Ἡ
δικαία ἐκδίκησις
Τραγουδιστὴς
πολλὰ εὔμορφος νέον ἐρωτεύθη,
περίσσιο
πάθος ἔβαλε στὰ μαραμένα στήθη
καὶ
μὲ τὰ χείλη τὰ χλωμὰ τραγούδαε τὸν
καημόν του:
«Ἀγνάντια
του νὰ κάθωμαι, νὰ κρένη καὶ ν' ἀκούω,
νὰ
βλέπω τὰ ξανθὰ μαλλιὰ καὶ τὰ δροσᾶτα
χείλη,
πόχουν
τοῦ ρόδου τὴν βαφή, τοῦ μήλου τὴν
γλυκάδα!»
Καὶ
τὸ τραγούδι του ἤκουσαν οἱ νιὲς κ' οἱ
πανδρεμένες·
φωνάξανε
τὰ εὔμορφα κοράσια κ' οἱ νυφάδες:
«Ἄντρα
τὸν ἄντρα ν' ἀγαπᾶ, σέρνει μὲ τὸ
τραγούδι,
καὶ
γάμος κι ἀρραβώνιασμα θὰ πᾶν λησμονημένα,
καὶ
θὰ διαβαίνη ἡ νυχτιὰ μας δίχως ἀντρὸς
τὸ πλάγι,
καὶ
τὰ βυζιά τοῦ κόρφου μας παιδὶ δὲ θ'
ἀναστήσουν!...»
Πανήγυρη
ξημέρωνε πέρα στὰ βιλαέτια,
καὶ
τὰ χωριὰ μαζώχθηκαν, ἄντρες-γυναῖκες
πᾶνε·
πῆγε
καὶ ὁ τραγουδιστής, καὶ κράταε τὸ
λαοῦτο,
κι
ἀρχίνησε τὸ ἔρημο τραγούδι νὰ λαλάη,
καὶ
τοῦ λαγούτου ἡ μελωδιὰ γλυκὰ τοῦ
ἀπηλογόταν...
Οἱ
εὔμορφες κιτρίνισαν σὰν τὰ χλωμὰ
λουλούδια-
σὰνστὰ
φυλλοκάρδια τους πολὺς θυμὸς ἐβγῆκε·
πέτρες,
λιθάρια ἐπὴρανε οἱ νιὲς κ' οἱ
πανδρεμένες-
κτύπησαν
τὸν τραγουδιστὴν ἐκεῖ ὁπου
τραγουδοῦσε!...
Σίγησε
τὸ παιχνιίδι του τ' ὁλόχρυσο λαγοῦτο-
κοίτεται
κι ὁ τραγουδιστὴς ἄγνωρος μὲς τὸ
αἷμα,
καὶ
μοιρολόι δὲν λαλεῖ καμμιὰ μοιρολογίστρα.
Τοῦ
κόψαν τὸ κεφάλι του τὰ ξέφρενα κοράσια
καὶ
στὸ ποτάμι τόρριξαν μαζὶ μὲ τὸ λαγοῦτο,
καὶ
τὸ ποτάμι τάβγαλε εἰς τὸ γιαλό, στὸ
κῦμα...
Συντροφιαστὰ
πηγαίνανε κεφέλι καὶ λαγοῦτο,
τὸ
κῦμα ὅπου διαβαίνανε γλυκὰ ἠχολογοῦσε,
καὶ
μέσα σὲ νησιὰ πολλὰ τὸ πέλαγο τὰ πάει·
ἀκούαν
τριγύρωτὰ νησιὰ στὸ δειληνό, στὸ βράδυ
ἀκούανε
τὴν μελωδιά, δὲν ἔνιωθαν ποῦ βγαίναι.
Φωνάξαν
τὰ μικρὰ παιδιά! «-Τὸ πέλαγο τὴν
βγάζει!...»
Ἡ
μελωδιὰ σταμάτησε εἰς τὸ βαθὺ λιμάνι
σὰν
ἄστρο στὰ μεσάνυχτα ποὺ σ' ἕνα τόπον
φέγγει,
καὶ
χίλια ἀηδόνια νὰ λαλοῦν ἐφαίνετο πὼς
νάναι.
Πῆγαν
μὲ τὰ μονόξυλα οἱ ναῦτες οἱ 'πιδέξιοι
καὶ
τὸ κεφάλι πήρανε, πῆγαν καὶ τὸ λαγοῦτο-
σὲ
μνῆμα τὰ ἐντάφιασαν καφάλι καὶ
λαγοῦτο...
Ἀπὸ
τ' ἐκεῖνο τὸν καιρὸ μὲς στῶν νησιῶν
τὲς χῶρες
πανώρια
βαροῦν ὄργανα οἱ νιές, τὰ παλληκάρια,
καὶ
μὲς στ' ἀσημοχρύσαφα στολίζουν τὰ
λαγοῦτα,
γεννᾶ
τὲς θυγατέρες της γλυκόφωνες ἡ μάνα,
ἀγγέλου
πόχουν πρόσωπο καὶ ἀγγέλοι στὸ τραγούδι.
Πλὴν
μέσα στὴ βαθειὰ στεριά, στὲς φόνισσες
γυναῖκες,
οἱ
ἄνδρες πῆραν σίδερο καὶ στὴν ἑστιὰ
τὸ κάψαν
τὲς
κορασιὲς ἐσφράγισαν στὸ μέτωπο, στὴν
πλάτη,
στὸ
φονικὸ ποὺ κάμανε νὰ μὴν πολυχαροῦνε...
Γεώργιος
Τερτσέτης
Πηγή
Τὸ
ποίημα ἀντλήθηκε ἀπὸ τὴν Ἀνθολογία
τοῦ Ρένου Ἡρακλῆ Ἀποστολίδη. Ἀρχικὴ
δημοσίευση στὴ συλλογὴ Ἁπλὴ γλῶσσα
(1847). Τὸ ποίημα δημοσιεύει καὶ ὁ Ἠλίας
Πετρόπουλος στὸ ἄρθρο του «ἕνα
ὁμοσεξουαλικὸ ποίημα τοῦ Τερτσέτη»,
(περιοδικὸ Ἰχνευτὴς τεῦχος 14, Ἰούλιος
– Σεπτέμβριος 1995), ἄρθρο ποὺ ἔχει
συμπεριλάβει καὶ στὴν Ἱστορία τῆς
καπότας (Νεφέλη 1999). Τὸ ποίημα κυκλοφόρησε
ἀνεξάρτητο σὲ ἕνα μικρὸ βιλιαράκι τὸ
1996 μὲ τὸν πιασάδικο καὶ ἄκρως
κακοποιημένο τίτλο, Ἄντρας τὸν ἄντρα
ν' ἀγαπᾶ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Περίπλους.
ΥΓ:
Γιὰ ὅποιον δὲν γνωρίζει ποιὸς ἧταν
ὁ Τερτσέτης, θὰ πῶ μόνο πὼς εἶναι ὁ
ἄνρθωπος ποὺ τὸ 1833, στὴν διαβόητη δίκη
τοῦ Θεόδωρου Κωλοκοτρόνη -μαζί μὲ τὸν
Πολυζωίδη- ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὴν
καταδικαστικὴ ἀπόφαση γιὰ τὸν Γέρο
τοῦ Μοριᾶ. Καταδικαστικὴ ἀπόφαση ποὺ
διακαῶς ἐπιθυμοῦσε καὶ οὐσιαστικὰ
ἤθελε νὰ ἐπιβάλλει ἡ ἄρχουσα τάξη
τοῦ καιροῦ ἐκείνου -κοινῶς προύχοντες
καὶ κοτζαμπάσηδες. Τὴν ὑπόλοιπη
βιογραφία, οἱ ἐδιαφερόμενοι ἂς τὴν
ἀναζητήσουν στὴν σχετικὴ βιβλιογραφία,
καὶ ὄχι στὶς προχειρολογίες καὶ
παραπληροφορήσεις τοῦ διαδικτύου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου