Ο
ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ
ΤΕΧΝΕΣ
Ἡ
κδʹ, ἐν Θεσπείᾳ τῆς Βοιωτίας (ἔστι
δ´ ἡ πόλις οὐχ ἑκὰς τοῦ Ἑλικῶνος)
παῖς ἔφυ Νάρκισσος πάνυ καλὸς καὶ
ὑπερόπτης Ἔρωτός τε καὶ ἐραστῶν.
Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι τῶν ἐραστῶν ἐρῶντες
ἀπηγόρευσαν, Ἀμεινίας δὲ πολὺς ἦν
ἐπιμένων καὶ δεόμενος· ὡς δ´ οὐ
προσίετο ἀλλὰ καὶ ξίφος προσέπεμψεν,
ἑαυτὸν πρὸ τῶν θυρῶν Ναρκίσσου
διαχειρίζεται, πολλὰ καθικετεύσας
τιμωρόν οἱ γενέσθαι τὸν θεόν. Ὁ δὲ
Νάρκισσος ἰδὼν αὑτοῦ τὴν ὄψιν καὶ
τὴν μορφὴν ἐπὶ κρήνης ἰνδαλλομένην
τῷ ὕδατι, καὶ μόνος καὶ πρῶτος ἑαυτοῦ
γίνεται ἄτοπος ἐραστής· τέλος
ἀμηχανῶν, καὶ δίκαια πάσχειν οἰηθεὶς
ἀνθ´ ὧν Ἀμεινίου ἐξύβρισε τοὺς
ἔρωτας, ἑαυτὸν διαχρᾶται. Καὶ ἐξ
ἐκείνου Θεσπιεῖς μᾶλλον τιμᾶν καὶ
γεραίρειν τὸν Ἔρωτα καὶ πρὸς ταῖς
κοιναῖς θεραπείαις καὶ ἰδίᾳ θύειν
ἔγνωσαν· δοκοῦσι δ´ οἱ ἐπιχώριοι τὸν
νάρκισσον τὸ ἄνθος ἐξ ἐκείνης πρῶτον
τῆς γῆς ἀνασχεῖν, εἰς ἣν ἐχύθη τὸ
τοῦ Ναρκίσσου αἷμα.
Κόνωνος
Διηγήσεις
Untitled, (2008), φωτογραφία
του Brandon Herman, (πηγή)
Προλεγόμενα
Για
την ελληνική μυθολογία και την θέση της
στον παγκόσμιο χάρτη των μύθων έχουμε
αναφερθεί πλειστάκις στο παρελθόν.
Επομένως δεν θα κουράσουμε επαναλαμβάνοντας
τα ίδια. Στο μέτρο λοιπόν που μας
επιτρέπει η παιδεία μας, θα προσπαθήσουμε
να παρουσιάσουμε για μια
ακόμη φορά ένα ελληνικό μύθο· αυτόν του
Ναρκίσσου, έτσι όπως αυτός μας έγινε γνωστός μέσα από τα σωζώμενα κείμενα, και βέβαια την επιρροή που αυτός
άσκησε στις εικαστικές τέχνες.
Σίγουρα
τούτος ο ελληνικός μύθος δεν θα μπορούσε
παρά να γίνει μια ακόμα πηγή έμπνευσης
για μια σειρά από σπουδαίους ζωγράφους
που αποτύπωσαν σε εικόνα τη μορφή του,
αν και από την αρχαιότητα ακόμα έχουν
διατηρηθεί εικόνες και αγάλματα του
Ναρκίσσου. Αλλά ο μύθος του δεν θα αργήσει
να αποτελέσει τη μήτρα για να γεννηθούν
έργα και σε άλλες τέχνες, αφού, ποιητές καθώς και συνθέτες, θα εμπνευστούν από
τούτο το μύθο όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο
μύθος του Ναρκίσσου μάς είναι γνωστός
κυρίως από τον Οβίδιο. Πιο συγκεκριμένα στο
τρίτο βιβλίο των Μεταμορφώσεων
ο Οβίδιος αφηγείται την ιστορία του.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο μύθος είναι
δημιουργία του ίδιου του Οβιδίου και
ότι δε υπήρχε άλλη πηγή τής ιστορίας
του με τη νύμφη Ηχώ. Η πρόσφατη δημοσίευση
ενός παπύρου
μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε το
νεαρό Νάρκισσο σε ένα ελληνιστικό ποίημα
και να τον συγκρίνουμε με αυτόν του
Οβίδιου. Από το ποίημα απουσιάζει όμως
η Ηχώ, εξάλλου η φωνή της –από όσα
γνωρίζουμε- δεν αντηχεί πουθενά σε όλη
την ποιητική μας παράδοση. Πιθανόν
λοιπόν η ιστορία με την Ηχώ να είναι
δημιούργημα του ίδιου του Οβίδιου.
Σύμφωνα
λοιπόν με την αφήγηση του Οβιδίου, ο
Νάρκισσος ήταν ένα πανέμορφο αγόρι που
ούτε λίγο ούτε πολύ θα γίνει αντικείμενο
ερωτικής λατρείας από αγόρια και κορίτσια,
αλλά και από όλες τις νύμφες του δάσους.
Τον άτολμο και όμορφο Νάρκισσο θα
ερωτευθεί ο νεαρός Αμεινίας -όπως
αναφέρεται στις
Διηγήσεις του
Κόνωνος-
για
να εισπράξει όμως την αδιαφορία και την
απόρριψη, αιτίες που θα τον οδηγήσουν
στην αυτοκτονία. Περισσότερο όμως από
όλους τον Νάρκισσος θα ερωτευθεί η νύμφη
Ηχώ που θα εισπράξει και αυτή με τη σειρά
της την άρνησή του. Ο Νάρκισσος, αποκρούοντας
όλες τις ερωτικές προτάσεις θα προκαλέσει
το θυμό τους, και τότε ένας νεαρός που
είχε υποφέρει από την άρνηση του Ναρκίσσου,
θα παρακαλέσει τη θεά Νέμεση να πληρωθεί
ο εγωιστής νέος με το ίδιο νόμισμα. Να
υποφέρει δηλαδή από την απόρριψη αυτού
που θα ερωτευτεί. Έτσι ο Νάρκισσος θα
τιμωρηθεί, αφού θα παραμείνει αενάως
ερωτευμένος με την αντανάκλασή του, με
το είδωλό του έτσι όπως αυτό καθρεπτιζόταν
στα νερά μιας πηγής, και μην μπορώντας
να το αγγίξει, να ενωθεί μαζί του, θα μαραζώσει.
Το
όνομα του Ναρκίσσου όμως πέρασε και σε
άλλους τομείς. Στην επιστημονική ορολογία
ονομάζουμε έτσι τον παθολογικό
αυτοερωτισμό, την αυταρέσκεια και γενικά
παθολογικές καταστάσεις της συμπεριφοράς
γνωστές σαν «ναρκισσισμός». Τούτο το θέμα όμως ξεφεύγει από τις προθέσεις μας αν και αποτελεί θα λέγαμε ένα εξαιρετικό θέμα για να ασχοληθεί κανείς μαζί του. Μια ματιά μόνο στις φωτογραφίες του σημερινού νεαρόκοσμου στο διαδίκτυο -για να μην μιλήσουμε για το φιλάρεσκο και ματαιόδοξο του gay περιβάλλοντα χώρου και των gay blog- που χρονοτριβεί με το είδωλό του μπροστά στον καθρέφτη, και αμέσως γίνεται αντιληπτό το τι νομίζει κανείς για τον εαυτό του. Το που φτάνουν τα όρια του κορμιού του και που αυτός νομίζει πως φτάνουν. Αφήστε τα!!
Εξαιρετικό επίσης ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στον τομέα της ζωγραφικής
και γενικά των τεχνών, τούτος ο μύθος έχει να κάνει με τη
σχέση καλλιτέχνη και δημιουργήματος.
Μέσα στο δημιούργημά του ο καλλιτέχνης
βλέπει τον εαυτό του. Το έργο του είναι ακραιφνές τμήμα του, αναπόσπαστο κομμάτι του· ουσιαστικά είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης που ζει και υπάρχει αιώνια μέσα από αυτό. Δεν θα ήταν παράλογη η δημιουργία μιας σχέσης με το δημιούργημα που ουσιαστικά είναι ένας αυτοερωτισμός. Αυτό γίνεται πιο εμφανές αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι το να το αποχωριστεί είναι γι' αυτόν μια οδυνηρή διαδικασία. Ο Λεονάρδο ντα Βίντσι για παράδειγμα δεν αποχωρίστικε ποτέ το πορτρέτο της Μόνα Λίζα, το κουβαλούσε πάντα μαζί του, αλλά και βαθιά μέσα του. Ένας λανθάνον λοιπόν ερωτισμός που υφέρπει
και διαποτίζει όλη σχεδόν την καλλιτεχνική
δημιουργία, κυρίως από την Αναγέννηση
και μετά.
Αλλά
ας δούμε αναλυτικά τούτο τον υπέροχο
ελληνικό μύθο, αρχικά, έτσι όπως μας τον
αφηγήται ο Οβίδιος, στο τρίτο βιβλίο τού
έργου του Περί Μεταμορφώσεων, στην
σπουδαία και αξεπέραστη μετάφραση του
Μάξιμου Πλανούδη1.
Ο Νάρκισσος καθρεπτίζεται στα νερά,
τοιχογραφία από το σπίτι του Μάρκου Λουκρήτιου στην Πομπηία
φρέσκο, Νάπολη, Αρχαιολογικό Μουσείο, (πηγή)
ΟΒΙΔΙΟΥ,
ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ (βιβλίο Γ' 340-510)
Ὁ
μὲν οὖν διὰ τῶν Ἀονίων πόλεων τῆ φήμη
περιφανέστατος ἀνεπιλήπτους τοῖς
ἐρωτῶσιν οἰωνισμοὺς ἐδίδου· πρώτη
δὲ πίστιν καὶ | πεῖραν τῆς δοθείσης
ἔλαβεν ὀμφῆς ἡ γλαυκή Λειριόπη, ἣν ὁ
Κηφισός ποτε, τῶ καμπύλω συσχὼν ποταμῶ
καὶ τοῖς ἑυτοῦ συγκλείσας ὕδασιν,
ἐβιάσατο. Αὐτὴ δὲ κατὰ γαστρὸς σχοῦσα
περικαλλέστατον ἀπέτεκε βρέφος, αὐτικά
μάλα δυνάμενον ἐρῶμενον ὑπό νύμφης
εἶναι, Νάρκισσόν τε τούτω τίθησιν ὄνομα.
Περί οὗ δὴ ὁ τῶν Μοιρῶν ἐξηγητὴς
μάντις ἐρωτηθεὶς εἰ μακροὺς χρόνους
λιπαροῦ θεασέται γήρως, “Ἣν ἑαυτόν”,
εἶπε, “μὴ ἐπιγνῶ”. Λόγος ἄλλως δὴ
πολλοῦ μέχρις ἡ τοῦ θεοπρόπου ἐδόκει
φωνή· ἡ σ' ἔκβασις αὐτὴν καὶ τὸ πρᾶγμ'
αὐτὸ συνιστάνει, καὶ τὸ τοῦ θανάτου
εἶδος καὶ ἡ τῆς μανίας καινότης. Καὶ
γὰρ ἐπὶ τρὶς πέντε ἓν ὁ Κηφίσιος
προσέθηκεν ἔτος, καὶ παῖς δὴ καὶ
νεανίας δικεῖν οἷός τ' ἧν. Πολλοί τε
τούτου νεανίαι, πολλαὶ νεάνιδες
ἐπεθύμησαν· ἀλλ' ἧν ἐν τῶ ἁπαλῶ
κάλλει σκληρά κομιδῆ τις ὑπεροψία·
οὐδένες τε τούτου νεανίαι, οὐδὲ τινες
ναάνιδες ἥψαντο.
Εἶδε
τοίνυν τοῦτον δειλὰς ἐλάφους εἰς
δίκτυα συνελαύνοντα ἡ φωνήεσσα νύμφη,
ἥτις οὔτε σιωπᾶν τῶ λαλοῦντι, οὔτ'
αὐτὴ προτέρα μεμάθηκε φθέγγεσθαι, ἡ
ἀντίφθογγος Ἠχώ. Σῶμα γὰρ ἔτι οὗσα
ἐτύγχανεν, οὐ μὴν φωνὴ ἡ Ἠχώ· ἀλλὰ
καὶ ὥς, οὐχ ἕτερον ἔθος ἡ λάλος καὶ
νῦν ἔχει ἢ ὃ καὶ πρόσθεν εἶχε τοῦ
στόματος· ἀνταποδιδόναι μὴν ἐκ πολλῶν,
ἧπερ ἄν δύναιτο, τὰ πάντων ὓστατα
ῥήματα. Τῆς Ἥρας γέγονεν ἔργον, ὅτι
πολλάκις δυναμένην νύμφας ἐν ὄρεσι τῶ
ἑαυτῆς Διΐ συγκαθευδούσας συλλαμβάνειν,
ἐκείνην συνετῶς μακρᾶ κατεῖχεν τὴν
θεὸν ὁμιλία, μέχρις αἱ νύμφαι φύγωσιν.
Ἐπεὶ δὲ τοῦτό γε ἡ θεὸς ἤσθετο,
“Ταύτης”, εἶπε, “τῆς γλώττης ἡ δύναμις,
ὑφ' ἧς πολλάκις ἐνεπαίχθην, μικρά σοι
δοθήσεται, καὶ χρῆσις φωνῆς βραχυτάτη·”
καὶ πράγματι τὴν ἀπειλήν βεβαιοῖ. Ἡ
δ' ἐπὶ τῶ τέλει τῶν λόγων ἐπαναδιπλοῖ
τὴν φωνήν καὶ ἅπερ ἀκούει, ῤήματα
ἀντεπιφέρει.
Ἐπεὶ
τοίνυν τὸν Νάρκισσον δι' ἀβάτων τόπων
εἶδε ἀλώμενον καὶ ἐξεκαύθει, ἕπεται
λάθρα κατ' ἴχνος αὐτῶ, καὶ ὅσω μᾶλλον
ἕπεται, τοσούτω ἐκκαίεται ἐγγυτέρω
τοῦ πυρὸς γινομένη, οὐχ ἑτέρως ἢ ὡς
ὅτε θεῖον ἄπυρον δαλῶ περικεχρισμένον
καί κινηθὲν λαμβάνει φλόγα. Ἆ! Ποσάκις
ἠθέλησε μειλιχίοις προσελθεῖν αὐτῶ
λόγοις καὶ μαλθακὰς συμπαραλαβεῖν
ἱκετείας! Ἀλλ' ἡ φύσις ἀντικαθίσταται
καὶ οὐκ ἀφίησιν ἄρξαι λόγων· πρὸς ὃ
δ' ὅμως ἐνδίδωσιν, εὐτρεπὴς γίνεται
λόγους ἐκδέχεσθαι δηλαδή, πρὸς οὓς
τὸν ἧχον ἀντιπέμψειεν ἄν.
Ὁ
παῖς τοίνυν, τυχόν οὕτω, τῆς πιστῆς
ἀποσπασθεὶς ἑταιρείας ἐφώνησε· “Τίς
ἐνταυθοῖ πάρεστιν;” Καὶ “Πάρεστιν”
ἡ Ἠχὼ ἀπεκρίνατο· ὁ δὲ θαμβεῖται
καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπαφίησι πανταχόσε.
“Ἴθι” μεγάλη φωνῆ κράζει· ἡ δὲ τὸν
καλοῦντα καλεῖ. Περισκοπεῖ δὴ καὶ,
αὖθις οὐδενὸς ἐρχομένου, “Τί με”,
φησί, “φεύγεις;” Καὶ ὁσάκις εἶπε,
τοσάκις ἐδέξατο ῤήματα. Ἵσταται τοίνυν
καὶ, τῶ τύπω τῆς ἀμοιβαίας φωνῆς
ἀπατώμενος, “Δεῦρο συνέλθωμεν”, ἔφη·
ἡ δ', οὐδενὶ οὐδέποτε ἥχω μᾶλλον
ἀσμένως ἀποκριναμένη, “Συνέλθωμεν”,
ἀνθυπήνεγκεν Ἠχώ, καὶ τοῖς ἑαυτῆς
συγκατατίθεται ῤήμασι καὶ, τῆς λόγχμης
ἐκπηδήσασα, ἤει χεῖρας, ὠς ἤλπιζεν,
ἐπιβαλοῦσα δὴ | τῶ τραχήλω. Ὁ δὲ φεῦγει
καὶ φεύγων τὰς χεῖρας τὴν περιπλοκὴν
ἀφαιρεῖται, καὶ Μάλλον ἄν“, εἶπε,
“θάνοιμι, ἢ σοὶ ἀπολαύσις ἡμῶν εἴη”.
Ἡ δ' οὐδὲν ἀνθυπήνεγκεν ὅτι μὴ “σοὶ
ἀπόλαυσις ἡμῶν εἴη”. Περιφρινηθεῖσα
τοίνυν, ἐντεῦθεν κρύπτεται πρὸς ταῖς
λόγμαις καὶ ὑπ' αἰσχύνης τὸ πρόσωπον
συγκαλύπτει τοῖς θάμνοις καὶ ἐν μόνοις
ἐξ ἐκείνου τοῖς ἄντροις ἐπιχωριάζει·
ὁ δ' ἔρως ἔτι προσίσχεται καὶ αυξάνει
ταῖς ὁδύναις αὐτῆς ἀπωσθείσης. Καὶ
τὸ ταλαίπωρον σῶμα φροντίδες λεπτύνουσιν
ἄγρυπνοι, συνάγει τε τὸ δέρμα ἡ ἰσχνότης
καὶ εἰς ἀέρα τὸ ἐν τῶ σώματι ὑγρὸν
ἅπαν ἀφίπταται· φωνὴ δὲ μόνη καὶ ὀστᾶ
ὑπολείπεται. Ἀλλ' ἡ μὲν φωνὴ μένει·
τὰ δ' ὀστᾶ φασι λίθων ἐπισπάσασθαι
μορφὴν. Κἀντεῦθεν εἰς λόγχμας καταδύεται
καὶ κατ' οὐδὲν ὄρος φαίνεται. Πᾶσι γε
μὴν ἀκούεται, καὶ μόνος ἦχος ἐν ἐκείνῃ
τὸν βίον ἕλκει.
Οὕτως
ἐκείνην, οὕτω νύμφας ἑτέρας, ὑδάτων
ἢ ὀρῶν ἀνασχοῦσας, οὗτος ένέπαιξε,
καὶ ἀνδρῶν τὸ πρόσθεν συστήματα. Ἔνθεν
καὶ χεῖρας τις περιοφθεὶς αἴρων προς
τὸν αἰθέρα, “Οὕτω καὶ αὐτός”, εἶπεν,
“ἐρασθείη! Οὕτως ἐξείη μηδαμῶς τοῦ
ἐρωμένου τυχεῖν!” Καὶ ταῖς δικαίαις
δεήσεσιν ἡ Ῥαμνουσία ἐπένευσε.
Πηγή
τις ἦν ἀθόλωτος οἷα περ ἀργυρέα τοῖς
διεδέσιν ὕδασιν, ἧς οὔτε νεμόμεναι ἐν
ὄρεσιν αἶγες ἥψαντο, ἤ τι κτῆνος
ἕτερον, ἥν οὐδεὶς ὄρνις ἥ θὴρ
συνετάραξεν ἢ κλὼν πεσὼν ἀπὸ δένδρου.
Ἄγρωστις δ' ἦν περὶ αὐτὴν, ἣν ἐγγύθεν
ἡ νοτὶς ἤρδευε, καὶ λόγχμη, οὐδέποτε
ἡλίω τὸν ἐκεῖ τόπον ὑπομείνασα
πυρωθῆναι. Ἐνταῦθ' ὁ παῖς, καὶ τῶ τῆς
θήρας ἀγῶνι κάμων καὶ τῶ καύματι,
κατεκλίθη, καὶ τῆ ὄψη τοῦ τόπου καὶ
τῆ πηγῇ ἐφεπόμενος. Καὶ δὴ τὴν δίψαν
σπεύδοντι σβέσαι ἑτέρα ἤκμασε δίψα·
καὶ πίνων συνηρπάγη, τὸν τύπον ἰδὼν
τῆς οἰκείας μορφῆς, καὶ εἴδους ἐκτὸς
σώματος ἐρᾷ καὶ σῶμα νομίζει τὸ ὕδωρ.
Καὶ τέθηπεν αὐτὸς ἑαυτὸν καὶ τῶ
ἑαυτοῦ προσῶπω ἀμεταστάτως προσίσχεται.
Ὡς ἀπὸ Παρίας λίθου μορφωθὲν ἄγαλμα.
Σκοπεῖ τοίνυν, ἑαυτὸν κατὰ γῆς θεὶς,
ἅτε δὺο ἀστέρας τοὺς ὁφθαλμοὺς καὶ
τὴν ἀξίαν Διονύσου, ἀξίαν καὶ Ἀπόλλωνος
κόμην καὶ γνάθον ἀνίουλον, καὶ
ἐλαφάντινον τράχηλον, καὶ εὐπρέπειαν
στόματος, καὶ συγκεκραμένον ἐρύθημα
χιονώδει λευκότητι· πάντα τε θαυμάζει,
οἷς αὐτὸς θαυμαστὸς ἐστι. Καὶ
ἐπαινεῖται· καὶ διώκων διώκεται, καὶ
ἐπίσεις πίμπρισί τε καὶ πίμπραται.
Ποσάκις πειρώμενος ἐν μέσοις ὕδασι
τὰς χεῖρας ἐβάπτισεν ὡς τὸν τράχηλον
τὸν ὁρώμενον περιληψομένας! Καὶ ἑαυτὸν
οὐ κατέλαβε ἐν ἐκείνοις. Ἀγνοεῖ μὲν
οὖν τὶ ποτε βλέπει· ὃ δ' οὖν βλέπει,
ἐπ' ἐκείνῳ πίμπραται, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς
ἐρεθίζει ἡ αὐτὴ πλάνη ἣ τούτος ἀπαντᾷ.
Ευεξαπάτησεμ τὶ μάτην εἴδωλα φεύγοντα
διώκεις; Ὃ ζητεῖς, οὐδαμοῦ ἐστιν·
οὗπερ ἐρᾷς, στρέψον εἰς τοὐπίσω
σαυτὸν, καὶ ἀπόλωλε· τοῦθ' ὃ βλέπεις,
| ἀντανακλωμένης εἰκόνος ἐστὶ σκιά,
οὐδὲν ἴδιον ἔχουσα· σὺν σοὶ ἦλθέ τε
καὶ μένει, καὶ σὺν σοὶ ἀναχωρίσει, εἴ
γε ἀναχωρεῖν δύνη.
Οὔκουν
δὴ τροφῆς ἐκεῖνον, οὔκουν ὕπνου
ἐπιστροφή τις ἐκεῖθεν ἀφέλκειν
δύναται· ἀλλ', ἐπὶ τῆς ἀνηλίου
κεχυμένμος βοτάνης, ὁφθαλμοῖς ἀπλήστοις
τὴν ψευδομένην βλέπει μορφὴν καὶ διὰ
τῶν οἰκείων αὐτὸς ὀμμάτων ἀπόλλυται,
βραχὺ τε κουφίσας ἑαυτὸν καὶ πρὸς
τὴν περιεστηκυῖαν λόγχμην τὰς χεῖρας
ἐκτεὶνας, “Ἰὼ λόγχμαι! Τὶς χαλεπώτερον”,
εἶπεν “ἠράσθη; Καὶ γὰρ ἴστε καὶ
πολλοῖς ἐπίκαιροι καταδύσεις γεγένησθε.
Ἆρα τινος, τοσούτων τῆς ὑμῶν ζωῆς
αἰώνων παραδραμόντων, ἐν τῶ μακρῶ
μέμνησθε χρόνω, ὃς οὕτω τετρύχωται;
Καὶ ἀρέσκει μοί τι, καὶ ὁρῶ τοῦτο,
ἀλλ', ὃ μοι καὶ ἀρέσκει καὶ ὁρῶ,
οὐδαμοῦ εὐρίσκω· τοσαύτη πλάνη τὸν
ἐρῶντα κατέχει. ᾯ δὲ μᾶλλον ἄν
ἀλγυνοίμην, οὔτε πέλαγος ἡμᾶς ἄπλωτον
διορίζει, οὔθ' ὁδός, οὔτ' ὄρος, οὔτε
τείχη τῶν πυλῶν κεκλεισμένων· πολλοστῷ
δ' ἀλλήλων ὕδατι κωλυόμεθα. Ἐπιθυμεῖ
κἀκεῖνος ληφθῆναι μετὰ χεῖρας. Καὶ
γὰρ ὁσάκις αὐτὸς τοῖς διειδέσιν ὕδασι
φιλήματα προὔτεινα, τοσάκις κἀκεῖνος
πρὸς μὲ ὑπτίῳ συστείνει στόματι·
οἰηθεῖης ἄν οἷόν τ' εἶναι ψαύεσθαι·
ἐλάχιστον γὰρ ὃ τοῖς ἐρῶσιν ἀνθίσταται.
Ὅστις ποτ' εἶ σὺ, δεῦρ' ἔξιθι. Τὶ με,
παῖ, μονώτατον φενακίζεις; Ποῖ ποθ'
ὁρμήσας ἄπει; Θαρρῶν λέγω· οὔμοι
τοιάδε προσέστι μορφὴ ἢ αὖ ἡλικία,
ὁποίαν ἄν φύγοις· καὶ γὰρ ἐμοῦ καὶ
νύμφαι ἡράσθησαν. Ἐλπίδα δὲ μοι, ἀγνοῶ
τίνα, προσώπῳ εὐμενεῖ ἐπαγγέλη· κἀμοῦ
τὰς χεῖρας σοι προτείνοντος, καὶ αὐτὸς
αὐτόματος δῆτα προτείνεις· γελώντι
τὲ μοι προσγελᾶς καὶ δάκρυα σὰ πολλάκις,
ἐμοῦ δακρύοντος, ἐτεκμηράμην· καὶ
νεύοντί μοι τὰ ἴσα σύμβολα ἀντιπέμπεις·
καὶ, καθ' ὅσον στοχάζομαι, κινουμένω
σοι τῶ καλῷ στόματι λόγους ἀνθυποφέρεις,
ἥκιστα τῆς ἡμετέρας ἀκοῆς ἐφικνουμένους.
Ἠσθόμην τοῦ τέρατος· αὐτὸς ἔγωγ'
εἰμί, οὐδ' ἡ ἐμαυτοῦ με εἰκὼν λανθάνει·
τῶ ἐμαυτοῦ ἔρωτι κάομαι καὶ τὴν φλόγα
αὐτὸς καὶ κινῶ δὴ καὶ φέρω. Τί δ'
ἐντεῦθεν ἱκετεύσω; Σὺν ἐμοί ἐστιν,
οὗπερ ἐφίεμαι· καὶ ἄπορον ἡ εὐπορία
με καθιστᾶ. Ὤφελον οἷός τ' εἶναι τοῦ
ἐμαυτοῦ διοικίζεσθαι σώματος. Εὐχὴ
ἐρῶντι καινοτέρα· ἤθελον ἀπεῖναι δὴ
τὸν ἐρῶμενον. Ἤδη δὲ μοι καί τὴν ἰσχῦν
ἐπιτρίβει τὰ τῆς ὀδύνης, καὶ βραχὺς
ὁ τῆς ἐμῆς ζωῆς ὑπολελειπται χρόνος,
καὶ κατὰ τὴν πρώτην ἡλικίαν εὐθὺς
γίνομαι φροῦδος. Ἀλλ' οὐδαμῶς μοι
βαρὺς ὁ θάνατος, ἀποθησομένῳ τὰς
ὁδύνας ἐν τούτω. Τόν γε μὴν ἐρώμενον
ἤθελον πολυχρονιώτερον εἶναι· νῦν δὲ
δύο σύμφορες μιᾶς θανούμενα τῆ ψυχῆ”.
Εἶπε,
καὶ πρὸς τὴν αὐτὴν ὄψιν κακῶς ἔχων
ἐπανελήλυθε, καὶ τὸ ὔδωρ τοῖς δάκρυσι
συνετάραξε· καὶ τῆς πηγῆς ταραχθείσεις,
ἀμαυρά τις ἀνταπεδόθη μορφή, ἣν ἰδὼν
κινουμένην καὶ οἷον ἀπιοῦσαν “Ποῖ
φεύγεις;” ἔκραξε. “Μεῖνον, μηδέ με τὸν
ἐραστήν, ἀπηνές, καταλίμπανε. Βλέπειν
γοῦν ἐξέστω μοι, οὗπερ μὴ ἔξεστιν
ἅπτεσθαι καὶ τροφὴν τῆ ταλαιπώρῳ
λύσση παρέχειν”. | Οὕτω τοίνυν ἀθυμῶν,
ἀπ' ἄκρου τραχήλου τὴν ἐσθῆτα διέρρηξε
καὶ γυμνόν τὸ στέρνον ταῖς μαρμαρέαις
παλάμαις ἐκόψατο. Τὸ δὲ στέρνον κοπὲν
ἐρύθημα λεπτὸν ἐπεσπάσατο, οὐχ ἑτέρω
ἢ τὰ μῆλα εἴωθεν, ἃ μέρει μὲν
λευκαίνεται, μέρει δὲ φοινίσσεται, ἢ
ὡς βότρυς εἴωθε, μήπω πέπειρος, ποικίλας
ἔχων τας ῥᾶγας πορφυροῦν χρῶμα
προτείνειν. Ὅπερ αὖθις ἀθρήσας ἐν
καταστάντι τῶ ὕδατι, οὐκ ἠνέσχετο
περαιτέρω· ἀλλ', ὡς ἠραιμαίῳ πυρὶ
τήκεσθαι ξανθὸς κηρὸς εἴθε, καὶ ἑωθινὴ
πάχμη πρὸς τῆς ἡλαικῆς ἀλέας, οὕτω
τῶ ἔρωτι λεπτυνθεὶς ἐκλείπει καὶ
ἀδήλω πυρὶ κατὰ μικρὸν δαπανᾶται.
Ἤδη γοῦν οὔτε χροιά τις ἦν, τῶ ἐρυθήματι
συνακεκραμένῳ δὴ τῆ λευκότητι, οὔτε
τις ἰσχύς, οὔτε σθένος, οὔθ' ἃ μικρῶ
πρόσθεν ὁρῶμενα ἔτερπον· ἀλλ' οὐδὲ
τὸ σῶμα μένει λοιπό, οὗ ποτε πρὸς ἔρωτα
ἦλθεν ἡ Ἠχώ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ταῦτα
βλέπουσα, εἰ καὶ τὰ μάλιστα ὠργίζετο
καὶ ἐμήνιεν, ἠνιάθη· καὶ ὁσάκις ὁ
ταλαίπωρος παῖς εἶπεν “Αἶ! Αἶ!”,
κἀκείνη φωναῖς ἀντιφθόγγοις ἐπανεδίπλου
τὸ “Αἶ! Αἶ!” Κἀκείνου ταῖς χερσὶ
τοὺς ἑαυτοῦ βραχίονας πλήτοντος, και
αὕτη τὸν αὐτὸν τῆς πληγῆς ἧχον
ἀνταπεδίδου.
Ἐσχάτη
γε μὴν αὕτη φωμὴ γέγονε πρὸς τὸ σύνηθες
ἀτενίζοντος ὕδωρ “Φεῦ διακενῆς μοι
φιληθεὶς παῖ!” Καὶ τοσάδε ὁ χῶρος
ἀντέπεμψε ῥήματα· καὶ “Χαίροις!”
εἰπόντος, “Χαίροις!” εἶπε καὶ ἡ Ἠχώ.
Ὁ μὲν οὖν ἀπειρηκὼς τὴν κεφαλὴν ταῖς
χλοεραῖς βοτάναις ἐπέθηκε, τοὺς δὲ
τὸ κάλλος τοῦ ἑαυτῶν δεσπότου
θαυμάζοντας ὀφθαλμοὺς συνέκλεισε
θάνατος. Τούτου δὲ καὶ εἰς Ἅδου
κομισθέντος, κἀν τοῖς Στυγίοις ὕδασιν
ἑαυτόν κατοπτεύοντος, αἱ ἀδελφαὶ
Νηΐδες ἐθρήνησαν καὶ τοὺς πλοκάμους
ἀνέθεντο κείρασαι τῶ συγγόνω· ἐθρήνησαν
καὶ Δρυάδες, καὶ θρηνούσαις ἀντιλάλαζεν
ἡ Ἠχώ. Ἤδη δὲ πυρὰν καὶ τμηθείσας
δᾶδας καὶ ἐκφορὰν ἐκεῖναι ηὐτρέπιζον·
τὸ σῶμα δ' ἦν οὐδαμοῦ· κροκοβαφὲς δ'
ἀντὶ σώματος ἄνθος εὑρίσκουσι, λευκοῖς
περιστοιχιζόμενον μέσον φύλλοις.
Anthony
Gayton, Νάρκισσος, (πηγή)
Ο
μύθος του Ναρκίσσου
Και
επειδή ελάχιστοι θα μπόρεσαν να καταλάβουν
την υπέροχη γλώσσα του Μάξιμου Πλανούδη
-που ουσιαστικά ξαναγράφει σε υπέροχα
ελληνικά το έργο του Οβίδιου- μια και ο
νεοέλληνας αρέσκεται να εμπλουτίζει
το βιογραφικό του μαθαίνοντας ξένες
γλώσσες και ελάχιστα να ασχολείται με
την δική του, πάμε να δούμε τούτο το μύθο
στα ωραία -καθ' όλα- νεοελληνικά μας.
Όπως
προαναφέραμε στο τρίτο βιβλίο των
Μεταμορφώσεων ο Οβίδιος αφηγείται
την ιστορία του ωραίου Βοιωτού νέου ο
οποίος ήταν γιος του ποταμού Κηφισού
και της νύμφης Λειριώπης. Η ιστορία του
Οβίδιου για τον Νάρκισσο αρχίζει πριν
αυτός γεννηθεί αφού η μητέρα του ρώτησε
τον Θηβαίο μάντη Τειρεσία αν ο γιος της
θα μακροημερεύσει για να της απαντήσει
ο μάντης «αν δεν γνωρίσει τον εαυτό του».
Ο μάντης δηλαδή, αντέστρεψε τον περίφημο
χρησμό του μαντείου των Δελφών (γνώθι
σαυτόν).
Ο
νεαρός που λέτε όλο και μεγάλωνε, η
ομορφιά του έλαμπε και ο πόθος ρίζωνε,
αντηχούσε και σπάραζε τις καρδιές όσων
τον έβλεπαν. Όταν έγινε πια δεκαέξι ετών
έλαμπε από κάλλος. Τα αγόρια και τα
κορίτσια τον πολιορκούσαν αλλά αυτός
απέκρουε κάθε πρόταση, απέφευγε τις
συντροφιές των άλλων νέων, έτσι όλοι
άρχισαν να τον θεωρούν αυτάρεσκο και
εγωιστή. Τα πειράγματα και το πλήθος
των ερωτικών προτάσεων που δεχόταν τον
έπεισαν ότι η μοναξιά ήταν ο ιδανικότερος
δρόμος γι’ αυτόν. Έτσι απομονώθηκε στον
εαυτό του.
Στον
κύκλο των ερωτευμένων μαζί του ήταν και
η περίφημη νύμφη Ηχώ. Η νύμφη αυτή είχε
το ελάττωμα να είναι πολυλογού και μια
μέρα συνομωτόντας με τον Δία κράτησε
την Ήρα αρκετή ώρα με τη φλυαρία της, με
αποτέλεσμα ο Δίας να βρει ευκαιρία να
το γλεντήσει με τις νύμφες. Η ζήλεια της
Ήρας είναι γνωστή και μπορεί να φανταστεί
κανείς την οργή της μόλις έμαθε τι έγινε
όση ώρα αυτή ήταν απασχολημένη από την
Ηχώ. Η θεά την καταράστηκε να χάσει τη
φωνή της. Έτσι η νύμφη Ηχώ έχασε τη φωνή
της καταδικασμένη να επαναλαμβάνει τα
τελευταία λόγια των άλλων που άκουγε.
Η
ερωτευμένη και βουβή Ηχώ λοιπόν, είχε
πάρει στο κατόπι τον Νάρκισσο ο οποίος
κατάλαβε ότι κάποιος τον ακολουθεί και
ρώτησε «Είναι κανείς εδώ;» για να του
απαντήσει η Ηχώ «είναι εδώ».
Η
Ηχώ επαναλαμβάνοντας τα τελευταία λόγια
του Ναρκίσσου ουσιαστικά απαντά στην
ερώτησή του. Ο διάλογος συνεχίζεται και
οι λέξεις τις οποίες επαναλαμβάνει η
νύμφη και ουσιαστικά απαντά στις
ερωτήσεις του Ναρκίσσου, παίρνουν
διαφορετική διάσταση και νόημα δίνοντάς
μας να καταλάβουμε την υψηλή τέχνη του
Οβιδίου.
Αυτό
δίνει θάρρος στην Ηχώ που ορμάει και
αγκαλιάζει τον Νάρκισσο για να εισπράξει
την απόρριψη αφού όταν ο νεαρός Βιωτός
καταλαβαίνει τις προθέσεις τις νύμφης
της λέει: «Πάρε τα χέρια σου από πάνω
μου, καλύτερα να πεθάνω παρά να
ικανοποιηθείς μαζί μου. Και εδώ ο Οβίδιος
παίζει με τις προτάσεις, μια και η
υποτακτική του Νάρκισσου που υπαγορεύεται
από την δευτερεύουσα πρόταση,
επαναλαμβανόμενη από την Ηχώ, μεταμορφώνεται
σε ευχετική υποτακτική κύριας πρότασης:
«μακάρι να ικανοποιηθείς μαζί μου».
Οι
σαρκικές επιθυμίες της άυλης νύμφης
είναι σύμφωνα με τον Οβίδιο σαφέστατες
και σ’ αυτό δεν χωράει καμιά αμφισβήτηση.
Η απόρριψη θα συντρίψει την Ηχώ που
σιγά-σιγά θα μαραζώσει, θα εξαϋλωθεί,
θα εξασθενήσει και το μόνο που θα
απομείνει από αυτή είναι η φωνή της που
περιφέρεται σε δάση και βουνά, σε λόγγους
και χαράδρες να επαναλαμβάνει τα
τελευταία λόγια των άλλων.
Ο
Νάρκισσος μετά το επεισόδιο με την Ηχώ
και κατάκοπος από το κυνήγι ψάχνει μια
πηγή για να σβήσει το φλογερή του δίψα.
Αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί ο Οβίδιος για
να συνοψίσει την τραγωδία του νεαρού
που κοιτώντας το είδωλό του στα νερά θα
το ερωτευθεί και μην μπορώντας να το
φτάσει θα μαραζώσει. Σύμφωνα με άλλη
εκδοχή, παρασυρμένος από τον θαυμασμό
στον ίδιο του τον εαυτό και θέλοντας να
τον αγγίξει, έσκυψε τόσο πολύ πάνω στα
νερά που έπεσε μέσα και πνίγηκε.
Άλλη
εκδοχή λέει ότι οι νύμφες και οι νεαροί
που ο Νάρκισσος είχε αποκρούσει τον
έρωτά τους παρακάλεσαν την θεά Αφροδίτη
να τιμωρήσει τον εγωιστή νέο γιατί
περιφρονεί τα δώρα της. Τότε η Αφροδίτη
τον έκανε να ερωτευθεί την ίδια του την
εικόνα, καθώς αυτή καθρεπτιζόταν στα
νερά της πηγής του δάσους με τις γνωστές
συνέπειες.
Όταν
οι νύμφες πληροφορήθηκαν τον θάνατό
του, λυπήθηκαν πολύ και αναζήτησαν το
σώμα του για να του αποδώσουν τις νεκρικές
τιμές. Όμως το σώμα του δεν θα βρεθεί
πουθενά μια και ο Νάρκισσος είχε
μεταμορφωθεί στο γνωστό αρωματικό μας
λουλούδι με τα κιτρινόλευκα πέταλα. Το
λουλούδι στο οποίο μεταμορφώθηκε ο
Νάρκισσος λέγεται μέχρι σήμερα με το
ίδιο όνομα. Στην αρχαία Σπάρτη συνήθιζαν
να το χρησιμοποιούν σαν διακοσμητικό,
ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα το θεωρούσαν
λουλούδι του θανάτου.
Σύμφωνα με τον Αθήναιο,2 στα κιτρινόλευλα χρώματα του Ναρκίσσου μάλιστα, λέγεται ότι έβαψαν οι Χάριτες και οι Ώρες το πρώτο φόρεμα της Αφροδίτης, που της πρόσφεραν και φόρεσε όταν αυτή γεννήθηκε.
ΑΛΛΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
Adi
Nes, Ο Νάρκισσος καθρεφτίζεται στα νερά,
(2000)
Ιερουσαλήμ, The Israel Museum, (πηγή)
Ιερουσαλήμ, The Israel Museum, (πηγή)
ΑΛΛΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
Η
εκδοχή του μύθου σύμφωνα με τον Παυσανία
Όπως
αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας3
στο πολύτιμο οδοιπορικό του, η Ηχώ ήταν
δίδυμη αδελφή του Ναρκίσσου, που δύστυχος
είχε πεθάνει πρόωρα. Ο όμορφος νέος
έτρεφε υπερβολική αγάπη γι' αυτήν, σε
σημείο να είναι ερωτευμένος μαζί της.
Ο νεαρός Νάρκισσος περιφερόταν πάντα
μόνος και συνήθιζε να συχνάζει σε
χλοερούς λειμώνες και τερπνά ήσυχα
δάση. Καθώς λοιπόν μια μέρα καθόταν και
κοιτούσε πάνω από τα γαλήνια νερά του
ποταμού Δονακώνα -που σημαίνει «με
καλάμια»- παρατήρησε το είδωλό του.
Βλέποντας λοιπόν την εικόνα του να
καθρεπτίζεται στα νερά του ποταμού,
νόμισε πως είδε στο πρόσωπό του την
αδελφή του και προσπαθώντας να την
πλησιάσει πνίγηκε.
Ο τόπος που ο Παυσανίας
τοποθετεί το μύθο είναι νοτιοδυτικά
των Θεσπιών, κοντά δηλαδή στον Ελικώνα.
Οι Θεσπιές ήταν αρχαία κοιτίδα της λατρείας του Έρωτα αφού εκεί υπήρχε το ιερό του Θέσπιου Έρωτα. Επιπλέον ο Παυσανίας μας αναφέρει και επιγραφή
αναθήματος αφιερωμένη από τον Αυτοκράτορα
Αδριανό στον Θέσπιο Έρωτα, που τον γράφει
ως Ναρκίσσου κῆπον ἀνθόεντα, δηλαδή
«λουλουδιασμένο κήπο του Ναρκίσσου». Πιθανότατα ο ἀργὸς λίθος που παρίστανε τον έρωτα στις Θεσπιές να ήταν ένας λίθινος φαλλός που ο Παυσανίας με την γνωστή του ευφημία δεν αναφέρει. Εξάλλου είναι γνωστή η δυσφορία του όταν αναφέρεται σε γενετισιακά σύμβολα και μύθους. Τη φαλλικότητα του θεσπιακού Έρωτα την υποστιρίζει, σε μεγάλο βαθμό, ο φαλλικός λίθος της Αντίπολης. Εξάλλου στον Ελικώνα ο Παυσανίας βλέπει άγαλμα Πρίαπου.
Η βοιωτική εκδοχή του μύθου
Υπάρχει
και η βοιωτική εκδοχή του μύθου που
συμφωνεί με τον Παυσανία στο γεγονός ότι, τοποθετεί
και αυτή τη δράση του στις Θεσπιές·
περιοχή που δεν είναι μακριά από τον
Ελικώνα. Σύμφωνα με τούτη την εκδοχή
-όπως έχουμε προαναφέρει- ερωτευμένος
με τον Νάρκισσο ήταν ένα όμορφος νέος· ο Αμεινίας. Όταν όμως εκδήλωσε τον έρωτά
του στον Νάρκισσο, εισέπραξε την απόρριψη.
Τούτη η ματαίωση τον ερωτικών του
προσδοκιών τού έφερε απέραντη θλίψη. Ο
Νάρκισσος μάλιστα έφτασε στο σημείο να
του δωρίσει ένα ξίφος, κίνηση που ήταν
δηλωτική της πρότασής του «καλύτερα να
αυτοκτονήσεις παρά να περιμένει κάτι
από εμένα». Ταραγμένος, πικραμένος και
απογοητευμένος, ο Αμεινίας άρπαξε το
ξίφος και μπροστά στην πόρτα του άσπλαχνου
Βοιωτού νέου αυτοκτόνησε, αφού όμως πρώτα
ζήτησε από τους θεούς να τον τιμωρούμουν
παραδειγματικά. Η συνέχεια μας είναι
γνωστή, αφού ο Νάρκισσος ερωτεύτηκε την
ίδια του την εικόνα και μην μπορώντας
να την πλησιάσει αυτοκτόνησε. Εκεί που
το αίμα του πότισε τη γη, βγήκε ένας νέος
ανθός που το ονόμασαν Νάρκισσο. Οι
Θεσπιείς μάλιστα τίμησαν τον Νάρκισσο
καθιερώνοντας λατρεία στον Έρωτα.
Και
μια τελευταία εκδοχή του μύθου
Τούτη
η εκδοχή δέχεται ότι ο Νάρκισσος καταγόταν
από την Ερέτρια. Τον όμορφο νέο σκότωσε
λέει ο Έποπας ή Εύπος, για λόγους που
δεν διευκρινίζονται, και βέβαια από το
αίμα του γεννήθηκε το ομώνυμο λουλούδι.
Ο
ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥ ΣΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ
Εικαστικές
τέχνες
Από τις πιο
γνωστές σωζόμενες εικόνες του νεαρού
Βιωτού είναι η τοιχογραφίες του Οίκου
Μ. Φρόντωνα στην Πομπηία αλλά και ένα
αντίγραφο ελληνιστικού αγάλματος στο
Εθνικό Μουσείο της Νάπολης, στην Ιταλία.
Στα νεότερα χρόνια –αρχές του 16ου
αιώνα-
ένας μαθητής του Τζιοβάνι Αντόνιο
Μπολτάφφι θα φιλοτεχνήσει τον πίνακα
Τοπίο
με τον Νάρκισσο
που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική
πινακοθήκη του Λονδίνου. Στα μέσα του
16 αιώνα ο Τιντορέτο θα μας χαρίσει τον
πίνακα Ο
Νάρκισσος στην πηγή
που βρίσκεται στην Πινακοθήκη Κολόννα
της Ρώμης. Ο μεγάλος Ιταλός ζωγράφος
Καραβάτζιο δεν θα μπορούσε παρά να
ασχοληθεί με το μύθο, έτσι θα φιλοτεχνήσει
τον πίνακα ο Νάρκισσος (1597-99) που σήμερα
εκτίθεται στην Galleria Nazionale D'Arte Antica, στη
Ρώμη. Στα μέσα του 17 αιώνα ο Πουσσέν
(Nicolas
Poussin)
θα ασχοληθεί σε δύο πίνακές του με το
θέμα του Νάρκισσου, Ο
Νάρκισσος μεταμορφώνεται σε λουλούδι
και Ηχώ
και Νάρκισσος
που σήμερα βρίσκονται στο Λούβρο και
στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Ο
πίνακας Νάρκισσος
(1644) του Κλωντ Λωρραίν (Claude
Lorrain)
βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του
Λονδίνου. Ο πίνακας του Λεμουάν Νάρκισσος
και Ηχώ
φιλοτεχνημένος στις αρχές του 18 αιώνα
βρίσκεται στην Αίθουσα Καλών Τεχνών
του Αμβούργου. Τα τελευταία χρόνια το
θέμα θα απασχολήσει μια σειρά από
νεότερους ζωγράφους, αλλά και φωτογράφους
και γενικά τους εικαστικούς, μια επιλογή
από έργα των οποίων παρουσιάζουμε στη
συνέχεια. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε
τον Σαλβαντόρ Νταλί και τον πίνακα
Μεταμόρφωση
του Νάρκισσου
που σήμερα βρίσκεται στην Πινακοθήκη
Τέιτ στο Λονδίνο.
Ποίηση
Στον
Νάρκισσο αφιερώνουν πολλά έργα του
ποιητές και δραματουργοί των νεότερων
χρόνων. Το 1681 ο Π. Καλντερόν (Pedro
Calderόn de la Barca)
έγραψε το θεατρικό έργο Ηχώ
και Νάρκισσος,
για να ακολουθήσουν πολλοί ακόμα που
θα ασχοληθούν με το θέμα όπως ο Μαξ
Πούλβερ
(Max
Pulver)
το 1919. Από τους ποιητές ο Πωλ Βαλερύ
(Paul
Valery)
εμπνεύστηκε τις συνθέσεις
Ο Νάρκισσος μιλάει
(1861) και Αποσπάσματα
από τον Νάρκισσο
(1926). Ο Ρ. Μ. Ρίλκε (Rainer
Maria Rilke)
θα γράψει το Στον
Νάρκισσο
(1913), ενώ στην Τσεχία ο Γίρζι Καράσεκ
(Jiří
Karásek)
το μεγάλο ποίημα Νάρκισσος
(1909).
Μουσική
Αλλά
και στη μουσική ο μύθος του Ναρκίσσου θα εμπνεύσει συνθέτες που θα παρουσιάσουν μουσικά έργα σχετικά με τούτο το μύθο. Από τα πιο γνωστά
είναι οι όπερα του Σκαρλάτι
(Domenico Scarlatti)
Νάρκισσος
(1714) και Ηχώ
και Νάρκισσος
(1779) του Κρίστοφ Γκλουκ (Christoph
Gluck). Το 1768 ο
Γιόζεφ Μυσλιβέτσεκ (Josef
Mysliveček)
θα συνθέσει το ορατόριο Ο
Νάρκισσος στην πηγή.
Το συμφωνικό ποίημα Νάρκισσος
έγραψε το 1928 ο Κ. Μπεμ και τη σουίτα για
ορχήστρα Νάρκισσος
το 1958 ο Κ. Κούπκα (Frantisek Kupka).
Πηγές
και σημειώσεις
1. Οβίδιου, Περί μεταμωρφώσεων, μτφρ. Μάξιμος Πλανούδης, εκδόσεις Ακαδημία Αθηνών, Κέντρο εκδόσεων έργων Ελλήνων συγραφέων, Αθήνα 2002.
2. και
στο κορμί της φόρεσε φορέματα που γι'
αυτήν οι Χάριτες κι οι Ώρες
έφτιαξαν και βάψανε σε λούλουδα της άνοιξης,
τέτοια που οι Ώρες φορούν, και στον κρόκο και στον υάκινθο
και στη βιολέττα την ολάνθιστη και στο όμορφο του ρόδου τ' άνθος
το γλυκό σαν νέκταρ, και στα θεόμορφα μπουμπούκια,
στα όμορφα του νάρκισσου τα άνθη· τέτοια η Αφροδίτη
για κάθε ώρα ευωδιαστά φορέματα είχε ντυθεί.
(Ἀθήναιος 15, 682d-e)
3. Παυσανίου, Ελλάδος περιήγησις, Αττικά, επιμέλεια. Ν. Παπαχατζής, εκδόσεις, Εκδοτική Αθηνών. έφτιαξαν και βάψανε σε λούλουδα της άνοιξης,
τέτοια που οι Ώρες φορούν, και στον κρόκο και στον υάκινθο
και στη βιολέττα την ολάνθιστη και στο όμορφο του ρόδου τ' άνθος
το γλυκό σαν νέκταρ, και στα θεόμορφα μπουμπούκια,
στα όμορφα του νάρκισσου τα άνθη· τέτοια η Αφροδίτη
για κάθε ώρα ευωδιαστά φορέματα είχε ντυθεί.
(Ἀθήναιος 15, 682d-e)
Για τη σύνταξη και τεκμηρίωση του κειμένου για το μύθο του Ναρκίσσου, αντλήθηκαν και επιπλέον στοιχεία από τις παρακάτω πηγές:
Ελληνική
Μυθολογία, υπό την γενική εποπτεία
Ι.Θ. Κακριδή, Εκδοτική Αθηνών.
Richepin,
Jean, Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία, 2 τόμοι,
μετ. Κοσμάς Πολίτης, Άρης Αλεξάνδρου,
εκδόσεις Αυλός.
Βοϊτεχ
Ζαμαρόφσκυ, Θεοί και ήρωες του αρχαίου
κόσμου, μετ. Λαζ. Μαλλιός , Ελένη Πούπτη,
εκδόσεις Ηλιάδης.
Κόνωνος Διηγήσεις, μτφ. Πολίτης Άγγελος, εκδόσεις Ερωδιός, Αθήνα, 2008.
Παρουσιάζουμε εδώ, στη συνέχεια -όχι απαραίτητα με χρονολογική σειρά- μια επιλογή από έργα η θεματολογία των οποίων αντλεί υλικό και εμπνέεται από τον ελληνικό μύθο του Ναρκίσσου.
Όπου
μας ήταν γνωστά, οι δημιουργοί, τα
πνευματικά δικαιώματα, οι διαστάσεις,
το υλικό και οι κάτοχοι των έργων
αναφέρονται, όπως αναφέρονται και οι
πηγές από τις οποίες αντλήθηκαν. Αν
κάποιος κάτοχός πνευματικού δικαιώματος,
συλλέκτης ή δημιουργός θέλει να αναφερθεί
το όνομά του ή να αφαιρεθεί το έργο να
επικοινωνήσει μαζί μας και αυτό θα γίνει
άμεσα.
Gyula
Benczúr, Νάρκισσος,
(1881)
λάδι σε καμβά 115 Χ 110,5 εκ. Βουδαπέστη, Hungarian National Gallery. (πηγή)
λάδι σε καμβά 115 Χ 110,5 εκ. Βουδαπέστη, Hungarian National Gallery. (πηγή)
Nicholas
Bernard Lepicie, Νάρκισσος,
(1771)
λάδι σε καμβά 113 Χ 146 εκ. Musée
Antoine-Lécuyer (πηγή)
Helen
Thornycroft, Νάρκισσος,
(1876), (πηγή)
Βrulloff
Κarl, Νάρκισσος (1891)
λάδι σε καμβά 162 Χ 209,5 εκ. Αγ. Πετρούπολη, The Russian Museum (πηγή)
λάδι σε καμβά 162 Χ 209,5 εκ. Αγ. Πετρούπολη, The Russian Museum (πηγή)
Camie
Davis, Νάρκισσος, (πηγή)
Conda
de Satriano, Νάρκισσος, (πηγή)
Johann
Heinrich The Elder Tischbein, Νάρκισσος,
(1770), (πηγή)
Peter
Paul Rubens, Νάρκισσος, (πηγή)
Richard
Baxter, Ηχώ και Νάρκισσος, (πηγή)
Robert
Liberace, Νάρκισσος (2011), (πηγή)
John
William Waterhouse, Ηχώ
και Νάρκισσος
(1903)
λάδι σε καμβά 109,2χ 189,2 εκ.
Λίβερπουλ, Walker
Art Gallery, (πηγή)
Νάρκισσος και Νύμφες (;)
Thomas Stiothard, Οι Νύμφες και ο Νάρκισσος, (1793)
Λονδίνο, The Tate Gallery, (πηγή)
Nicolas
Bernard Lepicie, Ο Νάρκισσος μεταμορφώνεται
σε λουλούδι, (πηγή)
Jean
Georges Vibert, Ο Νάρκισσος
(πηγή)
Martin-Jan
van Santen, Νάρκισσος, (πηγή)
(;), (πηγή)
Dirck
Van Baburen, Νάρκισσος κοιτάζοντας το είδωλό
του, (πηγή)
Francesco
Curradi, Νάρκισσος,
(17ος αι.), (πηγή)
Francesco
Ruschi (Il Rustichino), Νάρκισσος,
(17ος αι.), (πηγή)
Gerard
van Kuijl, Νάρκισσος (1640-45), (πηγή)
Jan
Moreelse, Νάρκισσος, (πηγή)
Nicolas
Poussin, Cupid
Making Narcissus fall in Love With Himself, (πηγή)
(;), (πηγή)
Pierre Joseph Celestin Francois, Νάρκισσος (21815-30), (πηγή)
Ludwig
von Hofmann, Νάρκισσος (1900)
λάδι σε καμβά, 149.5 x 95.5, Βαρσοβία, National Museum, (πηγή)
λάδι σε καμβά, 149.5 x 95.5, Βαρσοβία, National Museum, (πηγή)
Solomon Joseph, Νάρκισσος και Ηχώ, (1895), (πηγή)
David
Vance,
Νάρκισσος, model:
Ashtyn Long, (πηγή)
David
Vance,
Νάρκισσος, model:
Ashtyn Long, (πηγή)
David
Vance,
Νάρκισσος, model:
Ashtyn Long, (πηγή)
(;)
Νάρκισσος,
μονόλογος της Έλενας Πέγκα με τον Άγγ.
Παπαδημητρίου
Νάρκισσος,
μονόλογος της Έλενας Πέγκα με τον Άγγ.
Παπαδημητρίου
Νάρκισσος,
μονόλογος της Έλενας Πέγκα με τον Άγγ.
Παπαδημητρίου
(;)
Pierre et Gilles, Νάρκισσος, (πηγή)
(;)
(;), (πηγή)
Terry
J. Cyr, Νάρκισσος, (πηγή)
John
Woodrow Kelley, Νάρκισσος, (πηγή)
Magnus
Enckell, Νάρκισσος
(αφιέρωμα του blog στο ζωγράφο: εδώ)
(αφιέρωμα του blog στο ζωγράφο: εδώ)
Adolf
Joseph Grass, Νάρκισσος, (πηγή)
Kevin
Krayel, Νάρκισσος
Jamie
Vasta, Νάρκισσος,
(2010), (πηγή)
(;)
Robert
C. Rore, Ο Νάρκισσος,
(πηγή)
André
Durand Νάρκισσος
(1967)
λάδι σε καμβά 81.5 x 58 εκ. Ιδιωτική συλλογή, (πηγή)
λάδι σε καμβά 81.5 x 58 εκ. Ιδιωτική συλλογή, (πηγή)
Steven Kenny, The Mirror (after Narcissus by Caravaggio), (πηγή)
Placido
Costanzi, Νάρκισσος
και Ηχώ (18ος αι.), (πηγή)
Anthony
Seeker, Νάρκισσος, (πηγή)
André Durand, Νάρκισσος, (πηγή)
Gabe
Walker, Ηχώ και Νάρκισσος,
(πηγή)
Antony
Crossfiel, Νάρκισσος, (πηγή)
(;)
Greg Swales, παρουσίαση ρούχων του οίκου Αρμάνι
μοντέλο: Edward Wilding, (πηγή)
Max Zerrahn, Νάρκισσος
(φωτο-ριμέικ πάνω στον ομώνυμο πίνακα του Καραβάτζιο), (πηγή)
(;)
Jayson Bradley, Νάρκισσος, (πηγή)
Anthony
Gayton, Νάρκισσος, (πηγή)
David Deer, Νάρκισσος, (πηγή)
Walter Pfeiffer, Χωρίς τίτλο, (2013), (πηγή)
James Cochran, Νάρκισσος, (2002), λάδι σε καμβά, 110x154 εκ. (πηγή)
Αfdemridge,
Νάρκισσος και Ηχώ, (πηγή)
Will
H. Low, Νάρκισσος, (πηγή)
Manolo Yanes, Νάρκισσος, (πηγή)
Nicole
Roumelioti, Νάρκισσος, (πηγή)
(;), (πηγή)
Mat
Collishaw., Ο Νάρκισσος
(πηγή)
Blackie
Preston, Νάρκισσος,
1966
Blackie
Preston, Νάρκισσος,
1966
(;)
Jody
Kelly Νάρκισσος, (πηγή)
Omar
Junior, Νάρκισσος, (πηγή)
Salvador
Dalí, Η μεταμόρφωση του Ναρκίσσου, (1937), (πηγή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου