Χάνομαι
στὸ λαϊκὸ προάστιο
ποὺ
εἶναι ὅλο ζωὴ καθὼς βραδιάζει.
Ἀνάμεσα
σ᾿ ἀνθρώπους εἶμαι, μακρινοὺς
σ᾿
ἐμένα: ὑπέροχοι στὰ ματια μου ἄντρες:
καθάριοι,
ζωντανοί, ἀξίες άφανέρωτες.
Κι
ὅλοι τους ἴσιοι κι ἄγνωστοι καὶ νέοι.
Σὲ
κάποια σκοτεινὴ γωνιὰ παίρνω τὴ θέση
ποὺ
μ᾿ ἄφησε ὁ έργάτης τρέχοντας
(μόλις
καὶ πρόλαβε) στὸ βιαστικὸ λεωφορεῖο.
Τὴν
ὄψη του δὲν εἶδα, ἀλλὰ φυλάω στὴν
καρδιὰ
τὴ
σβέλτη κίνησή μου. Καὶ μ᾿ ἀπομένει
(ἀπ᾿
τὸν ἀνώνυμο αὐτόν, ποὺ μοῦ τὸν πῆρε
ἡ
ζωή), ἐκεῖ στὴ σκοτεινὴ γωνιά,
μιὰ
τίμια ζώου μυρωδιά, σάν τὴ δική μου.
Σάντρο Πέννα, ἀπὸ τὴ συλλογή, Ὁ σκονισμένος ποδηλάτης, ἀνθολόγιση – μετάφραση – σημείωμα, Ἐρρίκος Σοφρᾶς, Ἐκδόσεις Τὸ Ροδακιὸ, Ἀθήνα 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου