Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Three Poems for Mykonos, of Andreas Angelakis


 


ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΥΚΟΝΟ
Ι
Τό τοιχαλάκι
Αὐτό τό τοιχαλάκι μάζεψε, χρόνια τώρα,
κουβάδες σπέρμα, ἱδρώτα καί λαχάνιασμα.
Εἶδε τόσα, ὅσα ποτέ κανένας άλλος πλάι στή θάλασσα.
Ἦρθε, ὅμως, ἡ ὥρα του.
Θές νά 'ναι τ' ἀγκωνάρια πού τοῦ πέσανε,
θές κάτι ἐγκύκλιοι ἀπ' τό πολεοδομικό,
μπορεῖ καί κάποιοι μπάτσοι νεοφώτιστοι
πού μέ ζῆλο άποφάσισαν νά ξεκαθαρίσουν τήν κατάσταση,
τώρα, άλίμονο, τό τοιχαλάκι τό κηδεύουν.
Πάει. Φέραν τή μπουλντόζα
καί, λέει, θά χτίσουν κάτι σάν πεζούλα
πού νά δένει ἀρμονικά μέ τό περιβάλλον
ἤ κάποιο μπάρ θά γίνει μέ κλασική μουσική
ἀπ' ὅπου θά μπορεῖς πιά ν' άγναντεύεις το Αἰγαῖο,
πίνοντας τό ποτό σου κι ἠρεμώντας
άπό τή σχιζοφρένεια τοῦ νησιοῦ.
Τρίχες, δηλαδή. (Ἐνῶ εἶναι ἀκριβῶς ἡ σχιζοφρένεια πού μᾶς λείπει).
Κι ὅλη μέρα ξεκουφαίνει ὁ θόρυβος τήν περιοχή.
Έργάτες γυροφέρνουν μέσ' στόν ἥλιο ημίγυμνοι,
ἐργολάβοι, ὑπάλληλοι τῆς νομαρχίας, φωνές, κακό.
Ὕστερα φτάνει ἡ νύχτα. (Ἄς εἶναι εὐλογημένη).
Τά πασπαλίζει ὅλα μέ τή σκόνη της.
Ἡ μπουλντόζα γίνεται στέκι,
πολλοί άκουμπᾶνε πάνω της καπνίζοντας,
οἱ πέτρες, τ' ἀγκωνάρια, ὅλα τά μπάζα
γίνονατι δικά μας στοργικά.
Οἱ σκιές πυκνώνουν. Φτάνουν κι ἄλλοι
Τά μπάρ ἔκλεισαν. Ἡ ζωή τῆς νύχτας
ξαναπάιρνει το ρυθμό της.
Πάλι ξεκουμπώματα, πάλι φιλί, πάλι οἱ ἀνάσες.
Κι εἶναι σάν κύκνειο ἄσμα αὐτές οἰ πλάτες,
ὁ τελευταίος ὑπέροχος σπασμός τοῦ κύκνου,
Πρίν τόν πετάξουν στραγγαλισμένο
μέ λερωμένες τίς φτεροῦγες, πιτσιλισμένες σπέρμα,
οἱ ἀνόητοι, οἱ ἀνυποψίαστοι κρετίνοι δολοφόνοι.

    
ΙΙ
Παραπορτιανή
Τόν γέρο έκεῖνο δέν τόν ἤθελε κανένας
(στή σκοτεινιά, πίσω άπ' τό τοιχαλάκι)
τραβιόνταν ὅλοι στό ἄγγιγμά του,
κάποιος τόν κλώτσησε σχεδόν
καθώς τόν ´εκοψε στο ρούφηγμά του.
Πάνω ἡ Ἄρκτος ἀνελέητη.
Ἀκούστηκε κάτι σάν βλαστήμια,
κάτι εἰπώθηκε γιά τά γερατειά. Ξανά σιωπή.
Συνέχισαν τό παιχνίδι τους (ὁ χρόνος πολύτιμος),
τοῦ γύρισε ξανά τίς πλάτες.
Ὁ γέρος παραπάτησε, κόντεψε να 'ρθει κουτρουβάλα,
προσπάθησε νά κρατηθεί ἀπό κάποιο σῶμα,
ὅλοι ἀπομακρύνθηκαν, δέν τά κατάφερε
κι ἔπεσε. Κοντά στή θάλασσα.
Γιά ἕνα θανάσιμο λεπτό ὅλοι τόν κοίταξαν.
Δίχως τύψη, δίχως ἔλεος, παγερά.
Αὐτός σηκώθηκε, κάπου εἶχε ματώσει,
ἔβγαλε τήν περούκα του,
τήν κράτησε, κάπως ἐπίσημα, ψηλά
κι ὕστερα τήν πέταξε μεσ' στό νερό.
Ἡ μαυρίλα τήν κατάπιε.
«Αὐτό νά τό θυμᾶστε» εἶπε ξαφνικά.

«μιά περούκα δέν ἐξαγοράζεται εὔκολα,
στοιχίζει μιά ὀλόκληρη ζωή,
δέν εἶναι παῖξε-γέλασε».

«Αὐτό νά τό θυμᾶστε» δυνατά ξανάπε

«νά τό θυμᾶστε ὅταν έκλιπαρήται αὔριο κι ἐσεῖς
νά ξαναφέρει ὁ θάνατος, ἔστω γιά μιά στιγμή.
Τό βρεφικό μας μπιμπερόν
κι Αὐτός σᾶς δώσει στ' ἀχαμνά κλωτσιά
βρίζοντάς σας σέ ἀγγλικά σπασμένα:

"Go to Hell, you old faggot”.»
 
 
III
Κατ' ὄναρ
Πίσω άπ' τήν ἐκκλησία. Στό τοιχαλάκι.
Σπασμένες πέτρες, κάτουρα, σκατά,
χώματα πού κατεβαίνουν ὥς τά βράχια,
ἐπάνω ἡ Ἄρκτος να ἐποπτεύσει σοβαρή,
μυστηριώδης, άπροσπέλαστη.
Μακριά στό πέλαγος ἕνα καΐκι ακίνητο,
μέ φώτα πάνω του πυγολαμπίδες. Παραμύθι.
Χωρίς φεγγάρι. Πρόσωπα ρουφηγμένα στό σκοτάδι,
ποῦ καί ποῦ ἕνα φῶς ἀπό αὐτοκίνητο
πῦ κατεβαίνει άπό τόν Τροῦλο
σχίζει γιά μιά στιγμή τό σύμλεγμα,
τό κόβει σέ φέτες, ἕνα μάτι λάμπει περισσότερο,
κοιτάζοντας ἔκπληκτοι γιά μιά στιγμή,
γιά ἕνα λεπτό σταμάτησε τό λαχάνιασμα,
κάποιος ἀνέβασε τό παντελόνι του.
Γιά ἕνα λεπτό. Σκοτάδι. Άπ' τήν ἀρχή.

Τό τελευταῖο σκαλί. Δέν ἔχει ἄλλο.

Τέσσερεις ἡ ὥρα (πῆγε κιόλας;)
Τέλειωσαν.
Ἀμίλητοι κουμπώνουν τό πουκάμισο,
ρίχνουν κάτω τσαλακωμένα χαρτομάντιλα,
τό μέλλον τούς σαρκάζει
τό παρόν τούς φτύνει
κι ὕστερα κατεβαίνουν στό πλακόστρωτο.
Άνάβουνε τσιγάρο,
κοιτάζουν μήπως καί τούς λείπει τίποτα
(ὅλα συμβαίνουν) καί πᾶνε βιαστικά
γία τό δωμάτιό τους.
Μιά κόκκινη γραμμή στή θάλασσα,
έκεῖ κατά τή Σύρα.
Τό νησί ξυπνάει. Τ' ἁρτοποιεῖα ἀνοίγουν.
Προσπαθοῦν ν' άνακαλέσουν (Τί;)
Δέν ἔχει μείνει τίποτα:
οὔτε πρόσωπο, οὔτε φιλί, οὔτε ὄνομα,
οὔτε κάν τό σπέρμα στόν πρωκτό τους.
Μά ἔγιναν τάχατες άλήθεια χθές τό βράδυ
ἥ ὅλα τοῦτα τά φαντάστηκαν;


Ἀνδρέας Ἀγγελάκης, άπό τή συλλογή: Τά ποιήματα τοῦ δολοφόνου μου, ἐκδόσεις Νεφέλη, Ἀθήνα 1986.

2 σχόλια:

  1. στίχοι απαισιόδοξοι σε μια εποχή που δεν δικαιολογούσε (ακόμα)την επερχόμενη έπαρση...
    Ξενούδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στίχοι απαισιόδοξοι σε μια εποχή που δεν δικαιολογούσε (ακόμα) την επερχόμενη έπαρση...

    ΑπάντησηΔιαγραφή