

 

Ἐξώφυλλο ἔκδοσης τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Νεφέλη ὅπου καὶ διατηρήθηκε τὸ ἀρχικὸ ἐξώφυλλο τοῦ Κώστα Μποστατζόγλου, χωρὶς βέβαια τὸν ἀναγραμματισμὸ τοῦ τίτλου.




Ἡ Ἱστορία τοῦ βιβλίου
Ὁ Πετρόπουλος, ὑπὸ τὸν παραπάνω τίτλο, στὸ ἐπίμετρο ἐπανέκδοσης, μᾶς ἀφηγεῖται σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορία τοῦ βιβλίου:
«Θὰ σᾶς άφηγηθῶ, ξερὰ τὴν φανερὴ καὶ κρυφὴ ἱστορία τῶν Καλιαρντῶν. Θὰ προσπαθήσω νάμαι ψύχραιμος καὶ εἰλικρινής.
Πρωτόμαθα τὴν ὕπαρξη τῆς κρυφῆς γλώσσας τῶν ὁμοφυλόφιλων (κουραβέλτα / ἀβέλω / πούλη κτλ.) καὶ θυμᾶμαι πολὺ καλά, πὼς οἱ συμμαθητές μου ἀποκαλοῦσαν αὐτὴ τὴ γλώσσα λουμπινίστικα. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ ᾿44 ἐσκότωσαν τὸν πατέρα μου. Ἤμουν ἀναγκασμένος, ἐγκαταλείποντας τὸ σχολεῖο, νὰ δουλέψω. Ἔπιασα δουλειὰ σὰν ἐργάτης ὁδοποιΐας. Τὴ μέρα ποὺ γύριζα στὴν Ἀθήνα ὁ Νίκος Ζαχαριάδης, κοσκίνιζα ρύζι στὴ δημοσιὰ Θεσσαλινίκης-Σερρῶν, ἐκεῖ κάπου στὰ ὑψώματα τοῦ Λαχανᾶ. Τότε, ξανάκουσα ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τὶς λουμπινίστικες λέξεις ποὺ ἤξερα, καθὼς καὶ μερικὲς ἄλλες. Τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ ᾿46 διορίστηκα φύλακας στὸ μεγάλο πάρκο τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου ἐδούλεψα ὣς τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ᾿49, πηγαίνοντας παράλληλα σὲ νυχτερινὸ γυμνάσιο. Τὸν Σεπτέμβρη τοῦ ᾿49 πῆρα μετὰθεση γιὰ τὴν Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη Θεσσαλονήκης, ἀλλὰ λίγες μέρες ἀργότερα μὲ ἀπέλυσαν ὡς κομμουνιστή.
Σήμερα, καταλαβαίνω πεντακάθαρα ὅτι αὐτὸ τὸ μεγάλο πάρκο τῆς Θεσσαλονίκης (καὶ τὰ πέριξ του) ὑπῆρξε γιὰ μένα ἕνα Μεγάλο Πανεπιστήμιο. Ἐκεῖ, ἔκανα παρέα μὲ σαλταδόρους, ἀϊμπατζῆδες, πουτάνες, χασίκλες, ντανατζῆδες, πούστηδες, κλεφτρόνια καὶ παπατζῆδες. Ἐκεῖ, πρωτάκουσα τὴ γλυκιὰ μυρωδιὰ τοῦ χασισιοῦ -δυστυχῶς, ποτέ μου δὲν ἐφούμαρα χασίσι. Ἐκεῖ, ἔμαθα καλὰ τὰ ρεμπέτικα τραγούδια, ἂν καὶ ἡ σπουδή τους εἶχε ἀρχίσει μὲς στὸ σπίτι μας. Ἐκεῖ, ἄρχισα νὰ ἀποτυπώνω τὴν καλιαρντή. Εἶχα γιὰ δάσκαλο ἕναν εὐγενέστατο ὁμοφυλόφιλο, τὸν Μένη (ἤ, Ζουμπουρλίκα), τέως καὶ μετέπειτα ἀρχιμανδρίτη, νῦν συγχωρεμένο. Ἂν θυμᾶμαι καλά, θὰ εἶχα ἀποστηθίσει καμιὰ πενηνταριὰ λέξεις. Αὐτὸ ἦταν ὅλο. Ἐπὶ εἴκοσι χρόνια δὲν ξανάπιασα στὸ στόμα μου τὰ λουμπινίστικα.
Δὲν λογαριάζω τὴν ἐποχὴ τῆς θητείας μου, γιατὶ δὲν ἀπεκόμησα τίποτα ἀπὸ τὴν φανταρία.
Ξαφνικά, τὸ καλοκαίρι τοῦ ᾿68, πέφτω μὲ τὰ μούτρα στὴν καταγραφὴ τῶν καλιαρντῶν. Δούλεψα, σὰν τρελός, ὣς τὶς 7-6-1969, ὁπότε συνελήφθην γιὰ τὰ Ρεμπέτικα τραγούδια. Τὴν ἡμέρα τῆς συλλήψεώς μου εἶναι ἤδη ἔτοιμα: ὁ πρόλογος τῶν Καλιαρντῶν, κάπου τρεῖς χιλιάδες λήμματα τοῦ λεξικοῦ, καὶ σχεδὸν ὅλες οἱ τελικὲς παρατηρήσεις. Ἀλλά, ὀφείλω νὰ τονίσω ὅτι, τὸ ᾿69, τὰ περίπου ἔτοιμα Καλιαρντὰ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἑρμηνευτικὸ λεξικό. Μὲς στὴν φυλακὴ ἀποφάσισα νὰ ἐργαστῶ καὶ ἐπὶ τῆς ἐτυμολογίας τῶν λέξεων ποὺ εἶχα μαζέψει. Αὐτὴ ἡ δουλειά ἔγινε, τὸ ᾿70, στὴ φυλακὴ τῆς Κασσάνδρας. Τότε ἔκανα καὶ τὶς σχετικὲς ταξινομήσεις / συγκρίσεις τῶν συνωνύμων. Τὰ συνώνυμα μοῦ κόστισαν τρεῖς μῆνες ἐργασία.
Γιὰ τὴν περισυλλογὴ τῶν τριῶν χιλιάδων λέξεων χρειάστηκε νὰ δουλέψω κάπου ἕνα χρόνο. Πῶτα-πρῶτα, ἐντόπισα τὰ στέκια ὅπου συχνάζουν οἱ ἀδερφές. Κάθε νύχτα, ἱεροκρυφίως, ἔκανα μιὰ μικρὴ ἐκστρατεία. Ἄλλοτε βρισκόμουνα σὲ ἕνα ταβερνάκι πλάι στὸ σφαγεῖο τῆς Κηφισιᾶς, ἄλλοτε στὸ διαβόητο ΜΟΥ-ΣΟΥ τῆς Ἱερᾶς Ὁδοῦ (πρὶν τὴν γέφυρα τοῦ Αἰγάλεο), ἄλλοτε στὴν Μπόνα Λέγκω τῆς Καλλίπολης Πειραιῶς (στὸ τέρμα τῶν λεωφορείων).Ὅταν πιὰ ἔψαυσα τὰ ὅρια τῆς ἔρευνάς μου, βάζοντας στὴν τσέπη μου τὸ σχετικὰ σημείωμα / διάγραμμα, ἐπισκεύτηκα στὴν Γενικὴ Ἀσφάλεια τὸν διοικητὴ τοῦ Τμήματος Ἠθῶν. Τότε διοικητὴς τοῦ Τμήματος Ἠθῶν ἦτο ὁ ἀστυνόμος Γεώργιος Ντουμάνης. Εἶχε πιά, ξεσπάσει τὸ σκάνδαλο μὲ τὰ Ρεμπέτικα τραγούδια. Ὡστόσο, ὁ ἀστυνόμος Ντζουμάνης ὑπῆρξε μαζί μου ἐξαιρετικῶς εὐγενής, ἀλλὰ καὶ ἐξαιρετικῶς φειδωλός. Τοῦ ζήτησα νὰ βοηθήσει τὴν ἐργασία μου. Ὁ ἄξων τῶν ἀπαντήσεών του ἦτο: δὲν ὑπάρχουν ὁμοφυλόφιλοι στὴν Ἑλλάδα > κάτι λίγοι κίναιδοι, ποὺ γύριζαν στοὺς δρόμους, ἔχουν νοικοκυρευτεῖ καὶ δουλεύουν ὡς ὑπηρέτες πορνῶν > καλὰ θὰ κάνετε, κύριε Πετρόπουλε, νὰ μὴ γράφεται τέτοια βιβλία, διότι φέρνετε εἰς δύσκολον θέσιν τὴν ἐθνικὴν κυβέρνησιν.
Ἂς μὴν τὸ ξεχνᾶμε, εἴμαστε στὰ 1968.
Κατάλαβα ὅτι ἀπὸ τὴν ἀστυνομία δὲν θὰ βγάλω τίποτα. Εὐχαρίστησα τὸν ἀστυνόμο Ντζουμάνη καὶ γύρισα νὰ φύγω, ἀκολουθούμενος ἀπὸ κάποιον ἀρχιφύλακα πού, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συνομιλίας, στεκόταν δίπλα μου. Στὸν προθάλαμο τοῦ ἀστυνόμου, αὐτὸς ὁ ἀρχιφύλακας μὲ σταμάτησε καὶ μοῦ ἔδωσε κάμποσες σπουδαῖες πληροφορίες γύρω ἀπὸ τὰ στέκεια τῶν κίναιδων.
Σιγὰ-σιγὰ μὲ πείσμα καὶ ἀλεπουδιές, μὲ καραγκιοζιλίκια, μὲ λύσσα, χώθηκα στὴν κατάκλειστη κάστα τῶν πούστηδων. Εἶναι σχεδὸν ἀδύνατον νὰ μπεῖς μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ φάρα. Μόνον ἡ κάστα τῶν πρεζάκηδων εἶναι πιὸ κλειστὴ ἀπὸ τὴν κάστα τῶν πούστηδων. Γι᾿ αὐτό, ἐδημοσίευσα μὲ μεγάλη περηφάνεια στὰ Ρεμπέτικα τραγούδια, δυὸ-τρία μουρμούρικα ποὺ κατάφερα νὰ ἀποσπάσω ἀπὸ τοὺς πρεζάκηδες. Ὁ ἀδαὴς δὲν νιώθει τὰ λόγια μου, μὰ ὁ ἐπαγγελματίας λαογράφος καταλαβαίνει πολὺ καλὰ τί λέω. Ὁ μάγκας, ἡ πουτάνα, ὁ χασικλής, ὁ πούστης, δαγκώνουν. Γιὰ νὰ τοὺς προσεγγίσω ἔπρεπε νὰ ἀνακαλύψω μιὰ καινούργια μεθοδολογία. Ὅπως άποδεικνύεται, ἡ μεθοδολογία μου ὑπῆρξε ἀποτελεσματική.
Βγῆκα ἀπὸ τὴ φυλακὴ τὸν Φεβρουάριο τοῦ ᾿71. Εἶχα μαζί μου τό χειρόγραφο τῶν Καλιαρντῶν. Μόλις ἔφτασα στὴν Ἀθήνα, κατευθύνθηκα στὸν βιβλιοδέτη Γιῶργο Σιδέρη. Αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος μοῦ εἶχε κρύψει καὶ διαφυλάξει χίλια ἀντίτυπα τῶν Ρεμπέτικων τραγουδιῶν. Σηκώθηκα καὶ πῆγα στὸν βιβλιέμπορο Γιάννη Χιωτέλη. Τοῦ μίλησα γιὰ τὰ χίλια ἀντίτυπα. Δίχως πολλὲς κουβέντες, μοῦ ἔσκασε στὸ χέρι ἑκατὸ ζωντανὰ χιλιάρικα. Μὲ τὴν μεσολάβηση τῆς μεταφράστριας Ἀγγέλας Βερικοκάκη, βρῆκα μιὰ κυρία ποὺ ἄρχισε νὰ δακτυλογραφεῖ τὰ Καλιαρντά. Τὸ Πάσχα τοῦ ᾿71 ξεκίνησε ἡ στοιχειοθεσία τοῦ λεξικοῦ στὸ τυπογραφεῖο τοῦ Κλαπάκη, τέρμα Ἀχαρνῶν. Ἀγόρασα πέντε τόνους χαρτί, δίνοντας 55.000 δραχμὲς (ναί, τὸ χαρτὶ εἶχε ἕντεκα δραχμὲς τὸ κιλό!), καὶ τὸ κουβάλησα στὸ τυπογραφεῖο. Τὸν Ἰούνιο τὰ 10.000 ἀντίτυπα τοῦ βιβλίου ἦταν ἕτοιμα. Ἔδωσα στὸν Καλπάκη κάπου 40.000 δραχμές. Μόνος μου ἔκανα τὴ σελιδοποίηση καὶ τὶς διορθώσεις τοῦ βιβλίου. Στὸ τυπογραφεῖο ἐπήγαινα, δυὸ φορὲς τὴ μέρα, μὲ ταξί. Συνολικῶς, ἐπλήρωσα σὲ ταξὶ 13.000 δραχμές. Γιὰ νὰ ζήσω ἐγὼ καὶ γιὰ νὰ πληρώσω τὴ δακτυλογράφο, ἐπούλησα τὰ τελευταῖα διακόσια ἀντίτυπα τῶν Ρεμπέτικων τραγουδιῶν ποὺ εἶχα κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι μου. Στὸ τέλος δὲν μποροῦσα νὰ πληρώσω τὴ βιβλιοδεσία. Ἀπὸ τὴ δύσκολη θέση μ᾿ ἔβγαλε ὁ ἐκδότης Στρατῆς Φιλιππότης, δανείζοντάς μου 15.000 δραχμές. Τὴν ἴδια διακρητικότητα ἔδειξε ἀπέναντί μου καὶ ὁ συνθέτης Μίμης Πλέσσας, ποὺ μὲ εἰδοποίησε νὰ περάσω άπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάρω ὅσα λεφτὰ θέλω. Προσέτι ὁ Βασίλης Τσιτσάνης μοῦ ἔδωσε 5.000 χιλιάρικα. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ξεχάσω αὐτὲς τὶς γενναιόψυχες χειρονομίες. Καὶ ἐδῶ πρέπει ν᾿ ἀναφέρω ὅτι, ὁ τσιγκογράφος Κώστας Χαλκιόπουλος, ποὺ ἔκανε τὸ κλισὲ τοῦ λεξικοῦ, δὲν δέχτηκε νὰ πληθωθεῖ. Καί, ἐπιπλέον ἀγόρασε ἀπὸ τοῦ Κολλάρου εἴκοσι ἀντίτυπα τοῦ βιβλίου. Ἰδοὺ γιατὶ εἶμαι αἰσιόδοξος...»



Ἠλίας Πετρόπουλος


Ἡ δίκη τῶν Καλιαρντῶν
Ὁ Πετρόπουλος, πάντα στὸ ἐπίμετρο τῆς ἐπανέκδοσης τῶν Καλιαρντῶν, ἀφηγεῖται γιὰ τὴ δίκη του μὲ ἀφορμὴ τὴν κυκλοφορία τοῦ βιβλίου: «Γιὰ τὰ Καλιαρντὰ ἔγινε μιὰ καὶ μοναδικὴ δίκη, στὶς 8-5-1972. Μοῦ ἐθυροκόλλησαν τὸ σχετικὸ κλητήριον θέσπισμα στὶς 24-3-1972. Οἱ κατηγορίες ἤσανε:
1. περιΰβρισις δημοσίας ἀρχῆς, τυουτέστιν περιΰβρισις τοῦ πρωθυπουργοῦ, τοῦ ὑπουργοῦ συντονισμοῦ, τοῦ ὑπουργείου δημοσίας τάξεως, τῶν ἀστυνομικῶν ἀρχῶν,
2. περιΰβρισις τοῦ βασιλικοῦ ἐμβήματος,
3. κακόβουλος περιΰβρισις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας,
4. κυκλοφορία ἀσέμνων δημοσιευμάτων.
Μάρτυρες κατηγορίας ὑπῆρξαν ὁ ἀστυνομικὸς Σπυρίδων Γκότσης καὶ οἱ καθηγητὲς Ἐμμανουὴλ Μηλιαράκης καὶ Γεώργιος Ροδίτης.
Προσπάθησα νὰ προετοιμάσω τὴν ἄμυνά κου. Ἤδη, στὶς 14-31-1972, εἶχα καταθέσει στὸν ἀστυνόμο Καλογερόπουλο, τῆς Γενικῆς Ἀσφάλειας, τήν ἑξῆς γραπτὴ δήλωση:
Ἀρνοῦμαι καὶ ἀποκρούω τὴν κατηγορία.
Οἱ κατήγοροί μου, προφανῶς ἐξ ἁγνῶν ἀνιδιοτελῶν σκέψεων ἀλαυνόμενοι, ἀγνοοῦν τὰ συνήθη πλαίσια ἐντὸς τῶν ὁποίων, παντοῦ καὶ ἀπὸ χιλιετιῶν, ἐργάζονται οἱ ἐπιστήμονες καὶ οἱ καλλιτέχναι.
Εἰδικότερον, διὰ τὰ Καλιαρντὰ ἔχω νὰ παρατηρήσω ὅτι:
1. Δὲν ἀποτελοῦν δημιούργημά μου, ἀλλὰ ἀποτύπωσιν τμήματος τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος.
2. Ἀπὸ ἐτῶν ἐργάζομαι διὰ τὴν προώθησιν τῆς νεοελληνικῆς λαογραφικῆς καὶ δὴ τῆς ἀστικῆς τοιαύτης.
3. Δὲν ἀποτελοῦν μετέωρον λεξικόν, ἀλλὰ τμῆμα εὐρείας λεξιθηρικῆς καὶ γλωσσολογικῆς ἐρεύνης μου, διαλαμβανούσης ἕτερα τέσσερα λεξικά. Ἐντὸς τοῦ τους θὰ θέσω εἰς κυκλοφορίαν τὸ Ὑπο-λεξικόν, ἤτοι τὸ γλωσσάριον τοῦ ὑποκόμου.
4. Αἱ εἴκοσο-δύο βάναυσοι καὶ χυδαῖαι λέξεις, δι᾿ ἃς κατηγοροῦμαι, ἀποτελοῦν πενιχρὸν ποσοστὸν δι᾿ ἕν λεξικὸν τριῶν χιλιάδων λέξεων.
5. Παρόμοια λεξικὰ κυκλοφοροῦν εἰς τὴν ξὲνην κατὰ ἑκατοντάδας. Εἰς τὴν ἀλλοδαπὴν γίνονται ἀντικείμενον ἐνδελεχοῦς κριτικῆς καὶ οὐχὶ ποινικῆς διώξεως.
Στὴ δίκη τῶν Καλιαρντῶν εἶχα μιὰ στρατιὰ μαρτύρων ὑπερασπίσεως: τὸν καθηγητὴ Γ.Π. Σαββίδη, τὸν φιλόλογο Στέφανο κουμανούδη, τὸν λογοτέχνη Δημήτρη Ποταμιάνο, τὸν κριτικὸ Γιάννη Μπακογιανόπουλο, τὸν ποιητὴ Δημήτρη Ἄναλι, τὸν συγγραφέα Πάρη Τακόπουλο, τὸν νῦν καθηγητὴ Ἀλέξανδρο Λαγόπουλο, τὸν δημοσιογράφο Λευτέρη Παπαδόπουλο, τὸν γλύπτη Θύμιο Πανουργιά, τὸν μεταφραστὴ Νίκο Γερανάκο, τὸν γραφίστα Ἀνακρέοντα Καναβάκη, τὸν μακαρίτη τυπογράφο Μάνο Φρουζάκη, τὸν μουσικὸ Μάνο Αὐγέρη, τὸν συγγραφέα Γιάννη Σακελαρίδη, τὴν μεταφράστρια Ἀγγέλα Βερικοκάκη, τὸν φωτογράφο Γιάννη Σκουρογιάννη, τὸν συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο καὶ ἴσως μερικοὺς ἄλλους. Φυσικά, τὸ δικαστήριο ἀρνήθηκε ν᾿ ἀκούσει ὅλους τοὺς μάρτυρές μου. Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ καταθέσουν πὼς προσφέρθηκαν νὰ καταθέσουν ὡς μάρτυρες ὑπερασπίσεως πολλοὶ ἄλλοι, ὅπως ὁ Ρένος Ἀποστολίδης, ἢ ἡ γλύπτρια Ναταλία Μελᾶ. Ἀναγκάστηκα ν᾿ ἀρνηθῶ τὴν προσφορὰ τοῦ Ρένου, γιατὶ ὁρισμένοι μάρτυρες ὑπερασπίσεως μὲ ἀπείλησαν μὲ ἀποχώριση. Σήμερα, χαρακτηρίζω τὴν τοτινὴ στάση μου ἔναντι τοῦ Ρένου σὰν καθαρὴ μπαμπεσιά.
Συνήγορός μου ἦτο ὁ Διονύσης Μπουλοῦκος (τὸ νὰ ἔχεις, τὸ ᾿72, συνήγορο τὸν Μπουλοῦκο ἰσοδυναμοῦσε μὲ αὐτοκτονία). Ὁ μάρτυρας κατηγορίας ἀστυνόμος Γκότσης κατέθεσε μὲ σεμνότητα. Μάλιστα, λίγο πρὶν ἀρχίσει ἡ δίκη, ἑνῶ συνομιλοῦσα μὲ τὸν Σαββίδη, μὲ πλησίασε καὶ μὲ συμβούλευσε νὰ ἀποπέμψω τὸν Μπουλοῦκο. Τοῦ ἀπάντησα ὅτι ἔχω ἄλλον δικηγόρο κι ὅτι ὁ Μπολοῦκος ἤρθε χατιρικῶς, γιατὶ εἴμαστε παιδικοὶ φίλοι. Ἀμέσως ἐνημέρωσα ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸν Μπολοῦκο πού, ἀστραπιαίως, ἔφερε ἕναν ἄγνωστό μου δικηγόρο, στοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα κόψαμε τὸ σχετικὸ διπλότυπο. Ἔτσι ὁ Μπουλοῦκος ἐμφανίστηκε ὡς συνήγορος Νο 2 καὶ αὐτός, ἐκράτησε ὅλο τὸ βάρος τῆς δικανικῆς ἄμυνας. Πρέπει νὰ πῶ ὅτι με τὸν Διονύση δὲν εἴμαστε παιδικοὶ φίλοι. Εἴχαμε γνωριστεῖ στὴν φυλακὴ Ἀβέρωφ, τό καλοκαίρι τοῦ ᾿69. Γίναμε φίλοι ἀνταλάσσοντας βιβλία καὶ πολιτικὲς ἰδέες. Ἐπίσης, πρέπει νὰ προσθέσω ὅτι ὁ Μπουλοῦκος εἶναι ὁ μόνος πολιτικὸς κρατούμενος ποὺ ἔνιωσε πὼς μὲς στὴ φυλακὴ ἐπιτελοῦσα ἔργον. Καὶ πάντα του μὲ παρακολουθοῦσε μὲ ἀγάπη.
Ξαναγυρίζω στὴ δίκη. Ὅλως ἀντιθέτως πρὸς τὸν ἀστυνόμο Γκότση, οἱ ἄλλοι δυὸ μάρτυρες κατηγορίας (Μηλιαράκης καὶ Ροδίτης) κατέθεσαν ἐναντίον μου μὲ φανατισμό. Ἡ ἀστυνομία ξέρει ἄριστα τὴ δουλειά της.
Ὁ πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου (ὀνόματι Παναγιώτης Θεοδωρόπουλος) ὑπῆρξε ἄψογος καὶ φρόντησε νὰ ἐπιβάλει μιὰν ἐφέσιμη ποινή. Ἀλλά, παράλληλα, ἀπήλαξε τὴ στατιωτικὴ κυβέρνηση ἀπὸ τὸ ὄνειδος μιᾶς ἀνόητης καταδίκης. Θέλω νὰ πῶ ὅτι, ξεχνώντας τὸ κατηγορητήριο, μὲ κατεδίκασε ὡς πορνογράφο. Ἔτσι ἡ δίκη τῶν Καλιαρντῶν ξεκίνησε σὰν μιὰ τυπικὰ πολιτικὴ δίκη καὶ κατέληξε σὲ μιὰ σκατούλα.
Ἡ δίκη τελείωσε τὰ μεσάνυχτα. Ὁ ἁρμόδιος χωροφύλακας μὲ πῆγε στὴν γραμματεία, που -ἀφοῦ μοῦ πήρανε γιὰ χιλιοστὴ φορὰ τὰ δακτυλικὰ ἀποτυπώματα- ἔκανα τὰ δέοντα γιὰ νὰ τὸ στρίψω. Ὡστόσο, ὁ εἰσαγγελέας ὑπηρεσίας εἶχε ἐξαφανιστεῖ, κρυβότανε. Ὁ γραμματικὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὲ πᾶνε στὸ Μεταγωγῶν. Τότε ὁ Μπουλοῦκος πάτησε κάτι ἀγριοφωνάρες. Στὸ λεπτὸ ἀνευρέθη ὁ κύριος εἰσαγγελεύς, ὅστις καὶ μὲ ἄφησε ἐλεύθερο. Γύρισα στὸ σπίτι μου καὶ κοιμήθηκα. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ βραδιὰ χρονολογεῖται τὸ καψόνι ποὺ κρατάει ὣς τὰ σήμερα.
Μὲ τὸν Διονύση Μπουλοῦκο εἴχαμε πολλὲς διαφωνίες. Ὁ Διονύσης πιστεύει στὸ λειτούργημα τοῦ δικηγόρου. Μὰ έγὼ δὲν πιστεύω ὅτι ὁ δικηγόρος ἔχει πολλὲς δυνατότητες. Οἱ δυὸ δικονομίες δὲν εἶναι παρὰ δυὸ χειροπέδες. Πάντως, καταθέσαμε ἔφεση. Ἀλλά, δὲν παρουσιάστηκα σὲ καμιὰ δικάσιμο. Τὸ παιχνίδι αὐτὸ κράτησε ὣς τὶς 13-12-1972. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα παρουσιάστηκα αὐθορμήτως στὸν εἰσαγγελέα πού, κατάπληκτος φυσικά, ἔδωσε ἐντολὴ φυλακίσεως. Διάφοροι ἀνόητοι –ἐν οἷς καὶ λογοτέχνες– εἴπανε πὼς τάχα γουστάριζα νὰ ξαναμπῶ φυλακὴ κτλ. κτλ. κτλ. Κανένας, ὅμως ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν τοὺς ἀνόητους δὲν ἐσκέφτηκε ἂν ἄντεχα ἄλλο, ψυχικῶς καὶ σωματικῶς. Οἱ ἐμπειρίες, ποὺ εἶχα ἀποκομίζει κατὰ τὴν πρώτη φυλάκισή μου, ἐπιβεβαιώνονταν. Οἱ περισσότεροι φίλοι ἐλούφαζαν. Μόνο ἕνας φίλος, ὁ Γιῶργος Ἰωάννου, μοῦ ἔστειλε μιὰν ἐπιταγή. Δὲν ὁμιλῶ μὲ πικρία. Ἔτσι εἶναι πλασμένος ὁ ἄνθρωπος.
Βγῆκα άπὸ τὴν φυλακὴ -λόγῳ ἀνηκέστου βλάβης- στὶς 6-8-1973. Ἔκτοτε, ἡ ὑπόθεση μένει ξεκρέμαστη».
Καὶ ὁ Ἠλίας Πετρόπουλος τελειώνει τὸ ἐπίμετρο τοῦ βιβλίου του -ἀφοῦ δίνει κάποιες νέες λέξεις καὶ μιλάει γιὰ τὶς ἐπισημάνσεις ποὺ τοῦ ἔγιναν- ὡς ἑξῆς:
«Φαντάζομαι νὰ κατάλαβε λιγάκι ὁ άναγνώστης μου τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ συγγραφεῖς. Πιστεύω ὅτι οἱ συγγραφεῖς πρέπει νὰ σκέφτονται ἐλεύθερα. Δὲν εἶμαι ὑπὲρ τῆς βελτιώσεως τοῦ ἰσχύοντος νόμου περὶ τύπου. Εἶμαι ὑπέρ τῆς καταργήσεως ὅλων τῶν νόμων περὶ τύπου. Τὸ τρένο ξεκινᾶ πιά».




