ΤΟ
ΧΑΜΟΓΕΛΟ
Ὁ
καιρὸς ἦταν γιὰ βροχή.
Κάτω
ἀπ' τὸ κρανίο του
τὸ
ἔλασμα πονοῦσε.
Σηκώθηκε
χωρὶς κανενὸς
τὴ
βοήθεια. Ἕνα μπαστούνι,
τὸν
σιγούρεψε στὴ σκάλα.
Ἦταν
ζεστὰ πάνω ἐκεῖ
στὴν
κλειστὴ βεράντα.
Τὸ
σακάκι του, γύρω ἀπ' τὴν
καρέκλα,
διατηροῦσε
τό
σχῆμα του. Τοποθέτησε
τὸ
χρυσὸ ρολόι του,
ἀκούγοντας,
ἀνάμεσα
στὰ
ρέστα καὶ τ' ἄλλα ψιλὰ.
Ξύπνησε
γυρεύοντας
τὰ
γυαλιά του. Ἔνιωθε
τὰ
παράξενα χέρια
πάνω
στὸ κούτελό του.
Ὑστερα.
Τὰ δέντρα ἔτριξαν
μὲ
τὸν ἄνεμο. Πέρασε
κι
ἄλλη ὥρα. Εἶδε ὄνειρα.
Σ'
ἕνα ἔβρεχε, ὅλο
ἔβρεχε,
κι ὅταν βγῆκε
ὁ
ἥλιος, δίπλα τουλάχιστο
στραφτάλισε
ξέχειλο
τὸ
ποτήρι τῆς ζωῆς του,
ὅλο
φουσκάλες, μεγενθύνοντας
ἕνα
ψεύτικο καὶ σαρκαστικὸ
φίλο,
ἄσχημο πιά. Γύρισε
τὸ
πρόσωπό του καὶ πέθανε.
Μετάφραση,
Βασίλης Βασιλικός,
ἀπὸ τὴ συλλογή, Ὁ
μαῦρος κύκνος,
Ἐκδόσεις Γαβριηλίδης 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου