Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Giorgos Ioannou) 1927-1985, a tribute




Ο Γ. Ιωάννου με έναν φίλο του, φωτογραφία: Κώστας Κάτσουλας, 1981


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ 1927-1985, ΑΦΙΕΡΩΜΑ

 Αντί προλόγου
 «Θἄθελες νά σέ διαβάζουν μέ πάθος (...). Νά σέ διαβάζουν καί νά σέ συζητοῦν, προπάντων νά παίρνουν κουράγιο γιά τή ζωή άπό σένα.»
Γιώργος Ιωάννου
Στον Γιώργο Ιωάννου οφείλουμε -όπως και πολλοί άλλοι- πάρα πολλά και κυρίως την δεύτερη και εσωτερική μας ζωή. Με το παρόν αφιέρωμα δεν ευελπιστούμε να προσθέσουμε κάτι περισσότερο στα ήδη υπάρχοντα σπουδαία και πολλά αφιερώματα στον μεγάλο μας πεζογράφο, αλλά να δώσουμε την αφορμή για το (ξανα)διάβασμα του ευαίσθητου λόγου του, για το (ξανα)ξεφύλλισμα τούτου του έργου.  Χρέος λοιπόν ένα αφιέρωμα που δεν μπορεί παρά να διαπνέεται από σεβασμό, αγάπη και ευαισθησία για τούτο τον λαμπρό εκπρόσωπο του πνεύματος.

 Λόγος και Μνήμη. Εξώφυλλο του βιβλίου του Γ. Αναστασιάδη,
(University Studio Press, 2006)

Γιώργος Ιωάννου 1927-1985, μια γνωριμία
Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Νοεμβρίου του 1927. Ο Πατέρας του Ιωάννης Σορολόπης, είκοσι τεσσάρων χρόνων, έρχεται πρόσφυγας από τη Ραιδεστό και η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη, δεκαεννέα χρόνων, από την Κεσσάνη.
Το 1943 θα αρχίσει να κρατά το λεγόμενο, από τον ίδιο, Κατοχικό Ημερολόγιο. Έχει μπει πια στην εφηβεία και αρχίζουν τα ψυχικά και σωματικά του βάσανα, που θα τον ταλαιπωρήσουν μέχρι την ωριμότητα του όταν θα ζει πια στην Αθήνα και θα έχει αποδεχθεί τις ερωτικές του ιδιαιτερότητες και θα έχει απενοχοποιηθεί. Γράφει στην Καταπακτή: «Και αργότερα, όταν πια σαν έφηβο σε πολιορκούσαν μέρα νύχτα με τα βλέμματα, όχι γι’ αυτά που έκαμνες αλλά γι’ αυτά που κόντευες να κάνεις, και που είχες αρχίσει να τα νοιώθεις κάπως και συ, να τα νοιώθεις μόνο, όχι να τα καταλαβαίνεις, να τα ονοματίζεις ή να τα λες, και σε μαστιγώνανε με τα βλέμματα και τα πικρά λόγια, είτε απευθείας είτε πλάγια είτε με τα μουρμουρίσματά τους, για να τα ακούς και να ζαρώνεις, να σιγολιώνεις μέσα σου, να μην ξεθαρρεύεσαι ποτέ σου και να νοιώθεις κλεισμένος από παντού, χωρίς καμιά διέξοδο και καμιά ελπίδα… Αργότερα, όταν οι εξάψεις τόλμησαν να το ανακαλύψουν δηλαδή και να το πλάσουν εντός σου με κάθε επιθυμητή λεπτομέρεια, μια και βρέθηκαν έτοιμα τόσα υλικά, πήρες να προσηλώνεσαι σ’ αυτό που έχασες κάπως ή και πολύ , την επαφή σου με τον εαυτό σου. Τώρα μέσα σου βρίσκονταν άλλα είδωλα, πλασμένα ή πραγματικά, που τα αποτύπωνες κατευθείαν απ’ το δρόμο και που τα ‘χες για παρηγοριά σου και μέλλουσα διέξοδο. Κι έτσι έγινε πραγματικά για χρόνια».1
Είναι όμως ενδιαφέρον να πούμε πως ο μετέπειτα ποιητής και συγγραφέας φεύγει από τα κατηχητικά. Η αποχώρηση σχετίζεται άμεσα με την ταραγμένη εποχή του εμφυλίου και δίνει ευκρινώς το στίγμα της. Τον Ιούνιο του 1946 ο Γιώργος Ιωάννου τελειώνει το τότε Γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Οι επικεφαλείς των κατηχητικών ασκούσαν άμεση επιρροή ως προς τις επιλογές των αποφοίτων και τους ωθούσαν στη Θεολογία –πρωτίστως- ή στη Φιλολογία. Ο Γιώργος Ιωάννου δίνει στη Φιλολογία και πετυχαίνει. Η επιτυχία του σημαίνει και την είσοδό του στη Χριστιανική Φοιτητική Ένωση. Αλλά η έναρξη των σπουδών συμπίπτει με την έναρξη του εμφυλίου πολέμου. Ο Ιωάννου εκτός από το έξοχο πεζογράφημά του «Τα κεφάλια», ελάχιστα ασχολήθηκε με την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Επιμένει να συγκρατεί τη μνήμη του στην περίοδο της κατοχής. «Κατέληξα, λοιπόν στο εξής αμετακίνητο συμπέρασμα: Γίνονται εγκλήματα φρικτά κι απ’ τη μια κι απ’ την άλλη μεριά. Αυτοί που σκοτώνονται είναι Έλληνες κι αυτοί που σκοτώνουν είναι επίσης Έλληνες. Άρα ο πόλεμος είναι εμφύλιος… Αυτό όσο κι αν φαίνεται απλό τώρα, δεν ξεχώριζε τότε μέσα στον ορυμαγδό των γεγονότων και τους καταρράχτες της λογοδιάρροιας. “Κι όμως είναι εμφύλιος”, έλεγα μέσα μου. “Και μέσα στον εμφύλιο πόλεμο, εμείς μέσα στην Κίνηση, κι εγώ μαζί φυσικά, ξεγλιστρήσαμε απ’ τη μια μεριά, απ’ τη δεξιά. Πήραμε θέση, μετέχουμε, εγκρίνουμε τα εγκλήματά της, όπως αυτό με τους τυπογράφους και καταδικάζουμε μόνο τα εγκλήματα των άλλων. Και τότε που είναι ο χριστιανισμός μας;”»2
Η σύγκρουσή του με την Χριστιανική Κίνηση είναι άμεση. Από τη μεριά της αυτή τον διαγράφουν με την αιτιολογία των απουσιών. Πότε όμως αρχίζει να γράφει; Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι: «Ποιήματα, όπως και τόσοι άλλοι νέοι, έγραφα από μικρός». Για να προσθέσει ότι: «Τα ποιήματα εκείνα, που είχαν συγκινήσει μέχρι δακρύων τις γυναίκες του σπιτιού, αλλά και τις συγκάτοικές μας, τα ‘καψα αργότερα όλα. Μονάχα κάτι λίγους στοίχους τους θυμάμαι, μα τους κρατάω για τον εαυτό μου. Μέχρι που πήγα στο στρατό, συνέχισα να γράφω και να καίω. Μεγάλη μανία είχα με το κάψιμο, φυλλαράκι δεν ήθελα ν’ απομείνει. Πέρασα από αγωνίες κι αμφιβολίες φρικτές, Με τίποτα δεν έμεινα ικανοποιημένος».

Αφιέρωμα στο περιοδικό «Γιατί», (Μαίος 2005)

Αφού απολυθεί από το στρατό και πιάσει δουλειά ως φιλόλογος στην Αλεξάνδρεια (ένα χωριό όχι μακριά από τη Θεσσαλονίκη) θα καταπιαστεί και πάλι με το γράψιμο. Η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα θα γίνει με την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια που δεν θα καλύπτουν όταν τυπωθούν περισσότερο από ένα δεκαεξασέλιδο. Στα ποιήματα αυτά, όπως και εννιά χρόνια αργότερα (1963) στη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο Τα Χίλια Δέντρα, που γράφει στα Τρίκαλα και στη συνέχεια στη Λάρισα, όπου εργάζεται σε ιδιωτικό σχολείο, ο νεαρός ποιητής ωθεί τις κρυφές του συναισθηματικές και ερωτικές ανάγκες που πασχίζουν να αρθρώσουν μια ελάχιστη φωνή, να διεκδικήσουν μια ανάσα, καθώς καταπνίγονται από χίλιες μύριες ενοχές, φόβους και αναστολές. Η εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα θα γίνει αποδεκτή με ευνοϊκά σχόλια για το νέο ποιητή από τη Θεσσαλονίκη.
Στις 15 Φεβρουαρίου του 1955 κάνει μια ριζοσπαστική κίνηση, αλλάζει το επίθετό του, από Σορολόπης σε Ιωάννου. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς παραιτείται από τη θέση του βοηθού στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στην οποία είχε διοριστεί ένα χρόνο πριν. Απαλλαγμένος από τη θέση αυτή και με το καινούργιο επίθετο, αποδρά για την Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του 1955. «Τώρα δεν είχες φόβο μη γίνει ο φρικτός εκείνος συνδυασμός ανάμεσα σε υπηρεσία και οικογένεια», θα γράψει αργότερα στα εξομολογητικά κείμενα της Καταπακτής, αφού η πρώτη κάθοδό του στην Αθήνα το 1955 θα καταλήξει σε Βατερλώ. «Ο συνδυασμός αυτός, εδώ που τα λέμε, είχε επιτευχθεί κιόλας μια φορά στο παρελθόν και τότε είχες δει το χάρο με τα μάτια σου. Και τα βάραθρα ωραία και τα πηγάδια μαγνητικά και οι ταράτσες απερίφρακτες και οι θάλασσες ελκυστικές. “Έλα! Αφού δεν ξέρεις κολύμπι τόσο το καλύτερο”. Και το ταχύτερο… Η υπηρεσία σου σε αποκάλυψε και σ’ έδιωξε και η οικογένειά σου σε αποτελείωσε. Η στοργική μήτηρ σου μπαινόβγαινε ωχρή και δηλητηριώδεις με το πιγούνι πεταγμένο προς τα έξω από τη θλίψη, τη σφίξη και το βρασμό της μεγάλης ψυχής της. Τα ήξερε πια όλα, τα ήξερε, ναι, και σου το ‘δειχνε ότι τα ξέρει…»3 Το τι ήξερε η «στοργική του μήτηρ» είναι εύκολο να το φανταστούμε . Η ερωτική ιδιαιτερότητα του πρωτότοκου γιου της, η οποία μάλιστα από ό,τι μπορούμε να συμπεράνουμε είχε σταθεί η αιτία της απόλυσής του από το Κολλέγιο Αθηνών, δεν ήταν μόνο κατακριτέα αλλά και ντροπή για την οικογένειά του. Βρισκόμαστε άλλωστε σε μια εποχή βαθύτατου συντηρητισμού, ακόμα και για όσους ακλουθούν «ορθούς» ερωτικούς δρόμους. Δεν ήταν εύκολο να είσαι νέος την πρώτη δεκαετία μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Οι οικονομικές δυσκολίες ήταν απίστευτες. Ακόμα πιο δύσκολο ήταν για το νεαρό Ιωάννου που εξαναγκάζεται άνεργος να γυρίσει στην Θεσσαλονίκη και εξαρτάται από την οικογένειά του. Μπορούσε όμως να διαβάζει και διάβαζε, μπορούσε να κάνει ατελείωτες βόλτες στα πέριξ της πλατείας Βaρδαρίου. Το βιβλίο του Για ένα φιλότιμο κυκλοφόρησε το 1964, εκεί βρίσκουμε καταγεγραμμένο όλο το υλικό αυτής της περιόδου. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς για τούτη την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Ιωάννου θα γράψει μεταξύ άλλων: « Πεζογραφήματα χαρακτηρίζονται στον υπότιτλο τα είκοσι δύο σύντομα κέιμενά του και ο προσδιορισμός αυτός, έτσι στη γενικότητά του, είναι ο μόνος σωστός, αφού ούτε στο διήγημα, ούτε σε κανένα άλλο από τα γνωστά είδη μπορούν να ενταχθούν οι ιδιότυπες αυτές σελίδες, όπου ο εξομολογητικός προσωπικός τόνος και η καίρια παρατήρηση του περιβάλλοντος κόσμου εναλλάσσονται, με περίπου “παπαδιαμάντια αδιαφάνεια” για τους κανόνες μιας τεχνικής, για την τήρηση κάποιων παραδεδεγμένων ή πειστικών αφηγηματικών συμβάσεων». Και παρακάτω: «Πλάθουν έναν ευαίσθητο, αλλά σχεδόν απρόσωπο δέκτη, που παραδέρνει αποπροσανατόλιστος, ανικανοποίητος, νευρασθενής, αηδιασμένος, αιώνια μετανιωμένος…»4 Τα όσα μεσολαβούν από το 1956 ως το 1964 είναι κυρίως δυσάρεστα με μικρές αναλαμπές ευχάριστων γεγονότων. Ήδη ο συγγραφέας έχει χάσει τον πατέρα του το 1962, στην ίδια ακριβώς ηλικία που θα φύγει και o ίδιος! Ένα χρόνο μετά πεθαίνει η γιαγιά του και το 1964 έρχεται ένα βαρύ χτύπημα αφού χάνει τον μικρότερο αδελφό του Θεοδωράκη σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Όλα τούτα ο συγγραφέας προσπαθεί να τα προσεγγίσει με τον Έρωτα: «Δεν ξέρει κανείς τι να πει και πώς να προσεγγίσει. Δεν προσεγγίζεται με το νου τίποτε. Ο νους παθαίνει γρήγορα ίλιγγο. Ο νους παγιδεύεται γρήγορα στο αδιέξοδο και πισωγυρίζει. Ίσως μόνο η Πίστις. Και αν όχι η Πίστις, η Αγάπη. Και αν όχι η Αγάπη, ο Έρως. Ναι, αυτός ο κοινός –και όχι ο φιλοσοφικός- Έρως, ακόμα και ο αγοραίος Έρως, είναι μια αρχή, ένα στήριγμα, είναι κάτι. Περιέχει μια απάντηση από αλλού, από κόσμους άλλους. Περιέχει μια απάντηση και για τις κηδείες και για τις αρρώστιες και για τα βάσανα. Γι’ αυτό νίψου, ντύσου και προκάλεσέ τον. Αυτό θα έκανε κι ο φίλος, ο κλεισμένος από απόψε μέσα στα χώματα».5


Γ. Ιωάννου (1927-1985) Δέκα χρόνια απότο θάνατό του, Δήμος Θεσσαλονίκης (31.3.1995)

Δυο χρόνια μετά την έκδοση του Για ένα φιλότιμο, ο Ιωάννου μετατίθεται στη Θεσσαλονίκη, όπου και μένει πάλι με την οικογένειά του. Υπάρχει όμως μια διαφορά. Τώρα της συμπαραστέκεται αυτός οικονομικά αλλά κυρίως συναισθηματικά. Τώρα αρχίζει να ασχολείται και με την άλλη μεγάλη του αγάπη την λαογραφία. Από το Καστρί Κυνουρίας όπου είχε διοριστεί δεν έφερε μόνο πεζογραφήματα αλλά και δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας τα οποία δημοσιεύονται το 1963. Τα επόμενα χρόνια συνεχίζει με αμείωτο ζήλο τη λαογραφικά έρευνα, με τη βοήθεια της Άλκης Κυριακίδου – Νέστορος. Το 1966 γνωρίζει τη Λένα Σαββίδη, διευθύντρια του περιοδικού Ταχυδρόμος, και τον Γιώργο Σαββίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Την ίδια χρονιά εκδίδει τα Δημοτικά μας τραγούδια, καθώς και τα Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού. Αρχίζει να μεταφράζει την Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, που δημοσιεύεται στον Ταχυδρόμο στις 18 Μαρτίου 1967. Τον επόμενο μήνα γίνεται το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» η αυτοτελής έκδοση της Ιφιγένειας εν Ταύροις, και το 1970 οι Παραλογές από τις εκδόσεις «Ερμής». Η είσοδός του σε αυτούς τους δυο σημαντικούς αθηναϊκούς εκδοτικούς οίκους, αποτελεί και επίσημα πια το διαβατήριό του για τη δύσκολη, αλλά όχι μικρόψυχη, αθηναϊκή λογοτεχνική επικράτεια. Στην οποία θα ανήκει οριστικά πλέον από το Σεπτέμβριο του 1971, όταν θα μετατεθεί σε Γυμνάσιο της Αθήνας.
Ο Γιώργος Ιωάννου έρχεται στην Αθήνα μ’ ένα ακόμα λογοτεχνικό διαπιστευτήριο. Τα πεζογραφήματα της Σαρκοφάγου, που κυκλοφορούν στις αρχές του 1971 από τον «Κέδρο». «Είναι κείμενα πολύ περισσότερο περισσότερο βιωματικά παρά αυτοβιογραφικά. Περισσότερο παραγεμισμένα από εκείνα του Φιλότιμου, με την πείρα και τη γνώση των ανθρωπίνων. Είναι διαποτισμένα με την γκρίζα λιπαρή ουσία του θανάτου και πατιναρισμένα με τη μαύρη θολούρα της επαρχιακής και της πολιτικής καταπίεσης. Η Σαρκοφάγος φέρει σε πολλά σημεία ίχνη της εποχής της. Έχει νύξεις αιχμηρές και λογοπαίγνια πονηρά για τη δικτατορία, που τώρα μπορεί να φαίνονται ανώδυνα, αλλά τότε προκαλούσαν την ανησυχία στους φίλους, και τον ενθουσιασμό».6

 
Πορτρέτο του Γ. Ιωάννου από την Ασπασία Παπαδοπεράκη

Την άνοιξη του 1974 κυκλοφορούν τα πεζογραφήματά του με τίτλο Η μόνη κληρονομιά, που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Το 1978 κυκλοφορούν τα πεζογραφήματα με γενικό τίτλο Το δικό μας αίμα τα οποία θα τιμηθούν με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1979. Το 1980 κυκλοφορεί μια ακόμα συλλογή διηγημάτων του με τον τίτλο Επιτάφιος θρήνος, τον οποίο ο Β. Αγγελικόπουλος θεωρεί σταθμό στην πεζογραφία του Ιωάννου. «Δείχνει πως μια φάση έκλεισε και μια νέα αρχίζει. Με τα δεκατρία πεζογραφήματα της συλλογής, ο συγγραφέας περνάει σε άλλες περιοχές, σε νεώτερες περιόδους: δεν είναι πια η Θεσσαλονίκη κυρίαρχος χώρος, αλλά η Αθήνα, και τα δρώμενα δεν ανήκουν στην Κατοχή και στον περίγυρό της, αλλά σε πιο πρόσφατες εποχές, όχι πάντως σαφώς προσδιορισμένες. Αλλά και στον τρόπο αφήγησης έχουμε μια πολυσήμαντη αλλαγή, αφού δεν γίνεται πια αποκλειστικά στο πρώτο πρόσωπο, όπως σε όλο σχεδόν το προηγούμενο έργο του Ιωάννου αλλά στο τρίτο […]. Αλλά ο λόγος για τον οποίο θεωρούμε σταθμό τον Επιτάφιο θρήνο είναι κυρίως η σαφώς πιο μεταφυσική θεώρηση των πραγμάτων που έχουμε εδώ. Μια υπερβατική διάθεση είναι διάχυτη στα πεζογραφήματα της συλλογής και εντέλει αποδεικνύεται σε κύριο χαρακτηριστικό της».7 Το 1982 θα κυκλοφορήσουν τα βιβλία του: Εφήβων και μη, Καταπακτή, και Εύφλεκτη χώρα. Ασυγκίνητο δεν θα τον αφήσει ούτε ο Καραγκιόζης αφού το 1972 κυκλοφορεί σε δύο τόμους (!) Ο Καραγκιόζης του και ακριβώς ένα χρόνο μετά Τα παραμύθια του λαού μας.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1980 καθώς διέσχιζε την οδό Στουρνάρη τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο προκαλώντας του πολλαπλά κατάγματα. Το αποτέλεσμα ήταν αν παραμείνει στο ΚΑΤ νοσηλευόμενος μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου. Όμως παρά τις ταλαιπωρίες του ο Ιωάννου βρήκε τον μόνο τρόπο που γνώριζε καλά για να αντιμετωπίσει το ατυχές αυτό γεγονός, τη γραφή. Το βιβλίο του Πολλαπλά κατάγματα κυκλοφόρησε το 1982. Ο ίδιος το παρομοίασε με παλιά «οδοιπορικά» και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί αφού περιέχει: «εντυπώσεις εσωτερικές περιγραφές, άδηλους και κρυφούς διαλογισμούς, κοιτάγματα της ζωής μέσα από έναν άλλο χώρο, στον οποίο αποσύρεται το εγώ και επισκοπεί τα πάντα, όταν επισυμβεί στο σώμα το ατύχημα. Και συνάμα περιγραφές του κλίματος της εποχής, του περιβάλλοντος, των ειδικών χώρων, της ειδικής συμπεριφοράς που εμφανίζουν ξαφνικά τόσο αδύναμο –και μόνον αυτόν- οι άλλοι, καθώς τον βλέπουν να βρίσκεται ολότελα στο έλεός τους. Το 1981 θα εκδοθούν και τα Κοιτάσματα, μια συλλογή πεζών κειμένων του, χρονογραφήματα ως είδος, τα οποία είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Πρωινή το 1978. 




Εξώφυλλο του δίσκου Κέντρο διερχομένων, κομισμένο με το έργο του Γ. Τσαρούχη, «Ναύτης χορεύει ζεϊμπέκικο με δύο καπέλα κρεμασμένα»

Ο Γιώργος Ιωάννου θα εισέλθει και στο χώρο της δισκογραφίας αφού το 1982 υπογράφει τα λόγια στο δίσκο Κέντρο διερχομένων, σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη με ερμηνευτές την Ελευθερία Αρβανιτάκη τον Δημήτρη Ψαριανό και τον Γρηγόρη Κοντογιάννη. Το Κέντρο Διερχομένων κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1982 από την Λύρα. Στο εξώφυλλο ένα έργο του Γ. Τσαρούχη από τα «ζεϊμπέκικα» (Ναύτης χορεύει ζεϊμπέκικο με δύο καπέλα κρεμασμένα). Πρόκειται για μια σειρά από τραγούδια λαϊκά, τόσο στα μουσικά μοτίβα που επιλέγει ο συνθέτης όσο και στον τρόπο που πραγματεύεται τα θέματά του ο στιχουργός. Όμως ο ήχος σαφώς ξεφεύγει από τα «εύκολα» λαϊκά τραγούδια της εποχής και πειραματίζεται σε νέους δρόμους και εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις. Οι ίδιοι οι δημιουργοί του δίσκου είχαν πει: «Η συνεργασία μας σ’ αυτό το δίσκο υπήρξε αυθόρμητη. Δουλέψαμε επί πολύ καιρό αλληλοεπηρεαζόμενοι και αλληλοεμπνεόμενοι. Προσπαθήσαμε ώστε τα τραγούδια μας, και από την άποψη της μουσικής και από την άποψη του στίχου να μην είναι μιμήσεις λαϊκότροπων τραγουδιών αλλά όσο γίνεται εμπνευσμένες και αυστηρά επεξεργασμένες σπουδές πάνω στους γνωστούς ελληνικούς δρόμους και εκφράσεις. Αυτό δεν πάει να πει ότι αυτός ο τρόπος δουλειάς κάνει τα τραγούδια μας περισσότερο έντεχνα από τα άλλα, γιατί για μας όλα τα τραγούδια είναι έντεχνα».8
Το τελευταίο εν ζωή βιβλίο του κυκλοφορεί στα τέλη του 1984. Τιτλοφορείται Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Έξι χρόνια μετά Το δικό μας αίμα ο Γιώργος Ιωάννου ξαναγυρνά στη Θεσσαλονίκη. Τα δύο αυτά βιβλία αποτελούν μια ενότητα που ο Ιωάννου σκόπευε να συνεχίσει, αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: «Κάτω από τον τίτλο Η πρωτεύουσα των προσφύγων βρίσκεται η πόλη και η κοινωνία της σημερινής Θεσσαλονίκης. Ο τόμος αυτός είναι ο δεύτερος της σειράς, με πρώτον εκείνον που φέρει τον τίτλο Το δικό μας αίμα. Στον πρώτο τόμο γινόταν περισσότερο λόγος για την ίδια την πόλη –την πόλη των ημερών του Γιώργου Ιωάννου- ενώ σ’ αυτόν τον δεύτερο γίνεται κυρίως λόγος για τους σημερινούς ανθρώπους της, την κοινωνία της και τις συνθήκες των τελευταίων δεκαετιών της, που επέδρασαν έτσι ή αλλιώς. Θα ακολουθήσουν αργότερα και άλλοι τόμοι για τη Θεσσαλονίκη, όσο θα γίνει δυνατό…» Το 1985 μετά το θάνατό του εκδόθηκε μια σειρά από δοκίμιά του που αφορούν τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη και τον Λαπαθιώτη με τίτλο: Ο της φύσεως Έρως




Αφιέρωμα στον Γ. Ιωάννου Απρ.-Μάιος-Ιούνιος 2005

Στις 6 Φεβρουαρίου του 1985 ο Γιώργος Ιωάννου εισάγεται στο «Σισμανόγλειο» για μια εγχείριση προστάτη. Αυτή η εγχείριση «ρουτίνας» θα είναι μοιραία για τον μεγάλο πεζογράφο και ποιητή μας καθώς μια μετεγχειρητική λοίμωξη θα προσβάλει τον ήδη κουρασμένο οργανισμό του και το μοιραίο δεν θα αργήσει… Εδώ, για το τέλος, θα αφήσουμε τον φίλο του Μένη Κουμανταρέα να μας περιγράψει τα γεγονότα: «Ακολουθούν τρις αλλόφρονες μέρες και νύχτες που φίλοι, γνωστοί, λογοτέχνες και μη, συνωστίζονται έξω από την εντατική. […] Άλλοι πολλοί, επώνυμοι και ανώνυμοι ανεβοκατεβαίνουν σ’ αυτό το παμπάλαιο νοσοκομείο και πρώην σανατόριο. Το σώμα του φίλου βρίσκεται στην εντατική […] μισόγυμνο με σωληνάκια που του φράζουν τα ρουθούνια, γαγγραινιασμένο χτυπημένο από το μικρόβιο Φουρνιέ, όπως μας εξηγούν οι γιατροί. […] Πριν φύγω από το νοσοκομείο πλανιέμαι στους διαδρόμους, γυρεύοντας νεκροθάλαμο. Από κάποιο παράθυρο που δίνει σε αυλή, βλέπω μέσα στα τζάμια που διαθλούν τον ήλιο, σαν μέσα σε κλίβανο που καίει με τεράστιες φλόγες, το σώμα του φίλου μου γυμνό. Το πλένουν με κρασί και ετοιμάζονται να το ντύσουν. Γύρω του άνθρωποι με λευκές στολές και στόματα σφραγισμένα μ’ επιδέσμους, το περιποιούνται. Είναι νέοι άντρες και χεροδύναμοι, και ίσως αυτό, σε μια στερνή αναλαμπή, μου δίνει για λογαριασμό του ένα αίσθημα ανακούφισης».9
Ο Γιώργος Ιωάννου θεωρείται εισηγητής στα Γράμματά μας του σύντομου εκείνου πεζογραφήματος, που στέκεται ανάμεσα στο δοκίμιο και την αφήγηση των ψυχικών περιπετειών του ομιλούντος προσώπου. Το νέο αυτό λογοτεχνικό είδος καθώς και οι γενικότερες αισθητικές αρχές του Γιώργου Ιωάννου έχουν ασκήσει ως τώρα σημαντική επίδραση στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Ο λόγος του Γιώργου Ιωάννου έχει προέλευση βιωματική. Υποστήριζε ότι καλή λογοτεχνία δεν μπορεί να γραφεί, όταν ο λόγος δεν έχει βιωματικό βάρος και όταν ο λογοτέχνης δεν τον έχει ψηλαφίσει με την ψυχή του και το πνεύμα του.

Πηγές και σημειώσεις:

Οι φωτογραφίες των προσκλήσεων, των αφιερωμάτων και των εκδηλώσεων για το Γιώργο Ιωάννου είναι από το βιβλίο: Γιώργος Ιωάννου, Λόγος και μνήμη, εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2006. Για τη βιογραφία του Γιώργο Ιωάννου αντλήθηκαν στοιχεία από τα βιβλία:
1. Γιώργος Ιωάννου, «Έτσι θα ‘ναι και τότε…», Καταπακτή, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1984.
2. Γιώργος Ιωάννου, «Ο Χριστός αρχηγός μας…» Η πρωτεύουσα των προσφύγων, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1984.
3. Γιώργος Ιωάννου, «Στη δύσκολη ώρα», Καταπακτή, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1984.
4. Αλέξανδρος Κοντζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι – κριτικά κείμενα, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1982.
5. Γιώργος Ιωάννου, «Συγγενείς και φίλοι», Καταπακτή, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1984.
6. Γιώργος Ιωάννου, «Εις Εαυτόν», Η πρωτεύουσα των Προσφύγων, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1984.
7. Β. Αγγελικόπουλος, «Τα του έρωτα και του θανάτου», περ. Διαβάζω τευχ. 198
8. Νίκος Μαμαγκάκης, Γιώργος Ιωάννου (από το εσώφυλλο του δίσκου Κέντρο διερχομένων, LYRA, CD 3758)
9. Μένης Κουμανταρέας, «Σκέφτομαι τον Ιωάννου», περ. Αντί, τευχ. 282, Μάρτιος 1985




ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
1953-1954. Διδάσκει για λίγο καιρό ως φιλόλογος στο Ιδιωτικό Σχολείο του Γ. Ψιχούλα στο Γιδά (Αλεξάνδρεια) Ημαθίας.
1927. 20 Νοεμβρίου: Γεννιέται ο πεζογράφος, ποιητής, φιλόλογος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος Γιώργος Ιωάννου (αρχικά Σορολόπης) στη Θεσσαλονίκη, που αγάπησε όσο τίποτα στη ζωή του. Οι γονείς του πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ο πατέρας του Ιωάννης Σορολόπης, από τη Ραιδεστό της Προποντίδας, μηχανοδηγός στους σιδηροδρόμους. Η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη από την Κεσσάνη. Νεώτερα αδέλφια: Δήμητρα, Χριστόδουλος (Λάκης) και Θεοδωράκης. Τα παιδικά του χρόνια τα περνάει στη Θεσσαλονίκη.
Σχολ. Eτος 1937-38: Εισάγεται στο οκτατάξιο Γυμνάσιο.
1940. Μόλις μπαίνει στην εφηβεία ξεσπάει ο πόλεμος που αναστατώνει τα πάντα κι αλλάζει τη ζωή του μικρού Γιώργου.
Νοέμβριος 1940 - Μάρτιος 1941: Με τα αδέλφια του και τη γιαγιά του καταφεύγουν στα Πετροκέρασα Χαλκιδικής για να προφυλαχθούν από τους βομβαρδισμούς. Κατόπιν μένουν για λίγους μήνες στην Αθήνα.
1943. Νοέμβριος: Σε ηλικία 16 ετών αρχίζει να γράφει ημερολόγιο. Αποτυπώνει τη μαυρίλα της εποχής. Η πείνα, οι εξευτελισμοί, οι εκτελέσεις και, κυρίως, το ξεκλήρισμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης θα αφήσουν στην ψυχή του ανεξίτηλα ίχνη και μια πικρή γεύση. Πολύ συχνά στα λόγια του και στα κείμενά του έρχονται και ξαναέρχονται οι εφιαλτικές εικόνες εκείνης της περιόδου. Η τραγωδία των Εβραίων τον συνταράσσει.
Από το 1943 η οικογένεια ζει στο σπίτι της οδού Ιουστινιανού 14 (Πλατεία Δικαστηρίων) που κατεδαφίστηκε μετά τους σεισμούς του 1978. Με τα κατοχικά συσσίτια εντάσσεται στον κόσμο των κατηχητικών σχολείων.
1944. Κυριακή 26 Μαρτίου: Αίτηση εγγραφής στη Χριστιανική Οργάνωση «Αδελφοσύνη». Απότομα σταματάει να γράφει ημερολόγιο.
1946. Γεννιέται ο αδελφός του Θεοδωράκης.
1946/1947. Τελειώνει το 3ο Γυμνάσιο Αρρένων. Εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εκείνη την περίοδο «ανακαλύπτει» τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Eλιοτ. Το περιοδικό που τον εισάγει στη Λογοτεχνία είναι η Αγγλοελληνική Επιθεώρηση.
1948. Αποχωρεί από τη Χριστιανική Kίνηση.
1950. Αποφοιτά από το Ιστορικό - Αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής.
1951. Ιανουάριος: Υπηρετεί τη θητεία του ως δεκανέας του πυροβολικού.
1953. Καλοκαίρι: Απολύεται.
1953-1954. Διδάσκει για λίγο καιρό ως φιλόλογος στο Ιδιωτικό Σχολείο του Γ. Ψιχούλα στο Γιδά (Αλεξάνδρεια) Ημαθίας.
1954. Μάρτιος: Καταθέτει το όνομά του στην «τράπεζα του πνεύματος». Τυπώνει το πρώτο βιβλίο του Ηλιοτρόπια με 11 ολιγόστιχα ποιήματα.
Συνδέεται φιλικά με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Γνωρίζεται με τους Γ. Θέμελη, Τάκη Βαρβιτσιώτη, Π. Σπανδωνίδη, Ζωή Καρέλλη, Ν. Πεντζίκη, Γ. Κιτσόπουλο, Γ. Βαφόπουλο. Στην Αθήνα γνωρίζεται με τους Νίκο Καρούζο, Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, Κώστα Ταχτσή, Μίλτο Σαχτούρη, Νίκο Φωκά, Τάκη Σινόπουλο, Φώτη Κόντογλου, Δημήτρη Χριστοδούλου.
20 Αυγούστου: Ορκίζεται ως βοηθός στην τακτική έδρα της Αρχαίας Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης.

   
Φωτογραφία του Ανδρέα Μπέλια από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου Ομόνοια 1980, (Κέδρος 1980) 
 
1955. 15 Φεβρουαρίου: Αλλάζει το επώνυμό του σε Ιωάννου με την υπ' αριθμ. 2823/15-2-1955 απόφαση του Υπουργού Γενικού Διοικητού Βορείου Ελλάδος. «Το όνομα δεν το διάλεξα, βέβαια, τυχαία. Λεγόταν ο πατέρας μου «Ιωάννης» κι έτσι θέλησα να τον τιμήσω». (Φυλλάδιο 5-6, Θύσανοι σελ. 71).
15 Σεπτεμβρίου: Νιώθει να τον καταπιέζει η προοπτική μιας ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας και παραιτείται από το Πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια διδάσκει στο Κολλέγιο Αθηνών (Ψυχικό) για έναν περίπου χρόνο. Κατόπιν επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. «Δεν μπορούσα να υποφέρω τη μουχλιασμένη ζωή ενός βοηθού. […] Oτι ετόλμησα να φύγω ήταν σταθμός στη ζωή μου». («Iχνευτής», Μάρτιος 1985, τ.1, σελ. 7).
1957. Σεπτέμβριος: Διδάσκει σε επαρχιακό ιδιωτικό σχολείο στα Τρίκαλα.
Σχολ. Eτος 1958-59: Διδάσκει σε σχολείο στη Λάρισα. Συμμετέχει με το συνθετικό ποίημα «Η συμφωνία των Λύκων» σε λογοτεχνικό διαγωνισμό του Δήμου Θεσσαλονίκης. Του απονέμεται βραβείο.
1958. Εκδίδεται το λογοτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος». Ο Ιωάννου θα παραμείνει τακτικός συνεργάτης μέχρι το 1965.
1959. Φθινόπωρο: Επιστρέφει στην Αθήνα. Διδάσκει πάλι σε ιδιωτικό γυμνάσιο.
1960. Σεπτέμβριος: Διορίζεται στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Τοποθετείται ως φιλόλογος στο Καστρί Κυνουρίας, ένα ειδυλλιακό χωριό της ορεινής Πελοποννήσου.
1961. Σεπτέμβριος: Αρχίζει να γράφει τα πρώτα του πεζά: «Οι κότες», «Τα λαϊκά σινεμά», «Ο φόβος του ύψους».
10 Νοεμβρίου: Σαλπάρει για τη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου φτάνει ως αποσπασμένος καθηγητής. Εκεί ιδρύει το Ελληνικό Γυμνάσιο.

 
Φωτογραφία του Ανδρέα Μπέλια από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου Ομόνοια 1980, (Κέδρος 1980)

1962. 26 Μαΐου: Πεθαίνει ο πατέρας του Ιωάννης.
1963. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διαγώνιος» η δεύτερη ποιητική του συλλογή Τα χίλια δέντρα. Λήγει η απόσπασή του στη Λιβύη. Επιστρέφει στην Κυνουρία. Μαζί με μαθητές συλλέγει δημοτικά τραγούδια της περιοχής και τα κυκλοφορεί σε μικρό, πολυγραφημένο τεύχος με τον τίτλο Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας.
1964. 25 Αυγούστου: Πεθαίνει ο μικρότερος αδελφός του Θεοδωράκης σε ηλικία 18 ετών. Πονάει: «Ένα προικισμένο παιδί που είχε ζωγραφικό ταλέντο (…) Ήτανε πιθανώς το πιο αξιόλογο μέλος της οικογένειάς μας αυτό». («Ιχνευτής», Μάρτιος 1985, τ. 1, σελ. 5).
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διαγώνιος» το πρώτο βιβλίο του με πεζά Για ένα φιλότιμο. Εξομολογείται: «Συχνά σηκωνόσουν μες στα άγρια μεσάνυχτα, όχι μόνο για να σημειώσεις κάτι, αλλά και για να ξαναδιαβάσεις εκείνο ή το άλλο σημείο, να δεις πώς ακούγεται, πώς σου φαίνεται σχεδόν μέσα στον ύπνο, μέσα στον ύπνο και στον ξύπνο, μέσα στην απόλυτη σιγή, καθώς το πρόφερες. Και τα έκαμνες αυτά, γιατί πιστεύεις πως την ουσία των πραγμάτων - και τα κείμενα πράγματα είναι - δεν την αγγίζουμε μόνο σε κατάσταση νηφαλιότητας, αλλά και ύπνου και μισοΰπνου και μεθυσιού και πόνου και πόθου». (Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Εις εαυτόν, σελ. 229). Μετατίθεται στο Γυμνάσιο Κασσάνδρας Χαλκιδικής.
1965. Δημοσιεύονται στο περιοδικό «Διαγώνιος» τα Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας, επιλογή από την έκδοση του 1963. Κυκλοφορούν και σε ανάτυπο. Γνωρίζεται με τους Στρατή Τσίρκα, Στρατή Δούκα, Γιώργο και Λένα Σαββίδη. Διακόπτει τις φιλικές του σχέσεις με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Αποχωρεί από τη Διαγώνιο.
1966. Πιστεύει πάντα πως «η νεοελληνική ψυχή διψάει για την παράδοση». Εκδίδει στην Αθήνα τη συλλογή Τα δημοτικά μας τραγούδια. Μετατίθεται στο Γυμνάσιο Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης. Η δυνατή αγάπη του για τη λαϊκή παράδοση συνεχίζεται με την έκδοση της συλλογής Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού.
1967. Δημοσιεύει στον Ταχυδρόμο (18/3/67) τη μετάφραση της Ιφιγένειας εν Ταύροις του Ευριπίδη. Επισημαίνει: «Με τη δικτατορία σταματήσατε οι πιο πολλοί συγγραφείς να εκδίδετε βιβλία, επειδή είχατε χάσει τη διάθεσή σας, αλλά και δεν θέλατε να τα προσκομίσετε στη λογοκρισία για έγκριση». (Η πρωτεύουσα των προσφύγων, «Εις εαυτόν», σελ. 236).

 
Φωτογραφία του Ανδρέα Μπέλια από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου Ομόνοια 1980, (Κέδρος 1980)

1969. Κυκλοφορεί σε βιβλίο η μετάφρασή του της τραγωδίας του Ευριπίδη Ιφιγένεια η εν Ταύροις. Ομολογεί: «Εγώ δεν έγινα φιλόλογος, γιατί εκεί επέτυχα. Αλλά από πολλή αγάπη προς τους Αρχαίους Eλληνες συγγραφείς, γενικά προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και με την πάροδο του χρόνου και με τις σπουδές, τους αγάπησα ακόμη περισσότερο». («Ιχνευτής», Μάρτιος 1985, τ. 1, σελ. 11).
21 Φεβρουαρίου: Σε εκδήλωση στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας, συναντάει τον ποιητή της θάλασσας Νίκο Καββαδία, τους Μάριο Χάκκα, Γιάννη Δάλλα, Μένη Κουμανταρέα, Στρατή Τσίρκα, Τάκη Σινόπουλο, Κώστα Ταχτσή, Στέλλα Μαραγκουδάκη, Αλέξανδρο Αργυρίου. 1970: Εκδίδει τη συλλογή Παραλογές, ένα ακόμα βιβλίο με λαογραφικό υλικό.
1971. Σεπτέμβριος: Μετατίθεται στην Αθήνα. Μένει στο σπίτι της Αρλέτας, Δεληγιάννη 3, Εξάρχεια ή Μουσείο. Hταν το πνευματικό του εργαστήρι. Αποκαλύπτει: «Εγώ θέλω να ζω στο επίκεντρο των μεγαλουπόλεων, και κατά προτίμηση της Αθήνας, γιατί εκεί μπορώ να είμαι πραγματικά μόνος και να μην κουρελιάζομαι από τη μοναξιά». (Φυλλάδιο 3-4, Eνας τωρινός λογοτέχνης στο κλεινόν άστυ, σελ. 43). Εργάζεται σε Γυμνάσιο και έπειτα στο υπουργείο Παιδείας. Κυκλοφορεί η συλλογή πεζογραφημάτων Σαρκοφάγος.
Αρχίζει να τυπώνεται Ο Καραγκιόζης, μια τρίτομη συλλογή έργων του ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Η έκδοση ολοκληρώνεται το 1972. Γράφει: «Κουράστηκες πολύ με τον καραγκιόζη. Κάθισες και αντέγραψες με το χέρι όλα τα κείμενα - εκατοντάδες σελίδες […] Η μανία σου να φτιάχνεις με το χέρι τα κείμενά σου για να τα βλέπεις ταχτοποιημένα […] Η γραφομηχανή δεν σου επιτρέπει να ζωγραφίσεις τη λέξη, να μετάσχεις και με τις κινήσεις σου στην ανάκλησή της». (Η πρωτεύουσα των προσφύγων, «Εις εαυτόν» σελ. 242-243).
1973. Εκδίδεται η συλλογή Παραμύθια του λαού μας. Κυκλοφορεί με τον τίτλο Τα χίλια δέντρα και κάποια άλλα ποιήματα, 1954-1963, συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του.
1974. Άνοιξη: Κυκλοφορεί Η μόνη κληρονομιά, βιβλίο με διηγήματα. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Δοκιμασία» το κείμενο «Μια μικρή επέτειος» για την 20χρονη παρουσία του στα γράμματα. Μετά τη μεταπολίτευση είναι βασικό μέλος της επιτροπής του υπουργείου Παιδείας που ετοιμάζει το «Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού σχολείου» και ο εισηγητής των περισσότερων νέων κειμένων που μπήκαν το 1975 στα νεοελληνικά αναγνώσματα της Μέσης Εκπαίδευσης.
1976. Εκδίδεται από το υπουργείο Παιδείας έως το 1981, υπό τη διεύθυνση του φιλολόγου Κ. Ν. Παπανικολάου, το μαθητικό περιοδικό «Ελεύθερη Γενιά». Ο Ιωάννου είναι ένας από τους κυριότερους συνεργάτες του και υπεύθυνος της στήλης «το ταχυδρομείο μας» με τους μαθητές, σε όλη τη διάρκεια της έκδοσής του. Εκδίδει συγκεντρωμένα τα πεζογραφήματά του σε έναν τόμο με τίτλο: Πεζογραφήματα από τις εκδόσεις Ερμής.
1977. Μάιος: Διάλεξη του καθηγητή Δ. Μαρωνίτη στην «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης με τίτλο «Η ανθρωπογραφία της Θεσσαλονίκης· ερωτήματα για την επαρχιακή λογοτεχνία». Ο τόπος και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι απόψεις του Μαρωνίτη ενόχλησαν βαθύτατα τον Γ. Ιωάννου που αντέδρασε έντονα, με δημοσιεύματα αρχικά στον τύπο και μετά στο «Φυλλάδιο». (Βλ. Ξ. Κοκόλης: «Μια “επαρχιακή” διαμάχη: χρονικό και κριτική, 1977-1986»: περιοδικό «Ο παρατηρητής», τχ. 8, Οκτώβριος 1988, σ. 41-63].
1978. Τυπώνεται Το δικό μας αίμα, συλλογή πεζογραφημάτων για τη Θεσσαλονίκη που είχαν πρωτοδημοσιευθεί στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Αρχίζει να εκδίδεται το Φυλλάδιο (1, 2), περιοδικό πνευματικής ζωής. Το γράφει ολόκληρο μόνος του. Στο Φυλλάδιο περιέχονται πολυάριθμα μαχητικά και δηκτικά σχόλια που τα ονομάζει «Θυσάνους». Συνεργάζεται τακτικά στην εφημερίδα «Πρωϊνή».
1979. Του απονέμεται το πρώτο κρατικό βραβείο διηγήματος για Το δικό μας αίμα. Εκδίδεται το Φυλλάδιο 3-4. Προάγεται σε γυμνασιάρχη και μετατίθεται στο Καρλόβασι Σάμου όπου πηγαίνει για λίγους μήνες. Παραμένει τελικά, ως αποσπασμένος, στο υπουργείο Παιδείας.

 
Φωτογραφία του Ανδρέα Μπέλια από το βιβλίο του Γ. Ιωάννου Ομόνοια 1980, (Κέδρος 1980) 
 
1980. Εκδίδει τη μετάφραση Στράτωνος Μούσα Παιδική, με ποιήματα του Στράτωνος από την Παλατινή Ανθολογία. Πιστεύει: «Πρώτα απόλυτη κατανόηση και ύστερα, με τρέμουσα χείρα, απόδοση με πιστότητα -ναι, με πιστότητα!- του νοήματος. Αυτό που λεν πως η πιστή μετάφραση είναι κακή μετάφραση, αποτελεί μύθο, για τα κλασικά τουλάχιστον. Η μηχανική κατά λέξη απόδοση ασφαλώς δίνει κάκιστο αποτέλεσμα, αλλά η πιστή με αντίστοιχες σημερινές εκφράσεις απόδοση έχει λαμπρό αποτέλεσμα». (Η πρωτεύουσα των προσφύγων, «Εις εαυτόν», σελ. 237). Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορούν δύο ακόμα βιβλία του. Το πεζογράφημα Ομόνοια 1980 και η συλλογή διηγημάτων Επιτάφιος Θρήνος.
22 Σεπτεμβρίου: Τον χτυπάει ένα αυτοκίνητο στην πλατεία Εξαρχείων. Νοσηλεύεται στο ΚΑΤ επί 4 περίπου μήνες.
1981. Δημοσιεύει τη συλλογή πεζών Κοιτάσματα, χρονογραφήματα πρωτοδημοσιευμένα στην εφημερίδα «Πρωϊνή Ελευθεροτυπία» υπό τη διεύθυνση του Κώστα Νίτσου. Εκδίδει το πεζογράφημα Τα πολλαπλά κατάγματα, χρονικό της νοσηλείας του στο ΚΑΤ. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Εκηβόλος» (αρ. τεύχους 8-9) τη μετάφρασή του της Γερμανίας του Τάκιτου και στο περιοδικό «Θέατρο» (τ. ΙΑ' αρ. 67/68, σελ. 59-61) το θεατρικό του μονόλογο Η μεγάλη Άρκτος.
Συνεργάζεται τακτικά στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» από 10 Ιουνίου έως 19 Δεκεμβρίου 1981. Του αρέσει να αρθρογραφεί. «Αυτός ο τρόπος είναι ο μόνος που αρμόζει σε άνθρωπο πνευματικό και αγωνιώντα». (Η πρωτεύουσα των προσφύγων, «Εις εαυτόν», σελ. 275). Κυκλοφορεί το θεατρικό του Το αυγό της Κότας (Α΄ έκδοση).
1982. Εκδίδει τρία βιβλία: Εφήβων και μη, μια συλλογή άρθρων, τα περισσότερα από τα οποία είχαν πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό «Ελεύθερη Γενιά», τη συλλογή Εύφλεκτη Χώρα με κείμενά του δημοσιευμένα κατά καιρούς στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Τέλος την Καταπακτή με πεζά κείμενα. Επίσης εκδίδεται το Φυλλάδιο 5-6. Τον ίδιο χρόνο στίχοι του Γιώργου Ιωάννου γίνονται 11 τραγούδια στο δίσκο Κέντρο Διερχομένων σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη.
1983. Ο Ιωάννου διαβάζει τα κείμενά του «Οι τσιρίδες», «Τα κεφάλια», «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα», «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας», «ομίχλη» στην κασέτα Γιώργος Ιωάννου, διηγήματα. Παραγωγή, μουσική επιμέλεια: Ρηνιώ Παπανικόλα.
1984. Επιμελείται φιλολογικώς το βιβλίο «Αλεξάνδρεια 1916 - Ημερολόγιο Φίλιππου Στεφ. Δραγούμη». Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα κυκλοφορεί η συλλογή πεζογραφημάτων Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Πηγαίνει στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Λέει: «Πρέπει να γίνω καλά, για να δουλεύω νύχτα-μέρα. Θέλω ακόμα μια εικοσαετία ασταμάτητης δουλειάς».
1985. 6 Φεβρουαρίου: Εισάγεται στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο για απλή εγχείρηση προστάτη. Δεν αποτρέπεται δυστυχώς το μοιραίο. Πεθαίνει από σηψαιμία στις 16 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 58 ετών.
18 Φεβρουαρίου: Κηδεύεται στη Θεσσαλονίκη, από τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο της Αναστάσεως.
Η Θεσσαλονίκη χιονισμένη δέχθηκε στην αγκαλιά της το συγγραφέα με την έντονη κοινωνική συνείδηση, Γιώργο Ιωάννου. Το λογοτεχνικό του έργο τιμάται στα «Δημήτρια
Εξομολογείται: «Νιώθεις ευτυχισμένος που μίλησες, όπως μίλησες. Το γράψιμο για σένα είναι πηγή βαθιάς ευτυχίας». (Η πρωτεύουσα των προσφύγων, «Εις εαυτόν», σελ. 277). Συχνά αναφωνεί: «Γιατί, Θεέ μου, να μη ζούμε πεντακόσια χρόνια;». Η πρωτεύουσα των προσφύγων, «Εις εαυτόν», σελ. 247).
Δεκέμβριος: Ο Ιωάννου δεν σιωπά. Εκδίδονται: Ο της φύσεως έρως (Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης) και το Φυλλάδιο 7-8 σε επιμέλεια του φιλολόγου Κώστα Καφαντάρη.
1986. Απρίλιος: Εκδίδεται το βιβλίο Ο Πίκος και η Πίκα, παιδικό παραμύθι. Εικοσιοκτώ συνεντεύξεις του (1974 – 1985) συγκεντρώνονται (με πρόλογο-επιμέλεια Γ. Αναστασιάδη) και εκδίδονται από τον Κέδρο με τίτλο Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής.
2000. Εκδίδεται Το κατοχικό ημερολόγιο χωρίς περικοπές του Γιώργου Ιωάννου με εισαγωγή - σχόλια - επίμετρο Αντιγόνης Βλαβιανού. Επίσης: Τα δέκα ανέκδοτα γράμματα στον Χρήστο Σαμουηλίδη 1949-1951 του Γιώργου Ιωάννου με εισαγωγή - σχόλια Αντιγόνης Βλαβιανού.
Πηγή:

Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 13 Φεβρουαρίου 2005

Εξώφυλλο της 2ης έκδοσης του βιβλίου Στράτωνος Μούσα Παιδική (Κέδρος 1986)

Μεταφράζοντας Στράτωνος «Μούσα Παιδική», ως αντίδοτο (του ΠANTEΛH MΠOYKAΛA)
ME THN ΠOIHΣH ο Γιώργος Iωάννου ξέκοψε νωρίς, πιο νωρίς κι απ' όσο ξέκοψε με τη ζωή. H πρώτη του ποιητική συλλογή (που υπήρξε και η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα) εκδόθηκε το 1954, με τον τίτλο Ηλιοτρόπια. H δεύτερη -και τελευταία- το 1963, «Τα χίλια δέντρα» (3η έκδοση το 1988, με τον τίτλο Tα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα). Oι ποιητικές ανθολογίες πάντως, γενεαλογικές είτε αλφαβητικές, δεν δείχνουν ιδιαίτερη βιασύνη να τον ανθολογήσουν· αν ωστόσο τον ανθολογούσαν, το πιο πιθανό, σχεδόν βέβαιο, είναι ότι το όνομά του θα βρισκόταν αμέσως πριν από το όνομα του Κωνσταντίνου Kαβάφη, ώστε καλά να ταιριάζει. Tο πραγματικό του όνομα (Σορολόπης) θα τον ξεμάκραινε από τον Αλεξανδρινό.
Μια κουβέντα είναι βέβαια το «ξεκόβω», ιδίως το «ξεκόβω από την ποίηση». Aν σε πότισε έγκαιρα τα φάρμακα και τα φαρμάκια της, ο δεσμός αντέχει διά βίου - ένας γόρδιος εσαεί άκοπος. Καλά το λέει λοιπόν ο συντοπίτης του συγγραφέας Tόλης Kαζαντζής πως ο «Iωάννου δεν είναι στεγανά ο ποιητής ή ο πεζογράφος. Είναι και τα δύο μαζί». Kι εν τούτοις, όσα κοινά στοιχεία κι αν έχουν οι δύο υποστάσεις του λόγου, η ποίηση και η πρόζα, παραμένουν διακριτές, ενίοτε δε καταντούν πολέμιες. Σε περιπτώσεις μάλιστα όπως του Iωάννου, όπου ο πεζογραφικός εαυτός επιβάλλεται και αναγνωρίζεται με την ιδιοτυπία και την αξιοσύνη του, ο ποιητικός «προκάτοχος» ή «πρόγονος» αργά ή γρήγορα σκιάζεται, υποχωρεί, σχεδόν ξεχνιέται. Tο «σχεδόν» τίθεται επειδή η λησμοσύνη πλήττει συνήθως, αν όχι αποκλειστικά, τον αναγνώστη, όχι τον γράφοντα. Αυτός δεν γίνεται να παραγράψει τα εισόδιά του στη γραφή. Kαι, όσο ξεμακρυσμένος, αναζητεί το ενδιάμεσο έστω και επιχειρεί την αναψηλάφηση, την ανακατάκτηση.
Mια μέθοδος αναψηλάφησης και ανακατάκτησης της ποιητικής ρίζας είναι η στιχουργική που προορίζεται να γίνει τραγούδι - και ο Iωάννου έγραψε πράγματι στίχους για τραγούδια, για το Kέντρο Διερχομένων, δίσκο καλά δουλεμένο από τον Nίκο Mαμαγκάκη. Mια άλλη μέθοδος, εσωτερικότερη και τόσο κοπιαστική που κανένα όφελος δεν μπορεί να ισοσκελίσει την ασκητική μοναχικότητά της, είναι η μετάφραση. Kαι ο Iωάννου μετέφρασε. Δεν μετέφρασε πολύ πάντως. Iερό Aυγουστίνο, Tάκιτο, τον Tσέχο ποιητή Πετρ Mπέζρουτς, και βέβαια αρχαία ποίηση, αλλά και πάλι επιλεκτικά: την Iφιγένεια εν Tαύροις του Eυριπίδη, το δωδέκατο Bιβλίο της Παλατινής Aνθολογίας, που εκδόθηκε υπό τον τίτλο Στράτωνος Mούσα Παιδική, και ορισμένα επιτύμβια, ερωτικά και προτρεπτικά επιγράμματα, από την Παλατινή Aνθολογία επίσης, δημοσιευμένα στο «Φυλλάδιό» του. 
 
Σχέδιο του Βασίλη Βασιλειάδη, από το βιβλίο Στράτωνος μούσα παιδική (Κέδρος 1986)

H μετάφραση σαν αντίδοτο
Σκέφτομαι τη μεταφραστική λύση σαν αντίδοτο, διπλό: Σαν αντίδοτο στην απουσία της ποίησης (που παραμένει απούσα, όσα στοιχεία της κι αν ενοφθαλμιστούν στην πρόζα) και, ειδικά όσον αφορά τη Mούσα Παιδική, σαν αντίδοτο στην περίφραση, τον υπαινιγμό, την εσωτερική αναδίπλωση των λέξεων στην καθαυτό ποίηση του Iωάννου, που μπορεί να υπήρξε συνειδητή -και τεχνική- επιλογή, μπορεί και αφομοιωμένο αποτέλεσμα εξωγενούς καταναγκασμού. Eννοώ εδώ ότι η καταδηλωτική ευθύτητα της Παιδικής Mούσας (θυμίζω ότι το 12ο βιβλίο της Παλατινής περιέχει 258 παιδεραστικά επιγράμματα 29 ποιητών της ελληνιστικής κυρίως εποχής, του Στράτωνος, που τα αποκαλεί «παίγνια», του Mελέαγρου, του Kαλλίμαχου κ.ά.), η γλωσσική της αμεσότητα, η εικονιστική της ελευθεριότητα, είναι ένας λογοτεχνικός (ή κοινωνικός ή πολιτικός) τρόπος που ο Iωάννου μπορούσε ελευθερωτικά να τον ενστερνιστεί μέσα από την υπόδυση της μετάφρασης.
«Tα ποιήματα του Iωάννου», γράφει ο Bρασίδας Kαραλής (στο σχετικό αφιέρωμα του «Διαβάζω», τχ. 452, Iούνιος 2004, και υπό τον τίτλο «O Γιώργος Iωάννου και η ποίηση της ενσυνείδητης αμαρτωλότητας»), «εικονογραφούν μια συνείδηση με βαθιά επίγνωση της αμαρτωλότητάς της που επιζητεί τη λύτρωσή της στην άφεση και στην παράδοση, στη λήθη και στη μοναξιά. [...] Δεν μιλάμε βέβαια για τη μανία ενός ηδονιστή να καρπωθεί τον πόθο του. [...] H λιτή ποίηση του Iωάννου δεν ψάχνει απλώς να εντοπίσει έναν ιδανικό εραστή, ένα φαντασιακό ίνδαλμα ερωτικών «φρουδεύσεων», αν και η απουσία του ανδρικού σώματος φαίνεται να συνιστά μια αρνητική εντροπία της δημιουργικής συνείδησης, αφού απουσιάζει το συγκεντρωτικό μόρφωμα που θα έδινε συνοχή και ενότητα στο αίσθημα της διάλυσης και της αποσυσχέτισης. [...] O Iωάννου βρίσκεται ήδη στον δρόμο που θα τον οδηγήσει αργότερα στην ανακάλυψη της Παλατινής Aνθολογίας και στο αίσθημα της ανεκπλήρωτης ερωτικής συνομιλίας που διαβάζουμε κάποτε στα ερωτικά δημοτικά τραγούδια». H ανακάλυψη της Παλατινής λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί μοιραία.
Ποιος, τηλεγραφικά, ο μεταφραστικός τρόπος του Γιώργου Iωάννου ειδικά στην Παλατινή και ειδικότερα στη Mούσα Παιδική; Είπα ήδη πως η επιλογή του Iωάννου να καταπιαστεί με τη μετάφραση του δωδέκατου βιβλίου της Ανθολογίας είχε και την πολιτική της διάσταση, μ' εκείνο τον τρόπο που βλέπαμε παλιά να συμπλέκεται το πολιτικό με το προσωπικό. Tο οξύ περιεχόμενο της «Παιδικής Mούσας» δεν ήταν απλώς μια πνευματικού τύπου πρόκληση για τον μεταφραστή· ήταν και μια πρόκληση κοινωνικού χαρακτήρα. Eδώ η αυτοεξομολόγηση, για να κυριολεκτήσει, δανείζεται (αφού τον αναπλάσει) τον αθυρόγλωσσο αρχαίο λόγο, με τη λογοτεχνικά επικυρωτική εξήγηση, όπως απαντά στο Eισαγωγικό Σημείωμα του Iωάννου, ότι «η Παλατινή, και ιδίως το δωδέκατο βιβλίο παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον και για τα νεοελληνικά Γράμματα, γιατί έχει επηρεάσει δυνατά ορισμένους Nεοέλληνες ποιητές, όπως τον K.Π. Kαβάφη, αλλά και άλλους».

Σχέδιο του Βασίλη Βασιλειάδη, από το βιβλίο Στράτωνος μούσα παιδική (Κέδρος 1986)

Κείμενα απωθημένα
Στην κυριολεξία του αρχαίου πρωτοτύπου (συχνά απερίστροφη όσο κι εκείνη που ακούμε στα αποκριάτικα τραγούδια), ο Iωάννου απαντά με την κυριολεξία της νέας ελληνικής, χωρίς απαλοιφές, χωρίς προσφυγή σε υποκοριστικά και ευφημισμούς, σε «ηπιότερες» ή «ποιητικότερες» λέξεις. Kι είναι φορές που το νέο κείμενο ακούγεται σκληρότερο από το αρχαίο, γεγονός που δεν οφείλεται μόνο στον τρόπο των ποιητών (του παλαιού και του νέου) αλλά και στον τρόπο των γλωσσών (της παλιάς και της νέας), ίσως και λόγω της κλιμάκωσης της οικειότητάς μας με τη μια ή την άλλη Tο «Kείμαι· λαξ επίβαινε κατ' αυχένος, άγριε δαίμον» του Mελέαγρου, ας πούμε, ηχεί λιγότερο παράφορο και παραδομένο από το «Είμαι πεσμένος καταγής. / Πάτα σκληρά με τα ποδάρια σου, / άγριε δαίμονα, στο σβέρκο μου» του Iωάννου, ενδεχομένως επειδή στο αρχαίο επίγραμμα εξακολουθούμε να βλέπουμε τον θεό του έρωτα, ενώ στο νέο υποψιαζόμαστε έναν εραστή από χώμα, ανθρώπινο, που παναπεί, ενίοτε, απάνθρωπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις πάντως η μετάφραση ακούγεται περισσότερο λαϊκή απ' όσο θα μπορούσαμε να την υποθέσουμε σε γραπτό λογίων ποιητών, όταν, λόγου χάρη, οι «δυσέρωτες» αποδίδονται ως «καψούρηδες» ή το «δισσαίς ενδέδεμαι μανίαις» μεταφέρεται στη μορφή «πάθος διπλό μ' έχει μπαγλαρωμένο»· εδώ είναι σαν να δρα μια πρόθεση μεγέθυνσης της εικόνας που παραδίδει το πρωτότυπο.
Προς περαιτέρω σκέψη είναι και η απόφαση του Iωάννου να αφήσει στους μεταφραστικούς στίχους «φράσεις ή λέξεις αμετάφραστες», τυπωμένες με πλάγια γράμματα, σαν «τριμμένα απομεινάρια»· «όπως καμιά φορά συμβαίνει στις αναστηλώσεις με τις κατάφορτες χρόνο και βλέμματα παλιές πέτρες, οι λέξεις αυτές λειτουργούν και θέλγουν τους αναγνώστες» εξηγεί ο Iωάννου. Oι πιθανότητες να λειτουργήσουν εδώ σαν θέλγητρο όχι οι καθαυτό λέξεις που μένουν αμετάφραστες όσο τα ιδεολογικά συμφραζόμενα («ιδού, τόσες λέξεις έχουν μείνει ίδιες, άρα...»), δεν είναι λίγες.
Με τη Μούσα Παιδική, το φυλετικό αντίδοτο στη θηλυκής αναφοράς εφηβολαγνεία του Mεγάλου Ανατολικού του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο Ιωάννου ξανάδωσε, με σύστημα και άποψη, φωνή σε κείμενα απωθημένα, μπορεί και αποσιωπημένα. Ώστε έτσι ν' ακούγεται βαρύτερη η ακροτελεύτια υπόσχεσή του, το 1979, στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου (εκδ. Kέδρος): «Tο ξέρουμε ότι χρωστούμε μια ουσιαστικότερη και πλατύτερη μελέτη πάνω στην Παλατινή. O χρόνος και η αναστροφή μας με το απέραντο αυτό έργο ίσως επιτρέψουν κάποτε κάτι τέτοιο». Πέθανε έπειτα από έξι χρόνια. Kαι μείναμε δυστυχώς με το «ίσως», το «κάποτε» και το «κάτι».
Πηγή:

Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 13 Φεβρουαρίου 2005
Ολόκληρο το αφιέρωμα της Καθημερινής : Εδώ

 
Σχέδιο του Βασίλη Βασιλειάδη, από το βιβλίο Στράτωνος μούσα παιδική (Κέδρος 1986)

Εξετάζοντας τα πεζογραφήματα: Για ένα φιλότιμο 1964, Η σαρκοφάγος 1971, Η μόνη κληρονομιά 1974, (του Γιώργου Πετρόπουλου)
Αν και ο συγγραφέας γίνεται συχνά ο προσκυνητής της ωραιότητας των γυμνών σωμάτων είναι φανερά τα βιώματα της δύσκολης εφηβείας του που ασφυκτιούσε ανάμεσα στο θέλω και στο πρέπει. Άσχε3τα δε αν ο ίδιος ζητά να γνωρίσει τον έρωτα και να αφουγκραστεί τη ζωή νομίζεις ότι μένει πάντοτε μετέωρος, γεμάτος τύψεις και φαντασιώσεις ανολοκλήρωτων ερώτων. Κι αυτή η αφύσικη ερωτική μοναξιά και ο ανικανοποίητος πόθος είναι διάχυτα και στα τρία ανά χείρας βιβλία Ίσως γιατί ο Ιωάννου απεχθάνεται τον χυδαίο ερωτισμό που επικρατεί και αναζητά μια ανώτερη μορφή αισθημάτων, πέρα και έξω από κάθε τι ζωώδες και ενστικτώδικο. Αναζητά τον έρωτα της έμπρακτης στοργής που θα οδηγήσει στην τέλεια σχέση. Βέβαια και η ένταση του βίαιου έρωτα τον συναρπάζει. Αυτό, όμως, δεν τον εμποδίζει να ειρωνεύεται αυτούς που προσπαθούν να τείνουν προς το στερεότυπο του ανδρισμού, ενώ κατά βάθος είναι εκθηλυσμένοι. Αξιοπρόσεκτες είναι οι σκέψεις για τη σεξουαλική στέρηση και τις αιτίες που την προκαλούν. Γι’ αυτό είναι σημαντική η καταλογογράφηση των λόγων που οδηγούν το άτομο σε εκούσια ή ακούσια αποχή. Εκφράζει, μάλιστα, το θαυμασμό του γι’ αυτούς που θυσιάζουν την ηδονή και γενικότερα τα εγκόσμια γιατί δεν ήταν συμβατά με το χρέος τους. Παράλληλα, όμως επικρίνει τον πουριτανισμό που επικρατούσε στα ερωτικά ήθη των παλαιότερων εποχών, όπου κυριαρχούσε η υποκρισία. Ενώ δεν παραλείπει να μέμφεται τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι γυναίκες προκειμένου να φτάσουν στο γάμο, που ήταν γι’ αυτές η ύψιστη κοινωνική καταξίωση. Τέλος μας παρουσιάζει την ερωτική καταπίεση των γυναικών κάποιων εποχών, όχι πολύ μακρινών από τη δική μας.
Πηγή:

Γιώργος Πετρόπουλος, ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τεύχος Νο 86-87, Μάιος – Αύγουστος 1996 

Σχέδιο του Βασίλη Βασιλειάδη, από το βιβλίο Στράτωνος μούσα παιδική (Κέδρος 1986)
 
Το έργο του Ιωάννου αποτελεί κομβικό σταθμό για την πεζογραφία μας (του Νάσου Βαγενά, καθηγητή της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Συμπληρώνονται φέτος είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Ιωάννου. Στο γεγονός δεν έχει ως τώρα δοθεί η δέουσα προσοχή, αν κρίνουμε από την αδιαφορία των περισσότερων των εφημερίδων που διαμορφώνουν με τις σελίδες τους για το βιβλίο τις συνθήκες του λογοτεχνικού μας χρηματιστηρίου αξιών. Ο λόγος είναι προφανής. «Ο Ιωάννου δεν πουλάει», δήλωνε αφ' υψηλού προ ημερών εκδότης εθισμένος στο λογοτεχνικό είδος των μπεστ σέλλερ
Και όμως, ο Ιωάννου ως τον θάνατό του ήταν ο πλέον «ευπώλητος» από τους πεζογράφους της εποχής του. Ήταν το εμπορικό ανάλογο του πλέον επιτυχημένου Έλληνα «μπεστσελλερίστα». Γι' αυτό και για όσους πιστεύουν ότι είναι ένας από τους κορυφαίους Έλληνες πεζογράφους, η περίπτωση της σημερινής τύχης του θα μπορούσε να γίνει ο γνώμονας για χρήσιμες συγκρίσεις σε ό,τι αφορά τη σχέση σήμερα, στη χώρα μας, του αναγνωστικού κοινού με τη λογοτεχνική ποιότητα.
«Ο Ιωάννου δεν πουλάει σήμερα», ανέλυσε ο εκδότης, «γιατί δεν εκφράζει το πνεύμα της εποχής μας». H διαπίστωση θα ήταν εύστοχη, αν ο βαθύτερος σκοπός της λογοτεχνίας ήταν η έκφραση του πνεύματος μιας εποχής. Ενα έργο τέχνης βέβαια δεν μπορεί να είναι έργο σημαντικό, αν δεν εκφράζει το πνεύμα της εποχής του. Όμως υπάρχουν έργα που εκφράζουν το πνεύμα της εποχής τους χωρίς να είναι σημαντικά. Και τούτο γιατί ο βαθύτερος σκοπός της τέχνης, χωρίς την υλοποίηση του οποίου ένα έργο δεν μπορεί να είναι πραγματικά σημαντικό, είναι η απεικόνιση της ανθρώπινης κατάστασης, απεικόνιση που δεν εξαντλείται με την έκφραση του πνεύματος της εποχής.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, αν ο Ιωάννου δεν πουλάει σήμερα, αυτό συμβαίνει όχι γιατί το έργο του δεν εκφράζει το πνεύμα της εποχής μας (στον βαθμό που ένα έργο είναι σημαντικό εκφράζει και το πνεύμα - το βαθύτερο πνεύμα - και άλλων εποχών, πολλώ μάλλον το πνεύμα μιας συνεχόμενης με την εποχή του εποχής)· αυτό συμβαίνει γιατί το αναγνωστικό κοινό σήμερα στον τόπο μας έχει διαμορφωθεί έτσι (από παράγοντες ορατούς τόσο που να μη χρειάζεται να τους αναφέρουμε εδώ), ώστε να πιστεύει ότι ο βαθύτερος σκοπός ενός λογοτεχνικού έργου είναι να εκφράζει το πνεύμα της εποχής του, νοώντας μάλιστα ως πνεύμα της εποχής τις πλέον επιφανειακές εκδηλώσεις της.
Το γιατί ο Ιωάννου είναι ένας από τους κορυφαίους πεζογράφους μας το έχει εξηγήσει με πειστικότητα η κριτική. Συνοψίζοντας την αξιολόγησή της θα λέγαμε ότι το έργο του, εκτός από την ενάργεια με την οποία απεικονίζει την ανθρώπινη μοίρα, αποτελεί και κομβικό σταθμό για την πεζογραφία μας. Κι αυτό γιατί η γραφή του με την ιδιότυπη και καίρια διατύπωσή της αποτέλεσε έναν βαθύ της εκσυγχρονισμό· ένα συμβάδισμά της, θα προσθέταμε, με τις πλέον ουσιώδεις σύγχρονές της εκφράσεις του δυτικού πεζογραφικού λόγου, το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση της πεζογραφίας μας. Το ιδιαίτερο στην περίπτωση του Ιωάννου είναι ότι αυτός ο εκσυγχρονισμός υπήρξε ενδογενής· ότι ο Ιωάννου τον κατόρθωσε όχι συνομιλώντας με τις σύγχρονές του δυτικές αναζητήσεις, όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει στη λογοτεχνία μας, αλλά με τη σύνθεση και τη συγχώνευση σε ένα δραστικό κράμα των πλέον ζωτικών στοιχείων της νεοελληνικής πεζογραφικής διαχρονίας.
Όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μπόρχες ή ο Καλβίνο, ο Ιωάννου είναι ένας ποιητής που έγραφε σε πρόζα. Μια πρόζα βέβαια εντελώς διαφορετική από εκείνη των ποιητικιζόντων πεζογράφων. Το νέο πεζογραφικό ύφος που δημιούργησε, και που γονιμοποίησε τη γραφή πολλών νεότερων ομοτέχνων του, προσγείωσε τη λυρικών διαθέσεων πεζογραφία μας σε ποιητικά εδάφη ρεαλιστικότερα, αποπεζοποιώντας ταυτόχρονα και τη ρεαλιστική μας πεζογραφία. Ο Ιωάννου διαμόρφωσε έναν νέο σύγχρονο πεζογραφικό λυρισμό, έναν ρεαλιστικό λυρισμό, διαφορετικό από τον εξωστρεφή λυρισμό της έως τις μέρες του πεζογραφίας μας· μια ποιητικότητα εσωτερικής καύσεως, που δεν χρειάζεται λυρικές λέξεις για να αρθρωθεί και που παράγει τη θερμοκρασία της - μια δροσερή θερμοκρασία - χάρη σε ένα νέο για τη λογοτεχνία μας είδος υποβολής, που αναδύεται, καθοδηγούμενο από μια πραγματιστική ματιά, μέσα από μια δεξιοτεχνική συναίρεση ποικίλων - συχνά ετερόκλητων - στοιχείων: η εκφραστική λιτότητα που, παρά την αμεσότητά της, παράγει χάρη στις λανθάνουσες συνδηλώσεις της μιαν υποδόρια ένταση· η διαφορετική από τις συνήθεις μορφές της συνειρμικότητα· η αιφνίδια ανατροπή της χρονικής ακολουθίας και οι ευφυείς παρεκβάσεις· το χιούμορ και η - συχνά αυτοαναφορική - ειρωνεία· η επικέντρωση της προσοχής σε ελάχιστα ορατές, ωστόσο καθοριστικές, πτυχές της πραγματικότητας, συνεκβάλλουν σε μιαν ανεπιτήδευτη και φυσική, όμως συγχρόνως και βαθιά, γλώσσα, σε ένα είδος ποιητικού ρεαλισμού που για πρώτη φορά εμφανίζεται στην πεζογραφία μας.
Ο Ιωάννου μυθοποιεί ρεαλιστικά τη βίωση από τοναυτοβιογραφούμενο ήρωα των πεζογραφημάτων του της προσωπικής του μοίρας, με μια γραφή που αναπαριστά τις περιπέτειές του με μιαν οπτική καθαρότητα ονείρου. Και είναι αυτή η περίτεχνη μυθοποίηση και η οντολογική διάσταση που αυτή παρέχει στην απεικόνιση του κόσμου του που θα κάνουν, πιστεύω, το έργο του να διαβάζεται, στις μέρες που θα έρθουν, όπως διαβάζεται σήμερα το έργο του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη.
Πηγή:

Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 18 Σεπτεμβρίου 2005


Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν. Συνέδριο: Γιώργος Ιωάννου Δέκα χρόνια μετά (9-10 Νοεμβρίου 1995) 

 
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Ποιητικές συλλογές:
  • Ηλιοτρόπια, ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1954 
  • Τα Χίλια Δέντρα, εκδ. Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, 1963 
  • Τα Χίλια Δέντρα και άλλα ποιήματα (1954-1963), εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1973
Πεζογραφία:
  • Για ένα φιλότιμο (πεζογραφήματα, εκδ. Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, 1964 
  • Η σαρκοφάγος (πεζογραφήματα), εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1971 
  • Η μόνη κληρονομιά (πεζογραφήματα), εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1974 
  • Το δικό μας αίμα, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1978
  • «Ομόνοια 1980» (φωτογραφίες: Ανδρέας Μπελιάς), εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1980 
  • Επιτάφιος θρήνος, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1980
  • Κοιτάσματα (πεζά κείμενα), εκδ. Ορέστης, Αθήνα, 1981 
  • Πολλαπλά κατάγματα, εκδ. Εστία, Αθήνα, 1981 
  • Εφήβων και μη (διάφορα κείμενα), εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1982
  • Εύφλεκτη χώρα, Καθημερινή, Αθήνα, 1982 
  • Καταπακτή, εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1982 
  • Η πρωτεύουσα των προσφύγων, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1984 
  • Ο Πίκος και η Πίκα (παιδικό παραμύθι), Αθήνα, 1986
Θεατρικά έργα:
  • Το αυγό της κότας (θέατρο για παιδιά / εικονογράφηση: Αλέξης Κυριτσόπουλος), εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1981
Μεταφράσεις:
  • Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1969
    Παλατινή ανθολογία:
    Στράτωνος μούσα παιδική, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1980
Μελέτες και άλλα κείμενα:
  • Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας, ανάτυπο από το περιοδικό «Διαγώνιος», Θεσσαλονίκη, 1965 
  • Τα δημοτικά μας τραγούδια, Ταχυδρόμος, Αθήνα, 1966 
  • Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού, Ταχυδρόμος, Αθήνα, 1966 
  • Παραλογές, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1970Καραγκιόζης, 1-3, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1973 
  • Παραμύθια του λαού μας, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1973
  • Αλεξάνδρεια 1916: Ημερολόγιο Φίλιππου Δραγούμη, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1984 
  • Ο της φύσεως έρως: Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1985

  
Εξώφυλλα βιβλίων του Γ. Ιωάννου 

Βιβλία του Γιώργου Ιωάννου:
-Στράτωνος μούσα παιδική, Κέδρος 1986
-Ο της φύσεως έρως, Κέδρος 1986
-Η μόνη κληρονομιά (μεγάλο), Κέδρος 2008
-Ο καραγκιόζης Ι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2001
-Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Κέδρος 2007
-Το δικό μας αίμα, Κέδρος 2006
-Η σαρκοφάγος, Κέδρος 2005
-Ο Πίκος και η Πίκα, Κέδρος 2003
-Κοιτάσματα, Κέδρος 2003
-Η Αθήνα μέσα από καρτ ποστάλ του παρελθόντος, Σιδέρης Ι. 2001
-Δέκα ανέκδοτα γράμματα στον Χρήστο Σαμουηλίδη 1949-1951, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2000
-Το κατοχικό ημερολόγιο χωρίς περικοπές, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2000
-Εφήβων και μη, Κέδρος 1998
-Παραμύθια του λαού μας, Ερμής 1998
-Για ένα φιλότιμο, Κέδρος 1997
-Καταπακτή, Κέδρος 1997
-Επιτάφιος θρήνος, Κέδρος 1996
-Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής, Κέδρος 1996
-Ο καραγκιόζης ΙΙΙ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1996
-Το δημοτικό τραγούδι - Παραλογές, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1996
-Ο καραγκιόζης ΙΙ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1992
-Τα χίλια δέντρα, Κέδρος 1993
-Πολλαπλά κατάγματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1993
-ΦΥΛΛΑΔΙΟ 1-8, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1990
-Το αυγό της κότας, Κέδρος 1988
-Ομόνοια 1980, Κέδρος 1988
-Εύφλεκτη χώρα, Κέδρος 1986
 
Πηγή:

Εθνικό Κέντρο Βιβλίου: www.ekebi.gr