Τὰ κείμενα τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου ποὺ χρησημοποιήθηκαν στὸ παρὸν ἀφιέρωμα ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὴν τέταρτη ἔκδοση τῶν Καλιαρντῶν, Ἐκδόσεις Νεφέλη, Ἀθήνα 1982.
© κειμένου τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου, Ἐκδόσεις Νεφέλη καὶ κληρονόμοι
© ἀφιερώματος, gayekfansi.bolspot.com.

Μετὰ τιμῆς
gayekfansi.blogspot.com 



 
Ἐξώφυλλο τῆς δεύτερης ἔκδοσης. Ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις Πλειάς.

Σημερινὸ ἐξώφυλλο τῆς κυκλοφορίας τῶν Καλιαρντῶν στὴ σειρά: Ἄπαντα Ἠλία Πετρόπουλου. Ἐκδόσεις Νεφέλη.






Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ, ἕνα κείμενο τοῦ Σαλβαντὸρ Νταλὶ






Ὀλίγα τινὰ
Ὁ Σαλβαντὸρ Νταλὶ θὰ συναντήσει τὸν Λόρκα τὸ 1923. Θὰ ἀκολουθήσουν πέντε χρόνια δυνατῆς φιλίας, ἀμοιβαίας ἔμπνευσης καὶ καλλιτεχνικῆς συνεργασίας, μὲ τὰ «ἀναγκαία» σκαμπανεβάσματα, ποὺ μιὰ τέτεια σχέση ἐπιφέρει. Ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ μᾶς σώζονται, καὶ λέω σώζονται μιὰ καὶ ἡ μετέπειτα γυναίκα τοῦ Νταλί, Ἕλενα Ἰβάνοβνα Ντιακόνοβα (Elena Ivanovna Diakonova), κατὰ κόσμον Γκαλά, κατέστρεψε μέρος τῶν ἐπιστολῶν γιὰ εὐνόητους λόγους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ ζωγράφου Ἄννα-Μαρία πούλησε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου μέρος τοῦ ἀρχείου τοῦ Νταλί, ἀπὸ αὐτὲς λοιπὸν τὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἔχουμε στὰ χέρια μας διακρίνουμε μιὰ δυνατὴ καὶ παθιασμένη σχέση!
Ὁ Νταλὶ βέβαια, γέρος πιά, σὲ ἐπιστολὴ ποὺ θὰ ἀποστείλει τὸ 1986 πρὸς τὸν διευθυντὴ τῆς ἰσπανικῆς Ἐλ Παἶς, καὶ ποὺ στόχο εἶχε τὸν βιογράφο τοῦ Λόρκα Ἴαν Γκίμπσον ποὺ ἀντιμετώπισε στὴ μονογραφία του τὴ σχέση τῶν δυὸ καλλιτεχνῶν σὰν ἕνα ἁπλό, γλυκερό, ρὸζ εἰδύλλιο, τὴ χαρακτηρίζει σάν: «μιὰ ἀγάπη ἐρωτικὴ καὶ τραγικὴ ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὴ μοιραστοῦμε». Νὰ προσθέσουμε πὼς ἡ λίγη σωζόμενη ἀλληλογραφία τῶν δυὸ καλλιτεχνῶν, κυκλοφόρησε τὸ 2013 σὲ ἕνα τόμο ὑπὸ τὸν τίτλο, Ἀγαπητὲ Σαλβαδόρ, Ἀγαπητὲ Λορκίτο, σὲ ἐπιμέλεια καὶ εἰσαγωγὴ τοῦ Βίκτορ Φερνάντεθ· γιὰ τοὺς ἐνδιαφερόμενους νὰ προσθέσω, πὼς δὲν ἔχει κυκλοφορήσει ἀκόμα στὰ ἑλληνικά.
Ὅμως ὁ Σαλβαντὸρ Νταλί, σὲ ἕνα ἐξομολογιτικὸ καὶ συγκινητικὸ κείμενό του ποὺ γράφτηκε μετὰ τὸν τουφεκισμὸ τοῦ Λόρκα ἀπὸ τοῦς φασίστες τοῦ Φράνκο, ἀναφέρεται στὴν προσωπική του φιλία, στὴ σχέση ποὺ τὸν συνέδεε, ἀλλὰ καὶ στὴν τελευταία του συνάντηση μὲ τὸν πρόωρα χαμένο ποιητὴ Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τοὺς δυὸ -τότε- νέους συνέδεε, ὅπως ὅλα μαρτυροῦν, μιὰ τρυφερὴ καὶ θερμὴ σχέση φιλίας, πνευματικῆς ἀλλὰ καὶ σωματικῆς. Ἐδῶ βέβαια μὴν περιμένετε ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὸν Νταλί, πέραν τοῦ αὐτοχαρακτηρισμοῦ: «ὁ πιὸ στενὸς φίλος τοῦ Λόρκα».
Οἱ καιροὶ ὅμως παρῆλθαν, ὁ Λόρκα ἐγκατέλειψε σχετικὰ νωρὶς τὸν μάταιο ἐτοῦτο κόσμο, ὁ Νταλὶ μετεξελίχθηκε σὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐμπορικότερους ζωγράφους, συνάπτοντας σχέση μὲ τὴ γυναίκα τοῦ Πὼλ Ἐλυάρ, τὴ Γκαλά, ποὺ ἀργότερα παντρεύτηκε, ἀφήνοντας(;) πίσω του τὸ παρελθόν.
Ἀρκετοὶ κατηγόρησαν τὸν Νταλὶ γι᾿ αὐτή του τὴ στάση ἀπέναντι στὸν Λόρκα. Ἐμεῖς εδῶ δὲν θὰ πάρουμε βέβαια θέση. Ἡ Ἱστορία ἔχει μιλήσει καὶ γιὰ τοὺς δυό. Ἐξάλλου εἶναι γνωστὲς οἱ σχέσεις τοῦ Νταλὶ μὲ τὸ φασιστικὸ καθεστὼς τοῦ δικτάτορα Φράνκο, ποὺ γιὰ χρόνια ταλαιπώρησε τὴ χώρα. Ἀφήνουμε λοιπὸν τὴν Ἱστορία νὰ μᾶς ξετυλίξει τὸ κουβάρι της, παραθέτοντας ἁπλὰ τὸ κείμενο τοῦ Ἰσπανοῦ σουρεαλιστὴ ζωγράφου γιὰ τὸν Λόρκα.
Αὐτὰ τὰ ὁλίγα ἀπὸ ἐμᾶς πρὸς τὸ παρὸν. Ἀκολουθεῖ τὸ κείμενο τοῦ Νταλί.
gayekfansi.blogspot.com 
 


Λόρκα καὶ Νταλί, Βαρκελώνη, 1927


ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ
τοῦ Σαλβαντὸρ Νταλὶ
Νεκρός, ντουφεκισμένος στὴ Γρανάδα, ὁ ἄμοιρος Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ὀλέ!
Μὲ τούτη τὴ σπανιόλικη κραυγὴ δέχτηκα στὸ Παρίσι τὴν εἴδηση γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ Λόρκα, τοῦ πιὸ στενοῦ φίλου τῆς ταραγμένης μου ἐφηβείας. Αὐτὴ ἡ αὐθόρμητη κραυγή, ποὺ ξεπηδάει ἀπ᾿ τὸ λαρύγγι ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν τὶς ταυρομαχίες κάθε ποὺ ὁ ματαντὸρ κάνει ἕνα ὡραῖο «πάσε» ἢ ἐκείνων ποὺ ἐκπαιδεύουν τοὺς τραγουδιστὲς τοῦ φλαμένκο, ξεπήδησε κι ἀπ᾿ τὸ δικό μου μαθαίνοντας τὸ θάνατο τοῦ Λόρκα, δείχνοντας ἔτσι μέχρι ποιὸ βαθμὸ τοῦτος ὁ θάνατος ἐπιστεγάστηκε μὲ μιὰ τραγικὴ καὶ τυπικὰ σπανιόλικη ἐπιτυχία.
Ὁ ἴδιος ὁ ποιητής, πέντε φορὲς τουλάχιστον τὴ μέρα μιλοῦσε γιὰ τὸ θάνατό του. Τὶς νύχτες ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸν πάρει ὁ ὕπνος, ἂν δὲν τὸν βάζαμε στὸ κρεββάτι. Μὰ ἀκόμα κι ὅταν ξάπλωνε, δὲν ξέρω πῶς κατάφερνε νὰ παρατείνει γιὰ χρόνο ἀπροσδιόριστο τὶς πιὸ ὑπέροχες ποιητικὲς συζητήσεις πού ῾γιναν στὸν αἰώνα μας. Συζητήσεις ποὺ πάντα κατέληγαν στὰ θάνατο, στὸ δικό του θάνατο.
Ὁ Λόρκα εἶχε τὴν ἰκανότητα νὰ μιμεῖται καὶ νὰ τραγουδάει ὅλα γιὰ ὅσα μιλοῦσε, ἀκόμα καὶ τὸ θάνατό του, ποὺ τὸν ἀναπαράσταινε μὲ κινήσεις παντομίμας: «Νά, ἔτσι θά ῾μαι», ἔλεγε «τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου μου». Καὶ χόρευε ἕνα εἶδος μπαλέτου παρασταίνοντας τὶς ἀπότομες κινήσεις ποὺ θά ῾κανε τὸ κορμί του μὲς στὸ φέρετρο, ἔτσι καθὼς θὰ κατέβαινε κάποια ἀπότομη λοφοπλαγιὰ τῆς Γρανάδας. Μετὰ μᾶς ἔδειχνε πῶς θά ῾ταν τὸ πρόσωπό του λίγες μέρες μετὰ τὸ θάνατό του. Τότε τὰ χαρακτηριστικά του, ποὺ δὲ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὰ πεῖ ὄμορφα, φωτίζονταν ἄξαφνα ἀπὸ μιὰν ἄγνωστη ὀμορφιά, καὶ μιὰ ἐξαιρετικὴ χάρη. Σίγουρος τότε γιὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ μᾶς εἶχε κάνει, χαμογελοῦσε ὅλος χαρὰ γιὰ τὸ θρίαμβο ποὺ τοῦ χάριζε ἡ ἀπόλυτη λυρικὴ κυριαρχία πάνω στὸ κοινό του.
Κάποτε εἶχα γράψει:
Ὁ ποταμὸς Γουαδαλκιβὶρ ἔχει τὰ γένεια του ἄλικα
Ἔχει ἡ Γρανάδα δυὸ ποτάμια,
Τό ῾να εἶναι δάκρυα
Τά ῾λλο αἷμα.
Καὶ στὴν Ὡδή στὸν Σαλβαντὸρ Νταλί, ὁ Λόρκα ὑπαινίσσεται ξεκάθαρα τὸ θάνατό του, ζητώντας μου νὰ μὴν σταθῶ πολὺ σ᾿ αὐτόν, ὅσο θ᾿ ἀνθίζει ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο μου.
Τὸν Λόρκα τὸν εἶδα γιὰ στερνὴ φορὰ στὴ Βαρκελώνη, κάπου δυὸ μῆνες πρὶν τὸν ἐμφύλιο. Ὁ Γκάλα, ποὺ δὲν τὸν εἶχε συναντήσει πρίν, συγκλονίστηκε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ φαινόμενο τοῦ ὑπέρτατου λυρισμοῦ. Ἀλλὰ τὸ πράγμα ἦταν ἀμοιβαῖο. Κι ὁ Λόρκα, μαγεμένος, τρεῖς ὁλάκερες μέρες δὲ μιλοῦσε, δὲ μιλοῦσε πιὰ παρὰ γιὰ τὸν Γκάλα. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἔντουαρτ Τζέιμς αὐτὸς ὁ τόσο εὐαίσθητος ποιητής, πιάστηκε μὲς στὴ μαγεία τῆς προσωπικότητας τοῦ Φεντερίκο. Ὁ Λόρκα συνήθιζε νὰ λέει γιὰ τὸν Τζέιμς, ποὺ φόραγε ἕνα κεντημένο τυρολέζικο κοστούμι μὲ κοντὸ πανταλονάκι καὶ δαντελένιο πουκάμισο, πὼς μοιάζει μὲ κολίβριο ντυμένο στρατιώτης τῆς ἐποχῆς τοῦ Σουίφτ.
Μιὰ μέρα ποὺ τρώγαμε στὸ ἐστιατόριο «Canari de la Garriga», ἕνα πολὺ μικρὸ ἔντομο καὶ ἰδιαίτερα «καλοντυμένο» φάνηκε νὰ περπατάει πάνω στὸ τραπεζομάντηλο μ᾿ ἕνα περίεργο βάδισμα χήνας. Ὁ Λόρκα, ἀναγνωρίζοντάς το, ἔβγαλε μιὰ φωνὴ καὶ τὸ σκέπασε μὲ τὸ χέρι του γιὰ νὰ τὸ κρύψει ἀπ᾿ τὸν Τζέιμς. Ὅταν πιὰ σήκωσε τὸ χέρι του, τὸ ἔντομο δὲ φαινόταν πουθενά. Ἔ, αὐτὸ λοιπὸν τὸ μικρὸ ἔντομο, ποιητὴς κι αὐτὸ καὶ στολισμένο μὲ τυρολέζικες δαντέλες, θά ῾ταν ἴσως τὸ μοναδικὸ πλάσμα ποὺ θὰ μποροῦσε ν᾿ ἀλλάξει τὴ μοίρα τοῦ Λόρκα. Πραγματικά, ὁ Τζέιμς εἶχε ἐκείνες τὶς μέρες νοικιάσει μιὰ βίλα κοντὰ στὸ Ἀμάλφι, τὴ Βίλα Τσιμπρόνε, καὶ μᾶς προσκαλοῦσε τὸν Λόρκα κι ἐμένα γιὰ ὅσον καιρὸ θὰ μᾶς ἔκανε κέφι. Τρεῖς ὁλάκερες μέρες ὁ Λόρκα δίσταζε μπρὸς στὸ δίλημμα νὰ πάει ἢ νὰ μὴν πάει. Κάθε ἕνα τέταρτο ἄλλαζε καὶ γνώμη. Στὴ Γρανάδα, ὁ πατέρας του, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ τὴν καρδιά του, φοβόταν πὼς πλησιάζει τὸ τέλος του. Στὸ τέλος μᾶς ὑποσχέθηκε πὼς θὰ ῾ρχόταν, ἀφοῦ πήγαινε πρῶτα νὰ δεῖ τὸν πατέρα του γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχεῖ. Πάνω ἐκεῖ ξέσπασε ὁ Ἐμφύλιος. Ὁ Λόρκα ντουφεκίστηκε καὶ ὁ πατέρας του ζεῖ ἀκόμα.
Γουλιέλμος Τέλλος: Ἀκόμα μέχρι σήμερα πιστεύω πὼς μιᾶς καὶ δὲν καταφέραμε τότε νὰ τὸν πείσουμε νά ῾ρθει μαζί μας, ὁ ἀγχώδης, ψυχοπαθολογικὸς καὶ ἀναποφάσιστος χαρακτήρας του δὲ θὰ τὸν εἶχε ἀφήσει νά ῾ρθει νὰ μᾶς βρεῖ στὴ Βίλα Τσιμπρόνε. Κι ὡστόσο ἀπὸ μέσα μου ξεπήδησε ἕνα μεγάλο αἴσθημα ἐνοχῆς γιὰ κεῖνον: δὲν εἶχα ἐπιμείνει ὅσο θά ῾πρεπε νὰ τὸν κρατήσω μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἰσπανία. Ἂν τό ῾χα πράγματι θελήσει, θά ῾χα μπορέσει, νὰ τὸν παρασύρω μαζί μου στὴν Ἰταλία. Ἔγραφα τότε ἕνα μεγάλο λυρικὸ ποίημα, Τρώγω τν Γκάλα, κι ἴσως λίγο πολὺ συνειδητὰ τὸν ζήλευα. Ἤθελα νὰ βρεθῶ μονάχος στὴν Ἰταλία, ἀντίκρυ στοὺς ὅλο ἐπισημότητα ναοὺς τῆς Ποσειδωνίας πού, ἔμελλε ἄλλωστε, γιὰ νὰ ἰκανοποιήσω τὴ μεγαλομανία μου καὶ τὴ δίψα μου γιὰ μοναξιά, νά ῾χω τὴν τύχη καὶ τὴν εὐτυχία νὰ μὴ μ᾿ ἀρέσουν καθόλου.
Ναί. Τὴ στιγμὴ τῆς νταλινικῆς ἀνακάλυψης τῆς Ἰταλίας, οἱ σχέσεις μου μὲ τὸν Λόρκα καὶ ἡ βίαιη ἀλληλογραφία μας θύμιζαν, ἀπὸ μιὰ περίεργη σύμπτωση, ἐκείνη τὴν περίφημη φιλονικία Νίτσε-Βάγκνερ. Μιλάω γιὰ τὴν έποχὴ ποὺ γινόταν ἀπολογητὴς τοῦ σπερινού… τοῦ Μιλλέ, την εποχή που έγραφα το καλύτερό μου βιβλίο: Ο τραγικός μύθος του Εσπερινο το Μιλλ -ἀνέκδοτο ἀκόμα- καὶ τὸ καλύτερο μπαλέτο μου: σπερινς το Μιλλ -ποὺ ἀκόμα δὲν ἀνεβάστηκε- γιὰ τὸ ὁποῖο ἤθελα τὴ μουσικὴ τῆς ρλεζιάνας τοῦ Μπιζὲ καὶ τὴν ἀνέκδοτη μουσικὴ τοῦ Νίτσε. Κι ὁ Νίτσε στὸ κατώφλι τῆς τρέλλας βρισκόταν σὰν ἔγραφε αὐτὴ τὴν παρτιτούρα, στὴ διάρκεια μιᾶς ἀπὸ τὶς ἀντιβαγκνερικὲς κρίσεις του. Μοῦ φαίνεται πὼς ἦταν ὁ κόμης Ἐτιὲν ντὲ Μπωμὸν αὐτὸς ποὺ τὴν εἶχε ξετρυπώσει καί, μόλο ποὺ δὲν τὴν εἶχα ἀκούσει ποτέ, πίστευα πὼς αὐτὴ θά ῾ταν ἡ μουσικὴ ποὺ θὰ ταίριαζε στὸ μπαλέτο μου.
Οἱ κόκκινοι, οἱ κοκκινωποί, οἱ ρὸζ κι οἱ μωβροζὲ ἀκόμα, ἐκμεταλλεύτηκαν βέβαια μιὰ δημαγωγικὴ προπαγάνδα γύρω ἀπ᾿ τὸ θάνατο τοῦ Λόρκα, προσπαθώντας –καὶ μέχρι σήμερα ἀκόμα- νὰ παρουσιάσουν τὸν Λόρκα σὰν πολιτικὸ ἥρωα. Ἐγὼ ὅμως ποὺ ἔτυχε νά ῾μαι ὁ πιὸ στενός του φίλος, μπορῶ νὰ βεβαιώσω ἐνώπιον Θεοῦ καὶ Ἱστορίας πὼς ὁ Λόρκα, ἑκατὸ τὰ ἑκατὸ ποιητὴς ἁγνός, ἦταν ὁ πιὸ ἀποστολικὸς ἄνθρωπος ποὺ γνώρισα στὴ ζωή μου. Δὲν ἦταν παρὰ τὸ ἐξιλαστήριο θύμα ζητημάτων προσωπικῶν, ὑπερπροσωπικῶν καὶ τοπικῶν καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, τὸ ἀθώο θύμα τῆς παντοδύναμης καὶ κοσμικῆς σύγχυσης τοῦ Ἰσπανικοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου.
Πάντως, ἕνα εἶναι βέβαιο. Μέσα στὴ μοναξιά μου, κάθε ποὺ καταφέρνει ὁ νοῦς μου νὰ γεννήσει μιὰ μεγαλοφυὴ ἰδέα ἢ τὸ χέρι μου νὰ πετύχει μιὰ ὑπέροχη πινελιά, ἡ βραχνὴ φωνὴ τοῦ Λόρκα βρίσκεται πάντα ἐκεῖ νὰ μοῦ φωνάζει: Ὀλέ!



Τὸ κείμενο τοῦ Νταλὶ ἀντλήθηκε ἀπὸ τὴ συλλογή: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ποιήματα, μετ. Ἀνδρέας Ἀγγελάκης, Ἐκδόσεις Καστανιώτης, Ἀθήνα 1980. 



Ἀπὸ ἀρ. Salvador Dalí, Federico García Lorca καὶ Jose ‘Pepin’ Bello, 1926. Φωτογραφία: Luis Buñuel.


Ὁ Λόρκα μὲ τὸν Νταλὶ φωτογραφημένοι σὲ στούντιο, στὸ Figueras τὸ 1925.


Ὁ Λόρκα μὲ τὸν Νταλὶ στὸ Cadaques τὸ 1927.


Ὁ Λόρκα μὲ τὸν Νταλὶ στὸ Cadaques, καλοκαίρι 1925.


Ὁ Λόρκα μὲ τὸν Νταλὶ σὲ ἐστιατόριο στὴ Βαρκελώνη τὸ 1927. Τὴ χρονιὰ τῆς τελευταίας τους συνάντησης.


Ὁ Λόρκα μὲ τὸν Νταλὶ στὸ Cadaques, καλοκαίρι 1925.