Ο Τζέημς
Μέριλ στη Ρόδο, Μάης του 1950
φωτογραφία:
Kimon Friar | Αρχείο Αμερικανικού Κολεγίου
Αθηνών.
Τζέημς
Μέριλ (1926-1995), αφιέρωμα
Αντί
προλόγου
Το παρόν
αφιέρωμα ήθελα να κάνω από καιρό. Οι
υποχρεώσεις και η καθημερινότητα όμως
είναι έτσι διαμορφωμένες που ο Μέριλ έπρεπε να έχει
την ιώβεια εκείνη υπομονή που απαιτείτε
σε αυτές τις περιπτώσεις, μέχρι να αρχίσω
να τον ξαναδιαβάζω να τον ξανααπολαμβάνω και όλο αυτό να καταλήξει στο παρόν αφιέρωμα. Εν μέσω Θέρους
λοιπόν και ενώ τα gay Pride είναι και φέτος
παρελθόν -από του χρόνου βλέπουμε- και
βέβαια με τους πολλούς να έχουν ξεχυθεί
στις ανά την Ελλάδα παραλίες -και όχι
μόνο- αναρτώ το αφιέρωμα στον Τζέημς
Μέριλ. Καλοκαιρινό αφιέρωμα για έναν
φωτεινό άνθρωπο, έναν ηλιόφωτο ποιητή
-και η έννοια του φωτός εδώ είναι και
πολυεπίπεδη και και πολυσύνθετη αλλά
και μοναδική, όπως ακριβώς ο ήλιος. Αλλά
από την άλλη, τώρα το καλοκαίρι, αν και
με το θερμόμετρο ανεβασμένο επικίνδυνα,
ο Έλληνας, λέει, διαβάζει. Ε! υποθέτω, ο
γκέι Ἐλληνας περισσότερο!! Ας το
πιστέψουμε. Εξάλλου το εφετινό σύνθημα
του gay Pride δεν ήταν: «Θέμα παιδείας»; Ε
λοιπόν τούτη την παιδεία οφείλουμε και
να την εννοούμε και να την αποδεικνύουμε
εμπράκτως και όχι μόνο στα λόγια μάγκες μου. Από
λόγια χορτάσαμε!! Βέβαια τίθεται το
ερώτημα του πώς ο καθένας μας εννοεί
την παιδεία. Γιατί, μπορεί, το ότι εγώ γνωρίζω
πως, για παράδειγμα, στο Μπαγλαντές οι
γάμοι ομοφυλόφιλων επιτράπηκαν -λέμε τώρα- να
το θεωρώ υψηλού επιπέδου παιδεία και
μάλιστα πολύ βαθιά και πλήρη μόρφωση,
άπατα που λέει κι ο λαός μας -αν το θέλετε
περισσότερο ποιητικά: βαθιά όσο χίλιες
νύχτες και πλήρη ως αγγείο πλήρες ύδατος.
Αλλά ξεφεύγω από το θέμα μου, και το θέμα
μου εδώ είναι ο ποιητής Μέριλ.
Για τον
Μέριλ θα μπορούσε κάποιος να γράψει
πολλά. Ο Μέριλ, αναμφισβήτητα, ανήκει
στους μεγαλύτερους Αμερικάνους ποιητές
του 20ου αιώνα. Το όνομά του μπορεί
να σταθεί επάξια δίπλα σε ονόματα όπως
της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, του Τζων Μπέρυμαν,
της Σίλβια Πλαθ. Το να παρουσιάσεις όμως
έναν ποιητή, το έργο του οποίου παραμένει
στην συντριπτική του πλειοψηφία
αμετάφραστο στη χώρα μας, είναι και
περίεργο και πιθανόν χωρίς ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Το 1966, αρχικά, ο Βασίλης
Βασιλικός θα κάνει την πρώτη προσπάθεια
να μεταφράσει μια μικρή επιλογή ποιημάτων
του, φτιάχνοντας την πρώτη ανθολογία
του Μέριλ στα ελληνικά. Όπως δηλώνει
και ο ίδιος, «ποιητής σχεδόν αμετάφραστος,
σε άλλη γλώσσα, μετέφρασα μια μικρή
ανθολογία των ποιημάτων του εν έτει
1966, που θα ήταν αδύνατο να γίνει χωρίς
την αμέριστη συμπαράσταση και καθοδήγηση
του ίδιου του ποιητή». Να προσθέσουμε
πως, η ανθολογία αυτή φέρει τον τίτλο,
Οι χίλιες και η δεύτερη νύχτα, και
κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις 8½. Εκδόσεις
που ο ίδιος ο Βασιλικός είχε δημιουργήσει
και διεύθυνε τότε –ναι ο τίτλος ήταν
παρμένος από την γνωστή, ομώνυμη και
σπουδαία ταινία του Φεντερίκο Φελίνι.
Ο Μέριλ
δεν θα ασχοληθεί με τον πεζό λόγο παρά
ελάχιστα. Κρίμα, βέβαια, μια και το
μοναδικό του μυθιστόρημα –αν και κατά
βάσει αυτοβιογραφικό- Το Σεράι (The
Seraglio) που κυκλοφόρησε το 1957, μας παρουσιάζει
έναν άλλον Μέριλ. Υπάρχει βέβαια και το
εξαιρετικό Σημειωματάριο (του Διπλού),
[The (Diplos) Notebook], έργο του 1965, ένα πρωτότυπο
παγκοσμίως βιβλίο. Τώρα αν αναρωτιέστε
ποιος είναι ο Διπλός, να σας πως ότι
είναι ο Πόρος. Έτσι ονόμασε ο Μέριλ το
μέρος που ξετυλίγεται η ιστορία του
βιβλίου. Διπλός, πιθανόν γιατί αποτελείται
από δύο μικρά νησιά, την Καλαυρία και
τη Σφαίρα. Πέρα βέβαια από αυτήν την
απλή εξήγηση υπάρχουν και άλλες πιο
σύνθετες και περισσότερο λογοτεχνικές
που έχουν να κάνουν με την ονομασία
Διπλός, όπως το ζευγάρι των δυο φίλων
εραστών κλπ.
Ο Βασίλης
Βασιλικός προλογίζοντας την έκδοση του
βιβλίου στα ελληνικά –μόλις το 2013 σε
μετάφραση του Γιάννη Σουλιώτη- γράφει
μεταξύ άλλων: «Πολύ πριν εμφανιστεί το
«μεταμοντέρνο» στις τέχνες και στα
πράγματα, το αφήγημα του Μέριλ ήδη από
το 1965 το προαναγγέλλει. Και στο βάθος
του πρέπει να εναποθέσουν όλοι εκείνοι
οι συγγραφείς που διακονούν τη
«μεταμοντέρνα» αφήγηση ένα συμβολικό
λουλούδι ευγνωμοσύνης.
Διότι,
αν η μοντέρνα αφήγηση ξεκίνησε με το
Tristrarm Shandy του Λώρενς Στρεν, τον 18ο αιώνα,
για να κορυφωθεί (στην αγγλοσαξονική
τουλάχιστον λογοτεχνία) με τον Οδυσσέα
και κυρίως με το Finnegans Wake του Τζέημς
Τζόυς, η μεταμοντέρνα ξεκινά (πάντα στον
ίδιο γλωσσικό χώρο) με το Σημειωματάριο
(του Διπλού),
του Τζέημς τζούνιορ, δηλ. του Μέριλ».1
Στο μέτρο
που μας επιτρέπει η γνώση μας αλλά και
η ενασχόλησή μας με την ποίηση θα
προσπαθήσουμε να γνωρίζουμε, και κατ’
επέκταση να γνωριστούμε με τον Τζέημς
Μέριλ και το έργο του.
Τζέημς
Μέριλ, μια γνωριμία
Ο Τζέημς
Μέριλ γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη στις 3
Μαρτίου του 1926. Ήταν γιος του μεγιστάνα
Τσαρλς Μέριλ, συνιδρυτή του παγκόσμιου
φήμης χρηματιστηριακού κολοσσού της
Γουώλ Στρητ, της τράπεζας Μέριλ Λιντς.
Μητέρα του ήταν η Έλεν Ίνγκραμ Μέριλ. Ο
γάμος του ήταν ο δεύτερος για τον Τσαρλς
Μέριλ αφού στο ενεργητικό του καταγράφεται
και πρώτος, από τον οποίο ο Τζέημς είχε
δυο ετεροθαλή αδέλφια.
Ο Μέριλ
μεγάλωσε στα κοσμικά προάστια της Νέας
Υόρκης, Σάουθάμτον, Λονγκ Άιλαντ, καθώς
και στο Παλμ Μπητς της Φλώριδας. Σε
ηλικία 13 χρονών, το 1939, θα αντιμετωπίσει
τον χωρισμό των γονιών του. Στα
αυτοβιογραφικά του ποιήματα μπορεί να
ανιχνεύσει κανείς την συναισθηματική
κατάσταση που του δημιούργησε αυτό το
γεγονός.
Ο Μέριλ
θα υπηρετήσει στον αμερικάνικο στρατό
κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου.
Το 1951
κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική
συλλογή με τίτλο First Poems (Πρώτα ποιήματα).
Η συλλογή αυτή είναι αρκετή για να τον
καταξιώσει και να τον εντάξει μεταξύ
των σπουδαίων αλλά και πολλά υποσχόμενων
ποιητών. Ο Μέριλ θα κερδίσει σύντομα
ένα πολύ μεγάλο κοινό, αλλά και τα βραβεία
και οι διακρίσεις δεν θα αργήσουν να
έρθουν. Το 1966 τιμάται με το National Book Award για το Νύχτες και μέρες -αξίζει να σημειώσουμε πως η επιτροπή που του δίνει το βραβείο απαρτίζεται από τους W.H. Auden, James Dickey και Howard Nemerov. Επίσης αξίζει να σημειώσουμε πως στο σκεπτικό της απόφασης, μεταξύ άλλων, αναφέρει: « ... για την αδιαπραγμάτευτη καλλιέργεια ποιητικής τέχνης η οποία προκύπτει από την άρνηση του να ενδώσει σε εύκολη και αρεστή στιχουργία, για την επιμονή του να δοκιμάζεται σε τραχιές ποιητικές επιλογές που κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στο αίσθηματικό επίτευγμα ή στην αποτυχία του». Και η σωρεία των βραβείων συνεχίζεται. 1972: Bollinger Prize Foudation (Βραβείο του Ιδρύματος Μπόλιγκεν) για την ποιητική συλλογή του Δαμάζοντας τα στοιχεία, 1976: Pulitzer Prize (Βραβείο Πούλιτζερ) για το Divine Comedies. Κυρίως όμως, οι ποιητικές συλλογές του,
γεμάτες προσωπικά στοιχεία, πάθος αλλά
και αλήθεια θα μαγνητίσουν το κοινό
κατακτώντας το. Ειδικά τα αφηγηματικά
του ποιήματα.
Ειδική
και εμφανή επιρροή στο έργο του θα έχει
ο μεγάλος συγγραφέας Μαρσέλ Προυστ.
Ένας συγγραφέα με τον οποίο ο Μέριλ
ασχολήθηκε ιδιαίτερα, μια και η διατριβή
που έκανε κατά τις μεταπτυχιακές σπουδές
του στο Amherst College είχε για θέμα τον Γάλλο
συγγραφέα. Διόλου περίεργο που οι
αναζητήσεις του Μέριλ γίνονται για έναν
φυσικό και ασκητικό κόσμο, έτσι όπως ο
Προυστ τον συνέλαβε, αλλά και η μνήμη,
μέσω της οποία το παρελθόν μπορεί να
αναζητηθεί και να μας αποκαλυφθεί
αργά-αργά μπρος μας -και έτσι να κερδηθεί.
Ένας άλλος συγγραφέας που αποτέλεσε
πηγή έμπνευσης αλλά και επηρέασε τον
Μέριλ είναι ο Ιρλανδός Τζέημς Τζόυς,
αλλά επιρροές ανιχνεύονται και από τον
Ώντεν.
Ο Μέριλ
εκτός από ποιήματα και τα προαναφερθέντα
δυο πεζά του έργα θα γράψει και θεατρικά,
όπως τα, The birthday (1947), The Bait (1953), The Immortal
Hesband (1955) The Imare Make (1986). Το θέατρο φαίνεται
πως τον ενδιέφερε πολύ, αλλά κυρίως
αγαπούσε την όπερα. Δεν είναι τυχαίο
που παρέα με έναν Έλληνα φίλο του από
την Αίγυπτο θα κάνει αρκετές παραλλαγές
σε λιμπρέτα του bel canto που αγαπούσε τρελά.
Τον
Σεπτέμβριο του 1945 και καθώς πίνει
αμέριμνα τον καφέ του στην καφετέρια
του Amherst College, κολέγιο στο οποίο μετά την
επιστροφή του από το στρατό, σπούδαζε
και βρισκόταν στα μισά του πρώτου έτους,
ο δεκαεννιάχρονος Μέριλ γνωρίζει τον
Κίμων Φράιαρ. Ο Φράιαρ, που ήταν
τριανταπέντε ετών, δίδασκε βέβαια στο
κολέγιο. Ο έρωτας θα είναι και αμοιβαίος
και κεραυνοβόλος. Ο Μέριλ θα γράψει
χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του.
«Κάτι πολύ σπουδαίο, αδιανόητης σημασίας,
μου συνέβη, το οποίο θα είναι σημαντικό
διότι και οι δύο –εκείνος (Κίμων Φράιαρ
το όνομά του) κι εγώ- ευχηθήκαμε να
είναι». Για να προσθέσει στο ημερολόγιό
του τα μεσάνυχτα της 29ης Οκτωβίου,
«είμαστε ερωτευμένοι, ο Κίμων κι εγώ,
τρυφερά, παθιασμένα, ολοκληρωτικά». Η
σχέση θα διακοπεί αιφνίδια το 1946, μετά
από δυναμική παρέμβαση των γονιών του.
Είχε προλάβει όμως να παρακολουθήσει
τις παραδόσεις του Φράιερ έκανε πάνω
στην ποίηση.
Εδώ
οφείλουμε να ανοίξουμε μια, μικρή βέβαια,
παρένθεση και να πούμε δυο λόγια για
τον Φράιερ. Ο Κίμων Φράιερ λοιπόν,
γεννήθηκε από Έλληνες γονείς στο
Καλάλιμνο στη Μικρά Ασία, στις 18 Νοεμβρίου
του 1911. Εν συνεχεία οι γονείς του
μετανάστευσαν στο Σικάγο, μέρος όπου ο
Φράιαρ μεγάλωσε. Μεταφραστής, ανθολόγος,
εκδότης, καθηγητής ο Φράιαρ θα
σταδιοδρομήσει κατέχοντας έδρες σε
διάφορα πανεπιστήμια και κολέγια
κερδίζοντας αναγνώριση και βραβεία
τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αμερική.
Το 1946 ο
Φράιαρ θα επισκεφτεί για πρώτη φορά την
Ελλάδα, και το 1948 φτάνει στον Πόρο
καλεσμένος της Μίνας Διαμαντοπούλου
που του προχώρησε ένα μικρό κατάλυμα
που ήταν χτισμένο πάνω από τη θάλασσα,
με θέα στην Πελοπόννησο, μέσα στην βίλα
Διαμαντοπούλου. Το μικρό αυτό σπιτάκι,
«The Cottage» (Το κοτέτσι), που ο Φράιαρ θα το
ονομάσει «Η Μέδουσα», θα τον φιλοξενήσει
για όσο καιρό διέμεινε εκεί. Και αυτό
ακριβώς είναι το σπίτι που θα στεγάσει,
ένα χρόνο αργότερα, τους δυο τους για
όσο καιρό έμειναν στην Ελλάδα. Ο Φράιαρ
μάλιστα θα παραγγείλει στο ζωγράφο
Χατζηκυριάκο Γκίκα να του φτιάξει μια
μέδουσα για να την βάλει σαν οικόσημο
έξω από την πόρτα, και ο Γκίκας θα
ανταποκριθεί φιλοτεχνώντας του την
πολυπόθητη μέδουσα.
Ακριβώς
τότε, 15 Ιανουαρίου 1949, ο Φράιαρ γράφει
και παρακαλεί τον Μέριλ να τον επισκεφτεί:
«Ακόμη μια φορά, που επιτέλους διαρκεί,
είμαι μπροστά στη θάλασσα, όχι όμως σε
ξενοδοχείο. Σου γράφω από το δωμάτιο
μιας πολύ ήσυχης βίλας, κοντά στο λιμάνι
του πόρου, μόλις δυόμισι μίλια από την
πόλη, απ’ όπου μπορώ να δω λοξά, από το
παράθυρό μου ανάμεσα από κυπαρίσσια, ευκαλύπτους και πεύκα. Ακριβώς απέναντι
είναι η παραλία της Πελοποννήσου και η
πολίχνη του Γαλατά (στα αγγλικά, αυτός
που φέρνει το γάλα, η ίδια ρίζα με τον
Γαλαξία). Τόσο η είσοδος όσο και η έξοδος
του λιμανιού είναι ένας πολύ στενός
πορθμός, και το τεράστιο σώμα νερού που
είναι μεταξύ τους αγκαλιάζεται από τη
μια μεριά από το νησί του πόρου, και
φράζεται από την άλλη από την Πελοπόννησο,
στην πραγματικότητα μια αλμυρή λίμνη.
Η ομορφιά του είναι οριζόντια και κανείς
φωτογράφος δεν μπορεί να τη συλλάβει,
και έτσι δεν θα σου στείλω καμιά
φωτογραφία. Πρέπει να βρεις το βιβλίο
του Τζωρτζ Μίλαρ, Η Ισαβέλλα και η
θάλασσα. Πρόκειται για ένα ταξίδι που
έκανε με τη γυναίκα του. […] Έμειναν στον
πόρο δυο μήνες και αγκυροβόλησαν στον
κόλπο που είναι αριστερά από το παραθύρι
μου, ιδιοκτησία του Χρήστου και της
Μίνας Διαμαντοπούλου, των οποίων είμαι
φιλοξενούμενος».2
Συνεχίσει
να τον βομβαρδίζει με γράμματα όπως το
παρακάτω που έχει ημερομηνία, Πρωτομαγιά
του 1949:
«Αγαπητέ
Τζίμι
Θα
ήθελα τόσο πολύ να ήσουν εδώ τώρα. Είναι
τέσσερεις και μισή το απόγευμα. Η Μίνα
θα με φωνάξει σε λίγο για τσάι. Μετά θα
πάμε μια βόλτα στο λαμπρό ήλιο και στο
δροσερό αεράκι που φυσάει και θα δούμε
το ηλιοβασίλεμα απ' την πλευρά του
βουνού, τα νησάκια και τις σπηλιές του
λιμανιού του Πόρου να γίνονται χιλιάδες
καθρέφτες. Ή μπορεί να πάμε κάτω, εκεί
που σταματούν τα βαπόρια και να δούμε
την όμορφη βάρκα μας, που τώρα βρέχεται
στο νερό, κι από τις δυο μεριές βλοσυρή.
Πρότεινα να την ονομάσουμε Ιανό. Σε μια
μέρα, ή κάτι τέτοιο, θα τραβήξω τα κουπιά
και θα υψώσω τα πανιά.οριστικό
τέλος στη σχέση τους.
Ευχαριστώ για
τ' αχνάρια των ποδιών σου. Μας έχουν πει
για ένα γέρο βοσκό στην απέναντι παραλία,
που πρέπει να είναι ακριβώς ο άνθρωπος
που θέλουμε για τα τσαρούχια.
Έλα αυτό
το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο.
Αγάπη».3
Η μαγευτική
περιγραφή του Πόρου από τον Φράιαρ δεν
αφήνει ασυγκίνητο τον Μέριλ. Αλλά και
η αγωνία του να συναντήσει τον αγαπημένο
του Κίμωνα, έφεραν ένα χρόνο αργότερα
-τον Απρίλιο του 195 τον Μέριλ στον Πόρο.
Στο νησί του έρωτα και της γαλήνης. Ήταν
το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Εδώ θα
μάθει τις πρώτες ελληνικές λέξεις και
θα έρθει σε επαφή με την ποίηση του
Κωνσταντίνου Καβάφη. Οι δυο τους θα
περάσουν μεγάλο διάστημα μαζί στην
Ελλάδα. Η επαφή τους θα τελειώσει το
1955, όταν ο Μέριλ θα δώσει ένα οριστικό
τέλος στη σχέση τους.
Αργότερα,
ο Μέριλ θα επισκεφτεί παρέα με τον φίλο
του Ντέηβιντ Τζάκσον ξανά την Ελλάδα,
όπου θα αγοράσει μάλιστα και σπίτι στην
Αθήνα -στην οδό Αθηναίων εφήβων στον
Λυκαβηττό- στο οποίο θα εγκατασταθεί
το 1964. Ο Μέριλ θα ζήσει στην Ελλάδα
συνολικά κάπου τριάντα χρόνια με
διαστήματα απουσίας. Διόλου τυχαίο που
μερικά από τα πιο όμορφα ποιήματά του
αναφέρονται στην Ελλάδα και στους
Έλληνες.
Ο Μέριλ
πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου του 1995 στο
Τουσόν της Αριζόνα, χτυπημένος από την
ασθένεια του αιώνα, το AIDS. Δυο χρόνια
πριν, στις 25 Μαΐου του 1993 είχε φύγει ο
Φράιαρ σε ηλικία 82 ετών. Μετά τα θάνατό
του Μέριλ κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή,
που δεν είχε προλάβει να εκδώσει, με
τίτλο A Scattering of Salts (Σκόρπισμα αλατιού).
Ο Μέριλ είχε αρχίσει να γράφει την αυτοβιογραφία του. Μια αυτοβιογραφία που δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει παρά μόνο τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Για την ακρίβεια, ο πρώτος τόμος, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, καλύπτει μέχρι και τη στιγμή που συνάντησε τον «Μαύρο Κύκνο». Κρίμα, γιατί ο επόμενος τόμος θα αναφέρονταν στην Ελλάδα, και θα μιλούσε για μια σημαδιακή εποχή, και σίγουρα η κοφτερή ματιά του θα είχε πολλά και άκρως ενδιαφέροντα να μας πει γι' αυτήν! Το κακό όμως είναι αδυσώπητο και χτυπάει πάντα τους ανυποψίαστους φίλους ακόμα και αν αυτοί είναι ποιητές του ύψους ενός Μέριλ...
Ο
Χάρης Βλαβιανός αναφερόμενος στην
ποίηση του Μέριλ γράφει μεταξύ άλλων:
«Ακόμα και στα πιο προσωπικά ποιήματα
του Μέριλ, ο αναγνώστης δεν είναι βέβαιος
αν μιλάει ο Μέριλ ή μια περσόνα. Τα
περισσότερα από τα ποιήματά του
χαρακτηρίζονται από έναν τόνο ειρωνικής
απόστασης, η οποία, σε ορισμένους
λογοτεχνικούς κύκλους - όπου οι υψηλοί
τόνοι αποτελούν τον κανόνα (Γκίνσμπεργκ
[βλ.18] κ.ά.) - προσλαμβάνεται ως ένδειξη
ακραίας, μολονότι κομψής παρακμής. Η
μεγαλοαστική καταγωγή του, τα αμύθητα
οικογενειακά πλούτη (γιος του Τσαρλς
Μέριλ, ιδρυτή του κολοσσού της Γουώλ
Στρητ, της τράπεζας Μέριλ Λιντς), η
προνομιακή του θέση στην αμερικανική
κοινωνία δεν μπορούσαν, εξάλλου, παρά
να επιτείνουν αυτή την εντύπωση.
Όταν
τόσο πολλοί συγγραφείς δεν διστάζουν
να καταβυθίσουν τον αναγνώστη στην
άβυσσο της βασανισμένης τους ψυχής,
[...] ο Μέριλ επιλέγει να είναι προσωπικός
χωρίς να γίνεται ποτέ εξομολογητικός'
ίσως γιατί ο φυσικός, ηθικός και αισθητικός
του κόσμος συγγενεύει περισσότερο με
αυτόν του Προυστ παρά του Μπωντλέρ, με
του Χένρυ Τζέημς παρά του Γουϊτμαν, με
του Καβάφη -τον οποίον ο Μέριλ αγαπούσε
ιδιαίτερα- παρά του Σικελιανού. Πρόκειται
για τον κόσμο, στον οποίο, για να
χρησιμοποιήσω ένα στίχο του Μέριλ "φως
μπήκε στην ελιά και ήταν λάδι"
(Αναζητώντας
την Ελλάδα)
- μια "κάμαρα ανθοφορίας" όπου "ούτε
ένα πέταλο δεν χάνεται" (Μικρή
Πλάνη)».4
Εξώφυλλα του Σημειωματάριου (του Διπλού)
Το
Σημειωματάριο (του Διπλού)
Παραθέτω
εδώ ένα απόσπασμα από τον επίλογο του
ίδιου του Μέριλ για το Σημειωματάριου
(του Διπλού), βιβλίο μεταφρασμένο από
τον Γιάννη Σουλιώτη, που πραγματικά μας
έδωσε μια αριστοτεχνική μεταφορά στα
ελληνικά, του καθομολογία δύσκολου
αυτού έργου. Το μόνο αρνητικό που βρίσκω
στην έκδοση και οφείλω, αν θέλω να είναι
ειλικρινής, να αναφέρω, είναι το άστοχο
εξώφυλλο του βιβλίου πάνω σε έργο του
Δημήτρη Γέρου.
Επίλογος
Αυτό το
μικρό μυθιστόρημα, γραμμένο με το σκοπό
να καλύψει πόσο λίγο είναι μυθιστόρημα,
όπως η Υπεξαιρεμένη Επιστολή κρύβει τη
στρατηγική της μπροστά στα μάτια μας.
Το βιβλίο,
κατά τη σύνθεσή του, μου έκανε εντύπωση
σαν επικίνδυνα εμποτισμένο με αληθινή
ζωή. Μεγάλο μέρος από αυτό γράφτηκε στο
χώρο της δράσης –στον ίσκιο του λαμπερού
μεσο-καλοκαιριού στην προκυμαία του
Πόρου, το νησί όπου είχα επισκεφτεί τον
Κίμωνα Φράιαρ και τη Μίνα Διαμαντοπούλου
στο πρώτο μου ταξίδι στην Ευρώπη,
δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα. Ασφαλώς
ο Κίμων κι εγώ δεν είμαστε ετεροθαλείς
αδελφοί. Κανείς από τους δυο μας δεν
είχε μητέρα στο Τέξας. Η Λουσίν μπαίνει
λαθραία από ένα τελείως διαφορετικό
μέρος της ζωής μου και ο Άρθουρ Όρσον
βασίζεται σ’ ένα σχολαστικό ηλικιωμένο
άνδρα που γνώρισα στην Αθήνα, και που
δεν είχε καμιά οποιαδήποτε σχέση μ’
αυτή την ιστορία. Έτσι, μετά από σκέψη,
επιστράτεσα περισσότερη εφευρετικότητα
απ’ όση αρχικά περίμενα.
Δεν είχα
βέβαια ξεκινήσει με την πρόθεση να
«πειραματιστώ» -για το Θεό! Το ιδεώδες
θα ήταν να στοχεύσω στην πραγματικότητα
που παρέχει μια αδιάσπαστη, παντογνώστρια
αφηγηματική φωνή. Μ’ αυτή τη φωνή όμως,
ζωγράφιζα συνεχώς τον εαυτό μου σε μια
γωνιά. Ασφαλώς υπάρχουν διάφορα είδη
αναγνωσιμότητας, κείμενα που ο ίδιος ο
κατακερματισμός τους επιταχύνει το
ρυθμό του παλμού. Αν η φωνή διακόψει για
αυτό-αναθεώρηση, καμιά ζημιά στη
σχεδόν-Αριστοτελική ενότητα της σελίδας.
Μήπως δεν είχα λάβει γράμματα με λέξεις
σβησμένες; Δεν είδα φράσεις διαγραμμένες
στην τυπωμένη σελίδα της έκδοσης Buxton
Forman για τον Κητς; Αξίζει να σκεφτόμαστε
πόσο αλάθητα το μάτι έτρεχε ακριβώς σ’
εκείνο που ο συγγραφέας είχε σκεφτεί,
ως καλύτερο: εκεί αν υπάρχει κάποιο
τέτοιο μέρος, θα βρισκόταν μια αλήθεια
αλουστράριστη, προγενέστερη του
τεχνάσματος.
Ακόμη και
τον καιρό εκείνο έριξα μια νοσταλγική
ματιά στο σχέδιό μου, μισο-συνειδητή
κριτική της Γενιάς των Μπητ. Για τους
Κέρουακ, Γκίνσμπεργκ κ.ά. η αναθεώρηση
δεν ήταν άλλο παρά μια εγκληματική
προδοσία του «αυθορμητισμού» του
οράματός τους. Αυτή την άποψη εγώ ήμουν
από ιδιοσυγκρασία ανίκανος να συμμεριστώ.
Αληθινός αυθορμητισμός ήταν για μένα
όπως όταν καιγόταν η Ρώμη, μετά από ώρες
Νερώνειου παιξίματος βιολιού. Έτσι, οι
πιο επιτυχημένες στιγμές στο βιβλίο
μπορεί να είναι αυτές όπου η επινόηση
παίζει με τον εαυτό της, όταν για
παράδειγμα μια σημείωση του χρώματος
της νύχτας («σκούρο μπλε λουλακί»)
περικλείει το αυτό-δραματοποιητικό
«Τυφλώνομαι»).
Για να
δώσω βάρος στην επινόηση θα χρειαζόταν,
ιδεωδώς, κάποια δικαιολογημένα αφηγηματική
στροφή: Ένα γεγονός προβαλλόμενο από
την ίδια την καταστολή του, του οποίου
η ανακάλυψη αφήνει μερικούς αναγνώστες
σοφότερους από τον συγγραφέα του
σημειωματάριου. Πιθανώς κάποια υποψία
σχετικά με την ιστορία της «αληθινής»
ζωής» του Σάντυ και του Ορέστη θα μπορούσε
να έχει γίνει, σε ικανότερα χέρια από
τα δικά μου, για να είναι χρήσιμη. Αλλά
ήμουν νέος και υπεροπτικός, και βασιζόμουν
στο ότι η καθυστερημένη πρωτοτυπία του
βιβλίου θα ισοβάριζε το ότι το βιβλίο
δεν πάει πολύ βαθιά μέσα σε ένα θέμα.
Καθισμένος,
λοιπόν, κάτω από μια τέντα σ’ εκείνη τη
φλεγόμενη προκυμαία, σε μιαν ώρα που η
μικρή πόλη γλάρωνε, γύρεψα απελπισμένα
τη γλώσσα. Όταν οι φράσεις πήραν σχήμα
τις υποδέχτηκα απρόθυμα, με περιφρόνηση,
σαν να είχαμε «εμείς οι καλλιτέχνες»
το δικαίωμα να καταφρονούμε το μέσο
μας. Αλλά οι καταχωρίσεις σε ένα
σημειωματάριο επίσης βοήθησαν να περάσει
ο καιρός, ώσπου να ‘ρθει κάτι καλύτερο.
Σε κάποιαν άλλη ώρα ο Ντέηβιντ Τζάκσον
θα εμφανιστεί να μου δείξει την
απογευματινή του ακουαρέλα, και θα
μπορούσαμε ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε
γι κρασί και συντροφιά, την αμοιβή μας
για το χρόνο που τόσο επωφελώς ξοδέψαμε.
Αυτές οι βραδινές απολαύσεις δεν άφηναν
κανένα ίχνος την επόμενη μέρα. Αλλά η
συντομία και απερισκεψία τους είναι
εδώ, ανάμεσα στις γραμμές, αν κάτι
υπάρχει.5
Τζέημς
Μέριλ
- Ο μαύρος κύκνος, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015.
- Το σημειωματάριο (του Διπλού), μετ. Γιάννης Σουλιώτης, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2013.
- Οι χίλιες και η δεύτερη νύχτα, μετ. Βασίλης Βασιλικός, Εκδόσεις 81/2, Αθήνα 1969.
Συμμετοχή
σε συλλογικά έργα:
- Ανθολογία ερωτικής ποίησης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013.
- Κ. Π. Καβάφης, Εκδόσεις poema, Αθήνα 2013.
- Ανθολογία αμερικανικής ποίησης του εικοστού αιώνα, Εκδόσεις Ηριδανός, 2007.
- Ο Πόρος είναι… Ανθολογία κειμένων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων και ποιητών, επιλογή – επιμέλεια – μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης, Εκδόσεις κέδρος, Αθήνα 2006.
- Greece in Poetry, Εκδόσεις Libro, Αθήνα 2003.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΟΥ ΤΖΕΗΜΣ ΜΕΡΙΛ
Ποίηση
- Jim’s Book, A collection of Poems an Short Stories, privately printed,1942
- The Black Swan, Icarus, Athens, Greece 1946
- First Poems, 1946, New York 1951
- Short Stories, Ranyan Press, (Pawlet, VT) 1954
- The Country of Thousand Years of Peace, Knopf, New York 1959, revised edition, Atheneum, New York. N.Y. 1970
- Selected Poems, Chatto & Windus ,London,England 1961
- Water Street, Atheneum, New York 1962
- Nights and Days, Atheneum, Nev York1966
- The Fire Screen, Atheneum, New York 1969
- Braving the Elements, Atheneum, New York 1972
- Two Poems. From the Cypola and the Summer People, Chatto & Windus, London, England 1972
- Yannina, Phoenix Book Shop, New York 1973
- The Yellow Pages: 59 Poems, Temple Bar Bookshop, Cambridge. MA 1974
- Divine Comedies(includes “The Book of Ephraim”, also see below, Atheneum, New York 1976
- Metamorphosis of 741, Banyan Press, Chicago, IL 1977
- Mirabell: Books of Numbers, (published as Mirabell’s Book of Numbers in the Changing Light at Sandover,also see below), Atheneum,New York 1978
- Scripts for the Peasant (also see below) ,Atheneum,New York 1980
- The Changing Light of sandover (contains The Book of Ephraim,Mirabell’s Book of Numbers, Script for the Pageantant and a new coda), Atheneum, New York 1982
- From the First Nine Poems 1946-1976,Athenaum,New York 1982
- From the Cutting-Room Floor, University of Nebraska Press, Lincoln, NE, 1983
- Late Setings, Atheneum, New York 1985
- The Inner Room, Knopf, New York 1988
- Selected Poems, 1946-1985, Knopf, New York 1992
- A Scattering of Salts, Knopf, New York 1995
- Self-Portrait in Tyvek Windbreaker and other poems, Dedalus Press, Dublin, Ireland 1995
- Selected Poems, edited by J.D. McClatsy and Stephen Yenser, Knopf, New York 2001
- Selected Poems, edited by McClatsy and Stephen Yenser, Knopf, New York 2008
- The Immortal Husband (produced in New York 1955), published in Playbook, New Directions, New York 1956
- The Bait (produced in New York 1953) published in Artist Theater, Grove, New York 1960
- The Image Maker: A Play in One Act, Sea Clift Press, New York 1986
Πεζά
- The Saragio (novel),Knopf, New York 1957, reprinted,Atheneum,New York 1987
- The (Diblos) Notebook (novel), Athenaum, New York, N.Y. 1965, reprinted, Dalkey Archive press (Normal, IL), 1994
- Recitative: Prose (nonfiction), North Point Press, San Francisco 1986
- A Different Person: A Memoir (nonfiction), Knopf, New York 1993
- Collected Prose, edited by J. D. McClatsy and Stephen Yencer, Knopf, New York 2004
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΤΖΕΗΜΣ ΜΕΡΙΛ
Μέδουσα
(1946)
Το κεφάλι,
φυσικά, είχε περιπέσει σε ανάγκη
επισκευής
Εάν όχι σε ανυποληψία. Οι γενναιόδωρες μέρες
Όπου το κενό μαρμάρινο βλέμμα
Ήταν τυφλό από μόνο του, δεν χρειάζονταν βρύα
Να χαλάσουν την τυφλότητά του,
Εκπληκτικά τυφλό, οι υπέροχες μέρες είναι σπάνια
Ελικοειδή στο αφτί
Του χρόνου. Το στόμα-πηγή
Ασπρίζει με κουτσουλιές. Τα πουλιά που σφύριζαν
στο χείλος της λεκάνης είναι νότια, ή έκαναν κύκλους
Χαριτωμένα εκεί που άφριζε το λευκό νερό.
Εάν όχι σε ανυποληψία. Οι γενναιόδωρες μέρες
Όπου το κενό μαρμάρινο βλέμμα
Ήταν τυφλό από μόνο του, δεν χρειάζονταν βρύα
Να χαλάσουν την τυφλότητά του,
Εκπληκτικά τυφλό, οι υπέροχες μέρες είναι σπάνια
Ελικοειδή στο αφτί
Του χρόνου. Το στόμα-πηγή
Ασπρίζει με κουτσουλιές. Τα πουλιά που σφύριζαν
στο χείλος της λεκάνης είναι νότια, ή έκαναν κύκλους
Χαριτωμένα εκεί που άφριζε το λευκό νερό.
Κεφάλι
στεφανωμένο φίδια με ανεστραμμένους
βολβούς,
Το δαιμόνιο του καλοκαιριού μας έχει γίνει
Το μνημείο του, ο τάφος του.
Αδρανούμε εδώ κάτω από το τεράστιο ξόρκι του
Όπου φτέρες, με κίτρινα δόντια, αφηγούνται
Πώς κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού οι προχειροφτιαγμένοι καταρράκτες,
τα πουλιά και τα τραγούδια τους ήταν ψεύτικα
Αφού ήταν φθαρτά.
Εκείνο το πρόσωπο, τώρα μόνο μια μάσκα με ξερά χείλη, άφωνη
Τίποτα πια για πόδια που πετούν και καθρέφτη που κοιτάζει-
Σε τίνος το όνειρο κουρδίζονται τα απαράμιλλα ρολόγια του;
Το δαιμόνιο του καλοκαιριού μας έχει γίνει
Το μνημείο του, ο τάφος του.
Αδρανούμε εδώ κάτω από το τεράστιο ξόρκι του
Όπου φτέρες, με κίτρινα δόντια, αφηγούνται
Πώς κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού οι προχειροφτιαγμένοι καταρράκτες,
τα πουλιά και τα τραγούδια τους ήταν ψεύτικα
Αφού ήταν φθαρτά.
Εκείνο το πρόσωπο, τώρα μόνο μια μάσκα με ξερά χείλη, άφωνη
Τίποτα πια για πόδια που πετούν και καθρέφτη που κοιτάζει-
Σε τίνος το όνειρο κουρδίζονται τα απαράμιλλα ρολόγια του;
Πουλιά
λερώνουν ένα τυφλό μάτι, έτσι
ονειρευόμαστε.
Το πρόσωπο σαν κεφαλή θεού σ’ αυτόν τον κόσμο της λογικής
Υπήρξε ένας ισχυρός φακός
Κρυστάλλινος κάποτε, η τελειότητα στο στόχαστρό του.
Τώρα όμως φύλλα τρίβουν και χοροπηδούν
Από άκρη σ’ άκρη στην αυτοκρατορία που ξεφλουδίζει, φαίνεται
Πως τίποτα δεν είναι το ίδιο’
Μπορεί να εξετάζουμε
Τα σκουπίδια στη ζωή μας, στα πάντα’
Κι αυτήν την στιγμή η λέξη Λήθη
Μας στρέφει τον έναν στον άλλο, σαν να μας πετρώνει.
Το πρόσωπο σαν κεφαλή θεού σ’ αυτόν τον κόσμο της λογικής
Υπήρξε ένας ισχυρός φακός
Κρυστάλλινος κάποτε, η τελειότητα στο στόχαστρό του.
Τώρα όμως φύλλα τρίβουν και χοροπηδούν
Από άκρη σ’ άκρη στην αυτοκρατορία που ξεφλουδίζει, φαίνεται
Πως τίποτα δεν είναι το ίδιο’
Μπορεί να εξετάζουμε
Τα σκουπίδια στη ζωή μας, στα πάντα’
Κι αυτήν την στιγμή η λέξη Λήθη
Μας στρέφει τον έναν στον άλλο, σαν να μας πετρώνει.
Οι ζωές
μας, ναι, όμως άδειες από τον βίο μας!
Οι εκτυφλωτικές μέρες δεν έχουν αφήσει πρόχειρο φως
Ή την σκιά του φωτός στο έδαφος
Όπου, χέρι χέρι, σκληραίνουμε, ασπρίζουμε, γινόμαστε
Σιωπηλοί και ξεροί εντός,
Συγχυσμένοι που δεν υπάρχει η καμπύλη του ουράνιου τόξου,
Καμία ζωντάνια, καμία τρυφερότητα,
Ούτε καν το ευχάριστο ανάβρυσμα
Που κάνει το πρόσωπο να λάμψει, εάν έχουν σημασία τέτοια μικροπράγματα
Εφόσον όλα είναι πέτρα –δηλαδή, τα πάντα εκτός από το ηχηρό, ράθυμο στέμμα
Των φιδιών, το στόμα που ανοίγει, μιλάει,
Οι εκτυφλωτικές μέρες δεν έχουν αφήσει πρόχειρο φως
Ή την σκιά του φωτός στο έδαφος
Όπου, χέρι χέρι, σκληραίνουμε, ασπρίζουμε, γινόμαστε
Σιωπηλοί και ξεροί εντός,
Συγχυσμένοι που δεν υπάρχει η καμπύλη του ουράνιου τόξου,
Καμία ζωντάνια, καμία τρυφερότητα,
Ούτε καν το ευχάριστο ανάβρυσμα
Που κάνει το πρόσωπο να λάμψει, εάν έχουν σημασία τέτοια μικροπράγματα
Εφόσον όλα είναι πέτρα –δηλαδή, τα πάντα εκτός από το ηχηρό, ράθυμο στέμμα
Των φιδιών, το στόμα που ανοίγει, μιλάει,
Τα μάτια
που οι χωρίς επιστροφή ήλιοι τους
ατενίζουν
Προς την καθαρή διανόηση, μέχρι που αυτό θαμπώνει …
Ω τρελαμένος από τέτοια όνειρα,
Τέτοια χαρακτηριστικά να γυρίζουν στο κεφάλι του σαν μάτια,
Απόψε ίσως κάποιος από εμάς
Να δρασκελίσει έξω στο πιο κρύο, ολοστρόγγυλο φεγγάρι
Και να ξεγυμνώσει το όνειρό του
Σε έναν φτηνό φιδίσιο φόβο
Που αντανακλάται για πάρα πολύ καιρό σε ένα ευγενές κάτοπτρο
Όλο πόθο και κελάηδισμα, παιχνίδια με νερό και δόλο
Και να υψώσει το τρεμάμενο σπαθί του, και να σκεφτεί να σκοτώσει.
Προς την καθαρή διανόηση, μέχρι που αυτό θαμπώνει …
Ω τρελαμένος από τέτοια όνειρα,
Τέτοια χαρακτηριστικά να γυρίζουν στο κεφάλι του σαν μάτια,
Απόψε ίσως κάποιος από εμάς
Να δρασκελίσει έξω στο πιο κρύο, ολοστρόγγυλο φεγγάρι
Και να ξεγυμνώσει το όνειρό του
Σε έναν φτηνό φιδίσιο φόβο
Που αντανακλάται για πάρα πολύ καιρό σε ένα ευγενές κάτοπτρο
Όλο πόθο και κελάηδισμα, παιχνίδια με νερό και δόλο
Και να υψώσει το τρεμάμενο σπαθί του, και να σκεφτεί να σκοτώσει.
Τό χαμάμ
Μετά από
ώρα υγρής ζέστης
Κάποιος
οδηγείται με ανοησίες
Σ’ ένα
μαρμάρινο κελί τον ξαπλώνουν
Στο
μάρμαρο, κι εκεί τον τρίβουν να τον
καθαρίσουν,
Tον τυλίγουν
με πετσέτες κι ένα σεντόνι
Και τον
τοποθετούν πάνω σ’ αυτόν τον επικλινή
τάφο
Φτιαγμένος
όλος από γυάλινες πλάκες (πράσινες
κόκκινες, κεχριμπαρένιες),
Με ένα
γυάλινο άστρο κρεμασμένο στο σκοτάδι,
Εκεί,
κάθισε ,χωρίς διάθεση πολύτιμων λίθων,
Δεν γευόταν
ούτε καφέ, ούτε λουκούμι,
Και στον
φύλακα που εισβάλλει
(Ή
αρχαιολόγος ή κλέφτης)
Σηκώνεται
κάποιος σοβαρά με μια μάσκα από πλατίνα
Ακόμη
μουσκεμένος, σαν σημάδι ζωής.
Και τώρα
τι; Πίσω, νομίζω, στη νέα πόλη.
Στη μέση
της γέφυρας, μια παιδική
Ανάμνηση
υπόσχεται ν’ απελευθερώσει το στιλ
μου.
Σταμάτησα
σ’ ένα δυνατό φως για να πάρω σημειώσεις:
Στην
κορυφή το καρπού της, δίπλα στη μαύρη
μεταξωτή μουαρέ
ζώνη, η
γιαγιά του είχε μιαν ελιά, ένα σκληρό
και μαβί συννεφάκι
από το
οποίο φύτρωναν τρεις ή τέσσερεις άσπρες
τρίχες.
Πόσες
φορές είχε ξαπλώσει στα πόδια της κι
είχε
αποκοιμηθεί
σ’ ένα ρυθμό που έκανε εύκολα τον κόσμο
όλο να
είναι μακριά--η κιτρινωπή λάμψη ενός
δακτυλιδιού
σημαδεύοντας
το εξωτερικό όριο του, ενώ σε πρώτο
πλάνο,
σκιαγραφούταν
όπως το τζαμί του Σουλεϊμάν του
Μεγαλοπρεπούς, μάζα
και
μιναρέδες αισθητοί από κάποιον που
κοιμόταν στην κουβέρτα
του δεμένου
καϊκιού του, εκείνο το σημαντικό ορόσημο
σαν
άνοδος ή
πτώση ξεχώρισε, από οποιοδήποτε άλλο,
το αγαπημένο της χέρι.
Κρύο. Ο
άνεμος μεγαλώνει. Μια ολόκληρη πόλη
διαλυμένη
από ρητορική. Κι εκεί έξω,
περνώντας
τον καθρέφτη του Βόσπορου, ποια μαύρη
ακτή μας
αντανακλά στην ακινησία της;
Σ’ αυτή
την πλευρά, μια αχτίδα μαγικού φαναριού,
Πλήθος,
βέλγοι ποδηλάτες, νοικοκυρές με κόκκινα
μαλλιά,
Κατάρτια,
φωνές κορακιών ψηλά στον γαλαζο-κόκκινο
αέρα,
το φράκο
του Ατατούρκ…Είναι σαν όνειρο,
Ο «Θάνατος
στη ζωή και η ζωή στο θάνατο» του
βυζαντινού
Yeats, κι αν
έτσι, μ’ αυτή την ευκαιρία
Μόνος στη
σκηνή υπνοβάτη, η σάρκα μου ξύπνησε
Κι άνοιξε
πανιά για την προετοιμασμένη ακτή πέρα
από τα στενά.
(από
τη συλλογή Νύχτες και Ημέρες, «Νights and
Days», μετ. Γιάννης Σουλιώτη
Η θεραπεία
Ο γιατρός
μου συνέστησε κορτιζόνη,
Διαθερμίες,
βιταμίνες, κι ανάπαυση.
Δούλεψαν.
Αυτούς τους μήνες στην Αθήνα τίποτα δεν
προέβλεπε
Το μικρό
μου δράμα. Μοιάζω και πάλι
Στον
αφέντη μου. Ωστόσο, κάποτε,
Εσύ
ράγισες, εκείνο, που τόσο ονομάζουν
καθρέφτη της ψυχής,
Δεν ήταν
εύκολο, ούτε ίσως δυνατό να επισκευαστεί
εντελώς.
(«Ανάμεσα
στην κίνηση και στη δράση
Πέφτει η
σκιά» -T.S. Eliot.)
Μέρος του
εαυτού μου έμεινε κρύο κι αποτραβηγμένο.
Την ημέρα
που ανέβηκα στον Παρθενώνα
Η ανθρώπινη
μεγαλοπρέπεια του με έκανε να σκεφτώ
Και λοιπόν ;
Ένα
μεσημέρι του Μάη στο Βασιλικό Κήπο,
Ανάμεσα
στη χλωρίδα του Agneau Mystique-
Κυπαρίσσια,
μιμόζες, δάφνες, φοίνικες- ένας Έλληνας
Άρχισε
να τα κατονομάζει για μένα στη γλώσσα
του.
Τον
ευχαρίστησα, μ’ ευχαρίστησε, καθίσαμε.
Παγόνια
Με τα
σκληρά τους γκρίζα πόδια έλιωναν
παραγινωμένα
νεράντζια.
Γνώριζα τον τύπο:
Έξοχος,
αρσενικό, βρώμικος, Ορθόδοξος
Εικόνα
φτερωτής όρεξης στα μάτια
Μ’ ένα
ηλεκτρικό γαλάζιο ημερών που δεν θα
Επιστρέψουν
πάλι. Ο φίλος μου με χρόνο για σκότωμα,
Με ρώτησε
την τιμή των αυτοκινήτων στον Παράδεισο.
Μ’ αυτό
εννοούσε τη χώρα μου, μια και για τη δική
του
Ο ξένος
είναι ένας μασκαρεμένος θεός.
Παραλείποντας
να παίξω αυτόν τον ρόλο, φοβάμαι
Ότι ούτε
εγώ υπήρξα ανθρώπινος- αχ, ποιος είναι;
Εκείνος
είναι, ή ήταν, είχε αδέλφια και σύζυγο,
Οδηγούσε
ένα καμιόνι, την περασμένη Παρασκευή
έσπασε το λαιμό του
Πάνω σ’
ένα δέντρο. Δεν έχουμε τρόπο να ελέγξουμε
Αυτές τις
απρόσεκτες μεταναστεύσεις έξω από τη
ζωή.
Προσπαθώ,
υποθέτω, πρέπει, όπως έχει πεi ο Valery,
Και είπε
ακόμα πιο έντονα απ’ αυτό που θα πω εγώ-
Στρίβοντας
καπάκια, κάτω από τον ήλιο του Αύγουστου
και όλα
Σαν
επινοήματα νέον(κεχριμπαρένια, πράσινα,
και κόκκινα)
Αμεταβίβαστης
ενέργειας
Όπως στο
τυφλό μου ξύπνημα, και ένα χαμένο
Ανοιγόκλεισμα
των ματιών, και ήταν ο καθαρότερος
υπαινιγμός, νομίζω,
Αυτού που
υπήρξα, είμαι και που θα μπορούσα να
είμαι.
(από
τη συλλογή Νύχτες και Ημέρες, «Νights and
Days», μετ. Γιάννης Σουλιώτη
Ημέρες
του 1964
Σπίτια,
μια πρεσβεία, το νοσοκομείο,Η γειτονιά μας ηλιόλουστη αν και τρέμοντας ακόμη
Στις μικρές λίμνες της βροχερής νύχτας…
Απέναντι απ’ το δρόμο που οδηγεί στο κέντρο της πόλης
Ένας απότομος λόφος κρατούσε συντροφιά σε μέρος του δρόμου
Ή κάποιος θα μπορούσε ν’ αναρριχηθεί σε είκοσι λεπτά
Σε κάτι θέες που κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα,
Πλαισιωμένες από πεύκα-ομπρέλες, την πόλη και τη θάλασσα.
Κάτω απ’ τα πόδια ,κυκλάμινα, φθινοπωρινοί κρόκοι μεγάλωσαν
Στιλπνοί όπως με λεπτό ιδρώτα ανάμεσα στα λείψανα
Των καλών καιρών. Αν όχι ο Όλυμπος,
Έφερα λουλούδια στο σπίτι από τις αναρριχήσεις μου.
Η Κυρία Κλειώ που μας περιποιόταν
Τα έβαλε στο νερό, τραγουδώντας Παρθένα, Παρθένα.
Την πονούσαν τα πόδια της. Φορούσε σκούρα, ήταν παχιά, περασμένα πενήντα,
Και έμοιαζε με Δέσποινα της Παλμύρας
Αντίγραφο από λαρδί κι αλογότριχες. Πόσο αγαπούσε
Εσένα, εμένα, όλους μας, το πουλί, τη γάτα!
Σκέπτομαι τώρα πως ήταν αγάπη. Αναστέναζε κι έλαμπε
Όλη την ημέρα μ’ αυτό, ή πόνο ή και τα δυο.
(Δεν επικοινωνούσαμε ιδιαίτερα.)
Ζούσε κοντά στο σπίτι με την ευσεβή μητέρα της
Και τον άσωτο γιο της. Με έλεγε πραγματικό της γιο.
Την πλήρωνα γενναιόδωρα, τολμώ να πω.
Η αγάπη κάνει μερικούς γενναιόδωρους. Δες εμάς. Γνωριστήκαμε
Τόσο λίγο ώστε αντί να κοιμόμαστε
Ξαπλώναμε ολόκληρες νύχτες, ανοιχτά, με το φως της λάμπας,
Και ρεμβάζαμε, ή λέγαμε ιστορίες.
Γυρίζεις πίσω σε μια ώρα- λαχανιάζοντας στην αγκαλιά μου
Με αγάπη, ή γέλια ή και τα δυο,
Θυμόμουνα ακριβώς και σου έλεγα
Τι είδα στο δρόμο για την πόλη το μεσημέρι :
Καημένη γριά Κλειώ, τα πονεμένα πόδια της,
Βαδίζοντας με κόπο μέσα στα πεύκα. Φώναξα,
Φώναξα τρεις φορές πριν να γυρίσει.
Πάνω από ένα στενό, γαλάζιο πουλόβερ, το πρόσωπό της
Ήταν βαμμένο. Ναι. Το πρόσωπό της ήταν βαμμένο
Άσπρο σαν κλόουν, άσπρο φεγγαρίσιο στο φως της ημέρας,
Στολισμένη με πέρλες, στόμα κόκκινο φύλλου αλεξανδρινού
Φάε με, πλήρωσέ με-η ερωτική μάσκα
Που ο κόσμος φοράει από ψευδαίσθηση
κι από απλή ανάγκη στους γάμους του.
Έκπληκτοι αμίλητοι, κοιτάζαμε-ήταν η αγάπη ψευδαίσθηση;-
Και χάθηκαν οι δρόμοι μας. Μετά, διέσχιζα μια πλατεία
Στην οποία μια υπαίθρια κινητή αγορά
Με λαχανικά, πουλερικά, αγγειοπλαστική όλα σε δράση
Μέσα από ένα όνειρο-πιεστήριο εκείνων που κάνουν παζάρια
Φιλύποπτοι από φόβο μήπως τυχόν και τους κοροϊδέψουν, τους μαδήσουν
Σαν ο πουλί, σαν το λουλούδι αυτού του ήπιου Νοέμβρη,
Χαμένος στα μονοπάτια από μαλακό πηλό, που βρίσκεται,
Όπου το μπουμπούκι ξανανθίζει.
Καλύτερα να ξανατραφεί, με τα γόνατά μέσα στη λάσπη-
Εδώ σταμάτησα παγωμένος, για το χατίρι και των δυο μας.
Και ήρεμος στο δρόμο για το σπίτι αγόρασα φρούτα για μας.
Συγχώρα με αν διαβάζεις αυτό.(Και πρέπει Κυρία Κλειώ,
Κάποιος κάποτε να το μεταφράσει στα ελληνικά
Και να της το διαβάσει δυνατά, συγχώρα με, ξανά.)
Έζησα τόσο καιρό χωρίς αγάπη, που με βία έμαθα πώς σκεπτόμουνα.
Όπου έκρυψα το πρόσωπό μου, το άγγιγμα σου, γρήγορο, σπλαχνικό
Μου κάλυψε τα μάτια. Ένας θεός ανάσαινε απ’ τα χείλη μου.
Αν αυτό ήταν ψευδαίσθηση, ήθελα να κρατήσει πολύ
Να ζει για το μεροκάματό της, μ’ εμάς εκεί,
Καθαρίζοντας και ποτίζοντας, αναστενάζοντας μ’ αγάπη ή πόνο.
Ήλπιζα πως θ’ αναρριχηθεί όταν χρειαζόταν στα ύψη
Ακόμη και κατρακυλώντας, όπως σ’ εμένα τουλάχιστον
Έμοιαζε , εκείνες τις ημέρες που όλο ανέβαινα
Σ’ ένα κόσμο άγριων
Λουλουδιών, γλεντιού, δακρύων ή έπεφτα με διπλωμένα
Πόδια από ύψη σε βάθη,
Στη λίμνη της βροχής της κάθε νύχτας;
Αλλά ήσουν παντού πλάι μου, μασκοφορεμένος
Σαν εκείνον που δε γέλαγε, πονούσε κι αγαπούσε.
(από
τη συλλογή Νύχτες και Ημέρες, «Νights and
Days», μετ. Γιάννης Σουλιώτης)
Μεταξύ Μας
Εκεί στο μαξιλάρι πλάι
Στο στραμμένο σου πρόσωπο με τα μπερδεμένα γκρίζα μαλλιά :
Ένα άλλο-σαν ζαρωμένο κεφάλι, πολύ μικρό!
Τα μάτια μου κλειστά
Από φόβο. Ανοικτά. Είναι εκεί,
Κέρινο, απάνθρωπο. Μικρό.
Η τεντωμένη πτυχή του στόματος αλλάζει.
Μοιάζει να χαμογελά, με το πηγούνι σηκωμένο στο χλωμό φως. Αλλού
Ήξερα τι ήταν, αυτό το πράγμα, ήξερα
Το τυφλό μάτι- σχίζεται
Και υποχωρεί -απότομα στα ζυγωματικά-
Αχ. Και πάλι κάνε.
Όχι ένα πρόσωπο. Ένα χέρι, που φαίνεται παράδοξο. Το δικό μου,
Απελευθέρωσέ με, αναπνέω
Παρακολουθώντας το χαλαρός μ’ ένα απαλό βογγητό
Που είναι για σένα.
(μετ.
Γιάννης Σουλιώτης)
Πηγές
και σημειώσεις
1. Το
σημειωματάριο (του Διπλού), μετ. Γιάννης
Σουλιώτης, Εκδόσεις Σοκόλη, 2013.
2. Ο Πόρος
είναι… Ανθολογία κειμένων Ελλήνων και
ξένων συγγραφέων και ποιητών, επιλογή
– επιμέλεια – μετάφραση Γιάννης
Σουλιώτης, Εκδόσεις κέδρος, Αθήνα 2006.
3.Ὀπως σημείωση 2.
4. Χάρης
Βλαβιανός , περιοδικό "ΠΟΙΗΣΗ",
τευχ. 6, φθινόπωρο - χειμώνας 1995.
5. Όπως
σημείωση 1.
Τα ποιήματα σε μετάφραση Γιάννη Σουλιώτη είναι από το blog, Το λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας (περισσότερα εδώ).
Τα ποιήματα σε μετάφραση Γιάννη Σουλιώτη είναι από το blog, Το λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας (περισσότερα εδώ).
Επίσημος
διαδικτυακός τόπος για τον Τζέημς Μέριλ:
http://www.jamesmerrillweb.com/
James Merrill
και Robert-Isaacson σε παραλία της Ιταλιάς το
1952.
Από αρ:
Στράτος Μουφλουζέλης, Τζέημς Μέριλ,
Ντέηβιντ Τζάκσον, και Γιώργος Λαζαρέτος
James Merrill
και Peter Hooten, Key West, 1987.
James Merrill
και David Jackson σε ελληνική παραλία τη δεκαερία του '60.
Merrill
with Mask of Keats and Head of Hermes
James Merrill
και David Jackson, Αθήνα, Οκώβριος 1973, Φωτογραφία:
Judith Moffett.
James
Merrill Gazing at Mask of Kimon Friar
Τζέημς
Μέριλ και Μάρία Μητσοτάκη.