Ὁ
Stephen
Fry στὸ
ρόλο τοῦ Ὄσκαρ Οὐάιλντ στὴν ταινία
Wilde (1997)
Β.
Φυλακὴ τοῦ Ρῆντινγκ,
ὕστερα
ἀπ᾿ τὸ Σεπτέμβρη
τοῦ
1896 (χωρὶς ἡμερομηνία)
...
Στὰ σημεῖα αὐτά, ποὺ εἶναι καθαρὰ
ζητήματα ὑποθέσεων, θὰ ἔχει ἴσως τὴν
καλοσύνη ν᾿ ἀπαντήσει ὁ Μὸρ Ἄντλεϋ.
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψουν νὰ λάβω τὸ γράμμα
του, θέλω νὰ πῶ, δὲ θὰ ἐμποδίσει τὴ
δική σου τὴ φιλολογικὴ ἀνακοίνωση,
ποὺ σχετικὰ μ᾿ αὐτὴν ὁ Διευθυντὴς
μοῦ διάβασε τὸ στοργικό σου μήνυμα.
Γιὰ
τὸν ἐαυτό μου, ἀγαπητέ μου Ρόμπι λίγα
πράγματα ἔχω νὰ σοῦ πῶ, ποὺ νὰ σ᾿
εὐχαριστήσουν. Ἡ ἄρνηση νὰ ἐλαττώσουν
τὴν ποινή μου ἦταν σὰν ἕνα χτύπημα
ποὺ μοῦ κατάφεραν μ᾿ ἕνα μολυβένιο
σπαθί. Εἶμαι ζαλισμένος ἀπὸ ἕνα βουβὸ
συναίσθημα πόνου. Εἶχα τραφεῖ μ᾿
ἐλπίδες καὶ τώρα ἡ ἀγωνία, πεινασμένη,
τρέφεται χορταστικὰ ἀπὸ μένα, λὲς καὶ
τὴν εἶχε ἡ ἴδια της ἡ ὄρεξη ἐξαντλήσει.
Ὑπάρχουν ὡστόσο στοιχεῖα καλύτερα
ἀπὸ ἄλλοτε στὸν κακόν αὐτὸν ἀέρα
τῆς φυλακῆς: μοῦ δείξανε συμπάθεια
καὶ δὲ νοιώθω πιὰ τὸν ἐαυτό μου ὁλότελα
ἀποξενομένον ἀπ᾿ τὶς ἀνθρώπινες
ἐπιδράσεις, πράμα ποὺ ἦταν πρὶν γιὰ
μένα πηγὴ τρόμου καὶ στεναχώριας. Καὶ
διαβάζω Δάντη καὶ κάνω ἀποσπάσματα
καὶ σχόλια, γιὰ νὰ ἔχω τὴν εὐχαρίστηση
νὰ χρησιμοποιῶ πέννα καὶ μελάνι.
Φαίνεται πὼς ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις πάω
καλύτερα, καὶ θ᾿ ἀρχίσω νὰ μαθαίνω
γερμανικά. Ἡ φυλακὴ μοῦ φαίνεται στ᾿
ἀλήθεια τὸ καταλληλότερο μέρος γιὰ
τέτοια μελέτη.
Ὑπάρχει
ὡστόσο μιὰ ἀγκίδα —ὀδυνηρὴ ὅσο κι
ἐκείνη τοῦ Παύλου, ἂν καὶ διαφορετική—
ποὺ πρέπει μ᾿ αὐτὸ τὸ γράμμα νὰ τὴν
ἀποτραβήξω ἀπὸ τὴ σάρκα μου. Γεννήθηκε
ἀπὸ ἕνα μήνυμα ποὺ ἔγραψες σ᾿ ἕνα
κομμάτι χαρτί, γιὰ νὰ τὸ δῶ. Αἰσθάνομαι
πώς, ἂν τὸ κρατοῦσα μυστικό, τὸ κακὸ
θ᾿ ἁπλωνόταν στὸ πνεῦμα μου (σὰν τὰ
φαρμακερὰ πράγματα ποὺ αὐξαίνουν στὸ
σκοτάδι) καὶ θὰ ἔπαιρνε τὴ θέση του
κοντὰ σ᾿ ἄλλες τρομερὲς σκέψεις ποὺ
μὲ τριβελίζουν... Γιατὶ ἡ σκέψη, δὲν
εἶναι «κάτι τὸ ζωντανὸ καὶ τὸ φτερωτό»,
ὅπως ὑποκρινόταν πὼς πιστεύει ὁ
Πλάτων, ἀλλὰ κάτι τὸ πεθαμένο ποὺ
γεννάει ὅ,τι φριχτό, σὰ μιὰ σιχαμερὴ
γεννοβολιά, ποὺ ἁπλώνει τὰ τέρατά της
στὸ σεληνόφως.
Μιλῶ
φυσικὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ ποὺ λὲς γιὰ
τὶς συμπάθειες τῶν ἄλλων, ποὺ
ἀπομακρύνονται ἀπὸ μένα ἢ φοβερίζουν
ν᾿ ἀπομακρυνθοῦν ἐξ αἰτίας τῆς βαθιᾶς
πίκρας τῶν αἰσθημάτων μου, καὶ ὑποθέτω
πὼς τὸ γράμμα μου τὸ ἔδωσες ἢ τὸ
ἔδειξες σ᾿ ἄλλους... Λοιπόν, δὲ θέλω
νὰ δείχνεις τὰ γράμματά μου σὰν
ἀξιοπερίεργα ἀντικείμενα· αὐτὸ τὸ
πράμα μοῦ εἶναι ἄπειρα δυσάρεστο. Σοῦ
γράφω ἐλεύθερα, σὰν σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς
καλύτερους φίλους ποὺ ἔχω, καί, μὲ
λιγοστὲς ἐξαιρέσεις, ἡ συμπάθεια τῶν
ἄλλων, ἀκόμη κι ἂν πρόκειται νὰ τὴ
χάσω, πολὺ λίγο μ᾿ ἐνδιαφέρει. Κανεὶς
ἄνθρωπος τῆς δικῆς μου τῆς σειρᾶς δὲ
μπορεῖ νὰ πέσει στὸ βόρβορο τῆς ζωῆς,
χωρὶς νὰ τραβήξει ἐπάνω του πολὺ
συμπόνια ἀπὸ μέρους τῶν κατωτέρων
του, καὶ ξέρω πώς, ἅμα ἕνα θεατρικὸ
ἔργο παρατραβήξει, οἱ θεατὲς κουράζονται.
Ἡ δική μου ἡ τραγωδία κράτησε πάρα
πολύ· τὸ κορύφωμα ξεπεράστηκε· ἡ λύση
της εἶναι φτηνὴ κι ἔχω ἀπόλυτη συνείδηση
τοῦ γεγονότος ὅτι, σὰν ἔρθει τὸ τέλος,
θὰ γυρίσω σὰν ἐνοχλιτικὸς ἐπισκέπτης
σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ δὲ μὲ χρειάζεται.
Ἕνας ρεβενάν, ὅπως λένε οἱ Γάλλοι, ἕνα
βρυκόλακας ποὺ τὸ κεφάλι του ἄσπρισε
στὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς του φυλάκισης
καὶ ποὺ ἡ θλίψη τὸν παραμόρφωσε. Ὅσο
φρικτοὶ κι ἂν εἶναι οἱ νεκροὶ ποὺ
βγαίνουν ἀπ᾿ τὰ μνήματά τους, οἱ
ζωντανοὶ ποὺ ξεσηκώνονται ἀπὸ τοὺς
τάφους των εἶναι ἀκόμη πιὸ φρικτοί.
Ὅλα αὐτὰ τὰ συναισθάνομαι μὲ τὸ
παραπάνω. Ἅμα βρίσκεται κανεὶς δεκαοχτὼ
μῆνες μέσα σ᾿ ἕνα κελλὶ φυλακῆς,
βλέπει τὰ πράγματα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
τέτοιους ποὺ εἶναι πραγματικά. Τὸ
θέαμα σ᾿ ἀπολιθώνει.
Μὴ
νομίσεις πὼς θέλω νὰ κατακρίνω κανέναν
γιὰ τὰ ἐλαττώματά μου. Οἱ φίλοι μου
εἶχαν τόση λίγοι σχέση μαζί τους, ὅση
κι ἐγὼ μὲ τὰ δικά τους. Ἡ φύση, σ᾿ αὐτὸ
τὸ ζήτημα, στάθηκε μητριὰ γιὰ ὅλους
μας. Τοὺς κατακρίνω γιατὶ δὲν ἐκτιμοῦν
τὸν ἄνθρωπο ποὺ κατέστρεψαν. Ὅσο τὸ
τραπέζι μου εἶναι κόκκινο ἀπὸ τὸ κρασὶ
κι ἀπὸ τριαντάφυλλα, τί τοὺς ἔνοιζε;
Τὸ ταλέντο μου, ἡ καλλιτεχική μου ζωή,
τὸ ἔργο μου κι ἡ ἡσυχία ποὺ μοῦ
χρειαζόταν γιὰ νὰ τὸ πραγματοποιήσω,
ἦταν μηδὲν γιὰ κείνους... Παραδέχομαι
πὼς ἔχασα τὸ νοῦ μου. Ἤμουν θαμπωμένος,
παραζαλισμένος, ἀνίκανος νὰ κρίνω.
Ἔκαμα τὸ μοιραῖο βῆμα. Καὶ τώρα κάθομαι
σ᾿ ἕνα ξύλινο σκαμνί, μέσα σ᾿ ἕνα κελλὶ
φυλακῆς. Σ᾿ ὅλες τὶς τραγωδίες ὑπάρχει
ἕνα στοιχεῖο χοντρὰ κωμικό. Τὸ ξέρεις
τὸ στοιχεῖο αὐτὸ στὴ δική μου τὴν
τραγωδία. Μὴ νομίσεις πὼς δὲν κατακρίνω
τὸν ἑαυτό μου· τὸν καταριέμαι μέρα
καὶ νύχτα γιὰ τὴν τρέλλα ποὺ μ᾿ ἔπιασε
νὰ ἐπιτρέψω σὲ κάτι νὰ κυριαρχήσει
στὴ ζωή μου. Ἂν ὑπῆρχε ἠχὼ μέσα σ᾿
αὐτοὺς τοὺς τοίχους, θὰ ἐπαναλάμβανε
παντοτινά: «Ἄμυαλε!». Εἶμαι καταντροπιασμένος
γιὰ τὶς φιλίες μου. Γιατὶ ἀπὸ τὶς
φιλίες του μπορεῖ κανεὶς νὰ κρίνει
ἕναν ἄνθρωπο. Μ᾿ αὐτὴ τὴ δοκιμασία
μετράει κανεὶς τὸν ἄντρα. Κι ἐγὼ
δοκιμάζω τὴ διαπεραστικὴ ταπείνωση
τῆς ντροπῆς γιὰ μερικὲς ἀπ᾿ τὶς
φιλίες μου... γιὰ κεῖνες, ποὺ μπορεῖς
νὰ διαβάσεις τὸν πλήρη ἀπολογισμό
τους στὰ πρακτικὰ τῆς δίκης μου. Αὐτὸ
εἶναι γιὰ μένα μιὰ καθημερινὴ πηγὴ
διανοητικῆς ταπείνωσης. Μερικὲς δὲν
τὶς σκέπτομαι ποτέ. Δὲ μὲ βασανίζουν
καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ σημασία... Γιὰ νὰ
πῶ τὴν ἀλήθεια, ὁλόκληρη ἡ τραγωδία
μου φαίνεται νὰ εἶναι χοντρὰ κωμικὴ
καὶ τίποτ᾿ ἄλλο. Γιατὶ συνέπεια τοῦ
ὅτι ἄφησα νὰ πιαστῶ στὴν παγίδα... καὶ
νὰ πέσω στὸν πιὸ μολυσμένο βόρβορο
τοῦ Μαιηλμπολτζ,1
εἶναι πὼς τώρα βρίσκομαι ἀνάμεσα
στὸν Ζὶλ ντὲ Ρὲ2
καὶ στὸν Μαρκήσιο ντὲ Σάντ. Σὲ
ὡρισμένα μέρη, κανείς, ἐκτὸς ἀπ᾿ τοὺς
τρελλούς, δὲν ἔχει τὴν ἄδεια νὰ γελάει
καί, ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση τῶν
τρελλῶν, τὸ γέλιο ἀποτελεῖ παράβαση
τοῦ κανονισμοῦ· ἀλλιῶς, μοῦ φαίνεται,
πὼς μποροῦσα νὰ γελάσω μ᾿ αὐτά... Κατὰ
τὰ ἄλλα, μὴν ἀφήσεις νὰ ὑποθέσει
κανένας πὼς ἀποδίδω στοὺς ἄλλους ἄλλα
ἐλατήρια. Τὰ ἐλατήρια εἶναι πράματα
πνευματικά. Ἐκεῖνοι εἶχαν μόνο πάθη
καὶ τέτοια πάθη εἶναι ψεύτικοι θεοὶ
ποὺ ἀπαιτοῦν μὲ κάθε τρόπο θύματα
καί, στὴν περιπτωση αὐτή, τό θύμα ποὺ
πέτυχαν εἶναι δαφνοστεφανωμένο.
Τώρα
τὴν ἔβγαλα τὴν ἀγκίδα. Αὐτὴ ὴ γραμμὴ
ἀπ᾿ τὰ ὀρνιοθοσκαλίσματά σου μὲ
κεντοῦσε τρομερά. Τώρα πιὰ δὲ σκέπτομαι
παρὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας σου
καὶ πότε νὰ σὲ δῶ νὰ γράφεις ἐπιτέλους
τὴ θαυμαστὴ ἱστορία τοῦ...
Χαιρέτα
μου, σὲ παρακαλῶ τὴν ἀγαπητή μητέρα
σου καὶ τὸν Ἄλεκ. Ἡ «Χρυσὴ Σφίγγα»3
θὰ εἶναι, ὑποθέτω, θαυμάσια
ὅπως πάντα. Καὶ διαβίβασε ἀπὸ μέρους
μου ὅ,τι καλὸ ὑπάρχει στὴ σκέψη καὶ
στὰ αἰσθήματά μου κι ὅ,τι θελήσει νὰ
δεχτεῖ ἀπὸ ἀναμνήσεις κι ἀπὸ ἐκδηλώσεις
σεβασμοῦ, στὴν κυρία Γουίμπλεντον, ποὺ
ὴ ψυχή της εἶναι ἱερὸ γιὰ τοὺς
πληγωμένους καὶ καταφύγιο γιὰ τοὺς
πονεμένους. Μὴ δείξεις αὐτὸ τὸ γράμμα
σὲ ἄλλους καὶ στὴν ἀπάντησή σου μὴ
συζητήσεις αὐτὰ ποὺ σοῦ γράφω. Μίλα
μου γι᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τῶν σκιῶν,
ποὺ τόσο τὸν ἀγάπησα, καὶ μίλα μου
ἐπίσης γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴν ψυχή.
Εἶμαι περίεργος γιὰ κάθε κεντρὶ ποὺ
μὲ πλήγωσε καὶ μέσα στὸν πόνο μου
ὑπάρχει ἔλεος.4
Δικός
σου
ΟΣΚΑΡ
1.
Τόπος τς δαντικῆς κόλασης, ὅπου
τιμωροῦνται τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα.
2.
Στρατάρχης τῆς Γαλλίας (1404-1440). Τὰ
ἐγκλήματά του ἔδωσαν στὸν Perrault τὴν
ἰδέα προκειμένου νὰ συγγράψει τὸν
Κυανοπώγωνα.
3.
Ἔτσι ἀποκαλοῦσε ὁ Οὐάιλντ τὴν κυράι
Λέβεσον, συγγραφέα τῆς Ἑνδεκάτης
ὥρας, άπὸ τὶς φίλες καὶ θαυμάστριές
του ποὺ σταθήκανε κοντά του καὶ μετὰ
τὴν καταδίκη του σὲ φυλακή.
4.
Ἡ ἐπιστολὴ ἀντλήθηκε ἀπὸ τὴν ἔκδοση,
Ὄσκαρ Οὐάιλντ, De
Profundis,
εἰσαγωγὴ -μετάφραση, Στάθης Σπηλιωτόπουλος,
Ἔκδόσεις Παπύρου, Ἀθήνα 1974.
Πρώτη
ἐπιστολή: Κλὶκ ἐδῶ