Τὸ
δημόσιο σὲξ ὡς ἀπορρύθμηση τῆς τάξης
τῆς πόλης
Τὰ κεντρικὰ
πάρκα τῆς Ἀθήνας, κυρίως τὸ Ζάπειο καὶ
τὸ πεδίο τοῦ Ἄρεως, μεταχειρίζονται
ριζικὰ κατὰ τὶς νυχτερινὲς ὧρες,
καθὼς μετατρέπονται σὲ χώρους
σεξουαλικῆς ἀναζήτησης καὶ συνεύρεσης
μεταξὺ ἀνδρῶν. Ἡ πρακτικὴ αὐτή, ἡ
ὁποία στὴ σχετικὴ βιβλιογραφία
ὀνομάζεται «δημόσιο σεξ» (public sex),
ἀποτελεῖ μιὰ ἀρκετὰ διαδεδομένη, ἂν
καὶ καθ' ὅλα ἄτυπη, δραστηριότητα τοῦ
ἀστικοῦ χώρου, γιὰ τὴν ὁποία σπάνια
συναντᾶ κανεὶς ἀναφορὲς στοὺς
κυρίαρχους λόγους γιὰ τὴν πόλη. Ἡ χρήση
τῆς ἔννοιας «δημόσιο σὲξ» ἐδῶ δὲν
ἀναφέρεται ἁπλῶς στὴ «σεξουαλικὴ
συνεύρεση σὲ δημόσιο χῶρο», ἀλλὰ
ἐπίσης στὴ διαδικασία ἀναζήτησης τοῦ
σὲξ στοὺς δημόσιους χώρους αὐτοὺς
-στὸ κοινῶς ἀποκαλούμενο «ψωνιστήρι»
καὶ τὴν τελετουργία του.
Ἡ ἔννοια
«δημόσιο σὲξ» εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ,
τουλάχιστον ἀπὸ μιὰ συγκεκρημένη
σκοπιά, σκανδαλωδῶς ἀνιφατική. Τὸ
σκανδαλῶδες ἐδῶ ἀναφέρεται στὴ
δημοσιοποίηση ἐκείνης ἀκριβῶς τῆς
δραστηριότητας ποὺ θεωρεῖται ἀπὸ τὴν
τρέχουσα κουλτούρα μας ὡς ἡ ἐπιτομὴ
τῆς ἰδιωτικότητας. Ἡ μεταφορὰ τῆς
σεξουαλικῆς πράξης ἀπὸ τοὺς τέσσερεις
τοίχους τοῦ ὑπνοδωματίου -τὸ μοναδικὸ
χῶρο στὸν ὁποῖο εἶναι «κοινὼς
ἀποδεκτὸ» καὶ ἐπιτρεπτὸ νὰ συμβαίνει
τὸ σέξ- σὲ ἕνα κεντρικὸ πάρκο τῆς
πόλης, ἡ ἀπρόσμενη αὐτὴ ἀνάμιξη
δημόσιων καὶ ἰδιωτικῶν στοιχείων,
συνιστᾶ, κατ' άρχήν, ἕνα εἶδος ἀπορρύθμισης
γιὰ τὶς ἴδιες τὶς κατηγορίες τοῦ
«δημόσιου» καὶ τοῦ «ἰδιωτικοῦ». Ἂν
ἡ διάκριση δημόσιο/ἰδιοτικὸ γίνεται
συχνὰ κατανοητὴ ὡς μιὰ τυπικὴ περίπτωση
ἱεράρχημένου διπόλου, τότε τὸ δημόσιο
σὲξ μοιάζει νὰ εἶναι, στὴν πραγματικότητα,
ταυτόχρονα δημόσιο καὶν ἰδωτικό. Ἡ
δραστηριότητα αὑτὴ παραβιάζει ριζικὰ
τὰ ὅρια μεταξὺ τῶν δύο ἐπικρατειῶν
καί, καθὼς κατοικεῖ άκριβῶς στὸ χῶρο
ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὴν κάθετο (/) ποὺ
διαχωρίζει τοὺς δύο πύλους τῆς διχοτομίας
-ἕναν χῶρο ἐγγενῶς πολλαπλό, ἀποσπασματικὸ
καὶ κατεστημένο- θέτει σὲ διαρκὴ κρίση
τὴν αὐτονομία καί, τελικά, τὴν ἴδια
τὴν ὑπόσταση τῶν δύο ἐπικρατειῶν.
Ὁ
ἀπορρυθμιστικὸς χαρακτήρας αὐτῆς
τῆς πρακτικῆς, ὅμως, δὲ περιορίζεται
ἐδῶ. Τὸ δημόσιο σὲξ ὑπονομεύει ριζικὰ
τὴν ἴδια τὴν ἀντίληψη τῆς ὑποκειμενικότητας
καὶ τῆς αἴσθησης τοῦ ἐαυτοῦ τῶν
συμμετεχόντων. Ἡ «ἔκθεση» τοῦ ἐαυτοῦ
ποὺ ἀποτελεῖ σὲ κάθε περίπτωση ἐγγενὲς
χαρακτηριστικὸ τῆς σεξουαλικῆς
ἀπόλαυσης καθαυτῆς, αὐτὴ τὴ φορὰ
συμβαίνει δημοσίως καὶ ἀπέναντι σὲ
ξένους. Ὁ «κίνδυνος» στὸν ὁποῖο θέτει
ἡ σεξουαλικὴ ἀπόλαυση τὴν ἑνότητα
καὶ τὴν αὐτονομία τοῦ ἤδη συγκροτημένου
ὑποκειμένου, ἡ «ἀπειλὴ» ποὺ εἶναι
τὸ σὲξ γιὰ τὴν αἴσθηση τοῦ ἐαυτοῦ
ὡς διακριτοῦ ἀπὸ τὸ «ἄλλο», στὴν
περίπτωση αὐτὴ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ
ἐντείνεται. Ἡ συνθήκη τῆς ἀνωνυμίας
καὶ τῆς ἀναμέτρησης μὲ τὸ(ὺς) ξένο(υς)
καθιστᾶ ἀκόμα πιὸ εὐάλωτη τὴ συνοχὴ
τοῦ ὑποκειμένου καὶ θολώνει ἀκόμα
πιὸ δραστικὰ τὴν εὐκρίνειά του.
Ἡ ἐν λόγω
συνθήκη δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ κατανοήσουμε
τὴ σχέση ἀνάμεσα στοὺς συμμετέχοντες
ὡς μιὰ ὁμολογία ὑποκειμένων, ὡς μιὰ
κοινωνικὴ σχέση ἀνάμεσα σὲ δύο -ἢ
περισσότερα- «πρόσωπα», ἡ ὁποία εἶναι
δυνατὸ νὰ γίνει καταληπτὴ ἐντὸς ἑνὸς
γνώριμου καὶ ἤδη ἐπικυρωμένου
πολιτισμικοῦ πλαισίου -ὅπως θὰ ἦταν,
γιὰ παράδειγμα, ἡ σχέση ἀνάμεσα σὲ
συζύγους ἢ ἐραστές. Ἡ ἀνώνυμη «ἔκθεση»
ἀπέναντι στὸ(ὺς) ξένο(υς) δὲν συνηστᾶ
διυποκειμενικὴ ἀναγνώριση καί, ἐπομένως,
ἡ «σχέση» ποὺ ἐγκαθίσταται ἐδῶ εἶναι
χωρὶς ἐγγυήσεις καὶ δὲν ὑπάρχει παρὰ
μόνο τὴ στιγμὴ τῆς τέλεσής της. Ἐπιπλέον,
ἡ πρακτικὴ τοῦ δημόσιου σὲξ δὲν εἶναι
μὲ κανένα τρόπο ἐντεταλμένη, ἀναγνωρισμλενη
ἢ θεσμοθετημένη: εἶναι οὐσιωδῶς χωρὶς
ἔγκριση, χωρὶς «ἄδεια», ἄτυπη καὶ
ἀνεπίσημη. Ιὰ τὸ λόγο αὐτό, καὶ ὁ
χωρισμὸς τὸν ὁποῖο παράγει καὶν ὁ
ὁποῖος τῆς ἀντιστοιχεῖ δὲν εἶναι
σαφῶς προσδιορισμένος, ὁριοθετημένος
καὶ χαρτογραφημένος (οὔτε καὶ
χαρτογραφημένος). Ὁ χῶρος τοῦ δημόσιου
σὲξ δὲν μπορεῖ νὰ ὑφίσταται παρὰ
μόνο τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία
διενεργεῖται ἡ πρακτικὴ αὐτή.
Τὸ δημόσιο
σέξ, μοιάζει νὰ εἶναι ἕνα εἶδος
άπορρύθμισης γιὰ τὴν κανονιστικὴ τάξη
τοῦ «ὑποκειμένου» -νοουμένου ὡς μιὰ
πλήρως συγκροτημένη, ἐνοποιημένη καὶ
αὐτοελεγχόμενη ὁντότητα- ἀλλὰ καὶ
γιὰ τὴν κανονιστικὴ τάξη τῆς «κοινωνίας»
-νοουμένης ὡς ἕνα ἐπίσης πλήρως γνωστό,
καταληπτό, ἐλέγξιμο καὶ ἐλεγχόμενο
«σύστημα», τὸ ὁποῖο εἶναι κλειστὸ
καὶ ἀπόλυτα συνδεδεμένο. Μὲ ἀντίστοιχους
ὅρους, καὶ ὁ χῶρος ποὺ παράγεται κατὰ
-καὶ ὡς ἡ- τέλεση τοῦ δημόσιου σὲξ
ἀποτελεῖ μιὰ ἐξάρθρωση τῆς πόλης,
νοουμένης ὡς μιὰ ἀδιέραιτη ἑνότητα
ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει γνωστὴ,
νὰ κατανοηθεῖ, νὰ ἀναπαρασταθεῖ νὰ
μελετηθεῖ καὶ νὰ σχεδιαστεῖ.
Ὅμως, ἡ
χωρητικότητα αὐτὴ τοῦ δημόσιου σέξ,
ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐμφανίζεται ὡς
ἐξάρθρωση, ἀσυνέχεια ἢ ἀπορρύθμηση
τοῦ ἀντικειμένου τῆς πόλης, μπορεῖ
καὶ νὰ ἐμπεριέχει τὴ δυνατότητα γιὰ
κάτι καινούργιο, ἀπρόβλεπτο καὶ
ἀπροσδόκητο. Μπορεῖ νὰ συνεισφέρει
σὲ μιὰ νέα ἀντίληψη γιὰ τὴν
ὑποκειμενικότητα, ἀπομακρυσμένη ἀπὸ
τὶς καρτεσιανὲς καταβολές της, σὲ μιὰ
νέα άντίληψη γιὰ τὴν κοινωνικότητα,
ὡς κάτι ποὺ συνεχῶς διαφεύγει τῶν
κανονιστικῶν κατηγοριῶν μέσα άπὸ τὶς
ὁποῖες εἶναι δυνατὶο νὰ γίνει καταληπτὴ
ἡ «κοινωνία» καί, ἐν τέλει, σὲ μιὰ νέα
ἀντίληψη γιὰ τὴ χωρητικότητα, ὡς κάτι
ἄλλο, ἀπὸ ἕνα κλειστὸ «σύστημα» στὸ
ὁποῖο συνβαίνουν ἕλες οἱ δυνατὲς
συνδέσεις καὶ ἀποτελεῖ τὸ οὐδέτερο
ὑπόβαθρο ἢ τὸ «δοχεῖο» τῶν δραστηριοτήτων
καὶ πρακτικῶν ποὺ συμβαίνουν σὲ αὐτό.
Πηγὴ
Πρώτη
δημοσίευση, Κυριακάτικη Αὐγή, 12
Ὀκτώβρίου 2008. Τὸ κείμενο ὑπάρχει καὶ
στό, Στενὲς ἐπαφὲς φύλου, σεξουαλικότητας
καὶ χώρου, 7 κείμενα τοῦ Γιώργου
Μαρνεράκη, Ἐκδόσεις futura, Ἀθήνα 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου