Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

«In einem Jahr mit 13 Monden» | «In a Year of 13 Moons», a film by Rainer Werner Fassbinder





«Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια», μια ταινία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
Αντί προλόγου
Ο Φασμπίντερ κοιτάζει δίπλα του, γύρω του, αλλά, κυρίως, μέσα του. Ψάχνει τα υπόγεια των πόλεων, αλλά και των ανθρώπινων συναισθημάτων και παθών, ανασύρει ιστορίες και μας τις παρουσιάζει για μια ακόμα φορά. Άνθρωποι μέσα σε δαιδαλώδεις δρόμους, συναισθηματικούς αλλά και πραγματικούς. Άνθρωποι που καθορίζονται από το συναίσθημα, άνθρωποι βυθισμένοι στη απόγνωση, τη μοναξιά, την εξαθλίωση. Άνθρωποι που βιώνουν την περιθωριοποίηση, είτε αυτή είναι σεξουαλική, είτε κοινωνική. Ο προσωπικός του χώρος, τα βιώματά του -πρωτότυπο αυθεντικό υλικό- βρίσκουν σε τούτη την ταινία υλοποίηση αλλά και αποτελούν μέγιστο βοήθημα που αξιοποιείται επάξια.
Ο μύθος ενός κόσμου, αυτού της ομοφυλοφιλίας και της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας ξεπροβάλει και σκιαγραφείτε μέσα από τα πλάνα τούτης της ταινίας. Ένας κόσμος που από τον Φασμπίντερ ορίζεται ως σκοτεινός να ακροβατεί στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και του μύθου, της ύπαρξης και του φάσματος της ανυπαρξίας, ερεβώδης, παθιασμένος και γεμάτος προκαταλήψεις και ενοχές που του γεννά τόσο η επιθυμία αυτή καθαυτή, αλλά και το πως αυτή βιώνεται, εκφράζεται και φέρεται από τα άτομα. Άτομα του πάθους και της λαγνείας που περιφέρονται αναζητώντας εραστές της μιας στιγμής.
Αλλά ας δούμε λίγο τη σεναριακή πλοκή της ταινίας.


Το στόρι
Μεταφερόμαστε στην μεταπολεμική Φρανκφούρτη. Ο Έρβιν έχει γίνει η Ελβίρα Βάισχάουπτ (Φόλκερ Σπένγλερ | Volker Spengler), αφού εδώ και μερικά χρόνια έχει κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου. Είναι, για να μιλήσουμε με σημερινούς όρους, μια transsexual. Η Ελβίρα λοιπόν βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, γι’ αυτό ανακεφαλαιώνει τη ζωή της: η παιδική ηλικία στο μοναστήρι, η δουλειά στο σφαγείο, ο γάμος της με την κόρη του αφεντικού, την Ιρένε (Ελίζαμπεθ Τρισσενάαρ | Elisabeth Trissenaar) και τέλος η εγχείρηση στην Καζαμπλάγκα προκειμένου να αλλάξει φύλο –σταθμοί μιας ζωής αφιερωμένης στην αναζήτηση του έρωτα.
Το παρόν δεν είναι λιγότερο απελπιστικό· παρέα με την Κόκκινη Ζώρα (Ίνγκριντ Κάβεν | Ingrid Caven) μια πόρνη με φιλικά αισθήματα, η Ελβίρα εγκαταλειμμένη από το φίλο της Κρίστοφ Χάκερ (Καρλ Σάυντ | Karl Scheydt), περιφέρεται σε μια εφιαλτική Φρανκφούρτη, σε καζίνα και σε ουρανοξύστες. Κάποια στιγμή συναντά τον μεγαλοεπιχειρηματία Άντον Ζάιτς, (Γκόττφριντ Γιον | Gottfried John) -που για χάρη του η Ελβίρα είχε κάποτε εγχειριστεί στην Καζαμπλάγκα- ο οποίος όμως θα την αποκρούσει για άλλη μια φορά. Όταν και τα υπόλοιπα πρόσωπα του κοντινού της περιβάλλοντος, η γυναίκας της, η κόρη της, (Εύα Μάττες | Eva Mattes) και ένας φίλος της δημοσιογράφος (Γκέρχαρτ Τσβέρεντς, Gerhard Zwerenz) δεν είναι πια σε θέση να καταλάβουν την απελπισία της, η Ελβίρα θα πεθάνει «από ψυχική συντριβή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φασμπίντερ.


Κριτική για την ταινία
Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια είναι η πιο ριζοσπαστική από τις προσωπικές ταινίες του Φασμπίντερ. Σε αυτές θα μπορούσαμε να εντάξουμε το Παιχνίδι της τύχης, Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ τη Διαβόλου γέννα τους Θεούς της πανούκλας. Η ταινία συγκινεί με την συγκέντρωση των εκφραστικών της μέσων. Κάθε αυτοοικτιρμός της είναι ξένος· οι πιθανές τάσεις θρηνωδίας αίρονται από μια τέτοια σκληρότητα απόγνωσης, όπως δεν έχει ποτέ άλλοτε εκφραστεί σε ταινία του γερμανικού κινηματογράφου. Ο Φόλκερ Σπένγκλερ στον ρόλο της Ελβίρας εντίθεται με έναν τρόπο, που είναι δυνατός μόνο μέσα από την απόλυτη ταύτιση. Ενσαρκώνει το ρόλο του με τέτοια ακρότητα, ώστε τελικά, υπερβαίνοντας τον φαινομενικό νατουραλισμό της ερμηνείας, να μοιάζει και πάλι επιτηδευμένος.
Ο Φασμπίντερ γύρισε την ταινία από τις 24 Ιουλίου ως τις 28 Αυγούστου του 1978, λίγους μήνες μετά την αυτοκτονία του εραστή του Άρμιν Μάιερ, που είχε μάλιστα εμφανιστεί μαζί του στο Η Γερμανία το φθινόπωρο. Ουσιαστικά εδώ, ο σκηνοθέτης με τούτη την καθαρά προσωπική ταινία εξομολογείται και αυτοκαθάρεται από τις τύψεις για το θάνατο του εραστή του. Καθόλου τυχαίο που σε αυτή την ταινία ο Φασμπίντερ δεν ήταν μόνο ο σεναριογράφος, και ο σκηνοθέτης αλλά και ο υπεύθυνος για το ντεκόρ το ντεκουπάζ, και επιπλέον, για πρώτη φορά, στάθηκε ο ίδιος και πίσω από την κάμερα. Καμιά άλλη ταινία δεν πέρασε τόσο ολοκληρωτικά στα χέρια του, και βέβαια, καμιά άλλη ταινία δεν είναι τόσο συνυφασμένη με τη ζωή του. Οι τελευταίες πέντε μέρες της Ελβίρα Βάισχάουπτ είναι μία θρηνωδία, που, ενώ επενδύεται μουσικά από τόσο διαφορετικά είδη, όπως Μάλερ (στην πρώτη σεκάνς-πεζοδρόμιο ομοφυλόφιλων στην Φρανκφούρτη), εκκλησιαστικό όργανο, χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μουσική ροκ από το συγκρότημα Suicide, παρουσιάζει μια εσωτερική συνοχή βασισμένη κυρίως σε ένα πρωτόγονο για τον Φασμπίντερ τολμηρό μοντάζ ήχου και εικόνας, που φτάνει στο απόγειό του στη σεκάνς του σφαγείου. Η Ελβίρα δείχνοντας στην Κόκκινη Ζώρα τον παλιό τόπο εργασίας της, θυμάται το φίλο της Κρίστοφ Χάκερ, πρώην ηθοποιό, και απαγγέλει τον απελπισμένο, βασανιστικό μονόλογο απ’ το τέλος του Torquato Tasso.
Τις χρονιές που έχουμε δεκατρείς φορές σελήνη, τα πολύ συναισθηματικά άτομα είναι, μας λέει ο Φασμπίντερ, ιδιαίτερα τρωτά. «Συχνά φτάνουμε σε προσωπικές καταστροφές». Το 1978 ήταν μια τέτοια χρονιά. Ο Φασμπίντερ δεν αναλύει το πεπρωμένο της Ελβίρα με ορθολογιστικό τρόπο, δεν το αντιλαμβάνεται με κοινωνιολογικούς όρους, ούτε και αναζητά τους «ενόχους» με την καθιερωμένη έννοια. Και όμως η κοινωνία δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη που φέρει για τον καθένα. Ο Φασμπίντερ μας δείχνει με εικόνες Αποκάλυψης σχεδόν ότι ο κόσμος –όπως συμβολίζεται εδώ απ’ την Φρανκφούρτη- έχει γίνει εφιαλτικός, σωστή κόλαση. Στην ομοιομορφία της σημερινής αρχιτεκτονικής αντιστοιχεί η ανωνυμία μιας αναζήτησης ευτυχίας, που βρίσκει ανταπόκριση μόνο σε υποκατάστατα πια, σε αίθουσες ψυχαγωγίας με ηλεκτρονικά παιχνίδια και σε μπαρ. Οι προσωπικές σχέσεις έχουν εμπορευματοποιηθεί ή αποξηρανθεί τελείως. Η ιστορία της Ελβίρα, πέρα για πέρα καθημερινή στο βάθος της, όσο θεαματική και τερατώδης κι αν φαίνεται, μπορεί να βρει το ανάλογό της σε «φυσιολογικότερες» βιογραφίες. Οι ερωτικές σχέσεις πεθαίνουν στην κοινωνίας μας, απλώς ορισμένοι δεν το παίρνουν είδηση και συνεχίζουν τη ζωή τους.
Όλοι οι άνθρωποι που συναντά η Ελβίρα τις τελευταίες πέντε μέρες της ζωής της, δεν μπορεί να τη βοηθήσουν. Η αδυναμίας τους αυτή όμως δεν οφείλεται σε κακοήθεια, αλλά στο ότι οι ίδιοι παραείναι απασχολημένοι με τον εαυτό τους, παραείναι ήδη σακατεμένοι, ο καθένας με το δικό τους τρόπο. Όπως συμβαίνει σε ένα δράμα που κλιμακώνεται βαθμιαία σε διάφορα στάδια, τα άτομα αυτά παρελαύνουν μπροστά της, αφηγούνται οι ίδιοι κάτι ή ακούνε την Ελβίρα, την κρίσιμη στιγμή όμως αρνούνται να την βοηθήσουν. Μόνο όταν είναι πολύ αργά συναντιούνται όλοι σαν να τους έχει τραβήξει κάποιος αόρατος μαγνήτης στο κρεβάτι του θανάτου της Ελβίρα, ενώ ακούγεται από το μαγνητόφωνο η συνέντευξη που είχε δώσει στον δημοσιογράφο.
Ο αληθινός αντίποδας της Ελβίρα είναι ο Άντον Ζάιτς, χαρακτήρας βγαλμένος από το θεατρικό έργο του Φασμπίντερ Τα σκουπίδια η πόλη και ο θάνατος. Ακραίο παράδειγμα ενός ανθρώπου, που, καταρρακωμένος ο ίδιος ηθικά, επιδίδεται τώρα στην καταστροφή των άλλων. Είναι ο πρώην εραστής της και παράλληλα προαγωγός της. Είναι ο πρώην εργοδότης της, ιδιοκτήτης του σφαγείου. Αλλά κυρίως ο υποστηρικτής -πρώην πάντα- του ναζιστικού καθεστώτος. Τον θωρούμε τώρα σαν φορέα του καπιταλιστικού συστήματος που στο μεγαλοπρεπές κτίριό του διευθύνει τις κερδοσκοπικές του αγοροπωλησίες γης, και το πορνείο του διαμορφωμένο σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης. Σε μια κρίση παλιμπαιδισμού μιμείται μαζί με τους σωματοφύλακές του σκηνές από ταινίες του Τζέρρυ Λιούις. Όταν κάποτε ο Έρβιν είχε μεταμορφωθεί σε Ελβίρα, ο Άντον Ζάιτς είχε γελάσει σε βάρος του. Τώρα που ξανασυναντιούνται το μόνο που της επιτρέπει είναι να τους ψήσει έναν καφέ.
Η ταινία είναι ως προς το περιεχόμενό της ένας ισολογισμός, ένα κλείσιμο, μια προσπάθεια του Φασμπίντερ να ξεπεράσει δικά του προβλήματα και η (οριστική;) αποκηρύξει της Φραγκφούρτης, μια και ο σκηνοθέτης μετακόμισε το χειμώνα του 1978/79 στο Βερολίνο. Αντίθετα, μέσα από τις αισθητικές καινοτομίες αυτής της ταινίας ο σκηνοθέτης δοκιμάζει καινούργιες δυνατότητες για μια πιο ελεύθερη χρήση του οπτικού και ηχητικού υλικού, για μια πολλαπλή όραση και αφήγηση. Δείτε τη σκηνή της αυτοκτονίας και αναλογιστείτε πως κινήματα όπως ο εξπρεσιονισμός, ο σουρεαλισμός αλλά και ο Κάφκα μα και ο Γκοντάρ παρελαύνουν από μπροστά μας. Μια άλλη σεκάνς, που θυμίζει την τεχνική του Γκοντάρ στο Νούμερο δύο, συνδυάζει ντοκουμέντα από τον Πινοσέτ, σκηνές από μια γαλλική ταινία, από μια ταινία πορνό και από μια συνέντευξη, που ο Φασμπίντερ είχε δώσει για την τηλεόραση. Αλλά και ο συνδυασμός πολλών ετερόκλητων οπτικών και ακουστικών στοιχείων μας υποδεικνύουν έναν κόσμο. Έναν κόσμο, που ο θεατής πρέπει μόνος του να κατακτήσει.
Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια δεν μπορεί παρά να ρίχνει τα φώτα της στο περιθώριο του αστικού πολιτισμού. Εκεί δηλαδή που τα νεκροταφεία των πόλεων δυσπνοούν. Εκεί που οι επιχρυσωμένοι τάφοι περισσεύουν. Εκεί ζει, αναπνέει και κινείτε η Ελβίρα. Μια Ελβίρα τσακισμένη, απογοητευμένη, δυστυχισμένη. Ο περίγυρός της, που κινείτε σε ένα άλλο δικό του διάστημα και όχι στο ίδιο ακριβώς μήκος περιθωρίου, δεν μπορεί να δει, να ακούσει και εν τέλει να καταλάβει την Ελβίρα. Έτσι όλα οδηγούν στο μοιραίο τέλος. Το σκοτάδι θα μας καλύψει και πάλι.

Πηγές και σύνδεσμοι

Για τη σύνταξη του κειμένου αντλήθηκαν στοιχεία από το βιβλίο αφιέρωμα στον Φασμπίντερ. Μτφ. Ν. Παπαγιαννοπούλου. Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1985.
- © κειμένου: gayekfansi.blogspot.gr
- © Photo by The Kobal Collection

Η ταινία στο imdb: Εδώ
Η ταινία στη Βικιπαίδεια: Εδώ








 

 

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου