Η
ΚΛΕΜΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ
Ἡ
ἄμοιρη καρδιὰ ξερνᾶ στὴν πρύμνα,
καρδιὰ
ποὺ τὴν πλακώνει ὁ δεκανέας.
Τῆς
πετοῦν ξεπλύματα σούπας,
ἡ
ἄμοιρη καρδιὰ ξερνᾶ στὴν πρύμνα,
κὰτω
άπὸ τὰ πειράγματα τοῦ λόχου
ποὺ
ξεκαρδίζεται πέρα ὥς πέρα,
ἡ
ἄμοιρη καρδιὰ ξερνᾶ στὴν πρύμνα
καρδιὰ
ποὺ τὴν πλακώνει ὁ δεκανέας.
Ἰθυφαλλικὰ
καὶ φανταρίστικα
τὰ
πειράγματα τὸν ἔχοπυνε διαφθείρει!
Στὸ
τιμόνι βλεέπει ζωγραφιστὰ
ἰθυφαλλικὰ
καὶ φανταρίστικα
ὦ
κύματα ἀλαμπουρνέζικα,
τὴν
καρδιά μου πάρτε καὶ ξεπλύντε την!
Ἰθυφαλλικὰ
καὶ φανταρίστικα
τὰ
πειράγματα τὸν ἔχουνε διαφθείρει!
Καὶ
σὰν στερέψουν τὰ καμώματά τους,
τί
θὰ κάνεις κλεμμένη πιὰ καρδιά;
θά
῾χεις τὸ λόξυγγα τοῦ Βάκχου,
σὰν
στερέψουν τὰ καμώματά τους:
Θά
῾χω στομαχικὲς ἀναγούλες,
ἐγώ,
ἂν ἡ καρδιὰ ταπεινωθεῖ:
Σὰν
στεράψουν τὰ καμώματά τους
τί
θὰ κὰνεις κλεμμένη καρδιά;
Μάιος
1871
Ἀπὸ τὸν τόμο, Ρεμπώ, μετ. Γιῶργος Σπανός, Ἐκδόσεις Πλέθρον, Ἀθήνα 1984.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου