Δίας και Γανυμήδης που κάνει σπονδή. Αττικός ερυθρόμορφος κρατήρας του ζωγράφου Ευχαρίδη, 490-480 π.Χ. Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη. Συλλογή Levy-White L. 1999.10.14
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ:
Θεῶν διάλογοι1
Διός
καί Γανυμήδους2
ΖΕΥΣ.
Ἔλα, Γανυμήδη
-διότι εφθάσαμεν- φίλησέ με διὰ νὰ
βεβαιωθῆς ὅτι δὲν ἔχω πλέον ῥάμφος
κυρτόν, οὔτε νύχια σουβλερά, οὔτε πτερά,
ὅπως μὲ εἶδες κ' ἐνόμισες ὅτι εἶμαι
ὄρνεον.
ΓΑΝ.
Μπᾶ!
Δὲν ἤσουν πρὸ ὀλίγου ἀετός καὶ
κατέβηκες καί μ' ἄρπαξες μέσ' ἀπὸ τὸ
ποίμνιον; Πῶς λοιπόν σοῦ ἔπεσαν ἐκείνα
τά πτερά καὶ τώρα φαίνεσαι αλλοιώτικος;
ΖΕΥΣ.
Οὔτε
ἄνθρωπον βλέπεις, παιδί μου, οὔτε ἀετόν.
Εἶμαι ὁ βασιλεὺς ὅλων τῶν θεῶν καὶ
προσκαίρως ἤλλαξα μορφήν.
ΓΑΝ.
Τί
λές; Σὺ λοιπόν εἶσαι ο Πὰν έκαίνος; Καὶ
τότε πῶς δὲν ἔχεις φλογέραν οὔτε
μαλλιά εἰς τά μηριά;
ΖΕΥΣ.
Μόνον
λοιπὸν ἐκεῖνον νομίζεις θεόν;
ΓΑΝ.
Ναὶ·
καὶ τοῦ θυσιάζομεν βαρβάτον τράγον,
τὸν ὀποῖον τοῦ πηγαίνομεν εἰς τὴν
σπηλιάν ὅπου στέκεται. Ἀλλὰ σὺ μοῦ
φάινεται ὅτι εἶσαι άπὸ 'κείνους ποῦ
πωλοῦν στοὺς ἀνθρώπους δούλους.
ΖΕΥΣ.
Εἰπέ μου, τοῦ
Διὸς τὸ ὄνομα δὲν ἤκουσες ποτέ, οὔτε
εἶδες βωμόν του εἰς τὸ Γάργαρον, τοῦ
Διὸς ό όποῖος βρέχει καὶ βροντᾶ καὶ
κάνει τὰς ἀστραπάς;
ΓΑΝ.
Σὺ λοιπόν εἶσαι
ποῦ μᾶς ἔρριψες πρὸ καιροῦ τὴν πολλήν
χάλαζαν, ποῦ λέγουν ὄτι κατοικεῖς
ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ βροντᾶς,
είς τὸν ὁποῖον ὁ πατέρας έθυσίασεν
κριόν; Ἀλλὰ τί κακόν ἔκαμα καὶ μὲ
'πῆρες βασιλιᾶ τῶ θεῶν; Τὼρα ἴσως οἱ
λύκοι θ' ἁρπάξουν τὰ πρόβατα ποῦ θὰ
τά βροῦν ἔρημα.
ΖΕΥΣ.
Ἀκόμη σκέπτεσαι
διὰ τὰ πρόβατα, ένῶ ἔγινες πλέον
ἀθάνατος καὶ θὰ ζῆς εδῶ μὲ ἠμᾶς;
ΓΑΝ.
Τὶ
λὲς; Δὲν θὰ μὲ κατεβάσεις σήμερον εἰς
τὴν Ἴδην;
ΖΕΥΣ.
Ὄχι.
Ἀλλοιώτικα δεν θὰ ἐγινόμουν άετὸς
διὰ νὰ σὲ φέρω έδῶ.
ΓΑΝ.
Ἀλλά θὰ μὲ ζητᾶ
ὀ πατέρας καὶ θὰ θυμώσει διτότι δὲν
θὰ μ' εὑρίσκη κ' ὕστερα θὰ φὰω ξύλο
διότι ἀφίνω μόνα τὰ πρόβατα.
ΖΕΥΣ.
Ποῦ
θὰ σὲ 'δῆ πλέον ἐκεῖνος;
ΓΑΝ.
Ἄ,
ὄχι, ἐγώ τὸν ἑπιθυμῶ· καὶ ἂν μὲ
γυρίσεις 'πίσω σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ
σοῦ προσφέρει καὶ ἄλλον κριόν ὡς
λύτρον δι' ἐμέ. Ἔχομεν δὲ ἕναν τριετῆ,
πολὺ μεγάλον, ὁ ὀποῖος ὁδηγεῖ τὸ
ποίμνιον εἰς τὴν βοσκήν.
ΖΕΥΣ.
Τὶ ἀφελές παιδί καὶ ἀθῶον, ἐντελῶς
παιδί άκόμη! -Ἀλλά, μικρέ μου Γανυμήδη,
ἐκεῖνα ὅλα νὰ τάφήσης καὶ νὰ τὰ
λησμονήσης, καὶ τὸ ποίμνιον καί τὴν
Ἴδην. Σὺ δὲ –διότι τώρα εὑρίσκεσαι
εἰς τὸν οὐρανόν- θὰ κάμης πολλά καλά
ἀπ' έδῶ καὶ εἰς τὸν πατέρα καὶ εἰς
τὴν πατρίδα σου· καὶ άντὶ τυροῦ καὶ
γάλακτος, θὰ τρώγης ἀμβροσίαν καὶ θὰ
πίνης νέκταρ· τοῦτο δὲ θὰ προσφέρης
καὶ εἰς ἠμᾶς τοὺς ἄλλους· καὶ τὸ
σπουδαιότερον, δὲν θὰ εἶσαι πλέον
ἄνθρωπος, ἄλλ' ἀθάνατος, καὶ ἕνα ἀστέρι
λαμπρότατον θὰ σοῦ άφιερώσω καὶ καθ'
ὅλα θὰ εἶσαι εὐτυχής.
ΓΑΝ.
Καὶ
ἄν θελήσω νὰ παίξω, μὲ ποῖον θὰ παίζω;
Εἰς τὴν Ἴδην ἤμεθα πολλά παιδιά.
ΖΕΥΣ.
Ἔχεις
καὶ ἐδῶ διὰ νὰ συμπαίζης τὸν Ἔρωτα
αὐτὸν καὶ ἀστραγάλους.3
ὅσους
θέλεις. Νὰ μὴν ἀνησυχῆς μόνον, νὰ
εἶσαι χαρούμενος καὶ νὰ μὴ ἐπιθυμῆς
τίποτε ἀπό τόν κόσμον κάτω.
ΓΑΝ.
Καὶ
εἰς τὶ θὰ σᾶς χρησιμεύσω; Ἤ βοσκός θὰ
εἶμαι καὶ ἐδῶ;
ΖΕΥΣ.
Ὄχι.
Ἀλλά θὰ κερνᾶς τὸ νέκταρ καὶ θὰ
ἐπιστατῆς εἰς τὸ υσμπόσιον.
ΓΑΝ.
Αὐτό δὲν εἶναι
καὶ δύσκολον, διότι γνωρίζω πῶς πρέπει
νὰ χύνη κανείς τὸ γάλα καὶ νὰ δίδη τὸ
καυκί γεμάτο.
ΖΕΥΣ.
Ὁρίστε, πάλιν
αὐτός διὰ γάλα ὁμιλεῖ καὶ ἀνθώπους
φαντάζεται ὅτι θὰ ὐπηρετῆ. Ἀλλ' ἐδῶ,
παιδί μου, εἶναι ὁ οὐρανός καὶ πίνομεν
ὅπως σοῦ εἶπα τὸ νέκταρ.
ΓΑΝ.
Εἶναι
νοστιμώτερον, ὦ Ζεῦ, ἀπὸ τὸ γάλα;
ΖΕΥΣ.
Θὰ
τὸ μάθης μετ' ὀλίγον καί ἅμα πιῆς δὲν
θὰ ἐπιθυμήσης πλέον τὸ γάλα.
ΓΑΝ.
Καὶ
τὴν νύκτα ποῦ θὰ κοιμούμαι; Μαζύ μὲ
τὸν συνομήλικό μου τὸν Ἔρωτα;
ΖΕΥΣ.
Ὄχι έγὼ σὲ ἥρπασα
διὰ νὰ κοιμώμεθα ὁμοῦ.
ΓΑΝ.
Πῶς,
δὲν μπορεῖς νὰ κοιμὰσαι μόνος σου, ἀλλά σοῦ εἶναι πλέον εὐχαριστον νὰ
κοιμάσαι μαζύ μ' ἐμένα;
ΖΕΥΣ.
Ναὶ, μὲ ἕνα παιδί
ὅπως εἶσαι συ, Γανυμήδη, τόσον ὡραίο.
ΓΑΝ.
Καὶ
τὶ θὰ σὲ ὠφελλήση εἰς τὸν ὕπνον ἡ
ὠμορφιά;
ΖΕΥΣ.
Ἔχει κἄτι τι
γλυκὺ καὶ φέρει τὸν ὕπνον πλέον
εὐχάριστον.
ΓΑΝ.
Καὶ
ὅμως ὁ πατὲρας δὲ μὲ ἤθελε νὰ κοινοῦμαι
μαζύ του καὶ τὸ πρωΐ ἔλεγε ὅτι δὲν
τὸν άφῆκα νὰ κοιμηθῆ διότι ἐστριφογύριζα
καὶ ἐλάκτιζα καὶ ἐπαραμιλοῦσα στὸν
ὕπνο μου. Δι' αὐτό τῆς περσσότερες
φορές μὲ ἔστελλε νὰ κοιμοῦμαι μὲ τὴν
μητέρα. Ἄν μὲ πῆρες λοιπὸν γι' αὐτό,
ὡς λέγεις, καλά θὰ κάμης νὰ μὲ γυρίσης
εἰς τὴν γῆν κάτω, διότι δὲν θὰ σ' άφίνω
νὰ κοιμηθῆς μὲ τὰς ένοχλήσεις μου,
ἔτσι ποῦ θὰ στιφογυρίζω στὸ κρεββάτι.
ΖΕΥΣ.
Αὐτό
θὰ μοῦ εἶναι τὸ πλέον εὐχάριστον,
νἀγρυπνῶ μαζύ σου, νὰ σέ φιλῶ καὶ νὰ
σὲ άγκαλιάζω.
ΓΑΝ.
Ἐσὺ
ξέρεις· έγώ θὰ κοιμούμαι καὶ σὺ φίλα
με.
ΖΕΥΣ.
Καλά,
αὐτά θὰ διορθωθοῦν, θὰ ἴδωμεν τότε
τὶ θὰ γείνη. Τώρα δὲ παρέλαβέ τον, ὦ
Ἐρμῆ, καὶ άφοῦ τοῦ δώσεις νὰ πίη τὴν
ἀθανασίαν, φέρε τον νὰ μᾶς κὰμη τὸν
οἰνοχόον ἀφοῦ πρότερον τόν διδάξεις
πῶς πρέπει νὰ προσφέρει τὸ ποτῆρι.
Πηγή
και σημειώσεις:
1. Λουκιανού
ΑΠΑΝΤΑ τμ. πρώτος, μετ. Ιωαν. Κονδυλάκη,
εκδόσεις Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη,
Αθήνα 1910.
2.
Στο κείμενο διατηρήθηκε η στίξη και η
ορθογραφία του μεταφραστή.
3.
Εννοεί τα κότσια, παιχνίδι γνωστό από
την αρχαιότητα.